Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 18-19  (Φθινόπωρο 2008 -Άνοιξη 2009)


Αντι-συστημική εξέγερση στην Ελλάδα*

printable version

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η εν ψυχρώ δολοφονία ενός 15ετους μαθητή, του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ―τμήμα μιας μακράς αλυσίδας δολοφονιών και αστυνομικών βιαιοπραγιών που χαρακτήριζε όλη την μετεμφυλιακή περίοδο, συμπεριλαμβανομένης της «μεταπολίτευσης»― λειτούργησε σαν καταλύτης για μια κοινωνική εξέγερση και ταυτόχρονα έκανε κατάφωρη τη συνεχή χειροτέρευση της πολυδιάστατης κρίσης στην οποία έχω αναφερθεί επανειλημμένα στο παρελθόν1.

 

Γιατί η κρίση είναι συστημική;

Η κρίση στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλη χώρα που έχει ενσωματωθεί στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι κατ’ αρχήν, οικονομική, ως αποτέλεσμα του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών της που συνεπάγεται αυτή η ενσωμάτωση. Στην Ελληνική περίπτωση, η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με την είσοδό της στην ΕΕ.2 Οι συνέπειες της ενσωμάτωσης της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι, όπως παντού, ένα πελώριο και συνεχώς διογκούμενο άνοιγμα μεταξύ, από τη μια μεριά, των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που δρέπουν τα οφέλη της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και, από την άλλη, του υπόλοιπου πληθυσμού το οποίο υποφέρει τις συνέπειες της ανεργίας ―ιδιαίτερα ενδημική ανάμεσα στους νέους― της εργασιακής ανασφάλειας και της φτώχειας, στην οποία καταδικάζεται σήμερα πάνω από το 20% του πληθυσμού. Δεδομένου ότι στο παρελθόν οι περισσότεροι νέοι στην Ελλάδα συνήθως απασχολούντο επαγγελματικά στον σημαντικό δημόσιο τομέα, η ιδιωτικοποίηση μεγάλων τμημάτων του, συνδυαζόμενη με την ουσιαστική καταστροφή του αγροτικού και του μεταποιητικού τομέα, ως συνέπεια του ανοίγματος των αγορών, έχει οδηγήσει σε μαζική ανεργία ανάμεσα στους νέους, με την Ελλάδα να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νέων ανέργων στην Ευρωζώνη. Παράλληλα, το μοντέλο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε, το οποίο στηρίζει την όλη ανάπτυξη στον εξαγωγικό τομέα, τις ξένες επενδύσεις, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες (όπως ο τουρισμός), οδήγησε σε ένα πελώριο έλλειμμα στο Ισοζύγιο Πληρωμών, όπου το έλλειμμα Τρεχουσών Συναλλαγών στο ΑΕΠ σχεδόν τριπλασιάστηκε μετά την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ: από περίπου 5% στη τελευταία δεκαετία πριν την ένταξη (1970-79) σε 14% σήμερα —το υψηλότερο στην Ευρωζώνη.3 Αυτό σημαίνει παταγώδη αποτυχία του όλου αναπτυξιακού μοντέλου, όπως άλλωστε είχα προβλέψει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Δηλαδή, η αυξανομένη εξωστρέφεια της Ελληνικής οικονομίας στην μεταπολεμική περίοδο, χωρίς την προηγουμένη ανάπτυξη μιας ισχυρής παραγωγικής δομής, αναπόφευκτα οδήγησε όχι μόνο σε αυξανόμενη εξάρτηση της από τα καπιταλιστικά κέντρα αλλά και σε καταστροφή της ήδη υπάρχουσας παραγωγικής δομής της, ως συνέπεια της εκτόπισης των εγχώριων (συνήθως δασμοβίωτων) προϊόντων από τα ξένα.4

