Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 15 (Γενάρης-Μάρτης 2007)


Ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της Παιδείας στην Ελλάδα*

 

printable version

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

Η πάλη σαν μέρος του κινήματος ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση

 

Για πολλούς μήνες η ανώτατη παιδεία στην Ελλάδα βρισκόταν εφέτος σε στασιμότητα, σαν αποτέλεσμα της σφοδρής αντίστασης των φοιτητών και του πανεπιστημιακού προσωπικού ενάντια στα σχέδια της ντόπιας πολιτικής και οικονομικής ελίτ να ιδιωτικοποιήσει την ανώτατη παιδεία. Οι φοιτητές όλο αυτό το διάστημα είχαν κάνει καταλήψεις των περισσότερων ελληνικών πανεπιστήμιων, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των πανεπιστημιακών δασκάλων (εκτός από αυτούς που ανήκουν στην Δεξιά, μαζί με μερικούς της ρεφορμιστικής Αριστεράς) κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας υποστηρίζοντας τα φοιτητικά αιτήματα. Το κίνημα αυτό είναι  αναπόσπαστο μέρος ενός πανευρωπαϊκού κινήματος ενάντια στις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που επιβάλλονται από το ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ. Στην Γαλλία, η εξέγερση των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης  διήρκησε περισσότερο από ένα χρόνο, όπως μαρτυρούν η καμπάνια ενάντια στο νεοφιλελεύθερο Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εξεγέρσεις τον Νοέμβριο του 2005 και κατόπιν οι μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις της προηγούμενης Άνοιξης ενάντια στην απόπειρα της γαλλικής ελίτ να εισάγει το άγγλο-αμερικάνικο είδος νομοθεσίας του «προσλαμβάνω και απολύω κατά βούληση» (ή, «ελαστικές» σχέσεις εργασίας, όπως κατ’ ευφημισμό τις αποκαλούν οι νεοφιλελεύθεροι)[1] στην προσπάθεια της να «λύσει» το τεράστιο πρόβλημα ανεργίας των νέων που αντιμετωπίζει η χώρα. Δεν είναι απορίας άξιο που μερικοί αναλυτές ήδη μιλάνε για ένα νέο Μάη του ’68, όταν ένα παρόμοιο κίνημα εξαπλώθηκε σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, ΗΠΑ και αλλού) —ένα κίνημα που σημάδεψε το ξεκίνημα μια νέας εποχής.

 

Το ελληνικό ξέσπασμα ήταν επομένως, αναπόφευκτο και, στην πραγματικότητα,  ελαφρά καθυστερημένο. Ήδη από το 2001, η «Διακήρυξη της Μπολόνια» της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπαγόρευε την δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Παιδείας που θα εξασφάλιζε:

  • Την διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ανώτατης Παιδείας και

  • Την ουσιαστική σύνδεση της ανώτατης παιδείας με τις ανάγκες της κοινωνίας και της Ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας.

Η δεύτερη      αντιπροσωπεύει μια άμεση σύνδεση της παιδείας με τις ανάγκες της αγοράς, σε αντιδιαστολή με την αντίστοιχη έμμεση σύνδεση κατά την διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου. Με αυτή την έννοια, συνοψίζει το περιεχόμενο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όσον αφορά την παιδεία και την έρευνα και έχει καθοριστικές επιπτώσεις στο περιεχόμενο και, φυσικά, στην χρηματοδότηση τους. Έτσι, τώρα διακηρύσσεται ρητά ότι το πανεπιστήμιο είναι στην υπηρεσία των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ την ίδια στιγμή καθιερώνεται, μέσω άμεσων και έμμεσων μεθόδων, η χρηματοδότηση μόνο εκείνων των προγραμμάτων σπουδών και  έρευνας που  εξυπηρετούν τις «ανάγκες της κοινωνίας» (εφ’ όσον ταυτίζονται με τις «ανάγκες της αγοράς»). Η γνώση, όπως και κάθε τι άλλο σε μια οικονομία/κοινωνία αγοράς, γίνεται εργαλείο πρωταρχικά στην υπηρεσία της οικονομίας της αγοράς και των ελίτ που την ελέγχουν, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, τις επιθυμίες εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων και, κατά συνέπεια, τις «καθαρές» γνωστικές ανάγκες της επιστήμης.[2]

 

Η Παιδεία στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα

 

Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη ότι στην σοσιαλ-φιλελεύθερη Βρετανία κάποιος μπορεί  να παρατηρήσει, ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, μια συνεχή συρρίκνωση στον αριθμό των «θεωρητικών» Πανεπιστημιακών τμημάτων—π.χ. τμήματα των οποίων το αντικείμενο σπουδών ήταν η Ιστορία, η Οικονομική Θεωρία, η Φιλοσοφία κ.λπ.—  σε όφελος «πρακτικών» τμημάτων άμεσα συνδεδεμένων με την αγορά (μάρκετινγκ, μάνατζμεντ, Επιχειρησιακές Σπουδές, Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές κ.λπ.). Αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιου σατανικού σχεδίου των ελίτ αλλά απλά το αποτέλεσμα της λειτουργίας της «εσωτερικής αγοράς», που έχει δημιουργηθεί στον εκπαιδευτικό τομέα και η οποία ήδη έχει οδηγήσει σε έμμεση ιδιωτικοποίηση των σπουδών και της έρευνας «από τα κάτω». Έτσι:

  • Από την μεριά της ζήτησης, οι υποψήφιοι φοιτητές, αντιμετωπίζοντας την σημερινή εντεινόμενη ανεργία και υποαπασχόληση, επιλέγουν αντικείμενα σπουδών που έχουν «πέραση» στην αγορά εργασίας, και επομένως προτιμούν τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα, βοηθώντας έμμεσα την διοχέτευση περισσότερων δημόσιων κονδυλίων προς αυτά, και,

