Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 5 (Νοέμβριος 2003)


ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Στο κείμενο ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΜΑΣ περιγράφεται συνοπτικά η γενική έννοια της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Στη σειρά κειμένων που αρχίσαμε στο πρώτο τεύχος παρουσιάζουμε διεξοδικά τα συστατικά στοιχεία της ΠΔ. Στο περασμένο τεύχος ασχοληθήκαμε με την κοινωνική διάσταση της σημερινής κρίσης και τη Δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο (Κοινωνική Δημοκρατία). Κλείνοντας τη σειρά αυτή κειμένων, στο παρόν τεύχος θα εξετάσουμε την οικολογική διάσταση της σημερινής κρίσης και την Οικολογική Δημοκρατία, με βάση το βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου "Περιεκτική Δημοκρατία" (Καστανιώτης, 1999) και σχετικά άρθρα που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό Democracy & Nature, The International Journal of Inclusive Democracy. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν τον δικτυακό τόπο του D&N (www.democracynature.org) όπου δημοσιεύονται όλα τα σχετικά κείμενα για το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

 



Η οικολογική διάσταση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης

 

Σήμερα, είναι γενικά παραδεκτό ότι η σύγχρονη κοινωνία, που παίρνει παντού τη μορφή της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης, υποφέρει από μια βαθιά και εκτεταμένη κρίση. Είναι ακριβώς ο καθολικός χαρακτήρας της κρίσης αυτής που τη διαφοροποιεί από άλλες κρίσεις του παρελθόντος, ενώ, ταυτόχρονα, θέτει σε αμφισβήτηση ουσιαστικά κάθε δομή και «σημασία» που στηρίζει τις σημερινές ιεραρχικές κοινωνίες στην Ανατολή και στη Δύση, στο Βορρά και στο Νότο. Έτσι, η σημερινή κρίση θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές δομές που εγκαθιδρύθηκαν με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, αλλά και τις ίδιες τις αξίες που στήριξαν τις δομές αυτές και ιδιαίτερα την έννοια που πήρε η Πρόοδος μετά το Διαφωτισμό, όταν ταυτίστηκε μερικώς με την οικονομική ανάπτυξη.

Ένα κύριο συστατικό της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης είναι η οικολογική κρίση, η οποία αφορά κυρίως όχι τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ατόμων, όπως οι άλλες διαστάσεις της κρίσης, αλλά την αλληλεπίδρασή μας, ως κοινωνικών ατόμων, με το περιβάλλον. Η αναστάτωση των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη μόλυνση της ατμόσφαιρας, των υδάτινων πόρων και της ίδιας της γης, η βαθμιαία εξάντληση των φυσικών πόρων και, γενικά, η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής έχουν κάνει ξεκάθαρα τα όρια της οικονομικής μεγέθυνσης στα 30 τελευταία χρόνια.

Παρά τις προσπάθειες των «οικο-ρεαλιστών» (δηλαδή των οικολόγων του κατεστημένου) να δώσουν μια ρόδινη εικόνα για την οικονομία ανάπτυξης, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (η κυρία αιτία του φαινομένου του θερμοκηπίου), οι οποίες είχαν παραμείνει σχεδόν σταθερές για μια ολόκληρη χιλιετία, μέχρι την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, έχουν από τότε εκτιναχθεί, σημειώνοντας αύξηση της τάξης περίπου του 30%. Το αποτέλεσμα είναι ότι από τις αρχές του περασμένου αιώνα υπάρχει μια μακροπρόθεσμη τάση θέρμανσης του χαμηλότερου στρώματος της ατμόσφαιρας και όλα τα πρόσφατα στοιχεία επισημαίνουν μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας κατά την τελευταία περίπου δεκαετία, που εντάθηκε φέτος το καλοκαίρι το οποίο ήδη έχει αποδειχτεί το θερμότερο από τότε που τηρούνται στατιστικά στοιχεία, στην αρχή περίπου της Βιομηχανικής Επανάστασης, 200 χρόνια πριν!

Ακόμα, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι τα μισά από τα τροπικά δάση της γης, όπου ζει το ένα τρίτο του συνόλου των φυτών και των ζώων της γης, έχουν εξαφανιστεί στην διάρκεια των 100 μόνο τελευταίων χρόνων και ότι πρόσφατα η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε. Έτσι, την δεκαετία 1980-90, ο ετήσιος ρυθμός εξαφάνισης τροπικών δασών αυξήθηκε κατά 36% και, σήμερα, κάθε χρόνο εξαφανίζεται μια δασική περιοχή με το μέγεθος της Αυστρίας!

Τέλος, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της εντατικής γεωργικής καλλιέργειας ―άλλο ένα άμεσο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας ανάπτυξης― και των συνεπειών της στα αγροτοοικοσυστήματα, στην εκτροφή ζώων κ.τ.λ., ο φυσικός κόσμος, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης υγείας, έχει υποστεί σοβαρές βλάβες. Η περίπτωση της «ασθένειας των τρελών αγελάδων» (Βοοειδής Σπογγώδης Εγγεφαλοπάθεια ΒΣΕ) είναι ενδεικτική, επειδή έχει άμεση σχέση και με τα δυο κεντρικά στοιχεία της οικονομίας της αγοράς: την αγοραιοποίηση και την οικονομική ανάπτυξη. Η ΒΣΕ πήρε μαζικές διαστάσεις στη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1990 και εξαιτίας της πιθανής σύνδεσής της με την ασθένεια Creutzfeldt-Jakob (CJD), σήμερα, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο. Το ίδιο το γεγονός ότι η μαζική αυτή κρίση σημειώθηκε στη Βρετανία δεν είναι φυσικά τυχαίο.

