περιοδικό Νέα Κοινωνιολογία, τεύχος 31 (Φθινόπωρο 2000)


Ο Καστοριάδης και η Δημοκρατική Παράδοση

  printable version

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο θάνατος του Καστοριάδη έδωσε αφορμή να εκφραστούν ποικίλα σχόλια για ένα σημαντικό όσο και αμφιλεγόμενο έργο. Έτσι, από τη μια μεριά, το πνευματικό κατεστημένο, ιδιαίτερα στη Γαλλία, εξέφρασε αβασάνιστα τον θαυμασμό του για το έργο του, χωρίς καμία βαθύτερη κατανόηση του αντί-καθεστωτικού του νοήματος, συνήθως με βάση τα αντί-Μαρξιστικά[1] και αντί-Σοβιετικά στοιχεία του έργου του. Από την άλλη μεριά, τμήμα της Μαρξιστικής αριστεράς, ιδιαίτερα της Τροτσκιστικης, είτε απέρριψε το έργο του ολοκληρωτικά, με βάση τις συντηρητικές πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις πoυ βρίσκουν σε αυτό, ή αντιπαρέβαλε τον ύστερο «ανθρωπιστικό» χαρακτήρα του έργου του με την παλαιότερη επαναστατική σκέψη του.[2]

Παρόμοιες τάσεις παρουσιάστηκαν και στη γενέτειρα του. Έτσι, από τη μια μεριά, πρώην αριστεροί διανοούμενοι που σήμερα έχουν κατασκευάσει ένα είδος ιδεολογικής «σούπας» που αναμιγνύει χριστιανισμό και ηθική με τον εθνικισμό δεν έκρυβαν την οργή τους εναντίον ενός στοχαστή ο οποίος έδειξε με αποτελεσματικό τρόπο (σε αντίθεση με μερικούς σύγχρονους αναρχικούς του Αγγλοσαξονικού κόσμου) τη θεμελιακή ασυμβατότητα μεταξύ σπιριτουαλισμού γενικώς, θρησκείας και εθνικισμού από τη μια πλευρά, και αυτονομίας, πραγματικής δημοκρατίας και απελευθερωτικού προταγματος από την άλλη. Από την άλλη μεριά, στα πολυάριθμα αφιερώματα για τον συγγραφέα κατά κανόνα αποσιωπάται ο αντικαθεστωτικός χαρακτήρας της πολιτικής σκέψης του. Για παράδειγμα, σε αφιέρωμα για το έργο του από γνωστή δημοσιογράφο, που υποτίθεται βρίσκεται ιδεολογικά κοντά στον εκλιπόντα,[3] έλαμπε δια της απουσίας της η αποτίμηση της πολιτικής διάστασης του έργου του και της σημερινής επικαιρότητας της. Το γεγονός δεν είναι εκπληκτικό όταν κύριος σύμβουλος της δημοσιογράφου που το επιμελήθηκε είναι γνωστός …σοσιαλδημοκράτης, τη στιγμή που ο ίδιος ο Καστοριάδης τίποτα δεν απεχθανόταν περισσότερο από την σοσιαλδημοκρατία! Έτσι, εκλήθησαν ν' αποτιμήσουν το έργο του άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική σκέψη του Καστοριάδη γενικά και το πρόταγμα της αυτονομίας ειδικότερα (οι περισσότεροι από τους κληθέντες είναι εχθρικοί προς αυτό), απλώς και μόνο διότι υπήρξαν φίλοι του! Παράδειγμα ο θλιβερός τ. εξεγερμένος και νυν πολιτικάντης Κόν-Μπεντιτ, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος έχει οριστικά ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό πολιτικό κατεστημένο, (που επίσης απεχθανόταν ο Καστοριαδης) και τελευταία ήταν ενθουσιώδης οπαδός των Νατοϊκών βομβαρδισμών. Ή, αντίστοιχα, ο Ανταμ Μιχνικ του οποίου οι σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές θέσεις δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την ριζοσπαστική πολιτική σκέψη του εκλιπόντος. Ή, τέλος, ο διευθυντής περιοδικού (υποτίθεται σαν… αντίλογος στον Καστοριάδη) ο οποίος προσπάθησε να υποστηρίξει τη θέση ότι η Καστοριαδικη αυτονομία δεν είναι πολιτικό πρόγραμμα, όταν ο ίδιος ο Καστοριάδης δαπάνησε ολόκληρη τη ζωή του στο πρόταγμα της αυτονομίας (του οποίου το πρόγραμμα, κατά τον ίδιο, δεν είναι παρά μια αποσπασματική και προσωρινή μορφή του προτάγματος).[4]