  • από την μεριά της προσφοράς, τέτοια «πρακτικά» τμήματα εύκολα εξασφαλίζουν σποσορινγκ και ιδιωτική χρηματοδότηση, που και τα δυο συμπληρώνουν την συρρικνούμενη δημόσια χρηματοδότηση της παιδείας που επεβλήθηκε από τις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης οι οποίες καθορίζουν δραστικές περικοπές στους συντελεστές φορολογίας (εταιρικοί φόροι επί των εταιριών, προσωπικοί φόροι εισοδήματος κ.λπ.) προς όφελος των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων —πάντα στο όνομα της ανταγωνιστικότητας—  που χρηματοδοτούνται μέσω αντίστοιχων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες γενικά και στις κοινωνικές δαπάνες ειδικότερα.

Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η μαζική παραγωγή από το εκπαιδευτικό σύστημα καθαρών τεχνοκρατών, με επιφανειακή γενική γνώση και φυσικά χωρίς καμιά ικανότητα αυτόνομης σκέψης πέρα από το στενό και πολύ εξειδικευμένο περίγραμμα του συγκεκριμένου [επιστημονικού] τους πεδίου. Ο θεμελιώδης στόχος της παιδείας στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα είναι η «παραγωγή» παρόμοιων στενόμυαλων «επιστημόνων», που καλούνται να λύσουν τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις με τρόπο που θα μεγιστοποιεί την οικονομική αποτελεσματικότητα για αυτές, και έμμεσα, για ολόκληρο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς.

 

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι αυτό το είδος μαζικής παραγωγής παρόμοιων «επιστημόνων»  κάθε άλλο παρά συνεπάγεται την τελική επικράτηση στη σκέψη του επιστημονικού ορθολογισμού. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου αυτό το σύστημα παιδείας ήταν πάντα κυρίαρχο, διάσημοι επιστήμονες στον κλάδο τους (ακόμα και στις φυσικές επιστήμες) είναι θρησκευόμενοι ή υιοθετούν διάφορα ανορθολογικά συστήματα σκέψης, των οποίων οι κεντρικές ιδέες αντλούνται όχι μέσω ορθολογικών μεθόδων (Λόγος και/ή εμπειρικά δεδομένα) αλλά μέσω της διαίσθησης, ή των ενστίκτων, συναισθημάτων, μυστικιστικών εμπειριών, αποκάλυψης κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι ένα Τζέκυλ-και-Χαιντ υβρίδιον επιστήμονα που υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί την ορθολογική μεθοδολογία έρευνας όσο «φοράει το επιστημονικό του καπέλο», και ο οποίος γίνεται ένας ανορθολογιστής του χειρότερου είδους όταν «το βγάζει». Αυτό ήταν ένα σχετικά σπάνιο φαινόμενο στην Ευρώπη πριν την νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, αλλά η τωρινή αμερικανοποίηση και επακόλουθη ιδιωτικοποίηση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων το κάνει όλο και πιο συχνό . Περιττό να προσθέσουμε ότι αυτή η διαδικασία γίνεται ακόμη πιο εύκολη όταν τα πανεπιστήμια δεν ελέγχονται άμεσα από την ίδια την κοινωνία —η οποία και μόνο μπορεί να εκφράσει το γενικό συμφέρον— αλλά από ελίτ και κοινωνικές ομάδες, μέσα στην κοινωνία που εκφράζουν ειδικά συμφέροντα, είτε οικονομικά (πολυεθνικές εταιρείες), είτε πολιτιστικά (π.χ. θρησκευτικές οργανώσεις ή η ίδια η Εκκλησία) ή πολιτικό-στρατιωτικά (π.χ. το αμερικάνικο Πεντάγωνο).  Το θέμα επομένως δεν είναι απλά εάν τα πανεπιστήμια είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, όπως υποστηρίζουν οι πολιτικές ελίτ για να αποπροσανατολίσουν την συζήτηση, αλλά εάν τα προγράμματα σπουδών και έρευνας καθορίζονται γενικά από την κοινωνία παρά από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες με επενδεδυμένα ιδιαίτερα συμφέροντα μέσα σε αυτήν.

 

Ένα δημοκρατικό περιβάλλον σαν προϋπόθεση για μια δημοκρατική παιδεία

 

Ωστόσο, αν συμφωνήσουμε ότι μόνο η ίδια η κοινωνία θα μπορούσε να εκφράσει το γενικό συμφέρον, η επόμενη κρίσιμη ερώτηση αναφέρεται στο ποιος εκφράζει την κοινωνική βούληση. Η απάντηση βέβαια δεν θα μπορούσε να είναι το κράτος, το οποίο σε μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», είναι απλώς το πολιτικό συμπλήρωμα της οικονομίας της αγοράς. Το κράτος ελέγχεται από ελίτ —τους επαγγελματίες πολιτικούς των κομμάτων εξουσίας— και γραφειοκράτες, που λειτουργούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με την οικονομική και πολιτιστική ελίτ, οι οποίες εξασφαλίζουν την άνοδο των πολιτικών στην εξουσία, μέσω της χρηματοδότησης των σπάταλων προεκλογικών τους δαπανών και της προβολής τους μέσω των ΜΜΕ που οι ίδιες ελέγχουν.

