Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 3 (Οκτώβριος 2001)


Στο κείμενο ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΜΑΣ περιγράφεται συνοπτικά η γενική έννοια της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Στη σειρά κειμένων που αρχίσαμε στο πρώτο τεύχος παρουσιάζουμε διεξοδικά τα συστατικά στοιχεία της ΠΔ. Στο περασμένο τεύχος ασχοληθήκαμε με τα οικονομικά προβλήματα που παρουσιάζονται σε μια οικονομία της αγοράς, καθώς και με τη στρατηγική μετάβασης προς μια Οικονομική Δημοκρατία. Στο παρόν τεύχος κάνουμε μια αρκετά αναλυτική περιγραφή ενός δυνατού τρόπου οργάνωσης μιας Οικονομικής Δημοκρατίας. Στο επόμενο τεύχος θα συνεχίσουμε με τη Δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο (Κοινωνική Δημοκρατία). Τα κείμενα αυτά τα συνέθεσε ο Αλέξανδρος Γκεζερλής με βάση το βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου «Περιεκτική Δημοκρατία» (Καστανιώτης, 1999) και σχετικά άρθρα του που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό Democracy & Nature, The International Journal of Inclusive Democracy. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν τον δικτυακό τόπο του D&N (www.democracynature.org) όπου δημοσιεύονται όλα τα σχετικά κείμενα για το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.


 

Πώς θα μπορούσε να λειτουργεί μια οικονομική δημοκρατία;

Θεωρούμε ότι είναι σημαντικό να προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μια εναλλακτική κοινωνία, βασισμένη στην Περιεκτική Δημοκρατία, θα μπορούσε να επιλύσει τα βασικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει αναπόφευκτα κάθε κοινωνία σήμερα, σε συνθήκες σπάνεως των παραγωγικών πόρων, και όχι σε μια φανταστική κατάσταση μετα-σπάνεως. Μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσε να βοηθήσει τους υποστηρικτές του δημοκρατικού προτάγματος όχι μόνο να σχηματίσουν μια πιο συγκεκριμένη άποψη για την κοινωνία που οραματίζονται, αλλά και να αντιμετωπίσουν τις κατηγορίες περί «ουτοπισμού» που διατυπώνονται εναντίον τους. Η παρακάτω ανάλυση καλό θα ήταν να διαβαστεί έχοντας υπόψη τις διευκρινίσεις αυτές.

Όπως είχαμε σημειώσει και στο προηγούμενο τεύχος, μπορούμε να προσδιορίσουμε τρεις θεμελιακές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ούτως ώστε να είναι εφικτή η οικονομική δημοκρατία:

(α) δημοτική αυτοδυναμία

(β) δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών

(γ) συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών

Δημοτική αυτοδυναμία

Η αυτοδυναμία ορίζεται εδώ με όρους αυτονομίας και όχι με όρους αυτάρκειας, η οποία, υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν είναι ούτε εφικτή ούτε επιθυμητή. Μολονότι η αυτοδυναμία συνεπάγεται μέγιστη χρήση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πόρων και πηγών ενέργειας, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αυτάρκεια και θα πρέπει πάντοτε να θεωρείται μέσα στο πλαίσιο του συνομοσπονδισμού. Δεδομένου ότι ο αμεσοδημοκρατικός έλεγχος της οικονομίας και της κοινωνίας είναι σήμερα δυνατός μόνο στο επίπεδο συνομοσπονδιούμενων δήμων, είναι φανερό ότι η δημοτική αυτοδυναμία είναι μια αναγκαία συνθήκη για την πολιτική και οικονομική αυτονομία.