Όπως συμβαίνει συνήθως με τους μεγάλους στοχαστές, νομίζω ότι το πρώιμο έργο του Καστοριάδη πρέπει να διαχωριστεί από το ύστερο έργο του. Το πρώιμο έργο του στόχευε στην εμβάθυνση του σοσιαλισμού (εργατική αυτοδιεύθυνση κ.λπ.) και την παράλληλη κριτική αυτού που ο ίδιος θεωρούσε το «παραδοσιακό» ή μη επαναστατικό στοιχείο στη μαρξιστική σκέψη (ιστορικοί «νόμοι» της κοινωνικής ανάπτυξης κ.λπ.)[5] Αντίθετα, στο ύστερο έργο του, υπερβαίνοντας όχι απλώς τον Μαρξισμό αλλά με μια έννοια το ίδιο το σοσιαλιστικό πρόταγμα[6] στόχευε σε μια ερμηνεία της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας με βάση τη κεντρική έννοια της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Κοινωνική αυτονομία, για τον Καστοριάδη, σημαίνει ότι η κοινωνία όχι μόνο θέτει τους δικούς της νόμους, αλλά και αναγνωρίζει αυτήν ως πηγή των νομών της. Παρόμοια, ατομική αυτονομία σημαίνει ότι το άτομο θέτει τους δικούς του νόμους, εν πλήρη συνείδηση και έχοντας επίγνωση των επιθυμιών και αληθινών αναγκών του. Με αυτή την έννοια, αυτονομία σημαίνει την απεριόριστη αμφισβήτηση του νόμου και των θεμελίων του, καθώς επίσης και την ικανότητα του πράττειν, του ποιείν και του θεσμίζειν. Αυτή η αντίληψη της αυτονομίας αντιπαρατίθεται προς τη Καντιανή αντίληψη της αυτονομίας ως «μιας πλασματικά αυτάρκους προσαρμογής του υποκείμενου στον «Νόμο του Λόγου» — μια αντίληψη που, όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, συνεπάγεται «πλήρη παραγνώριση των κοινωνικό-ιστορικών προϋποθέσεων και της κοινωνικό-ιστορικής διάστασης του προταγματος της αυτονομίας».[7]

H πρώτη συνεπαγωγή που μπορεί κανείς να συνάγει από τον Καστοριαδικο ορισμό της αυτονομίας είναι ότι η ατομική αυτονομία είναι αδύνατη χωρίς τη κοινωνική αυτονομία και αντίστροφα. Επί πλέον, η ατομική αυτονομία είναι δυνατή μόνο εάν τα κοινωνικά άτομα συμμετέχουν άμεσα στη διαμόρφωση και εφαρμογή των κοινωνικών νόμων οι οποίο καθορίζουν τη δραστηριότητα τους:

Η ατομική αυτονομία έχει ως περιεχόμενο την ίση συμμετοχή όλων στην εξουσία, χωρίς την οποία δεν υπάρχει προφανώς ελευθερία, όπως επίσης δεν υπάρχει ισότητα χωρίς ελευθερία.[8]