 

Είναι επομένως αυτονόητο ότι το δημοκρατικό περιβάλλον είναι η αναγκαία προϋπόθεση για μια δημοκρατική παιδεία —με την κλασσική έννοια μιας ολοκληρωμένης παιδείας. Μια τέτοια παιδεία θα έπρεπε να περιλαμβάνει την εκπαίδευση του πολίτη ως πολίτη, δηλ. την ανάπτυξη της αυτενέργειας των πολιτών, χρησιμοποιώντας αυτή την αυτενέργεια σαν μέσο εσωτερικοποίησης των δημοκρατικών θεσμών και των αξιών που είναι συμβατές με αυτούς, και επίσης την προσωπική εκπαίδευση, που συνεπάγεται περισσότερο την ανάπτυξη της ικανότητας προς μάθηση παρά την ίδια την μάθηση, ώστε οι άνθρωποι να γίνονται αυτόνομοι —δηλαδή, ικανοί για αυτοστοχαστική δραστηριότητα και περίσκεψη.[3] Με άλλα λόγια, μιλούμε για ένα περιβάλλον στο οποίο οι πολίτες, μέσω των συνελεύσεων τους, θα αποφάσιζαν το γενικό περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών και έρευνας, οι λεπτομέρειες των οποίων θα καθορίζονταν στη συνέχεια από τις συνελεύσεις των εκπαιδευτών και των εκπαιδευόμενων.  Μεσοπρόθεσμα, τα πανεπιστήμια θα μπορούσαν να ελέγχονται από μια εθνική ομοσπονδία των νέων δήμων, στην οποία οι συνελεύσεις των πολιτών θα καθόριζαν τα γενικά περιγράμματα της παιδείας και τον τρόπο με τον οποίο θα χρηματοδοτούνταν μέσω ενός άκρως «προοδευτικού» συστήματος προσωπικού φόρου εισοδήματος, το οποίο θα εξασφάλιζε ένα πραγματικά δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα, καλύπτοντας όχι μόνο τις εκπαιδευτικές δαπάνες των φοιτητών αλλά επίσης τα έξοδα διαβίωσης τους. Εν τούτοις, πέρα από αυτά τα γενικά περιγράμματα, τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να είναι αυτόνομα στην διαχείριση των υποθέσεων τους και στην προώθηση μεθόδων διδασκαλίας και έρευνας. Το παρόν εξετασιοκεντρικό σύστημα θα έπρεπε συνεπώς να αντικατασταθεί από ένα σύστημα συνεχούς αξιολόγησης (το οποίο θα συμπλήρωνε ένα δημοκρατικό σύστημα αξιολόγησης των δασκάλων), βασισμένο σε τακτικές γραπτές εργασίες που οι φοιτητές θα καλούνται να υπερασπίσουν ενώπιον των καθηγητών και των συμφοιτητών τους. 

 

Είναι σαφές, επομένως, ότι τα σημερινά προβλήματα στην παιδεία είναι το άμεσο αποτέλεσμα των αντιφάσεων που δημιούργησε το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό του συμπλήρωμα. Μια δημοκρατική παιδεία, επομένως, προϋποθέτει αγώνα για ριζική αλλαγή όχι μόνο στις εκπαιδευτικές δομές αλλά επίσης στις κοινωνικό-οικονομικές δομές, έτσι ώστε οι φοιτητές να μην εξαναγκάζονται να διαλέγουν μόνο εκείνα τα προγράμματα σπουδών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς αλλά, αντίθετα, να μπορούν να διαλέγουν εκείνα τα προγράμματα σπουδών που πραγματικά ανταποκρίνονται στις ανθρώπινες ανάγκες.[4] Αυτή η επιλογή είναι θεμελιώδης αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι  υπάρχει μικρή (η και  καμία) σχέση ανάμεσα στις ανάγκες της αγοράς και στις ανθρώπινες ανάγκες στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, όπου αυτό που καθορίζει τις ανάγκες της αγοράς καθορίζεται αποφασιστικά από προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, μέσω της συγκέντρωσης του εισοδήματος, του πλούτου και της οικονομικής δύναμης στα χέρια τους.

 

Ο μύθος της «δωρεάν» δημόσιας παιδείας

 

Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, μπορούμε να καταλάβουμε τους λόγους πίσω από την σημερινή προσπάθεια των ευρωπαϊκών πολιτικών και οικονομικών ελίτ γενικά, και των ελληνικών ελίτ ειδικότερα, να επιβάλλουν την έμμεση ιδιωτικοποίηση της ανώτατης παιδείας. Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα ελεγχόταν πάντοτε, άμεσα ή έμμεσα, από το Κράτος. Εν τούτοις, αυτό δεν ίσχυε επίσης και όσον αφορά την χρηματοδότηση του, εφόσον ιδιωτικά σχολεία πάντα επιτρέπονταν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια παιδεία, προσελκύοντας τα παιδιά των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που αναζητούσαν καλύτερες εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις και μεγαλύτερες ευκαιρίες επιτυχίας στην εξασφάλιση μιας θέσης στα εγχώρια ή αλλοδαπά πανεπιστήμια. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τα αποτελέσματα πρόσφατης έκθεσης του ΟΟΣΑ για τις δημόσιες δαπάνες σχετικά με την παιδεία στις χώρες του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα έρχεται τρίτη από το τέλος μετά την Ινδονησία και την Σλοβακία, με μόνο 8,4% των συνολικών δημοσίων δαπανών να διατίθενται για την παιδεία.[5] Παρόμοια συμπεράσματα προκύπτουν από πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας η οποία επιβεβαιώνει ότι οι δημόσιες δαπάνες για την παιδεία στην Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης.[6] Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον ότι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα στέλνουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία που χρηματοδοντούνται καλύτερα απο τα δημόσια. Επιπλέον, οι περιορισμοί στους αριθμούς των εισακτέων στην ανώτατη εκπαίδευση σπρώχνει τους γονείς να πληρώνουν  υπέρογκα δίδακτρα σε ιδιωτικά φροντιστήρια, με την ελπίδα να δώσουν στα παιδιά τους περισσότερες δυνατότητες εξασφάλισης μιας πανεπιστημιακής θέσης. Αυτό θίγει ιδιαίτερα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα που βλέπουν την παιδεία σαν το μόνο πιθανό μέσο για  κοινωνική άνοδο, αν όχι σαν τον μοναδικό τρόπο να εξασφαλίσουν κάποιου είδους απασχόληση σε μια χώρα στην οποία η ανεργία των νέων, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη των “27”, έχοντας φτάσει στο 25,5% ανάμεσα σε εκείνους ηλικίας 15-24.[7]

