(Ελευθεροτυπία, 6 Νοεμβρίου 1999)

Παγκοσμιοποίηση, ελληνικός ρατσισμός και ηθικοί αυτουργοί

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Πριν από δυο περίπου χρόνια σε άρθρο μου από τη στήλη αυτή[1] έγραφα ότι «σε πολύ πρόσφατη ευρωπαϊκή δημοσκόπηση οι Έλληνες νέοι  βρέθηκαν να κατέχουν το θλιβερό προνόμιο να είναι οι πρώτοι, με  συντριπτική διαφορά, όσον αφορά τη σπουδαιότητα που  αποδίδουν στη θρησκεία (86% έναντι μόλις 33% των καθολικών Ιταλών που έρχονται δεύτεροι) και στην υπερηφάνεια που είναι Έλληνες, πράγμα που (σε συνδυασμό με μια σειρά άλλους παράγοντες) αποτελεί κατάμαυρο οιωνό για την πιθανότητα εκρατσισμού  της κοινωνίας μας».

Σήμερα, η πρόβλεψη αυτή επαληθεύεται με τον τραγικότερο τρόπο από την εν ψυχρώ δολοφονία και βαρύ τραυματισμό μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα δεκάδας συνάνθρωπων μας, που έτυχε να μην έχουν το προνόμιο να είναι Έλληνες ορθόδοξοι, από  άτομο που κραύγαζε ‘είμαι ορθόδοξος και δεν γουστάρω τους ξένους’. Περιττό να σημειωθεί ότι  ο άθλιος αυτός δολοφόνος ταχύτατα χαρακτηρίστηκε τρελός από τη σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση και τα ΜΜΕ για να ‘κουκουλωθεί‘ ο καθαρά ρατσιστικός χαρακτήρας της επίθεσης. Μιας επίθεσης τέτοιας έκτασης που δύσκολα απαντάται ακόμη και στις χώρες που μέσα στην υπερηφάνεια μας για τον ανθρωπισμό μας κ.λπ. χαρακτηρίζουμε ρατσιστικές  (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.). Και φυσικά το ‘επεισόδιο’ αυτό κάθε άλλο παρά μεμονωμένη πράξη αποτελεί όταν σχεδόν καθημερινά αναφέρονται στον τύπο (συνήθως στα ψιλά) περιπτώσεις ρατσιστικής βίας στις οποίες πρωτοστατούν ένστολοι και άστολοι «Ελληναράδες».

Όμως το χειρότερο δεν είναι η ύπαρξη εξαθλιωμένων ατόμων σαν αυτόν που διέπραξε την κτηνώδη αυτή πράξη, η οποία έκανε πολλούς από εμάς να ντρεπόμαστε που μοιραζόμαστε την ίδια ιθαγένεια με αυτόν (τη θρησκεία του τη χαρίζουμε στους ομοθρήσκους του και τους ελληνορθόδοξους ‘διανοούμενους’ που σιωπούν εύγλωττα μπροστά στο κακούργημα ενώ δεν παύουν να φλυαρούν για  την ‘αγάπη προς τον πλησίον’ ―ο οποίος προφανώς πρέπει να είναι επίσης Ελληνορθόδοξος για να δικαιούται έμπρακτης αγάπης!). Ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός της υποτονικής αντίδρασης της κοινής γνώμης,  που δεν κατόρθωσε να οργανώσει ούτε μια σημαντική διαδήλωση κατά του ρατσισμού (αντίθετα με την δικαιολογημένη, αλλά και εύκολη ―εφόσον συνενώνει από αριστεριστές μέχρι ...τον Χριστόδουλο, μαζική κινητοποίηση εναντίον του πλανητάρχη), προφανώς βουλευόμενη στην επίσημη εκδοχή ότι επρόκειτο για  μεμονωμένο και τυχαίο περιστατικό. Όμως, το θέμα δεν είναι εάν το συγκεκριμένο εξαχρειωμένο άτομο είναι μειωμένης διανοητικής ικανότητας η όχι και αν δρούσε μεμονωμένα η μη, όπως αντίστοιχα στη δολοφονία Λαμπράκη το θέμα δεν ήταν ο εξαθλιωμένος Γκοτζαμάνης. Το θέμα είναι  ποιος  οπλίζει τα χέρια όλων αυτών που έχουν επιδοθεί σε ένα όργιο ρατσιστικής βίας τα τελευταία χρόνια, δηλαδή ποιες είναι οι συνθήκες που οδήγησαν στον σημερινό εκρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας και ποιοι είναι οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος αυτού.

