(Ελευθεροτυπία, 9 Μαΐου 1998)


Ο εκρατσισμός της ελληνικής κοινωνίας σήμερα

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τα ραγδαία αυξανόμενα κρούσματα κτηνώδους βίας κατά οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας, που φθάνουν μέχρι τα λιντσαρίσματα και τις δολοφονίες εν ψυχρώ, έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης φιλολογίας στα Μ.Μ.Ε. για το κατά πόσο η ελληνική κοινωνία έχει γίνει ρατσιστική. Η συναινετική άποψη είναι ότι τα κρούσματα αυτά είναι μεμονωμένα και ότι στην Ελλάδα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ο ρατσισμός, λόγω κουλτούρας, ιστορίας κ.λπ. Άποψη, που είναι βέβαια η ίδια ρατσιστική, διότι η κουλτούρα αλλάζει, όπως ήδη συμβαίνει στη χώρα μας. Οι Έλληνες επομένως, όπως κάθε λαός, μπορεί εύκολα να γίνουν ρατσιστές εφόσον συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις. Ήδη ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που  οδηγούν στον εκρατσισμό της κοινωνίας: Και, κατά τη γνώμη μου, είναι:

1. Η διαφοροποίηση της πολιτιστικής ταυτότητας που επιφέρει η αθρόα εισαγωγή οικονομικών μεταναστών με διαφορετικές κουλτούρες. Όταν μάλιστα αυτό γίνεται σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και σε  μια κοινωνία που είχε ήδη ένα πολύ υψηλό βαθμό πολιτιστικής ομοιογένειας, τότε, η απότομη μετατροπή της από μονοπολιτισμική σε de facto πολυπολιτισμική, σε συνδυασμό με μία ή περισσότερες από τις παρακάτω προυποθέσεις, θέτει τις βάσεις για τον πιθανό εκρατσισμό της. Στη χώρα μας, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» αντιμετωπίζουμε μια συνεχή εισροή οικονομικών μεταναστών, ιδίως από την Αλβανία, που η ελίτ μας μέχρι πριν λίγο καιρό ουσιαστικά ανεχόταν. Όχι διότι επιδίωκε την δημιουργία ενός πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού που, άλλωστε, ήδη υπήρχε στη χώρα, αλλά διότι η εισαγωγή εξαθλιωμένων μεταναστών επέτρεπε τη δημιουργία ενός λούμπεν οικονομικών μεταναστών και τη συνακόλουθη de facto ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, μέσω της ανάδυσης μιας υπερ-«ελαστικής» μαύρης αγοράς εργασίας. Σήμερα, η αδίστακτη σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη την ανασφάλεια που έχει δημιουργήσει η εξάπλωση της ανεργίας αλλά και η ύπαρξη της παράλληλης  αγοράς, προχωρεί ακάθεκτα στη  θέσμιση της ελαστικότητας εργασίας γενικά.

 2. Η μεγάλη ανισότητα και φτώχεια είναι εγγενή χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς. Στο βαθμό όμως που η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και η συνακόλουθη απελευθέρωση και απορύθμιση των αγορών οδηγεί στην πλήρη «αγοραιοποίηση» της οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα (δηλ. την πλήρη άρση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές) το αποτέλεσμα είναι η έκρηξη της ανεργίας, της υποαπασχόλησης, της φτώχειας και της ανισότητας που αποτελούν το θερμοκήπιο για τον εκρατσισμό της κοινωνίας. Η Ελλάδα εκπληρώνει απόλυτα και την προϋπόθεση αυτή εφόσον όχι μόνο είναι η πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης[1] αλλά, όπως έδειξε περσινή έρευνα της Ε.Ε., έχει επίσης και το «προνόμιο» να διαθέτει (μαζί με την Πορτογαλία) τη μεγαλύτερη ανισότητα στην ΕΕ, καθώς και τη μεγαλύτερη αναλογία φτωχών στο συνολικό πληθυσμό.[2]