 

Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα αν κάποιος λάβει υπόψη του το γεγονός ότι, από την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην παγκόσμια οικονομία της αγοράς μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την ένταξη της στην ΕΕ στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και την δραστική αποσύνθεση και βαθμιαία έκλειψη του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα παραγωγής της,[8] ο τομέας των υπηρεσιών προσφέρει τις περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης απο κάθε αλλο οικονομικό τομέα και η παιδεία έχει γίνει, επομένως,  το μοναδικό μέσο για κάποιο βαθμό κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα.

 

Είναι λοιπόν φανερό ότι η « δωρεάν δημόσια παιδεία», η οποία υποτίθεται καθιερώθηκε στην Ελλάδα την δεκαετία του ‘60 και, μετά από ένα μακρύ και συχνά αιματηρό φοιτητικό αγώνα, αργότερα περιλήφθηκε στο ελληνικό Σύνταγμα, ήταν πάντα —όσον αφορά τουλάχιστον την ανώτατη παιδεία— ένας μύθος. Μια πολύ πρόσφατη έρευνα που δείχνει ότι οι έλληνες ξοδεύουν ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 2,2% του ΑΕΠ στην εκπάιδευση των παιδιών τους, ενώ το κράτος δαπανά μόλις 3,5% του ΑΕΠ στην δημόσια παιδεία, το επιβεβαιώνει[9]. Ωστόσο, πολλοί γονείς και φοιτητές, κυρίως ανάμεσα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, βασίζονται κυρίως στην δημόσια παιδεία. Να γιατί ο συνταγματικός περιορισμός που απαγορεύει την δημιουργία μη-δημόσιων πανεπιστημίων έγινε ο στόχος τόσο των τοπικών και ξένων ελίτ και, πρόσφατα, του νεοφιλελεύθερου κόμματος που κυβερνάει την χώρα (Νέα Δημοκρατία), που με την εκπεφρασμένη συμπαιγνία των σοσιαλ-φιλελεύθερων της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ), ξεκίνησαν μια εκστρατεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος ώστε ο περιορισμός αυτός να καταργηθεί. Από την άλλη μεριά, δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτή η προσπάθεια λειτούργησε σαν καταλύτης για ένα ισχυρό κίνημα φοιτητών και καθηγητών που αντιστέκονται στην επιχειρούμενη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του τελευταίου προμαχώνα της δημόσιας εκπάιδευσης στην Ελλάδα.

 

Οι δύο προϋποθέσεις για ένα δημοκρατικό και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα για όλους

 

Το θέμα που ρητά ή υπόρρητα τέθηκε από το ελληνικό κίνημα ήταν, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο οι δύο βασικές προϋποθέσεις για ένα πραγματικά δημοκρατικό και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα μπορούν να εκπληρωθούν, δηλαδή:

  • Το αντικείμενο σπουδών και έρευνας να καθορίζεται από την κοινωνία γενικά και τους εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους ειδικότερα, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο ακαδημαϊκής αυτονομίας, και όχι από κοινωνικές ομάδες με τα δικά τους επενδυμένα ειδικά συμφέροντα και την δύναμη να υπονομεύουν δραστικά αυτή την αυτονομία

  • Η ανώτατη εκπαίδευση να παρέχεται δωρεάν στον καθένα, σαν κοινό αγαθό, και όχι μόνο στους πολύ φτωχούς, σαν ένα είδος φιλανθρωπίας από τις ελίτ με την μορφή υποτροφιών, σπονσορινγκ κ.λπ. Αυτό συνεπάγεται ότι η παιδεία γενικά και η ανώτατη παιδεία ειδικότερα θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται από ένα άκρως προοδευτικό φόρο πάνω στο εισόδημα και τον πλούτο, έτσι ώστε το σχετικό φορολογικό βάρος να επιβαρύνει τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.

Το σύστημα των μη-κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων που προτάθηκε από τις ελληνικές ελίτ σαφώς δεν ικανοποιεί την πρώτη προϋπόθεση, καθώς θα ήταν πάντα δυνατό σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση που αναμιγνύεται σε «πολιτιστικές» δραστηριότητες (πέρα από την Εκκλησία —ένα ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα στην Ελλάδα δεδομένου του ρόλου που της έχει εκχωρηθεί από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και τα ΜΜΕ— τον στρατό κ.λπ.) να χρηματοδοτούν παρόμοια «πανεπιστήμια». Κάτω από αυτό το σύστημα, το αντικείμενο σπουδών και έρευνας, καθώς επίσης και η σύνθεση του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και επομένως οι μέθοδοι διδασκαλίας και έρευνας, θα καθορίζονταν  στην βάση των ειδικών συμφερόντων των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, αν όχι των συμφερόντων του ανορθολογικού θρησκευτικού κατεστημένου, οδηγώντας στην κατάκτηση από τις δυνάμεις του ανορθολογισμού —«από τα μέσα»— του κύριου ορθολογικού θεσμού που παίζει ηγεμονικό ρόλο στην νεοτερικότητα, του Πανεπιστήμιου.

