Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 7 (Μάιος 2004)


Η Αυτοκρατορία των Negri και Hardt: ένα νέο κομμουνιστικό μανιφέστο ή ένα ρεφορμιστικό καλωσόρισμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης?*
 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ & ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΕΖΕΡΛΗΣ

 

Περίληψη: Η Αυτοκρατορία των Antonio (Toni) Negri και Michael Hardt (Harvard University Press 2000) έχει γενικά χαρακτηριστεί από τον καθεστωτικό τύπο, αλλά και από κάποιους στην Αριστερά επίσης, ως ένα είδος νέου «Κομμουνιστικού Μανιφέστο». Ωστόσο, μια προσεκτική εξέταση του περιεχομένου του βιβλίου, κάνει σαφές ότι, μακριά από το να έχει ριζοσπαστικές σημασίες παρόμοιες με το αυθεντικό Μανιφέστο, η Αυτοκρατορία θα έπρεπε καλύτερα να χαρακτηριστεί ως ένα «αντικειμενικό» καλωσόρισμα στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. 

 

 

1. Αυτοκρατορία και πολιτική παγκοσμιοποίηση 

Η πολιτική συγκρότηση της Αυτοκρατορίας 

Η Αυτοκρατορία στην προβληματική των Hardt και Negri (H&N από δω και στο εξής) είναι η κυρίαρχη εξουσία που κυβερνά τον σύγχρονο κόσμο, είναι η πολιτική μορφή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Οι συγγραφείς ξεκινούν τη συζήτηση για τη συγκρότηση της Αυτοκρατορίας με δικαϊκούς όρους, στη βάση του ότι οι δικαϊκοί μετασχηματισμοί ουσιαστικά φανερώνουν τις αλλαγές στην υλική δομή της παγκόσμιας εξουσίας και τάξης. Χρησιμοποιώντας ως σημείο εκκίνησής τους τη δικαϊκή δομή των Ηνωμένων Εθνών, έπειτα προχωρούν να εξετάσουν το ανανεωμένο ενδιαφέρον στην αντίληψη του «δίκαιου πολέμου» και περιγράφουν το λεγόμενο «δικαίωμα παρέμβασης» σα να προέρχεται από «μια μόνιμη κατάσταση ανάγκης και εξαιρετικών συνθηκών που δικαιολογείται με βάση τις ουσιαστικές αρχές της δικαιοσύνης» (σελ.18). Ωστόσο, όπως οι H&N ισχυρίζονται: «Αν και η πρακτική της Αυτοκρατορίας είναι συνεχώς λουσμένη στο αίμα, η αντίληψη της Αυτοκρατορίας είναι (ιδεολογικά) πάντοτε συνδεδεμένη με την ειρήνη μία συνεχή και οικουμενική ειρήνη έξω από την ιστορία» (σελ. xv).

 

Ωστόσο, οι συγγραφείς, δεν περιορίζονται μόνο στη δικαϊκή προοπτική, αλλά αναλύουν επίσης το μετασχηματισμό του προτύπου εξουσίας από την προοπτική της βιοπολιτικής παραγωγής, δηλαδή «της παραγωγής της ίδιας της κοινωνικής ζωής όπου το οικονομικό, το πολιτικό και το πολιτισμικό αυξανόμενα αλληλεπικαλύπτονται και επενδύουν το ένα στο άλλο» (σελίδα xiii). Σε αυτή την προβληματική, χρησιμοποιούν τόσο την έννοια  της κοινωνίας του ελέγχου του Foucault, όσο και τις ιδέες του για τη φύση της βιοεξουσίας (δηλ. «μια μορφή εξουσίας που ρυθμίζει την κοινωνική ζωή από μέσα της, ακολουθώντας την, ερμηνεύοντας την, απορροφώντας την και επαναδιατυπώνοντας την» (σελ. 23-24). Σε αυτό το πλαίσιο, οι H&N βλέπουν τη σύγχρονη μορφή της Αυτοκρατορίας ως ομοούσια με την ύπαρξη ενός δίπολου (το οποίο αποκαλούν «αυτοκρατορικό δικέφαλο αετό»): από τη μία μεριά, «μια δικαϊκή δομή και μία συντεταγμένη εξουσία, δομημένη από τη μηχανή της βιοπολιτικής εξουσίας» (σελ. 60) και από την άλλη μεριά «το πολυφωνικό πλήθος των παραγωγικών δημιουργικών υποκειμενικοτήτων της παγκοσμιοποίησης που έχουν μάθει να πλέουν σ’ αυτήν την τεράστια θάλασσα» (σελ. 60). Αυτό το δίπολο σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κάποιον από τους δύο όρους, με άλλα λόγια «η δύναμη του πλήθους να «αποεδαφικοποιεί» είναι η παραγωγική δύναμη που στηρίζει την Αυτοκρατορία» (σελ. 61).

 

Μετά την εισαγωγή αυτή στα γενικά θεωρητικά εργαλεία που περιγράψαμε εν συντομία παραπάνω, οι H&N προχωρούν για να συζητήσουν τη μετάβαση από τον ιμπεριαλισμό στην Αυτοκρατορία χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς την έννοια της κυριαρχίας. Ξεκινούν με την έννοια της νεωτερικότητας (διαχωρίζοντας την απ’ αυτό που περιγράφουν ως σύγχρονη μετα-νεωτερικότητα) την οποία βλέπουν να χαρακτηρίζεται από κρίση, «μια κρίση που γεννήθηκε από την αδιάκοπη πάλη μεταξύ των ενυπάρχοντων, εποικοδομητικών, δημιουργικών δυνάμεων και της ανώτερης εξουσίας που στόχευε να αποκαταστήσει την τάξη» (σελ. 76). Εξετάζουν τρεις προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης της νεωτερικότητας: την ανάπτυξη του σύγχρονου κυρίαρχου κράτους, την ανάπτυξη της έννοιας του έθνους και της συναφούς έννοιας του λαού και, τέλος, την ανάδυση της αποικιοκρατικής κυριαρχίας. Το συμπέρασμά τους είναι ότι ενώ η αποικιοκρατία είναι διαλεκτική, η πραγματικότητα δεν είναι, διαχωριζόμενοι έτσι μερικώς από τη μαρξιστική ορθοδοξία. Ως περίληψη των παραπάνω τριών προσπαθειών για την επίλυση της κρίσης της νεωτερικότητας, προσφέρουν την ακόλουθη αλυσίδα εκπροσωπήσεων: «ο λαός που εκπροσωπεί το πλήθος, το έθνος που εκπροσωπεί τον λαό και το κράτος που εκπροσωπεί το έθνος» (σελ. 134) μια αλυσίδα η οποία, μπορούμε να προσθέσουμε, προέρχεται από μια αρκετά συγκεχυμένη ανάλυση της σχέσης μεταξύ έθνους και κράτους (οι H&N μοιάζουν να πιστεύουν ότι ένα έθνος αυτόματα οδηγεί σε ένα έθνος-κράτος). Σ’ αυτό το πλαίσιο, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι H&N, εξετάζοντας το πέρασμα από το πρότυπο της μοντέρνας κυριαρχίας προς το πρότυπο της αυτοκρατορικής κυριαρχίας, θεωρούν ότι οι μεταμοντέρνες και μετά-αποικιακές θεωρίες (και οι φονταμενταλισμοί, με έναν διαφορετικό τρόπο) είναι «σημαντικές συνέπειες [που] αντανακλούν ή σκιαγραφούν την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς και την αλλαγή της μορφής κυριαρχίας» (σελ. 138-139).