Αυτό προϋποθέτει ότι η κοινωνική οργάνωση βασίζεται στην άμεση δημοκρατία και όχι στη σημερινή μορφή αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (την οποία ο Καστοριάδης αποκαλεί «φιλελεύθερη ολιγαρχία») η οποία παριστάνει τη δημοκρατία. Η δεύτερη συνεπαγωγή αναφέρεται στο γεγονός ότι το πρόταγμα της αυτονομίας ιστορικά αναδύεται στην κλασσική Ελλάδα διότι εκεί οι άνθρωποι, για πρώτη φορά στην Ιστορία, δημιούργησαν τους θεσμούς, κυρίως την άμεση δημοκρατία και τη φιλοσοφία, που έκαναν δυνατή την αμφισβήτηση της θεσμισμένης παράδοσης. Και αυτό, διότι η θεμελιώδης προϋπόθεση της αυτονομίας είναι η δυνατότητα αμφισβήτησης της θεσμισμενης παράδοσης, κάτι που αποκλείει εξ ορισμού όλες τις κοινωνίες που είναι θεμελιωμένες σε «ιερές αλήθειες» (π.χ. η Βυζαντινή και η φεουδαρχική θεοκρατία στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη αντίστοιχα, τα σημερινά φονταμελιστικά καθεστώτα κ.λπ.) ή ακόμα και οποιοδήποτε είδος κλειστού θεωρητικού συστήματος (π.χ. Σταλινικά καθεστώτα). Μόνο στο τέλος του Μεσαίωνα, μετά από μια έκλειψη που διάρκεσε πολλούς αιώνες, επανεμφανίζεται το πρόταγμα της αυτονομίας στη Δυτική Ευρώπη, όταν οι αναδυόμενες νέες πόλεις παίρνουν τη μορφή πολιτικών κοινοτήτων φιλοδοξώντας την αυτοδιεύθυνση — κάτι πολύ κοντά στην Ελληνική Πόλιν.

Είναι επομένως εμφανές ότι το Καστοριαδικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ αυτόνομων και ετερόνομων κοινωνιών δεν βασίζεται στο εάν οι ίδιες οι κοινωνίες δημιουργούν τους θεσμούς τους. Κάθε κοινωνία είναι αυτοθεσμιζόμενη, δηλαδή η δημιουργική ικανότητα της κοινωνίας, (αυτό που ο Καστοριάδης ονομάζει κοινωνικό φαντασιακό), δημιουργεί τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες οι οποίες καθορίζουν τις κοινωνικές αξίες και συνακόλουθα τους θεσμούς που τις ενσωματώνουν: ιδεολογία, θρησκεία, εργαλεία, σχέσεις και δομές εξουσίας, γλώσσα. Αντιθέτως, το κριτήριο διάκρισης βασίζεται στο εάν η κοινωνία πιστεύει ή όχι ότι οι θεσμοί της είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, δηλαδή δημιουργήματα τα οποία δεν έλκουν την καταγωγή τους στη θεία θέληση, ή, εναλλακτικά, στην πραγματοποίηση των εκδιπλούμενων ανθρώπινων δυνατοτήτων, όπως τις ορίζουν συγκεκριμένες ερμηνείες της φυσικής ή κοινωνικής ιστορίας (φυσικοί ή κοινωνικοί «νόμοι»). Οι ιστορικές κοινωνίες, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, πάντα κατέφευγαν σε τέτοιες «δοσμένες» αλήθειες για να προφυλάξουν τους θεσμούς τους και να τους κάνουν σεβαστούς. Έτσι, άλλωστε προέκυψε και η ανάγκη για μια «αντικειμενική» ηθική. Είναι επομένως φανερό ότι υπάρχει μια θεμελιώδης ασυμβατότητα μεταξύ, από τη μια μεριά, της δημοκρατικής παράδοσης, η οποία βασίζεται στην διαρκή αμφισβήτηση κάθε δοσμένης αλήθειας και, από την άλλη, των θρησκευτικών και σπιριτουαλιστικών παραδόσεων, οι οποίες θεωρούν ως δεδομένες ορισμένες «αλήθειες», ή κλειστά συστήματα ιδεών. Για τον Καστοριάδη, μια κοινωνία είναι αυτόνομη όταν έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι δεν υπάρχει καμία εξωγενής ή υπερβατική πηγή των θεσμών και των νόμων της και, φυσικά, καμία μεταθανάτια επιβίωση.

