ΑΤΤΑC: Το νέο αποκούμπι της ρεφορμιστικής Αριστεράς

ΘΩΜΑΣ ΛΕΚΚΑΣ

 

Η δημιουργία οργάνωσης ΑΤΤΑC και στην Ελλάδα, στην οποία συμμετέχουν γραφειοκρατικά συνδικάτα, με προεξέχουσα τη ΓΣΕΕ, ρεφορμιστικά έντυπα σαν την Αυγή και την Εποχή, πανεπιστημιακοί κ.λπ., παρουσιάστηκε σαν ιδαίτερα ελπιδοφόρα εξέλιξη στο χώρο της ελληνικής Αριστεράς. Η μαζική διαφήμιση της οργάνωσης αυτής από τα προοδευτικά ΜΜΕ, ιδιαίτερα μετά τη φωναχτή παρουσία της οργάνωσης στο «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης, έχει μάλλον κάνει ευρέως γνωστό σε διεθνές επίπεδο ότι η ATTAC αποτελεί μία κίνηση που στοχεύει στην επιβολή ενός φόρου 0,1% επί των κινήσεων κεφαλαίου (φόρος Τόμπιν) και της διανομής των εσόδων για την καταπολέμηση της φτώχειας.

Όπως γίνεται φανερό από τα προλεγόμενα, η ΑΤΤΑC υιοθετεί και προωθεί την κυρίαρχη σήμερα ρεφορμιστική άποψη που λέει ότι είναι εφικτή η επιβολή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων στις αγορές με στόχο την καταπολέμηση της φτώχειας και την προστασία του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η παγκοσμιοποίηση είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο και ανάγεται στις «κακές» νεοφιλελεύθερες πολιτικές των κυβερνήσεων. Επομένως μπορεί να αντιμετωπιστεί με την υιοθέτηση διαφορετικών πολιτικών στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο. Όπως όμως έχουμε αναπτύξει σε προηγούμενα τεύχη αυτού του περιοδικού (βλέπε π.χ. Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 1, «Η παγκοσμιοποίηση, η κρατικιστική αριστερά και το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης»), η παγκοσμιοποίηση δεν είναι θέμα κακών πολιτικών, αλλά αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και κατά συνέπεια δεν είναι αντιστρέψιμη στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο. Αν, δεδομένων των συνθηκών ανοικτών αγορών κεφαλαίων και εμπορευμάτων που επικρατούν σήμερα, επιχειρηθούν να εφαρμοστούν οι πολιτικές που ευαγγελίζονται οι ρεφορμιστές, το αποτέλεμα θα είναι η δημιουργία συγκριτικών μειονεκτημάτων για την οικονομία της χώρας ή του οικονομικού μπλοκ που θα εισαγάγει αυτές τις πολιτικές, κάτι που τελικά θα έχει δραματικές συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα στην αντίστοιχη χώρα ή μπλοκ. Επίσης τα αιτήματα για μεταρρυθμίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, αποτελούν και αυτά ευχολόγια, καθώς αγνοούν τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τη δυνατότητα των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία να υπονομεύουν τέτοιου είδους προσπάθειες. Είναι φανερό λοιπόν ότι το αίτημα του φόρου Τόμπιν είναι ουτοπικό, καθώς η πραγματοποίησή του προϋποθέτει την υιοθέτησή του από όλες τις χώρες του κόσμου ή τουλάχιστον από τα 15-20 μεγαλύτερα διεθνή κέντρα διακίνησης κεφαλαίων, όπως ακόμα και ο ίδιος ο Τόμπιν παραδέχτηκε πρόσφατα. Όμως ιδιαίτερα τα αγγλοσαξονικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ που διαθέτουν τις μεγαλύτερες αγορές συναλλάγματος κάνουν φανερό ότι δεν πρόκειται να συναινέσουν σε ένα τέτοιο φόρο. Ο λόγος δεν είναι βέβαια οτι φοβούνται το φόρο Τόμπιν, αλλά απλώς οτι απορρίπτουν ως θέμα αρχής την επιβολή κάθε ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων, εφόσον παρόμοιοι έλεγχοι αντίκεινται στην όλη διαδικασία παγκοσμιοποίησης και θα σηματοδοτούσαν μία απόπειρα να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας μερικές δεκαετίες πίσω.