 

Ο επόμενος στόχος τους είναι να περιγράψουν τη σημερινή αυτοκρατορική κυριαρχία (δηλ. την κυριαρχία όπως δομήθηκε μετά το παραπάνω «πέρασμα»). Έτσι, εξετάζουν το ρόλο που έπαιξε η Αμερικάνικη Επανάσταση στην καινοτομία σχετικά με τη γενεαλογία της έννοιας της σύγχρονης κυριαρχίας, βρίσκοντας σ’ αυτήν τη βάση πάνω στην οποία μια νέα αυτοκρατορική κυριαρχία έχει σχηματιστεί. Μετά από μια συζήτηση της ιμπεριαλιστικής τάσης που διέτρεχε ολόκληρη την ιστορία των ΗΠΑ (τα πιο προφανή παραδείγματα της οποίας είναι η εκμετάλλευση της μαύρης εργασίας και το Δόγμα Monroe) οι H&N διατείνονται ότι η επεκτατική τάση της Αυτοκρατορίας θα έπρεπε ξεκάθαρα να διαχωριστεί από τον επεκτατισμό των σύγχρονων εθνών-κρατών (σελ. 166). Η Αυτοκρατορία επεκτείνει και παγιώνει το μοντέλο του δικτύου εξουσίας, ενώ ο χώρος της αυτοκρατορικής κυριαρχίας είναι πάντοτε ανοιχτός. Το καινοτόμο στοιχείο στην ανάλυσή τους είναι η αντίληψη της Αυτοκρατορίας ως αποκεντρωμένου και αποεδαφικοποιημένου μηχανισμού εξουσίας που προοδευτικά ενσωματώνει ολόκληρο τον παγκόσμιο χώρο μέσα στα ανοιχτά του, επεκτεινόμενα σύνορα. Κατά την άποψή τους, στο πέρασμα από τον ιμπεριαλισμό στην Αυτοκρατορία «υπάρχει προοδευτικά λιγότερη διάκριση μεταξύ του έξω και του μέσα» (σελ. 187). Βλέπουν την αυτοκρατορική κυριαρχία να οργανώνεται όχι γύρω από μια κεντρική σύγκρουση άλλα μάλλον μέσω ενός ελαστικού δικτύου μικρό-συγκρούσεων. Πιστεύουν ότι αυτό που ορίζει την  αυτοκρατορική κυριαρχία δεν είναι απλώς μια κρίση  αλλά μια καθολική κρίση, ή, πιο σωστά, διαφθορά (μια διαφθορά που νομίζουν ότι δεν είναι τυχαία αλλά αναγκαία σελ. 202).

 

Οι H&N δηλώνουν από την αρχή του βιβλίου τους ότι σήμερα «η κυριαρχία έχει πάρει μια νέα μορφή, που συντίθεται από μια σειρά εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών που τους ενώνει μια ενιαία λογική εξουσίας» (σελ. xii). Σ’ αυτό το πνεύμα, καταλήγουν στο σωστό συμπέρασμα ότι μολονότι οι ΗΠΑ κατέχουν μια προνομιακή θέση στην Αυτοκρατορία, αυτό δε σημαίνει ότι οι ΗΠΑ είναι ο ηγέτης της, με τον τρόπο που τα Ευρωπαϊκά έθνη-κράτη ήταν οι ηγεμονικές δυνάμεις του κόσμου στο παρελθόν: «η μεταμοντέρνα μας Αυτοκρατορία δεν έχει Ρώμη» (σελ. 317). Ωστόσο, αφού δε βλέπουν ένα κέντρο της Αυτοκρατορίας με τη μορφή, για παράδειγμα, της υπερεθνικής ελίτ, και είναι ευχαριστημένοι απλά να δηλώνουν ότι δεν έχουμε ένα εκκολαπτόμενο οιονεί υπερεθνικό οιονεί κράτος (σελ. 38-39), η θέση τους για μια Αυτοκρατορία χωρίς Αυτοκράτορες καταντά αβάσιμη. Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι στη διαδικασία προσφέρουν κάποιες πολύπλοκες διατυπώσεις που παραμένουν αφηρημένες και μη συνδεόμενες με τον κόσμο της πραγματικής ζωής.  

 

Μια Αυτοκρατορία χωρίς Αυτοκράτορες 

 

Εναλλακτικά, θα μπορούσε κάποιος  να ισχυριστεί ότι[1] οι μορφές πολιτικής δομής που αναδύθηκαν στην νεωτερική κοινωνία πάντα στόχευαν να είναι συμβατές με τις ποικίλες μορφές της οικονομίας της αγοράς που αναπτύχθηκαν με τον καιρό, από την εγκαθίδρυσή της εδώ και δύο αιώνες. Υπάρχουν έτσι σημαντικές διαφορές μεταξύ των ποικίλων μορφών  πολιτικών δομών που αναδύθηκαν στην εποχή της νεωτερικότητας. Έτσι, η «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία της φιλελεύθερης φάσης της νεωτερικότητας εξελίχθηκε στη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της νεωτερικότητας σε ένα πολιτικό σύστημα πολύ υψηλότερου βαθμού συγκέντρωσης πολιτικής δύναμης στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο στη Δύση όσο και, ακόμη περισσότερο, στην Ανατολή[2]. Αυτό το σύστημα σήμερα αντικαθίσταται από νέες διεθνοποιημένες πολιτικές δομές ώστε να αρμόζουν στις ήδη διεθνοποιημένες οικονομικές δομές, εκφράζοντας έναν ακόμη υψηλότερο βαθμό πολιτικής δύναμης που ταιριάζει με την αντίστοιχη τεράστια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης που έφερε η παγκοσμιοποίηση. Έτσι, στη σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το παλιό Βεστφαλιανό σύστημα των κυρίαρχων εθνών-κρατών αντικαθίσταται από ένα πολυεπίπεδο σύστημα πολιτικό-οικονομικών οντοτήτων το οποίο στο μικρό-επίπεδο επεκτείνεται σε μικρό-περιοχές, διεθνείς πόλεις και παραδοσιακά κράτη, ενώ στο νέο διεθνοποιημένο μακρό-επίπεδο (όπου λαμβάνονται οι πιο σημαντικές αποφάσεις) επεκτείνεται προς μια νέα υπερεθνική ελίτ και τις πολιτικοοικονομικές της εκφράσεις.

 

Για τους H&N, η πολιτική δομή της Αυτοκρατορίας (δηλ. Η Νέα Παγκόσμια  Τάξη) «εκφράζεται σαν δικαϊκός σχηματισμός» (σελ. 3). Ωστόσο, αυτή η περιγραφή της Αυτοκρατορίας δεν παρέχει καμιά απάντηση στο καίριο ζήτημα της οντότητας που παίρνει τις πρωτοβουλίες για το πώς θα αναπαραχθεί καλύτερα η οικονομική παγκοσμιοποίηση και θα διασφαλιστεί η συνολική σταθερότητα του συστήματος. Είναι φανερό ότι «η δικαϊκή δομή και η συντεταγμένη εξουσία» που περιγράφουν μπορεί μόνο να εφαρμόσει αποφάσεις και νόρμες αλλά δεν μπορεί να πάρει την πρωτοβουλία να θέσει τις νόρμες τις ίδιες ή να εξαπολύσει τους «πολέμους» που είναι αναγκαίοι για τη σταθερότητα του παγκόσμιου συστήματος. Ένα κέντρο εξουσίας, μια ελίτ, απαιτείται γι' αυτό το σκοπό και αν και οι συγγραφείς έχουν δίκιο ότι σήμερα δεν υπάρχει ένα τέτοιο κέντρο εξουσίας με τη μορφή μιας ενιαίας αυτοκρατορικής δύναμης όπως οι ΗΠΑ, αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη μιας αποκεντρωμένης υπερεθνικής ελίτ, η οποία, από μόνη της, συνιστά το κέντρο εξουσίας.