Δεν προξενεί, επομένως, κατάπληξη το ότι η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση αναμένεται να πλήξει ιδιαίτερα σκληρά την Ελλάδα, όχι μόνο εξαιτίας των συνεπειών της παγκόσμιας ύφεσης στον τουρισμό και την ναυτιλία (τις δυο κύριες πηγές συναλλάγματος) λόγω της κατακόρυφης πτώσης και των δύο που προκαλεί η παγκόσμια ύφεση, αλλά, επίσης, επειδή το δημόσιο χρέος της είναι, επί του παρόντος, σχεδόν ίσο με το εθνικό της προϊόν ―μια από τις κληρονομιές των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004, οι οποίοι, με κόστος οργάνωσης ρεκόρ 9,4 δις λιρών Αγγλίας,5 ήταν μια οικονομική καταστροφή. Συνεπώς, δεν είναι να απορεί κανείς που η σημερινή κυβέρνηση αυτή τη στιγμή δανείζεται με επαχθείς όρους στις παγκόσμιες αγορές, ενώ τον λογαριασμό, δηλαδή, τις πελώριες δαπάνες για την «εξυπηρέτηση» αυτού του χρέους, θα τις πληρώσουν αργότερα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα (τα οποία, παραδοσιακά, φέρουν την μερίδα του λέοντος του φορολογικού βάρους στην Ελλάδα), υπό μορφή περισσότερων φόρων και λιγότερων κοινωνικών δαπανών. Ήδη οι αγρότες ―οι οποίοι έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την ενσωμάτωση της Ελληνικής οικονομίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που επέφερε και την σχεδόν καταστροφή της αγροτικής μας παραγωγής― πληρώνουν τις συνέπειες και έχουν κατεβεί στους δρόμους. Και αυτό, διότι ενώ η πολιτική ελίτ δεν έχει κανένα πρόβλημα να παρέχει αβίαστα δισεκατομμύρια Ευρώ στους τραπεζίτες, με στόχο τη σωτηρία του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος που κινδυνεύει από κατάρρευση στη δίνη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, δεν έχει καμιά δυνατότητα μέσα στην Ε.Ε. να σώσει από την ολική καταστροφή τον αγροτικό τομέα, που είναι όμως ο πιο κρίσιμος τομέας για την οικονομική αυτοδυναμία της χώρας!

Εντούτοις, η κρίση δεν αφορά μόνο τους οικονομικούς θεσμούς, δηλαδή, την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς στην τωρινή της φάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά και ό,τι περνά σήμερα ως «δημοκρατία» και «πολιτική», δηλαδή, την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και την «πολιτική», όπως αυτές υλοποιούνται από τους επαγγελματίες πολιτικούς όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Αυτή η κρίση εκφράζεται από την λαϊκή απαξίωση των δύο κομμάτων εξουσίας (και τις αντίστοιχες οικογενειακές δυναστείες που κυβερνούν την Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια, δηλαδή, την κλίκα Καραμανλή της Νέας Δημοκρατίας και την κλίκα Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ) τα οποία διακρίνονται για την διαφθορά τους και την προαγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από αυτά. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς αυτή η εξάρτηση, που την ενισχύει παντοιοτρόπως ο διεφθαρμένος, γραφειοκρατικός κρατικός μηχανισμός που έχει δημιουργηθεί από τους ίδιους τους επαγγελματίες πολιτικούς, η οποία εξασφαλίζει την επανεκλογή τους (με τα συνακόλουθα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη), δεδομένου ότι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα δεν μπορούν πια να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας, ή ακόμη και την κατάλληλη ιατρική περίθαλψη, παρά μόνο εάν έχουν τις αναγκαίες «διασυνδέσεις» με την διεφθαρμένη πολιτική τάξη. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη το γεγονός ότι, πιθανώς, το κύριο χαρακτηριστικό της πρόσφατης κοινωνικής έκρηξης στην Ελλάδα είναι η επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, ιδιαίτερα νέων που δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα ―και οι πιθανότητες των περισσοτέρων από τους οποίους να ενσωματωθούν στο μέλλον είναι σχεδόν ανύπαρκτες!― είναι ανεξέλεγκτο από τις πολιτικές ελίτ. Και αυτό αφορά όχι μόνο τους επαγγελματίες πολιτικούς των δύο κομμάτων εξουσίας, αλλά και εκείνους της παραδοσιακής Αριστεράς, οι οποίοι σήμερα έχουν μπλεχτεί σε σκυλοκαβγά για την επανάκτηση κάποιου ελέγχου πάνω στους ψηφοφόρους. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ, το κατ’ εξοχήν κόμμα της ρεφορμιστικής Αριστεράς που έχει ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο κόμμα της «Ευρωπαϊκής Αριστεράς» σε όλη τη διάρκεια της εξέγερσης προσπάθησε να προσελκύσει ψήφους από την επαναστατημένη νεολαία εγκωμιάζοντας την αγωνιστικότητά τους και επισύροντας την μήνι της κατεστημένης πολιτικής ελίτ για τις πολιτικές ακροβασίες του, αλλά συγχρόνως κάνοντας ανάγλυφη την τυχοδιωκτική πολιτική του εφόσον δεν έπαυε να καταδικάζει ταυτόχρονα την «βία από όπου και αν προέρχεται», μην κάνοντας καμιά διάκριση μεταξύ συστημικής βίας και λαϊκής αντιβίας. Αντίστοιχα το ΚΚΕ, πιστό στις παραδόσεις των κομμουνιστικών κομμάτων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον ρόλο του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος τον Μάη του ‘68, αδυνατεί να συλλάβει ότι ένα αντισυστημικό κίνημα θα μπορούσε να αναπτυχθεί και έξω από τις τάξεις του (στη πραγματικότητα, έξω από όλα τα παραδοσιακά κόμματα) και καταδίκασε ουσιαστικά το νεολαιίστικο κίνημα, προσπαθώντας να προσελκύσει ψήφους από την παλαιότερη γενιά των οπαδών του (οι οποίοι είναι τώρα, ως επί το πλείστον, νομοταγείς πολίτες που ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ) επιτιθέμενο κατά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. διότι υποστήριζε παράνομα στοιχεία μέσα στο κίνημα της νεολαίας!

