(Ομιλία Τάκη Φωτόπουλου στην Αθήνα, 25 Μάη 2007)


Η Κρίση στην Παιδεία ως Τμήμα της Πολυδιάστατης Κρίσης και η Περιεκτική Δημοκρατία

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Οι αγώνες για την Παιδεία στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης

2. Ο μύθος της «δωρεάν» δημόσιας παιδείας

3. Η Παιδεία στην Νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση

4. Η αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη παιδεία και η καταστολή

5. Το υπόρρητα αίτημα του φοιτητικού κινήματος

6. Η Κρίση στην Παιδεία ως τμήμα της πολυδιάστατης κρίσης

 

 

 

Η κρίση στην παιδεία που φέτος, μετά από πολλά χρόνια, συντάραξε πάλι το πανελλήνιο, δεν είναι βέβαια ούτε καινούρια, ούτε μοναδικό ελληνικό φαινόμενο.

  • Δεν είναι καινούρια, διότι σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο, και ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’60 πριν την Χούντα, υπήρχαν σχεδόν συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ της πολιτικής και οικονομικής ελίτ και του Πανεπιστημιακού κατεστημένου από τη μια μεριά και του φοιτητικού κινήματος από την άλλη —σαν τμήμα ενός γενικότερου λαϊκού κινήματος, με στόχο την δωρεάν παιδεία, την ποιοτική βελτίωση της κ.λπ. Και αυτό, για να μην πάμε στις διαμάχες που γινόντουσαν από καταβολής του ελληνικού κράτους για το περιεχόμενο που πρέπει να έχει η παιδεία μας, σαν τμήμα της γενικότερης διαμάχης για την ταυτότητα μας μιας διαμάχης που σήμερα με την παγκοσμιοποίηση αναζωπυρώθηκε

  • Και δεν είναι Ελληνική ιδιαιτερότητα διότι η σημερινή κρίση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα διαφέρει από την παλιά κρίση και είναι βασικά τμήμα μιας πολυδιάστατης κρίσης η οποία εκδηλώνεται με ανάλογους τρόπους σε διεθνές επίπεδο: από την Γαλλία μέχρι την Χιλή και από την Ανατολική Ευρώπη μέχρι την Ασία.

 

1. Οι αγώνες για την Παιδεία στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης

Για να δούμε όμως τον χαρακτήρα της σημερινής κρίσης στην παιδεία και να τον συγκρίνουμε π.χ με την κρίση της δεκαετίας του ’60 θα πρέπει ν αναχθούμε στο γενικότερο κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον. Την δεκαετία του ’60 το περιβάλλον αυτό ήταν εντελώς διαφορετικό, εφόσον σε ολόκληρη την Ευρώπη, ακόμη και στις ΗΠΑ σε ένα βαθμό, επικρατούσε ένα είδος “σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης”, που αποτελούσε έκφραση της κρατικιστικής νεωτερικότητας, με ιδιαίτερες και σημαντικές επιπτώσεις στον χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Ο κρατισμός αυτός στηριζόταν στις Κεϋνσιανές πολιτικές, οι οποίες περιλάμβαναν τον ενεργό κρατικό έλεγχο της οικονομίας και έναν εκτεταμένο παρεμβατισμό στον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό της αγοράς, με στόχους την πλήρη απασχόληση, το κράτος πρόνοιας, εκπαιδευτικές ευκαιρίες για όλους, καλύτερη διανομή των εισοδημάτων κτλ.

Το κύριο όμως επίτευγμα των σοσιαλδημοκρατών ήταν το Κράτος-Πρόνοιας, το οποίο αντιπροσώπευε μια συνειδητή προσπάθεια ελέγχου των παρενεργειών της οικονομίας της αγοράς, όσον αφορά την κάλυψη βασικών αναγκών (εκπαίδευση, υγεία, κοινωνική ασφάλιση κ.τ.λ.). Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ιδεολογίας του Κράτους Πρόνοιας ήταν ότι η χρηματοδότησή του (συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης) έπρεπε να γίνεται από τη γενική φορολογία. Επιπλέον, η «προοδευτικότητα» του φορολογικού συστήματος (δηλαδή η καθιέρωση φορολογικών κλιμάκων με βάση το εισόδημα των φορολογούμενων), η οποία γενικεύθηκε κατ’ αυτήν την περίοδο, εξασφάλιζε ότι τα στρώματα με τα υψηλότερα εισοδήματα θα είχαν τη μερίδα του λέοντος αυτής της χρηματοδότησης, βελτιώνοντας με αυτό τον τρόπο την πολύ σημαντική ανισοκατανομή εισοδημάτων που δημιουργεί μια οικονομία της αγοράς.

Ωστόσο, η επέκταση των εκπαιδευτικών ευκαιριών δεν επιβαλλόταν απλώς από ιδεολογικούς λόγους. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν το μεταπολεμικό οικονομικό μπουμ που απαιτούσε μια τεράστια επέκταση της βάσης εργασίας, με τις γυναίκες, και κάποτε τους μετανάστες, να καλούνται να συμπληρώσουν τα κενά. Πέρα από αυτό, η συνεχής αύξηση του καταμερισμού εργασίας, οι αλλαγές στις παραγωγικές μεθόδους και στην οργάνωση παραγωγής, καθώς και οι επαναστατικές αλλαγές στην τεχνολογία της πληροφορίας απαιτούσαν έναν αυξανόμενο αριθμό υψηλά εκπαιδευμένου προσωπικού, επιστημόνων, υψηλού επιπέδου επαγγελματιών κτλ. Ως αποτέλεσμα αυτών των τάσεων, ο αριθμός των πανεπιστημίων σε πολλές χώρες διπλασιάστηκε ή τριπλασιάστηκε μεταξύ 1950 και 1970, ενώ τα τεχνικά κολέγια, καθώς και τα part-time ή και τα βραδινά τμήματα, εξαπλώθηκαν ραγδαία, προωθώντας την επιμόρφωση ενηλίκων σε όλα τα επίπεδα. Έμμεσο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής μαζικής εκπαίδευσης και διεύρυνσης της πρόσβασης στην εκπαίδευση ήταν φυσικά και η βελτίωση της κοινωνικής κινητικότητας. 

Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι η μαζική εκπαίδευση αναπτύχθηκε πρωταρχικά σ’ αυτή την περίοδο, τα αποτελέσματα αυτής της ραγδαίας αύξησης των εκπαιδευτικών ευκαιριών στην κοινωνική κινητικότητα ήταν ασήμαντα. Αν πάρουμε ως παράδειγμά μας τη Βρετανία, στην οποία ένα τολμηρό σοσιαλδημοκρατικό πείραμα επιχειρήθηκε στη μεταπολεμική περίοδο για να αλλάξει η κοινωνική κινητικότητα μέσα από την εκπαίδευση – μια τακτική που επιχειρήθηκε (σε διάφορους βαθμούς) τόσο από Εργατικές όσο και από Συντηρητικές κυβερνήσεις τα αποτελέσματα ήταν ελάχιστα. Έτσι, μια εκτεταμένη μελέτη από τρεις επιφανείς Βρετανούς ακαδημαϊκούς συμπέρανε ότι η μεταπολεμική εξάπλωση των εκπαιδευτικών ευκαιριών δεν έφερε τη Βρετανία καθόλου πιο κοντά στην αξιοκρατία ή την ισότητα ευκαιριών. Μια άλλη μελέτη, που επίσης διεξάχθηκε κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, συμπέρανε ότι παρά τις «ευνοϊκές» περιστάσεις «καμιά σημαντική μείωση στην ταξική ανισότητα δεν σημειώθηκε» μια κατάσταση η οποία χειροτέρεψε στη σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικοτητα στην οποία, όπως έδειξε ο Goldthorpe, οι πιθανότητες για τους γιους των χειρωνακτών εργατών να μην κάνουν τίποτα άλλο παρά χειρωνακτική εργασία, έχουν αυξηθεί. Εάν όμως τα αποτελέσματα ακόμη και των σοσιαλδημοκρατικών εκπαιδευτικών πολιτικών για την κοινωνική κινητικότητα και την κοινωνική αλλαγή γενικά ήταν τόσο ισχνά, μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί τι είδους αποτελέσματα έχουν οι σημερινές νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Στην Ελλάδα, βέβαια, δεν αναπτύχθηκε ποτέ πλήρες κράτος-πρόνοιας, ούτε ακόμη και όταν υποτίθεται μεσουράνησε η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση στην Ελλάδα επί ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης (όταν η σοσιαλδημοκρατία ήδη κατέρρεε παντού). Οι αγώνες επομένως τόσο προδικτατορικά όσο και μεταδικτατορικά για την παιδεία είχαν βασικά στόχους που ήδη είχαν επιτευχθεί από καιρό στα αναπτυγμένα σοσιαλδημοκρατικά κράτη της δυτικής Ευρώπης, όπου μάλιστα οι φοιτητές τον Μάη του ’68 στην Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία κ.λπ., προχώρησαν ακόμη παραπέρα με αιτήματα πέρα από την εμβάθυνση του κράτους-πρόνοιας, σε αιτήματα για ριζική κοινωνική αναμόρφωση, αν όχι την αλλαγή του ίδιου του συστήματος που βασιζόταν στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική “δημοκρατία”. Εντούτοις, το βασικό χαρακτηριστικό της εκπαίδευσης στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, δηλαδή ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της, μετά από μακρούς αγώνες καθιερώθηκε στην περίοδο αυτή και στην Ελλάδα . Όμως, πόσο δωρεάν και δημόσια ήταν αυτή η παιδεία , η οποία στις βασικές της γραμμές εξακολουθεί να έχει τον ίδιο χαρακτήρα και σήμερα;