 

Σε προηγούμενες μορφές νεωτερικότητας, (δηλ. στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα του 19ου αιώνα και την κρατικιστική νεωτερικότητα του 20ου αιώνα), όπου η οικονομία της αγοράς ήταν βασικά εθνική, ήταν τα έθνη-κράτη που είχαν επωμισθεί αυτό το ρόλο. Το ζήτημα είναι λοιπόν: ποιος παίζει αυτό το ρόλο στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς; Σαφώς, η οικονομική παγκοσμιοποίηση απαιτεί μια συμπληρωματική πολιτική παγκοσμιοποίηση, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, μια διεθνοποιημένη οικονομία χρειάζεται τη δική της υπερεθνική ελίτ. Άλλοι μαρξιστές, όπως ο Leslie Sklair[3] έχουν δείξει την ύπαρξη μιας νέας υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης ενώ ένας από μας προσπάθησε να κάνει το ίδιο σε σχέση με την ύπαρξη μιας υπερεθνικής ελίτ.[4] Πάνω σ’ αυτό, οι H&N προσφέρουν την άκρως ακατάλληλη θέση μιας νέας Αυτοκρατορίας χωρίς κέντρο και χωρίς Αυτοκράτορες που την χειρίζονται!

 

Σ’ αυτό το εναλλακτικό θεωρητικό πλαίσιο, η νέα υπερεθνική ελίτ μπορεί να θεωρηθεί ως ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός εξουσίας χωρίς εδαφικό κέντρο εξουσίας που βασίζεται σε ένα μόνο έθνος-κράτος, δηλ. ως μια ελίτ που αντλεί τη δύναμή της (οικονομική, πολιτική ή γενικά κοινωνική εξουσία) λειτουργώντας σε υπερεθνικό επίπεδο γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει, μόνο ή κυρίως, τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Αποτελείται από υπερεθνικές πολιτικές, οικονομικές και επαγγελματικές ελίτ και διαφοροποιείται από τις εθνικές ελίτ λόγω του γεγονότος ότι βλέπει τα ζωτικά συμφέροντά της με όρους διεθνών, παρά εθνικών, αγορών[5]. Αυτή είναι επομένως μια άτυπη παρά μια θεσμοποιημένη ελίτ. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο που η οικονομική παγκοσμιοποίηση εκφράζει μια άτυπη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των μελών της οικονομικής ελίτ, έτσι και η πολιτική παγκοσμιοποίηση εκφράζει μια άτυπη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των μελών της πολιτικής ελίτ. Η οικονομική ελίτ, λοιπόν, αποτελεί αυτό το κομμάτι της υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ενώ η πολιτική ελίτ αποτελεί αυτό το κομμάτι της υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει την καθαρά πολιτικό-στρατιωτική διάσταση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης. Οι κύριοι θεσμοί που εξασφαλίζουν τη συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ είναι η οικονομία της αγοράς και η «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία αντίστοιχα, ενώ οι κύριοι θεσμοί μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ασκεί τον άτυπο έλεγχο της είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η NAFTA, οι G8, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, το NATO και τα Ηνωμένα Έθνη.

 

Ο άτυπος χαρακτήρας της πολιτικής παγκοσμιοποίησης δε χρειάζεται μόνο για να διατηρηθεί η πρόσοψη μιας εύρυθμης αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»  στην οποία οι τοπικές ελίτ υποτίθεται ότι ακόμα παίρνουν σημαντικές αποφάσεις, αλλά επίσης και για να διατηρηθεί το εσωτερικό μονοπώλιο της βίας του έθνους-κράτους. Το τελευταίο είναι απαραίτητο ώστε οι τοπικές ελίτ να μπορούν να ελέγχουν τους πληθυσμούς τους γενικά και τη μετακίνηση εργασίας ειδικότερα καθώς και να ενισχύουν την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων. Περιττό να προστεθεί ότι αυτή η μορφή πολιτικής παγκοσμιοποίησης, δεδομένης της άνισης κατανομής πολιτικής/στρατιωτικής δύναμης μεταξύ των μελών της υπερεθνικής ελίτ, αναπόφευκτα καθιερώνει την άτυπη ηγεμονία της Αμερικανικής πολιτικής ελίτ.

 

Οι τρεις «πόλεμοι», επομένως, που εξαπολύθηκαν από την υπερεθνική ελίτ (και διεκπεραιώθηκαν κυρίως από την Αμερικανική ελίτ) τα τελευταία δέκα χρόνια από την ανάδυσή της μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (δηλ. ο Πόλεμος του Κόλπου,[6] ο πόλεμος στο Κόσσοβο[7] και ο συνεχιζόμενος «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία»), στην πραγματικότητα, αποτελούν περιπτώσεις που τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός άτυπου συστήματος υπερεθνικής διακυβέρνησης, μία πολιτική παγκοσμιοποίησης της οποίας προΐσταται η υπερεθνική ελίτ. Αυτή η πολιτική παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζεται εσφαλμένα από κάποιους ως η τελευταία μορφή του ιμπεριαλισμού[8] ένας όρος που αναφέρεται σε ένα προηγούμενο στάδιο της οικονομίας της αγοράς και έχει μικρή σχέση με τη σημερινή διεθνοποιημένη της μορφή. Ο Ιμπεριαλισμός θεμελιώθηκε πάνω σε εθνικά κράτη και αγορές, ενώ η σημερινή πολιτική παγκοσμιοποίηση κτίστηκε πάνω στην οικονομική παγκοσμιοποίηση η οποία, παρά την αβάσιμη ανάλυση της ρεφορμιστικής Αριστεράς[9] (στην οποία οι H&N σωστά ασκούν κριτική), είναι ένα νέο φαινόμενο που δεν ελέγχεται από καμιά εθνική ελίτ. 

 

2. Αυτοκρατορία και Οικονομική Παγκοσμιοποίηση 

Η οικονομική δομή της Αυτοκρατορίας  

Μέχρι αυτό το σημείο η ανάλυση των συγγραφέων έχει κυρίως εστιαστεί στην αντίληψη της κυριαρχίας. Οι H&N έπειτα προχωρούν στην εξιστόρηση του ίδιου του «περάσματος» (δηλ. από τον ιμπεριαλισμό στην Αυτοκρατορία) από την οπτική της παραγωγής, όπου η παραγωγή θεωρείται ότι ενσωματώνει όλη την κλίμακα από την οικονομική παραγωγή μέχρι την παραγωγή της υποκειμενικότητας. Σε αυτή την προβληματική, ως συνδετικό κρίκο των δύο οπτικών (κυριαρχία και παραγωγή), οι H&N εισάγουν μερικές νέες έννοιες: το νομαδισμό, τη λιποταξία και την έξοδο. Συμπληρώνοντας την πεποίθηση τους ότι «η διαλεκτική μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και του συστήματος κυριαρχίας δεν έχει πια ένα καθοριστικό χώρο» (σελ. 209) τονίζουν ότι η κινητικότητα και ο μαζικός εργατικός νομαδισμός εκφράζουν μια άρνηση και μια αναζήτηση για την απελευθέρωση. Περιγράφουν τη μετανάστευση σαν να αποτελείται από δύο διαφορετικές τάσεις: μία αρνητική (λιποταξία από τις πολιτισμικές και υλικές συνθήκες της αυτοκρατορικής αναπαραγωγής) και μια θετική (έξοδος: ο πλούτος της επιθυμίας, η συσσώρευση των ικανοτήτων και τέλος μια ορισμένη ελπίδα[10]), ενώ την ίδια στιγμή δεν αγνοούν το γεγονός ότι αυτές οι διαδικασίες αποτελούν απλά ένα αυθόρμητο επίπεδο πάλης και ότι δεν αρκούν από μόνες τους για την επανάσταση η οποία, επί τη ευκαιρία, είναι μια έννοια για την οποία οι H&N φαίνεται ότι δεν ξεκαθαρίζουν τη σχέση τους μ’ αυτήν. Στη συνέχεια, οι συγγραφείς προβάλλουν τους στόχους τους (ένα θέμα για το οποίο επιστρέφουν πάλι στο τέλος του βιβλίου): «οικοδομώντας στο μη-χώρο ένα νέο χώρο, οικοδομώντας οντολογικά νέους προσδιορισμούς για το ανθρώπινο, για τη ζωή μια πανίσχυρη ψεύτικη εικόνα της ύπαρξης» (σελ. 217). 

