Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 6 (Φεβρουάριος 2004)


ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

Στο κείμενο ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΜΑΣ περιγράφεται συνοπτικά η γενική έννοια της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Στη σειρά κειμένων που αρχίσαμε στο πρώτο τεύχος παρουσιάζουμε διεξοδικά τα συστατικά στοιχεία της ΠΔ. Στο περασμένο τεύχος ασχοληθήκαμε με την οικολογική διάσταση της σημερινής κρίσης και την Οικολογική Δημοκρατία. Στο παρόν τεύχος θα εξετάσουμε τις μεταβατικές στρατηγικές (βραχυπρόσθεσμες, μακροπρόθεσμες) για μία Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία με βάση σχετικά άρθρα που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό Democracy & Nature, The International Journal of Inclusive Democracy. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν τον δικτυακό τόπο του D&N (www.democracynature.org) όπου δημοσιεύονται όλα τα σχετικά κείμενα για το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

 

 printable version

 

Στρατηγική για μία συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία

 

Σημείο εκκίνησης της προσέγγισης αυτής είναι ότι, στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας, ο κόσμος αντιμετωπίζει μία πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, οικολογική, κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική), η οποία δημιουργείται από τη συγκέντρωση δύναμης/εξουσίας στα χέρια διάφορων ελίτ, ως αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης τους δύο τελευταίους αιώνες, του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και των συναφών ιεραρχικών δομών. Αν αποδεχτούμε αυτό το συλλογισμό, τότε ο προφανής δρόμος για να βγούμε από την κρίση είναι η κατάργηση των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών, δηλαδή η δημιουργία συνθηκών για την ισοκατανομή της δύναμης/εξουσίας μεταξύ των πολιτών. Ένας τρόπος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτού του είδους την κοινωνία είναι η στρατηγική που προτείνεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το οποίο συνεπάγεται τη δημιουργία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δομών που διασφαλίζουν την άμεση δημοκρατία, την οικονομική δημοκρατία, την οικολογική δημοκρατία και τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο. Συνεπάγεται, επίσης, τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού παραδείγματος, το οποίο πρέπει να γίνει κυρίαρχο για να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή της Περιεκτικής Δημοκρατίας.  

 

Όμως, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας δεν προσφέρει μόνο μία ρεαλιστική διέξοδο από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση, αλλά και έναν τρόπο οικοδόμησης μίας νέας παγκοσμιοποίησης που θα βασίζεται σε αληθινά δημοκρατικές δομές. Η δημιουργία μιας νέας παγκόσμιας τάξης που θα βασίζεται στην Περιεκτική Δημοκρατία περιλαμβάνει το χτίσιμο συνομοσπονδιών περιεκτικής δημοκρατίας σε τοπική, περιφερειακή και εθνική κλίμακα. Η διαδικασία αυτή θα οδηγήσει σε μία παγκοσμιοποίηση η οποία δεν θα βασίζεται στην ανισοκατανομή της δύναμης και την κυριαρχία ανθρώπου και Φύσης από άνθρωπο, όπως συμβαίνει στη σημερινή παγκοσμιοποίηση, αλλά στην ισοκατανομή όλων των μορφών εξουσίας μεταξύ αυτόνομων ανθρώπων και στην εξάλειψη όλων των μορφών κυριαρχίας. Θα θεμελιωθεί, επίσης, σε ένα βιώσιμο οικονομικό σύστημα το οποίο θα ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού του πλανήτη, μέσω της δημιουργίας ενός μηχανισμού κατανομής των πόρων μεταξύ των συνομοσπονδιών, στα πλαίσια ενός συνομοσπονδιακού σχεδίου κατανομής των πόρων σε πλανητικό επίπεδο. Τέλος, ο τρόπος κάλυψης των μη βασικών αναγκών θα καθορίζεται σε τοπικό επίπεδο με έναν τρόπο που διασφαλίζει την ελευθερία επιλογής, ενώ οι ανταλλαγές πλεονασμάτων ανάμεσα στις συνομοσπονδίες θα ρυθμίζονται με πολυμερείς συμφωνίες.     

   

Μακροπρόθεσμη στρατηγική για μία συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία

 

Το πρόταγμα για μία Περιεκτική Δημοκρατία δεν προσφέρει μόνο ένα ρεαλιστικό όραμα μιας εναλλακτικής κοινωνίας που, σήμερα, μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού λείπει πραγματικά αλλά, επίσης, μία μακροπρόθεσμη στρατηγική και ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα που θα μας οδηγήσει στην κοινωνία αυτή. 

 

Έτσι, η στρατηγική της ΠΔ συνεπάγεται το χτίσιμο ενός μαζικού προγραμματικού πολιτικού κινήματος, όπως το παλιό σοσιαλιστικό κίνημα, με τον σαφή καθολικό στόχο της αλλαγής της κοινωνίας μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, ξεκινώντας εδώ και τώρα. Επομένως, ένα τέτοιο κίνημα πρέπει ρητά να στοχεύει σε μία συστημική αλλαγή, καθώς και σε μία παράλληλη αλλαγή στα συστήματα αξιών μας. Η στρατηγική αυτή συνεπάγεται τη σταδιακή εμπλοκή ολοένα και περισσότερων ανθρώπων σε ένα νέο είδος πολιτικής και την παράλληλη μετατόπιση οικονομικών πόρων (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς. Ο στόχος μιας τέτοιας στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία νέων θεσμών και συναφών αλλαγών στις αξιες που, μετά από μία περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και του κράτους, θα οδηγήσουν τελικά στην αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και του κοινωνικού παραδείγματος που τις «νομιμοποιεί» με μία περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα.     

 

Το σκεπτικό πίσω από τη στρατηγική αυτή είναι ότι, καθώς η συστημική αλλαγή απαιτεί μία ρήξη με το παρελθόν που επεκτείνεται τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κουλτούρας, μία τέτοια ρήξη είναι δυνατή μόνο μέσω της ανάπτυξης μιας νέας πολιτικής οργάνωσης και ενός νέου περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για συστημική αλλαγή, το οποίο θα δημιουργήσει μία ξεκάθαρα αντισυστημική συνειδητοποίηση σε μαζική κλίμακα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη στρατηγική του κρατικιστικού σοσιαλισμού η οποία καταλήγει στη δημιουργία μιας ξεκάθαρα αντισυστημικής συνειδητοποίησης μόνο στην πρωτοπορία, ή με τον ‘ακτιβισμό ως τρόπο ζωής’ (life-style activism), που ακόμη και όταν καταφέρνει να δημιουργήσει αντισυστημική συνειδητοποίηση, αυτή αφορά τα ελάχιστα μέλη των διάφορων ελευθεριακών «γκρουπούσκουλων». Όμως, η δημιουργία μιας νέας κουλτούρας-- η οποία θα πρέπει να έχει γίνει ηγεμονική πριν να γίνει η μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία--, είναι δυνατή μόνο μέσω του παράλληλου χτισίματος νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Με άλλα λόγια, μόνο μέσω της δράσης για το χτίσιμο τέτοιων θεσμών μπορεί να χτιστεί ένα μαζικό πολιτικό κίνημα με δημοκρατική συνειδητοποίηση. Μία τέτοια στρατηγική δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για τη μετάβαση, τόσο τις «υποκειμενικές» που αφορούν την ανάπτυξη μιας νέας δημοκρατικής συνειδητοποίησης, όσο και τις «αντικειμενικές» που αφορούν τη δημιουργία των νέων θεσμών πάνω στους οποίους θα κτιστεί μια Περιεκτική Δημοκρατία. Ταυτόχρονα, η εγκαθίδρυση αυτών των νέων θεσμών θα βοηθήσει άμεσα τα θύματα της συγκέντρωσης δύναμης-- στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί το σημερινό θεσμικό πλαίσιο-- και ειδικότερα τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τα προβλήματα που γεννά η συγκέντρωση αυτή.        

 

Έτσι, οι άνθρωποι που σήμερα αποξενώνονται από όλες τις μορφές εξουσίας, και ιδιαίτερα από την πολιτική και οικονομική εξουσία, θα είχαν κάθε λόγο να αναμιχθούν σε ένα τέτοιο κίνημα και να ψηφίσουν στις τοπικές εκλογές για την εγκαθίδρυση της «δημοκρατίας εν δράσει» στην περιοχή τους. Θα έχουν πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι τα προβλήματα όπως η ανεργία και η φτώχεια μπορούν να λυθούν μέσω των θεσμών της ΠΔ (δημοτικές επιχειρήσεις, δημοτική πρόνοια κ.λπ.). Θα γνωρίζουν, επίσης, ότι τα προβλήματα όπως η μόλυνση του αέρα/του νερού/της τροφής μπορούν να λυθούν αποδοτικά, και σε μαζική κοινωνική κλίμακα, αν οι πολίτες άρχιζαν να παίρνουν τον έλεγχο της τοπικής εξουσίας στο πλαίσιο των θεσμών της ΠΔ, παρά στο πλαίσιο περιθωριακών πειραμάτων (κομμούνες κ.λπ.) εκτός της κύριας πολιτικής και κοινωνικής αρένας. Θα γνωρίζουν, τέλος, ότι αν δεν αποκτήσουν την πολιτική εξουσία στο τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια, μέσω συνομοσπονδιών από τοπικές ΠΔ, στο περιφερειακό επίπεδο, δεν θα μπορέσουν ποτέ να ελέγξουν τη ζωή τους. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι θα συμμετέχουν σε έναν αγώνα για την εγκαθίδρυση των θεσμών της ΠΔ, όχι από κάποιο διακαή πόθο για μία αφηρημένη έννοια της δημοκρατίας, αλλά επειδή θα μπορούν μέσω της ίδιας τους της δράσης να διαπιστώσουν ότι η αιτία όλων των προβλημάτων τους (οικονομικών, κοινωνικών, οικολογικών) ήταν το γεγονός ότι η εξουσία είχε συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια.  

 

Ο στόχος, επομένως, μιας στρατηγικής για την ΠΔ είναι η δημιουργία από τα κάτω «λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας», δηλαδή η εγκατάσταση τοπικών περιεκτικών δημοκρατιών που, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα συνομοσπονδιοποιηθούν προκειμένου να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση μιας νέας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας. Επομένως, ένα κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής της ΠΔ είναι ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί της περιεκτικής δημοκρατίας αρχίζουν να εγκαθίστανται αμέσως μόλις ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων σε μία συγκεκριμένη περιοχή έχει διαμορφώσει μία βάση «δημοκρατίας εν δράσει» κατά προτίμηση, αλλά όχι αποκλειστικά, στη μαζική κοινωνική κλίμακα η οποία διασφαλίζεται από τη νίκη του προγράμματος της ΠΔ στις τοπικές εκλογές.    

 

Τι είδους, όμως, στρατηγική μπορεί να διασφαλίσει τη μετάβαση προς μία περιεκτική δημοκρατία; Μία γενική κατευθυντήρια αρχή για την επιλογή της κατάλληλης μεταβατικής στρατηγικής είναι η συνέπεια μεταξύ των μέσων και των σκοπών. Είναι φανερό ότι μία στρατηγική που στοχεύει σε μία Περιεκτική Δημοκρατία δεν μπορεί να πετύχει μέσω της χρήσης ολιγαρχικών πολιτικών πρακτικών, ή ατομικιστικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, όπως είδαμε παραπάνω, η στρατηγική δεν πρέπει να περιορίζεται στον αγώνα κατά του σημερινού συστήματος αλλά θα πρέπει να «προεικονίζει» και το μελλοντικό.