2. Ο μύθος της «δωρεάν» δημόσιας παιδείας

Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα ελεγχόταν πάντοτε, άμεσα ή έμμεσα, από το Κράτος. Εν τούτοις, αυτό δεν ίσχυε επίσης και όσον αφορά την χρηματοδότηση του, εφόσον ιδιωτικά σχολεία πάντα επιτρέπονταν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια παιδεία, προσελκύοντας τα παιδιά των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που αναζητούσαν καλύτερες εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις και μεγαλύτερες ευκαιρίες επιτυχίας στην εξασφάλιση μιας θέσης στα εγχώρια ή αλλοδαπά πανεπιστήμια. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τα αποτελέσματα πρόσφατης έκθεσης του ΟΟΣΑ για τις δημόσιες δαπάνες σχετικά με την παιδεία στις χώρες του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα έρχεται τρίτη από το τέλος μετά την Ινδονησία και την Σλοβακία, με μόνο 8,4% των συνολικών δημοσίων δαπανών να διατίθενται για την παιδεία.[1] Παρόμοια συμπεράσματα προκύπτουν από πρόσφατη έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας η οποία επιβεβαιώνει ότι οι δημόσιες δαπάνες για την παιδεία στην Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης.[2] Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον ότι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα στέλνουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία που χρηματοδοτούνται καλύτερα από τα δημόσια. Επιπλέον, οι περιορισμοί στους αριθμούς των εισακτέων στην ανώτατη εκπαίδευση σπρώχνουν τους γονείς να πληρώνουν υπέρογκα δίδακτρα σε ιδιωτικά φροντιστήρια, με την ελπίδα να δώσουν στα παιδιά τους περισσότερες δυνατότητες εξασφάλισης μιας πανεπιστημιακής θέσης. Αυτό θίγει ιδιαίτερα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα που βλέπουν την παιδεία σαν το μόνο πιθανό μέσο για κοινωνική άνοδο, αν όχι σαν τον μοναδικό τρόπο να εξασφαλίσουν κάποιου είδους απασχόληση σε μια χώρα στην οποία η ανεργία των νέων, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, είναι η υψηλότερη στην Ευρώπη των “27”, έχοντας φτάσει στο 25,5% ανάμεσα σε εκείνους ηλικίας 15-24.[3]

Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα αν κάποιος λάβει υπόψη του το γεγονός ότι, από την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην παγκόσμια οικονομία της αγοράς μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την ένταξη της στην ΕΕ στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και την δραστική αποσύνθεση και βαθμιαία έκλειψη του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα παραγωγής της,[4] ο τομέας των υπηρεσιών προσφέρει τις περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης από κάθε άλλο οικονομικό τομέα και η παιδεία έχει γίνει το μοναδικό μέσο για κάποιο βαθμό κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα. Είναι λοιπόν φανερό ότι η « δωρεάν δημόσια παιδεία», η οποία υποτίθεται καθιερώθηκε στην Ελλάδα την δεκαετία του ‘60 και, μετά από ένα μακρύ και συχνά αιματηρό φοιτητικό αγώνα, αργότερα περιλήφθηκε στο ελληνικό Σύνταγμα, ήταν πάντα ένας μύθος. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια πολύ πρόσφατη έρευνα που δείχνει ότι οι Έλληνες ξοδεύουν ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 2,2% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ το κράτος δαπανά μόλις 3,5% του ΑΕΠ στην δημόσια παιδεία.[5]

Ωστόσο, πολλοί γονείς και φοιτητές, κυρίως ανάμεσα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, βασίζονται κυρίως στην δημόσια παιδεία. Να, γιατί ο συνταγματικός περιορισμός που απαγορεύει την δημιουργία μη-δημόσιων πανεπιστημίων έγινε ο στόχος των τοπικών και ξένων ελίτ και, πρόσφατα, του νεοφιλελεύθερου κόμματος που κυβερνάει την χώρα (Νέα Δημοκρατία), που με την εκπεφρασμένη συμπαιγνία των σοσιαλ-φιλελεύθερων της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ), ξεκίνησαν μια εκστρατεία για την αναθεώρηση του συντάγματος ώστε ο περιορισμός αυτός να καταργηθεί. Από την άλλη μεριά, δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτή η προσπάθεια λειτούργησε σαν καταλύτης για ένα ισχυρό κίνημα φοιτητών και καθηγητών που αντιστέκονται στην επιχειρούμενη σταδιακή ιδιωτικοποίηση του τελευταίου προμαχώνα της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Και ερχόμαστε τώρα στον χαρακτήρα της παιδείας στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τους φοιτητικούς αγώνες εναντίον της.

3. Η Παιδεία στην Νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση

Η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης ήταν ένα μνημειώδες γεγονός το οποίο σηματοδότησε το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία είχε σημαδέψει την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο. Η δυναμική «ανάπτυξη-ή-θάνατος» της οικονομίας της αγοράς και, ιδιαίτερα, η ανάδυση και συνεχής επέκταση των πολυεθνικών και η παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς των ευρωδολαρίων, η οποία οδήγησε στην παρούσα νεοφιλελεύθερη μορφή μοντερνισμού, ήταν οι κύριες εξελίξεις που ώθησαν τις οικονομικές ελίτ να ανοίξουν και να φιλελευθεροποιήσουν τις αγορές. Με άλλα λόγια, αυτές οι ελίτ θεσμοποίησαν κυρίως (παρά δημιούργησαν) την παρούσα μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. 

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης μορφής του μοντερνισμού είναι η ανάδυση μιας νέας «υπερεθνικής ελίτ», η οποία αντλεί την εξουσία της (οικονομική, πολιτική ή γενικά κοινωνική) από την λειτουργία της σε υπερεθνικό επίπεδο γεγονός το οποίο δείχνει ότι δεν εκφράζει, ούτε αποκλειστικά, αλλά ούτε καν πρωταρχικά, τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Αυτή η ελίτ αποτελείται από υπερεθνικές οικονομικές ελίτ (στελέχη πολυεθνικών και των κατά τόπους θυγατρικών εταιρειών), υπερεθνικές πολιτικές ελίτ, δηλαδή, τους υπερεθνικά λειτουργούντες γραφειοκράτες και πολιτικούς που μπορεί να έχουν έδρα είτε σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, είτε στις κρατικές μηχανές των κυρίαρχων οικονομιών της αγοράς, και, τέλος, υπερεθνικές επαγγελματικές ελίτ, των οποίων τα μέλη παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, «δεξαμενές γνώσης» (think tanks), τα τμήματα έρευνας μεγάλων διεθνών πανεπιστημίων, τα ΜΜΕ κτλ. Ο κύριος στόχος της υπερεθνικής ελίτ, η οποία σήμερα ελέγχει τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση κάθε αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου στη λειτουργία της, με στόχο την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη «αποδοτικότητα» (όπως ορίζεται με στενά τεχνο-οικονομικά κριτήρια) και κερδοφορία. Ο νεοφιλελεύθερος μοντερνισμός χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση κάποιων νεοφιλελεύθερων μοτίβων όπως η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, η αντικατάσταση του Κράτους Πρόνοιας από δίκτυα ασφάλειας και η μεγιστοποίηση του ρόλου του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία. 

Όσον αφορά στην επιστημονική έρευνα και την εκπαίδευση ειδικότερα, ο νεοφιλελεύθερος μοντερνισμός συνεπάγεται, ουσιαστικά, την ιδιωτικοποίησή τους. Ως αποτέλεσμα, ο μη-ουδέτερος χαρακτήρας της επιστήμης έχει γίνει πιο προφανής από ποτέ άλλοτε, ιδιαίτερα μετά την ιδιωτικοποίηση της επιστημονικής έρευνας και τη βαθμιαία υποβάθμιση του δημόσιου τομέα γενικά και των δημόσιων δαπανών ειδικότερα. Όπως τονίζει και η Stephanie Pain, διευθυντικό στέλεχος της σύνταξης του New Scientist (όχι ακριβώς ένα ριζοσπαστικό περιοδικό!), η επιστήμη και οι μεγάλες επιχειρήσεις αναπτύσσουν ολοένα στενότερους δεσμούς τελευταία: 

«Ενώ η έρευνα ήταν κάποτε βασικά ουδέτερη, σήμερα έχει μια σειρά χορηγών να ικανοποιήσει. Στη θέση της αμεροληψίας, τα αποτελέσματα των ερευνών χειραγωγούνται διακριτικά, ή ακόμη αποσιωπούνται αν δεν εξυπηρετούν τα σωστά συμφέροντα. Η χρηματοδότηση τους σπάνια έρχεται χωρίς όρους». 

Τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης όσον αφορά στην πρόσβαση στην εκπαίδευση γενικά και στην κοινωνική κινητικότητα ειδικότερα, ήταν προβλέψιμα. Έτσι, όσον αφορά τα ‘εκπαιδευτικά’ αποτελέσματα, δεν προκαλεί έκπληξη ότι, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης φτώχειας και της ανισότητας στον νεοφιλελεύθερο μοντερνισμό, η ικανότητα γραφής και ανάγνωσης της Βρετανικής νεολαίας είναι σήμερα χειρότερη απ’ ότι ήταν πριν τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Πρόσφατη για παράδειγμα μελέτη διαπίστωσε ότι το 15% των ανθρώπων από 15 έως 21 ετών είναι «λειτουργικά αναλφάβητοι», ενώ το 1912 οι σχολικοί επιθεωρητές ανέφεραν ότι μόνο το 2% των νέων ανθρώπων ήταν ανίκανοι να γράψουν ή να διαβάσουν. Ακόμη, όσον αφορά την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, η Βρετανική Επιθεώρηση Νοικοκυριών του 1993 έδειξε ότι «αν και ο αριθμός των νέων που αποκτούν τα τυπικά προσόντα αυξάνει ραγδαία, τα στοιχεία δείχνουν ότι το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον ενός παιδιού, αποτελεί ακόμη τον πιο σημαντικό παράγοντα που τελικά καθορίζει ποιος αποκτά την καλύτερη ανωτάτη εκπαίδευση». Έτσι, σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, ο γιος ενός ελεύθερου επαγγελματία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν πιο πιθανό να πάει στο πανεπιστήμιο, απ’ ότι ένας του ίδιου περιβάλλοντος στις αρχές της δεκαετίας του 1960 (33% έναντι 29%). Τέλος, μια ακόμη ένδειξη ότι η πρόσβαση στην εκπαίδευση που επετεύχθη από τη σοσιαλδημοκρατία ήταν οριακή, είναι το γεγονός ότι ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το ποσοστό των παιδιών των ανειδίκευτων εργατών που πήγαιναν στο πανεπιστήμιο ήταν πολύ μικρό για να καταγραφεί στις στατιστικές, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυτό το ποσοστό έχει φτάσει στο 4%! Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η κατάσταση έχει χειροτερέψει περισσότερο από τότε. Η ψαλίδα, όσον αφορά την αναλογία μεταξύ των παιδιών των επαγγελματιών και αυτών των ανειδίκευτων που πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο, έχει ανοίξει κατά δέκα πόντους στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και, με το τέλος αυτής της δεκαετίας, λιγότερα από ένα στα έξι παιδιά από το τελευταίο σκαλοπάτι πήγαιναν στο πανεπιστήμιο, σε αντίθεση με τα σχεδόν τρία τέταρτα της κορυφής. 