 

Οι H&N στην εξέταση της οικονομικής τάξης της Αυτοκρατορίας και των ποικίλων αναλύσεων που προσπάθησαν να εξηγήσουν τη δημιουργία και τη λειτουργία της, ξεκάθαρα διαφοροποιούν τη θέση τους από τη θέση των Μαρξιστών του παρελθόντος (μεταξύ των οποίων ο Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ) δηλώνοντας: «οι παλιές αναλύσεις του ιμπεριαλισμού δεν είναι επαρκείς εδώ γιατί τελικά σταματούν στο κατώφλι της ανάλυσης της υποκειμενικότητας και εστιάζουν περισσότερο στις αντιθέσεις της ανάπτυξης του ίδιου του κεφαλαίου» (σελ. 235). Αντίθετα, οι H&N βρίσκουν ότι είναι σημαντικό να τονιστεί η σημασία των αγώνων του πλήθους στην προεικόνιση των τρεχουσών εξελίξεων. Είναι λόγω αυτών των αγώνων, ισχυρίζονται οι H&N, που «μια νέα μορφή ελέγχου έπρεπε να επιβληθεί ώστε να αποκατασταθεί ο έλεγχος πάνω σ’ αυτό που δεν μπορούσε πλέον να ελεγχθεί με πειθαρχικούς όρους» (σελ. 256). Αυτή είναι μια ιδέα που συνεχώς επανεμφανίζεται στην Αυτοκρατορία: η παγκοσμιοποίηση είναι στην πραγματικότητα ένα αποτέλεσμα της συσσώρευσης ταξικών αγώνων, η οποία οδήγησε στην κρίση του 70 και στη «νεοφιλελεύθερη επανάσταση» από τα πάνω που την ακολούθησε, ως η καπιταλιστική απάντηση σε αυτήν.     

 

Έτσι, οι H&N, αφού υιοθετούν άμεσα μια πιο σοφιστικέ εκδοχή των συνηθισμένων θεωριών συνωμοσίας για την παγκοσμιοποίηση[11], έπειτα συνεχίζουν για να αναλύσουν τον «οικονομικό μεταμοντερνισμό», τον οποίο προτιμούν να αποκαλούν «πληροφορικοποίηση» της παραγωγής. Σ’ αυτή την προβληματική, εξετάζουν το νέο ρόλο που η γνώση, η πληροφορία και η επικοινωνία παίζουν στη σημερινή οικονομία και παρουσιάζουν τις τρεις κυριότερες πλευρές της άυλης εργασίας στη σύγχρονη οικονομία: την επικοινωνιακή εργασία της βιομηχανικής παραγωγής που προσφάτως έχει διασυνδεθεί σε πληροφοριακά δίκτυα, τη «διαδραστική» εργασία της συμβολικής ανάλυσης και λύσης προβλημάτων, και την εργασία της παραγωγής και του χειρισμού των παρορμήσεων (σελ. 293).

 

Η συζήτηση του τι θεωρούν ως «η αλλαγή παραδείγματος στην παραγωγή» τους οδηγεί σε μια εξέταση του ρόλου των υπερεθνικών επιχειρήσεων στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα, και ακόμη πιο γενικά των διάφορων αρθρώσεων εξουσίας τις οποίες βλέπουν να αποτελούνται από: α) τη μοναρχική ενότητα της εξουσίας και το παγκόσμιο μονοπώλιο της δύναμής της, β) τις αριστοκρατικές αρθρώσεις μέσω των υπερεθνικών επιχειρήσεων και των εθνών-κρατών και γ) τα comitia της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που παρουσιάζονται ξανά στη μορφή των εθνών-κρατών, παράλληλα με τα διάφορα είδη Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, μιντιακών οργανισμών και άλλων «δημοφιλών» οργανώσεων (σελ. 314-315). Σ’ αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζουν ότι ο αυτοκρατορικός έλεγχος (ο οποίος λειτουργεί μέσω τριών παγκόσμιων και απόλυτων μέσων: της βόμβας, του χρήματος και του αιθέρα (σελ. 345) αντιστοιχεί σε μια νέα και πιο πλήρη συμβατότητα μεταξύ κυριαρχίας και κεφαλαίου, κλείνοντας έτσι τη συζήτηση για την κυριαρχία, με την οποία ξεκίνησαν την εξέταση του περάσματος προς την Αυτοκρατορία.   

 

Το «αντικειμενικό» καλωσόρισμα της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης 

 

Οι H&N υποτιθέμενα απορρίπτουν τις συνωμοσιολογικές θεωρίες της παγκοσμιοποίησης. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτό που απορρίπτουν είναι μόνο τις πιο ωμές εκδοχές θεωριών συνωμοσίας σύμφωνα με τις οποίες η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιημένη τάξη «επιβάλλεται από μια μοναδική εξουσία και ένα μοναδικό ορθολογικό κέντρο  που ξεπερνά τις παγκόσμιες δυνάμεις και καθοδηγεί τις διάφορες φάσεις της ιστορικής ανάπτυξης σύμφωνα με το συνειδητό σχέδιο της που βλέπει τα πάντα» (σελ. 3). Στη συνεχεία, οι συγγραφείς, επικαλούμενοι τη μαρξιστική ορθοδοξία, υιοθετούν μια εκδοχή της  θεωρίας που βλέπει την παγκοσμιοποίηση ως καπιταλιστική συνωμοσία σύμφωνα με την οποία το κεφάλαιο (όπως έχουν υποστηρίξει σε ένα παλιότερο βιβλίο τους[12]) αντιμέτωπο με μια κρίση της ικανότητάς του «να κυριαρχήσει στη συγκρουσιακή του σχέση με την εργασία μέσω μιας πολιτικής και κοινωνικής διαλεκτικής», κατέφυγε σε μια διπλή επίθεση εναντίον της εργασίας: πρώτον, μια άμεση καμπάνια ενάντια στον κορπορατισμό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και δεύτερον μια αναδιοργάνωση του χώρου εργασίας μέσω της «αυτοματοποίησης και της μηχανογράφησης», αποκλείοντας έτσι ουσιαστικά την ίδια την εργασία από την πλευρά της παραγωγής». Το συμπέρασμα που αντλούν οι H&N είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός της δεκαετίας του 80 αποτελούσε μια επανάσταση «από τα πάνω», ως μια απάντηση στην κρίση της δεκαετίας του 70, της οποίας ο «κινητήρας» ήταν, όπως υποστηρίζουν στην Αυτοκρατορία, η συσσώρευση των προλεταριακών αγώνων (σελ. 239). Ή, όπως το θέτουν σαφώς έπειτα, «αν δεν ήταν η ταξική πάλη της δεκαετίας του 60 το κεφάλαιο θα ήταν ικανοποιημένο να διατηρήσει τις προηγούμενες εξουσιαστικές ρυθμίσεις, ευτυχισμένο που θα είχε αποφύγει τη φασαρία ν’ αλλαξει το παράδειγμα παραγωγής!» (σελ. 275) μια θέση που συνοψίζεται εύστοχα  στη φράση: «Το πλήθος δημιούργησε την Αυτοκρατορία».

