(Ελευθεροτυπία, 12 Νοεμβρίου 2005) 


Οι απόκληροι του "κοινωνικού" κράτους και η Ευρω-Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Δύο γεγονότα, εκ πρώτης όψεως άσχετα μεταξύ τους, σφράγισαν τις δυο τελευταίες εβδομάδες. Το ένα ήταν η Γαλλική εξέγερση των «απόκληρων» που έκανε φανερό ότι «Νέες Ορλεανες» υπάρχουν και στην καρδιά του «κοινωνικού Ευρωπαϊκού κράτους». Το άλλο ήταν το πρώτο συνέδριο του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στην Αθήνα που, με εξαιρετική… διορατικότητα πανηγύριζε, μόλις μια βδομάδα πριν,  την ύπαρξη ενός Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου που απλώς χρειάζεται με την βοήθεια του νέου κόμματος βελτίωση και επέκταση. Και στα δυο γεγονότα έπεσαν μαζικά οι προβολείς της δημοσιότητας. Στην πρώτη περίπτωση, για να συσκοτίσουν τα πραγματικά αίτια του. Στην δεύτερη, για να προβάλλουν την νέα «αριστερή  αντιπολίτευση» στην καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Μια αντιπολίτευση, η οποία, μολονότι υιοθετεί πλήρως την ΕΕ που είναι ο βασικός εκφραστής αυτής της παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη, καταδικάζει την επέκταση παρόμοιας ένωσης στην Λατινική Αμερική!

Όσον αφορά τα αίτια της εξέγερσης, οι «αναλυτές των καναλιών» αναφέρθηκαν στις ελλιπείς μεταναστευτικές πολιτικές, τις φυλετικές διακρίσεις, την ανεργία, την πολυπολιτισμικη κοινωνία κ.λπ., αλλά παρέλειψαν τα πραγματικά αίτια που αναφέρονται στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Όμως, είναι αυτή η παγκοσμιοποίηση που οδήγησε στη σημερινή ανεργία και «νεοφτωχεια» στη Γαλλία, την Γερμανία, την Ελλάδα και αλλού, εφόσον κάνει αδύνατο τον άμεσο κοινωνικό έλεγχο της συνολικής ζήτησης και απασχόλησης σε κάθε χώρα, κατά τα Κευνσιανα πρότυπα της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου. Η ίδια ευθύνεται για τις «ελαστικές» αγορές εργασίας που δημιουργούν συνθήκες ψευτο-απασχόλησης εκατομμυρίων (ιδιαίτερα μεταναστών) στην Βρετανία και αλλού, συγκαλύπτοντας στατιστικά την ανοιχτή ανεργία με τη δημιουργία αντιστοίχων χαμηλόμισθων θέσεων σε «απελευθερωμένους» τομείς υπηρεσιών που δεν απαιτούν σημαντική εξειδίκευση. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι Βρετανός έγκυρος οικονομικός αναλυτής συνιστά στη Γαλλική ελιτ να δημιουργήσει παρόμοιες δουλειές αν θέλει ν αποφύγει εξεγέρσεις σαν την σημερινή![1] Είναι ακόμη η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που ευθύνεται για τη δραστική περικοπή του φορολογικού βάρους στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα (για χάρη της «ανταγωνιστικότητας») η οποία οδηγεί στη προϊούσα αποσύνθεση του Ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, με τις δραστικές περικοπές των κοινωνικών επιδομάτων, την άμεση η έμμεση ιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας κ.λπ. Και δεν απαιτεί βέβαια πολύ φαιά ουσία ν αντιληφθεί κανείς ότι είναι οι μετανάστες και οι απόγονοι τους που κατ’ εξοχήν πληρώνουν τις παραπάνω συνέπειες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης γι αυτό και είναι οι πρώτοι που εξεγείρονται.