Η Βρετανία είχε κεντρικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της σημερινής νεοφιλελεύθερης φάσης της αγοραιοποίησης. Έτσι, στο πλαίσιο των απορυθμίσεων και της άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, που ακολούθησαν την άνοδο των νεοφιλελεύθερων στην εξουσία το 1979, οι διαδικασίες υγιεινής εκτροφής των ζώων χαλάρωσαν κατά μοιραίο τρόπο. Οι βρετανοί κτηνοτρόφοι, στον αγώνα τους να ελαχιστοποιήσουν το κόστος σύμφωνα με τις επιταγές της οικονομίας της αγοράς στράφηκαν προς λιγότερο ασφαλείς διαδικασίες εκτροφής βοοειδών, προκαλώντας έτσι τη κρίση. Αυτό δεν συνέβη επειδή οι βρετανοί κτηνοτρόφοι ήταν πιο άπληστοι από τους αγρότες άλλων χωρών, αλλά επειδή ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι στις δυνάμεις της αγοράς. Παντού, οι γεωργοί, προκειμένου να επιβιώσουν σε μια οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, πρέπει να ελαχιστοποιούν διαρκώς το κόστος παραγωγής εντατικοποιώντας την παραγωγή και αυξάνοντας το μέγεθος της καλλιεργούμενης γης. Έτσι, καθώς οι αγρότες εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από προϊόντα (χημικά, σπόροι κ.τ.λ.) που τους πουλά η αγροχημική βιομηχανία, είναι αναγκασμένοι να επεκτείνουν συνεχώς τη παραγωγή προκειμένου να επιβιώσουν. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ένας κτηνοτρόφος στη δεκαετία του 1950 μπορούσε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για να ζήσει με 15 αγελάδες× Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 χρειαζόταν 75 αγελάδες για να έχει το ίδιο πραγματικό εισόδημα. Συγχρόνως, καθώς οι μικρο-αγρότες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη τους, μη μπορώντας να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες «αγρο-μπίσνες», η συγκέντρωση αυξάνεται: ο αριθμός των αγροκτημάτων στη Βρετανία μειώθηκε από 454.000 το 1953 σε 242.300 το 1981. Αντίστοιχα, το άνοιγμα των αγορών συρρικνώνει παντού την αγροτική απασχόληση (βλ. τη δραστική μείωση της ελληνικής αγροτιάς) εφόσον ελάχιστοι μπορούν να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό με τις «αγροτικές» πολυεθνικές (Del Monte κ.λπ.).

Η συνειδητοποίηση των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομίας ανάπτυξης οδήγησε, ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, στην ανάπτυξη διάφορων «οικολογικών» προσεγγίσεων. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις διαφορές μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογίας και, γενικά, με τις διχογνωμίες μεταξύ πράσινων στοχαστών σχετικά με το τι συνιστά «οικολογική» σκέψη. Γενικά, οποιαδήποτε προσέγγιση που ασχολείται με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του αναπτυξιακού συστατικού της οικονομίας της αγοράς μπορεί να καταταχθεί σ’ αυτό που ονομάζουμε «οικολογικό παράδειγμα». Είναι επομένως φανερό ότι στο «οικολογικό παράδειγμα» θα μπορούσαμε να κατατάξουμε όλες εκείνες τις προσεγγίσεις που στοχεύουν στο «πρασίνισμα» της οικονομίας της αγοράς, καθώς και εκείνες που στοχεύουν στην ανατροπή της.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν, για παράδειγμα, η προσέγγιση της «βιώσιμης ανάπτυξης» που θα δούμε στη συνεχεία και ο φιλελεύθερος περιβαλλοντισμός. Εδώ θα μπορούσαμε να κατατάξουμε και όλες εκείνες τις προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς (που εκπροσωπούν στην Ελλάδα ο ΣΥΝ της Αριστεράς και της Οικολογίας, αλλά και το νεοπαγές σχήμα «Οικολόγοι Πράσινοι») που θεωρούν ότι είναι δυνατό το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης μέσα από μεταρρυθμίσεις της οικονομίας της αγοράς.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν η προσέγγιση της κοινωνικής οικολογίας του Μάρεϋ Μπούκτσιν (Murray Bookchin), η οποία θεωρεί ότι οι αιτίες της σημερινής οικολογικής κρίσης βρίσκονται στις ιεραρχικές δομές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία, ο οικοσοσιαλισμός, ο οποίος τονίζει τη σημασία των σχέσεων παραγωγής, καθώς και οι προσεγγίσεις της «κατάλληλης ανάπτυξης» και της βαθιάς οικολογίας που θα εξετάσουμε στη συνεχεία.

Ορισμένες από τις παραπάνω προσεγγίσεις επιχειρούν ρητά μια σύνθεση μεταξύ μιας ανάλυσης των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης και της μιας ή της άλλης από τις κλασικές παραδόσεις για την αγοραιοποίηση της οικονομίας (φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός). Άλλες δεν στοχεύουν, τουλάχιστον ρητά, σε μια τέτοια σύνθεση. Όσον αφορά τις πρώτες, μπορεί κανείς να κατατάξει στην κατηγορία της «σύνθεσης» το φιλελεύθερο περιβαλλοντισμό, τον οικοσοσιαλισμό και την κοινωνική οικολογία, που αντιπροσωπεύουν μια ρητή προσπάθεια σύνθεσης με το φιλελευθερισμό, τον κρατικιστικό σοσιαλιστικό (συνήθως το μαρξισμό) και τον ελευθεριακό σοσιαλισμό αντίστοιχα. Όσον αφορά τις δεύτερες, η κατεξοχήν περίπτωση είναι φυσικά η «βαθιά οικολογία», η οποία εστιάζει την προσοχή της σχεδόν αποκλειστικά στις οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας ανάπτυξης. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις της «κατάλληλης ανάπτυξης» και της «βιώσιμης ανάπτυξης» μπορούν, επίσης, να ταξινομηθούν σ’ αυτήν την κατηγορία, επειδή, παρόλο που ασχολούνται και με τα δυο συστατικά της οικονομίας της αγοράς, δηλ. την αγοραιοποίηση και την οικονομική ανάπτυξη, θα ήταν ανακριβές να τις χαρακτηρίσουμε ως μια προσπάθεια για μια ρητή σύνθεση με τις παλιές παραδόσεις.