 

Αυτή η άποψη, όμως, όχι μόνο αγνοεί εντελώς το ρόλο των συστημικών στοιχείων στην κοινωνική ανάλυση αλλά ακόμη διαστρεβλώνει τη σύγχρονη Ιστορία ώστε να τη θέσει στην Προκρούστεια κλίνη της «ταξικής πάλης» παρόλες τις αποδείξεις για το αντίθετο. Όπως ο ένας από τους συγγραφείς του ανά χείρας άρθρου προσπάθησε να δείξει αλλού[13], η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι μια διαδικασία, η οποία τέθηκε σε κίνηση με την ίδια την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, αν και είναι αλήθεια ότι σε όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρυνόταν  ενεργά  από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενόψει ιδιαίτερα της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο, ωστόσο, αυτή η διεθνοποίηση ήταν το αποτέλεσμα κυρίως «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφέρονται  στη δυναμική  της οικονομίας της αγοράς. Οι «υποκειμενικοί» παράγοντες, με τη μορφή της ταξικής πάλης, έπαιξαν έναν παθητικό ρόλο σε σχέση μ’ αυτήν την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Ιδιαίτερα, μάλιστα, μετά τη μεγάλη υποχώρηση του εργατικού κινήματος, που προκάλεσε ο αποδεκατισμός της εργατικής τάξης, ως αποτέλεσμα της επανάστασης της πληροφορικής και της συνακόλουθης αποβιομηχάνισης. Αυτές οι διαδικασίες δεν είχαν καμία σχέση με συνωμοσίες του κεφαλαίου αλλά ήταν απλά το αποτέλεσμα της υιοθέτησης από πλευράς του κεφαλαίου (στην κυρίαρχη μορφή των υπερεθνικών επιχειρήσεών) αυτών των τεχνολογικών διαδικασιών που θα επέτρεπαν την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής και του κοινωνικού ελέγχου στην εργασία, ενόψει της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και του εξοντωτικού ανταγωνισμού που αυτή συνεπαγόταν.

 

Μ’ αυτή την έννοια, οι αλλαγές στις πολιτικές των κυριότερων διεθνών θεσμών (ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΠΤ κ.τ.λ.) και οι αντίστοιχες αλλαγές στις εθνικές πολιτικές που στόχευαν στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, ήταν «ενδογενείς» πολιτικές που, αντανακλούσαν και θεσμοποιούσαν υπάρχουσες τάσεις της οικονομίας της αγοράς, παρά «εξωγενείς» πολιτικές που επιβλήθηκαν από μια επανάσταση «από τα πάνω» (δηλ. ένα είδος συνωμοσίας του κεφαλαίου) ως αντίδραση στην εντατικοποίηση της ταξικής πάλης στα τέλη της δεκαετίας του 60 και αρχές της δεκαετίας του 70, όπως λένε οι H&N. Με άλλα λόγια, αν και η δημιουργία ενός αυτό-ρυθμιζόμενου συστήματος αγοράς στο 19ο αιώνα ήταν αδύνατη χωρίς καίρια κρατική βοήθεια στη δημιουργία εθνικών αγορών, ωστόσο, από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε αυτό το σύστημα, δημιούργησε τη δική του μη αναστρέψιμη δυναμική που οδήγησε στη σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς[14]. Επομένως, η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι βασικά το αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής διαδικασίας και όχι το αποτέλεσμα  συνωμοσιών ή της πολιτικής  διαβολικών νεοφιλελεύθερων κομμάτων και/ή διεφθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπως υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα, το φαινόμενο αυτό εκφράζει την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η οποία απλά διακόπηκε από την ανάδυση του κρατισμού της δεκαετίας του 30. Ο Κρατισμός, ωστόσο, κατέρρευσε το 70 όταν έγινε προφανές ότι το είδος της κρατικής παρέμβασης στην αγορά που σημάδεψε την κρατιστική περίοδο της αγοραιοποίησης δεν ήταν πλέον συμβατό με τη νέα διεθνοποίηση που αναδύθηκε την ίδια περίοδο. Αυτό το μνημειώδες γεγονός, στο πολιτικό επίπεδο, συνεπάγεται το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης η οποία σημάδεψε την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο δηλ. τη συναίνεση που συνένωνε συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κάτω από τον κρατισμό, δηλ. την ενεργό κρατική παρέμβαση με το στόχο του καθορισμού του συνολικού επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας έτσι ώστε να είναι εφικτή η επίτευξη ενός αριθμού σοσιαλδημοκρατικών στόχων (πλήρης απασχόληση, κράτος πρόνοιας, καλύτερη διανομή του εισοδήματος κ.τ.λ.). Στην πραγματικότητα, η οικονομική κρίση του 70, η οποία οδήγησε στο πέρασμα στη νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας, οφειλόταν στην ασυμβατότητα του αναπτυσσόμενου κρατισμού με την αυξανόμενα διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που είχε αναδυθεί «από τα κάτω», ενώ η εντατικοποίηση της παραδοσιακής ταξικής πάλης εκείνο τον καιρό (που αποδείχτηκε τελικά το τελευταίο της ξέσπασμα) ήταν κυρίως ένα σύμπτωμα αυτής της κρίσης και όχι μια εξωγενής αλλαγή, η οποία υποτιθέμενα οδήγησε στην κρίση του συστήματος Bretton Woods^ κ.τ.λ. (σελ. 266-267)[15], όπως ισχυρίζονται οι συγγραφείς.

 

Μία πολύ περίεργη, αν και όχι ανεξήγητη πλευρά της ανάλυσης των H&N, είναι ότι αν και οι συγγραφείς, ανόμοια με τις συνηθισμένες άλογες αναλύσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, δεν υποθέτουν ότι η σύγχρονη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι αντιστρέψιμη, ωστόσο την βλέπουν ευνοϊκά, ως μια «αντικειμενική» βάση πάνω στην οποία μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να χτιστεί (αν και το νόημα αυτής της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης ποτέ δεν εξηγείται). Έτσι, μια από τις θεμελιώδεις απόψεις στην Αυτοκρατορία στην πραγματικότητα είναι ότι η παγκοσμιοποίηση θα έπρεπε να καλωσοριστεί επειδή είναι η τελευταία παραχώρηση του κεφαλαίου στη δύναμη της ανατρεπτικής υποκειμενικότητας και περιέχει τους σπόρους μιας εναλλακτικής (κομμουνιστικής) παγκοσμιοποίησης. Το πολιτικό μας καθήκον, λένε, δεν είναι απλά να αντισταθούμε σ’ αυτές τις διαδικασίες αλλά να τις αναδιοργανώσουμε και να τις επανα-κατευθύνουμε προς νέους προορισμούς. Μ’ άλλα λόγια, οι H&N ισχυρίζονται, σε μια διαλεκτική συστροφή, ότι «η κατασκευή της Αυτοκρατορίας είναι καλή καθ’ εαυτή αλλά όχι δι’ εαυτή» (σελ. 42).

 

Αυτή η στάση φυσικά δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένης της φιλοσοφικής βάσης που οι H&N υιοθετούν σχετικά με την αντίσταση στην Αυτοκρατορία. Συνοπτικά, μπορούμε να την περιγράψουμε ως μια ευγενώς προβληματική προσπάθεια να γίνει σύνθεση ενός Μαρξιστικού ρεύματος με μια συγκεκριμένη εκδοχή μεταμοντερνισμού που καταφέρνει να συνθέτει επίσης τα χειρότερα στοιχεία του Μαρξισμού και του μεταμοντερνισμού. Οι H&N ανοιχτά δηλώνουν ότι οι κύριες «πηγές έμπνευσής τους» είναι ο Μακιαβέλι, ο Σπινόζα κι ο Μαρξ (σελ. 184). Αν και είναι αλήθεια ότι απομακρύνονται από πολλές τυπικά μαρξιστικές πολιτικές απόψεις (π.χ. το διαχωρισμό βάσης και εποικοδομήματος σελ. 385) και ότι διαφοροποιούνται επίσης από την προβληματική που ισχυρίζεται ότι εξηγεί την ιστορική εξέλιξη με διαλεκτικούς όρους, φαίνονται ανήμποροι, τουλάχιστον σ’ αυτό το σημείο της ανάλυσής τους, να ξεφορτωθούν τις «αντικειμενικές» φιλοδοξίες του Μαρξισμού. Έτσι, οι συγγραφείς μιλούν για μια «υλιστική τελεολογία» και αν και σπεύδουν να προσθέσουν ότι αυτή η τελεολογία δεν είναι ιδανική αλλά ότι βασίζεται α) σε μια κριτική και αποδομική προσέγγιση και β) σε μια ηθικό-πολιτική και δομική προσέγγιση (σελ. 47), αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι αντί να δικαιολογήσουν τη θεώρησή τους με βάση την υποκειμενική αυτό-στοχαστική εκλογή των ανθρώπων, επιλέγουν μια «αντικειμενική» (όσο και αν είναι εκλεπτυσμένη) βάση για την άποψή τους.