Δεν είναι επομένως περίεργο ότι η κοινωνική κινητικότητα στη Βρετανία έχει μειωθεί στον νεοφιλελεύθερο μοντερνισμό. Αυτό συμβαίνει γιατί, παρόλο που το μέγεθος της εργατικής τάξης έχει μειωθεί στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι μεσαίες τάξεις κάθε άλλο παρά εκτοπίστηκαν. Παρά, λοιπόν, τη μικρή αύξηση στην κοινωνική κινητικότητα που παρατηρείται στα παιδιά από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, συγχρόνως, όπως μια ομάδα υπό τον Stephen Machin του University College London διαπίστωσε, περισσότερα παιδιά από το περιβάλλον των υψηλότερων κοινωνικά τάξεων παρέμειναν στην ίδια κοινωνική τάξη όπως οι γονείς τους. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει το παράδοξο ότι «η ισότητα ευκαιριών» μπορεί να σημειώνει μείωση τα τελευταία χρόνια, παρά την επέκταση των εκπαιδευτικών ευκαιριών.

Παρόμοιες τάσεις παρουσιάζονται παντού, δεδομένης της γενίκευσης του νεοφιλελεύθερου μοντερνισμού. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα αποτελέσματα είναι ακόμα χειρότερα στον Νότο, όπου τα απελευθερωθέντα από τον αποικιοκρατικό ζυγό κράτη είδαν την εκπαίδευση τόσο σαν όργανο για την εθνική ανάπτυξη όσο και σαν μέσο για το ξεπέρασμα των εθνικών και πολιτισμικών εμποδίων. Δεν πρέπει επομένως να απορεί κανείς σήμερα για το ότι 125 εκατομμύρια παιδιά δεν πηγαίνουν καθόλου σχολείο (τα 2/3 αυτών είναι κορίτσια) παρά τις υποσχέσεις των συνεδρίων των Ηνωμένων Εθνών την τελευταία δεκαετία ότι θα έβαζαν κάθε παιδί σε μια σχολική αίθουσα. Έτσι, καθώς οι κυβερνήσεις πιέζονται να έχουν σφικτούς προϋπολογισμούς από τους Διεθνείς Οργανισμούς, συμπιέζουν αντίστοιχα τα κονδύλια για την εκπαίδευση και, αναγκάζουν τα σχολεία να χρεώνουν δίδακτρα, μετατρέποντας τα σχεδόν σε «κέντρα φροντίδας των παιδιών»!

Μια κρίσιμη συνέπεια της άμεσης η έμμεσης ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, είναι η παρατηρούμενη βασική αλλαγή στο ίδιο το περιεχόμενο των σπουδών. Στη Βρετανία για παράδειγμα σημειώνεται μια συνεχής συρρίκνωση στον αριθμό των «θεωρητικών» Πανεπιστημιακών τμημάτων (π.χ. Ιστορία, η Οικονομική Θεωρία, η Φιλοσοφία κ.λπ.) σε όφελος «πρακτικών» τμημάτων άμεσα συνδεδεμένων με την αγορά (μάρκετινγκ, μάνατζμεντ, Επιχειρησιακές Σπουδές, Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές κ.λπ.). Αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιου σατανικού σχεδίου των ελίτ αλλά απλά το αποτέλεσμα της λειτουργίας της «εσωτερικής αγοράς», που έχει δημιουργηθεί στον εκπαιδευτικό τομέα και η οποία ήδη έχει οδηγήσει σε έμμεση ιδιωτικοποίηση των σπουδών και της έρευνας «από τα κάτω», παρά το γεγονός ότι η παιδεία τυπικά διατηρεί ακόμη τoν δημόσιο χαρακτήρα της. Έτσι:

  • Από την μεριά της ζήτησης, οι υποψήφιοι φοιτητές, αντιμετωπίζοντας την σημερινή εντεινόμενη ανεργία και υποαπασχόληση, επιλέγουν αντικείμενα σπουδών που έχουν «πέραση» στην αγορά εργασίας, και επομένως προτιμούν τα αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα, βοηθώντας έμμεσα την διοχέτευση περισσότερων δημόσιων κονδυλίων προς αυτά, και,
  • από την μεριά της προσφοράς, τέτοια «πρακτικά» τμήματα εύκολα εξασφαλίζουν σποσορινγκ και ιδιωτική χρηματοδότηση, που και τα δυο, συμπληρώνουν την συρρικνούμενη δημόσια χρηματοδότηση της παιδείας, η οποία επεβλήθηκε από τις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι οποίες καθορίζουν δραστικές περικοπές στους συντελεστές φορολογίας (εταιρικοί φόροι επί των εταιριών, προσωπικοί φόροι εισοδήματος κ.λπ.) προς όφελος των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων —πάντα στο όνομα της ανταγωνιστικότητας— που χρηματοδοτούνται μέσω αντίστοιχων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες γενικά και στις κοινωνικές δαπάνες ειδικότερα.

Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η μαζική παραγωγή από το εκπαιδευτικό σύστημα καθαρών τεχνοκρατών, με επιφανειακή γενική γνώση και φυσικά χωρίς καμιά ικανότητα αυτόνομης σκέψης, πέρα από το στενό και πολύ εξειδικευμένο περίγραμμα του συγκεκριμένου [επιστημονικού] τους πεδίου. Αυτός άλλωστε είναι ο θεμελιώδης στόχος της παιδείας στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα: η «παραγωγή» παρόμοιων στενόμυαλων «επιστημόνων», που καλούνται να λύσουν τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις με τρόπο που θα μεγιστοποιεί την οικονομική αποτελεσματικότητα για αυτές, και έμμεσα, για ολόκληρο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι αυτό το είδος μαζικής παραγωγής παρόμοιων «επιστημόνων» κάθε άλλο παρά συνεπάγεται την τελική επικράτηση στη σκέψη του επιστημονικού ορθολογισμού. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου αυτό το σύστημα παιδείας ήταν πάντα κυρίαρχο, διάσημοι επιστήμονες στον κλάδο τους (ακόμα και στις φυσικές επιστήμες) είναι θρησκευόμενοι ή υιοθετούν διάφορα ανορθολογικά συστήματα σκέψης, των οποίων οι κεντρικές ιδέες αντλούνται όχι μέσω ορθολογικών μεθόδων (Λόγος και/ή εμπειρικά δεδομένα) αλλά μέσω της διαίσθησης, η των ενστίκτων, συναισθημάτων, μυστικιστικών εμπειριών, αποκάλυψης κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι ένα Τζέκυλ-και-Χαιντ υβρίδιο επιστήμονα που υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί την ορθολογική μεθοδολογία έρευνας όσο «φοράει το επιστημονικό του καπέλο», και ο οποίος γίνεται ένας ανορθολογιστής του χειρότερου είδους όταν «το βγάζει». Αυτό ήταν ένα σχετικά σπάνιο φαινόμενο στην Ευρώπη πριν την νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, αλλά η τωρινή αμερικανοποίηση και επακόλουθη ιδιωτικοποίηση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων το κάνει όλο και πιο συχνό.

Περιττό βέβαια να προσθέσουμε ότι αυτή η διαδικασία γίνεται ακόμη πιο εύκολη όταν τα πανεπιστήμια δεν ελέγχονται άμεσα από την ίδια την κοινωνία —η οποία και μόνο μπορεί να εκφράσει το γενικό συμφέρον— αλλά από ελίτ και κοινωνικές ομάδες, μέσα στην κοινωνία που εκφράζουν ειδικά συμφέροντα, είτε οικονομικά (πολυεθνικές εταιρείες), είτε πολιτιστικά (π.χ. θρησκευτικές οργανώσεις ή η ίδια η Εκκλησία) ή πολιτικό-στρατιωτικά (π.χ. το αμερικάνικο πεντάγωνο). Το θέμα επομένως δεν είναι απλά εάν τα πανεπιστήμια είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, όπως υποστηρίζουν οι πολιτικές ελίτ για να αποπροσανατολίσουν την συζήτηση, αλλά εάν τα προγράμματα σπουδών και έρευνας καθορίζονται γενικά από την κοινωνία και όχι από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες με επενδεδυμένα ιδιαίτερα συμφέροντα μέσα σε αυτήν.

Στο Ευρωπαϊκό περιβάλλον που ανήκει και η χώρα μας, ήδη από το 2001, η «Διακήρυξη της Μπαλόνια» της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπαγόρευε την δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Παιδείας που θα εξασφάλιζε τις εξής προϋποθέσεις:

  • Την διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ανώτατης Παιδείας και

  • Την ουσιαστική σύνδεση της ανώτατης παιδείας με τις ανάγκες της κοινωνίας και της Ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας.