Στις σελίδες που ακολουθούν, θα εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τις τρεις αυτές προσεγγίσεις.

 

Προσεγγίσεις για την οικολογική κρίση

Η προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης

Η προσέγγιση της «αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης», την οποία προώθησε η Έκθεση Brundtland του ΟΗΕ το 1987 και από τότε υιοθέτησαν οι πράσινοι ρεαλιστές σ’ ολόκληρο τον κόσμο, στοχεύει στην επίτευξη μιας αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης, η οποία ορίζεται ως «ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υπονομεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες».

Η Έκθεση στηρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές, σύμφωνα με τις οποίες η οικονομική ανάπτυξη:

(α) είναι το κλειδί για την κοινωνική δικαιοσύνη, αφού μπορεί να οδηγήσει στην εξάλειψη της φτώχειας

(β) είναι το κλειδί για την προστασία του περιβάλλοντος

(γ) «μπορεί να είναι περιβαλλοντικά αυτοσυντηρούμενη, εάν τα βιομηχανικά έθνη  συνεχίσουν τις πρόσφατες αλλαγές στο περιεχόμενο της οικονομικής τους ανάπτυξης προς δραστηριότητες με μικρότερες απαιτήσεις σε πρώτες ύλες και σε ενέργεια και, παράλληλα, συνεχίσουν να βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά τους στη χρήση των πρώτων υλών και της ενέργειας».

Όσον αφορά το (α), μπορεί κανείς να επισημάνει ότι υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να μειώσει τη φτώχεια: είτε μέσω της διάχυσης προς τα κάτω (trickle-down effect) (όπως υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι), είτε μέσω κάποιου είδους ανακατανομής του εισοδήματος με κρατική παρέμβαση (όπως υποστηρίζουν οι κρατιστές). Αφήνοντας κατά μέρος τη διάχυση προς κάτω ―που στη πραγματικότητα είναι ασήμαντη, όπως μπορεί εύκολα να δειχτεί― είναι προφανές ότι μια αποτελεσματική κρατική παρέμβαση με στόχο την ανακατανομή προς όφελος της «υποτάξης» (δηλαδή του σημερινού «λούμπεν» των ανέργων, υποαπασχολούμενων, χαμηλόμισθων κ.λπ.) αποκλείεται εξ ορισμού στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, το οποίο θεωρείται δεδομένο από την Έκθεση. Στην πραγματικότητα,  η ανακατανομή του εισοδήματος που σημειώνεται στην σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι σε βάρος της υποτάξης και όχι υπέρ της!

Όσον αφορά το (β), αυτό που υπαινίσσεται η Έκθεση είναι η δυνατότητα για έναν «πράσινο καπιταλισμό» (θέση που υποστηρίζουν και οι δικοί μας οικολόγοι, όχι μόνο οι περιβαλλοντιστές αλλά και αυτοί που πρόσκεινται στη ρεφορμιστική Αριστερά). Αλλά αυτή η υποτιθέμενη δυνατότητα αγνοεί τη θεμελιακή αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της λογικής και της δυναμικής της οικονομίας ανάπτυξης από τη μια μεριά, και της προσπάθειας να περισταλεί η δυναμική αυτή με ποιοτικά κριτήρια από την άλλη. Έτσι, η αντίφαση που αναδύθηκε στο παρελθόν, όταν ο σοσιαλιστικός κρατισμός αποπειράθηκε να εισαγάγει ποιοτικά κριτήρια στη διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης, (δηλαδή τα σοσιαλιστικά κριτήρια της ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης) είναι βέβαιο ότι θα αναδυθεί και πάλι σήμερα, εάν γίνει μια παρόμοια προσπάθεια εισαγωγής οικολογικών κριτηρίων (π.χ. αυτοσυντήρηση και ενδυνάμωση των πλουτοπαραγωγικών πηγών) στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Τέλος, όσον αφορά το (γ), παρ’ όλο που θα συμφωνούσε κανείς ότι έχουν πράγματι επιτευχθεί ορισμένα κέρδη στον έλεγχο της μόλυνσης και στην αποτελεσματική χρήση της ενέργειας και των πόρων, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι, ως αποτέλεσμα, τα οικολογικά προβλήματα έχουν γίνει λιγότερο σοβαρά ή απειλητικά. Αντίθετα, φαίνεται να ισχύει το αντίθετο σε σχέση με όλα τα κύρια οικολογικά προβλήματα, δηλαδή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την αποψίλωση των δασών για εμπορικούς λόγους (τώρα συζητείται ακόμη και η καταστροφή των δασών της Σιβηρίας με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον πλανήτη), την απερήμωση,  και ούτω καθεξής.

Θα μπορούσε επομένως να καταλήξει κανείς ότι το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή παραβλέπει το φαινόμενο της συγκέντρωσης της δύναμης, ως βασική συνέπεια και προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης, δεν είναι άσχετο με τις ουσιαστικές λύσεις που προτείνονται από αυτή: περισσότερη ανάπτυξη, καλύτεροι νόμοι, θεσμοί και πολιτικές, καθώς και αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας και των πρώτων υλών. Είναι κατά συνέπεια φανερό ότι ο πραγματικός στόχος της προσέγγισης αυτής δεν είναι να προτείνει τρόπους για την επίτευξη μιας αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης, αλλά, αντίθετα, τρόπους για τη δημιουργία μιας «φιλικής προς το περιβάλλον» οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης ―πράγμα που αποτελεί κατάφωρη αντίφαση.