Όσον αφορά τις συνθήκες, κατά τη γνώμη μου, ανάγονται σε τελική ανάλυση στη παγκοσμιοποίηση, ή σωστότερα σε αυτό που ονομάζω τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία λειτουργεί τόσο στο ‘αντικειμενικό’ όσο και στο ‘υποκειμενικό’ επίπεδο σε σχέση με την ανάπτυξη του ρατσισμού στην χώρα μας. Στο αντικειμενικό επίπεδο, οι οικονομικές συνθήκες που δημιούργησε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς παίζουν αποφασιστικό σχετικό ρόλο στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα. Η συνεχής συγκέντρωση οικονομικής δύναμης (που αποτελεί το θεμελιακό σύμπτωμα της διεθνοποίησης), όπως εκφράζεται με την έκρηξη της ανισότητας και της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα από τις πιο φτωχές στις πλουσιότερες χώρες και από τις ‘υπανάπτυκτες’ (κυρίως αγροτικές) περιοχές στις αναπτυσσόμενες τερατουπόλεις του Νότου. Έτσι, η ‘ελαστικοποίηση’ της αγοράς εργασίας, που αποτελεί βασικό στοιχείο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, έχει ήδη επιτευχθεί ντε φάκτο, με την μαζική εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, στην οποία έχει οδηγήσει το σύστημα αυτο.[2]

Η κατάρρευση του ‘υπαρκτού’ συντέλεσε όχι μόνο στη καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς αλλά και στη προσθήκη εκατομμυρίων ανθρώπων στο πλεονάζον εργατικό δυναμικό που αναζητεί καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες, ως παράνομοι συνήθως μετανάστες, που προσφέρουν τον μόχθο τους σε μισθούς πείνας, για την εξασφάλιση της επιβίωσης τους. Η Ελληνική οικονομική και πολιτική ελίτ ανέχθηκε και ανέχεται την ύπαρξη όλου αυτού του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στη χώρα μας (αν και τελευταία η κατάσταση έχει γίνει ανεξέλεγκτη ―γι’ αυτό και οι ‘σκούπες’ λαθρομεταναστών που, επίσης, ‘νομιμοποιούν’ τη ρατσιστική βία) με βασικό στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι οι ξένοι αγρεργάτες, οικοδόμοι κ.λπ. πληρώνονται πολύ χαμηλότερους μισθούς από τους ντόπιους, χωρίς επιβαρύνσεις για τους εργοδότες όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ., λειτουργεί σήμερα ως το βασικό μέσο βελτίωσης της ελληνικής ανταγωνιστικότητας, αντί για τις πολυέξοδες και ριψοκίνδυνες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και μεθόδους που αποτελούν τον εναλλακτικό τρόπο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Έτσι, αντίθετα με τις ασύστολες ψευδολογίες της σοσιαλφιλελεύθερης κυβέρνησης (που φέρει εγκληματική ευθύνη για τον εκρατσισμό της κοινωνίας μας) η μετανάστευση δεν δημιουργεί ανεργία, εφόσον κανένας ντόπιος δεν θα έκανε τις δουλειές που κάνουν οι λαθρομετανάστες με τους προσφερόμενους όρους. Αντίθετα, η λαθρομετανάστευση συντελεί τα μέγιστα στην ‘ελαστικοποίηση’ της αγοράς εργασίας στους σημαντικότερους ελληνικούς κλάδους όπου συγκεντρώνονται οι οικονομικοί πρόσφυγες (γεωργία, κατασκευές, υπηρεσίες), καθώς και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που επιβάλλει η διεθνοποίηση της οικονομίας.