Η κρίση άλλωστε της παραδοσιακής πολιτικής φαίνεται όχι μόνο από τις περιοδικές αναφορές του Ευρωβαρομέτρου αλλά και από επιστημονικές μελέτες, όπως μια έρευνα του ΕΚΚΕ6 πριν μερικά χρόνια, σύμφωνα με την οποία, 78,5% των πολιτών δεν έχει καμία ή μικρή εμπιστοσύνη στους επαγγελματίες πολιτικούς (τους βαθμολογούν από 0 έως 5, με άριστα το 10) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Αγγλία (που δεν έχει «φασιστικά κατάλοιπα» από χούντες κ.λπ.) φθάνει το 77,5%. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα 74% πιστεύουν ότι θα πρέπει ν’ απαγορεύονται τα κόμματα που θέλουν ν ανατρέψουν τη δημοκρατία, έναντι μόνο 60% στην Αγγλία! Η απαξίωση όμως αυτού που περνά για «πολιτική» και «δημοκρατία» δεν σημαίνει και γενικότερη απαξίωση της Πολιτικής, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Αυτό φανερώνει όχι μόνο η σημαντικά μεγαλύτερη ένταση της Κοινωνικής Πάλης στη χώρα μας σε σχέση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά ακόμη και η προαναφερθείσα έρευνα που δείχνει ότι σχεδόν 60% του λαού θεωρεί την πολιτική, ως σημαντική αξία στη ζωή (από μέτρια σημαντική μέχρι πάρα πολύ), έναντι μόνο 42% στην Αγγλία. Παρόλα αυτά, στη χώρα μας δεν λείπουν θρασείς επαγγελματίες πολιτικοί και μάλιστα κομμάτων που αυτό-προβάλλονται ως «αντικαπιταλιστικά» ―αν όχι «επαναστατικά»― όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι δεν διστάζουν να χαρακτηρίσουν «φασιστικές» τις απόψεις τυχαίου δείγματος πολιτών που κατά τη συντριπτική πλειοψηφία τους χαρακτήριζαν τους πολιτικούς ως «ψεύτες» κ.λπ. Το θέμα βέβαια δεν αφορά τις προσωπικές απόψεις επαγγελματιών πολιτικών που ελάχιστα ενδιαφέρουν, αλλά η θέση που παίρνει απέναντι στις απαράδεκτες αυτές απόψεις το κόμμα στο οποίο ανήκουν. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πολιτικούς που καταφέρονται συλλήβδην ενάντια στον Ελληνικό λαό, με το επιχείρημα, που ακούστηκε σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Περ. Κοροβέση7, ότι όταν οι πολίτες λένε (όπως στο προαναφερθέν δείγμα) ότι «όλοι τους» (οι πολιτικοί) είναι ψεύτες, «αυτό είναι ολοκληρωτισμός πράγμα που σημαίνει, ότι ο ελληνικός λαός ―αν αυτό είναι το δείγμα του― δεν είναι δημοκράτης και θα επιθυμούσε κάποιον Παπαδόπουλο ή Μεταξά να τον σώσει γιατί ο ίδιος δεν δέχεται τη ευθύνη του». Φυσικά, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη, οι όροι «ευθύνη» και «ενεργός πολίτης» δεν ορίζονται με την μόνη σημαντική έννοια που μπορούν να έχουν οι όροι αυτοί, δηλαδή της άμεσης συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, αλλά με την βολικότατη (για τους επαγγελματίες πολιτικούς) έννοια του «ελέγχου της εξουσίας» ―αφού βέβαια προηγούμενα οι δήθεν ενεργοί πολίτες εκλέξουν τους «ικανούς» επαγγελματίες πολιτικούς! Το ερώτημα επομένως που γεννιέται από παρόμοιες απόψεις (που σημειωτέον δεν αποδοκιμαστήκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ παρά τη σχετική πρόκληση μου σε άρθρο στην Ελευθεροτυπία της 6/12/2008), οι οποίες χαρακτηρίζουν ως «ολοκληρωτικές» αντιλήψεις που εκφράζει ο μέσος πολίτης στο δρόμο με βάση την εμπειρία του, τι άραγε είναι τότε η άποψη επαγγελματιών πολιτικών8 της «ανανεωτικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» σαν την παραπάνω που χαρακτηρίζουν συλλήβδην τον λαό «φασιστικό» επειδή θεωρεί τους πολιτικούς ψεύτες;