Η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας

Οι υποστηρικτές της προσέγγισης της βιώσιμης ανάπτυξης δεν είναι οι μόνοι που βλέπουν τη διέξοδο από την οικολογική κρίση με αντιφατικούς όρους, δηλαδή, με όρους μιας οικονομίας ανάπτυξης υποκείμενης σε ποιοτικές προδιαγραφές αυτοσυντήρησης. Οι βαθείς οικολόγοι πέφτουν σε μια παρόμοια παγίδα. Η βαθιά οικολογία αποδίδει ίση αξία σε όλες τις μορφές ζωής («βιοκεντρική ισότητα») και υποστηρίζει ότι, για ν’ αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις, θα πρέπει πρώτα να αλλάξουν οι σχέσεις με τον φυσικό κόσμο και όχι το αντίθετο. Έτσι, οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης υποστηρίζουν ότι η βασική αιτία της οικολογικής κρίσης θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορική ταύτιση, από την εποχή του Διαφωτισμού, της προόδου με την οικονομική ανάπτυξη. Συνακόλουθα, η διέξοδος από την κρίση συνίσταται στην εγκατάλειψη της έννοιας της προόδου έτσι ώστε να αντικατασταθεί η σημερινή οικονομία ανάπτυξης από μια «οικονομία στασιμότητας» ή ακόμα και από μια «φθίνουσα οικονομία». Παρόμοια, άλλοι βλέπουν την βιώσιμη ανάπτυξη ως «ένα αναπτυξιακό μονοπάτι προς μια κατάσταση στασιμότητας», το οποίο προϋποθέτει έναν «σταθερό πληθυσμό» ―πράγμα που αποτελεί μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας υιοθετεί πλήρως το μύθο του υπερπληθυσμού που προβάλλουν τμήματα της υπερεθνικής ελίτ.

Είναι προφανές ότι η βαθιά οικολογία θεωρεί τις αιτίες της οικολογικής κρίσης ως το άμεσο αποτέλεσμα της υιοθέτησης μιας ανθρωποκεντρικής προσέγγισης για τον φυσικό κόσμο, δηλαδή, μιας προσέγγισης που βλέπει τις ανθρώπινες αξίες ως την πηγή κάθε αξίας και στοχεύει στη χρήση της φύσης ως εργαλείου για την ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας θεωρεί τη σημερινή μη-βιώσιμη ανάπτυξη περισσότερο ως πολιτισμικό παρά ως θεσμικό ζήτημα, ως ένα ζήτημα αξιών και όχι ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας της αγοράς, η οποία, με τη δυναμική της ανάπτυξη-ή-θάνατος, έχει οδηγήσει στη σημερινή οικονομία ανάπτυξης.

Εντούτοις, η απόδοση στον ανθρωποκεντρισμό της ευθύνης για τη σημερινή παγκόσμια οικολογική κρίση είναι αβάσιμη. Ο ανθρωποκεντρισμός, άλλωστε, υπήρχε, ιδιαίτερα στη Δύση, πολύ πριν αρχίσει η διαδικασία μαζικής οικολογικής καταστροφής πριν από δύο περίπου αιώνες. Θα μπορούσε επομένως να υποστηρίξει κανείς ότι δεν είναι ο ανθρωποκεντρισμός καθαυτός που οδήγησε στη σημερινή κρίση, αλλά το γεγονός ότι η οικονομία της αγοράς και η συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης έπρεπε να στηριχθούν σε μια ιδεολογία που νομιμοποιούσε την ανθρώπινη κυριαρχία πάνω στη φύση σε μαζική κλίμακα. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε, η διέξοδος από την οικολογική κρίση δεν είναι απλώς ένα ζήτημα αλλαγής των αξιών μας για να θέσουμε τη φύση σε ίση θέση με τις πολύτιμες ανθρώπινες αξίες. Κανείς δεν θα μπορούσε να περιμένει σοβαρά ότι μια νέα κουλτούρα, που θα προσέγγιζε μη-κυριαρχικά τη φύση, θα μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε έλξη στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της γης, όσο αυτή είναι αντιμέτωπη με το δίλημμα «απασχόληση ή περιβάλλον». Είναι επομένως φανερό ότι το δίλημμα «οικονομία ανάπτυξης» ή «οικονομία σταθερότητας» δεν είναι αληθινό και τίθεται συνήθως από ανθρώπους που δεν αντιμετωπίζουν, λόγω της κοινωνικής τους θέσης, το παραπάνω αυθεντικό δίλημμα.

Επιπλέον, η αλλαγή των αξιών μας όσον αφορά τη σχέση μας με τη φύση, από μόνη της, δεν πρόκειται βέβαια να οδηγήσει στην εξαφάνιση της οικονομίας της αγοράς ή του κράτους. Είναι επομένως αφελές να υποστηρίζει κανείς, όπως κάνουν οι βαθείς οικολόγοι, ότι «εάν ο καθένας καταναλώνει πολύ λιγότερο, η παγκόσμια οικονομία της αγοράς πιθανότατα θα καταρρεύσει». Δεν χρειάζεται βαθιά γνώση της ιστορίας ή της οικονομικής θεωρίας για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι μια σημαντική μείωση των πωλήσεων, αντί να οδηγήσει σε μια κατάρρευση της οικονομίας της αγοράς, μπορεί απλώς να προκαλέσει μια οικονομική κρίση που θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη ανεργία στο οικονομικό επίπεδο, η οποία μπορεί εύκολα να συνοδευτεί από την ανάδυση ολοκληρωτικών καθεστώτων στο πολιτικό επίπεδο (ίσως οικοφασιστικού τύπου αυτή τη φορά).