 

Συγχρόνως, οι H&N συντάσσονται με τις μεταμοντέρνες αναλύσεις όσον αφορά το θέμα της εισόδου στην μετα-νεωτερική εποχή. Ήδη αναφέραμε κάποια από τα μεθοδολογικά εργαλεία (που βασίζοντας στο μεταμοντερνισμό) τα οποία οι H&N έχουν διαλέξει για να χρησιμοποιήσουν. Επιπλέον, οι H&N προχωρούν για να αγκαλιάσουν τον μεταμοντερνισμό με έναν τυπικά κομφορμιστικό τρόπο: «δεν έχει νόημα να συνεχίζουμε τις αντιπαραθέσεις υπέρ ή κατά του μεταμοντερνισμού, λες και στεκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας εποχής και πρέπει να διαλέξουμε να βουτήξουμε σ’ αυτήν ή όχι. Είμαστε αμετάκλητα κομμάτι αυτής της νέας εποχής»[16]]. Το τελικό συμπέρασμα είναι, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι οι H&N προσφέρουν μια αντιφατική υβριδοποίηση (άλλος ένας δημοφιλής μεταμοντέρνος όρος!) ενός ορισμένου Μαρξισμού, με όλα τα εξαρτήματα του που περιλαμβάνουν την πίστη του στην ιδέα της Προόδου και ενός ορισμένου μεταμοντερνισμού, παρά τη σαφή από μέρους του απόρριψη «αντικειμενισμού» στην Ιστορία! Μια χαρακτηριστική περίπτωση που απεικονίζει αυτό το υβρίδιο είναι ο τρόπος που οι H&N περιγράφουν το προαναφερθέν «τέλος», όταν, προφανώς λόγω των μεταμοντέρνων συμμαχιών τους, οδηγούνται να δηλώσουν ότι αυτό το τέλος δεν είναι προκαθορισμένο αλλά δομείται στη διαδικασία από τα υποκείμενα (σελ. 470). Ωστόσο, αυτό δεν τους απέτρεψε από το να ισχυριστούν ότι «η λειτουργία της παγκόσμιας εξουσίας είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένη με την παρακμή της» (σελ. 361) και ότι «οτιδήποτε εμποδίζει αυτή τη δύναμη να δράσει είναι απλά ένα εμπόδιο () που  τελικά υπερφαλαγγίζεται, αποδυναμώνεται και συνθλίβεται από τις κριτικές δυνάμεις της εργασίας και την καθημερινή παθιασμένη μαγεία των παρορμήσεων» (σελ. 358) —μια δήλωση των H&N για έναν «αντικειμενικό» νόμο ή τάση, της οποίας το αποτέλεσμα θεωρείται δεδομένο …

 

Αλλά, επιστρέφοντας στη θέση των συγγραφέων σχετικά με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει ότι αν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι ούτε συνωμοσία, ούτε αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αυτό δε σημαίνει πως θα έπρεπε να καλωσοριστεί, όπως οι H&N κάνουν, επειδή υποτίθεται ότι προσφέρει μια «αντικειμενική» βάση πάνω στην οποία μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να χτιστεί θυμίζοντας μας μια συνηθισμένη «αντικειμενικού» τύπου ανάλυση για τα «αναγκαία κακά» που υποτίθεται δημιουργήθηκαν από τη διαδικασία της Προόδου. Όπως ένας από τους συγγραφείς του άρθρου αυτού έχει δείξει αλλού,[17] η υιοθέτηση της ιδέας της Προόδου (που τη μοιράζονται πολύ λίγοι σήμερα) συνεπάγεται επίσης την προσυπογραφή τέτοιων «προοδευτικών» συμπερασμάτων όπως το Μαρξιστικό σε σχέση με τον «προοδευτικό» ρόλο της αποικιοκρατίας[18], ή το αντίστοιχο αναρχικό ότι το κράτος είναι ένα «κοινωνικά αναγκαίο κακό»[19]. Οι H&N φαίνονται μάλιστα να γνωρίζουν τα ιστορικά προηγούμενα τέτοιων σκέψεων όταν γράφουν ότι: «Εμείς ισχυριζόμαστε ότι η Αυτοκρατορία είναι καλύτερη με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρξ επιμένει ότι ο καπιταλισμός είναι καλύτερος από τις προγενέστερες κοινωνικές μορφές και τρόπους παραγωγής» (σελ. 43).

 

Από την άλλη μεριά, αν υιοθετήσουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει ούτε γραμμική ούτε διαλεκτική διαδικασία Προόδου και αντίστοιχη εξελικτική διαδικασία προς μορφές κοινωνικής οργάνωσης βασισμένων στην αυτονομία (και συνεπώς ότι δεν υπάρχει κάποιο υλιστικό τέλος) αλλα υποθέσουμε, αντίθετα, ότι οι ιστορικές προσπάθειες για την αυτονομία και τη δημοκρατία αναπαριστούν μια ρήξη με το παρελθόν, τότε, μορφές κοινωνικής οργάνωσης όπως η αποικιοκρατία και το κράτος μπορούν να ιδωθούν απλώς ως «κοινωνικά κακά», χωρίς τίποτα το «αναγκαίο» πάνω τους, είτε όσον αφορά την ανάδυσή τους στο παρελθόν είτε όσον αφορά τη μορφή που  έχουν πάρει σήμερα ή θα πάρουν στο μέλλον.

 

Το ίδιο ισχύει για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που δεν έχει τίποτα το «αναγκαίο» πάνω της, καθώς είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας αρχικής επιλογής που επιβλήθηκε στην κοινωνία από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ: την επιλογή της οικονομίας της αγοράς και της «αντιπροσωπευτικής» δημοκρατίας. Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να είναι η «αντικειμενική» βάση για μια νέα δημοκρατική κοινωνία. Μια τέτοια κοινωνία θα έπρεπε, αντίθετα, να ξηλώσει αυτό που περνά για οικονομική και πολιτική δημοκρατία σήμερα και να δημιουργήσει αυθεντικούς δημοκρατικούς θεσμούς που ελάχιστη σχέση θα έχουν με τους σύγχρονους δήθεν δημοκρατικούς θεσμούς. Έτσι, αν εννοούμε τη συστημική αλλαγή ως μια πραγματική αλλαγή προς μια νέα κοινωνία βασισμένη στην ισοκατανομή εξουσίας, όπως είναι ο τύπος κοινωνίας που προβλέπεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, τότε προφανώς η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν έχει καμία σχέση  με την αντικειμενική βάση για μια τέτοια κοινωνία!

