Ελευθεροτυπία (27 Απριλίου 1996)


Ο μύθος της επιστροφής της Αριστεράς

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι εγχώριοι ομοιδεάτες της «Αριστεράς» που νίκησε στις Ιταλικές εκλογές, και κυρίως οι επαγγελματίες πολιτικοί που έχουν τα περισσότερα να ωφεληθούν από την «αναγέννηση» της, πανηγυρίζουν για τη νίκη κατά του νεοφιλελευθερισμού. Στη πραγματικότητα, βέβαια, εξαπατούν τους οπαδούς τους εφόσον γνωρίζουν πολύ καλά ότι τίποτα παρόμοιο δεν συμβαίνει. Όχι μόνο η νίκη του εκλογικού συνασπισμού «Ελιά» (LUlivo) δεν σημαίνει τη νίκη της Αριστεράς κατά τoυ νεοφιλευθερισμού αλλά, αντίθετα, σηματοδοτεί την πρώτη σοβαρή απόπειρα να υλοποιηθεί και στη χώρα αυτή η «νεοφιλελεύθερη συναίνεση»[1].

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι τα Χρηματιστήρια υποδέχθηκαν με απροκάλυπτη ευφορία το Ιταλικό εκλογικό αποτέλεσμα. Διότι βέβαια με δεδομένο το πρόγραμμα του εκλογικού συνασπισμού (περικοπή ελλειμμάτων και χρέους, συνακόλουθη περικοπή των δημοσίων δαπανών και του κράτους-Πρόνοιας, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.) είναι εύλογη η προσδοκία των Ευρωπαικών ελίτ ότι η νέα κυβέρνηση θα είναι σε καλύτερη θέση να εξασφαλίσει την «οικονομική σταθερότητα» που απαιτεί η νέα Ευρώπη του Μάαστριχτ. Και είναι βάσιμη η προσδοκία αυτή, ακριβώς, διότι σε χώρες με ριζοσπαστικότερη πολιτική παράδοση, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, είναι πολιτικά προτιμότερη η υλοποίηση του προγράμματος της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης από τους κληρονόμους του τίτλου της Αριστεράς παρά από το δεξιό τμήμα της συναίνεσης. Έτσι, χάρις στον έλεγχο που η «Αριστερά» ακόμη ασκεί σε εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που αποτελούν τα κύρια θύματα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, είναι δυνατή η εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος της με το λιγότερο πολιτικό και κοινωνικό κόστος για τις οικονομικές ελίτ.

Από μια μεριά είναι επομένως εύστοχο το κύριο άρθρο του Γκάρντιαν[2] που συμπεραίνει ότι «αποτελεί ιστορική ειρωνεία να θεωρείται οτι η "Αριστερά" νίκησε όταν δεν είναι πια ούτε πρωταρχικά, ούτε με συνέπεια, Αριστερά». Από την άλλη όμως μεριά, η εξέλιξη αυτή οπωσδήποτε δεν αποτελεί «ιστορική ειρωνεία», αλλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα τάσεων που έχουν εκδηλωθεί από καιρό σε ολόκληρη την σοσιαλδημοκρατική Αριστερά. Οι τάσεις αυτές σημαίνουν το οριστικό τέλος της σοσιαλδημοκρατίας με τη μορφή που είχε πάρει στη μεταπολεμική περίοδο: κρατική δέσμευση για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης μέσω του ελέγχου της συνολικής ζήτησης, επέκταση του κράτους-Προνοιας, αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων κ.λπ. Με την ανάδυση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης τα τελευταία 15 περίπου χρόνια συντηρητικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση, υιοθετούν την ίδια πολιτική που έχει μάλιστα ενσωματωθεί στις συνθήκες της ΕΕ για την Ενιαία Αγορά και κυρίως τη συνθήκη του Μάαστριχτ.

Έτσι, αντί για τη δέσμευση για την εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης, που αναλάμβαναν παλιά οι σοσιαλδημοκράτες, οι σημερινοί σοσιαλδημοκράτες (ή, σωστότερα, σοσιαλφιλελεύθεροι) αφήνουν βασικά το θέμα της ανεργίας στις απορυθμισμένες αγορές (πολιτική «εύκαμπτης» αγοράς εργασίας), παρά την μαζική ανεργία που συνόδευσε παντού την εφαρμογή της πολιτικής αυτής. Ακόμη, αντί για τη παλιά σοσιαλδημοκρατική πολιτική επέκτασης του κράτους-Πρόνοιας, οι σοσιαλφιλελεύθεροι σήμερα αποδέχονται τη δραστική περικοπή του και υιοθετούν την αντικατάσταση του με διάφορα «ασφαλιστικά δίκτυα» για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης της «υπο-τάξης» των φτωχών και των περιθωριοποιημένων. Και αυτό, παρά την τραγική σημερινή υποβάθμιση των υπηρεσιών του κράτους -πρόνοιας που ωθεί τα μεσαία στρώματα στην κάλυψη των αντίστοιχων αναγκών από τον ιδιωτικό τομέα, οδηγώντας σε ένα φαύλο κύκλο παραπέρα υπονόμευσης των υπηρεσιών αυτών. Επίσης, αντί για την επέκταση του δημοσίου τμήματος της οικονομίας ώστε να επιτυγχάνεται ο παλιός σοσιαλδημοκρατικός στόχος της ικανοποιητικής παροχής των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας σε όλους τους πολίτες (ηλεκτρικό, νερό κ.λπ.) οι σοσιαλφιλελεύθεροι υιοθετούν τη μαζική ιδιωτικοποίηση τους. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η πολιτική ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας έχει ήδη οδηγήσει στη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των καταναλωτών και τη ραγδαία διόγκωση των κερδών (βλ. για παράδειγμα τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στη Βρετανία).