Επιπρόσθετα, η κρίση είναι και βαθιά κοινωνική, όπως έχουν δείξει οι περασμένες εκρήξεις του φοιτητικού κινήματος σχετικά με τις προσπάθειες των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων να εφαρμόσουν τις εντολές της ΕΕ για ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης,9 αλλά φυσικά και η έξαρση κοινωνικών φαινομένων όπως η κατάχρηση ναρκωτικών10 και της εγκληματικότητας, ιδιαίτερα κατά της περιουσίας, που είναι και τα δυο φαινόμενα τα οποία σαφώς οφείλονται στην εντεινόμενη πολυδιάστατη κρίση.

Επίσης, η κρίση είναι και οικολογική, όπως έγινε τραγικά φανερό το καλοκαίρι του 2007, όταν πολλοί φτωχοί αγρότες έχασαν τη ζωή τους στις πυρκαγιές, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της κλιματικής αλλαγής και της διαφθοράς και της αδιάφορης αναλγησίας της εγκληματικής ελίτ. Περιττό να προστεθεί ότι όσο το σημερινό σύστημα αναπαράγεται η οικολογική κρίση θα επιδεινώνεται, με ακόμη μεγαλύτερες αρνητικές συνέπειες στις χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας όπως η Ελλάδα, και ιδιαίτερα στα φτωχότερα στρώματα σε αυτές11.

Τελευταίο, αλλά όχι και λιγότερο σημαντικό, είναι το ότι η κρίση δεν είναι μόνο θεσμική, που αφορά στους κύριους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς της Ελλάδας, αλλά επίσης ―και κυρίως― μια κρίση αξιών, δηλαδή, μια κρίση η οποία αμφισβητεί τις ίδιες τις αξίες που στηρίζουν αυτούς τους θεσμούς, ή καλύτερα, εκείνο που μπορούμε να αποκαλέσουμε το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, δηλαδή, το σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και των αντίστοιχων αξιών που κυριαρχούν σε μια συγκεκριμένη κοινωνία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή της ιστορίας της12. Έτσι, το κίνημα της νεολαίας που αναπτύχθηκε κατά την διάρκεια της σύγχρονης κρίσης, άμεσα ή έμμεσα, αμφισβήτησε τις ατομιστικές αξίες του ανταγωνισμού και της απληστίας, καθώς επίσης και εκείνες του εγωισμού και του καταναλωτισμού ―συνοπτικά, τις αξίες της ετερονομίας, δηλαδή, του ετεροκαθορισμού των πολιτών, είτε αυτός ο ετεροκαθορισμός θεμελιώνεται στους πολιτικούς, οικονομικούς και γενικότερα κοινωνικούς θεσμούς, είτε στον πνευματικό ετεροκαθορισμό που απορρέει από τον θρησκευτικό και γενικότερο ανορθολογισμό.