 

Έτσι, όσον αφορά τον αγώνα κατά του σημερινού συστήματος, θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει δισταγμός για την υποστήριξη όλων εκείνων των αγώνων που μπορούν να βοηθήσουν στο να γίνει εμφανής η καταναγκαστική φύση της κρατικίστικης δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή όλων των τύπων συλλογικής δράσης που παίρνουν την  μορφή ταξικών συγκρούσεων ανάμεσα στα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και τις άρχουσες ελίτ ή την υπερεθνική ελίτ που «διαχειρίζεται» τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Εντούτοις, η συστημική φύση των αιτιών τέτοιων συγκρούσεων θα πρέπει να υπογραμμίζεται σε κάθε βήμα, αποστολή που είναι φανερό ότι δεν μπορεί να αφήνεται σε γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές  ηγεσίες  και άλλες παραδοσιακές οργανώσεις. Αυτή είναι αποστολή των συνελεύσεων στους τόπους εργασίας που θα αποτελούν ένα οργανικό τμήμα του κινήματος για μία Περιεκτική Δημοκρατία, οι οποίες θα μπορούσαν στη συνέχεια να συνομοσπονδιοποιηθούν και να λάβουν μέρος σε τέτοιους αγώνες, ως μέρος ενός ευρύτερου δημοκρατικού κινήματος βασισμένου πάνω στους δήμους και τις συνομοσπονδιακές τους δομές. Επίσης, είναι φανερό ότι οι ακτιβιστές που συμμετέχουν στο κίνημα της ΠΔ θα πρέπει να παίρνουν επίσης μέρος σε δραστηριότητες άμεσης δράσης κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ή κατά της σοβαρής υπονόμευσης των πολιτικών ελευθεριών που έχουν θεσμοποιηθεί κάτω από το πρόσχημα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», σε συνεργασία με άλλες ριζοσπαστικές αντισυστημικές οργανώσεις προϋποτιθέμενου βέβαια ότι οι ακτιβιστές αυτοί εκφράζουν πάντα την προβληματική της ΠΔ και εγείρουν αιτήματα συνεπή με αυτήν.

 

Αντίστοιχα, όσον αφορά την «προεικόνιση» του μελλοντικού συστήματος, δραστηριότητες όπως τα προγράμματα Οικονομικής Ανάπτυξης που βασίζονται στην  Κοινότητα (Community Economic Development projects), τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια και αγροκτήματα, οι στεγαστικοί συνεταιρισμοί, οι κοοπερατίβας, τα σχήματα LETS (σχήματα για την άμεση ανταλλαγή υπηρεσιών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος)  κ.ο.κ. πρέπει επίσης να στηρίζονται προϋποτιθέμενου, πάλι, ότι αποτελούν μέρος ενός προγραμματικού πολιτικού κινήματος με ξεκάθαρους στόχους, μέσα και στρατηγικές, όπως είναι το κίνημα της ΠΔ.

 

Η σημασία των τοπικών εκλογών

 

Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για την μαζική δημοσιοποίηση του προγράμματος για μια Περιεκτική Δημοκρατία, που δίνει συγχρόνως την ευκαιρία να εγκαινιαστεί η άμεση υλοποίησή του σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Με άλλα λόγια, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δεν αποτελεί μόνο μία εκπαιδευτική άσκηση αλλά, επίσης, μία έκφραση της πεποίθησης ότι μόνο σε τοπικό επίπεδο μπορεί να θεμελιωθεί σήμερα η άμεση και οικονομική δημοκρατία, μολονότι, βέβαια, οι τοπικές περιεκτικές δημοκρατίες πρέπει να συνομοσπονδιοποιηθούν ώστε να διασφαλιστεί η μετάβαση σε μία συνομοσπονδιακή δημοκρατία. Ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το τοπικό επίπεδο για να αλλάξουμε την κοινωνία είναι ότι ο δήμος αποτελεί τη θεμελιώδη κοινωνική και οικονομική μονάδα μιας μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας. Επομένως, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές αποτελεί σημαντικό μέρος της στρατηγικής για την απόκτηση της εξουσίας, με στόχο την κατάλυση της την επόμενη των εκλογών όταν οι συνελεύσεις θα αντικαταστήσουν τις τοπικές αρχές στη λήψη όλων των αποφάσεων. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει η αλλαγή της κοινωνίας από τα κάτω, κάτι που αποτελεί, σε αντίθεση με τις προσεγγίσεις των κρατιστών που στοχεύουν στην αλλαγή της κοινωνίας από τα πάνω μέσω της κατάληψης της κρατικής εξουσίας και των προσεγγίσεων της «κοινωνίας των πολιτών» που δεν έχουν κανένα στόχο συστημικής αλλαγής, τη μοναδική δημοκρατική στρατηγική.         

 

Ωστόσο, ο κύριος στόχος της άμεσης δράσης, καθώς και της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές δεν είναι απλώς η κατάληψη της εξουσίας αλλά η ρήξη της διαδικασίας κοινωνικοποίησης και, επομένως, η δημιουργία μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας «από τα κάτω», η οποία θα νομιμοποιήσει τις νέες δομές περιεκτικής δημοκρατίας. Με δεδομένο αυτό το στόχο, είναι φανερό ότι η συμμετοχή στις εθνικές εκλογές είναι ένα ιδιαιτέρως ακατάλληλο μέσο προς την κατεύθυνση αυτή, καθώς, ακόμα και αν το κίνημα για μία Περιεκτική Δημοκρατία κερδίσει τις εθνικές εκλογές, αυτό θα θέσει αναπόφευκτα σε κίνηση μία διαδικασία «επανάστασης από τα πάνω». Και αυτό διότι η ρήξη με τη διαδικασία κοινωνικοποίησης μπορεί να είναι μόνο σταδιακή και σε συνεχή αλληλεπίδραση με την σταδιακή υλοποίηση του προγράμματος για Περιεκτική Δημοκρατία, η οποία, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα πρέπει πάντοτε να ξεκινά στο τοπικό επίπεδο. Τέλος, μία προσπάθεια υλοποίησης του νέου προτάγματος μέσω της κατάληψης της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο δεν θα προσέφερε καμία δυνατότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ θεωρίας και πράξης, καθώς και για την απαιτούμενη ομογενοποίηση της συνειδητοποίησης όσον αφορά την ανάγκη για συστημική αλλαγή.     

 

Ένα μάθημα το οποίο μας δίδαξε η Ιστορία είναι ότι η βασική αιτία αποτυχίας των προηγούμενων, επαναστατικών ή ρεφορμιστικών, προσπαθειών με στόχο τη συστημική αλλαγή ήταν ακριβώς η σημαντική ανομοιογένεια στο επίπεδο συνειδητοποίησης, ή με άλλα λόγια, το γεγονός ότι όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις έλαβαν χώρα σε ένα περιβάλλον όπου μόνο μία μειοψηφία του πληθυσμού είχε έλθει σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Πράγμα που έδωσε τη χρυσή ευκαιρία στις διάφορες ελίτ να στρέψουν το ένα τμήμα του λαού ενάντια στο άλλο (όπως για παράδειγμα στη Χιλή), ή οδήγησε στην ανάπτυξη αυταρχικών δομών για την προστασία της επανάστασης (για παράδειγμα η Γαλλική ή η Ρωσική επανάσταση), ματαιώνοντας κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία των δομών ισοκατανομής της δύναμης/εξουσίας. Ωστόσο, για να επιτύχει πραγματικά  μία επανάσταση απαιτείται ρήξη με το παρελθόν τόσο στο υποκειμενικό επίπεδο συνειδητοποίησης, όσο και στο θεσμικό επίπεδο. Όμως, όταν γινόταν στο παρελθόν μία επανάσταση «από τα πάνω» είχε μεν πολλές πιθανότητες να πετύχει τον πρώτο της στόχο, την κατάλυση, δηλαδή, της κρατικής εξουσίας και την εγκατάσταση της δικής της, αλλά, ακριβώς, επειδή ήταν μία επανάσταση από τα πάνω, με τις δικές της ιεραρχικές δομές κ.λπ., δεν είχε καμία δυνατότητα να αλλάξει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα παρά μόνο τυπικά, δηλαδή στο επίπεδο της επίσημης (υποχρεωτικής) ιδεολογίας. Από την άλλη πλευρά, μολονότι η επανάσταση από τα κάτω ήταν πάντοτε η σωστή προσέγγιση για τη δημοκρατική μεταστροφή των ανθρώπων προς ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα, υπέφερε πάντα στο παρελθόν από το γεγονός ότι η ανομοιογενής ανάπτυξη της συνειδητοποίησης μεταξύ του πληθυσμού δεν επέτρεπε στους επαναστάτες να πετύχουν έστω και τον πρωταρχικό τους στόχο, αυτόν της κατάλυσης της κρατικής εξουσίας. Επομένως, το μεγαλύτερο πρόβλημα με τη συστημική αλλαγή ήταν πάντα το πώς θα μπορούσε να επέλθει από τα κάτω, από την πλειοψηφία, όμως, του πληθυσμού, έτσι ώστε να κάνει δυνατή μία δημοκρατική κατάλυση των δομών εξουσίας. Η στρατηγική της ΠΔ προσδοκά  να προσφέρει μία λύση σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα.         

 

Έτσι, από τη στιγμή που οι θεσμοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας αρχίσουν να εγκαθίστανται και οι άνθρωποι για πρώτη φορά στη ζωή τους αρχίσουν να αποκτούν πραγματική δύναμη στον καθορισμό της μοίρας τους, τότε η σταδιακή διάβρωση του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος και του σημερινού θεσμικού πλαισίου θα έχει τεθεί σε κίνηση. Θα έχει δημιουργηθεί μία νέα λαϊκή βάση. Ο ένας δήμος μετά τον άλλο, η μια πόλη μετά την άλλη και η μια περιφέρεια μετά την άλλη θα αποσπούνται ουσιαστικά από τον  έλεγχο της οικονομίας της αγοράς και τις κρατικίστικες μορφές οργάνωσης (εθνικές και υπερεθνικές), αντικαθιστώντας τις πολιτικές και οικονομικές τους δομές με τις συνομοσπονδίες των δήμων. Ένα εναλλακτικό κοινωνικό παράδειγμα θα γίνει ηγεμονικό και η ρήξη στη διαδικασία κοινωνικοποίησης –η προϋπόθεση για την αλλαγή της κοινωνικής θέσμισης- θα ακολουθήσει. Μια εναλλακτική ‘εξουσία’ σε ένταση με τις κρατικιστικές μορφές οργάνωσης θα έχει δημιουργηθεί που τελικά μπορεί να οδηγήσει ή να μην οδηγήσει σε μία σύγκρουση με τις άρχουσες ελίτ, ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων που θα έχει διαμορφωθεί μέχρι τότε. Είναι φανερό ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η επιρροή των νέων θεσμών στους πολίτες, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα οι άρχουσες ελίτ να προσφύγουν στη βία για να αποκαταστήσουν την εξουσία του κράτους και τους θεσμούς της οικονομίας της αγοράς, πάνω στα οποία στηρίζεται η εξουσία τους. 

 

Η ανάγκη για ένα κίνημα νέου τύπου

 

Σήμερα, όπως προσπάθησα να δείξω και αλλού, αντιμετωπίζουμε το τέλος των «παραδοσιακών» αντισυστημικών κινημάτων: το ζήτημα δεν είναι πλέον να αμφισβητούμε τη μία ή την άλλη μορφή εξουσίας, αλλά να αμφισβητήσουμε την ίδια την εξουσία, με την έννοια της ανισοκατανομή της που συνιστά τη βάση της ετερονομίας. Με άλλα λόγια, εκείνο που χρειάζεται σήμερα είναι ένας νέος τύπος αντισυστημικού κινήματος που πρέπει να αμφισβητεί την ίδια την εξουσία και όχι απλώς τις διάφορες μορφές της, όπως συνέβαινε με τα «παραδοσιακά» αντισυστημικά κινήματα τα οποία αμφισβητούσαν την ανισοκατανομή της οικονομικής εξουσίας (κίνημα σοσιαλιστών κρατιστών), της πολιτικής εξουσίας (ελευθεριακοί σοσιαλιστές), ή της κοινωνικής εξουσίας (φεμινιστές κ.λπ.) ως τη βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας. Επομένως, το ζήτημα είναι να αμφισβητηθεί η ανισοκατανομή κάθε μορφής εξουσίας, ή με άλλα λόγια, οι ίδιες οι εξουσιαστικές σχέσεις και  δομές.  
 