Η πολιτική που περιέγραψα παραπάνω υιοθετείται απόλυτα από τον νικηφόρο εκλογικό συνασπισμό στην Ιταλία και τον ευσεβή καθολικό τεχνοκράτη που θ’ αναλάβει την υλοποίηση της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η πρόταση της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (Partito della Rifondazione Comunista - PRC) (του μόνου πιστού ακόμη στα σοσιαλιστικά ιδανικά έταιρου του συνασπισμού) για τιμαριθμοποίηση των μισθών απορρίφθηκε ασυζητητί απο τους υπόλοιπους εταίρους και την ίδια ασφαλώς τύχη θα έχουν οι αντιρρήσεις της «ΚΕ» για τη παραπέρα περικοπή του κράτους-πρόνοιας (περικοπή συντάξεων κ.λπ). Πράγμα που καθιστά τη συμφωνία «Ελιάς»-«ΚΕ» θνησιγενή, εκτός αν βέβαια η «ΚΕ» απαρνηθεί τις αρχές της.

Παρόμοια πολιτική υιοθετείται από το Βρετανικό Εργατικό κόμμα που όχι μόνο κατάργησε πέρυσι την ιστορική παράγραφο του καταστατικού του που αναφερόταν στην ανάγκη κοινωνικοποίησης των παραγωγικών μέσων αλλά και αυτοδεσμεύθηκε να μην ανατρέψει, όταν έλθει στην εξουσία, το ξεπούλημα στον ιδιωτικό τομέα των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων. Για να μη δημιουργήσει μάλιστα και καμμιά σύγχυση για τις «φιλεργατικές» προθέσεις του ο Τόνυ Μπλέρ ανέλαβε τη δέσμευση να μην αλλάξει την άγρια αντεργατική νομοθεσία των συντηρητικών κυβερνήσεων (κατάργηση ελάχιστου μισθού, νομοθεσία για τον δραστικό περιορισμό του δικαιώματος απεργίας, απαγόρευση απεργιών συμπαράστασης κ.λπ.). Και όταν 17 χρόνια συντηρητικής διακυβέρνησης έχουν δημιουργήσει συνθήκες Βικτωριανής ανισότητας στη Βρετανία, όπου σύμφωνα με επίσημα στοιχεία η αναλογία του πληθυσμού με εισόδημα κάτω του μισού εθνικού εισοδήματος (η επίσημη φτώχεια) αυξήθηκε απο 8% το 1979 σε 21% το 1991-2[3], το Εργατικό κόμμα δεν αναλαμβάνει καμμιά δέσμευση για τη δραστική μέσω της φορολογίας μείωση της ανισότητας. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι, όπως και στην Ιταλία, το «Σίτυ» του Λονδίνου που ιστορικά ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις ανέχεται αν δεν υποστηρίζει το Εργατικό κόμμα, το οποίο γίνεται αποδεκτό ακόμη και από τους υπερ-συντηρητικούς Tάιμς του μεγαλοεκδότη Μέρντοκ.

Είναι λοιπόν φανερό ότι τόσο η σημερική Ιταλική «Αριστερά» όσο και η αντίστοιχη Βρετανική (Εργατικό κόμμα) δεν έχουν καμμιά σχεση όχι μόνο με την παραδοσιακή σοσιαλιστική Αριστερά αλλά ούτε και με τον ίδιο τον εαυτό τους 10 ή 15 χρόνια πριν. Γι’ αυτό άλλωστε και τα κόμματα αυτά είναι σήμερα από ανεκτά μέχρι επιθυμητά από τις οικονομικές ελίτ. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι τα κόμματα αυτά απλώς «προδίδουν» την Αριστερά και την σοσιαλδημοκρατιά. Στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν υπάρχει «εναλλακτικός» καπιταλισμός, όπως ονειρεύονται οι σοσιαλδημοκράτες[4]. Στη σύγκρουση μεταξύ του «σκληρού» Αγγλοσαξωνικού μοντέλου (ΗΠΑ, Βρετανία) με το «κοινωνικό» μοντέλο της αγοράς (Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες κ.λπ.) ο νικητής ήταν καθορισμένος από την αρχή. Το Αγγλοσαξωνικό μοντέλο είναι το πλέον συμβατό με την ανταγωνιστικότητα που επιβάλλει η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενώ το «κοινωνικό» μοντέλο δεν αποτελεί παρά αναχρονισμό, υπόλειμμα της περιόδου της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (δεκαετία 1950-δεκαετία 1970). Αλλά για το κρίσιμο αυτό θέμα που απασχολεί σήμερα την Ευρωπαική Αριστερά θα χρειαστεί να επανέλθουμε .


 

[1] Τ. Φωτόπουλος. Η Νεοφιλελεύθερη συναίνεση (Γόρδιος, 1993).

[2] The Guardian (23/4/1996)

[3] Tony Atkinson, The Guardian (12/3/1996)

[4] Michel Albert, Capitalism Against Capitalism (Whurr, 1993).