Όλα αυτά φυσικά δεν έχουν αλλάξει ούτε μετά τα μέτρα που πήρε ο Μπους λόγω της ύφεσης της αμερικάνικης οικονομίας, δίνοντας την ευκαιρία στους ρεφορμιστές να κάνουν πιο έντονα λόγο για τις δυνατότητες κρατικής παρέμβασης. Αυτό φυσικά μέχρι να διαψευσθούν από την ίδια την ουσία των μέτρων που κινούνται καθαρά στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης λογικής. Οπωσδήποτε δεν έχει καμιά σχέση με τον Κεϊνσιανισμό η χρηματοδότηση των αμερικάνικων επιχειρήσεων από το κράτος και οι περικοπές της φορολογίας των εισοδημάτων των ελίτ, σε κατάφωρη αντίθεση με την ανυπαρξία μέτρων που θα ανακούφιζαν τα πλατιά φτωχά λαϊκά στρώματα. Παρ’ όλα αυτά ο πρόεδρος της γαλλικής ΑΤΤΑC Μπερνάρ Κασέν δε δίστασε να υποστηρίξει ότι τα μέτρα Μπους κινούνται στη λογική της ΑΤΤΑC με την έννοια ότι αποδεικνύουν τη δυνατότητα κρατικής παρέμβασης! (βλ. Ελευθεροτυπία, 23/11/2001 «Επίθεση στη νεοφιλελεύθερη φτώχεια»).

Πέρα όμως από τον ουτοπικό χαρακτήρα των ρεφορμιστικών προτάσεων ανακύπτει και το ζήτημα των μέσων που χρησιμοποιούν οργανώσεις σαν την ΑΤΤΑC προκειμένου να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους. Μία ματιά στις δηλώσεις των στελεχών της ΑΤΤΑC μετά τις διαδηλώσεις του «κινήματος» της αντιπαγκομιοποίησης στο Γκέτεμποργκ ή τη Γενοβα είναι αρκετή για να μας κατατοπίσει. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο πρώτος τους στόχος είναι να καταδικάσουν τα επεισόδια, ενώ δηλώσεις του στυλ «στόχος μας δεν ήταν ποτέ να τρομάξουμε τους πολιτικούς» ή η δικαιολόγηση εκ μέρους του εκπροσώπου τύπου της ΑΤΤΑC της αγριότητας των αστυνομικών με το αμίμητο «μπορώ να σας πω ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα και απειλές και στο κάτω κάτω είναι και αυτοί άνθρωποι» (βλέπε Ελευθεροτυπία, 19/6/2001, «Οι ταραχές μας πήγαν πολλά χρόνια πίσω») καταδεικνύουν τη «ριζοσπαστικότητα» της οργάνωσης. Ακολουθώντας κατά γράμμα το εγχειρίδιο του καλού ρεφορμιστή, η ΑΤΤΑC όπου σταθεί και όπου βρεθεί διακηρύσσει την αξία του διαλόγου με τις ελίτ προκειμένου τελικά να πειστούν οι τελευταίες να παραχωρήσουν μερικά ψίχουλα, παρ’ όλο που η τακτική αυτή οδηγεί, όπως έχει δείξει και η ιστορική εμπειρία, απλώς και μόνο σε μία ανώδυνη για τις ελίτ και αναποτελεσματική για τα λαϊκά στρώματα «αντιπολίτευση».

