Ελευθεροτυπία (29/12/2001)


Ευρώ: Πάμε για «Αργεντινοποίηση»;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Σε λίγες ώρες η δραχμή, το νόμισμα που ―όπως το περιέγραφαν οι Ταιμς του Λονδίνου πριν λίγες μέρες― είναι το αρχαιότερο Ευρωπαϊκό νόμισμα ακόμη σε χρήση, με ιστορία πίσω του 2.650 χρόνων, οδεύει προς την ανυπαρξία, χάρη στην απόφαση της πολιτικής και οικονομικής ελίτ που υποτίθεται ότι δεν ανέχεται... μύγα στο σπαθί της Ελληνικότητας της. Που οφείλεται όμως η απόφαση αυτή που επεβλήθη σε ένα απληροφόρητο λαό, τον οποίο ούτε ρώτησε, ούτε βέβαια πληροφόρησε ποτέ κανείς, για τις πραγματικές συνέπειες της απόφασης αυτής, πέρα από ασήμαντες συνέπειες όπως π.χ. ότι δεν θα χρειάζεται ν’ αλλάζει νομίσματα όταν κάνει τουρισμό στην Ευρώπη;

Για να δούμε τη πραγματική σημασία του Ευρώ θα πρέπει ν’ αναχθούμε στο μηχανισμό λειτουργίας των τιμών. Όταν σε μια οικονομία της αγοράς που δεν είναι πια κλειστή, όπως σήμερα η Ελληνική, υπάρχει σημαντικό άνοιγμα μεταξύ του τι παράγεταιι σε σχέση με το τι καταναλώνεται, τότε κάποιοι, (αυτόματοι ή μη) μηχανισμοί της αγοράς τίθενται σε κίνηση για να μειώσουν την «ανισορροπία» αυτή. Η Ελλάδα σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο και ιδιαίτερα μετά την ένταξη της στην ΕΕ αντιμετώπιζε μια συνεχή διεύρυνση του ανοίγματος αυτού. Έτσι, όσο περισσότερο ενσωματωνόταν στη διεθνή αγορά τόσο μεγάλωνε το άνοιγμα παραγωγής-κατανάλωσης. Πράγμα που εξηγείται από το ίδιο το γεγονός της ενσωμάτωσης της στη διεθνή αγορά και της αδυναμίας των προϊόντων μας (λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας τους που ανάγεται στη χαμηλότερη παραγωγικότητα μιας χώρας με την τεχνολογική ανάπτυξη της ημιπεριφέρειας) να ανταγωνιστούν τα ξένα, όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά ακόμη και στο εσωτερικό. Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η προϊούσα κατάκτηση της ελληνικής αγοράς από τα ξένα εμπορεύματα και η αδυναμία των ελληνικών εμπορευμάτων να ανταγωνιστούν τα ξένα στην Ευρωπαϊκή αγορά. Ο μηχανισμός που όλα αυτά τα χρόνια έμπαινε σε κίνηση για να μειώσει την «ανισορροπία» αυτή ήταν η συνεχής υποτίμηση της δραχμής, είτε μέσω των απότομων δραστικών υποτιμήσεων, είτε μέσω της βραδείας διολίσθησης της σε σχέση με το Ευρώ και το δολάριο. Για παράδειγμα, ενώ το 1989 το Ευρώ ανταλλασσόταν προς 179 δρχ. σήμερα ανταλλάσσεται με 341 δρχ., πράγμα που σημαίνει ότι από το 1989 μέχρι σήμερα η δραχμή έχει χάσει σχεδόν το μισό της αξίας της σε σχέση με το Ευρώ. Αντίστοιχα έχει χάσει περίπου 56% της αξίας της σε σχέση με το δολάριο.