Η κατάρρευση των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων δημιουργεί από μόνη της την ανάγκη ενός αντισυστημικού κινήματος νέου τύπου. Ένας δεύτερος λόγος που σχετίζεται με τον πρώτο και επιβεβαιώνει την ανάγκη ενός τέτοιου κινήματος είναι το γεγονός ότι, σήμερα, δεν αντιμετωπίζουμε απλά το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων αλλά και το τέλος των παραδοσιακών Μαρξιστικών ταξικών διαχωρισμών. Ωστόσο, το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε το τέλος των ταξικών συγκρούσεων δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια  «σύστημα», ή, ακόμη περισσότερο, «ταξικοί διαχωρισμοί», Εκείνο που σημαίνει είναι ότι, σήμερα, αντιμετωπίζουμε νέους «ταξικούς διαχωρισμούς». Έτσι, σύμφωνα με την προβληματική της ΠΔ, η βαθμιαία εξαφάνιση των οικονομικών τάξεων με την μαρξιστική έννοια του όρου, απλά δηλώνει το τέλος των παραδοσιακών ταξικών διαχωρισμών και την εμφάνιση νέων «ολιστικών» ταξικών διαχωρισμών, δηλαδή διαχωρισμών που αναφέρονται στις δομές του ίδιου του κοινωνικοοικονομικού συστήματος και όχι μόνο σε ορισμένες πλευρές του, όπως οι οικονομικές σχέσεις, ή εναλλακτικά οι σχέσεις μεταξύ των φύλων, οι πολιτικές ταυτότητας (identity politics), οι αξίες κ.ο.κ.. Με άλλα λόγια, οι σημερινοί κοινωνικοί διαχωρισμοί μεταξύ κυρίαρχων και υποτελών κοινωνικών ομάδων στην πολιτική σφαίρα (επαγγελματίες πολιτικοί έναντι του υπόλοιπου σώματος πολιτών), στην οικονομική σφαίρα (ιδιοκτήτες εταιρειών, διευθυντές, διοικητικά στελέχη έναντι εργατών υπαλλήλων κ.λπ.) και την ευρύτερη κοινωνική σφαίρα (άνδρες έναντι γυναικών, έγχρωμοι έναντι λευκών, εθνοτικές πλειοψηφίες έναντι των μειοψηφιών κ.ο.κ.) βασίζονται στις θεσμικές δομές που αναπαράγουν την ανισοκατανομή της δύναμης/εξουσίας και στις συνακόλουθες κουλτούρες και ιδεολογίες (δηλαδή στο «κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα»). 

 

Στη σημερινή κοινωνία, οι κύριες δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομής δύναμης είναι η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», παρ’ όλο που κάποιες άλλες δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή της δύναμης ανάμεσα στα φύλα, τις φυλές, τις εθνότητες κ.λπ. δεν μπορούν απλώς να ‘αναχθούν’ στις δύο αυτές κύριες δομές. Έτσι, η αντικατάσταση των δομών αυτών από θεσμούς που θα διασφαλίζουν την ισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης/εξουσίας με μία περιεκτική δημοκρατία αποτελεί την αναγκαία (όχι όμως και την ικανή) συνθήκη για τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας η οποία θα εξάλειφε την ανισοκατανομή της δύναμης μεταξύ όλων των ανθρώπων ανεξάρτητα από το φύλο, τη φυλή και την εθνότητά τους. Επομένως, η προσπάθεια των Πράσινων, των φεμινιστών και των άλλων υποστηρικτών της πολιτικής της διαφορετικότητας και της ταυτότητας να αλλάξουν πρώτα την κουλτούρα και τις αξίες, ως έναν τρόπο ώστε να αλλάξουν ορισμένες από τις υπάρχουσες εξουσιαστικές δομές, (αντί να ασχολούνται με τον αγώνα για την αντικατάσταση όλων των δομών οι οποίες αναπαράγουν την ανισοκατανομή της δύναμης και, στα πλαίσια του αγώνα αυτού, να δημιουργήσουν τις αξίες που θα υποστήριζαν τις νέες δομές), είναι καταδικασμένη σε περιθωριοποίηση και αποτυχία, πετυχαίνοντας στην πορεία (το πολύ) μερικές μεταρρυθμίσεις.  

 

Είναι, επομένως, ξεκάθαρο ότι, παρ’ όλο που δεν έχει πια νόημα να μιλάμε μόνο για μονολιθικούς ταξικούς διαχωρισμούς, αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα, όταν οι κοινωνικές ομάδες που ανήκουν στο απελευθερωτικό υποκείμενο όπως αυτό ορίζεται παρακάτω αναπτύξουν μία κοινή συνειδητοποίηση γύρω από τις αξίες και τους θεσμούς που δημιουργούν και αναπαράγουν δομές ανισοκατανομή της δύναμης, να ενωθούν ενάντια όχι απλώς στις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες αλλά στο ίδιο το ιεραρχικό θεσμικό πλαίσιο και σε όσους το υποστηρίζουν. Το ενοποιητικό στοιχείο που θα μπορούσε να ενώσει τα μέλη των υποτελών κοινωνικών ομάδων γύρω από ένα απελευθερωτικό πρόταγμα όπως το πρόταγμα της ΠΔ είναι ο αποκλεισμός τους από τις διάφορες μορφές εξουσίας –ένας αποκλεισμός που θεμελιώνεται στην άνιση κατανομή εξουσίας που δημιουργούν οι σημερινοί θεσμοί και οι συνακόλουθες αξίες  Αυτό μας φέρνει στο κρίσιμο ερώτημα το οποίο αντιμετωπίζει κάθε μεταβατική στρατηγική: την «ταυτότητα» του απελευθερωτικού υποκειμένου, ή όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, το «επαναστατικό υποκείμενο».

 

Το απελευθερωτικό υποκείμενο στη σημερινή κοινωνία

 

Όλες οι αντισυστημικές στρατηγικές του παρελθόντος βασίζονταν στην υπόθεση ότι το επαναστατικό υποκείμενο ταυτίζεται με το προλεταριάτο, παρ’ όλο που τον τελευταίο αιώνα έχουν προταθεί διάφορες παραλλαγές αυτής της προσέγγισης ώστε να συμπεριληφθούν στο επαναστατικό υποκείμενο αγρότες και αργότερα φοιτητές. Ωστόσο, οι «συστημικές αλλαγές» που σηματοδότησαν τη μετατόπιση από την κρατικιστική νεωτερικότητα στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα και οι σχετικές αλλαγές στην ταξική δομή, καθώς και η παράλληλη ιδεολογική κρίση, σήμαναν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το τέλος των παραδοσιακών ταξικών διαχωρισμών –όχι όμως και των ίδιων των ταξικών διαχωρισμών- όπως προτείνουν οι σοσιαλφιλελεύθεροι. Παρ' όλα αυτά, ορισμένοι στη ριζοσπαστική Αριστερά, παρά τις φανερές συστημικές αλλαγές, επιμένουν να αναπαράγουν το μύθο της επαναστατικής εργατικής τάξης, επανορίζοντάς την, συνήθως, με ενίοτε ταυτολογικούς τρόπους. Ταυτόχρονα, οι συγγραφείς της ελευθεριακής Αριστεράς όπως ο Bookchin και ο Καστοριάδης μετακινήθηκαν σε μία θέση, σύμφωνα με την οποία, για να ορίσουμε το απελευθερωτικού υποκείμενο θα πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε «αντικειμενικό κριτήριο» και να υποθέσουμε ότι το σύνολο του πληθυσμού («ο λαός») είναι απλά είτε ανοιχτό, είτε κλειστό σε μία επαναστατική προοπτική. Τέλος, οι μεταμοντέρνοι αντικαθιστούν τον ταξικό διαχωρισμό με τις διαφορές ταυτότητας και υποκαθιστούν το «πολιτικό σύστημα» με το θρυμματισμό και το διαχωρισμό. Αυτό έχει μοιραία οδηγήσει σε μία κατάσταση όπου δεν αναγνωρίζεται η συστημική ενότητα του καπιταλισμού, ή ακόμη και η ίδια του η ύπαρξή του ως κοινωνικό σύστημα με συνέπεια ότι «αντί για τις οικουμενικές φιλοδοξίες του σοσιαλισμού και τους ενοποιητικούς αγώνες κατά της ταξικής εκμετάλλευσης τώρα έχουμε μία ποικιλία, ουσιαστικά αποσπασματικών, αγώνων μερικού χαρακτήρα που καταλήγουν στην υποταγή στον καπιταλισμό».

Σύμφωνα με την προβληματική της ΠΔ, εκείνο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα νέο παράδειγμα το οποίο, ενώ αναγνωρίζει την ύπαρξη της ολότητας του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, το οποίο διασφαλίζει τη συγκέντρωση της δύναμης/εξουσίας στα χέρια των διάφορων ελίτ και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων μέσα στη κοινωνία σαν σύνολο, αναγνωρίζει ταυτόχρονα τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που συνιστούν τις διάφορες επί μέρους ολότητες (γυναίκες, εθνικές μειονότητες κ.λπ.). Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το οποίο ανταποκρίνεται στη σημερινή πολλαπλότητα των κοινωνικών σχέσεων (φύλο, εθνικότητα, φυλή κ.ο.κ.) με σύνθετες αντιλήψεις περί της ισοκατανομής όλων των μορφών εξουσίας που να αναγνωρίζουν τις διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, το κύριο πρόβλημα ενός απελευθερωτικού κινήματος σήμερα είναι το πώς μπορούν οι κοινωνικές ομάδες που εν δυνάμει αποτελούν τη βάση ενός νέου απελευθερωτικού υποκειμένου να ενωθούν από μία κοινή κοσμοθεωρία, ένα κοινό παράδειγμα, το οποίο θεωρεί τις σημερινές δομές που διασφαλίζουν τη συγκέντρωση της δύναμης/εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, καθώς και τα συνακόλουθα συστήματα αξιών ως την υπέρτατη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης. Σύμφωνα με αυτή την προβληματική, με δεδομένη την ευρεία προοπτική του προτάγματος για μία περιεκτική δημοκρατία, ένα νέο κίνημα με στόχο την περιεκτική δημοκρατία απευθύνεται σε όλα σχεδόν τα τμήματα της κοινωνίας, εκτός, βέβαια, από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, δηλαδή τις άρχουσες ελίτ και την υπερτάξη.

Ετσι, η πολιτική δημοκρατία, η πρώτη συνιστώσα του προτάγματος της ΠΔ, απευθύνεται κυρίως σε όλους εκείνους που συμμετέχουν προς το παρόν σε τοπικά, μονοθεματικά κινήματα λόγω της έλλειψης κάτι καλύτερου. Όπως ακόμα και οι θεωρητικοί του σοσιαλφιλελευθερισμού αναγνωρίζουν, μολονότι η εμπιστοσύνη προς τους επαγγελματίες πολιτικούς και κυβερνητικούς θεσμούς έχει εξασθενήσει δραστικά, η παρακμή αυτού που περνά για ‘πολιτική’ σήμερα δεν ταυτίζεται με την απολιτικοποίηση. Τούτο είναι φανερό από την παράλληλη ανάπτυξη των νέων κοινωνικών κινημάτων, των ΜΚΟ, των πρωτοβουλιών των πολιτών κ.λπ. Δεν είναι περίεργο ότι το «κίνημα των μικρών ομάδων» (δηλαδή ομάδων όπου ένας μικρός αριθμός ανθρώπων συναντώνται τακτικά για να προωθήσουν τα κοινά τους αιτήματα) έχει σημαντική απήχηση με το 40% του πληθυσμού των Η.Π.Α. –περίπου 75 εκατομμύρια Αμερικανοί- να ανήκει σε μία τουλάχιστον μικρή ομάδα, ενώ στη Βρετανία οι ομάδες αυτό-βοηθείας και οι περιβαλλοντικές ομάδες έχουν επεκταθεί ταχύτατα τα τελευταία χρόνια. Παρ’ όλο που αυτή η περίφημη επέκταση της «κοινωνίας των πολιτών» επικεντρώνεται στη νέα μεσαία τάξη, εντούτοις, το γεγονός αποτελεί ένδειξη της δίψας για μία γνήσια δημοκρατία όπου κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων λαμβάνονται όλοι υπόψη. Επιπλέον, με δεδομένο ότι η πραγματική συμμετοχή των πολιτών (σε αντίθεση με την εικονική συμμετοχή που προσφέρει η αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’) είναι σήμερα δυνατή μόνο σε σχέση με επί μέρους θέματα δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα μονοθεματικά κινήματα και οργανώσεις είναι εκείνα που βρίσκονται σε άνθηση. Με άλλα λόγια, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η επέκταση του κινήματος των μικρών ομάδων φανερώνει, στην πραγματικότητα, μία μετατόπιση από τη ψευδοδημοκρατία σε εθνικό επίπεδο –όπου το σύστημα της αντιπροσώπευσης εκμηδενίζει τη συλλογική συμμετοχή- προς τη ψευδοδημοκρατία σε τοπικό επίπεδο –όπου οι σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις εξακολουθούν να αφήνονται στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, αλλά, ταυτόχρονα, σε ένα είδος «υποπολιτικής», ομάδες πολιτών που αποτελούν την «ενεργή» κοινωνία των πολιτών διεκδικούν τη λήψη αποφάσεων σε παράπλευρα, ή τοπικά ζητήματα.