Για όλους αυτούς τους λόγους η σημερινή κρίση είναι μια συστημική κρίση και η τελευταία κοινωνική εξέγερση ήταν η πρώτη, έμμεσα αντισυστημική, κοινωνική έκρηξη.

 

Το φάσμα των εξεγέρσεων σήμερα

Η κρίση βέβαια αυτή δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο. Αντίθετα, την στιγμή αυτή, ένα φάσμα πλανιέται πάνω από τον κόσμο που έχει υιοθετήσει το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς: το φάσμα των μαζικών εξεγέρσεων που η υπερεθνική και οι κατά τόπους ελίτ τρέμουν13 ότι πρόκειται να εκραγούν, ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης οργής ανάμεσα στα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Δηλαδή της οργής που προκλήθηκε από την συνειδητοποίηση του μεγέθους της εξαπάτησής τους όλα αυτά τα χρόνια ότι η σκληρή δουλειά (και σε κάποιες περιπτώσεις η εξοντωτική δουλειά, όπως για παράδειγμα, σε χώρες «θαύματα» όπως Κίνα, Ινδία κ.λπ.) μαζί με την συσσώρευση πτυχίων θα οδηγούσαν σε μια συνεχή βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, δηλαδή, του καταναλωτικού τους επιπέδου. Μια εξαπάτηση, την οποία συνειδητοποιούν μόλις τώρα, βλέποντας ότι η αγωνιώδης αυτή προσπάθεια, οδήγησε μεν σε μια διόγκωση των μεσαίων τάξεων, ιδιαίτερα στο Βορρά, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στην οικονομική ανασφάλεια, αν όχι σε άθλια φτώχεια. Παράλληλα, διαπιστώνουν την συνεχή χειροτέρευση της ποιότητας ζωής τους, (αβεβαιότητα απασχόλησης, συνεχές άγχος και χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας κ.λπ.) παρά την κάποια βελτίωση της υλικής ευμάρειας τους σε όρους καταναλωτικών αγαθών, ενώ κάποτε βλέπουν να απειλείται ακόμη και η ίδια η ζωή τους, για χάρη της οικονομικής μεγέθυνσης και «ανάπτυξης», η οποία κατανέμει την μερίδα του λέοντος του κοινωνικού πλούτου στις ελίτ, τις προνομιούχες κοινωνικές τάξεις και στους απογόνους τους, ενώ τα απομεινάρια μοιράζονται στους υπόλοιπους για να εξαγοράζεται η ανοχή τους14.

