(Ελευθεροτυπία, 27 Οκτωβρίου 2006) 


Ουγγαρία 1956 & 2006 και η προπαγάνδα των ελίτ


ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ οι δυτικές ελίτ είχαν ετοιμαστεί από καιρό να «γιορτάσουν», υποτίθεται μαζί με τον λαό της Ουγγαρίας, την πεντηκοστή επέτειο της εξέγερσης του ‘56 (που τα δυτικά ΜΜΕ σύσσωμα χαρακτηρίζουν «ηρωική πρόκληση στη Σοβιετική κυριαρχία», «επανάσταση κατά της κομμουνιστικής δικτατορίας» κ.λπ.), ο «λαός» πάλι απογοήτευσε τους επισήμους, δηλαδή τους εκπροσώπους των ελίτ, που είχαν συγκεντρωθεί αυτές τις μέρες στη Βουδαπέστη. Όπως έγραφε Βρετανός ιστορικός όταν άρχισαν να ξεσπούν οι διαδηλώσεις: «τότε έσκιζαν τη κομμουνιστική σημαία, τώρα σκίζουν τη σημαία της ΕΕ».[1] Και οι ομοιότητες δεν σταματούν σε αυτό. Η τότε ελίτ αποκαλούσε τους εξεγερμένους «αντεπαναστάτες» και «φασίστες», έστω και αν στην πλειοψηφία τους ζητούσαν την σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση της κοινωνίας. Η σημερινή ελίτ τους αποκαλεί «φασίστες», έστω και αν απλώς εκφράζουν την αγανάκτηση τους για την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και τη «δημοκρατία» που απολαμβάνουν από τον καιρό που κατέπεσε ο «υπαρκτός» ― γεγονός που έχει οδηγήσει σε πελώρια συγκέντρωση του πλούτου στη νέα οικονομική ελίτ, στην οποία ανήκει και ο «σοσιαλιστής» πολυεκατομμυριούχος πρωθυπουργός που με τα μέτρα λιτότητας που ανακοίνωσε θα εισάγει οδήγησε στο σημερινό ξέσπασμα.

 

Σήμερα καλλιεργείται μια τέτοια συστηματική σύγχυση για τη σημασία της παλιάς εξέγερσης ώστε ο Ουγγρικός λαός να μιλά τώρα για «πολλά 1956», όπως αναφέρθηκε πρόσφατα στην Ουγγρική Βουλή. Φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην εξέγερση αυτή, όπως άλλωστε και σε κάθε ιστορική εξέγερση, μετείχαν ετερόκλιτα στοιχεία: από ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες μέχρι επαναστάτες σοσιαλιστές και από εθνικιστές μέχρι «αντεπαναστάτες» ― μολονότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για οργανωμένη συμμετοχή των τελευταίων, εφόσον όλοι σχεδόν οι ιστορικοί συμφωνούν για τον αυθόρμητο χαρακτήρα της επανάστασης. Και αυτό, σε αντίθεση με τις πρόσφατες «ροζ επαναστάσεις» κ.λπ. όπου δυτικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις έπαιξαν πρωταγωνιστικό οργανωτικό ρόλο. Για να κρίνουμε επομένως τον κυρίαρχο χαρακτήρα ενός πολυσχιδούς γεγονότος όπως η εξέγερση αυτή δεν αρκεί να στηριχτούμε στην «επίσημη» Ιστορία (Δυτική ή Ανατολική) η οποία αναγκαστικά εκφράζει τις απόψεις των κυρίαρχων ελίτ.

 

Στην περίπτωση όμως της εξέγερσης του ‘56 υπάρχουν αναμφισβήτητα ντοκουμέντα που διαψεύδουν τους ισχυρισμούς ότι οι εξεγερμένοι ήταν βασικά «αντεπαναστάτες», δηλαδή αντικομουνιστές (όπως υποστήριζαν τότε οι ελίτ του «υπαρκτού»), ή «δημοκράτες» δυτικού τύπου που πάλευαν κατά της «κομμουνιστικής δικτατορίας» ή του «Σοβιετικού ζυγού» (όπως ισχυρίστηκαν και ισχυρίζονται ακόμη οι δυτικές ελίτ), ή, τέλος, αριστεροί ρεφορμιστές (όπως υποστήριζαν και υποστηρίζουν η σοσιαλδημοκρατία και η ρεφορμιστική Αριστερά). Τα αιτήματα που ενέκρινε και δημοσίευσε στις 26 Οκτωβρίου 1956 το νεοσχηματισθέν Εθνικό Συμβούλιο των Ελευθέρων Συνδικάτων, δηλαδή η ομοσπονδία των συνδικάτων που διαδέχτηκε την επίσημη Ομοσπονδία του καθεστώτος, ήταν ενδεικτικά και συνόψιζαν τα αιτήματα που είχαν εγκρίνει τα εκατοντάδες εργατικά συμβούλια που είχαν οργανωθεί σε ολόκληρη την χώρα.