Η οικονομική δημοκρατία, η δεύτερη συνιστώσα του προτάγματος της ΠΔ, απευθύνεται πρωταρχικά στα κύρια θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή την υποτάξη και τους περιθωριοποιημένους (άνεργοι, χειρωνακτικοί εργάτες, χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, μερικώς απασχολούμενοι, περιστασιακά εργαζόμενοι, αγρότες που σπρώχνονται έξω από τους αγρούς τους λόγω της επέκτασης των αγροβιομηχανιών), καθώς και τους φοιτητές, τα πιθανά αυριανά μέλη των επαγγελματικών μεσαίων στρωμάτων, οι οποίοι βλέπουν τα όνειρά τους για ασφάλεια απασχόλησης να διαλύονται γρήγορα στις «ελαστικές» αγορές εργασίας που χτίζονται σήμερα. Η οικονομική δημοκρατία όμως απευθύνεται, επίσης, σε ένα σημαντικό μέρος της νέας μεσαίας τάξης το οποίο, μη μπορώντας να συμμετέχει στην «υπερτάξη», ζει κάτω από συνθήκες συνεχούς ανασφάλειας, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, όπως έδειξε και η κρίση της Αργεντινής.

Τέλος, οι άλλες συνιστώσες του προτάγματος της ΠΔ, η οικολογική δημοκρατία καθώς και «η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο», απευθύνονται σε όλους εκείνους που ανησυχούν για τις συνέπειες που έχει η συγκέντρωση της δύναμης στο περιβάλλον και σε εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες της στην πατριαρχική και τις άλλες ολιγαρχικές δομές της σημερινής κοινωνίας.

Έτσι, συνοψίζοντας, είναι απαραίτητο η νέα πολιτική οργάνωση να θεμελιωθεί στην ευρύτερη δυνατή πολιτική βάση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σημαίνει ένα ευρύ φάσμα από ριζοσπάστες ακτιβιστές, που περιλαμβάνει ακτιβιστές κατά της παγκοσμιοποίησης, ριζοσπάστες οικολόγους, υποστηρικτές του προτάγματος της αυτονομίας, ελευθεριακούς σοσιαλιστές, ριζοσπάστες φεμινιστές, ελευθεριακούς αριστερούς και κάθε άλλο ακτιβιστή που υιοθετεί το δημοκρατικό πρόταγμα για συστημική αλλαγή. Και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ενός τέτοιου κινήματος από παρόμοια κινήματα, όπως αυτό γύρω από το Παγκόσμιο και τα κατά τόπους Κοινωνικά Φόρουμ, που μη έχοντας σαφή στόχο την αντισυστημική αλλαγή καταλήγουν στον ουτοπικό ρεφορμισμό. Δεδομένου ότι το πρόταγμα της ΠΔ απευθύνεται στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού θα μπορούσε να έχει απήχηση σε όλους αυτούς τους ριζοσπάστες ακτιβιστές. Με βάση τη συλλογιστική αυτή, οι ακόλουθες κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν δυνητικά να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου «απελευθερωτικού υποκειμένου» για συστημική αλλαγή:

  • τα θύματα του συστήματος της οικονομίας της αγοράς στη σημερινή διεθνοποιημένη της μορφή, δηλαδή οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι, οι αγρότες υπό εξαφάνιση, οι περιστασιακά εργαζόμενοι κ.λπ.,

  • εκείνοι οι πολίτες, ιδιαίτερα στα «μεσαία στρώματα», που έχουν αποξενωθεί από αυτό που περνά σήμερα ως «πολιτική», δηλαδή την κρατική διαχείριση, και διεκδικούν ήδη το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού μέσω των διάφορων τοπικών ομάδων,

  • οι εργάτες, υπάλληλοι κ.λπ. που είναι θύματα εκμετάλλευσης και αποξένωσης από τις ιεραρχικές δομές στους τόπους εργασίας,

  • οι γυναίκες που αποξενώνονται από τις ιεραρχικές δομές τόσο στο σπίτι, όσο και στους τόπους εργασίας και επιζητούν μία εκδημοκρατισμένη οικογένεια που να βασίζεται στην ισότητα, τον αμοιβαίο σεβασμό, την αυτονομία, το μοίρασμα της λήψης αποφάσεων και των ευθυνών, τη συναισθηματική και σεξουαλική ισότητα,

  • οι εθνοτικές ή φυλετικές μειοψηφίες, οι οποίες αποξενώνονται από τη σημερινή «κρατικιστική» δημοκρατία που διαχωρίζει τον πληθυσμό σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας,
    όλοι εκείνοι που ανησυχούν από την καταστροφή του περιβάλλοντος και την επιταχυνόμενη χειροτέρευση της ποιότητας ζωής, οι οποίοι επί του παρόντος είναι οργανωμένοι σε ρεφορμιστικά οικολογικά κινήματα, περιθωριοποιημένες οικοκομμούνες κ.λπ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετές από αυτές τις ομάδες μπορεί να θεωρούν αυτή τη στιγμή ότι οι στόχοι τους συγκρούονται με εκείνους άλλων ομάδων (μεσαία στρώματα σε σχέση με τις ομάδες των θυμάτων της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς κ.ο.κ.). Ωστόσο, όπως ανέφερα παραπάνω, το πρόταγμα της ΠΔ προσφέρει ένα κοινό παράδειγμα για όλα τα θύματα του σημερινού συστήματος αποτελούμενο από μία ανάλυση για τα αίτια της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (που τα ανάγει στις σημερινές δομές οι οποίες διασφαλίζουν την ανισοκατανομή της δύναμης και τις αντίστοιχες αξίες), καθώς και από συγκεκριμένες προτάσεις για τους στόχους και τα μέσα που θα μας οδηγούσαν σε μία εναλλακτική κοινωνία. Επομένως, ο αγώνας για το χτίσιμο ενός κινήματος που να εμπνέεται από το παράδειγμα αυτό, κίνημα το οποίο απαιτείται να είναι διεθνοποιημένο για να μπορεί να επιτύχει τους στόχους του, είναι επείγων καθώς και επιτακτικός, ώστε οι διάφορες κοινωνικές ομάδες που διαμορφώνουν το νέο απελευθερωτικό υποκείμενο να λειτουργήσουν ως καταλύτης για μία νέα κοινωνία που θα επανενσωματώσει την πολιτεία, την οικονομία και τη Φύση στην κοινωνία.

Ένα νέο είδος Πολιτικής

Ο σημερινός τύπος πολιτικής είναι καταδικασμένος, καθώς η επιταχυνόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς συνοδεύεται από τη συνεχή παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».. Η αδυναμία του κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά τις δυνάμεις της αγοράς για να αντιμετωπίσει τα θεμελιακά προβλήματα της μαζικής ανεργίας, φτώχειας, αυξανόμενης συγκέντρωσης του εισοδήματος και του πλούτου, καθώς και η συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος έχουν οδηγήσει σε μαζική πολιτική απάθεια και κυνισμό, ιδιαίτερα μεταξύ της υποτάξης και των περιθωριοποιημένων . Ως αποτέλεσμα, σήμερα όλα τα κόμματα συναγωνίζονται για τη ψήφο της μεσαίας τάξης, η οποία είναι η τάξη που ουσιαστικά καθορίζει την πολιτική διαδικασία. Ταυτόχρονα, τα ουτοπικά οράματα ορισμένων τμημάτων της «Αριστεράς» για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας των πολιτών είναι επίσης καταδικασμένα. Όπως ανέφερα και παραπάνω, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ακολουθείται αναπόφευκτα από τη διεθνοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, όσον αφορά τους κοινωνικούς και οικολογικούς ελέγχους στις αγορές, ο ανταγωνισμός επιβάλλει τα στάνταρ του ελάχιστου κοινού παρανομαστή. Επομένως, η μορφή της κοινωνίας των πολιτών που θα επικρατήσει είναι εκείνη που δείχνει τη μεγαλύτερη συνέπεια με το βαθμό διεθνοποίησης που χαρακτηρίζει τα πιο ανταγωνιστικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας.


Είναι επομένως φανερό ότι χρειαζόμαστε ένα νέο τύπο πολιτικής που θα περιλαμβάνει τη δημιουργία τοπικών περιεκτικών δημοκρατιών, δηλαδή τη δημιουργία ενός νέου δημόσιου χώρου ο οποίος θα εμπλέκει τους πολίτες:

  • ως πολίτες που θα παίρνουν αποφάσεις, μέσα από τις δημοτικές συνελεύσεις, στα σημαντικά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα

  • ως εργάτες που θα παίρνουν αποφάσεις, μέσα από τις συνελεύσεις στους τόπους εργασίας, για τη διεύθυνση των δημοτικών επιχειρήσεων

  • ως φοιτητές, μαθητές κ.λπ., που θα παίρνουν αποφάσεις, μέσα από τις συνελεύσεις στους τόπους εκπαίδευσης, για τη διεύθυνση των πανεπιστημίων και των σχολείων κ.λπ.

Αυτή η νέα Πολιτική απαιτεί ένα νέο τύπο πολιτικής οργάνωσης που θα παίξει το ρόλο του καταλύτη για την ανάδυσή της. Ποια είναι, λοιπόν, η μορφή που πρέπει να πάρει αυτή η νέα πολιτική οργάνωση και πώς μπορούμε να τη δημιουργήσουμε;


Ένα νέος είδος πολιτικής οργάνωσης


Είναι σαφές ότι ο νέος τύπος πολιτικής οργάνωσης οφείλει να αντανακλά την επιθυμητή δομή της κοινωνίας. Η πολιτική οργάνωση δεν μπορεί βέβαια να είναι το συνηθισμένο πολιτικό κόμμα, αλλά μία μορφή «δημοκρατίας εν δράσει», η οποία θα αναλάβει διάφορες μορφές παρέμβασης στο τοπικό επίπεδο, πάντοτε ως μέρος ενός περιεκτικού προγράμματος για κοινωνικό μετασχηματισμό, με στόχο την τελική αλλαγή κάθε τοπικής εξουσίας σε μία περιεκτική δημοκρατία. Οι μορφές αυτές παρέμβασης θα πρέπει να επεκταθούν σε κάθε τμήμα ενός πλατιά οριζόμενου δημόσιου χώρου και θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν:

  • Στο πολιτικό επίπεδο, τη δημιουργία «σκιωδών» πολιτικών θεσμών που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία (συνελεύσεις γειτονιάς, κ.λπ.), καθώς και διάφορες μορφές άμεσης δράσης (πορείες, συλλαλητήρια, καταλήψεις και πολιτική ανυπακοή) ενάντια στους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς και τις δραστηριότητές τους,