 

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι το σημερινό κρατικό Πανεπιστήμιο, που επικρατεί σε όλη την Ευρώπη, ικανοποιεί επαρκώς την πρώτη προϋπόθεση, εφόσον δεν παύει να ελέγχεται άμεσα από τις πολιτικές και έμμεσα από τις οικονομικές ελίτ. Εντούτοις, είναι πολύ ευκολότερο να επιβληθούν αλλαγές των προγραμμάτων σπουδών και έρευνας στα κρατικά Πανεπιστήμια «από τα κάτω», (δηλ. από τους φοιτητές και το προσωπικό που δεν βλέπει την δουλειά του απλά σαν καριέρα και σαν μέσο για κοινωνική και οικονομική ανέλιξη), από ότι είναι στην περίπτωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Είναι άλλωστε γνωστό ότι σημαντικές αλλαγές στα προγράμματα σπουδών και έρευνας, καθώς επίσης και στην λειτουργία των Πανεπιστημίων, εισήχθησαν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της δυτικής Ευρώπης μετά τον Μάη του ’68 —οι περισσότερες από τις οποίες αναστράφηκαν αργότερα μέσα στο  γενικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη μεριά, η εκπαίδευση σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εμπόρευμα το οποίο, όπως κάθε άλλο εμπόρευμα, πρέπει να παραχθεί στην βάση των αρχών της οικονομικής «αποδοτικότητας», με άλλα λόγια στην βάση του κριτηρίου κατά πόσο το αποτέλεσμα της έρευνας και της διδασκαλίας είναι χρήσιμο στις ανάγκες του συστήματος της αγοράς και αυτών που την ελέγχουν. Δεν είναι απορίας άξιον ότι ακόμα και τα πιο φημισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ προσφέρουν περιζήτητες θέσεις σχετικά ευκολότερα στα παιδιά γενναιόδωρων χρηματοδοτών και παλιών απόφοιτων, μια πρακτική που φαίνεται χρησιμοποιήθηκε δεόντως από την οικογένεια Μπους, ώστε να επιτύχει το βλαστάρι της, ο Τζορτζ Μπους —όχι ακριβώς πρότυπο πολυμάθειας— να γίνει δεκτό στο Πανεπιστήμιο του Yale.[10]

 

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η κατάργηση της δωρεάν παιδείας, στην οποία αναπόφευκτα θα οδηγήσει η δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων, ουσιαστικά αναιρεί το δικαίωμα πολλών πολιτών στην εξειδικευμένη γνώση εφ’ όσον έχει καθαρά ταξικό χαρακτήρα. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, όπως αποκάλυψαν τα στοιχεία που δημοσίευσε πέρυσι το Γραφείο Στατιστικής της Ανώτατης Παιδείας (HESA), μειώθηκε το ποσοστό των πρωτοετών φοιτητών που προέρχεται από χαμηλού εισοδήματος οικογένειες μετά την εισαγωγή συμπληρωματικών» διδάκτρων από τα πανεπιστήμια, και αντίστοιχα μειώθηκε το ποσοστό των υποψήφιων που προέρχεται από δημόσια σχολεία.[11] Παρόλο που τα αποτελέσματα του 2007 δεν δείχνουν παρόμοια πτώση, δεν έχουν ακόμη δοθεί επίσημα στοιχεία για το πως ανταποκρίνονται στο νέο σύστημα διδάκτρων στην Αγγλία σπουδαστές από οικογένειες που αποστρέφονται τον δανεισμό για τη χρηματοδότηση των σπουδών (λόγω του δυσβάστακτου βάρους που επιβάλλουν τα σχετικά χρέη). Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να κάνει τη λογική υπόθεση ότι παρόλο που φοιτητές από την μεσαία τάξη δεν έχουν πρόβλημα να πληρώνουν τα δίδακτρα, «βοηθώντας» έτσι τα στατιστικά στοιχεία να δείχνουν μια αύξηση του αριθμού των φοιτητών, οι φοιτητές από στρώματα χαμηλού εισοδήματος είναι πιθανό να πληρώνουν υψηλό τίμημα για αυτή την έμμεση ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων. Ακόμη, το νέο σύστημα των φοιτητικών δανείων, το οποίο εισήχθη από τους σοσιαλ-φιλελεύθερους του Νέου Εργατικού κόμματος προς αντικατάσταση του παλιού συστήματος των φοιτητικών επιδομάτων, τα οποία κάλυπταν γενικά τα έξοδα των φοιτητών, που είχε υιοθετήσει το Εργατικό κόμμα της σοσιαλ-δημοκρατικής εποχής, όχι μόνο σπρώχνει τους φοιτητές και φοιτήτριες να δουλεύουν σε μπαρ και μακντονάλτς —αν όχι σε στριπτιζαδικα— για να συμπληρώσουν το εισόδημα τους, αλλά τους αφήνει επιπλέον με σοβαρό χρέος στο τέλος των σπουδών τους.[12] Αυτό έχει, για το σύστημα, το σημαντικό παράπλευρο κοινωνικό αποτέλεσμα της δημιουργίας μιας πειθήνιας τάξης πολιτών που αγωνίζονται να ξεπληρώσουν όχι μόνο τα συνηθισμένα δάνεια για ν’ αγοράσουν σπίτι, αυτοκίνητο κ.λπ. αλλά και τα δάνεια για τις Πανεπιστημιακές τους σπουδές —η τέλεια φόρμουλα για ένα παθητικό μεταμοντέρνο πολίτη που δουλεύει σκληρά και απλά ακολουθεί τις ελίτ: η γνωστή συνταγή για το Αμερικανικό «Όνειρο», η οποία τώρα επεκτείνεται παντού. 

