Ελευθεροτυπία (6 Ιουλίου 1996)


Το αδιέξοδο της σοσιαλδημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, στο πολιτικό επίπεδο, και η παράλληλη απόπειρα ανάπτυξης ενός «νέου» σοσιαλδημοκρατικού λόγου, στο ιδεολογικό, σημάδεψαν το τελευταίο δεκαήμερο. Το βαθύ σοσιαλδημοκρατικό αδιέξοδο που ανέκυψε τόσο από το συνέδριο, όσο και από την ιδεολογική παρέμβαση, δεν αποτελεί βέβαια παρά την αντανάκλαση του αντίστοιχου αδιεξόδου της σοσιαλδημοκρατίας στο διεθνές επίπεδο, όπως επανειλημμένα έχει τονιστεί από τη στήλη αυτή.

Στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ δεν αντιπαρατάχθηκαν δυο συνεκτικές και αντιμαχόμενες πολιτικές και οικονομικές στρατηγικές αλλά βασικά δυο φατρίες. Παρά τη ρητορική που αναπτύχθηκε από εκπροσώπους και των δυο φατριών για την ανάγκη σοσιαλιστικής απάντησης στον νεοφιλελευθερισμό κ.λπ., το συνέδριο χαρακτηρίστηκε από την παντελή έλλειψη οποιασδήποτε συστηματικής συζήτησης (πέρα από αόριστες γενικολογίες) πάνω στα ζωτικά θέματα της διογκούμενης ανεργίας που παίρνει μαζικές διαστάσεις μεταξύ των νέων, της έκρηξης της ανισότητας, της κατάρρευσης του υποτυπώδους κράτους-πρόνοιας και της δραματικής υποβάθμισης του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Αντίθετα, η ηγετική «εκσυγχρονιστική» φατρία δεσμεύθηκε άλλη μια φορά να συνεχίσει τη πολιτική που επιβάλλουν τα κριτήρια του Μάαστριχτ και το διευθυντήριο των Βρυξελλών, που, με τη σειρά τους, εκφράζουν τις ανάγκες της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Δηλαδή, την πολιτική καταπολέμησης του πληθωρισμού και των δημοσίων ελλειμμάτων. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η πολιτική αυτή ήδη έχει δείξει τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκόσμια ότι οδηγεί στη χειροτέρευση των παραπάνω εκρηκτικών προβλημάτων, για χάρη της διασφάλισης των προνομιών των οικονομικών ελίτ και της ευημερίας μιας μειοψηφίας που ανθεί στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η νίκη της πιο συνεπούς με τον σοσιαλφιλεύθερο «εκσυγχρονισμό» φατρίας χαιρετίσθηκε με ανακούφιση από τα δυτικά και ντόπια κέντρα εξουσίας. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τα θρασύτερα στελέχη της «εκσυγχρονιστικής» φατρίας, όπως η υπερ-Υπουργός Ανάπτυξης, δεν δίστασαν να μιλούν για «ρήξεις» με τα κέντρα εξουσίας! Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι όταν τέθηκε θέμα αναδιανομής του εισοδήματος, η πρόταση απορρίφθηκε ασυζητητί από τον αρμόδιο Υπ. Οικονομικών με το...σοφό ερώτημα «Τι ν’ αναδιανείμουμε, το χρέος;». Και αυτό, όταν το δημόσιο χρέος έγινε πρόβλημα την περασμένη δεκαετία, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι η τότε ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ―που σήμερα αγιοποιείται(!)― δεν τόλμησε (αν είχε ποτέ την διάθεση) να έλθει σε πραγματική ρήξη με τα κέντρα εξουσίας και προτίμησε την ανώδυνη (πολιτικά) λύση της χρηματοδότησης της αναπαραγωγής της καταναλωτικής κοινωνίας και των σημαντικών κοινωνικών παροχών με τον μαζικό δανεισμό και όχι με τις ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές και την αφαίρεση των φορολογικών και λοιπών προνομιών από τις οικονομικές ελίτ, όπως είχε προγραμματικά υποσχεθεί[1]. Ίσως όμως να βοηθούσε την μνήμη της εκσυγχρονιστικής ηγετικής φατρίας για την οποία δεν υπάρχει θέμα αναδιανομής εισοδήματος, η υπενθύμιση του γεγονότος ότι το 20% περίπου του πληθυσμού ήδη ζει στο όριο της φτώχειας ενώ παράλληλα, σύμφωνα με μόλις δημοσιευθέντα στοιχεία, η Ελλάδα είναι στον κατάλογο των 20 χωρών με τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το κατά κεφαλή εισόδημα μας είναι κάτω από το 40% αυτού της Ιταλίας και της Βρετανίας, έχουμε σχεδόν ίσο αριθμό δισεκατομμυριούχων με τις χώρες αυτές![2]