Η δεύτερη προϋπόθεση ιδιαίτερα αντιπροσωπεύει μια άμεση σύνδεση της παιδείας με τις ανάγκες της αγοράς, σε αντιδιαστολή με την αντίστοιχη έμμεση σύνδεση κατά την διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου. Με αυτή την έννοια, η προυπόθεση αυτή συνοψίζει το περιεχόμενο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όσον αφορά την παιδεία και την έρευνα και έχει καθοριστικές επιπτώσεις στο περιεχόμενο και, φυσικά, στην χρηματοδότηση τους. Έτσι, τώρα διακηρύσσεται ρητά ότι το πανεπιστήμιο είναι στην υπηρεσία των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ την ίδια στιγμή καθιερώνεται, μέσω άμεσων και έμμεσων μεθόδων, η χρηματοδότηση μόνο εκείνων των προγραμμάτων σπουδών και έρευνας που εξυπηρετούν τις «ανάγκες της κοινωνίας» (εφ’ όσον βέβαια ταυτίζονται με τις «ανάγκες της αγοράς»). Πρόσφατα μάλιστα ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ σε επίσκεψη του στην Ελλάδα “έκανε λιανά” τι εννοούν οι εταίροι μας. Όπως δήλωσε ο Ανχελ Γκουρία, κηρύσσοντας, ακριβώς πριν ένα χρόνο, τις εργασίες της διήμερης συνόδου των υπουργών Παιδείας των χωρών-μελών του Οργανισμού, «το πανεπιστήμιο που στηρίζεται οικονομικά από το κράτος δεν είναι η αποδεκτή λύση», ξεκαθαρίζοντας ότι συμμετοχή στις διαβουλεύσεις της συνόδου «σημαίνει συμμετοχή στις αλλαγές», δηλαδή στην μη υποχρέωση του κράτους να πληρώνει το κόστος της Ανώτατης Εκπαίδευσης και τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, που ξεκινούν απαραιτήτως από τα «δίδακτρα των φοιτητών» (για την πληρωμή των οποίων προέβλεψε «επιδοτούμενα δάνεια ή υποτροφίες»)[6].

Η αναπόφευκτη βέβαια συνέπεια της διαδικασίας αυτής είναι ότι η γνώση, όπως και κάθε τι άλλο σε μια οικονομία/κοινωνία αγοράς, γίνεται εργαλείο πρωταρχικά στην υπηρεσία της οικονομίας της αγοράς και των ελίτ που την ελέγχουν, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, τις επιθυμίες εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων και, κατά συνέπεια, τις «καθαρές”» γνωστικές ανάγκες της επιστήμης.[7]

 

4. Η αντίσταση στη νεοφιλελεύθερη παιδεία και η καταστολή

Ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της παιδείας στην Ελλάδα δεν πήρε μόνο την μορφή των φοιτητικών καταλήψεων και των απεργιών των καθηγητών, που κράτησαν για μήνες, αλλά και τη μορφή μιας σειράς εβδομαδιαίων διαδηλώσεων, με —μερικές φορές— σημαντικές αντιπαραθέσεις με τα ΜΑΤ, οι οποίες τουλάχιστον σε μια περίπτωση —8 Μαρτίου— πήρε την μορφή αιματηρής διαδήλωσης, με μαζικούς τραυματισμούς και συλλήψεις . Η πολιτική ελίτ και τα ΜΜΕ, όπως συνήθως, μίλησαν για «πολιτική βία» των διαδηλωτών, συγχέοντας την συστημική βία του κράτους με την πολιτική αντί-βία, η οποία βασίζεται στην αμφισβήτηση της συστημικής βίας των ελίτ.[8] Με άλλα λόγια, οι ελίτ και τα ΜΜΕ, για άλλη μια φορά, μπέρδεψαν τους καταπιεστές με τους καταπιεσμένους, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν οι ελίτ που επιχειρούν να ιδιωτικοποιήσουν την παιδεία εκείνες που πρέπει να κατηγορηθούν για την βία, αλλά τα θύματα τους που προσπαθούν να αντισταθούν. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το επόμενο μέτρο που πήρε η ελληνική ελίτ, μετά από τις μαχητικές αυτές κινητοποιήσεις, ήταν να περάσει στη Βουλή άλλο ένα νόμο, τον περίφημο “Νόμο-πλαίσιο”, που υπονομεύει αποτελεσματικά το «ακαδημαϊκό άσυλο», δηλ. την για χάρη της προστασίας της ελευθερίας της σκέψης απαγόρευση χωρίς την προηγούμενη εκπεφρασμένη θέληση των φοιτητών και καθηγητών—της εισόδου των δυνάμεων ασφαλείας στους Πανεπιστημιακούς χώρους. Αυτό ήταν άλλη μια κοινωνική κατάκτηση, που κερδήθηκε μετά από μακρούς και αιματηρούς αγώνες την δεκαετία του ’60 και την οποία η σημερινή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση επιδίωκε ν αποδυναμώσει με κάθε τρόπο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η προκλητική ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου από την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή ήταν άλλη μια ενέργεια των ελίτ που δυνάμωσε ακόμη περισσότερο τον αγώνα των μαχητικών φοιτητών.

Στο μεταξύ, οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι του ΠΑΣΟΚ, παρόλο που έχουν επίσης υιοθετήσει την γραμμή της ΕΕ για την ενίσχυση της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, έκαναν μια οπορτουνιστική στροφή 180 μοιρών και δεν υποστήριξαν την διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, κάτω από την λαϊκή πίεση και την πίεση της κομματικής τους νεολαίας. Το γεγονός αυτό αντιπροσωπεύει όμως μόνο μια απλή αναβολή της διαδικασίας αναθεώρησης, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί, (με την υποστήριξη και των δύο κυρίων κομμάτων), μετά τις εθνικές εκλογές την επόμενη χρονιά. Και αυτό γιατί, τόσο για τους νέο-φιλελεύθερους όσο και για τους σοσιαλ-φιλελευθέρους, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι στην πραγματικότητα μονόδρομος, δεδομένου, ότι στο παρόν θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, και οι δύο πλευρές δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να ανοίξουν την εκπαίδευση στην αγορά.[9] Στην πραγματικότητα, η κύρια κοινωνική συνέπεια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η πρωτοφανής αύξηση της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας η οποία, εντούτοις, δεν εκφράζεται μόνο με την τεράστια συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στα χέρια προνομιούχων κοινωνικών ομάδων, αλλά επίσης και με τον αυξανόμενα ταξικό χαρακτήρα κοινωνικών υπηρεσιών όπως η παιδεία, η υγεία και οι συντάξεις. Αυτό είναι το άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα της διαδικασίας μαζικής ιδιωτικοποίησης που αυτή την στιγμή λαμβάνει χώρα παντού, συμπεριλαμβανομένων των Σκανδιναβικών κρατών τα οποία υπήρξαν το μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας.

Προφανώς, όμως, η ρεφορμιστική Αριστερά αδυνατεί να κατανοήσει το γεγονός αυτό και διατηρεί ακόμη τους ευσεβείς πόθους της για την «αναπόφευκτη» επιστροφή σε κάποιο είδος σοσιαλ-δημοκρατίας, εφόσον, όπως υποστηρίζει, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμα η σημερινή από-κοινωνικοποίηση της κοινωνίας. Φαίνεται λοιπόν πως αυτή η Αριστερά «ξεχνά» ότι η αμερικάνικη κοινωνία, για παράδειγμα, όχι μόνο έχει από καιρό από-κοινωνικοποιηθεί και παρόλα αυτά ακόμα καταφέρνει να αναπαράγει τον εαυτό της χωρίς πρόβλημα, αλλά και ότι πολλοί, κυρίως στην περιφέρεια (Ινδία, Κίνα, Πολωνία κ.λπ.) αυτήν έχουν για πρότυπο!

Φυσικά, δεν ήταν μόνο ο μηχανισμός φυσικής καταστολής που τέθηκε σε λειτουργία ενάντια στον αγώνα κατά της ιδιωτικοποίησης. Ο μηχανισμός ιδεολογικής καταστολής έπαιξε έναν εξίσου σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια των ελίτ να καταπνίξουν το διογκούμενο μαζικό κίνημα. Τα ΜΜΕ και ειδικά τα τηλεοπτικά κανάλια (με τα κρατικά κανάλια να πρωτοστατούν) ενορχήστρωσαν μια επίθεση ενάντια στους φοιτητές, παρουσιάζοντας τους μαχητικούς ανάμεσα τους σαν κάποιο είδους χούλιγκαν, ενώ συστηματικά παγίδευαν τους υπόλοιπους σε σκηνοθετημένες «δημόσιες συζητήσεις» στις οποίες η άποψη των φοιτητών ήταν πάντα μειοψηφική![10] Ο ίδιος ο πρωθυπουργός εξέφρασε τον τόνο της ιδεολογικής καταστολής όταν δήλωσε, αναφερόμενος στις καταλήψεις και στις διαδηλώσεις: «Κάποιοι έχουν την αντίληψη ότι το κράτος τούς ανήκει. Όλοι αυτοί αποτελούν μειοψηφίες και περιθωριακές ομάδες που δεν σέβονται τη Δημοκρατία…. Το κράτος ανήκει σε όλους τους πολίτες”. [11]

Από τη δήλωση αυτή γίνεται σαφές ότι, για την ελληνική πολιτική ελίτ βρισκόμαστε ακόμη κάπου...στον Χρυσούν Αιώνα του Περικλέους, όταν το «κράτος» πράγματι ανήκε στους πολίτες του (έστω και με τη στενή έννοια που οριζόταν ο Αθηναίος πολίτης η οποία απέκλειε γυναίκες, μέτοικους, δούλους), εφόσον εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα εγκαθιδρυθεί ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την πολιτεία, ο οποίος αναδύθηκε σχεδόν δυο χιλιετηρίδες αργότερα με την αμερικάνικη ανακάλυψη της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Είναι εξίσου φανερό ότι, για τις ίδιες ελίτ, η σύγχρονη κοινωνία δεν είναι διαχωρισμένη ούτε από την οικονομίακάτι που θεσμοθετήθηκε με την ανάδυση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς σχεδόν την ίδια περίοδο, δηλαδή δυο αιώνες πριν, με την εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».[12] Με άλλα λόγια, για τους υποστηρικτές του σημερινού συστήματος, δεν υπάρχουν πολιτικές η οικονομικές ελίτ που μονοπωλούν την πολιτική και οικονομική εξουσία αντίστοιχα, παρόλο που η πλειοψηφία του πληθυσμού απλά έχει το δικαίωμα, κάθε 4 περίπου χρόνια, να διαλέγει ανάμεσα στα τμήματα της πολιτικής ελίτ — τα οποία, στην σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, έχουν μόνο διακοσμητικές προγραμματικές διαφορές μεταξύ τους.