  • Στο οικονομικό επίπεδο, την εγκαθίδρυση ενός «δημοτικού» οικονομικού τομέα (δηλαδή ενός τομέα που αποτελείται από δημοτικές μονάδες παραγωγής και διανομής οι οποίες ανήκουν και ελέγχονται συλλογικά από τους πολίτες, τη δημοτική πρόνοια κ.λπ.), καθώς και διάφορες μορφές άμεσης δράσης (απεργίες, καταλήψεις κ.λπ.) ενάντια στους υπάρχοντες οικονομικούς θεσμούς και τις δραστηριότητές τους,

  • Στο κοινωνικό επίπεδο, τη δημιουργία θεσμών αυτοδιαχείρισης στους τόπους εργασίας, στους τόπους εκπαίδευσης κ.λπ., καθώς και συμμετοχή στους αγώνες για εργατική δημοκρατία, δημοκρατία στα νοικοκυριά, δημοκρατία στους εκπαιδευτικούς θεσμούς κ.ο.κ.,

  • Στο οικολογικό επίπεδο, την εγκατάσταση οικολογικά βιώσιμων μονάδων παραγωγής και κατανάλωσης, καθώς και μορφές άμεσης δράσης κατά της καταστροφής της Φύσης από τις επιχειρήσεις,

  • Στο πολιτισμικό επίπεδο, δραστηριότητες με στόχο τη δημιουργία μιας τέχνης ελεγχόμενης από την κοινότητα (στη θέση των σημερινών ελεγχόμενων από τις ελίτ καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων) και τη δημιουργία εναλλακτικών ΜΜΕ και μέσων ενημέρωσης που θα βοηθήσουν το σύστημα αξιών που είναι συνεπές με την περιεκτική δημοκρατία να γίνει το ηγεμονικό κοινωνικό παράδειγμα

Τα επόμενα αποτελούν μία γενική περιγραφή των βημάτων που θα μπορούσαν να γίνουν για το χτίσιμο μία οργάνωσης ΠΔ, μολονότι, ασφαλώς, η συγκεκριμένη μορφή την οποία θα λάβει στην πράξη η διαδικασία αυτή εξαρτάται βασικά από τις τοπικές συνθήκες και πρακτικές.:

  • Το πρώτο βήμα για το χτίσιμο μιας τέτοιας οργάνωσης θα μπορούσε να είναι μια συνάντηση των ενδιαφερόμενων για το πρόταγμα της ΠΔ σε συγκεκριμένη περιοχή με σκοπό τη δημιουργία μιας ομάδας μελέτης για τη συζήτηση του προτάγματος και ιδιαίτερα των στόχων του Δικτύου για την ΠΔ (βλ http://www.inclusivedemocracy.org/index.html). Εάν διαπιστωθεί γενική συμφωνία με τους στόχους αυτούς τότε η ομάδα θα μπορούσε να έλθει σε επαφή με τους πυρήνες του Δικτύου στην ίδια χώρα η/και σε άλλες χώρες για την ανταλλαγή πληροφοριών, ειδήσεων κ.λπ. Μετά από μία σειρά συναντήσεων της ομάδας, και ως αποτέλεσμα των συζητήσεων πάνω στο ζήτημα, η ομάδα θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα ελάχιστο πρόγραμμα που θα εκφράζει τους βασικούς στόχους, τα μέσα και τη στρατηγική της τοπικής ομάδας ΠΔ. Η ομάδα θα πρέπει, επίσης, να διαμορφώσει την οργανωτική της δομή σε μη ιεραρχικά πλαίσια, καθώς και τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων που την αφορούν στη βάση αρχών άμεσης δημοκρατίας.

  • Το επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι η έκδοση ενός τοπικού ενημερωτικού δελτίου ή, στην περίπτωση μεγάλων πόλεων, ενός τοπικού περιοδικού στο οποίο θα περιλαμβάνεται αυτό το ελάχιστο πρόγραμμα, καθώς και σχόλια για τοπικές ή εθνικές/διεθνείς ειδήσεις από τη σκοπιά της ΠΔ και σύντομα θεωρητικά κείμενα πάνω στους στόχους, τα μέσα και τη στρατηγική του προτάγματος της ΠΔ. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δίνεται σε ειδήσεις πάνω σε σχετικές, τοπικές ή μη, δραστηριότητες. . Σε αυτό το στάδιο, η ομάδα ΠΔ θα μπορούσε να ξεκινήσει την οργάνωση δημόσιων συναντήσεων στις οποίες θα συζητούνται ζητήματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την τοπική κοινωνία (οικονομικά, οικολογικά, κοινωνικά κ.λπ.). Τα μέλη της ομάδας θα μπορούσαν να κάνουν τις εισηγήσεις πάνω στα θέματα αυτά από τη σκοπιά της ΠΔ, ενώ στη συνέχεια θα επακολουθούσαν διεξοδικές συζητήσεις με πολίτες της τοπικής κοινωνίας.

  • Καθώς θα αυξάνει ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετέχει στην ομάδα ΠΔ, η ομάδα θα μπορεί να παίρνει μέρος στους τοπικούς αγώνες (ή ακόμα και να ξεκινά τέτοιους αγώνες για διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με την εγκαθίδρυση μιας ΠΔ) και ακόμη -συμμαχώντας με παρόμοιες ομάδες από άλλες περιοχές- σε αγώνες πάνω σε περιφερειακά, εθνικά και διεθνή ζητήματα. Με αυτό το στόχο, η ομάδα θα μπορεί να έρθει σε επαφή με παρόμοιες τοπικές ομάδες στην ίδια περιοχή, χώρα και άλλες χώρες ώστε να διαμορφωθούν συνομοσπονδίες αυτόνομων ομάδων ΠΔ (στο περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο) για τον συντονισμό της πολιτικής δραστηριότητας των ομάδων. Η δημιουργία μιας ηλεκτρονικής εφημερίδας ΠΔ θα μπορούσε να παίξει έναν σημαντικό ρόλο κατά τη διαδικασία αυτή. Οι συμμαχίες με άλλες ριζοσπαστικές ομάδες της Αριστεράς θα πρέπει να ενθαρρύνονται όταν πρόκειται για συγκεκριμένα ζητήματα (όπως για παράδειγμα ο αγώνας για την αντικατάσταση της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης με μία Ευρωπαϊκή Κοινότητα των πολιτών) πάνω στα οποία θα μπορούσε να συμφωνηθεί μία κοινή πλατφόρμα για το ποια αιτήματα θα εγερθούν.

  • Τέλος, μόλις θα έχει προσχωρήσει στην ομάδα ένας επαρκής αριθμός ακτιβιστών ώστε να μπορεί να πάρει τη μορφή μιας πολιτικής οργάνωσης ΠΔ (με οργανωτική δομή και διαδικασία λήψης αποφάσεων παρόμοιες με εκείνες της αρχικής ομάδας) η οργάνωση ΠΔ θα μπορεί να ξεκινήσει την επέκταση των δραστηριοτήτων της και να συμμετέχει στη δημιουργία τοπικών θεσμών πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας, καθώς και θεσμών δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο (στους τόπους εργασίας, τόπους εκπαίδευσης κ.λπ.), και σε πολιτιστικές δραστηριότητες κ.λπ.βλ. παρακάτω. Ταυτόχρονα, η οργάνωση ΠΔ θα μπορεί να αρχίσει να συμμετέχει στις τοπικές εκλογές, με εκπαιδευτικό στόχο αρχικά, δηλαδή για να εξοικειώσει τους πολίτες με το πρόταγμα της ΠΔ σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Μόλις, ωστόσο, η οργάνωση ΠΔ κερδίσει τις εκλογές σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή θα πρέπει να αρχίσει να θέτει σε εφαρμογή το μεταβατικό πρόγραμμα για το χτίσιμο μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Περιττό να προστεθεί ότι σε όλα αυτά τα στάδια οι ακτιβιστές του κινήματος της ΠΔ δεν λειτουργούν ως ‘κομματικά στελέχη’ αλλά ως καταλύτες για τη δημιουργία των νέων θεσμών. Με άλλα λόγια, η πολιτική τους δέσμευση αναφέρεται στους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς και όχι στην πολιτική οργάνωση.

Η Μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία


Μία Νέα Διεθνής Τάξη που θα στηρίζεται στην περιεκτική δημοκρατία είναι μία μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία, την πολιτεία και τη φύση στην κοινωνία μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει τις αναγκαίες συνθήκες για την ισοκατανομή όλων των μορφών εξουσίας. Αυτό συνεπάγεται τη δημιουργία θεσμών:

  • πολιτικής δημοκρατίας (άμεσης δημοκρατίας), που βασίζονται σε διαδικασίες οι οποίες διασφαλίζουν ότι όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων όσων σχετίζονται με τη διαμόρφωση και εκτέλεση των νόμων) λαμβάνονται συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση από το σώμα των πολιτών (το δήμο), καθώς και σε δομές που θεσμοποιούν την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης.

  • οικονομικής δημοκρατίας, όπου οι δήμοι ελέγχουν την οικονομική διαδικασία σε ένα θεσμικό πλαίσιο δημοτικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των μέσων παραγωγής και διανομής, πέρα από την οικονομία της αγοράς και τον κεντρικό σχεδιασμό.

  • δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο, όπου όλοι οι θεσμοί στον δημόσιο χώρο στους οποίους μπορούν να ληφθούν συλλογικές αποφάσεις (για παράδειγμα οι τόποι εργασίας, οι τόποι εκπαίδευσης, οι θεσμοί κουλτούρας κ.λπ.) είναι αυτόδιαχειριζομενοι και κάτω από το γενικό έλεγχο των δήμων, ενώ οι προσωπικές σχέσεις βασίζονται σε ένα σύστημα αξιών που είναι συμβατό με τους δημοκρατικούς θεσμούς της κοινωνίας, δηλαδή ένα σύστημα αξιών που βασίζεται στις αρχές της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας και αλληλεγγύης και που αποκλείει κάθε μορφή κυριαρχίας με βάση το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα, τις πολιτισμικές διαφορές κ.ο.κ..

  • οικολογικής δημοκρατίας, όπου το θεσμικό πλαίσιο της ΠΔ και το συμβατό με αυτό σύστημα αξιών διασφαλίζουν τις αναγκαίες συνθήκες για την επανενσωμάτωση της κοινωνίας στη φύση.

Επομένως, η μετάβαση σε μία περιεκτική δημοκρατία θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα για τη μετακίνηση της κοινωνίας προς καθεμία από τις παραπάνω συνιστώσες της. Οι τοπικές ομάδες/οργάνωση ΠΔ θα πρέπει να διαμορφώσουν ένα περιεκτικό πρόγραμμα για την κοινωνική αλλαγή που θα επεξεργάζεται για την περιοχή τους τον απώτερο στόχο της δημιουργίας μιας διαφορετικής μορφής κοινωνικής οργάνωσης που θα στηρίζεται στην περιεκτική δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα θα πρέπει να ξεκαθαρίζει απόλυτα ότι ο υπέρτατος στόχος των διάφορων προτάσεων που περιλαμβάνονται σε αυτό είναι η αντικατάσταση της σημερινής ολιγαρχικής δομής με μία περιεκτική δημοκρατία, όπως αυτή ορίσθηκε παραπάνω. Αυτό συνεπάγεται ότι ο αγώνας για ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν αποτελεί απλώς μια νέα πολιτική, αλλά την ίδια την πολιτική δομή που οδηγεί σε μία περιεκτική δημοκρατία.


Μετάβαση σε μία πολιτική δημοκρατία

Το πρόγραμμα για τη μετάβαση σε μία περιεκτική δημοκρατία, το οποίο θα διαμορφώσουν οι τοπικές ομάδες/οργάνωση ΠΔ, ξεκινώντας από αιτήματα που κινητοποιούν τους ανθρώπους γύρω από τα άμεσα προβλήματα τους, θα μπορούσε να έχει τους ακόλουθους βασικούς στόχους:

  • την ανάπτυξη μιας «εναλλακτικής συνειδητοποίησης» όσον αφορά τις μεθόδους επίλυσης των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών προβλημάτων με δημοκρατικό τρόπο. Θα πρέπει, επομένως, να συνδέει τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση με το σημερινό κοινωνικοοικονομικό σύστημα και την ανάγκη της αντικατάστασής του από μία συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία, και

  • την κατάθεση προτάσεων πάνω στο πώς μπορεί να αρχίσει το χτίσιμο των ίδιων των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών που θα οδηγήσουν σε μία περιεκτική δημοκρατία. Θα πρέπει, επομένως, να προτείνει μέτρα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τόσο στη μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική αυτοδυναμία, όσο και σε δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή των πολιτών.