Αλλά ας έλθουμε τώρα στον «νέο» σοσιαλδημοκρατικό λόγο. Ο Ν. Μουζέλης ξεκινώντας από την...εξωτική διαπίστωση ότι «πραγματικός νικητής στον μετά τον 1989 κόσμο είναι η σοσιαλδημοκρατία»[3] μιλά για τη «χρεωκοπία του θατσερισμού/ριγκανισμού». Και αυτό, τη στιγμή που τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν προσχωρήσει ολοσχερώς στην νεοφιλελεύθερη συναίνεση[4] που εκδηλώνεται μεταξύ άλλων με την από μέρους τους εγκατάλειψη της δέσμευσης για την πλήρη απασχόληση, την υιοθέτηση ασφαλιστικών δικτύων αντί για ένα καθολικό και περιεκτικό κράτος-πρόνοιας, την εγκατάλειψη του στόχου αναδιανομής του εισοδήματος και πλούτου κ.λπ. Χαρακτηριστικά, το «νέο» Εργατικό κόμμα του Τόνι Μπλερ αποδέχεται όλη την αντεργατική νομοθεσία, το πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας και την δραματική ανισότητα και φτώχεια που δημιούργησε ο Θατσερισμος σε 17 χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης και υιοθετεί την έμμεση κατάργηση της καθολικότητας των κοινωνικών παροχών, προτείνοντας αναδιαρθρώσεις αλλά όχι αυξήσεις των κοινωνικών δαπανών και μέτρα για την αύξηση της απασχόλησης, παρόμοια με αυτά που εισηγείται ο προαναφερθείς «νέος» σοσιαλδημοκρατικός λόγος για την Ελλάδα.

Το ερώτημα λοιπόν που εύλογα ανακύπτει είναι για ποια «νίκη» της σοσιαλδημοκρατίας μιλάμε; Εκτός, βέβαια, εάν αποτελεί νίκη το γεγονός ότι μερικά κόμματα, των οποίων τα προγράμματα ―μετά τη προσχώρηση τους στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση― έχουν χάσει κάθε σοσιαλιστικό περιεχόμενο, διατηρούν τα σύμβολα της σοσιαλδημοκρατίας και εξακολουθούν να είναι κόμματα εξουσίας. Όπως πολύ εύστοχα διερωτάται σήμερα παλιό στέλεχος της πάλαι ποτέ «Νέας» Αριστεράς: «κάποτε, στα πρώτα χρόνια της δεύτερης διεθνούς, (η σοσιαλδημοκρατία) ήταν δεσμευμένη στην ανατροπή του καπιταλισμού. Κατόπιν, επεδίωξε αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις ως βαθμιαία βήματα προς τον σοσιαλισμό. Τελικά, κατέληξε στο κράτος-πρόνοιας και την πλήρη απασχόληση μέσα στον καπιταλισμό. Εάν σήμερα δέχεται την υποβάθμιση του πρώτου και την εγκατάλειψη της δεύτερης σε τι είδους κίνημα θ’ αλλάξει τώρα;»[5]

Είναι επομένως φανερό ότι η άποψη για την «νίκη» και το διασφαλισμένο μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας (προϋποτιθέμενου βέβαια ότι ο όρος διατηρεί κάποια, έστω μακρινή, σχέση με τα σοσιαλιστικά ιδανικά που επαγγέλλεται) είναι και ανιστόρητη αλλά και ουτοπική στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Είναι ανιστόρητη, διότι δεν βλέπει ότι η νεοφιλελεύθερη συναίνεση δεν είναι θέμα «πολιτικής» όπως την παρουσιάζουν (εσκεμμένα ή από άγνοια) οι σοσιαλδημοκράτες διανοούμενοι, αλλά απόρροια δομικών αλλαγών στην οικονομία της αγοράς. Αλλαγών, που αποκλείουν οποιοδήποτε σημαντικό οικονομικό ρόλο στο εθνικό επίπεδο (ή ακόμη και σε αυτό των οικονομικών μπλοκ) που θα στόχευε στην επιβολή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων στην οικονομία της αγοράς. Δηλαδή, στην επέκταση των κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων στα μη προνομιούχα στρώματα της κοινωνίας που, υποτίθεται, αποτελεί ακόμη την κύρια μέριμνα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και της παραδοσιακής Αριστεράς. Δεν είναι άλλωστε άσχετο με τον ανιστόρητο χαρακτήρα της άποψης αυτής το γεγονός ότι τα παραδείγματα χωρών που αναφέρονται ως επιτυχημένες περιπτώσεις σοσιαλδημοκρατίας (Σκανδιναβικές χώρες, Γερμανία, κ.λπ.) αποτελούν ιστορικά κατάλοιπα της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης και ήδη προσχωρούν ταχύτατα στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Διότι, ακριβώς, η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας δεν δείχνει τίποτα άλλο παρά την ασυμβατότητα των στόχων της ανταγωνιστικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ασυμβατότητα, που γίνεται ιδιαίτερα φανερή στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς όπου οι αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στην αγορά (άμεσοι ή έμμεσοι) για χάρη της κοινωνικής δικαιοσύνης ή της προστασίας του περιβάλλοντος δημιουργούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα στη χώρα ή το οικονομικό μπλοκ που τις εισάγει. Ακόμη, το γεγονός ότι το Αγγλοσαξονικό μοντέλο καπιταλισμού (στο οποίο προσχώρησε ακόμη και το Εργατικό κόμμα), αποδεικνύεται σήμερα ―όπως προσπάθησα να δείξω από τη στήλη αυτή[6]― νικηφόρο, ως το πιο ανταγωνιστικό μοντέλο στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, κάνει φανερό τον ουτοπικό χαρακτήρα των προτάσεων για μια «νέα» σοσιαλδημοκρατία, στις οποίες όμως θα χρειαστεί να επανέλθουμε.

 

 


[1] Βλ. T. Fotopoulos Economic restructuring and the debt problem: the Greek case”, International Review of Applied Economics, Vol. 6, No. 2. [αναδημοσίευση Μηνιαία Επιθεώρηση, τ. 53-55 (1992)].

[2] Forbes/The Guardian (1/7/1996).

[3] Ν. Μουζέλης, Το Βήμα (23/6/1996).

[5] P. Anderson and P. Camiller, eds, Mapping the West European Left (London: Verso, 1994), pp. 15-16,