Στη προβληματική του Καστοριάδη, η Ιστορία είναι μια φαντασιακή δημιουργία, η περιοχή στην οποία εκδιπλώνεται η ανθρώπινη δημιουργία, ενώ η ίδια η δημοκρατία, και φυσικά η φιλοσοφία, δεν είναι προϊόντα κάποιας ιστορικής εξελικτικής διαδικασίας αλλά, αντίθετα, είναι δημιουργίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μια ρήξη με τη θεσμισμένη παράδοση. Όμως, η Καστοριαδική απόρριψη κάθε «δοσμένης» αλήθειας και «κλειστού» ιδεολογικού συστήματος δεν απορρέει από την μεταμοντέρνα προβληματική, (όπως υποθέτουν μερικοί) η οποία σήμερα είναι κυρίαρχη στους δυτικούς ακαδημαϊκούς κύκλους. Σε αντίθεση με τον τέως συνεργάτη του στο περιοδικό Socialisme ou Barbarie, τον J-F. Lyotard, ο Καστοριάδης όχι μόνο δεν ακολούθησε το κυρίαρχο ρεύμα, αλλά και έδειξε την αληθινή κοινωνική σημασία του. Έτσι, μολονότι αναγνώρισε την ύπαρξη μερικών βάσιμων στοιχείων στον μεταμοντερνισμό (π.χ. την απόρριψη της αντίληψης της Ιστορίας ως μιας γραμμικής ή διαλεκτικής προοδευτικής διαδικασίας), καταδίκασε τον πλήρη σχετικισμό των μεταμοντέρνων ο οποίος απέδιδε σε οποιοδήποτε τρόπο σκέψης, σε κάθε παράδοση, όχι μόνο ίσα δικαιώματα αλλά και ίση αξία[9] (πράγμα που δεν δέχεται ούτε ένας υποστηρικτής του σχετικισμού, ο P. Feyerabend[10]). Επιπρόσθετα, ο Καστοριάδης θεώρησε τον μεταμοντερνισμό στην πραγματική του ιστορική προοπτική, ως αναπόσπαστο τμήμα της οπισθοδρομικής μεταπολεμικής περιόδου η οποία, ιδιαίτερα μετά τον Μάη του 1968, χαρακτηρίζεται από την ολική έκλειψη του προτάγματος της αυτονομίας στη Δύση. Κατά τη περίοδο αυτή, φαινόμενα όπως η αποπολιτικοποίηση και η ιδιώτευση του ατόμου, καθώς και η «εξατομίκευση» της κοινωνίας γενικότερα έχουν γίνει κυρίαρχα. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει μια γενική παρακμή της διανοητικής δημιουργικότητας και ο μεταμοντερνισμός αποτελεί το τυπικό σύμπτωμα αυτής της παρακμής —φαινόμενο που ο Καστοριάδης αποκαλεί «υποχώρηση στον γενικευμένο κομφορμισμό».[11] Όπως εύστοχα παρατηρεί:

η αθλιότητα του (μεταμοντερνισμού) είναι ότι τίποτα άλλο δεν κάνει από το να παρέχει ένα απλό εξορθολογισμό, πίσω από μια απολογητική που θέλει να είναι της τελευταίας λέξεως και η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από την έκφραση του κομφορμισμού και της κοινοτοπίας.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο, συνεχίζει ο Καστοριάδης, ότι οι μεταμοντέρνοι «διανοούμενοι» (αν ο όρος έχει εφαρμογή σε αυτούς) «εγκαταλείπουν την κριτική τους λειτουργία και προσχωρούν ενθουσιωδώς σ’ αυτό που υπάρχει, απλώς γιατί υπάρχει».[12]

Μολονότι, όμως, ο Καστοριάδης δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι φαντασιακές σημασίες δεν δημιουργούνται εκ του μηδενός («η θεσμίζουσα κοινωνία, ανεξάρτητα από το πόσο ριζοσπαστική μπορεί να είναι η δημιουργία της, πάντοτε λειτουργεί με αφετηρία το ήδη θεσμισμένον και στη βάση του ήδη υπάρχοντος»[13]), επικρίνει τον Μαρξ διότι έβλεπε τον ρόλο του φαντασιακού περιορισμένο, στη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου της σπάνεως από την προϊστορία μέχρι τον κομμουνισμό, συγκεκριμένα, σαν λειτουργικό, σαν ένα «μη οικονομικό» κρίκο της «οικονομικής» αλυσίδας.[14]