Η ΑΤΤΑC δε θέλει όπως υποστηρίζει να τρομάξει τους επαγγελματίες πολιτικούς και φυσικά τα έχει καταφέρει θαυμάσια. Ακόμα περισσότερο δεν έχει σπείρει τον πανικό στις οικονομικές ελίτ. Θα πρέπει τα στελέχη της ΑΤΤΑC να αισθάνονται ικανοποίηση βλέποντας το «προοδευτικό» τμήμα της ελίτ να εξυμνεί τη δραστηριότητα της οργάνωσης και να διαφημίζει την ειρηνική τακτική και το διάλογο που προωθεί η ΑΤΤΑC και οι υπόλοιπες ρεφορμιστικές οργανώσεις στο «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης, σε αντίθεση φυσικά με τη στάση της ενάντια στα ριζοσπαστικά τμήματα του «κινήματος» τα οποία κατακεραυνώνει. (βλ. Περιεκτική Δημοκρατία τεύχος 3, «Που οδηγεί η διχοτόμηση του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης;» ). Όταν ο Σρέντερ τάχθηκε θετικά σε σχέση με το αίτημα του φόρου Τόμπιν η ΑΤΤΑC έσπευσε να χαιρετίσει, ενώ η υπόσχεση του Ζοσπέν ότι θα προωθήσει την ικανοποίηση του αιτήματος, με την προϋπόθεση ότι θα δεχθούν να το πραγματοποιήσουν και τα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ, δείχνει ότι οι ελίτ απλώς επιθυμούν την ύπαρξη οργανώσεων σαν την ATTAC για να παίζουν το ρόλο της νομιμόφρονης (μέσα στο σύστημα) αντιπολίτευσης που θα αποπροσανατολίζουν τα λαϊκά στρώματα-θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η οργάνωση αποτελεί το πνευματικό παιδί της μεγαλοεφημερίδας Le Monde Diplomatique, κάτι που εξηγεί την όποια μαζικότητά της. Είναι φανερό ότι το «προοδευτικό» τμήμα της υπερεθνικής ελίτ θορυβημένο από την απειλή ριζοσπαστικοποίησης του «κινήματος» κατά της παγκοσμιοποίησης, που θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία ενός πραγματικού αντισυστημικού κινήματος, χρησιμοποιεί κάθε μέσο, από τη βία κατά των διαδηλωτών, μέχρι τη δημιουργία και μαζική προβολή οργανώσεων όπως η ΑTTAC, για να αποτρέψει αυτό το σοβαρό κίνδυνο.

Θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει σαν «πιστοποιητικό αυτονομίας» ότι η ΑΤΤΑC και γενικότερα οι οργανώσεις που ανήκουν στη λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών» διακρίνονται από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες σε αντίθεση με τα γραφειοκρατικά κόμματα. Όμως οι διαδικασίες λειτουργίας μίας οργάνωσης δεν είναι δυνατό να ιδωθούν ανεξάρτητα από το πολιτικό πρόγραμμα της κάθε οργάνωσης. Μέσα και στόχοι είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Μία οργάνωση που δεν αναφέρεται στην κατάργηση του σημερινού θεσμικού πλαισίου και στην ισοκατανομή δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών σε όλα τα επίπεδα, παρά μόνο επιθυμεί τον ανούσιο καλλωπισμό του συστήματος δεν μπορεί παρά να διαστρεβλώνει έννοιες σαν την αυτονομία και τη δημοκρατία που αναφέρονται φυσικά σε ένα θεσμικό πλαίσιο χωρίς αγορά και κράτος. Τόσο η αγορά όσο και το κράτος δεν αμφισβητούνται στο ελάχιστο από την ΑΤΤΑC.

Συμπερασματικά, η διέξοδος από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, οικολογική) δεν μπορεί να έρθει από οργανώσεις τύπου ΑΤΤΑC. Δεν μπορεί να έρθει γενικά από μία «Αριστερά» που δεν αποτολμά να θέσει σε αμφισβήτηση το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο και επιπλέον δε θέλει να το θέσει, καθώς κάτι τέτοιο θα σημαίνει στέρηση μαζικής προβολής και προνομίων που συνεπάγονται ο ρόλος του «καλού παιδιού» και της νομιμόφρονης «αντιπολίτευσης». Μοναδική πραγματική λύση αποτελεί η δημιουργία ενός γνήσιου αντισυστημικού κινήματος με στόχο την κατάργηση του σημερινού θεσμικού πλαισίου και τη δημιουργία μίας κοινωνίας που θα είναι δημοκρατική σε όλα τα επίπεδα, δηλαδη μίας Περιεκτικής Δημοκρατίας. 

 

 

Επιστροφή