Ανάλογοι συλλογισμοί μπορούν να εκφραστούν σε σχέση με μια άλλη εκδοχή της βαθιάς οικολογίας, η οποία δίνει έμφαση στον «ευρωκεντρικό» χαρακτήρα της οικονομίας ανάπτυξης και στην ανάγκη για βιώσιμη ανάπτυξη που θα στηρίζεται σε «γνώση και τεχνολογίες που θα απορρέουν από μια βαθιά κατανόηση του φυσικού κόσμου και… την αναβίωση μιας πολύ παλιάς γαιοκεντρικής πολιτισμικής παράδοσης που θεωρεί τη γη ως θεότητα και μητέρα όλων των μορφών ζωής». Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, η αγροτική μεταρρύθμιση, μια επιστροφή σε παραδοσιακές κουλτούρες και η εγκατάλειψη από την πλευρά των βιομηχανικών χωρών της μοιραίας έλξης τους από τις τεχνολογίες και την κουλτούρα των ορυκτών καυσίμων αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα της μη-βιώσιμης ανάπτυξης ένα πρόβλημα που δημιουργείται από τον καπιταλισμό, ο οποίος ορίζεται ως «κυρίως η πολιτική της απόκτησης και διατήρησης πλούτου από μια μικρή κυρίαρχη τάξη».

Αλλά ο καπιταλισμός, ή καλύτερα η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής ή ιδεολογίας. Είναι μια ιστορική δομή, μια μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Επομένως, η περίφραξη της γης στο Νότο, όπως επίσης οι τεχνολογίες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, δεν είναι απλώς ζητήματα πολιτικής ή «μίμησης της λευκής κουλτούρας», αλλά ουσιώδες μέρος του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Παρόμοια, ο ανταγωνισμός και η ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι απλώς ζητήματα κουλτούρας αλλά αναπόφευκτα προϊόντα του θεσμικού πλαισίου που ορίζεται από την οικονομία της αγοράς. Γι’ αυτό, η ρίζα του προβλήματος δεν είναι ότι «η καπιταλιστική κουλτούρα είναι στο σύνολό της (…) οικολογικά αστοιχείωτη και, επομένως, επικίνδυνη και μη-αυτοσυντηρούμενη». Η καπιταλιστική κουλτούρα είναι μια κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί σε συνέπεια προς τις θεμελιώδεις οργανωτικές αρχές της οικονομίας της αγοράς και της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή την αποτελεσματικότητα και τον ανταγωνισμό. Είναι η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς που απαιτούσε τη δική της κουλτούρα και όχι το αντίθετο. Οι άνθρωποι (δεν εννοούμε αυτούς που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής) δεν ξύπνησαν ένα ωραίο πρωί και αποφάσισαν να είναι αποτελεσματικοί και ανταγωνιστικοί. Ήταν η καταστροφή των πόρων για την επιβίωσή τους, για παράδειγμα από το κίνημα περίφραξης των κοινοτικών γαιών στη Βρετανία ή από την αποικιοκρατία στις αποικίες, που τους ανάγκασε στον αγώνα τους να επιβιώσουν να ενσωματωθούν στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και να υιοθετήσουν τις αρχές της ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητας.

Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι απλώς ζήτημα κουλτούρας ή αλλαγής πολιτικής, αλλά ζήτημα αλλαγής του θεσμικού πλαισίου στο σύνολό του και αντικατάστασής του από θεσμούς που θα αίρουν τη συγκέντρωση δύναμης, δηλαδή, από μια οικονομία χωρίς αγορά και χρήμα που θα στηρίζεται σε μια περιεκτική δημοκρατία. Τότε και μόνο τότε μπορεί κανείς να ελπίζει σοβαρά ότι η κουλτούρα που στηρίζεται στην ιδεολογία της ανάπτυξης και στη συνακόλουθη ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση θα εξαλειφθεί. Με άλλα λόγια, η συγκέντρωση δύναμης στο πλαίσιο της οικονομίας ανάπτυξης είναι η αναγκαία συνθήκη για το σημερινό σύνολο πολιτισμικών αξιών που εμπεριέχουν μια ιδεολογία κυριαρχίας πάνω στη φύση. Παρά το γεγονός, επομένως, ότι η άρση της συγκέντρωσης δύναμης δεν είναι επαρκής συνθήκη για την ανάπτυξη ενός νέου συνόλου αξιών όσον αφορά στη σχέση μας με τη φύση, είναι οπωσδήποτε αναγκαία συνθήκη για μια ριζοσπαστική αλλαγή των πολιτισμικών αξιών.