Όμως, εάν ο Μαρξ περιόριζε τη σημασία του φαντασιακού, θα μπορούσε κανείς αντίστοιχα να ερμηνεύσει μερικές, επιφανειακά ανεξήγητες και κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικές, θεωρητικές ή πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη με βάση την από μέρους του υπερτίμηση του φαντασιακού στοιχείου στην Ιστορία και την συνακόλουθη υποτίμηση των «συστημικών» στοιχείων. Για παράδειγμα, πρόσφατα υποστήριξε τη θέση ότι ο καπιταλισμός σήμερα στρέφεται εναντίον της ίδιας του της «λογικής» όταν, απελευθερώνοντας και απορυθμίζοντας τις αγορές, μετατρέπει την παγκόσμια οικονομία σε ένα «πλανητικό καζίνο». Έτσι, ξεκινώντας από την υπόθεση ότι σήμερα κανένας δεν ελέγχει την οικονομία, εξάγει το συμπέρασμα (που θεωρώ εσφαλμένο) ότι «κανένας δεν μπορεί να πει σήμερα ότι η λειτουργία της οικονομίας εκφράζει σαφώς καθορισμένα συμφέροντα, αν όχι συγκεκριμένων καπιταλιστών, της καπιταλιστικής τάξης γενικά, εφόσον αυτό που συμβαίνει τη στιγμή αυτή, με το χάος που επικρατεί στη παγκόσμια οικονομία..., δεν είναι προς το συμφέρον της καπιταλιστικής τάξης αλλά απλώς εκφράζει την ανικανότητα της στο να διευθύνει το ίδιο της το σύστημα»[15]. Όμως, θα μπορούσε κανένας να αντιτάξει τη θέση ότι το σημερινό «χάος» της παγκόσμιας οικονομίας είναι στη πραγματικότητα το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απελευθέρωσης των αγορών και ιδιαίτερα των αγορών κεφαλαίου, η οποία, όχι μόνο δεν είναι ανεπιθύμητη αλλά ικανοποιεί πλήρως τις ανάγκες της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.[16] Γεγονός, που επιβεβαιώνουν πλήρως οι σημερινές τάσεις στη καπιταλιστική κερδοφορία, η οποία αυξάνει ταχύτατα, σε αναλογία με την εξάπλωση της απελευθέρωσης των αγορών. Είναι φανερό λοιπόν ότι στη περίπτωση αυτή ο Καστοριάδης, όχι για πρώτη φορά, υπερεκτιμά το φαντασιακό στοιχείο σε βάρος του «συστημικού» γεγονότος ότι η αγοραιοποίηση της οικονομίας (δηλαδή η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων —εκτός από τους καθαρά ρυθμιστικούς— πάνω στις αγορές), όχι μόνο δεν είναι ασύμβατη με την καπιταλιστική «λογική» αλλά και αποτελούσε πάντοτε προϋπόθεση της καπιταλιστικής αποτελεσματικότητας και επομένως βασικό στόχο των αρχουσών οικονομικών ελίτ.

Παρόμοια, για τον Καστοριάδη, το βασικό εμπόδιο στην εξάπλωση της οικονομίας ανάπτυξης στον Νότο, (και, κατά συνέπεια στην μη «ανάπτυξη» του), το οποίο οδήγησε στη σημερινή διεύρυνση του ανοίγματος μεταξύ Βορρά και Νότου, ήταν το γεγονός ότι:

η εξάπλωση η καταπληκτική της Δύσης συνάντησε μπροστά της κοινωνίες οι οποίες είχαν τελείως αλλού είδους φαντασιακές θεσμίσεις και είχαν δημιουργήσει κατά συνέπεια, τελείως άλλου είδους ανθρωπολογικούς τύπους και καθόλου τον τύπο του Δυτικού πολίτη, όπως τον περιγράφει η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου, ή του βιομηχανικού εργάτη ή βιομηχανικού επιχειρηματία.[17]