Σχετικά με το (Α), δηλαδή το στόχο της δημιουργίας μιας εναλλακτικής συνειδητοποίησης, το πρόγραμμα θα πρέπει να υπογραμμίζει γιατί η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν έχει καμία σχέση με την αρχική αντίληψη της δημοκρατίας και ότι στην πραγματικότητα ήταν μία αμερικάνικη επινόηση με πραγματικό στόχο τον ευνουχισμό της λαϊκής δύναμης. Στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» η λαϊκή εξουσία αλλοτριώνεται υπέρ των εκλεγμένων (με τη μαζική βοήθεια της οικονομικής ελίτ και των ελεγχόμενων από αυτήν μέσων μαζικής ενημέρωσης) επαγγελματιών πολιτικών, οι οποίοι αναλαμβάνουν κάποιες γενικές και αόριστες δεσμεύσεις απέναντι των πολιτών, σε αντίθεση με τις συγκεκριμένες πολιτικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν απέναντι στις οικονομικές ελίτ που ουσιαστικά τους εκλέγουν. Η μόνη «εξουσία» που έχει δοθεί σε σχέση με το σύστημα αυτό στους πολίτες είναι η δυνατότητα να αλλάζουν κάθε περίπου τέσσερα χρόνια τη μία ομάδα επαγγελματιών πολιτικών με μία άλλη η οποία θα εξακολουθεί, στην πράξη, να εφαρμόζει τις ίδιες πολιτικές, ιδιαίτερα στο σημερινό σύστημα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όπου ακόμα και οι παλιές διαφορές των πολιτικών κομμάτων έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί. Όπως τόνιζαν επιγραμματικά για την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» τα συνθήματα στους τοίχους το Μάη του 1968: «είναι ήδη οδυνηρό το ότι υποτασσόμαστε στα αφεντικά μας -είναι όμως ακόμα πιο ηλίθιο να τα επιλέγουμε οι ίδιοι!».

Το πρόγραμμα θα πρέπει να δείχνει ότι όχι μόνο η πολιτική αλλοτρίωση, αλλά και προβλήματα όπως η ανεργία, η φτώχεια και η αποξένωση στην εργασία, καθώς και η χαμηλή ποιότητα ζωής, η περιβαλλοντική καταστροφή, τα προβλήματα φυλετικών κ.λπ. διακρίσεων και η πολιτισμική ομογενοποίηση συνδέονται όλα με ένα σύστημα που βασίζεται στη συγκέντρωση πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης/εξουσίας στα χέρια των ελίτ που αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού. Η σχέση όλων των κυρίων κοινωνικών θεσμών με τα προβλήματα αυτά πρέπει να τονίζεται ιδιαίτερα. Έτσι, θα πρέπει, για παράδειγμα, να δείχνεται ότι ο τρόπος κατανομής των πόρων στην οικονομία της αγοράς οδηγεί σε άνιση ανάπτυξη, ανεργία και φτώχεια, ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δεν επιτρέπει την άνθηση οποιασδήποτε οικονομικής δημοκρατίας αλλά, αντίθετα, οδηγεί σε οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, αποξένωση της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων από την εργασία τους, καθώς και σε διαιώνιση της ανισότητας και ότι η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας τόσο στο επίπεδο του «μακρόκοσμου» (κράτος), όσο και στο επίπεδο του «μικρόκοσμου» (ιεραρχικές σχέσεις στην εργασία, στην οικογένεια, στο σχολείο κ.λπ.) είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, την αυτονομία και την ελευθερία.

Ένα περιεκτικό πρόγραμμα για κοινωνική αλλαγή πρέπει να κάνει ξεκάθαρο ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η διέξοδος από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της πίεσης του κράτος να αντιπαραταχθεί στα επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά μέσω της δημιουργίας ενός νέου δημόσιου χώρου, ενός νέου πόλου δύναμης, ο οποίος θα αγωνιστεί ενάντια τόσο στα επιχειρηματικά συμφέροντα, όσο και στο κράτος, δηλαδή τόσο κατά της οικονομίας της αγοράς όσο και κατά της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Τότε οι πολίτες, για πρώτη φορά στη ζωή τους, θα διαθέτουν πραγματική δύναμη, να αποφασίζουν, έστω μερικώς στην αρχή, για τις υποθέσεις της κοινότητάς τους. Όλα αυτά, σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, όπου οι πολίτες διαθέτουν μόνο τη δύναμη να αλλάζουν περίπου κάθε τέσσερα χρόνια το κυβερνών κόμμα, αλλά, στην πράξη, δεν τους δίνεται καμία πραγματική δυνατότητα επιλογής, ούτε κάποιος τρόπος να επιβάλλουν τη βούλησή τους πάνω στους επαγγελματίες πολιτικούς ή τις οικονομικές ελίτ. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν, παραδείγματος χάρη, κοιτάξει κάποιος τα εκλογικά προγράμματα των εθνικών κομμάτων, τα οποία διατυπώνονται με τόσο ευρείς και αόριστους όρους ώστε οι πολιτικοί να μη δεσμεύονται σε οτιδήποτε συγκεκριμένο.

Όσον αφορά το σημείο (Β), δηλαδή τις προτάσεις για εναλλακτικούς πολιτικούς θεσμούς, οι ομάδες/οργάνωση της ΠΔ πρέπει, ακόμα και πριν την κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση ενός δήμου στην περιοχή της, αλλά αφού η οργάνωση έχει γίνει ευρέως γνωστή σε τοπικό επίπεδο (κάτι που προϋποθέτει ότι θα έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία συμμετοχής στις τοπικές εκλογές), να παίρνει διάφορες πρωτοβουλίες προς την εγκαθίδρυση μιας πολιτικής (άμεσης) δημοκρατίας. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι:

  • η οργάνωση δημοτικών συνελεύσεων όπου θα συζητούνται σημαντικά τοπικά ζητήματα. Στις μεγάλες πόλεις οι συνελεύσεις αυτές μπορούν να πάρουν τη μορφή συνελεύσεων γειτονιάς που θα συνομοσπονδιοποιούνται και θα σχηματίζουν τη «συνομοσπονδιακή συνέλευση της πόλης», την οποία θ’ απαρτίζουν οι εντολοδόχοι των συνελεύσεων γειτονιάς. Η συνομοσπονδιακή συνέλευση θα φέρνει απλώς σε πέρας τις αποφάσεις των συνελεύσεων γειτονιάς και θα λαμβάνει συμπληρωματικές αποφάσεις για την υλοποίηση των αποφάσεων αυτών. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καθιερωθεί η θεμελιώδης αρχή ότι στην πραγματικότητα οι δημοτικές συνελεύσεις είναι εκείνες που λαμβάνουν τις αποφάσεις και ότι στις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις οι εντολοδόχοι που τις απαρτίζουν δεν «αντιπροσωπεύουν» τους πολίτες ούτε διαμορφώνουν πολιτικές «εξ ονόματός τους». Οι εντολοδόχοι στις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις της πόλης μπορεί να εκλέγονται εκ περιτροπής αλλά θα πρέπει να είναι άμεσα ανακλητοί από τις συνελεύσεις γειτονιάς μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών που εκείνες θα έχουν καθιερώσει. Σε αυτό το στάδιο, οι ομάδες/οργάνωση ΠΔ θα μπορούσαν επίσης να απαιτήσουν την επίσημη αναγνώριση των συνελεύσεων γειτονιάς από το δημοτικό συμβούλιο, καθώς και την παραχώρηση συγκεκριμένων εξουσιών σε αυτές.

  • η εκλογή ενός «σκιώδους δημοτικού συμβουλίου», δηλαδή ενός συμβουλίου το οποίο θα είναι η «σκιά» του επίσημου δημοτικού συμβουλίου και θα κάνει εναλλακτικές προτάσεις πάνω στην ατζέντα του επίσημου. Το σκιώδες συμβούλιο θα αποτελείται από εντολοδόχους των δημοτικών συνελεύσεων και θα κάνει προτάσεις στη βάση των γενικών αρχών που αποφασίζουν οι συνελεύσεις. Οι ίδιες αρχές που ισχύουν στην εκλογή/ανάκληση των εντολοδόχων στη συνομοσπονδιακή συνέλευση θα πρέπει να ισχύουν και εδώ.

  • Ο αγώνας για τη μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση της πολιτικής εξουσίας, καθώς και της οικονομικής εξουσίας (φορολογική εξουσία/εξουσία στον καθορισμό των δαπανών) στο τοπικό επίπεδο, με δεδομένο ότι η αποκέντρωση είναι η βάση της οργάνωσης μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι όλα αυτά τα βήματα, καθώς και εκείνα που θα περιγραφούν παρακάτω, δεν στοχεύουν στην επίτευξη κάποιας μορφής μεταρρυθμίσεων των υπαρχόντων θεσμών πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, δηλαδή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάθε «μεταβατικό» αίτημα (π.χ. αυτό για μεγαλύτερη αποκέντρωση) θα πρέπει να συνδέεσαι με το μακροπρόθεσμο στόχο της περιεκτικής δημοκρατίας. Το κίνημα ΠΔ είναι «αντισυστημικό» και όχι ρεφορμιστικό και, θα προσπαθήσει να πετύχει όλους τους στόχους του με ειρηνικά μέσα, μολονότι σε κάποιο στάδιο μπορεί να δεχτεί τη βίαια επίθεση από τις άρχουσες ελίτ, Στην περίπτωση αυτή, ασφαλώς, θα πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ωστόσο, όσο περισσότερο «ηγεμονικό» γίνεται το κοινωνικό παράδειγμα της ΠΔ, τόσο πιο δύσκολο θα γίνει για τις άρχουσες ελίτ να επιβάλουν τη θέλησή τους με τη βία.

Μετάβαση σε μία οικονομική δημοκρατία

Όσον αφορά το στόχο του χτισίματος εναλλακτικών οικονομικών θεσμών που θα οδηγήσουν σε μία οικονομική δημοκρατία, το πρόγραμμα θα πρέπει να καθιστά σαφές το λόγο για τον οποίο η κατάληψη από μέρους του κινήματος της ΠΔ πολλών δημοτικών συμβουλίων θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες για:

α) τη δραστική αύξηση της οικονομικής αυτοδυναμίας των δήμων (οι δήμοι εννοούνται εδώ βέβαια όχι όπως οι σημερινοί δήμοι αλλά ως οι εκκλησίες του δήμου, δηλ. οι συνελεύσεις των πολιτών),

β) τη δημιουργία ενός δημοτικού οικονομικού τομέα, δηλαδή ενός τομέα που ανήκει στο δήμο, και

γ) τη δημιουργία ενός δημοκρατικού μηχανισμού για τη συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων.

Επειδή έχω περιγράψει λεπτομερειακά τις συνθήκες αυτές αλλού, εδώ απλά θα τις συνοψίσω.