Τέλος, δεν είναι η ίδια η βιομηχανική κοινωνία, ή η τεχνολογία αυτή καθαυτή που πρέπει να κατηγορηθούν για τη σημερινή οικολογική κρίση, όπως υποθέτουν συνήθως οι βαθείς οικολόγοι. Η τεχνολογία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερη» σε σχέση με τη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, οι περιβαλλοντιστές και οι οπαδοί του κρατικιστικού σοσιαλισμού υποθέτουν ρητά, ή συνήθως σιωπηρά, ότι η τεχνολογία είναι κοινωνικά ουδέτερη και το μόνο που πρέπει να κάνουμε για να επιλύσουμε όχι μόνο το οικολογικό αλλά και το κοινωνικό πρόβλημα γενικά είναι να τη χρησιμοποιούμε για τους σωστούς σκοπούς. Είναι φανερό ότι η προσέγγιση αυτή αγνοεί την κοινωνική θέσμιση της επιστήμης  και της τεχνολογίας καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και ιδιαίτερα η εφαρμογή νέων τεχνικών έχουν άμεση σχέση με την κοινωνική οργάνωση γενικά και την οργάνωση της παραγωγής συγκεκριμένα. Σε μια οικονομία της αγοράς, όπως σε κάθε κοινωνία, η τεχνολογία ενσωματώνει συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, την ιεραρχική της οργάνωση και, φυσικά, τον πρωταρχικό στόχο της, ο οποίος, στην περίπτωση μιας οικονομίας της αγοράς, αναφέρεται στη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας (όπως αυτή ορίζεται στη βάση στενών τεχνοοικονομικών κριτηρίων) με στόχο το κέρδος. Έτσι, η τεχνολογία σχεδιάζεται πάντοτε έτσι ώστε ―ή τουλάχιστον εκείνα τα σχέδια υιοθετούνται― να εξυπηρετούνται καλύτερα οι στόχοι της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης.

Αντίστοιχα, δεν είναι η εκβιομηχάνιση γενικά που δημιούργησε τη σημερινή οικοκαταστροφική μορφή οικονομικής οργάνωσης, αλλά ο συγκεκριμένος τύπος βιομηχανικής κοινωνίας που αναπτύχθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Επομένως, οι βασικές αιτίες της οικολογικής κρίσης είναι η οικονομία της αγοράς και ο βλαστός της, η οικονομία ανάπτυξης και όχι τα συμπτώματά της, δηλαδή ο σημερινός τύπος τεχνολογίας και βιομηχανικής κοινωνίας.

Η προσέγγιση της «κατάλληλης ανάπτυξης»

Η προσέγγιση αυτή, παρ’ όλο που ξεκινά από μια βάσιμη κριτική της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης, καταλήγει σε συμπεράσματα που δεν διαφέρουν και πολύ από αυτά των βαθιών οικολόγων. Το κεντρικό επιχείρημα αυτής της προσέγγισης συνοψίζεται ως εξής από τον κύριο υποστηρικτή της:

Έχει σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη. Το πρόβλημα είναι ότι η ανάπτυξη αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό ακατάλληλη. Ήταν ανάπτυξη προς τα συμφέροντα των πλούσιων ―των ανώτερων τάξεων του Τρίτου Κόσμου, των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των πλούσιων χωρών… οι δυνάμεις της αγοράς έχουν μια ισχυρή τάση να παράγουν ακατάλληλη ανάπτυξη.

Ο τύπος της «κατάλληλης» ανάπτυξης που προτείνεται από την προσέγγιση αυτή προϋποθέτει τη δημιουργία μιας «βιώσιμης» κοινωνίας που θα ενέχει «μη σπάταλους τρόπους ζωής, υψηλά επίπεδα τοπικής αυτοδυναμίας και συνεργασίας, μικρή κλίμακα παραγωγής, αποκέντρωση και μηδενική οικονομική ανάπτυξη». Όμως, η προσέγγιση αυτή, αντιφάσκοντας με την ίδια τη ρητή κριτική που ασκεί στα θεμέλια της οικονομίας της αγοράς, υποστηρίζει ότι η κατάλληλη ανάπτυξη θα ενέχει μια οικονομία στην οποία «θα διατηρείται σημαντική ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα με τη μορφή μικρών εταιριών και συνεταιρισμών». Ακόμα, ο τοπικιστικός χαρακτήρας αυτής της προσέγγισης, που θεωρεί δεδομένες τις υπάρχουσες ολιγαρχικές πολιτικές και οικονομικές δομές, γίνεται φανερός από τις προτάσεις για «μεταβίβαση πολλών λειτουργιών από το κράτος σε επίπεδο γειτονιάς, που θα μειώσει την ανάγκη ύπαρξης γραφειοκρατίας».

Είναι φανερό ότι η προσέγγιση αυτή, από τη στιγμή που δεν θέτει τις σχέσεις εξουσίας στο επίκεντρο της ανάλυσής της, καταλήγει με έναν «τρίτο δρόμο», (πέρα από τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό), ο οποίος δεν φαίνεται να βρίσκεται σε θεμελιακή αντίφαση ούτε με την οικονομία της αγοράς ούτε με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται από την πρόταση που διατυπώνει η προσέγγιση αυτή για ρύθμιση της αγοράς με στόχο την αντιστροφή της σημερινής συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης. Είναι ξεκάθαρο ότι μια τέτοια πρόταση αγνοεί το γεγονός ότι οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια ρύθμισης της αγοράς προκειμένου να αποκεντρωθεί η οικονομική δύναμη είναι σήμερα εξίσου ανιστορική και ουτοπική. Είναι ανιστορική, επειδή δεν βλέπει ότι η σημερινή «μανία» απορρύθμισης είναι στην πραγματικότητα αναπόσπαστο μέρος της σημερινής φάσης της διαδικασίας «αγοραιοποίησης», δηλαδή, της διεθνοποιημένης φάσης της οικονομίας της αγοράς· και είναι ουτοπική, επειδή παραβλέπει τη δυναμική ανάπτυξη-ή-θάνατος της οικονομίας της αγοράς.

Αλλά ο ουτοπισμός (με την αρνητική έννοια της λέξης) δεν είναι η μόνη παγίδα στην οποία πέφτει η προσέγγιση της κατάλληλης ανάπτυξης ―ένας ουτοπισμός που είναι εγγενής σε οποιαδήποτε αντίληψη συμβατότητας μεταξύ «κατάλληλης ανάπτυξης» και του σημερινού θεσμικού πλαισίου. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την παγίδα του τοπικισμού, που υπαινίσσεται η έννοια της «τοπικής αυτοδυναμίας», καθώς και για την παγίδα του αντικειμενισμού, που είναι εγγενής σε οποιαδήποτε αντίληψη περί «βασικών αναγκών» που δεν ορίζονται δημοκρατικά.