Είναι, όμως, φανερό ότι μια τέτοια προσέγγιση αγνοεί τις καταστροφικές επιπτώσεις της εξάπλωσης της οικονομίας της αγοράς και συνακόλουθα της οικονομίας ανάπτυξης στις αυτοδύναμες κοινότητες του Νότου, και έχει αποτέλεσμα ότι απαλλάσσει της σχετικής ευθύνης το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, μεταθέτοντας την ευθύνη στις «φαντασιακες σημασίες» που αναπτύχθηκαν στον Νότο! Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σε αυτή τη προβληματική η διέξοδος από τη σημερινή παγκόσμια κρίση μπορεί ν' αναδυθεί μόνο στη Δύση.[18]

Νομίζω ότι μόνο μια νέα ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος στη Δύση θα μπορούσε ν’ αλλάξει τα δεδομένα του προβλήματος, δηλαδή να διευκολύνει κατά κάποιο τρόπο την διάβρωση, τουλάχιστον ως το σημείο που χρειάζεται, των παραδοσιακών θεσμίσεων και των παραδοσιακών θρησκευτικών φαντασιακών σημασιών που επικρατούν στις περισσότερες από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου.

Ανάλογα, θα μπορούσε κανείς να επικρίνει τη θέση του Καστοριάδη για την υποτιθέμενη αυτονομία της σημερινής τεχνο-επιστήμης.[19]

Εξίσου αμφιλεγόμενες είναι οι πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη σε σχέση με τα Δεκεμβριανά που σηματοδότησαν την αρχή του εμφύλιου πόλεμου και τα οποία είχε χαρακτηρίσει ως απόπειρα πραξικοπήματος από το ΚΚΕ, ή, αντίστοιχα, σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, την οποία είχε χαρακτηρίσει ως τη μόνη Υπέρ-δύναμη που «διεξάγει, και έχει τη δυνατότητα να διεξάγει αυτή τη στιγμή μια επιθετική πολιτική».[20] Μια Υπέρ-δύναμη, η οποία υποτίθεται ότι μεταπολεμικά ανέτρεψε την «ισορροπία» του συσχετισμού δυνάμεων και δημιούργησε μια μαζική ανισορροπία υπέρ αυτής σε μια κατάσταση «που είναι πρακτικά αδύνατο να επανορθωθεί για τους Αμερικανούς».[21] Είναι φανερό ότι η θέση αυτή, που διατυπωνόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, δεν είχε σχεδόν καμία σχέση με τη πραγματικότητα (μολονότι βέβαια έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα δυτικά κατεστημένα —για προφανείς λόγους— στη ψυχροπολεμική ρητορική τους). Ιδιαίτερα, μάλιστα, εάν πάρει κανείς υπόψη ότι την ίδια ακριβώς στιγμή η Αμερικανική άρχουσα ελίτ στραγγάλιζε κυριολεκτικά την αντίστοιχη Σοβιετική ελίτ μέσω του ανταγωνισμού των εξοπλισμών —ενός ανταγωνισμού που συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού.

Ακόμη, μολονότι η κριτική της ολοκληρωτικής γραφειοκρατίας στις χώρες του «υπαρκτού» είναι βασικά ορθή, θα μπορούσε κανένας να διαφωνήσει με τη στάση του Καστοριάδη που αγνοούσε εντελώς το γεγονός ότι οι χώρες αυτές είχαν επιτύχει (έστω σε πολύ χαμηλό επίπεδο) την κάλυψη των βασικών αναγκών των πολιτών τους (απασχόληση, υγεία, εκπαίδευση, στέγαση, επισιτισμός). Πράγμα που έκανε τραγικά φανερό η σημερινή καταστροφική οπισθοδρόμηση στη κάλυψη των αναγκών αυτών, ως αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης της Αν. Ευρώπης στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.[22] Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Καστοριάδης, στην ερώτηση εάν οι δυτικές «φιλελεύθερες ολιγαρχίες» ήταν προτιμητέες σε σχέση με τις ολοκληρωτικές γραφειοκρατίες στην Ανατολή ως βάσεις στον δρόμο για μια αυτόνομη κοινωνία, πάντα εξέφραζε την ανεπιφύλακτη προτίμηση του για τις πρώτες. Την προτίμηση αυτή την στήριζε στο (ορθό) επιχείρημα ότι τα δυτικά καθεστώτα εμπεριείχαν «σπέρματα αυτονομίας», τα οποία είχαν δημιουργηθεί μέσα από τους μακρόχρονους κοινωνικούς αγώνες που αναπτύχθηκαν στη μετά-Μεσαιωνική περίοδο. Όμως, το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι κατά πόσο το συμπέρασμα αυτό είναι ακόμη βάσιμο σήμερα, όταν η νεοφιλελεύθερη συναίνεση στη Δύση, στην ουσία, αποδιαρθρώνει το κράτος πρόνοιας, το οποίο λειτουργούσε ως η υλική βάση για την ανάπτυξη του προτάγματος της αυτονομίας, ενώ συγχρόνως υπονομεύει με επιτυχία τα ιστορικά σπέρματα αυτονομίας (εργατικά δικαιώματα, συνθήκες εργασίας, ατομικές ελευθερίες κ.λπ.).