Η συνέπεια είναι ότι το εκλεγμένο τμήμα της πολιτικής ελίτ είναι σε θέση να κηρύσσει πολέμους εναντίον άλλων χωρών, όχι μόνο χωρίς να μπαίνει στο κόπο να ερωτά γι' αυτό τους πολίτες του προκαταβολικά, αλλά ακόμα και χωρίς να διστάζει μερικές φορές να απορρίπτει περιφρονητικά τις διαμαρτυρίες τους, έστω και όταν αυτές εκφράζονται από εκατομμύρια ανθρώπους στους δρόμους (όπως στην Βρετανία, την παραμονή της εξαπόλυσης της εγκληματικής εισβολής στο Ιράκ το 2003), ή ν αγνοεί την μαζική αποδοκιμασία των πολιτικών της σε μεταγενέστερες εκλογές (πχ οι εκλογές του αμερικάνικου κογκρέσου το 2006). Παρόμοια, η ελληνική πολιτική ελίτ ποτέ δεν ρώτησε τις απόψεις των εκπαιδευτών ή των εκπαιδευόμενων, πριν προχωρήσει σε μια διαδικασία που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της ανώτατης παιδείας, ή στην αποτελεσματική υπονόμευση του «ακαδημαϊκού ασύλου», και παρόλα αυτά δεν είχε ενδοιασμούς να αποκαλεί την λαϊκή αντίδραση στις μονομερείς αποφάσεις της «φασιστική»!

Μια άλλη παραλλαγή του ίδιου επιχειρήματος από τις ελίτ είναι ότι ήταν δήθεν μόνο μια μικρή μειοψηφία φοιτητών και πανεπιστημιακών που υποστήριζε τις καταλήψεις των πανεπιστημίων, δεδομένου ότι αυτοί που έπαιρναν μέρος και ψήφιζαν στις συνελεύσεις αντιπροσώπευαν αριθμητικά μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού αριθμού φοιτητών και καθηγητών. Όμως, απαιτεί μεγάλη δόση θράσους να χρησιμοποιούν παρόμοια επιχειρήματα επαγγελματίες πολιτικοί, οι οποίοι έχουν το «ελεύθερο» να εφαρμόζουν οποιαδήποτε πολιτική θέλουν, με βάση απλώς μια γενική εξουσιοδότηση που παίρνουν κάθε 4 περίπου χρόνια για να εφαρμόσουν ένα ασαφές πολιτικό πρόγραμμα, το οποίο συνήθως εγκρίνεται από λιγότερο από το ένα τρίτο των ψηφοφόρων (στις ΗΠΑ αυτό το τμήμα έχει τώρα συρρικνωθεί σε λιγότερο από το ένα τέταρτο!). Ιδιαίτερα μάλιστα όταν χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα αυτά ενάντια σε εντολοδόχους των φοιτητών και καθηγητών που έχουν εκλεγεί (μέσω εβδομαδιαίων ή ακόμα και καθημερινών συνελεύσεων) να εφαρμόσουν συγκεκριμένες αποφάσεις των συνελεύσεων, οι οποίες λαμβάνονται μετά από ενδελεχείς συζητήσεις των σχετικών θεμάτων.

 

5. Το υπόρρητα αίτημα του φοιτητικού κινήματος

Το θέμα που συνήθως υπόρρητα έβαζε το φοιτητικό κίνημα ήταν, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο οι δύο βασικές προϋποθέσεις για ένα πραγματικά δημοκρατικό και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα μπορούν να εκπληρωθούν, δηλαδή:

  • Το αντικείμενο σπουδών και έρευνας να καθορίζεται από την κοινωνία γενικά και τους εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενους ειδικότερα μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο ακαδημαϊκής αυτονομίας, και όχι από κοινωνικές ομάδες με τα δικά τους επενδυμένα ειδικά συμφέροντα και την δύναμη να υπονομεύουν δραστικά αυτή την αυτονομία

  • Η ανώτατη εκπαίδευση να παρέχεται δωρεάν στον καθένα, σαν κοινό αγαθό, και όχι μόνο στους πολύ φτωχούς, σαν ένα είδος φιλανθρωπίας από τις ελίτ με την μορφή υποτροφιών, σπονσορινγκ κλπ. Αυτό συνεπάγεται ότι η παιδεία γενικά και η ανώτατη παιδεία ειδικότερα θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται από ένα άκρως προοδευτικό φόρο πάνω στο εισόδημα και τον πλούτο, έτσι ώστε το σχετικό φορολογικό βάρος να επιβαρύνει τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.

Το σύστημα των μη-κερδοσκοπικών ιδιωτικών πανεπιστημίων που προτάθηκε από τις ελληνικές ελίτ σαφώς δεν ικανοποιεί την πρώτη προϋπόθεση, καθώς θα ήταν πάντα δυνατό σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση που αναμιγνύεται σε «πολιτιστικές» δραστηριότητες (πέρα από την εκκλησία ένα ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα στην Ελλάδα δεδομένου του ρόλου που της έχει εκχωρηθεί από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και τα ΜΜΕ τον στρατό κ.λπ.) να χρηματοδοτούν παρόμοια «πανεπιστήμια». Κάτω από αυτό το σύστημα, το αντικείμενο σπουδών και έρευνας, καθώς επίσης και η σύνθεση του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και επομένως οι μέθοδοι διδασκαλίας και έρευνας, θα καθορίζονταν στην βάση των ειδικών συμφερόντων των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, αν όχι των συμφερόντων του ανορθολογικού θρησκευτικού κατεστημένου, οδηγώντας στην κατάκτηση από τις δυνάμεις του ανορθολογισμού —«από τα μέσα» — του κύριου ορθολογικού θεσμού που παίζει ηγεμονικό ρόλο στην νεοτερικότητα, του Πανεπιστήμιου.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι το σημερινό κρατικό Πανεπιστήμιο, που επικρατεί σε όλη την Ευρώπη, ικανοποιεί επαρκώς την πρώτη προϋπόθεση, εφόσον δεν παύει να ελέγχεται άμεσα από τις πολιτικές και έμμεσα από τις οικονομικές ελίτ. Εντούτοις, είναι πολύ ευκολότερο να επιβληθούν αλλαγές των προγραμμάτων σπουδών και έρευνας στα κρατικά Πανεπιστήμια «από τα κάτω», (δηλ. από τους φοιτητές και το προσωπικό που δεν βλέπει την δουλειά του απλά σαν καριέρα και σαν μέσο για κοινωνική και οικονομική ανέλιξη), από ό,τι είναι στην περίπτωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Είναι άλλωστε γνωστό ότι σημαντικές αλλαγές στα προγράμματα σπουδών και έρευνας, καθώς επίσης και στην λειτουργία των Πανεπιστημίων, εισήχθησαν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της δυτικής Ευρώπης μετά τον Μάη του ’68 —οι περισσότερες από τις οποίες αναστράφηκαν αργότερα μέσα στο γενικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη μεριά, η εκπαίδευση σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εμπόρευμα το οποίο, όπως κάθε άλλο εμπόρευμα, πρέπει να παραχθεί στην βάση των αρχών της οικονομικής «αποδοτικότητας», με άλλα λόγια στην βάση του κριτηρίου κατά πόσο το αποτέλεσμα της έρευνας και της διδασκαλίας είναι χρήσιμο στις ανάγκες του συστήματος της αγοράς και αυτών που την ελέγχουν. Δεν είναι απορίας άξιον ότι ακόμα και τα πιο φημισμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ προσφέρουν περιζήτητες θέσεις σχετικά ευκολότερα στα παιδιά γενναιόδωρων χρηματοδοτών και παλιών απόφοιτωνμια πρακτική που φαίνεται χρησιμοποιήθηκε δεόντως από την οικογένεια Μπους, ώστε να επιτύχει το βλαστάρι της, ο Τζορτζ Μπους (όχι ακριβώς πρότυπο πολυμάθειας!) να γίνει δεκτό στο Πανεπιστήμιο του Yale.[13]