Είναι, επομένως, βέβαιο ότι όσο η πολυδιάστατη αυτή κρίση βαθαίνει, τόσο θα πολλαπλασιάζονται οι κοινωνικές εκρήξεις στον Βορρά και στον Νότο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μετά την Ελλάδα ακολούθησαν κοινωνικές εκρήξεις ακόμη και σε παραδοσιακά φιλήσυχα μέρη όπως η Ισλανδία (το χθεσινό οικονομικό «θαύμα») και η Λετονία, ενώ όλοι ―και πρώτοι οι Κινέζοι «κομμουνιστές» γραφειοκράτες― τρέμουν βλέποντας την Κινεζική «φούσκα» να σπάζει και την κοινωνική αναταραχή που υπέβοσκε από καιρό λόγω της πελώριας ανισότητας που δημιούργησε το κινέζικο οικονομικό «θαύμα» της παγκοσμιοποίησης να φουντώνει.15 Δεν είναι, επομένως, καθόλου περίεργο που οι ελίτ σε όλες αυτές τις χώρες ενισχύουν τον τρομοκρατικό μηχανισμό τους τον οποίον αποκαλούν «αντί-τρομοκρατική» νομοθεσία, και που, στην πραγματικότητα, στοχεύει στον έλεγχο των ίδιων των πληθυσμών τους16. Και, ασφαλώς, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, εάν το παρόν σύστημα υιοθετήσει ένα «ανθρώπινο» πρόσωπο εισάγοντας κάποιες μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του (όπως ζητά η ρεφορμιστική Αριστερά), οι οποίες θα αφήνουν ανέγγιχτες τις θεμελιακές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές που αναπαράγουν το ίδιο το σύστημα. Η «περίπτωση Ομπάμα» αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτή την άκρως πιθανή εξέλιξη, όπου οι θεμελιώδεις δομές και σχέσεις τις οποίες δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση θα παραμείνουν αμετάβλητες (π.χ. αντικατάσταση του κράτους–πρόνοιας με «ασφαλιστικά δίκτυα», δραστικός περιορισμός του οικονομικού ρόλου του Κράτους ―πέρα από την διάσωση καπιταλιστικών επιχειρήσεων όπως οι Τράπεζες που είναι ουσιώδεις για τη λειτουργία του― ελαστικές σχέσεις εργασίας, χαμηλοί φόροι πάνω στους πλούσιους για να διευκολύνονται οι επενδύσεις κ.λπ.), ενώ η εισαγωγή κάποιων άλλων ρυθμίσεων θα αποβλέπει απλώς στην μείωση της αστάθειας του συστήματος από την κερδοσκοπία και την ακόμη μεγαλύτερη εισβολή του ιδιωτικού κεφαλαίου σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες όπως η υγεία και η εκπαίδευση, δήθεν για χάρη της βελτίωσης των!

 

Ένας νέος Μάης του ‘68;

Οι σημερινές κοινωνικές εκρήξεις, είτε πρόκειται για εκείνες των προαστίων του Παρισιού πριν λίγα χρόνια17, είτε για την σημερινή έκρηξη στην Ελλάδα, δεν έχουν τα γνώριμα χαρακτηριστικά των προηγούμενων «πολιτικοποιημένων» εξεγέρσεων, που αποκορυφώθηκαν τον Μάη του ‘68. Είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά των «πολιτικοποιημένων» εξεγέρσεων που τις διαφοροποιούν σαφώς από τις τελευταίες εκρήξεις και, κυρίως, αυτό που οι ελίτ και οι ιδεολόγοι του συστήματος, ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς και τα ΜΜΕ, αποκαλούν «τυφλή βία», δηλαδή, τη λαϊκή αντιβία κατά της περιουσίας. Αυτή η βία δεν στρέφεται ποτέ κατά της ζωής ―σε αντίθεση με τη συστημική βία που δεν έχει κανένα πρόβλημα να την θυσιάσει πρόθυμα, παρά τις υποκριτικές διακηρύξεις των ελίτ για την ανθρώπινη ζωή ως το «υπέρτατο αγαθό». Αντίθετα, η λαϊκή αντιβία στρέφεται μόνο είτε κατά των συμβόλων της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας (τράπεζες, πολυεθνικές εταιρίες, υπουργεία και αστυνομικά τμήματα, κ.λπ.) ή κατά των συμβόλων του καταναλωτισμού. Οι στόχοι, όμως, αυτοί δεν καθορίζονται συλλογικά μέσω μιας συνειδητής δημοκρατικής (ή μη) διαδικασίας ―όπως τον Μάη του ‘68 όταν οι στόχοι διαμαρτυρίας καθορίζονταν μέσω των φοιτητικών συνελεύσεων ή των διαφόρων πολιτικών οργανώσεων― αλλά, κατ’ αρχήν, ατομικά και με βάση την συνήθως υποσυνείδητη απέχθεια για τους συστημικούς θεσμούς και τις συνακόλουθες αξίες. Φυσικά, όπως σε κάθε εξέγερση, δεν είναι ταυτόσημα τα κίνητρα όλων των μετεχόντων σε αυτές. Για παράδειγμα, λόγοι επιβίωσης συνήθως παρακινούν την συμμετοχή στη βία κατά της περιουσίας πάμφτωχων μεταναστών ή εξαρτημένων από ναρκωτικά, ―κατηγορίες που και οι δύο ανήκουν στα κύρια θύματα της κοινωνικής καταπίεσης― για να μην αναφερθούμε στις περιπτώσεις πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών και προβοκατόρων που απλώς στοχεύουν στη δυσφήμηση της λαϊκής αντιβίας.