 

Τα αιτήματα είχαν ταξινομηθεί σε πολιτικά και οικονομικά. Το βασικό πολιτικό αίτημα ήταν ο σχηματισμός μιας «πλατιάς κυβέρνησης που θα περιλάμβανε αντιπρόσωπους των συνδικάτων και της εξεγερμένης νεολαίας με πρόεδρο τον Ίμρε Ναγκυ (Imre Nagy)». Για να εξασφαλιστεί μάλιστα καλύτερα ο έλεγχος των εξεγερμένων πάνω στη ρεφορμιστική κυβέρνηση το αίτημα αυτό συμπληρωνόταν με το αίτημα τα σώματα ασφαλείας «να ενισχυθούν από μια εθνοφρουρά που θα συντίθεται από εργάτες και νέους». Ο καθαρά όμως επαναστατικός χαρακτήρας των αιτημάτων γίνεται σαφής από το γεγονός ότι το βασικό οικονομικό αίτημα ήταν ο «σχηματισμός εργατικών συμβουλίων σε όλα τα εργοστάσια» τα οποία μάλιστα, προς αποφυγή παρεξηγήσεων ότι θα ήταν παρόμοια με τα Γιουγκοσλαβικά συμβούλια «εργατικού έλεγχου», ορίζετο ρητά ότι θα είχαν στόχους «α) την καθιέρωση της εργατικής αυτοδιαχείρισης και β) τη ριζική μεταμόρφωση του συστήματος κεντρικού σχεδιασμού και διεύθυνσης της οικονομίας από το κράτος». Με άλλα λόγια, τα οικονομικά αιτήματα εξέφραζαν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σήμερα βασικό (αν και όχι αποκλειστικό) στοιχείο μιας Οικονομικής Δημοκρατίας: τον αυτοκαθορισμό των εργαζόμενων σε σχέση όχι μόνο με τις συνθήκες εργασίας και την  κατάργηση των ιεραρχικών δομών αλλά και σε σχέση με τις ίδιες τις βασικές οικονομικές αποφάσεις που αφορούν την παραγωγή και διανομή. Το καθοριστικό δηλαδή στοιχείο που συνειδητοποίησαν οι εξεγερμένοι του 1956 ήταν ότι «ο στόχος της επανάστασης δεν είναι απλώς η αλλαγή στην τυπική ιδιοκτησία αλλά η κατάργηση κάθε ειδικού στρώματος στη κοινωνία που καθορίζει “απέξω” τις δραστηριότητες των άλλων».[2]

 

Είναι λοιπόν φανερό ότι ο βασικός λόγος της μη επέμβασης της Δύσης στην βίαιη κατάπνιξη της Ουγγρικής εξέγερσης από τον Σοβιετικό στρατό δεν ήταν απλώς η παράλληλη κρίση που είχε προκαλέσει η Άγγλο-Γαλλική ―σε συνεργασία με τους Σιωνιστές― εισβολή στο Σουέζ, ούτε οι αναληφθείσες δεσμεύσεις από την τότε πρόσφατη συνθήκη της Γιάλτας. Ο κύριος λόγος που οι Δυτικοί περιορίστηκαν σε φραστικές διαμαρτυρίες ήταν ο χαρακτήρας των αιτημάτων της εξέγερσης που δεν ήταν μόνο αντιγραφειοκρατικός αλλά και καθαρά αντικαπιταλιστικός. Αντίθετα δηλαδή με την εξέγερση των Πολωνών στο Ποζναν, λίγους μήνες πριν την εξέγερση του Οκτώβρη ‘56 και, στη συνέχεια, με το κίνημα της Αλληλεγγύης, όπου πράγματι επικρατούσαν οι αντεπαναστάτες που σε μεγάλο βαθμό επηρεαζόντουσαν, αν δεν ελεγχόντουσαν, από τις σκοταδιστικές θρησκευτικές δυνάμεις με φανερή δυτική υποστήριξη. Και αντίθετα με την «Άνοιξη της Πράγας» το 1968 όπου κυρίαρχοι ήταν οι ρεφορμιστές, στην Ουγγαρία το ‘56 ο στόχος των περισσότερων εξεγερμένων δεν ήταν η αντικατάσταση της μιας εξουσίας από μια άλλη αλλά ο αυτοκαθορισμός των εργαζόμενων, δηλαδή η ουσιαστική κατάργηση κάθε εξουσίας. Άλλωστε η Ουγγαρία είχε ανακηρυχθεί Σοβιετική Δημοκρατία (χωρίς καμία έξωθεν υποστήριξη) και το 1919, για να πνιχτεί σύντομα στο αίμα της από την «Άσπρη Τρομοκρατία» που την διαδέχτηκε.

 

Χαρακτηριστικά έγραφε το 1956 ο Ομπσερβερ «το σχέδιο της Ουγγρικής κυβέρνησης να εκτρέψει τα εργατικά συμβούλια σε αθώες κατευθύνσεις με το να τα “νομιμοποιήσει” ως όργανα εργατικού ελέγχου, παρόμοια με αυτά του Γιουγκοσλαβικού μοντέλου….απλώς οδήγησε σε παρατεινόμενο αδιέξοδο στην Βουδαπέστη».[3] Ο Peter Fryer όμως, ειδικός απεσταλμένος του οργάνου του Βρετανικού ΚΚ Daily Worker (που πετσόκοβε και τελικά σταμάτησε να δημοσιεύει τις ανταποκρίσεις του), συνόψισε εύστοχα τη σημασία της εξέγερσης του 1956 γράφοντας πως κατέδειξε «την ικανότητα των απλών εργαζομένων να πάρουν τις υποθέσεις τους στα χέρια τους και να τις διευθύνουν, χωρίς την ανάγκη μιας ειδικής κάστας επισήμων».[4]


 


 

[1] Mark Almond, “Truth in the free market”, The Guardian (20/9/2006).

[2] Andy Anderson, Hungary 56 (London: Solidarity, 1964).

[3] The Observer (2/12/1956).

[4] Peter Fryer, Hungarian Tragedy (Dobson Books, 1956).

 

 

 

Πηγή: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2006/10_27.htm

 

English translation: Hungary 1956-2006 and the Elites’ Propaganda, The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, vol. 2, no.4 (November 2006)