Όσον αφορά την νεοσύστατη Ευρωπαϊκή Αριστερά,  όπως προκύπτει σαφώς από την Διακήρυξη του συνεδρίου στην Αθήνα, όλη της η επιχειρηματολογία και τα συνακόλουθα ευχολόγια από τα οποία βρίθει το κείμενο βασίζεται στην ύπαρξη ενός Ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου που προτείνεται σαν εναλλακτικό μοντέλο στο «αμερικανικό». Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μύθο η ύπαρξη ενός εναλλακτικού οικονομικού μοντέλου  προς αυτό που, ξεκινώντας από τη Βρετανία και τις Η.Π.Α., επεκτάθηκε στην Αυστραλασία, τις χώρες του τ. σοβιετικού μπλοκ και, μέσω των διεθνών οργανισμών που ελέγχει η υπερεθνική ελιτ, σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Ε.Ε., με τις συνθήκες Μααστριχτ, Άμστερνταμ κλπ, υιοθέτησε όλες τις βασικές αρχές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης,  τις οποίες απλώς κωδικοποιούσε το Ευρωσύνταγμα. Γι' αυτό και όταν κάποια δημοψηφίσματα απέρριπταν το Ευρωσύνταγμα, οι λαοί ουσιαστικά απέρριπταν την ίδια την Ε.Ε. —γεγονός που συγκαλύπτει η Ευρωπαϊκή Αριστερά. Οι αρχές αυτές στηρίζονται σε δυο θεμελιακές  παραδοχές για την δυναμική της ανάπτυξης: πρώτον, ότι ο κύριος μοχλός ανάπτυξης δεν είναι πια η εσωτερική αγορά και το «εθνικό» κεφάλαιο αλλά η διεθνής αγορά και το υπερεθνικό κεφάλαιο και, δεύτερον, ότι το κύριο όργανο ανάπτυξης είναι σήμερα οι πολυεθνικές. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο όμως υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις, οι οποίες κυμαίνονται από την καθαρή νεοφιλελεύθερη τάση (Βρετανία, «Νέα Ευρώπη») που ευρίσκεται στην επίθεση, μέχρι τα υπολείμματα της σοσιαλδημοκρατικής τάσης (Γερμανία, Γαλλία) που υποχωρούν συνεχώς. Μεταξύ των δυο αυτών τάσεων μπορούμε να κατατάξουμε τις διάφορες  εκδοχές σοσιαλφιλελευθερισμου που αναπτύσσονται κυρίως στην Σκανδιναβία, όπου τα υπολείμματα του πάλαι ποτέ ισχυρού κοινωνικού κράτους συντηρούνται σήμερα κυρίως από την μεσαία τάξη (η οποία, σε αντίθεση με την οικονομική ελιτ, υφίσταται το σχετικό φορολογικό βάρος) και όπου υιοθετούνται οι ανοικτές αγορές και η «ελαστική» αγορά εργασίας, ενώ επεκτείνονται τα ιδιωτικά σχολεία και νοσοκομεία.

Eίναι λοιπόν προφανές ότι μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε.  είναι αδύνατο να υπάρξει εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο που θα προστάτευε αποτελεσματικά την εργασία και το περιβάλλον, εφόσον ένα τέτοιο μοντέλο θα έπρεπε να μην στηρίζει την ανάπτυξη  στις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές και επομένως στις πολυεθνικές. Οι διακηρύξεις λοιπόν της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, όχι μόνο δείχνουν τον βαθιά ρεφορμιστικό χαρακτήρα του κόμματος, αλλά και είναι άκρως ουτοπικές εφόσον είναι φανερό ότι, ακόμη και αν η Ε.Ε. σαν μπλοκ υιοθετούσε ριζικά διαφορετικές πολιτικές από τις σημερινές, απλώς θα δημιουργούσε μια τεράστια φυγή κεφαλαίου και την συνακόλουθη κρίση του Ευρω που θα την υποχρέωνε ν ανακρούσει πρύμναν πάραυτα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι καμία αναπτυγμένη χώρα δεν κατόρθωσε ν αντισταθεί στο ρεύμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρή σοσιαλδημοκρατική και συνδικαλιστική παράδοση διέθετε. Γι αυτό και αποτελούν ανιστόρητα φληναφήματα οι απόψεις ότι οι Ευρωπαϊκές ελιτ υιοθετούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές διότι έχουν κάποιες  ανεξήγητες «εμμονές», η διότι θέλουν να πάρουν «εύσημα» από την Αμερικανική ελιτ κ.λπ.

Οι σημερινές νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν καθαρά «συστημικό» χαρακτήρα και απορρέουν από το (άτυπο στην αρχή) άνοιγμα των αγορών που επέβαλε η επέκταση των πολυεθνικών, το οποίο στη συνέχεια θεσμοποίησαν οι πολιτικές ελιτ. Έτσι, οι μεν οικονομικές ελιτ, στο θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, δικαιολογημένα θεωρούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ως πολύτιμα εργαλεία για την μεγιστοποίηση των κερδών και της ανάπτυξης τους. Οι δε πολιτικές ελιτ έχουν κάθε λόγο να υιοθετήσουν τις ίδιες πολιτικές. Όχι μόνο διότι  εξαρτώνται από την οικονομική ενίσχυση των οικονομικών ελιτ που χρηματοδοτούν και προβάλλουν τους (πολυδάπανους) εκλογικούς αγώνες τους, αλλά και διότι γνωρίζουν ότι, σε μια οικονομία της αγοράς, οτιδήποτε μεγιστοποιεί τα κέρδη και την ανάπτυξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων μεγιστοποιεί και την συνολική οικονομική ανάπτυξη, από την οποία εξαρτιέται η ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών των μεσαίων τάξεων που τις ψηφίζουν.

 


 

[1] Hamιsh McRae, ‘France's challenge: create more bad jobs’, (Independent, 9/11/05)