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η κατάργηση της δωρεάν παιδείας, στην οποία αναπόφευκτα θα οδηγήσει η δημιουργία μη κερδοσκοπικών» αλλά και μη δημόσιων Πανεπιστημίων, ουσιαστικά αναιρεί το δικαίωμα πολλών πολιτών στην εξειδικευμένη γνώση εφ’ όσον έχει καθαρά ταξικό χαρακτήρα. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, όπως αποκάλυψαν τα στοιχεία που δημοσίευσε πέρυσι το Γραφείο Στατιστικής της Ανώτατης Παιδείας (HESA), μετά την εισαγωγή συμπληρωματικών» διδάκτρων από τα πανεπιστήμια, μειώθηκε το ποσοστό των πρωτοετών φοιτητών που προέρχεται από χαμηλού εισοδήματος οικογένειες και αντίστοιχα μειώθηκε το ποσοστό των υποψήφιων που προέρχεται από δημόσια σχολεία.[14] Παρόλο που τα αποτελέσματα του 2007 δεν δείχνουν παρόμοια πτώση, δεν έχουν ακόμη δοθεί επίσημα στοιχεία για το πως ανταποκρίνονται στο νέο σύστημα διδάκτρων στην Αγγλία σπουδαστές από οικογένειες που αποστρέφονται τον δανεισμό για τη χρηματοδότηση των σπουδών των παιδιών τους. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να κάνει τη λογική υπόθεση ότι παρόλο που φοιτητές από την μεσαία τάξη δεν έχουν πρόβλημα να πληρώνουν τα δίδακτρα, «βοηθώντας» έτσι τα στατιστικά στοιχεία να δείχνουν μια αύξηση του συνολικού αριθμού των φοιτητών, οι φοιτητές από στρώματα χαμηλού εισοδήματος είναι πιθανό να πληρώνουν υψηλό τίμημα για αυτή την έμμεση ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων. Ακόμη, το νέο σύστημα των φοιτητικών δανείων, το οποίο εισήχθη από τους σοσιαλ-φιλελεύθερους του Νέου Εργατικού κόμματος προς αντικατάσταση του παλιού συστήματος των φοιτητικών επιδομάτων που κάλυπταν γενικά τα έξοδα των φοιτητών (σύστημα που είχε υιοθετήσει το Εργατικό κόμμα της σοσιαλ-δημοκρατικής εποχής), όχι μόνο σπρώχνει τους φοιτητές και φοιτήτριες να δουλεύουν σε μπαρ και μακντονάλτς —αν όχι σε στριπτιζαδικα— για να συμπληρώσουν το εισόδημα τους, αλλά και τους αφήνει επιπλέον με σοβαρό χρέος στο τέλος των σπουδών τους.[15] Αυτό έχει το σημαντικό παράπλευρο κοινωνικό αποτέλεσμα (για το σύστημα) της δημιουργίας μιας πειθήνιας τάξης πολιτών που αγωνίζονται να ξεπληρώσουν όχι μόνο τα συνηθισμένα δάνεια για ν αγοράσουν σπίτι, αυτοκίνητο κλπ, αλλά και τα δάνεια για τις Πανεπιστημιακές τους σπουδές—η τέλεια φόρμουλα για ένα παθητικό μεταμοντέρνο πολίτη που δουλεύει σκληρά και απλά ακολουθεί τις ελίτ: η γνωστή δηλαδή συνταγή για το Αμερικανικό «Όνειρο», η οποία τώρα επεκτείνεται παντού.

 

6. Η Κρίση στην Παιδεία ως τμήμα της πολυδιάστατης κρίσης

Δεδομένου λοιπόν του μονόδρομου χαρακτήρα που έχουν οι πολιτικές που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι φανερό ότι η κρίση στην παιδεία είναι στη πραγματικότητα τμήμα μιας γενικότερης κρίσης που αντιμετωπίζει η σημερινή κοινωνία. Τις μέρες μας, βέβαια, ελάχιστοι πέρα από τους ιδεολόγους του συστήματος αμφισβητούν το γεγονός ότι η σημερινή κοινωνία, η οποία παίρνει παντού την μορφή μιας νεοφιλελεύθερης η συνήθως σοσιαλφιλελεύθερης οικονομίας της αγορας/αναπτυξης και αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας” αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση, η οποία εξαπλώνεται σε κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής. Τα κύρια χαρακτηριστικά της κρίσης αυτής είναι:

  • Πρώτον, όπως ήδη υποδηλώθηκε ότι η κρίση αυτή είναι πολυδιάστατη και αγκαλιάζει το οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό με τη στενή έννοια, το πολιτιστικό και το οικολογικό, πεδίο.

  • Δεύτερον, είναι καθολική κρίση με διπλή έννοια: α) με την έννοια ότι εξαπλώνεται σε κάθε γωνία της γης που ενσωματώνεται, είτε μέσω πολιτικό-οικονομικών μηχανισμών είτε μέσω πολιτικό-στρατιωτικών μηχανισμών, στην Νέα Διεθνή Τάξη την οποία συναπαρτίζουν η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και κάποια μορφή αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας’, και, β) με την έννοια ότι δεν αμφισβητεί μόνο τους θεσμούς της ΝΔΤ αλλά, άμεσα η έμμεσα, και τις αξίες που επιβάλλει η Νέα Τάξη και κυρίως την έννοια της “Προόδου” και την ταύτιση της με την οικονομική ανάπτυξη που έχει οδηγήσει στην σημερινή καταστροφική οικολογική κρίση.

  • Το τρίτο χαρακτηριστικό της κρίσης αφορά τις αιτίες της πολυδιάστατης αυτής κρίσης οι οποίες κατά την άποψη του προταγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), μπορεί ΟΛΕΣ ν αποδοθούν στους θεσμούς της νεωτερικοτητας που σήμερα έχουν καθολικευθεί: δηλαδή στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας , η δυναμική των οποίων οδήγησε στην σημερινή πελώρια και συνεχώς διογκούμενη συγκέντρωση πολιτικής, οικονομικής και γενικότερα κοινωνικής δύναμης που αποτελεί την απώτερη αιτία για κάθε διάσταση της κρίσης[16].

Η Οικονομική διάσταση

Συγκεκριμένα, η οικονομική κρίση μπορεί να δειχτεί ότι οφείλεται στη συγκέντρωση που δημιουργεί η δυναμική της ανάπτυξης για χάρη της μεγαλύτερης οικονομικής αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητας, με τελικό στόχο το κέρδος. Το αποτέλεσμα της σημερινής καθολίκευσης της οικονομίας της αγορας/αναπτυξης –το οποίο έκανε αναγκαίο το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών σαν αποτέλεσμα της μαζικής εξάπλωσης των πολυεθνικών στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα ήταν η δημιουργία ενός διπολικού κόσμου, δηλαδή:

  • ενός κόσμου που περιλαμβάνει τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που είναι σε κοινωνική και οικονομική θέση να εκμεταλλευθούν τα πλεονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης, είτε βρίσκονται στον Βορρά είτε στον Νότο

  • και ενός άλλου κόσμου που μένει απέξω από τα δήθεν “καθολικά” ευεργετήματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ο οποίος περιλαμβάνει όλα αυτά τα κοινωνικά στρώματα που περιθωριοποιούνται από τη διαδικασία αυτή, είτε στον Βορρά είτε στον Νότο.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλούμε σήμερα για μια νέα διαίρεση μεταξύ ενός “νέου Βορρά” και ενός “νέου Νότου” που ξεπερνά τα παλιά γεωγραφικά όρια. Ο “νέος Βορράς” αποτελείται βασικά από την “κοινωνία των 2/3” στον Πρώτο Κόσμο και μικρές μειονότητες στον Δεύτερο και Τρίτο Κόσμο, δηλαδή περιλαμβάνει όχι μόνο τις ελίτ που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής αλλά και μια ευμεγέθη μεσαία τάξη στον Πρώτο Κόσμο και τις μικρές μεσαίες τάξεις που αναπτύσσονται ως αποτέλεσμα της εξαρτημένης διαδικασίας ανάπτυξης στον Δεύτερο και Τρίτο Κόσμο. Ο νεος Βορράς έχει επενδεδυμένα συμφέροντα στην αναπαραγωγή της Νέας Διεθνούς Τάξης και παρόλο που πχ οι Ευρωπαικές μεσαίες τάξεις μπορεί να διαφωνούν π.χ. με την αδιαφορία της Αμερικανικης μεσαίας τάξης για το φαινόμενο του θερμοκηπίου η τον πόλεμο στο Ιράκ κλπ., εντούτοις, δεν θα έκαναν ποτέ το παραμικρό για ν αμφισβητήσουν το ίδιο το διεθνές σύστημα. Απο την άλλη μεριά, ο «νεος Νότος» περιλαμβάνει ολα τα κοινωνικά στρώματα που, είτε διαμένουν στον γεωγραφικό Βορρά, είτε (οι περισσότεροι) στον γεωγραφικό Νότο, περιθωριοποιούνται απο την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, μολονότι αυτοί με την φτηνή εργασία τους την αναπαράγουν, και έχουν κάθε συμφέρον να ανατρέψουν την Νέα Τάξηέστω και αν σήμερα πολλοί απο τους αντιστεκόμενους στον Νότο κινούνται με εθνικοαπελευθερωτικά η κάποτε ακόμη και εθνικιστικά άν οχι και ανορθολογικά κίνητρα.

Η πολιτική διάσταση

Η συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης έχει γίνει το λειτουργικό συμπλήρωμα της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης. Έτσι, όπως η δυναμική ανάπτυξη-ή-θάνατος της οικονομίας της αγοράς οδήγησε στη σημερινή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, παρόμοια, η δυναμική της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» οδήγησε στη σημερινή αντίστοιχη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης. Η συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης στα χέρια των κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων, στη διάρκεια της φιλελεύθερης νεωτερικότητας, οδήγησε, στην κρατικιστική νεωτερικότητα, σ’ έναν ακόμα υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης στα χέρια των κυβερνήσεων και της ηγεσίας των «μαζικών» κομμάτων εις βάρος των κοινοβουλίων,. Στη σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το συνδυασμένο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» οδήγησε στη μετατροπή της πολιτικής σε τέχνη διαχείρισης της κρατικής εξουσίας, (statecraft),[17] με τις ομάδες διαμόρφωσης πολιτικής (think tanks) —«τους σημερινούς «αναλυτές συστημάτων»— να καθορίζουν τις μελλοντικές πολιτικές και τον τρόπο εφαρμογής τους.[18] Έτσι, μια μικρή κλίκα επαγγελματιών πολιτικών και τεχνοκρατών γύρω από τον πρωθυπουργό (ή τον Πρόεδρο) συγκεντρώνει όλη την πραγματική πολιτική δύναμη στα χέρια της, ιδιαίτερα στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς που αποτελούν σημαντικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ. Επιπλέον, η συνεχής παρακμή της οικονομικής αυτοδυναμίας του Κράτους συνοδεύεται από την παράλληλη μεταμόρφωση του δημόσιου χώρου σε καθαρή διαχείριση. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία, ελέγχοντας το Ευρώ  ανεξάρτητα από κάθε πολιτικό έλεγχο, παίρνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για την οικονομική ζωή εκατομμυρίων πολιτών