Στο υποκειμενικό επίπεδο, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς λειτουργεί μέσω των σημαντικών πολιτιστικών επιπτώσεων της. Ως αντίδραση στην πολιτιστική ομογενοποίηση που επιβάλλει η διεθνοποίηση της κινηματογραφικής βιομηχανίας, της μουσικοβιομηχανίας, της βιντεοβιομηχανίας κ.λπ. έχει δημιουργηθεί σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, ένα κίνημα επιστροφής στις πολιτιστικές ρίζες. Στη χώρα μας, το κίνημα αυτό εκδηλώνεται με την επιστροφή στον σκοταδισμό της Ορθοδοξίας —σε δήθεν αντίθεση προς τον ‘εγκληματικό’ δυτικό  ορθολογισμό― τις Βυζαντινές καταβολές μας και γενικότερα με την ενδυνάμωση της ιδεοληψίας του περιουσίου λαού. Τις τάσεις αυτές καλλιεργούν άμεσα η κίνηση των ελληνορθόδοξων, η κυβέρνηση (βλ. τις κρατικές αθλιότητες που θυμίζουν Ιράν  σε σχέση με την εικόνα Άξιον Εστί)  και τα ΜΜΕ  και υποστηρίζουν έμμεσα ακόμη και κόμματα όπως το ΚΚΕ που τάσσονται εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το κόμμα αυτό, αντί να  ηγηθεί μιας παλλαϊκής εκστρατείας κατά του ρατσισμού, συμμαζεύει στους κόλπους του τα κατάλοιπα της Ελληνοορθοδοξίας και προσποιείται ότι δεν βλέπει τη σχέση της με το φαινόμενο του ρατσισμού στη χώρα μας, για να μη μιλήσω  για τη αντίστοιχη σχέση με την έκρηξη του ανορθολογισμού. Και αυτό, όταν η κοσμοθεωρία του ΚΚΕ στηρίζεται σε μια άκρως ορθολογική θεωρία! Ακόμη τα ΜΜΕ, ιδίως τα ηλεκτρονικά, οργιάζουν σε μια εκστρατεία τόνωσης της ξενοφοβίας με πρόσχημα την εγκληματικότητα των αλλοδαπών. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η εκστρατεία αυτή των ΜΜΕ αντί να δημιουργήσει συναισθήματα ανασφάλειας σε σχέση με την εγκληματικότητα (σε πρόσφατη δημοσκόπηση της Κομισιόν οι Έλληνες φαίνονται να αισθάνονται λιγότερο ανασφαλείς σε σχέση με την εγκληματικότητα από όλους τους Ευρωπαίους)[3] έχει απλώς οδηγήσει σε ενδυνάμωση του ρατσισμού.

Οι ηθικοί αυτουργοί επομένως για τον εκρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας και για τα καθημερινά εγκλήματα, μικρά η μεγάλα, εναντίον εξαθλιωμένων μεταναστών πρέπει να αναζητηθούν στο ίδιο το σύστημα της συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στα χέρια των ελίτ, που διασφαλίζει η οικονομία της αγοράς και οι συνακόλουθοι πολιτικοί και πολιτισμικοί θεσμοί. Είναι δηλαδή οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ και τα εκτελεστικά τους όργανα στα ΜΜΕ, την αστυνομία και τη δικαστική εξουσία που συγκαλύπτουν τα ρατσιστικά φαινόμενα, υποθάλπουν η αθωώνουν τα εξαχρειωμένα άτομα που διαπράττουν τα εγκλήματα αυτά και αποπροσανατολίζουν τα λαϊκά στρώματα για τα πραγματικά αίτια του ρατσισμού. Η ανάπτυξη ενός μαζικού αντιρατσιστικού κινήματος σήμερα στην Ελλάδα, σαν οργανικό τμήμα ενός κινήματος για ριζική ‘συστημική’ αλλαγή με στόχο την περιεκτική δημοκρατία, αποτελεί επιτακτική ανάγκη εάν πραγματικά θέλουμε ο τόπος αυτός να μην ζουγκλοποιηθεί σε βαθμό που να ντρεπόμαστε γι’ αυτόν.

 


 

[2] βλ. π.χ. UN, Human Development Report 1999

[3] ‘Ε, 29/10/99.