 

Το φοιτητικό κίνημα: αντίσταση και καταστολή

 

Ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας στην Ελλάδα δεν πήρε μόνο την μορφή των φοιτητικών καταλήψεων και των απεργιών των καθηγητών, που κράτησαν για μήνες. Ο αγώνας πήρε επίσης την μορφή μιας σειράς εβδομαδιαίων διαδηλώσεων, με —μερικές φορές— σημαντικές αντιπαραθέσεις με τα ΜΑΤ, οι οποίες τουλάχιστον σε μια περίπτωση —8 Μαρτίου— πήρε την μορφή αιματηρής διαδήλωσης. Εκείνη την μέρα, μια μαζική διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας χτυπήθηκε βίαια από τα ΜΑΤ, σε ένα όργιο ξυλοδαρμών και δακρυγόνων, με το συνηθισμένο πρόσχημα ότι ένας μικρός αριθμός μαχητικών διαδηλωτών που ανήκαν σε αναρχικές ομάδες είχαν προκαλέσει, με τις αψιμαχίες που ξεκίνησαν, την σύγκρουση. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως ομολόγησαν αξιωματικοί της αστυνομίας,[13] η διαδήλωση χτυπήθηκε έπειτα από κυβερνητική εντολή να διαλυθεί —παρά το γεγονός ότι δεν είχε απαγορευθεί. Αυτό οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις περισσότερων από 60 διαδηλωτών, που σε μερικές περιπτώσεις κατηγορήθηκαν για πολύ σοβαρά αδικήματα —ενώ η πιο σοβαρή κατηγορία έγινε εναντίον ενός οικοδόμου, προφανώς σαν προειδοποίηση προς την εργατική τάξη να μην αποπειραθεί να ενωθεί με τους φοιτητές και καθηγητές στον αγώνα τους ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Η αστυνομική επίθεση επίσης οδήγησε σε πολλούς τραυματισμούς διαδηλωτών, μερικοί μάλιστα με πολύ σοβαρά τραύματα, σύμφωνα με τους νοσοκομειακούς του Σωματείου Εργαζομένων Ερυθρού Σταυρού που  τους περιέθαλψαν στο τμήμα επειγόντων περιστατικών.[14] Επιπρόσθετα, οι ξυλοδαρμοί και η κατάφωρη καταπάτηση των δικαιωμάτων των διαδηλωτών συνεχίστηκε και μετά την σύλληψη τους, όπως δήλωσαν οι δικηγόροι τους στους οποίους δεν επιτράπηκε να επισκεφτούν τους πελάτες τους  για σχεδόν ένα 24ωρο μετά την σύλληψη τους και μόνο αφού οι πελάτες τους είχαν εξαναγκαστεί προηγουμένως να υπογράψουν «ομολογίες» για παράνομες ενέργειες ενάντια στην αστυνομία.

 

Φυσικά, η πολιτική ελίτ και τα ΜΜΕ μίλησαν για «πολιτική βία» των διαδηλωτών, συγχέοντας την συστημική βία του κράτους με την πολιτική αντί-βία, η οποία βασίζεται στην αμφισβήτηση της συστημικής βίας των ελίτ.[15] Με άλλα λόγια, οι ελίτ και τα ΜΜΕ, για άλλη μια φορά, μπέρδεψαν τους καταπιεστές με τους καταπιεσμένους, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν οι ελίτ, οι οποίες επιχειρούν να ιδιωτικοποιήσουν την παιδεία, που πρέπει να κατηγορηθούν για την βία, αλλά τα θύματα τους, που προσπαθούν να αντισταθούν. Αυτή είναι η ίδια λογική που χρησιμοποιείται για να συσκοτίσει την βία των κατακτητών Σιωνιστών ενάντια στους Παλαιστίνιους που αντιστέκονται στην κατοχή, ή την βία των κατοχικών δυνάμεων της υπερεθνικής ελίτ ενάντια στα θύματα της κατοχής  στο Ιράκ η στο Αφγανιστάν. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το επόμενο μέτρο που πήρε η ελληνική ελίτ, μετά από τις μαχητικές αυτές κινητοποιήσεις, ήταν να περάσει στη Βουλή άλλο ένα νόμο που υπονομεύει αποτελεσματικά το «ακαδημαϊκό άσυλο» δηλ. την απαγόρευση εισόδου των δυνάμεων ασφάλειας στους Πανεπιστημιακούς χώρους για χάρη της προστασίας της ελευθερίας της σκέψης, χωρίς την προηγούμενη εκπεφρασμένη θέληση των φοιτητών και καθηγητών. Αυτό ήταν άλλη μια κοινωνική κατάκτηση, που κερδήθηκε μετά από μακρούς και αιματηρούς αγώνες την δεκαετία του ’60 και την οποία η σημερινή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση επιδίωκε ν’ αποδυναμώσει με κάθε τρόπο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η προκλητική ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου από την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή ήταν άλλη μια ενέργεια των ελίτ που δυνάμωσε ακόμη περισσότερο τον αγώνα των μαχητικών φοιτητών.