Τέλος, τουλάχιστον αμφιλεγόμενη είναι η Καστοριαδική θέση σε σχέση με τον πόλεμο στον Κόλπο[23] όταν, σε αντίθεση με άλλους ριζοσπάστες στοχαστές όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, συμπαρατάχθηκε με τους δυτικούς σοσιαλδημοκράτες και υιοθέτησε την Αμερικανική προπαγάνδα για μια υποτιθέμενη εκστρατεία εναντίον ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, αγνοώντας τις πραγματικές αιτίες της κατευθυνόμενης από τις ΗΠΑ καταστροφής του Ιράκ, για την οποία ο Ιρακινός λαός ακόμη πληρώνει πανάκριβο τίμημα.

Συμπερασματικά, παρά τις οποιεσδήποτε αμφιλεγόμενες θέσεις, το Καστοριαδικό έργο συνιστά —όπως ήδη έδειξε, για παράδειγμα, το περιοδικό Δημοκρατία και Φύση (τ. Κοινωνία και Φύση) με την ανάπτυξη του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας— βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος. Σίγουρα, όμως, το έργο αυτό δεν προσφέρεται για την διατύπωση ενός νέου δόγματος, πράγμα που εξ ορισμού αποκλείει η Καστοριαδική αντίληψη της αυτονομίας και η συνακόλουθη αντίληψη δημοκρατίας. Η συμβολή του στην αυτόνομη-δημοκρατική παράδοση υπήρξε αποφασιστική και η κριτική που άσκησε στην Χαμπερμασιανή αντίληψη της δημοκρατίας (ιδιαίτερα του συρμού σήμερα στην «Αριστερά») ως συνόλου διαδικασιών και όχι ως πολιτεύματος,[24] ήταν σαρωτική.


 


 


[1] Η εφημερίδα Le Monde ανήγγειλε στη πρώτη σελίδα της τον θάνατο του «επαναστάτη αντί-μαρξιστή» ενώ η Ιταλική Republica ανήγγειλε το θάνατο του με τον τίτλο «ο φιλόσοφος που αψήφησε το Κρεμλίνο». Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, όπου ο Καστοριάδης εθεωρείτο κάτι σαν «εθνικό κεφάλαιο», πολιτικοί και διανοούμενοι, από τη συντηρητική Δεξιά μέχρι τη σοσιαλφιλελεύθερη «Αριστερά», ενώθηκαν σε ομαδικό εγκώμιο του έργου του.

[2] Βλ. π.χ. τη νεκρολογία του Douglas Johnson στην Guardian υπό τον τίτλο, “Ο Τροτσκιστής που εγκολπώθηκε το άτομο”, “Trotskyist who embraced the individual,” The Guardian (31/12/1997).

[3] Βλ. Tέτα Παπαδοπούλου, Ελευθεροτυπία (11/12/1998).