Η οικονομική δημοκρατία είναι αδύνατη χωρίς μια ριζική αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης που θα καταστήσει εφικτή την αυτοδυναμία. Ωστόσο, μια ριζική αποκέντρωση συνεπάγεται στην πραγματικότητα την εγκατάλειψη του τύπου ανάπτυξης που ιστορικά έχει ταυτίσει την πρόοδο με την οικονομική μεγέθυνση και αποτελεσματικότητα. Η απομάκρυνση από την τοπική οικονομική αυτοδυναμία ήταν στην πραγματικότητα το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με το γεγονός αυτό (καταμερισμός της εργασίας, εξειδίκευση, εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μέσω του ελεύθερου εμπορίου) αποτέλεσαν αναπόφευκτη απόρροια του επεκτατικού χαρακτήρα του συστήματος της οικονομίας αγοράς και της δυναμικής του («ανάπτυξη ή θάνατος»). Παρόμοια, η υιοθέτηση από το μαρξισμό της καπιταλιστικής ιδέας της προόδου οδήγησε στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, στην οποία η τεράστια συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα χέρια των γραφειοκρατών, που έλεγχαν τον κεντρικό σχεδιασμό, κατέστρεψε κάθε δυνατότητα αυτοδυναμίας. Όμως η καταστροφή της αυτοδυναμίας και η συνακόλουθη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, πληθυσμών κ.λπ. είχε πελώριες αρνητικές επιπτώσεις, οικονομικές, πολιτιστικές, οικολογικές και γενικότερα κοινωνικές.

Μιλώντας για αποκέντρωση εννοούμε την αυτοδύναμη αποκέντρωση, που μπορεί να στηριχθεί μόνο στην οριζόντια αλληλεξάρτηση οικονομικά αυτοδύναμων δήμων. Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των συνομοσπονδιούμενων δήμων θα πρέπει επομένως να δομούνται στην αμοιβαία αυτοδυναμία και τη συλλογική στήριξη, και όχι στην κυριαρχία και την εξάρτηση, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας συνομοσπονδιακού δημοκρατικού σχεδιασμού. Η αυτοδυναμία στο πλαίσιο αυτό σημαίνει ότι οι βασικές ανάγκες, καθοριζόμενες δημοκρατικά, θα πρέπει, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να καλύπτονται στο δημοτικό επίπεδο, παρόλο που το επίπεδο ικανοποίησης των αναγκών αυτών θα πρέπει να είναι το ίδιο σ’ ολόκληρη τη συνομοσπονδία.

Ένα σημαντικό ζήτημα σχετικό με την αυτοδυναμία είναι το μέγεθος του δήμου. Ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας του μεγέθους ενός αυτοδύναμου δήμου είναι η συμβατότητα με την άμεση και οικονομική δημοκρατία, δηλαδή η δυνατότητα λήψης αποφάσεων σε πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις των πολιτών. Σ’ αυτή τη βάση, ο δήμος αναδύεται ως η πιο κατάλληλη οικονομική μονάδα που θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, δεδομένου του τεράστιου μεγέθους πολλών σημερινών πόλεων, πολλές από αυτές θα έπρεπε να διασπαστούν προκειμένου να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος. Όμως, αυτό δεν απαιτεί την άμεση φυσική αποκέντρωσή τους, που προφανώς αποτελεί ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, αλλά μόνο τη διοικητική τους αποκέντρωση, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως.

Δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών

Το ζήτημα της ιδιοκτησίας αναφέρεται στο ποιος έχει την ιδιοκτησία/έλεγχο πάνω στις πλουτοπαραγωγικές πηγές (μέσα παραγωγής) και δεν πρέπει να συγχέεται με το ζήτημα της κατανομής τους μεταξύ διαφόρων χρήσεων, το οποίο αναφέρεται στο μηχανισμό μέσω του οποίου δίνεται απάντηση στο τι, πώς και για ποιον παράγεται. Οι δύο σύγχρονες μορφές ιδιοκτησίας/ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών είναι η καπιταλιστική και η σοσιαλιστική, ενώ οι δύο κύριες μορφές κατανομής είναι η αγορά και το πλάνο. Η ιστορική εμπειρία είναι πλούσια σε παραδείγματα συνδυασμού των συστημάτων ιδιοκτησίας/ελέγχου και των συστημάτων κατανομής, από τις δημόσιες επιχειρήσεις που λειτουργούν μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, μέχρι τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν μέσα στην οικονομία σχεδιασμού.