3. Η υιοθέτηση από μεγάλα λαϊκά στρώματα  ιδεολογιών  που άμεσα ή έμμεσα τονίζουν την ανωτερότητα της φυλής και της γηγενούς κουλτούρας ή που αποδίδουν τα οικονομικά προβλήματα (έκρηξη ανεργίας, φτώχειας και ανισότητας) καθώς και τα συνακόλουθα κοινωνικά (έκρηξη εγκληματικότητας) στους οικονομικούς μετανάστες και όχι στην ίδια την οικονομία της αγοράς που αποτελεί την απώτατη αιτία τους. Στην Ελλάδα, μολονότι  δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη ρατσιστικά κινήματα του τύπου αυτού, αντίστοιχα π.χ. των Λεπενιστών στη Γαλλία, η ρατσιστική προπαγάνδα για τα αίτια των κοινωνικό-οικονομικών προβλημάτων βρίσκει ήδη απήχηση, ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα που υφίστανται τις συνέπειες της δημιουργίας της μαύρης αγοράς εργασίας. Στη χώρα μας όμως ανθεί ο ιδεολογικός ρατσισμός του πρώτου τύπου, οι ιδεολογίες δηλαδή που τονίζουν την ανωτερότητα της γηγενούς κουλτούρας, αν όχι της ίδιας της…φυλής, ενώ ήδη δημιουργήθηκε πρόσφατα και η πολιτική έκφραση  τους που την απαρτίζουν «διανοούμενοι», επαγγελματίες πολιτικοί κ.λπ. που προπαγανδίζουν τις απόψεις αυτές. Σε αυτό συνέβαλαν μια σειρά γενικών και «τοπικών» παραγόντων. Οι γενικοί παράγοντες ανάγονται στην κατάρρευση του «υπαρκτού» και την συνακόλουθη αμαύρωση του ίδιου του σοσιαλιστικού οράματος, πράγμα που οδήγησε παντού είτε σε αναζωπύρωση εθνικιστικών τάσεων, είτε στη σκοταδιστική επιστροφή σε θρησκείες και σπιριτουαλισμούς. Οι «τοπικοί» παράγοντες ανάγονται στην ανάδυση του «Μακεδονικού» προβλήματος στην αρχή της δεκαετίας και στη σημερινή αναζωπύρωση της Έλληνο-Τούρκικης σύγκρουσης. Οι παράγοντες αυτοί δημιούργησαν ένα ιδιότυπο τύπο «υπέρ-πατριώτη» (στον οποίο μόλις προστέθηκε και η 17 Νοέμβρη!) ο οποίος, παραβλέποντας το κοινωνικό υπόβαθρο παρομοίων συγκρούσεων, τον ρόλο των ελίτ σ’ αυτές και το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που βασικά τις υποθάλπει, ανάγει τα αίτια τους απλώς στον κακό Αμερικανικό ιμπεριαλισμό.

Ένας επιπρόσθετος «τοπικός» παράγοντας είναι η από μέρους των ΜΜΕ μαζική προβολή της θρησκείας, της Εκκλησίας και εκείνων από τους «διανοούμενους» (μεταξύ των οποίων και τέως «αριστεροί» που ασπάστηκαν την ορθοδοξία, πιθανώς για να ξεφύγουν από  το περιθώριο που τους στερούσε τη δυνατότητα μαζικής προβολής του εγώ τους) οι οποίοι προβάλουν τις ανάλογες απόψεις για την ανωτερότητα της ορθοδοξίας και της ελληνικής φυλής γενικότερα. Έτσι, για πολλές μέρες συνέχεια το μεγαλύτερο τμήμα των ειδησεογραφικών δελτίων της ΝΕΤ κατελάμβανε η χειροτέρευση της υγείας και μετά ο θάνατος του προκαθήμενου της Εκκλησίας, ταυτίζοντας ασύστολα, στη παρουσίαση του γεγονότος, τον Ελληνισμό με την ορθοδοξία. Από όσο γνωρίζω, κάτι αντίστοιχο συνέβη μόνο στο θεοκρατικό Ιράν όταν πέθανε ο Χομεϊνί. Παράλληλα, όλα τα κόμματα, (του Κ.Κ.Ε. μη εξαιρουμένου!) μετείχαν στο γενικό πένθος που καλλιεργούσαν τα Μ.Μ.Ε. Και αυτό, μολονότι ήταν φανερό ότι ένας, τουλάχιστον, στόχος των κρατικών καναλιών ήταν να στρέψουν την προσοχή των λαϊκών στρωμάτων από την ταυτόχρονη ανακοίνωση της απόφασης του υπ. Συμβουλίου για τα μέτρα  ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας.