Εντούτοις, ο «τυφλός» χαρακτήρας της σύγχρονης λαϊκής αντιβίας της προσδίδει ένα θετικό αλλά και ένα αρνητικό χαρακτήρα:

  • Ένα θετικό χαρακτήρα, που εκφράζει τον λαϊκό αυθορμητισμό, ο οποίος στηρίζεται σε μια υποσυνείδητη, έστω, αντίληψη των συστημικών αιτίων της κρίσης και στρέφει την οργή αυτών που συμμετέχουν στην εξέγερση ενάντια στα σύμβολα του συστήματος.

  • Αλλά, και έναν αρνητικό χαρακτήρα, διότι ο ίδιος αυτός αυθορμητισμός, όταν δεν παρακινείται από ένα καθολικό πολιτικό πρόταγμα (δηλαδή, μια στοιχειώδη ανάλυση των αιτίων της κρίσης, έναν υποτυπώδη οραματισμό της μορφής που θα έπρεπε να πάρει μια εναλλακτική κοινωνία και μια στρατηγική που να οδηγεί σε αυτήν) αναπόφευκτα οδηγεί σε αδιέξοδο και στην βίαιη κατάπνιξη όλων αυτών των αυθόρμητων εξεγέρσεων, με τη χρήση όλο και ωμότερης βίας, ενώ η «σιωπηλή πλειοψηφία» παραμένει καθηλωμένη στους καναπέδες της, κάτω από τον πλήρη έλεγχο των επαγγελματιών πολιτικών.18

Είναι, επομένως, περισσότερο από ποτέ επιτακτική η ανάγκη για την ανάπτυξη ενός οργανωμένου μαζικού κινήματος στη βάση ενός νέου αντισυστημικού προτάγματος, πέρα από τα αποτυχημένα προτάγματα του 19ου αιώνα τα οποία ακόμη καθοδηγούν την κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική Αριστερά μας, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια εναλλακτική, άξια του ονόματός της, δημοκρατία ―μια περιεκτική δημοκρατία. Εναλλακτικά, το αυθόρμητο κίνημα είτε θα συνεχίσει να ξοδεύεται σε ειρηνικές διαμαρτυρίες και πορείες (όπως θέλει η παραδοσιακή Αριστερά) τις οποίες οι ελίτ εύκολα μπορούν να αγνοούν, είτε σε μη ειρηνικές διαδηλώσεις και συλλαλητήρια, (όπως θα πιέζουν τα πιο ενεργά στοιχεία του κινήματος αυτού), που αναπόφευκτα θα οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη συστημική βία και στη συνακόλουθη λαϊκή αντιβία, είτε, τέλος στην έξαρση της ατομικής «τρομοκρατίας»19 ―δηλαδή στη διαιώνιση ενός αδιέξοδου κύκλου βίας.

 

* Το άρθρο αυτό βασίζεται σε μετάφραση ομότιτλου άρθρου του Τάκη Φωτόπουλου που στην πρώτη τoυ εκδοχή δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2009 στην διεθνή επιθεώρηση The International Journal of Inclusive Democracy.

1 Βλ. π.χ. τα άρθρα στο τελευταίο τεύχος του The International Journal of Inclusive Democracy (Vol. 4, No. 4, October 2008) κάτω από τον γενικό τίτλο: The Multi-Dimensional Crisis Gets Worse The myths about the economic crisis, the reformist Left and economic democracy  Transnational elite and Russia: a new bipolar world? Systemic aspects of academic repression in the New World Orderτα δύο πρώτα μεταφρασμένα στο τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας.

2 Τάκης Φωτόπουλος, «Η κρίση της Ελληνικής Οικονομίας και το εξωτερικό Χρέος» Μηνιαία Επιθεώρηση (Φεβρ.-Μαρτ. & Ιούν.-Ιούλ. 1992).

3 Στο ίδιο, Πιν. 2 & Χρήστος Ζιώτης «Εξάγουμε 12 δισ. ευρώ - εισάγουμε 39!», Ελευθεροτυπία (20/2/2008).