[4] Περιττό να σημειωθεί ότι στο αφιέρωμα αυτό δεν κλήθηκε το μοναδικό διεθνές περιοδικό που βρίσκεται πλησιέστερα στις απόψεις του Καστοριαδη (χρησιμοποιώντας βέβαια τον προβληματισμό του ως σπέρμα και όχι ως αντίγραφο, όπως ο ίδιος πάντα τόνιζε) από οποιοδήποτε άλλο περιοδικό: το περιοδικό Democracy & Nature: The International Journal of Inclusive Democracy (στην Ελλάδα είχε κυκλοφορήσει στο παρελθόν ως Δημοκρατία και Φύση, τ. Κοινωνία και Φύση) που σήμερα κυκλοφορεί παγκοσμίως από τον εκδοτικό οίκο Carfax/Routledge. Είναι δε πράγματι εκπληκτικό ότι το περιοδικό (στο οποίο είχε επανειλημμένα φιλοξενηθεί ο Καστοριάδης), αγνοήθηκε τη στιγμή που είναι το μόνο που έχει προσπαθήσει από χρόνια να δώσει θεωρητική απάντηση στο ερώτημα που θέτει ο Joel Whitebook στο αφιέρωμα, δηλ. «πως είναι δυνατό να συνεχίζουμε να πιστεύουμε και να προσπαθούμε να πραγματοποιήσουμε το πρόταγμα της αυτονομίας, όταν ο μύθος της επανάστασης έχει πεθάνει». Για μια ανταλλαγή σχετικά με το πρόταγμα της αυτονομίας σε σχέση με το πρόταγμα της περιεκτικής δημοκρατίας βλ. David Ames Curtis versus Takis Fotopoulos, Democracy & Nature, vol. 5, no. 1 (Μάρτιος 1999).

[5] Βλ. Κ. Καστοριάδη, Political and Social Writings, τομ. 1-3 (University of Minesota Press).

[6] Μολονότι ο Καστοριάδης σε ένα δοκίμιο του το 1979 έδινε την εντύπωση ότι η από μέρους του εγκατάλειψη του όρου «σοσιαλιστική κοινωνία» και η υιοθέτηση του όρου «αυτόνομη κοινωνία» αποτελούσε απλώς αλλαγή ορολογίας (βλ. τόμο 3 των Political and Social Writings, σελ. 317) νομίζω ότι το ύστερο έργο του, (όπου ενσωμάτωσε την κλασική ελληνική φιλοσοφία και τη Φροϋδική ψυχανάλυση στο πρόταγμα της αυτονομίας), έκανε σαφές ότι επρόκειτο για κάτι πολύ περισσότερο από αλλαγή ορολογίας.

[7] C. Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy (Oxford University Press, 1991), σελ. 75.

[8] Ibid. σελ. 137.

[9] Κ. Καστοριάδης, Ο Θρυμματισμένος Κόσμος, Ύψιλον, 1992, σελ. 23.

[10] Βλ. T Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999, κεφ. 8.

[11] Κ. Καστοριάδης, Ο Θρυμματισμένος Κόσμος, σελ. 20.

[12] Ibid. σελ. 24

[13] C. Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, σελ. 150.

[14] Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (Ράππας, 1978), σελ. 197.

[15] Συνέντευξη Καστοριάδη στην ΕΡΤ3 (1993).

[16] T. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1.

[17] Κ. Καστοριάδης, «Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος», Ο Θρυμματισμένος Κόσμος, σελ. 91,

[18] Ibid. σελ. 96.

[19] Βλ. C. Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, κεφ. 10 και για κριτική της θέσης αυτής Τ. Φωτόπουλος, «Για μια δημοκρατική αντίληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας», Δημοκρατία και Φύση, αρ. 3 (Ιούνιος 1997).

[20] Κ. Καστοριαδης, Μπροστά στον πόλεμο (Ύψιλον, 1986), σελ. 19.

[21] Ibid. σελ. 37.

[22] Βλ. T. Fotopoulos, «The catastrophe of marketization», Democracy & Nature, vol. 5 no. 2 (Ιούλιος 1999).

[23] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος στον Κόλπο: η πρώτη μάχη στη σύγκρουση Βορρά-Νότου, (Αθηνά: Εξάντας, 1991), κεφ. 6.

[24] Κ. Καστοριαδης, «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως πολίτευμα», Δημοκρατία και Φύση, αρ. 1 (Μάρτιος 1996).