 

Στο μεταξύ, οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι του ΠΑΣΟΚ, παρόλο που έχουν επίσης υιοθετήσει την γραμμή της ΕΕ για την ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, έκαναν μια οπορτουνιστική μεταβολή 180 μοιρών και δεν υποστήριξαν την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, κάτω από την λαϊκή πίεση και την πίεση της κομματικής τους νεολαίας. Το γεγονός αυτό αντιπροσωπεύει όμως μόνο μια απλή αναβολή της διαδικασίας αναθεώρησης, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί, (με την υποστήριξη και των δύο κυρίων κομμάτων), μετά τις εθνικές εκλογές την επόμενη χρονιά. Και αυτό γιατί, τόσο για τους νέο-φιλελεύθερους όσο και για τους σοσιαλ-φιλελευθέρους, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι στην πραγματικότητα μονόδρομος, δεδομένου, ότι στο παρόν θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, και οι δύο πλευρές δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να ανοίξουν την εκπαίδευση στην αγορά.[16] Στην πραγματικότητα, η κύρια κοινωνική συνέπεια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η πρωτοφανής αύξηση της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας η οποία, εντούτοις, δεν εκφράζεται μόνο με την τεράστια συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στα χέρια προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, αλλά επίσης και με τον αυξανόμενα  ταξικό χαρακτήρα κοινωνικών υπηρεσιών  όπως η παιδεία, η υγεία και οι συντάξεις. Αυτό είναι το άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα της διαδικασίας μαζικής ιδιωτικοποίησης που αυτή την στιγμή λαμβάνει χώρα παντού, συμπεριλαμβανομένων των Σκανδιναβικών κρατών τα οποία υπήρξαν το μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας. Προφανώς, όμως, η ρεφορμιστική Αριστερά αδυνατεί να κατανοήσει το γεγονός αυτό και διατηρεί ακόμη χωρίς δισταγμό τους ευσεβείς πόθους της για την «αναπόφευκτη» επιστροφή σε κάποιο είδος σοσιαλ-δημοκρατίας, δεδομένης της σημερινής από-κοινωνικοποίησης της κοινωνίας η οποία, πιστεύει δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα. Φαίνεται αυτή η Αριστερά «ξεχνά»  ότι η αμερικάνικη κοινωνία, για παράδειγμα, όχι μόνο έχει από καιρό από-κοινωνικοποιηθεί και παρόλα αυτά ακόμα καταφέρνει να αναπαράγει τον εαυτό της χωρίς πρόβλημα, αλλά και ότι πολλοί, κυρίως στην περιφέρεια (Ινδία, Κίνα, Πολωνία κ.λπ.) αυτήν έχουν για πρότυπο!

 

Η ιδεολογική καταστολή σαν συμπλήρωμα της φυσικής καταστολής

 

Φυσικά, δεν ήταν μόνο ο μηχανισμός φυσικής καταστολής που τέθηκε σε λειτουργία ενάντια στον αγώνα κατά της ιδιωτικοποίησης. Ο ιδεολογικός κατασταλτικός μηχανισμός έπαιξε έναν εξίσου σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια των ελίτ να καταπνίξουν το διογκούμενο μαζικό κίνημα. Τα ΜΜΕ και ειδικά τα τηλεοπτικά κανάλια (με τα κρατικά κανάλια να πρωτοστατούν) ενορχήστρωσαν μια επίθεση ενάντια στους φοιτητές, παρουσιάζοντας τους μαχητικούς ανάμεσα τους σαν κάποιου είδους χούλιγκαν, ενω συστηματικά παγίδευαν τους υπόλοιπους σε σκηνοθετημένες «δημόσιες συζητήσεις» στις οποίες η άποψη των φοιτητών ήταν πάντα μειοψηφική![17] Ο ίδιος ο πρωθυπουργός εξέφρασε τον τόνο της ιδεολογικής καταστολής όταν δήλωσε, αναφερόμενος στις καταλήψεις και στις διαδηλώσεις: «Κάποιοι έχουν την αντίληψη ότι το κράτος τούς ανήκει. Όλοι αυτοί αποτελούν μειοψηφίες και περιθωριακές ομάδες που δεν σέβονται τη Δημοκρατία…. Το κράτος ανήκει σε όλους τους πολίτες». [18]

 

Από τη δήλωση αυτή γίνεται σαφές ότι, για την ελληνική πολιτική ελίτ βρισκόμαστε ακόμη κάπου...στον Χρυσούν Αιώνα του Περικλέους, όταν το «κράτος» πράγματι άνηκε στους πολίτες του (έστω και με τη στενή έννοια που οριζόταν ο Αθηναίος πολίτης η οποία απέκλειε γυναίκες, μέτοικους, δούλους), εφόσον εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα εγκαθιδρυθεί ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την πολιτεία, ο οποίος αναδύθηκε σχεδόν 2 χιλιετηρίδες αργότερα με την αμερικάνικη ανακάλυψη της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Είναι εξίσου φανερό ότι, για τις ίδιες ελίτ, η σύγχρονη κοινωνία  δεν είναι διαχωρισμένη ούτε από την οικονομία —κάτι που θεσμοθετήθηκε με την ανάδυση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς σχεδόν την ίδια περίοδο με την εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», 2 αιώνες πριν.[19] Με άλλα λόγια, για τους υποστηρικτές του σημερινού συστήματος, δεν υπάρχουν πολιτικές η οικονομικές ελίτ που μονοπωλούν την πολιτική και οικονομική εξουσία αντίστοιχα, παρ’ολο που η πλειοψηφία του πληθυσμού απλά έχει το δικαίωμα, κάθε 4 περίπου χρόνια, να διαλέγει ανάμεσα στα τμήματα της πολιτικής ελίτ —τα οποία στην σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχουν μόνο διακοσμητικές προγραμματικές διαφορές μεταξύ τους.