 

Θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι τα ρεφορμιστικά αιτήματα που προτείνονται από τους H&N που θα εξετάσουμε στη συνεχεια είναι απόλυτα συνεπή με την προσέγγισή τους για την παγκοσμιοποίηση η οποία, όχι μόνο  βλέπει την παγκοσμιοποίηση σαν ένα είδος καπιταλιστικής συνωμοσίας (μια επανάσταση «από τα πάνω») αλλά αντιφατικότατα την καλωσορίζει κιόλας σαν «αντικειμενική» βάση για μια μελλοντική κοινωνία! Για τους συγγραφείς, αυτό που μετράει είναι ο αγώνας του δικτυωμένου πλήθους, έστω κι αν αυτός ο αγώνας δεν έχει καθαρό αντισυστημικό χαρακτήρα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο ένας από τους συγγραφείς της Αυτοκρατορίας χαιρέτισε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του 2002 στο Πόρτο Αλέγρε (του οποίου σπόνσορες ήταν η Le Monde Diplomatique, το Ίδρυμα Ford και άλλα παρόμοια προπύργια της ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής! αλλά μποϊκοταρίστηκε και/ή καταδικάστηκε από πολλές ριζοσπαστικές οργανώσεις και συνδικάτα), παρά τον σαφώς ρεφορμιστικό χαρακτήρα του, για τον οποίο θεώρησε υπεύθυνη «τη φαινομενική δύναμη αυτών που κατέλαβαν την κεντρική σκηνή και κυριάρχησαν στις εκδηλώσεις του Φόρουμ», οι οποίοι, ωστόσο, (όπως γράφει ο Hardt επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τα «αντικειμενικά» του διαπιστευτήρια) «μπορεί τελικά να αποδειχθεί ότι έχουν χάσει τον αγώνα»![20]  

 

3. Πέρα από την Αυτοκρατορία 

 

Ωστόσο ενώ μια αντικειμενική ανάλυση στα χέρια των Μαρξ και Ένγκελς οδήγησε σε ένα ριζοσπαστικό Μανιφέστο που πρότεινε την οικοδόμηση ενός μαζικού αντί-συστημικού κινήματος με ξεκάθαρους στόχους και μέσα για την ανατροπή του καπιταλισμού, το υβρίδιο της αντικειμενικότητας και του μεταμοντερνισμού που χρησιμοποιήθηκε από τους Hardt και Negri οδήγησε σ’ αυτό το ψευτό-ριζοσπαστικό μανιφέστο το οποίο προτείνει την παγκόσμια «αντίσταση» σε μια ομιχλώδη Αυτοκρατορία από ένα πλήθος που δεν χρειάζεται καν ξεκάθαρους στόχους και μέσα για να την ανατρέψει. Εντούτοις, αυτό δεν τους απέτρεψε να τελειώσουν το βιβλίο τους εξυμνώντας «τη χαρά του να είσαι κομμουνιστής» βρίσκοντας μάλιστα και ομοιότητες μεταξύ του κομμουνιστή ακτιβιστή και του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης (που τυγχάνει επίσης να είναι το είδωλο της κυρίας Θάτσερ!). 

 

Έτσι, οι συγγραφείς, μέσα από μια ανάλυση που βασίζεται κυρίως σε αθεμελίωτους ισχυρισμούς για τη φύση του κράτους πρόνοιας (το οποίο υποθέτουν ότι ακόμα υπάρχει στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικοτητα αγνοώντας το γεγονός ότι  αντικαθίσταται παντού από ένα «δίκτυο ασφάλειας»)[21] και τη συγκεχυμένη καθώς και αντιφατική συζήτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που εξετάσαμε παραπάνω καταλήγουν με ρεφορμιστικά αιτήματα, χωρίς ένα σαφές όραμα για μια μελλοντική κοινωνία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι H&N προτείνουν τρία προγραμματικά πολιτικά αιτήματα για το πλήθος (σελ. 396-407): το δικαίωμα στην παγκόσμια ιθαγένεια, δηλ. το γενικό δικαίωμα του πλήθους να ελέγχει την μετακίνηση του, έναν κοινωνικό μισθό και ένα εγγυημένο εισόδημα για όλους, το δικαίωμα για επανοικειοποίηση, δηλ. το δικαίωμα του πλήθους για αυτοελεγχόμενη και αυτόνομη αυτοπαραγωγή.  Αυτό που κάνει αυτά τα αιτήματα καθαρά ρεφορμιστικά είναι ότι, αντίθετα με τα αιτήματα του Μαρξιστικού Κομμουνιστικού Μανιφέστου, δεν αποτελούν οργανικό κομμάτι ενός περιεκτικού προτάγματος κοινωνικής αλλαγής. Έτσι, μολονότι παρόμοια αιτήματα δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούν μέσα στην οικονομία της αγοράς, ωστόσο, το ίδιο το γεγονός ότι δεν αποτελούν τμήμα ενός αντί-συστημικό πολιτικού προγράμματος με ξεκάθαρους μακροπρόθεσμους στόχους σχετικά με τη μορφή που θα πάρει η μελλοντική κοινωνία και με στρατηγικές για να τους πετύχει, αναπόφευκτα θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας ρεφορμιστικής νοοτροπίας σχετικά με αυτά τα τρία αιτήματα, την οποία η υπερεθνική ελίτ θα μπορούσε εύκολα να ενισχύσει προσφέροντας κάποιες ανώδυνες (γι’ αυτήν) μεταρρυθμίσεις σε σχέση μ’ αυτά. Έτσι, η προσφορά της Ευρωπαϊκής ιθαγένειας στην ΕΕ και της Αμερικανικής στην  NAFTA θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να υπονομεύσει το αίτημα για την παγκόσμια ιθαγένεια. Παρόμοια, η προσφορά να ενισχυθούν τα σύγχρονα δίκτυα ασφάλειας, ώστε να εξασφαλιστεί κάποιο είδος ελάχιστου εισοδήματος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να ξεδοντιάσει το αίτημα για έναν κοινωνικό μισθό κι ένα εγγυημένο εισόδημα για όλους. Τέλος, η υπερεθνική ελίτ έχει ήδη αρχίσει να υπονομεύει το τρίτο αίτημα με τα διάφορα σχέδια για «συμμετοχική δημοκρατία» (την «συμμετοχή» στο χώρο εργασίας, τον «λαϊκό «καπιταλισμό» που δήθεν καθιερώνεται από τις επενδύσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων στο Χρηματιστήριο κ.τ.λ.) με το αποτέλεσμα όλων αυτών των σχεδίων να είναι απλά η διασφάλιση της εξουσίας λήψης αποφάσεων των ελίτ και η παράλληλη δημιουργία της ψευδαίσθησης στην υπόλοιπη κοινωνία ότι έχει κάποιο «λόγο» πάνω στη διακυβέρνηση της. 

 

Οι H&N ωστόσο έχουν σκεφτεί πολλές ασφαλιστικές δικλείδες για να φυλαχτούν από μια ανάγνωση όπως η δική μας. Τέτοιο παράδειγμα είναι η γενική ασάφεια στην ανάλυσή τους όταν μιλάνε λ.χ. για «μη-αντιπροσωπευτική» δημοκρατία, χωρίς να εξηγούν ούτε τους θεσμούς πάνω στους οποίους θα βασίζεται, ούτε το πώς θα δημιουργηθεί βήμα προς βήμα η νέα κοινωνία μέσα από την παλιά παρά το γεγονός ότι η αποφυγή της ιδέας της επανάστασης θα έπρεπε να τους είχε οδηγήσει σε μια τέτοια στρατηγική σταδίων. Αν κανένας δεν καταλαβαίνει τι είναι το πρόταγμα των H&N, τότε κανένας δεν θα του αντιτεθεί. Εντούτοις, το γεγονός ότι δεν προσφέρουν ένα συγκεκριμένο όραμα δεν αποτελεί μικρότερη πρόκληση για κριτική, ιδιαίτερα σήμερα όταν, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ένα νέο όραμα είναι πράγματι απόλυτα αναγκαίο. Αντίθετα οι H&N ανοιχτά δηλώνουν (σε αντιστοιχία με τα μεταμοντέρνα διαπιστευτήριά τους) ότι σήμερα δεν μπορεί κανείς να προσφέρει μια λεπτομερή επεξεργασία της εναλλακτικής πολιτικής λύσης στην Αυτοκρατορία (σελ. 206).  