Ο μηχανισμός όμως αυτός, ο οποίος επέφερε μια «τεχνητή» βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας κάνοντας φθηνότερα τα ελληνικά εμπορεύματα στο εξωτερικό και ακριβότερα τα ξένα στην Ελλάδα, απέτυχε παταγωδώς. Έτσι, παρόλη αυτή τη μαζική υποτίμηση, το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών όλα αυτά τα χρόνια ήταν αυξανόμενα ελλειμματικό και μόνο μέσα στη τελευταία δεκαετία το σχετικό έλλειμμα υπερδιπλασιάστηκε.[1] Σήμερα, ο μηχανισμός αυτός εξαλείφεται. Πράγμα βέβαια που δεν αποτελεί πρωτοτυπία της ελληνικής ελίτ εφόσον αντίστοιχες κινήσεις κάνουν οι ελίτ σε πολλές άλλες χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας, για εντελώς διαφορετικούς λόγους από αυτούς που ωθούν την υπερεθνική ελίτ στη παγκοσμιοποίηση των νομισμάτων. Οι περιφερειακές ελίτ, για να επιβιώσουν στον ανελέητο ανταγωνισμό των ανοικτών και ελεύθερων αγορών που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση, αναγκάζονται να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα τους μέσω της πρόσδεσης του νομίσματος τους σε ένα ισχυρό νόμισμα, (όπως έκανε η Αργεντινή πριν μια περίπου δεκαετία), ή και της ίδιας της κατάργησης των νομισμάτων τους, όπως κάνουν σήμερα οι χώρες της Ευρωπαϊκής ημιπεριφέρειας μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Όμως η «λύση» αυτή όχι μόνο δεν αποτελεί πραγματική λύση αλλά και χειροτερεύει τη κατάσταση αφού εξασφαλίζει μεν συναλλαγματική και νομισματική σταθερότητα, η οποία πράγματι είναι απαραίτητη για τη μείωση του ανοίγματος παραγωγής-κατανάλωσης, προυποτιθεμένου όμως ότι θα οδηγήσει σε μαζικές επενδύσεις στη παραγωγική δομή και δραστική βελτίωση της παραγωγικότητας. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε η «λύση» αυτή χειροτερεύει ακόμη περισσότερο από πριν την ανταγωνιστικότητα εφόσον λειτουργεί ουσιαστικά σαν ανατίμηση, κάνοντας πιο ακριβές τις εξαγωγές και πιο φθηνές τις εισαγωγές. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Αργεντινή και ήταν η κύρια αιτία της σημερινής κρίσης. Έτσι, ενώ το 1990 η Αργεντινή, πριν να δέσει το νόμισμα της στο δολάριο, είχε πλεόνασμα σχεδόν 8 δις δολ. στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, το 1998 είχε έλλειμμα 9 περίπου δις δολ., λόγω της πολλαπλάσιας αύξησης των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές. Κάτι ανάλογο είναι πιθανό να συμβεί και στην Ελλάδα, που ήδη αντιμετωπίζει το πρόβλημα αυτό μετά την ένταξη της στην ΕΟΚ/ΕΕ. Όσο όμως η ανταγωνιστικότητα χειροτερεύει, με δεδομένη την σημερινή αδυναμία υποτίμησης, ένας νέος εξισορροπητικός μηχανισμός μπαίνει σε κίνηση που λειτουργεί όχι με την αλλαγή της δομής των «εξωτερικών» τιμών (δηλαδή της αξίας του νομίσματος) αλλά των «εσωτερικών» τιμών (τμήμα των οποίων αποτελούν και οι μισθοί) που πρέπει να διατηρούνται σε επίπεδα χαμηλά, ανταγωνιστικά των εταίρων μας. Πράγμα που σημαίνει ότι η σημερινή κατάσταση της συμπίεσης της αγοραστικής μας δύναμης, που προκαλείται από το γεγονός ότι οι τιμές μας έχουν ήδη σχεδόν εξισωθεί με αυτές των εταίρων μας ενώ οι μισθοί μας είναι σχεδόν οι μισοί από τους Ευρωπαϊκούς, θα χειροτερεύσει ακόμη περισσότερο. Εκτός βέβαια αν κάποιος από τους Άγιους προστάτες της ορθοδοξίας «μας»... βάλει το ιερό χέρι του και προσελκύσει μαζικές ξένες επενδύσεις, οδηγώντας σε δραματικές βελτιώσεις της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας μας.

Με το ισχυρό Ευρώ μας, θ’ απολαμβάνουμε μεν όλοι νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα αλλά οι πολλοί θα μπορούν ν’ αγοράζουν όλο και λιγότερα πράγματα με όσα Ευρώ καταλήγουν στη τσέπη τους. Εάν σε αυτά προσθέσουμε ότι, στην πράξη, υπάρχει πολύ μικρή δυνατότητα κινητικότητας εργασίας μέσα στην ΕΕ, τότε μπορούμε να δούμε τη πραγματική σημασία του Ευρώ για εμάς. Ετσι, πέρα από τα οικονομικά και άλλα εμπόδια, καθώς και τις «υπόγειες» διακρίσεις που υποχρεώνουν τους εσωτερικούς μετανάστες στην ΕΕ να βρίσκουν δουλειά μόνο σε τομείς όπου τα Ευρωπαϊκά κέντρα έχουν έλλειψη χεριών, υπάρχουν τα πολύ σημαντικά πολιτιστικά εμπόδια και κυρίως η διαφορά γλώσσας και κουλτούρας. Όλα αυτά κάνουν μια κινητικότητα εργασίας αντίστοιχη με αυτή των εμπορευμάτων και κεφαλαίων, σχεδόν αδύνατη, όπως άλλωστε δείχνει η διαιώνιση της διαφοράς των μισθών μεταξύ Ευρωπαϊκών κέντρων και της περιφέρειας τους. Σύμφωνα με την Eurostat, το μισθολογικό «χάσμα» μεταξύ κέντρου και περιφέρειας μέσα στην ΕΕ είναι τεράστιο, με τον μέσο βασικο μισθό στη περιφέρεια (με την εξάιρεση της Ιρλανδίας) να είναι μόλις το 40% αυτού στο κέντρο.[2] Πράγμα που αντανακλά βέβαια την χαμηλότερη παραγωγικότητα στη περιφέρεια που στην Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στα 2/3 περίπου του Ευρωπαϊκού μέσου όρου (σε αγοραστική δύναμη).

Η «Αργεντινοποιηση» επομένως της οικονομίας μας δεν απέχει τόσο πολύ όσο νομίζουν μερικοί, παρά τις κάποιες διαφορές μεταξύ των δυο οικονομιών. Στην Αργεντινή, μετά το δέσιμο του νομίσματος της στο δολάριο, ο πληθυσμός κάτω από τη γραμμή της φτώχιας ανέβηκε από 25,5% το 1991 σε 40% σήμερα. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό ήδη ξεπερνά το 22%...

 


[1] Από περίπου 8 δις δολ. το 1990 σε 13 δις δολ. το 1998 (WB, World Development Report 2000/2001, Πιν 20). Αντίστοιχα, το έλλειμμα στο «ισοζύγιο των πόρων» σχεδόν διπλασιάζεται μεταξύ 1980 και 1997 (World Development Report 1998/99, πιν. 13).

[2] Eurostat, Βασικοί μισθοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2001; Βλ. και ‘Ε’ (25/02/2001).

 

 

Πηγή: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2001/12_29.htm