Έτσι, η προσέγγιση αυτή, προσπαθώντας «να κρατήσει ανοιχτή τη δυνατότητα για μια μη-μαρξιστική μετάβαση που αντιμετωπίζει το πολιτισμικό πρόβλημα (αλλαγή των αξιών) τώρα, παρά μετά την «επανάσταση», τελικά προτείνει λύσεις ταυτόσημες με αυτές που προτείνει η βαθιά οικολογία, ότι δηλαδή ο καπιταλισμός θα πεθάνει εάν αρκετοί άνθρωποι αλλάξουν τις αξίες και τον τρόπο ζωής τους. Αυτό δεν είναι παράξενο, εάν πάρουμε υπόψη το γεγονός ότι ούτε η προσέγγιση αυτή ούτε η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας μπορούν να δουν ότι οι κυρίαρχες αξίες που καθορίζουν τη μαζική συνείδηση δεν μπορούν να αλλάξουν εάν δεν αλλάξουν οι σημερινές πολιτικές και οικονομικές δομές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε την «επανάσταση» για να αλλάξουν οι αξίες. Αυτό που χρειάζεται είναι η ανάπτυξη ενός ισχυρού πολιτικού και κοινωνικού κινήματος που θα στοχεύει ρητά στην αντικατάσταση των σημερινών ολιγαρχικών πολιτικών και οικονομικών δομών, που δημιουργήθηκαν από τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς αντίστοιχα, από θεσμούς πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Μόνο μέσα από μια διαδικασία εγκαθίδρυσης τέτοιων δημοκρατικών δομών θα μπορούσε κανείς να ελπίζει σοβαρά ότι οι σημερινές πολιτισμικές αξίες κυριαρχίας πάνω στη φύση, που αναδύθηκαν ως υποπροϊόν της συγκέντρωσης δύναμης που προκαλεί η οικονομία ανάπτυξης, θα εξαλειφθούν.

Οικολογική δημοκρατία

Το τελικό ερώτημα που μπαίνει σε σχέση με την αντίληψη για μια περιεκτική δημοκρατία αναφέρεται στο πως μπορούμε να οραματιστούμε ένα περιβαλλοντικά φιλικό θεσμικό πλαίσιο που δεν θα λειτουργούσε ως βάση μιας ιδεολογίας κυριαρχίας πάνω στη Φύση. Ορισμένοι επικριτές της περιεκτικής δημοκρατίας παρερμηνεύουν το ζήτημα σαν να επρόκειτο για τις εγγυήσεις που μπορεί να προσφέρει μια περιεκτική δημοκρατία για την εξασφάλιση μιας καλύτερης σχέσης κοινωνίας και φύσης από αυτήν που δημιουργούν τα συστήματα της οικονομίας της αγοράς ή του σοσιαλιστικού κρατισμού. Ένας γνωστός οικοσοσιαλιστής, για παράδειγμα, γράφει ότι «η “απαιτούμενη” οικολογική συναίνεση μεταξύ των κατοίκων της οικοτοπίας μπορεί να μην εξασφαλίζεται απλώς με την εγκαθίδρυση μιας αθηναϊκής δημοκρατίας στην οποία όλοι είναι μορφωμένοι και λογικοί».

Η άποψη όμως αυτή αποτελεί μια φανερή παρερμηνεία της δημοκρατίας. Είναι σαφές ότι εάν δούμε τη δημοκρατία ως μια διαδικασία κοινωνικής αυτοθέσμισης, όπου δεν υπάρχει κανένας θεϊκά ή «αντικειμενικά» καθοριζόμενος κώδικας ανθρώπινης συμπεριφοράς, τέτοιες εγγυήσεις αποκλείονται εξ ορισμού. Επομένως, η αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο περιεκτικής δημοκρατίας συνιστά μόνο την αναγκαία συνθήκη για μια αρμονική σχέση μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο οικολογικής συνείδησης των πολιτών. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε κανείς εύλογα να περιμένει ότι η ριζοσπαστική αλλαγή στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που θα ακολουθήσει τη θέσμιση μιας περιεκτικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τον αποφασιστικό ρόλο που θα παίζει η παιδεία σ’ ένα φιλικό προς το περιβάλλον θεσμικό πλαίσιο, θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς τη Φύση.

Με άλλα λόγια, μια δημοκρατική οικολογική προοπτική δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις θεσμικές προϋποθέσεις που προσφέρουν τις μεγαλύτερες ελπίδες για μια καλύτερη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση. Εντούτοις, υπάρχουν ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε ότι η σχέση μεταξύ της περιεκτικής δημοκρατίας και της Φύσης θα είναι πολύ πιο αρμονική από τη σχέση που θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί στην οικονομία της αγοράς, ή στο σοσιαλιστικό κρατισμό. Οι παράγοντες που υποστηρίζουν την αντίληψη αυτή αναφέρονται και στα τρία στοιχεία μιας περιεκτικής δημοκρατίας: το πολιτικό, το οικονομικό και το κοινωνικό. 