Η «κρίση της πολιτικής» που έχει εμφανιστεί στη σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, υποσκάπτει τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και εκφράζεται από ορισμένα συμπτώματα, τα οποία παίρνουν συχνά τη μορφή μιας υπόρρητης ή και ρητής αμφισβήτησης  θεμελιακών πολιτικών θεσμών της (κόμματα, εκλογές κ.τ.λ.). Τέτοια συμπτώματα είναι για παράδειγμα:

  • τα πολύ υψηλά και μερικές φορές αυξανόμενα ποσοστά αποχής στις εκλογές, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. και στη Βρετανία,

  • η έκρηξη της δυσαρέσκειας με τη μορφή συχνά βίαιων ταραχών,

  • η μείωση των μελών των κομμάτων,

  • το γεγονός ότι ο σεβασμός προς τους επαγγελματίες πολιτικούς δεν ήταν ποτέ σε τόσο χαμηλό επίπεδο, με τα οικονομικά σκάνδαλα που κάποτε έρχονται στην επιφάνεια να επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά την πεποίθηση ότι η πολιτική, για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών –φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών– είναι απλώς ένα επάγγελμα, δηλαδή ένας τρόπος να βγάζουν λεφτά και να προάγουν το κοινωνικό τους κύρος.

Η κρίση έγινε ιδιαίτερα έντονη στην τελευταία περίπου δεκαετία και, κατά την άποψή μου, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εφεξής έχει οδηγήσει σε σειρά αλλαγών στις «αντικειμενικές» και «υποκειμενικές» συνθήκες, δηλαδή :

  • την υπονόμευση της πίστης στην αποτελεσματικότητα της παραδοσιακής πολιτικής

  • την ουσιαστική εξάλειψη των ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των κομμάτων.

  • τις ριζικές αλλαγές στη διάρθρωση της απασχόλησης και του εκλογικού σώματος,

  • την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που οδήγησε στον μύθο του «τέλους των ιδεολογιών» και επιπλέον ενίσχυσε την κουλτούρα του ατομικισμού που προωθείται από τον νεοφιλελευθερισμό.

Ωστόσο, όλα αυτά δεν υποδηλώνουν απογοήτευση με την πολιτική γενικά αλλά μόνο με αυτό που περνά για πολιτική σήμερα. Το ίδιο το φοιτητικό κίνημα που συζητάμε σήμερα, η ανάπτυξη του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης και, ακόμη περισσότερο, η ανάπτυξη διαφόρων τάσεων για την εγκαθίδρυση θεσμών που προεικονίζουν τους μελλοντικούς, είναι ξεκάθαρες ενδείξεις του γεγονότος πως οι σημερινοί νέοι δεν είναι απαθείς ως προς την πολιτική γενικά (με την κλασσική έννοια της λέξης ως αυτοδιεύθυνσης) αλλά μόνο ως προς αυτό που περνάει για πολιτική σήμερα, δηλαδή το σύστημα που επιτρέπει σε μια κοινωνική μειοψηφία (επαγγελματίες πολιτικοί) να καθορίζει την ποιότητα ζωής όλων των πολιτών

Η Κοινωνική διάσταση

Η οικονομία ανάπτυξης έχει ήδη δημιουργήσει μια κοινωνία ανάπτυξης, τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι ο καταναλωτισμος, η ιδιώτευση, η αλλοτρίωση και η συνακόλουθη αποδιάρθρωση των κοινωνικών δεσμών. Η κοινωνία ανάπτυξης με τη σειρά της οδηγεί σε μια “μη-κοινωνία”, δηλαδή στην αντικατάσταση της κοινωνίας από εξατομικευμένες οικογένειες και άτομα –μια διαδικασία που έχει ιδιαίτερα ανδρωθεί και επεκταθεί σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Τα συμπτώματα μπορεί να τα δει κανείς καθαρά στις χώρες όπου η αγοραιοποίηση της κοινωνίας έχει προχωρήσει περισσότερο, τις ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο όπου η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά έχουν παρουσιάσει έκρηξη τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, με αποτέλεσμα στη Βρετανία να μετατρέπουν ακόμη και πλοία σε φυλακές εφόσον οι κανονικές φυλακές έχουν υπερπληρωθεί.[19]

Όλα αυτά έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας, η οποία τώρα έχει εξαπλωθεί και στα προνομιούχα στρώματα. Μετά δηλαδή τα γκέτο των περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων τώρα έχουμε και τα πολυτελή γκέτο των προνομιούχων στρωμάτων που αποτελούν χωριστές πόλεις μέσα στις πόλεις, με όλη την κοινωνική ζωή να συγκεντρώνεται μέσα στα τείχη τους που φυλάσσουν με τα πιο εξελιγμένα συστήματα ασφαλείας.

Με άλλα λόγια, η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, ως αποτέλεσμα της αγοραιοποίησης της οικονομίας, δεν αύξησε μόνο τα προνόμια των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και την ανασφάλεια τους.

Η πολιτιστική διάσταση

Όπως είναι γνωστό, η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς είχε επίσης ως αποτέλεσμα την δραστική υπονόμευση των παραδοσιακών αξιών και της κουλτούρας. Αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε τον εικοστό αιώνα, με την επέκταση σε όλον τον κόσμο της οικονομίας της αγοράς και του προϊόντος της: της οικονομίας ανάπτυξης. Η συνέπεια ήταν ότι σήμερα μια έντονη διαδικασία πολιτιστικής ομογενοποίησης βρίσκεται σε εξέλιξη, η οποία στην ουσία απλοποιεί περισσότερο την κουλτούρα, καθώς οι πόλεις γίνονται όλο και πιο όμοιες, οι άνθρωποι σ’ όλον τον κόσμο ακούνε την ίδια μουσική, παρακολουθούν τις ίδιες σαπουνόπερες στην τηλεόραση, αγοράζουν τις ίδιες μάρκες καταναλωτικών αγαθών κτλ.

Η άνοδος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, το τελευταίο περίπου τέταρτο του αιώνα, έχει προωθήσει περαιτέρω την διαδικασία πολιτιστικής ομογενοποίησης. Αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απελευθέρωσης και απορύθμισης των αγορών και της συνακόλουθης έντασης της εμπορευματοποίησης της κουλτούρας. Ως αποτέλεσμα, οι παραδοσιακές κοινότητες και η κουλτούρα τους εξαφανίζονται σε ολόκληρο τον κόσμο και οι άνθρωποι μετατρέπονται σε καταναλωτές μιας μαζικής κουλτούρας που παράγεται στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και ιδιαίτερα στις Η.Π.Α.

Έτσι, η πρόσφατη ανάδυση ενός «πολιτιστικού» εθνικισμού σε πολλά μέρη του κόσμου εκφράζει μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διατηρηθεί η πολιτιστική ταυτότητα, μπροστά στην επέλαση της ομογενοποίησης της αγοράς. Αλλά, η αγοραιοποίηση των επικοινωνιών έχει ήδη θέσει τις προϋποθέσεις για την υποβάθμιση της πολιτιστικής ποικιλίας σ’ ένα είδος επιφανειακής, βασικά φολκλορικής, διαφοροποίησης.

Η ιδεολογική διάσταση

Οι αλλαγές όμως στις δομικές παραμέτρους που σημάδεψαν τη μετάβαση στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα συνοδεύτηκαν από μια παράλληλη σοβαρή ιδεολογική κρίση που έθετε σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές ιδεολογίες (τις οποίες οι μεταμοντέρνοι υποτιμητικά αποκαλούν «απελευθερωτικές μετά-αφηγήσεις»), ή έστω τον «αντικειμενικό» ορθολογισμό[20], αλλά ακόμη και τον ίδιο τον ορθολογισμό, όπως καταδεικνύει η σημερινή άνθιση του ανορθολογισμού σε όλες του τις μορφές: από την αναγέννηση των παλιών θρησκειών (χριστιανισμός, ισλαμισμός κτλ) μέχρι την εξάπλωση διάφορων ανορθολογικών τάσεων, π.χ. του μυστικισμού, του σπιριτουαλισμού, της αστρολογίας, του εσωτερικισμού, του νέο-παγανισμού και της «Νέας Εποχής».

Η άνοδος του ανορθολογισμού, ιδιαίτερα, είναι άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης της οικονομίας ανάπτυξης, τόσο στην καπιταλιστική όσο και στη «σοσιαλιστική» εκδοχή της. Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[21], η κατάρρευση των δύο κύριων προταγμάτων της νεωτερικότητας, δηλαδή του σοσιαλιστικού και του αναπτυξιακού (με την έννοια της ταύτισης της Προόδου με την ανάπτυξη), σε συνδυασμό με την παράλληλη «κρίση αξιοπιστίας» της επιστήμης, που εμφανίστηκε στο τελευταίο περίπου τέταρτο του αιώνα, ήταν αποφασιστικής σημασίας για τη σημερινή άνθηση του ανορθολογισμού. Έτσι, η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των κοινωνικών συνεπειών της ανόδου της καταναλωτικής κοινωνίας, οι οικολογικές επιπτώσεις της οικονομικής ανάπτυξης, οι οικονομικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όσον αφορά την εντεινόμενη φτώχια και ανασφάλεια, η παράλληλη αποτυχία της «ανάπτυξης» καθώς και η πολιτιστική ομογενοποίηση, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην άνοδο του ανορθολογισμού στον Βορρά και στην εξάπλωση διαφόρων φονταμενταλισμών στον Νότο.

Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να κατηγορήσουμε την ίδια την επιστήμη και τον ανορθολογισμό γενικά για τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση, όπως κάνουν οι διάφοροι ανορθολογιστές. Όπως και η τεχνολογία, η εφαρμοσμένη επιστήμη δεν είναι «ουδέτερη» στη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Η επιστήμη ανήκει στην παράδοση της αυτονομίας από την άποψη των μεθόδων που χρησιμοποιεί για την άντληση των αληθειών της και, μερικές φορές, ακόμα και από την άποψη του περιεχομένου της (π.χ. με την απομυθοποίηση των θρησκευτικών «αληθειών» για την δημιουργία, τα θαύματα κ.λπ.). Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται σήμερα δεν είναι η εγκατάλειψη του ορθολογισμού στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, αλλά η υπέρβαση του «αντικειμενικού ορθολογισμού» (δηλαδή του ορθολογισμού που θεμελιώνεται σε «αντικειμενικούς νόμους» της φυσικής ή κοινωνικής εξέλιξης) και η ανάπτυξη ενός νέου είδους δημοκρατικού ορθολογισμού.

Επιπλέον, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού και η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού είχαν ως συνέπεια ότι η ριζοσπαστική κριτική του «επιστημονικού» σοσιαλισμού, του κρατισμού και της αυταρχικής πολιτικής γενικότερα, δεν λειτούργησε σαν καταλύτης για την περαιτέρω ανάπτυξη της αντιαυταρχικής αριστερής σκέψης. Αντίθετα, η κριτική του επιστημονισμού κυριαρχήθηκε από τους μεταμοντέρνους θεωρητικούς και μετεξελίχθηκε σ’ έναν γενικό σχετικισμό, ο οποίος αναπόφευκτα οδήγησε στην εγκατάλειψη κάθε αποτελεσματικής κριτικής της κατεστημένης τάξης πραγμάτων και την θεωρητικοποίηση του κομφορμισμού.[22]

Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, και ιδιαίτερα της επιρροής που είχε η μεταμοντέρνα απόρριψη των καθολικών προταγμάτων πάνω στα «νέα κοινωνικά κινήματα», σήμερα, αντιμετωπίζουμε το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων, τα οποία ήταν η κύρια έκφραση της κοινωνικής πάλης στα προηγούμενα εκατόν πενήντα περίπου χρόνια.[23]

Οικολογική διάσταση

Σήμερα όλοι πια δέχονται την ύπαρξη μιας οικολογικής κρίσης, ακόμη και ο Μπους! Βέβαια, οι διαφορές ξεκινούν από τη στιγμή που θα αρχίσουμε να συζητάμε τα αίτια της κρίσης και το τι μπορεί να γίνει για να βγούμε από αυτή. Αλλά όλοι όμως συμφωνούν πια ότι οι σημαντικές συνέπειες της οικολογικής κρίσης γενικά και του φαινομένου του θερμοκηπίου ειδικότερα αρχίζουν και γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς μέσω της αποσταθεροποίησης του παγκόσμιου κλίματος (ξηρασίες, αύξηση της θερμοκρασίας, καταστροφικές πλημμύρες, μείωση των αποθεμάτων πόσιμου νερού κ.λπ.). Σαφής ένδειξη αποτελεί το γεγονός ότι τα περιβαλλοντικά θέματα αποτελούν πλέον πρώτη είδηση στα ΜΜΕ, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, οπότε και απασχολούσαν αποκλειστικά τους οικολόγους και μικρές ευαισθητοποιημένες κοινωνικές ομάδες, κυρίως στη μεσαία τάξη.

Όσον αφορά τις αιτίες, μολονότι η οικολογική κρίση άρχισε να θεμελιώνεται στη Βιομηχανική Επανάσταση, αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αιτία της κρίσης είναι ο βιομηχανικός πολιτισμός, όπως ισχυρίζονται διάφορα ανορθολογικά ρεύματα της οικολογίας (π.χ. βαθείς οικολόγοι) και περιβαλλοντιστές, αλλά ο συγκεκριμένος βιομηχανικός πολιτισμός που συνδέθηκε με το σύστημα της οικονομίας της αγοράς το οποίο καθιερώθηκε την ίδια εποχή. Ούτε φυσικά έχουν οποιαδήποτε βάση οι μύθοι ότι “όλοι ευθυνόμαστε για την κρίση και όλοι πληρώνουμε γι' αυτήν” εφόσον εύκολα μπορεί να δειχτεί ο ταξικός χαρακτήρας και της κρίσης αυτής, τόσο όσον αφορά το ποιοι την δημιουργούν όσο και ποιοι κυρίως πληρώνουν σήμερα τις συνέπειες της.

Ανάλογα ισχύουν και για τους τρόπους ξεπεράσματος της κρίσης. Οι διάφοροι Πράσινοι, οικολόγοι, περιβαλλοντολόγοι κλπ, σε αγαστή σύμπνοια με τις ελίτ, μιλούν για τεχνολογικές λύσεις και “οικονομίες που πρέπει να κάνουμε όλοι μας” στην ενέργεια κλπ, χωρίς κανένας από αυτούς να βάζει θέμα αμφισβήτησης του ίδιου του συστήματος που δημιούργησε και αναπαράγει συνεχώς την κρίση αυτή μέσω της οικονομίας ανάπτυξης, η οποία αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Ο λόγος είναι ότι όλοι αυτοί μιλούν ουσιαστικά για διάφορες ουτοπικές προτάσεις “πρασινίσματος του καπιταλισμού” και όχι για προτάσεις που θα οδηγήσουν στην αντικατάσταση του με ένα πραγματικά φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα. Και οι προτάσεις αυτές είναι ουτοπικές, όχι γιατί είναι αδύνατο το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα αλλά γιατί είναι αδύνατο το ξεπέρασμα της μέσα στο σύστημα που γνωρίζουμε σήμερα. Είναι δηλαδή τέτοιες οι ριζικές αλλαγές που απαιτούνται για να ελεγχθεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου που μόνο ένα παγκόσμιο αυταρχικό καθεστώς θα μπορούσε να τις επιβάλλει. Και ήδη οι αυταρχικές λύσεις άρχισαν να μπαίνουν σε εφαρμογή η συζητούνται σήμερα στη δύση.

Εναλλακτικά, υπάρχει η οικοδημοκρατική λύση που προτείνουμε. Μια λύση που στηρίζεται στη ριζική διοικητική αποκέντρωση και τις συνομοσπονδίες δήμων (με την έννοια των λαϊκών συνελεύσεων στο τοπικό, περιφερειακό και συνομοσπονδιακό καθώς και το εργασιακό, εκπαιδευτικό επίπεδο κ.λπ.) η οποία όχι μόνο θα δημιουργούσε τις αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για μια οικολογική δημοκρατία αλλά και θα οδηγούσε σε μια πολιτική, οικονομική, κοινωνική και οικολογική δημοκρατία—αυτό που ονομάζουμε μια ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ!


 

[1] Ελευθεροτυπία (26/09/2005).

[2] Παγκόσμια Τράπεζα, World Development Indicators 2005, Table 2.10

[3] Ελευθεροτυπία (03/05/2007).

[4] Βλ. T. Φωτόπουλος, «Economic restructuring and the debt problem: the Greek case», International Review of Applied Economics, Vol. 6, No 1 (1992).

[5] Ελευθεροτυπία (13/03/2007).

[6] Ελευθεροτυπία (28/06/2006).

[7] βλ Δημοκρατία & Φύση, αρ 2

[8] Βλ. γι αυτές τις έννοιες, T. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος κατά της ‘Τρομοκρατίας’ (Γόρδιος, 2003), κεφ. 1.

[9] Βλ. T. Φωτόπουλος, Η πολυδιάστατη κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, 2005), κεφ. 3.

[10] Βλ. π.χ. το άθλιο τηλεοπτικό πρόγραμμα »Προσκήνιο» στο κρατικό κανάλι NET (το κύριο κανάλι προπαγανδίσεις της γραμμής του κατεστημένου) και ιδιαίτερα την εκπομπή της 12/3/2006

[11] Βλ. δήλωση Κ. Καραμανλή στις 10/3/2007

[12] T. Φωτόπουλος, Η πολυδιάστατη κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1, & Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999) κεφ. 1 «Η Οικονομία της Αγοράς και η Διαδικασία Αγοραιοποίησης»

[13] Rick Fantasia, “United States: unequal opportunities- elites still control the universities,” Le Monde diplomatique (November 2004).

[14] Matthew Taylor, “Tuition fees blamed as number of students from poor families drops,” The Guardian (21/07/2006)

[15] Will Woodward, 'Students are the new poor', The Guardian (27/06/2001).

[16] ibid.

[17] Bookchin, From Urbanisation to Cities, Ch. 6 and  Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, Ch. 7.

[18] Δες Charlotte Raven, The Observer (30/07/1995).

[19] See T. Fotopoulos, Drugs: Beyond penalisation and liberalisation (in Greek) (Athens: Eleftheros Typos, 1999).

[20] Δες, π.χ., Thomas S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions (Chicago: University of Chicago Press, 1970); Imre Lakatos, Criticism and the Growth of Knowledge (Cambridge: Cambridge University Press, 1970); Paul Feyerabend, Against Method (London: Verso, 1975).

[21] Βλ, Τάκη Φωτόπουλου, Θρησκεία, Αυτονομία, Δημοκρατία-Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού, (Ελεύθερος Τύπος, 2000). Δες και Takis Fotopoulos, ‘The Rise of New Irrationalism and its Incompatibility with Inclusive Democracy’, Democracy & Nature, Vol. 4, No. 2/3 (Ιούλιος/ Νοέμβριος 1998), σσ. 1-49

[22] Καστοριάδης, «Η εποχή του γενικευμένου κομφορμισμού» στο βιβλίο του Ο Θρυμματισμένος Κόσμος (Ύψιλον, 1992).

[23] T. Fotopoulos, ‘The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for A New Type of Antisystemic Movement Today’, Democracy & Nature, Vol. 7, No. 3 (Νοέμβριος 2001), σσ. 415-456.