Όσον αφορά την αυτοδυναμία, πρώτον, υπάρχει μία σημαντική βιβλιογραφία των Πράσινων πάνω στο θέμα, η οποία, ωστόσο, υποφέρει από το βασικό μειονέκτημα ότι είναι ρεφορμιστική, δηλαδή στοχεύει στη μεταρρύθμιση της οικονομίας της αγοράς με στόχο τη μεγαλύτερη αυτοδυναμία. Ωστόσο, ένα κίνημα ΠΔ θα πρέπει να αναπτύξει μία μεταβατική στρατηγική για ριζοσπαστική αποκέντρωση της εξουσίας/δύναμης προς τους δήμους, με ρητό στόχο την αντικατάσταση του σημερινού πολιτικού και οικονομικού θεσμικού πλαισίου. Βήματα προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να είναι η προσπάθεια (η οποία θα διευκολυνθεί όταν η τοπική εξουσία θα έχει κερδηθεί) για την αύξηση της:

  • τοπικής χρηματοοικονομικής εξουσίας, μέσω της δημιουργίας Δημοτικών Πιστωτικών Ενώσεων (δηλαδή χρηματοοικονομικών συνεταιρισμών που υποστηρίζονται από το δήμο) για την παροχή δανείων στα μέλη για τις προσωπικές και επενδυτικές ανάγκες τους, ως ένα πρώτο βήμα για τη δημιουργία ενός δικτύου δημοτικών τραπεζών. Επίσης, τα σχήματα LETS θα μπορούσαν να εισαχθούν ως ένα πρώτο βήμα για την εγκαθίδρυση δημοτικού νομίσματος (δηλαδή ενός νομίσματος που θα ελέγχεται από το Δήμο, αντί από μία κεντρική τράπεζα που ελέγχεται από τις άρχουσες ελίτ όπως συμβαίνει με το αμερικανικό δολάριο και το ευρώ). Τέλος, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα σχήμα δημοτικής πιστωτικής κάρτας με στόχο την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών μέσω της χρήσης τοπικά παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, ως ένα πρώτο βήμα για την ίδρυση ενός συστήματος διατακτικών που θα μπορούσε να αντικαταστήσει όλα τα νομίσματα σε μια περιεκτική δημοκρατία.

  • τοπικής φορολογικής εξουσίας, μέσω της φορολογικής αποκέντρωσης, δηλαδή της μεταβίβασης της φορολογικής εξουσίας από το εθνικό στο τοπικό επίπεδο. Αρχικά, οι νέοι τοπικοί φόροι θα είναι συμπληρωματικοί ως προς τους κρατικούς φόρους, όμως, το κίνημα ΠΔ θα πρέπει να αγωνιστεί για τη φορολογική αποκέντρωση και την παράλληλη εισαγωγή ενός νέου δημοτικού συστήματος φορολόγησης (δηλαδή ενός φορολογικού συστήματος που ελέγχεται από τους δήμους) το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για: α) τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος αποκέντρωσης των τοπικών παραγωγικών πόρων, παρέχοντας δυνατότητες απασχόλησης στους πολίτες του δήμου, β) τη χρηματοδότηση ενός περιεκτικού προγράμματος κοινωνικών δαπανών που θα κάλυπτε τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών γ) τη χρηματοδότηση των διάφορων θεσμικών αλλαγών οι οποίες θα καταστήσουν εφικτή τη δημοκρατία στο νοικοκυριό (π.χ. πληρωμή της οικιακής εργασίας, της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων κ.λπ.), δ) τη χρηματοδότηση προγραμμάτων για την αντικατάσταση των παραδοσιακών πηγών ενέργειας με τοπικούς ενεργειακούς πόρους (ηλιακή, αιολική κ.λπ.), ε) την οικονομική τιμωρία των κλάδων και θυγατρικών μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν τη βάση τους στην περιοχή για τις αντιοικολογικές δραστηριότητες τους. Έτσι, η συνισταμένη των παραπάνω μέτρων θα είναι η αναδιανομή της οικονομικής εξουσίας στο εσωτερικό της κοινότητας, με την έννοια της μεγαλύτερης ισότητας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Αυτό, σε συνδυασμό με την εισαγωγή ενός δημοκρατικού πλάνου (βλ. παρακάτω), θα δημιουργήσει μία γερή βάση για τη μετάβαση προς την πλήρη οικονομική δημοκρατία.

  • εξουσίας για τον καθορισμό της τοπικής παραγωγής, μέσω, αρχικά, της παροχής οικονομικών κινήτρων προς τους τοπικούς παραγωγούς/καταστήματα/πολίτες προκειμένου να παρακινηθούν ώστε να παράγουν/πωλούν/αγοράζουν τοπικά παραγόμενα προϊόντα, με στόχο το σπάσιμο των αλυσίδων των μεγάλων εταιρειών παραγωγής και διανομής. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η δημιουργία δημοτικών επιχειρήσεων (δηλαδή επιχειρήσεων που ανήκουν στους δήμους) θα έδινε την εξουσία στους δήμους να αναλάβουν όλο και περισσότερο την παραγωγή.

  • της εξουσίας για την κάλυψη των αναγκών πρόνοιας των τοπικών πολιτών, μέσω της δημιουργίας ενός δημοτικού συστήματος πρόνοιας, δηλαδή ενός συστήματος πρόνοιας που θα ελέγχεται από το δήμο και θα παρέχει σημαντικές κοινωνικές υπηρεσίες (εκπαίδευση, υγεία, στέγαση, κ.λπ.) τοπικά, ή περιφερειακά σε συνεργασία με άλλους δήμους της περιοχής. Ένα τέτοιο σύστημα, όχι μόνο θα μεγιστοποιούσε τη χρήση των τοπικών παραγωγικών πόρων αλλά, επίσης, θα μείωνε δραστικά την εξωτερική εξάρτηση.

Ερχόμενοι στη συνέχεια στη δημιουργία ενός δημοτικοποιημένου οικονομικού τομέα, αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα για τη μετάβαση σε μία περιεκτική δημοκρατία, όχι μόνο λόγω της σημασίας που έχει όσον αφορά την οικονομική δημοκρατία, αλλά, επίσης, και λόγω του ότι η εγκαθίδρυση αυτοδιαχειριζόμενων παραγωγικών μονάδων συνιστά το θεμέλιο της δημοκρατίας στους τόπους εργασίας. Ένας δημοτικοποιημένος τομέας θα ενείχε νέες συλλογικές μορφές ιδιοκτησίας οι οποίες θα διασφάλιζαν τον έλεγχο της παραγωγής, όχι μόνο από εκείνους που εργάζονται στις παραγωγικές μονάδες, αλλά, επίσης, από το δήμο. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας:

  • Δημοτικών Επιχειρήσεων, δηλαδή παραγωγικών μονάδων που θα μπορούσαν να ανήκουν στο δήμο και να διευθύνονται από τους εργαζόμενους στις μονάδες αυτές, ενώ η τεχνική διαχείριση (μάρκετινγκ, σχεδιασμός κ.λπ.) θα μπορούσε να ανατίθεται σε εξειδικευμένο προσωπικό. Εντούτοις, ο συνολικός έλεγχος των δημοτικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ανήκει στις δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες θα επιβλέπουν την παραγωγή και τις πολιτικές απασχόλησης και περιβάλλοντος που ακολουθούν, διασφαλίζοντας ότι θα επιδιώκεται το «γενικό κοινωνικό συμφέρον» αντί για τα ‘μερικά’ συμφέροντα των μελών της κάθε δημοτικής επιχείρησης. Παρόμοιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ιδρυθούν ακόμα και πριν την κατάληψη του δημοτικού συμβουλίου από τους υποστηρικτές του προτάγματος της περιεκτικής δημοκρατίας μέσω της χρήσης, για παράδειγμα, Δημοτικών Κτηματικών Εταιρειών (Land Τrusts), μολονότι οι επιχειρήσεις αυτές θα μπορέσουν να ανθίσουν μόνο μετά την κατάκτηση της τοπικής εξουσίας. Οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να διαχωρίζονται σαφώς τόσο από τις γραφειοκρατικές σοσιαλιστικές επιχειρήσεις, όσο και από τις καπιταλιστικές εταιρείες. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από την αποκέντρωση της λήψης αποφάσεων που είναι δυνατή στο πλαίσιο αυτοδιαχειριζόμενων κοοπερατίβων που ανήκουν στον δήμο. Έτσι, η δημοτική συνέλευση θα μπορούσε να καθορίσει κοινωνικούς και οικολογικούς στόχους τους οποίους θα πρέπει να επιδιώκει η δημοτική επιχείρηση , ενώ την ίδια την επιχείρηση θα την διαχειρίζονται τα μέλη της. Η επιβίωσή τους στη μεταβατική περίοδο θα εξαρτηθεί από το πόσο πετυχημένοι θα είναι οι νέοι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί στη δημιουργία μιας νέας συνειδητοποίησης, η οποία θα κάνει τους πολίτες περισσότερο ανθεκτικούς σε καθαρά οικονομικά κίνητρα. Ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή θα είναι η παραγωγή των δημοτικών επιχειρήσεων να απευθύνεται αποκλειστικά στην τοπική αγορά, με τη χρήση των τοπικών πόρων. Αυτό προϋποθέτει ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις παρεμφερείς δραστηριότητες των Πράσινων, θα αποτελούν μέρος ενός περιεκτικού προγράμματος για τη δημοτικοποίηση της οικονομίας –με άλλα λόγια, ενός προγράμματος του οποίου τα συστατικά στοιχεία είναι η αυτοδυναμία, η δημοτική ιδιοκτησία και η συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων. Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι η βαθμιαία μετατόπιση ολοένα και περισσότερων ανθρώπινων και μη πόρων από την οικονομία της αγοράς στο νέο «δημοτικό» τομέα της οικονομίας, ο οποίος θα αποτελέσει τη βάση μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, οι δημοτικές επιχειρήσεις θα ελέγχουν την τοπική οικονομία και θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στη συνομοσπονδία των δήμων, που θα ήταν πλέον σε θέση να αγοράζει, ή να απαλλοτριώνει, μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις.

  • ενός δικτύου δημοτικών τραπεζικών συνεταιρισμών, παρόμοιου, για παράδειγμα, με το πολύ επιτυχημένο δίκτυο των Βάσκων της Caja Laboral Popular στην Ισπανία που υποστηρίζει τους συνεταιρισμούς Mondragon, το οποίο θα μπορούσε να ιδρυθεί πριν την κατάκτηση της τοπικής εξουσίας. Όταν, όμως, θα έχουν κερδηθεί στις τοπικές εκλογές ένας αριθμός πόλεων/δήμων τότε θα υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας ενός δικτύου δημοτικών τραπεζών κάτω από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δήμου. Έτσι, κάθε πόλη/δήμος θα μπορούσε να διαθέτει τη δική της δημοτική τράπεζα, η οποία θα μπορούσε αρχικά να ενσωματωθεί σε ένα περιφερειακό και στη συνέχεια σε ένα συνομοσπονδιακό δίκτυο. Η δημοτική τράπεζα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί: α) για την απορρόφηση των τοπικών αποταμιεύσεων προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τοπικά, φιλικά προς το περιβάλλον, επενδυτικά προγράμματα που μεγιστοποιούν την τοπική εργασία, β) για την προσφορά άλλων εξειδικευμένων υπηρεσιών που θα επέτρεπαν τη δημιουργία και λειτουργία δημοτικών επιχειρήσεων από κάθε ενδιαφερόμενη κοινωνική ομάδα της περιοχής, η οποία δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει και την απαιτούμενη εξειδικευμένη γνώση (π.χ. εργαζόμενοι χρεοκοπημένων εταιρειών, άνεργοι, χαμηλόμισθοι κ.λπ.), γ) για τη διεξαγωγή έρευνας για τον τύπο παραγωγικών μονάδων που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στην περιοχή, βάσει κριτηρίων που θα στόχευαν στη μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης, της τοπικής (και συνεπώς της συνομοσπονδιακής) οικονομικής αυτοδυναμίας και παραγωγικότητας, καθώς και την ελαχιστοποίηση των συνεπειών στο περιβάλλον, δ) για την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών πάνω στο σχεδιασμό της οργάνωσης παραγωγής και των τόπων εργασίας, την εκπαίδευση ανθρωπίνου δυναμικού, τα λογιστικά συστήματα, κ.λπ.