Αλλά, πέρα από τους παραπάνω πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί εδώ και ένας οικολογικός παράγοντας που συνηγορεί σθεναρά υπέρ της αρμονικής σχέσης δημοκρατίας-Φύσης: είναι εύλογο ότι ο «τοπικιστικός» χαρακτήρας μιας συνομοσπονδιακής κοινωνίας θα ενισχύσει τον φιλικό προς το περιβάλλον χαρακτήρα της. Έτσι, όπως υποστηρίζει ο Martin Khor, ο τοπικός έλεγχος, μολονότι δεν είναι οπωσδήποτε επαρκής για την προστασία του περιβάλλοντος, είναι αναγκαίος, ενώ, αντίθετα, το περιβάλλον αναγκαστικά υποφέρει κάτω από τον κρατικό έλεγχο.» Η αναγκαιότητα του τοπικού ελέγχου γίνεται φανερή εάν πάρουμε υπόψη το γεγονός ότι το ίδιο το περιβάλλον, όπως υποστηρίζει και  η Elinor Ostrom, είναι τοπικό. Οι κοινότητες μικρής κλίμακας είναι πολύ πιθανό να ικανοποιούν τις απαιτούμενες συνθήκες για μια επιτυχή και βιώσιμη συλλογική διαχείριση του περιβάλλοντος. Μεταξύ αυτών των συνθηκών είναι το να μπορούμε να βλέπουμε από κοντά τις τοπικές πλουτοπαραγωγικές πηγές και να συνειδητοποιούμε τη συμπεριφορά μας απέναντί τους, η συνεχής πληροφόρηση σε σχέση με τα αποτελέσματα των διάφορων ρυθμίσεων, η ευρεία κατανόηση και αποδοχή των νέων κανόνων που θέτουμε οι ίδιοι, καθώς και της λογικής και των αξιών που εκφράζουν (δηλαδή ισότιμη μεταχείριση όλων και προστασία του περιβάλλοντος). Με άλλα λόγια, η εσωτερίκευση των αξιών.

Επιπλέον, είναι λογικό να υποθέσουμε –και η εμπειρία σχετικά με την αξιοσημείωτη επιτυχία τοπικών κοινοτήτων στη διαφύλαξη του περιβάλλοντός  υποστηρίζει την υπόθεση αυτή– ότι, όταν οι άνθρωποι στηρίζονται άμεσα στο φυσικό τους περιβάλλον για να επιβιώσουν, αναπτύσσουν μια στενή σχέση μ’ αυτό, η οποία αναγκαστικά επηρεάζει θετικά τη συμπεριφορά τους προς αυτό. Εντούτοις, η προϋπόθεση για να είναι επιτυχής ο τοπικός έλεγχος του περιβάλλοντος είναι ότι η τοπική κοινωνία βασίζεται στο φυσικό περιβάλλον για τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή της και ότι κατά συνέπεια έχει άμεσο συμφέρον να το προστατέψει –ένας ακόμα λόγος για τον οποίο μια οικολογική κοινωνία είναι αδύνατη χωρίς την οικονομική δημοκρατία.

Καταλήγοντας, η σημερινή οικολογική κρίση επιδέχεται κατά βάση δύο λύσεις:

Η μία λύση προϋποθέτει συνέχιση της πελώριας συγκέντρωσης ανθρώπων και οικονομικών πόρων στην οποία οδηγεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς (ή αντίστοιχα το σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού). Δηλαδή, συνέχιση της σημερινής οικοκαταστροφικής ανάπτυξης που έχει οδηγήσει στη δραματική χειροτέρευση της ποιότητας ζωής, με κάποια προσπάθεια «πρασινίσματος του καπιταλισμού» μέσω  τεχνολογικών λύσεων εφόσον βέβαια είναι επικερδείς ή, όταν χειροτερεύσει η οικολογική κρίση, με την επιβολή αυθαίρετων περιορισμών που θα χτυπήσουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (όπως ήδη γίνεται στο Λονδίνο με την πληρωμή διοδίων για να μπαίνουν τα αυτοκίνητα στο κέντρο της πόλης, μέτρο που επέβαλλε μάλιστα «σοσιαλιστής» δήμαρχος!)

Η άλλη λύση προϋποθέτει ριζική αποκέντρωση που δεν σημαίνει, στο πρώτο στάδιο, και φυσική αλλά μόνο διοικητική αποκέντρωση. Η αποκέντρωση αυτή είναι απαραίτητη εφόσον, μεταξύ άλλων, η οικονομική αποτελεσματικότητα των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (ηλιακή, αιολική κ.τ.λ.) εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από την οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής σε μικρότερες μονάδες. Η λύση αυτή, εντούτοις, έχει ήδη περιθωριοποιηθεί από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ακριβώς επειδή δεν είναι συμβατή με τη σημερινή συγκέντρωση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης. Γι’ αυτό, άλλωστε, προωθούνται εναλλακτικές λύσεις οι οποίες δεν συνεπάγονται οποιεσδήποτε ριζικές αλλαγές στην οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης. Όμως, δεν νοείται οικολογική δημοκρατία χωρίς ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής –πράγμα που προϋποθέτει ένα άλλο κοινωνικό σύστημα πέρα από την οικονομία της αγοράς και τον κεντρικό σχεδιασμό- δηλαδή, την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής που δεν θα στηρίζεται στο στοίβαγμα εκατομμυρίων ανθρώπων στις σημερινές τερατουπόλεις από τσιμέντο, τις άσκοπες μετακινήσεις ανθρώπων από τον τόπο διαμονής τους στον τόπο απασχόλησής τους, και προϊόντων από την παραγωγή στην κατανάλωση, με μέσα μεταφοράς που μολύνουν το περιβάλλον και εντείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. 

Η οικολογική δημοκρατία επομένως είναι αδύνατη στο σημερινό σύστημα, παρά τα φληναφήματα των οικολογούντων στα Πράσινα κόμματα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίοι συμμετέχουν και συνευθύνονται, με τις μπαλωματικές λύσεις που προτείνουν, για τη σημερινή οικολογική καταστροφή.