 

Η συνέπεια είναι ότι το εκλεγμένο τμήμα της πολιτικής ελίτ είναι σε θέση να κηρύσσει πολέμους εναντίον άλλων χωρών, όχι μόνο χωρίς να μπει στο κόπο να ρωτήσει προκαταβολικά τους πολίτες του, αλλά ακόμα και χωρίς να διστάζει μερικές φορές να απορρίπτει περιφρονητικά τις διαμαρτυρίες τους, έστω και όταν αυτές εκφράζονται από εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους (όπως στην Βρετανία, την παραμονή της εξαπόλυσης της εγκληματικής εισβολής στο Ιράκ το 2003), ή ν’ αγνοεί την μαζική αποδοκιμασία των πολιτικών της σε μεταγενέστερες εκλογές (οι εκλογές του αμερικάνικου κογκρέσου το 2006). Παρόμοια, η ελληνική πολιτική ελίτ ποτέ δεν ρώτησε τις απόψεις των εκπαιδευτών ή των εκπαιδευόμενων πριν προχωρήσει σε μια  διαδικασία που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της ανώτατης παιδείας, ή στην αποτελεσματική υπονόμευση του «ακαδημαϊκού ασύλου», και παρόλα αυτά  δεν είχε ενδοιασμούς να αποκαλεί την λαϊκή αντίδραση στις μονομερείς αποφάσεις της «φασιστική»!

 

Μια άλλη παραλλαγή του ίδιου επιχειρήματος από τις ελίτ είναι ότι ήταν μόνο μια μικρή μειοψηφία φοιτητών και πανεπιστημιακών που υποστήριζε τις καταλήψεις των πανεπιστημίων, δεδομένου ότι αυτοί που έπαιρναν μέρος και ψήφιζαν στις συνελεύσεις αντιπροσώπευαν αριθμητικά μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού αριθμού φοιτητών και καθηγητών. Όμως, απαιτεί μεγάλη δόση θράσους να χρησιμοποιούν παρόμοια επιχειρήματα επαγγελματίες πολιτικοί, οι οποίοι έχουν το «ελεύθερο» να εφαρμόζουν οποία πολιτική θέλουν, με βάση απλώς μια γενική εξουσιοδότηση που παίρνουν κάθε 4 περίπου χρόνια για να εφαρμόσουν ένα ασαφές πολιτικό πρόγραμμα, το οποίο συνήθως εγκρίνεται από λιγότερο από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων (στις ΗΠΑ αυτό το τμήμα έχει τώρα συρρικνωθεί σε λιγότερο από το ένα τέταρτο!). Ιδιαίτερα μάλιστα όταν χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα αυτά ενάντια σε εντολοδόχους των φοιτητών και καθηγητών που έχουν εκλεγεί (μέσω εβδομαδιαίων ή ακόμα και καθημερινών συνελεύσεων) να εφαρμόσουν συγκεκριμένες αποφάσεις των συνελεύσεων, οι οποίες λαμβάνονται μετά από ενδελεχείς συζητήσεις των σχετικών θεμάτων.

 

Συμπεράσματα: τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα του αγώνα

 

Την στιγμή που γράφεται το κείμενο αυτό, οι κινητοποιήσεις ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδεία έχουνην υπέρβαση αυτών των ίδιων των ελίτ!


 

_______________________________________________________

* Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά "The Struggle Against the Privatisation of Education in Greece" στο διεθνές θεωρητικό περιοδικό  The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3, No. 2 (Απρίλιος 2007). Η μετάφραση είναι των Σία Μαμαρέλη, Παντελή Αράπογλου, Νίκου Πανάγου και η γενική επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα.

 

_______________________________________________________

[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, «France: The revolt of the victims of neoliberal globalization», The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 2, No. 4 (November 2006).

[2] Βλ. Δημοκρατία & Φύση, αρ. 2

[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, «Από την (δυσ)εκπαίδευση στην Παιδεία», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία τευχ. 10, 11, 13.

[4] ό.π.

[5] Ελευθεροτυπία (26/09/2005).

[6] Παγκόσμια Τράπεζα, World Development Indicators 2005, Table  2.10

[7] Ελευθεροτυπία (3/05/2007).

[8] Βλ. T. Φωτόπουλος, «Economic restructuring and the debt problem: the Greek case», International Review of Applied Economics, Vol. 6, No. 1 (1992).

[9] Ελευθεροτυπια (13/3/2007).

[10] Rick Fantasia, “United States: unequal opportunities- elites still control the universities”, Le Monde diplomatique (November 2004).

[11] Matthew Taylor, “Tuition fees blamed as number of students from poor families drops”, The Guardian (21/7/2006).

[12] Will Woodward, 'Students are the new poor' , The Guardian (27/6/2001).

[13] Βλ. Ελευθεροτυπία (9/3/2007).

[14] ό.π.

[15] Βλ. γι αυτές τις εννοιες, T. Φωτόπουλος, «The global 'war' of the transnational elite», Democracy & Nature, Vol. 8,  No. 2 (July  2002).

[16] Βλ. T. Φωτόπουλος, Η πολυδιάστατη κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, 2005), κεφ. 3 «Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς»

[17] Βλ. π.χ. το αθλιο τηλεοπτικο προγραμμα »Προσκηνιο» στο κρατικό κανάλι NET (το κυριο καναλι προπαγανδισης της γραμμης του κατεστημενου) και ιδιατερα την εκπομπη της 12/3/2006

[18] Βλ. δήλωση Κ. Καραμανλή στις 10/3/2007

[19] T. Φωτόπουλος, Η πολυδιάστατη κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία, (Γόρδιος, 2005), κεφ. 1 «Η ανάδυση του σημερινού συστήματος», βλ. επίσης για μια πιο εκτενή ανάλυση, Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999) κεφ. 1 «Η Οικονομία της Αγοράς και η Διαδικασία Αγοραιοποίησης».