Τέλος, όσον αφορά τη μετάβαση σε μία Συνομοσπονδιακή Κατανομή Πόρων, το θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει μια στρατηγική που οδηγεί σε ένα σύστημα συνομοσπονδιακής κατανομής των πόρων είναι το πώς θα εισαχθούν οι κατάλληλες θεσμικές αλλαγές για την οικονομική δημοκρατία, οι οποίες να είναι συμβατές με το θεσμικό πλαίσιο που, στο μεταβατικό στάδιο, θα εξακολουθεί να είναι η οικονομία της αγοράς. Όπως η συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων περιγράφηκε στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία, το σύστημα περιλαμβάνει δύο βασικούς μηχανισμούς κατανομής των πόρων:

α) ένα μηχανισμό δημοκρατικού σχεδιασμού για τις περισσότερες από τις μακροοικονομικές αποφάσεις (στοιχείο κοινωνικής αυτονομίας) και

β) ένα σύστημα διατακτικών για τις περισσότερες από τις μικροοικονομικές αποφάσεις, οι οποίες, με την αντικατάσταση της πραγματικής αγοράς με μία τεχνητή αγορά, θα δημιουργούσαν συνθήκες ελευθερίας επιλογής (στοιχείο ατομικής αυτονομίας).

Είναι ξεκάθαρο ότι το σύστημα διατακτικών δεν μπορεί να εισαχθεί προτού εμφανιστεί μία πλήρης οικονομική δημοκρατία με τη μορφή μιας συνομοσπονδίας δήμων, μολονότι βήματα προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να γίνουν και νωρίτερα (π.χ. το σχήμα δημοτικής πιστωτικής κάρτας που αναφέρθηκε παραπάνω). Εντούτοις, ένα σύστημα δημοκρατικού σχεδιασμού είναι εφικτό ακόμα και στη μεταβατική περίοδο μολονότι, προφανώς, η εμβέλεια του για τη λήψη αποφάσεων θα είναι σημαντικά περιορισμένη από την οικονομία της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να παίξει έναν χρήσιμο ρόλο στην εκπαίδευση των ανθρώπων στην οικονομική δημοκρατία και, ταυτόχρονα, στη δημιουργία των προϋποθέσεων για ατομική και κοινωνική αυτονομία.


Όμως, για να έχει νόημα οποιοσδήποτε δημοκρατικός μηχανισμός και να καταφέρει να ελκύσει τους πολίτες προς τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, προϋποτίθεται ότι οι ίδιες οι λαμβανόμενες αποφάσεις είναι σημαντικές. Είναι, επομένως, κρίσιμο κατά τη διάρκεια της μετάβασης σε μία περιεκτική δημοκρατία ο δήμος να έχει ενισχυθεί με σημαντικές εξουσίες που θα τον έχουν μετατρέψει σε ένα συνεκτικό τοπικό φορολογικό και οικονομικό σύστημα. Τότε, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να εξουσιοδοτηθούν ώστε να παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν την οικονομική ζωή της τοπικής κοινωνίας, οι οποίες θα μπορούσαν να εκτελεστούν από το Δημοτικό Συμβούλιο ή κάποιο άλλο σχετικό σώμα, αφού αυτό έχει μετατραπεί, τυπικά η άτυπα ανάλογα με τo υπάρχον νομικό πλαίσιο, σε ένα σώμα ανακλητών εντολοδόχων.

Έτσι, η μετατόπιση της φορολογικής εξουσίας προς τις πόλεις/δήμους, που θα πρέπει να αποτελεί βασικό αίτημα ενός κινήματος ΠΔ, θα επέτρεπε στις δημοτικές συνελεύσεις να καθορίζουν το ύψος των φόρων και τον τρόπο με τον οποίο οι φόροι θα επιβάλλονται πάνω στο εισόδημα, τον πλούτο, τη χρήση γης και ενέργειας, καθώς και πάνω στην κατανάλωση. Οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να συναντώνται σε ετήσια βάση και να συζητούν διάφορες προτάσεις πάνω στο ύψος της φορολόγησης για το επερχόμενο έτος, σε σχέση με το τρόπο που θα ξοδευτούν τα χρήματα που συλλέγονται από το δήμο. Με τον τρόπο αυτό, οι δημοτικές συνελεύσεις θα άρχιζαν να αναλαμβάνουν τις δημοσιονομικές εξουσίες του κράτους, σε ότι αφορά τους δήμους τους, παρ’ όλο που κατά τη μεταβατική περίοδο, μέχρις ότου η συνομοσπονδιοποίηση των δήμων αντικαταστήσει το κράτος, θα εξακολουθούν να υπόκεινται στις δημοσιονομικές εξουσίες του κράτους.

Παρόμοια μέτρα μπορούν να ληφθούν και όσον αφορά τις σημερινές κρατικές εξουσίες που σχετίζονται με την κατανομή των χρηματοοικονομικών πόρων. Η εισαγωγή ενός συστήματος δημοτικών τραπεζών, σε συνδυασμό με τα δημοτικά νομίσματα, θα δώσει σημαντική δύναμη στις δημοτικές συνελεύσεις ώστε να καθορίζουν την κατανομή των χρηματοοικονομικών πόρων κατά την υλοποίηση των στόχων του δήμου (τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, την ικανοποίηση οικολογικών στόχων κ.λπ.).

Τέλος, οι συνελεύσεις θα διέθεταν σημαντικές εξουσίες στον καθορισμό της κατανομής των πόρων στο δημοτικοποιημένο τομέα, δηλαδή, τις δημοτικές επιχειρήσεις και το δημοτικό σύστημα πρόνοιας. Ως ένα πρώτο βήμα, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να εισαγάγουν ένα σχήμα διατακτικών αναφορικά με τις κοινωνικές υπηρεσίες. Σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν ένας σημαντικός αριθμός δήμων θα συμμετέχει στη συνομοσπονδία περιεκτικών δημοκρατιών, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να επεκτείνουν το σύστημα διατακτικών για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, αρχικά, παράλληλα με την οικονομία της αγοράς –μέχρι η τελευταία να έχει σταδιακά καταργηθεί.


Μετάβαση σε μία δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο

Όπως ανέφερα και παραπάνω, η μεταβατική στρατηγική θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα για την ανάπτυξη θεσμών που να δημιουργούν μία «δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο» (θεσμοί αυτοδιαχείρισης στους τόπους εργασίας, το νοικοκυριό, τους τόπους εκπαίδευσης κ.λπ.) και τις αξίες που να ανταποκρίνονται σε αυτήν. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ομάδες ΠΔ, πέρα από τη συμμετοχή σε αγώνες για την εργατική δημοκρατία, τη δημοκρατία στα νοικοκυριά, τη δημοκρατία στους εκπαιδευτικούς θεσμούς κ.ο.κ., θα πρέπει να θέσουν σε κίνηση διαδικασίες για την εγκαθίδρυση εναλλακτικών θεσμών
όπως είναι οι δημοτικές επιχειρήσεις, οι δημοτικές κλινικές, σχολεία κ.λπ. οι οποίοι θα είναι αυτοδιαχειριζομενοι, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Επιπροσθέτως, οι ομάδες ΠΔ θα πρέπει να πραγματοποιήσουν βήματα για την προαγωγή της αυτοδιαχείρισης στους υπάρχοντες θεσμούς
Η δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας παίζει ένα κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία της δημιουργίας μιας δημοκρατικής Παιδείας, δηλαδή ενός συστήματος καθολικής εκπαίδευσης που μορφοποιεί το χαρακτήρα του δημοκρατικού πολίτη και, ταυτόχρονα, προωθεί το σύστημα αξιών που είναι συνεπές με μία περιεκτική δημοκρατία ώστε αυτό να καταλάβει ηγεμονική θέση στην κοινωνία. Αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα από το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί ένα βασικό τμήμα της διαδικασίας κοινωνικοποίησης που παράγει πειθαρχημένα άτομα αντί για ελεύθερους πολίτες. Παρόμοια, η ελεύθερη έκφραση των καλλιτεχνών
ελεύθερη από καπιταλιστικούς ή γραφειοκρατικούς περιορισμούς θα πρέπει να προάγεται στη θέση των σημερινών ελεγχόμενων από τις ελίτ καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.

Στο πλαίσιο αυτό, αναγκαία είναι η εγκαθίδρυση ενός συστήματος εναλλακτικών αυτοδιαχειριζόμενων ΜΜΕ, ακόμα και πριν την κατάληψη της τοπικής εξουσίας, με στόχο την παρουσίαση των ειδήσεων από τη λαϊκή σκοπιά παρά από τη σκοπιά των ελίτ. Τα εναλλακτικά ΜΜΕ που ιδρύονται ως μέρος του προγράμματος ΠΔ θα διαδραματίσουν έναν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη μιας «εναλλακτικής συνειδητοποίησης», όσον αφορά τις μεθόδους επίλυσης των οικονομικών και οικολογικών προβλημάτων με δημοκρατικό τρόπο. Θα πρέπει να τονίζουν τη συστημική φύση της σημερινής οικονομικής και οικολογικής κρίσης και να κάνουν προτάσεις στο πώς μπορεί να ξεκινήσει το χτίσιμο της νέας κοινωνίας. Μόλις κερδηθεί η τοπική εξουσία, αυτά τα εναλλακτικά ΜΜΕ θα πρέπει να μετατραπούν σε δημοτικά ΜΜΕ, τα οποία θα βρίσκονται υπό το συνολικό έλεγχο των δημοτικών συνελεύσεων.

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να προωθήσουμε μια νέα κουλτούρα για μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία θα χαρακτηρίζεται από πολύ διαφορετικές αξίες από αυτές της οικονομίας της αγοράς. Οι αξίες της ετερονομίας, του ανταγωνισμού, του ατομικισμού και του καταναλωτισμού, οι οποίες είναι κυρίαρχες σήμερα, θα πρέπει να αντικατασταθούν σε μία δημοκρατική κοινωνία από τις αξίες της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, της συνεργασίας, της αμοιβαίας βοήθειας, της αλληλεγγύης και της διανομής.


Μετάβαση σε μία οικολογική δημοκρατία

Τέλος, η μεταβατική στρατηγική θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα για την ανάπτυξη θεσμών και αξιών που θα έχουν ως στόχο την επανενσωμάτωση της κοινωνίας στη Φύση και την εξάλειψη κάθε ανθρώπινης προσπάθειας κυριαρχίας του φυσικού κόσμου. Αυτό συνεπάγεται, εκτός από τη συμμετοχή σε αγώνες ενάντια στις δραστηριότητες των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που είχαν ως αποτέλεσμα τη σημερινή οικολογική κρίση, το ξεκίνημα διαδικασιών για την ίδρυση εναλλακτικών «φιλικών προς το περιβάλλον» θεσμών και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Στην πραγματικότητα, όπως έδειξα και αλλού, η εγκαθίδρυση νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών από μόνη της και ειδικότερα η δραστική αποκέντρωση την οποία συνεπάγονται οι νέοι θεσμοί αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή, καθώς επιτρέπει την ανάπτυξη νέων τρόπων ζωής, νέων μορφών εργασίας, παραγωγής, χρήσης της ενέργειας και κατανάλωσης, οι οποίες είναι απόλυτα συμβατές με το στόχο μιας οικολογικής δημοκρατίας.

Συμπερασματικά, κανείς δεν θα πρέπει να τρέφει ψευδαισθήσεις ότι η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας θα είναι μία ταχεία διαδικασία, ή ότι η υλοποίηση ενός προγράμματος μεταβατικής στρατηγικής δεν θα αντιμετωπίσει τον πόλεμο των ελίτ που ελέγχουν την κρατική μηχανή και την οικονομία της αγοράς. Η διαδικασία αυτή, θα είναι αναγκαστικά μακρόχρονη, θα εκτείνεται σε μία ολόκληρη ιστορική περίοδο και θα εμπλέκει ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα. Ωστόσο, χωρίς να υποτιμώ τις δυσκολίες που εμπεριέχονται στο πλαίσιο των σημερινών τελειοποιημένων μεθόδων ελέγχου της σκέψης και οικονομικής βίας, οι οποίες, στην πράξη, μπορεί να αποδειχτούν περισσότερο αποδοτικές μέθοδοι για την καταστολή ενός κινήματος για μία περιεκτική δημοκρατία από την καθαρή κρατική βία, θεωρώ ότι η προτεινόμενη στρατηγική είναι ρεαλιστική στην πορεία για μία νέα κοινωνία.

 

 

 

Επιστροφή