Σε συνέχεια, την περασμένη βδομάδα, τα κρατικά κανάλια ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο εαυτό τους σε θρησκευτικό οίστρο παρουσιάζοντας ένα θέαμα γελοίο αλλά και εξοργιστικό, ιδιαίτερα για τους εκατοντάδες χιλιάδες έλληνες που τυχαίνει να μην είναι  ορθόδοξοι Χριστιανοί ―για να μην μιλήσουμε βέβαια για τους άθεους, που ενώ δεν έχουν κανένα δικαίωμα απέναντι στη βάναυση αυτή προσβολή της προσωπικότητας τους από την κρατική τηλεόραση, υποχρεώνονται όμως να πληρώνουν το χαράτσι για αυτήν!  Στο πλαίσιο αυτό, οι κληρικοί (από μητροπολίτες μέχρι απλούς παπάδες) που διατυπώνουν ρατσιστικά κηρύγματα δεν είναι βέβαια  μεμονωμένα παραδείγματα. Απλώς οι κληρικοί αυτοί έχουν το θάρρος της γνώμης τους που είναι  απόλυτα συνεπής με την ιδέα ότι η ορθοδοξία είναι η ανώτερα πίστη και ο Χριστιανικός ελληνισμός η περιούσια φυλή.

4. Η ανεκτική και κάποτε καθαρά ρατσιστική στάση του κρατικού μηχανισμού, παρά την απατηλή ρητορική των σοσιαλφιλελευθέρων.  Έτσι, στο νομοθετικό επίπεδο, με νόμο του 1991, ο λαθρομετανάστης στερείται από κάθε ανθρώπινο δικαίωμα. Στο εκτελεστικό επίπεδο, αστυνομικοί ανέχονται τα ρατσιστικά κρούσματα βίας κάνοντας απλές «συστάσεις» στους δράστες[3], ενώ δεν λείπουν  τα κρούσματα αστυνομικών που μετέχουν σε λυντσαρίσματα,[4] πέρα βέβαια από τους άγριους ξυλοδαρμούς και ρατσιστικό υβρεολόγιο με τα οποία «υποδέχονται» τους μετανάστες στα κρατητήρια και τις φυλακές.[5] Τέλος, το δικαστικό σώμα, που στελεχώνεται από ευσεβείς ορθόδοξους και «υπερ-πατριώτες», δίνει καθαρά ρατσιστικά παραδείγματα εξαντλώντας την επιείκεια του, μέχρις της ουσιαστικής αθώωσης αποβρασμάτων που δολοφονούν Αλβανούς για την κλοπή …καρπουζιών. Φυσικά, τα εκτελεστικά και δικαστικά αυτά όργανα γνωρίζουν ότι έχουν την ανοχή των «από πάνω». Ανοχή, που εξηγείται από το γεγονός ότι οι ρατσιστικές τάσεις  εντείνουν τις διαιρέσεις ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα που υφίστανται τις συνέπειες της αγοραιοποίησης, ενώ παράλληλα στρέφουν την προσοχή τους μακριά από αυτήν και τη συνακόλουθη διόγκωση της ανισότητας.

Σε πολύ πρόσφατη Ευρωπαϊκή δημοσκόπηση οι Έλληνες νέοι βρέθηκαν να κατέχουν το θλιβερό προνόμιο να είναι οι πρώτοι, με συντριπτική διάφορα, όσον αφορά την σπουδαιότητα που αποδίδουν στη θρησκεία[6] και στην υπερηφάνεια που είναι Έλληνες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, αποτελεί κατάμαυρο οιωνό για την πιθανότητα εκρατσισμού και γενικότερου εκφασισμού της κοινωνίας μας.


 

[1] Eurostat,  GDP in the Regions,  1998

[2] Περίπου ένας στους τέσσερις Έλληνες ζει σε συνθήκες φτώχειας, Eurostat, Statistics in Focus, 1997/6

[3] «Ε» (6/4/98).

[4] «Ε» (11/4/98).

[5] «Ε» (16/4/98).

[6] 86% έναντι μόλις 33% των καθολικών Ιταλών που έρχονται δεύτεροι «Ε» (7/4/98).