4 Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική περίπτωση (Εξάντας, 1985 & 1987) που βασιζόταν σε σειρά άρθρων μου στον Οικονομικό Ταχυδρόμο που πρωτοδημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο του 1975.

5 Simon Usborne, “After The Party: What happens when the Olympics leave town”, The Independent (19/08/2008).

6 ΕΚΚΕ, “Εuropean Social Survey-ESS” (Νοέμβριος 2003).

7 Εκπομπή της ΝΕΤ «Στα Άκρα» (28/11/2008).

8 Επειδή ακούστηκε και «ελευθεριακή» κριτική ότι οι βουλευτές της Αριστεράς, όπως ο αναφερόμενος στο κείμενο, δεν είναι «επαγγελματίες πολιτικοί», να ξεκαθαριστεί γι’ αυτούς που βρίσκονται εν συγχύσει ότι, από τη δημοκρατική σκοπιά, η βούληση του πολίτη δεν είναι αντικείμενο εκπροσώπησης παρά μόνο συγκεκριμένης εξουσιοδότησης με δικαίωμα άμεσης ανάκλησης και, επομένως, οποιοσδήποτε παίζει τον ρόλο αυτό, είτε ανήκει στην «δεξιά», είτε στην «αριστερά», είναι εξ ορισμού επαγγελματίας πολιτικός.

9 Τάκης Φωτόπουλος, «Ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της Παιδείας στην Ελλάδα», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία # 15 (Γενάρης-Μάρτης 2007).

10 Τ. Φωτόπουλος, Ναρκωτικά: Πέρα από τη δαιμονολογία της ποινικοποίησης και την «προοδευτική» μυθολογία της φιλελευθεροποίησης (Ελεύθερος Τύπος, 1999).

11 Τάκης Φωτόπουλος, "The deadly fires in Greece: a "tragedy" or the inevitable outcome of the criminal elites' activities? ", The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3, No. 4 (October 2007) ― και μια συντομότερη εκδοχή υπάρχει εδώ: «Η “ανάπτυξη” και οι εγκληματικές ευθύνες των ελίτ», Ελευθεροτυπία (1 Σεπτεμβρίου 2007).

12 Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, “Mass media, Culture and Democracy”, Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (March 1999).

13 Βλ. Π.χ. Nick Cohen, “Be very worried – rioting's coming home”, The Observer (25/1/2009).

14 Βλ. Serge Latouche, “De-growth: an electoral stake?” and Τάκης Φωτόπουλος, “Is degrowth compatible with a market economy?”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3, No. 1 (January 2007).

15 T. Fotopoulos, “Is sustainable development compatible with present globalisation? The Chinese Case”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 4, No. 4 (October 2008) & “Unrest feared as Chinese factories continue cutbacks”, The Guardian (5/1/2008). Βλ. και «Η Κινεζική φούσκα και ο “σοσιαλισμός” της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», Ελευθεροτυπία (16/8/2008).

16 Βλ. π.χ., Jenni Russell, “The all-seeing state is about to end privacy as we know it”, The Guardian (8/10/2008), & AC Grayling, “Safety in our cages”, The Guardian (26/8/2008) & “Be very worried – rioting's coming home”, o.π.

17 Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, "The European Left and the myth of the European social model" & "France: The revolt of the victims of neoliberal globalisation", The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 2, No. 4 (November 2006) ― και συντομότερες εκδοχές των παραπάνω υπάρχουν εδώ: «Οι απόκληροι του "κοινωνικού" κράτους και η Ευρω-Αριστερά», Ελευθεροτυπία (12 Νοεμβρίου 2005) και εδώ: «Η εξέγερση των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», Ελευθεροτυπία (1 Απριλίου 2006).

18 Βλ. το παράδειγμα της Αργεντινής, Guido Galafassi, «Κoινωνικά κινήματα, συγκρούσεις και η προοπτική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στην Αργεντινή», Περιεκτική Δημοκρατία, # 5 (Νοέμβριος 2003) & Τ. Φωτόπουλος, «Αντικαπιταλιστικό αντίβαρο στη Λατινική Αμερική; Μύθοι και Πραγματικότητα», Ελευθεροτυπία (27/05/2006).

19 Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος κατά της «Τρομοκρατίας», (Γόρδιος, 2003).