 

Κλείνοντας, καλούμε τον αναγνώστη να θαυμάσει την τέλεια συμφωνία μεταξύ του ρητού του Bernstein «ο στόχος είναι τίποτα, το κίνημα είναι τα πάντα» και της περίληψης των πολιτικών φιλοδοξιών των H&N (σελ. 207): 

«Το δικό μας προσκύνημα στη Γη, ωστόσο, αντίθετα με αυτό του Αυγουστίνου, δε διαθέτει ένα υπερβατικό τέλος (telos) πέρα απ’ αυτό. Είναι και παραμένει απόλυτα έμφυτο. Η συνεχής κίνηση (του πλήθους), η συγκέντρωση ξένων στην κοινότητα, η μετατροπή ολόκληρου του κόσμου σε σπίτι του, είναι συγχρόνως μέσα και σκοποί, ή καλύτερα μέσα χωρίς σκοπό» 

Γενικά, η Αυτοκρατορία θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντική ζημιά στις αντί-συστημικές τάσεις μέσα στο κίνημα της αντί-παγκοσμιοποίησης με το να τις αποπροσανατολίσει όσον αφορά την πραγματική φύση της παγκοσμιοποίησης και να τις οδηγήσει έμμεσα να την υιοθετήσουν ως «αντικειμενική βάση» για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση, αν όχι να στελεχώσουν τις ρεφορμιστικές τάσεις, όπως αυτές που κυριαρχούν στη δραστηριότητα της αντί-παγκοσμιοποίησης σήμερα μέσω του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ και των συμμάχων του, οι οποίες εξυμνούνται από τους συγγραφείς και προωθούνται μαζικά από τα «προοδευτικά» ΜΜΕ[22]…. 


 


* ΣτΜ: Οι παραπομπές στις σελίδες αφορούν την αγγλική έκδοση της Αυτοκρατορίας. Το κείμενο δημοσιεύθηκε ως "Hardt and Negri’s Empire: a new Communist Manifesto or a reformist welcome to neoliberal globalisation?" στο περιοδικό Democracy & Nature, Vol. 8, No. 2 (Ιούλιος 2002).   

[1] Βλέπε Τάκης Φωτόπουλος «The Myth of Postmodenity», Democracy & Nature, Vol. 7, No. 1 (Μάρτιος 2002), σελίδες 27-76. 

[2] ό.π. για τα διάφορα είδη νεωτερικότητας 

[3] Leslie Sklair, The Transnational capitalist class, (Oxford Blackwell 2001)

[4] Τ. Φωτόπουλος «The Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation Movement», Democracy & Nature, Vol. 7, No. 2 (Ιούλιος 2002), σελίδες 233-281. Βλ. και το βιβλιο του ίδιου, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002). 

[5] Βλέπε Τ. Φωτόπουλος «The Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation Movement» 

[6] Βλέπε Τ. Φωτόπουλος, Ο πόλεμος στον κόλπο, (Εξάντας, Αθήνα 1991). 

[7] Βλέπε Τ. Φωτόπουλος «The war in the Balkans: The first war of the internationalized market economy», Democracy & Nature, Vol. 5, No. 2 (Ιούλιος 1999), σελίδες 257-382. Βλ. και το σχετικό βιβλίο του ίδιου, Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια  (Στάχυ, 1999). 

[8] Niall Ferguson «Welcome the new imperialism», The Guardian (31 Οκτωβρίου 2001). 

[9] Βλέπε Φωτόπουλος «The Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation Movement». 

[10] Εδώ  θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει το θράσος των διανοούμενων της μεσαίας τάξης που κατάφεραν να βρουν και θετικές πλευρές στον ξεριζωμό των ανθρώπων, οι οποίοι διακινδυνεύουν τις ίδιες τις ζωές τους ώστε να εξασφαλίσουν μια επιβίωση, την οποία η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση τους αρνείται στους τόπους καταγωγής τους! 

[11] Βλέπε Τ. Φωτόπουλος «The Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation Movement».  

[12] Μάϊκλ Χάρντ και Αντόνιο Νέγκρι, Η Εργασία του Διόνυσου (σελίδες 240-241 στην αγγλική έκδοση). 

[13] Βλέπε Τ. Φωτόπουλος «The Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation Movement». 

[14] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφάλαιο 1, (Καστανιώτης, 1999). 

^ ΣτΜ: Το 1944,  με τη διεθνή συνθήκη του Bretton Woods καθιερώνεται ένα σύστημα διεθνών ισοτιμιών που χαρακτηρίζεται από μια «διευθυνόμενη ευκαμψία» (managed flexibility) και δένει τα νομίσματα τυπικά στο χρυσό αλλά ουσιαστικά στο δολάριο Τότε δημιουργήθηκε και η συνθήκη GATT (general agreement of tariffs and trade), η γενική συμφωνία δασμών και εμπορίου, που είχε στόχο τη σταδιακή μείωση των τελωνειακών δασμών που επιβάλλονται στα εμπορεύματα. Από το Μάρτιο του 1994 η συνθήκη GATT αντικαταστάθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

[15] ό.π. κεφάλαιο 1ο για μια εναλλακτική εξήγηση του Bretton Woods στη βάση της παραπάνω προβληματικής 

[16] Μάϊκλ Χάρντ και Αντόνιο Νέγκρι, Η εργασία του Διόνυσου, σελίδα 13. 

[17] Βλ. Τ.Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφάλαιο 8.

[18] Βλέπε π.χ. Shlomo Avinery, Karl Marx on Colonialism and Modernization (New York, Anchor Books 1969) σελίδα 13 και του Anthony Brewer το Marxist Theories of Imperialism (London: Routledge and Keagan Paul 1980), σελίδα 18. 

[19] Βλέπε G. P. Maximoff, The Political Philosophy of Bakunin (New York: The Free Press 1964) σελίδα 145. Βλέπε επίσης The Philosophy of Social Ecology του Murray Bookchin (Montreal: Black Rose Press 1995), σελίδα xvi. 

[20] Μάϊκλ Χάρντ «Today’s Bandung?» New Left Review, No 14 (Μάρτιος-Απρίλιος 2002), σελίδα 117. 

[21] Έτσι στην «Εργασία του Διόνυσου» ισχυρίζονται ότι «Εάν δούμε το κράτος-πρόνοιας με όρους δημοσίων δαπανών και κρατικής παρέμβασης στους οικονομικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς, τότε η δραστηριότητά του δεν μειώθηκε αυτή την περίοδο, αλλά, απεναντίας, αυξήθηκε… Η δομή των δαπανών του κράτους πρόνοιας έδειξε στοιχεία μη αντιστρεψιμότητας και μια αξιοσημείωτη αντοχή στη νεοφιλελεύθερη επίθεση» (σελ. 69-70, στο ελληνικό μτφρ Παναγιώτης Καλαμαράς). Είναι όμως προφανές ότι οι συγγραφείς εδώ ακολουθούν τη νεοφιλελεύθερη/σοσιαλφιλελεύθερη προπαγάνδα χωρίς να συνειδητοποιούν ότι η διατήρηση, αν όχι η περιστασιακή αύξηση, στις συνολικές δαπάνες πρόνοιας ήταν αποτέλεσμα της μαζικής αύξησης της ανεργίας και της φτώχειας ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και όχι εξαιτίας «μιας αξιοσημείωτης αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση»! Στην πραγματικότητα το κράτος πρόνοιας αποσυντίθεται παντού και αντικαθίσταται από ένα δίκτυο ασφάλειας (Βλέπε Τ. Φωτόπουλος «Welfare State or Economic DemocracyD&N Vol 5 No 3, 1999, σελίδες 433-468 

[22] Δεν είναι περίεργο ότι, αντίθετα με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το βιβλίο των H&N έχει εκδοθεί από ένα πανεπιστήμιο με ίσως το μεγαλύτερο πρεστίζ στον κόσμο , το οποίο ελέγχεται άμεσα από τη διεθνή ελίτ και ότι προβλήθηκε μαζικά από τα καθεστωτικά ΜΜΕ (τα οποία ελέγχονται από την ίδια ελίτ), μετατρέποντας το σε best seller! (Δες π.χ. τον Observer και το Sunday Times στις 15 Ιουλίου 2001 και το New York Times την 7η Ιουλίου 2001).