Είναι επομένως φανερό ότι σε αντίθεση τόσο με το καπιταλιστικό σύστημα ιδιοκτησίας όσο και με το σοσιαλιστικό, η οικονομική δημοκρατία απαιτεί έναν άλλο τύπο κοινωνικής ιδιοκτησίας που διασφαλίζει τη δημοκρατική ιδιοκτησία και τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και ότι η μόνη μορφή ιδιοκτησίας που μπορεί να την εγγυηθεί είναι η δημοτική ιδιοκτησία. Αυτός ο τύπος ιδιοκτησίας οδηγεί στην πολιτικοποίηση της οικονομίας, σε μια πραγματική σύνθεση της οικονομίας και της πολιτείας - μια σύνθεση, που μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Το πλαίσιο αυτό, εξ’ ορισμού, αποκλείει οποιονδήποτε διαχωρισμό μεταξύ ιδιοκτησίας και ελέγχου και διασφαλίζει την επιδίωξη του γενικού συμφέροντος. Αυτό συμβαίνει, επειδή, όπως δείχνεται παρακάτω, οι οικονομικές αποφάσεις παίρνονται από ολόκληρο τον δήμο, μέσω των συνελεύσεων των πολιτών, όπου οι άνθρωποι ως πολίτες και όχι ως επαγγελματικά προσανατολισμένες ομάδες (εργάτες, τεχνικοί, μηχανικοί, αγρότες κ.λπ.) παίρνουν τις βασικές μακρο-οικονομικές αποφάσεις που επηρεάζουν ολόκληρο τον δήμο. Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι στο χώρο εργασίας, πέρα από τη συμμετοχή τους ως πολίτες στις δημοτικές αποφάσεις για τον καθορισμό των συνολικών στόχων του σχεδιασμού, συμμετέχουν ως εργάτες (με την παραπάνω ευρεία έννοια των επαγγελματικά προσανατολισμένων ομάδων) στις αντίστοιχες συνελεύσεις στο χώρο εργασίας τους, σε μια διαδικασία τροποποίησης / εφαρμογής του δημοκρατικού πλάνου και διαχείρισης του χώρου εργασίας τους.

Έτσι, η διαδικασία δημοκρατικού σχεδιασμού είναι μια διαδικασία συνεχούς ανατροφοδότησης πληροφοριών από τις δημοτικές συνελεύσεις προς τις συνελεύσεις του χώρου εργασίας και αντίστροφα. Τέλος, η διαχείριση των δημοτικών επιχειρήσεων θα μπορούσε να εποπτεύεται από ένα είδος εποπτικού συμβουλίου που θα διορίζεται από τη συνέλευση του χώρου εργασίας. Αυτό το εποπτικό συμβούλιο θα έπρεπε να περιλαμβάνει άτομα με εξειδικευμένη γνώση που θα ήταν ανά πάσα στιγμή ανακλητά από τη συνέλευση του χώρου εργασίας, πέρα από τον έμμεσο έλεγχο που θα ασκούν σ’ αυτά οι συνελεύσεις των πολιτών. Οι συνελεύσεις στο χώρο εργασίας, επομένως, θα λειτουργούσαν τόσο ως θεσμοί «δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο» όσο και ως θεμελιώδη συστατικά της οικονομικής δημοκρατίας, δεδομένου του ρόλου τους στη διαδικασία δημοκρατικού σχεδιασμού. Ως τέτοιες, οι συνελεύσεις στο χώρο εργασίας, μαζί με τις δημοτικές συνελεύσεις, συνιστούν τον πυρήνα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

Συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών

Μολονότι η αυτοδυναμία συνεπάγεται ότι πολλές αποφάσεις μπορεί να λαμβάνονται στο τοπικό (δημοτικό) επίπεδο, πολλά απομένουν να επιλυθούν στο περιφερειακό / εθνικό / υπερεθνικό επίπεδο. Αναφέρουμε ενδεικτικά λίγα μόνο από τα προβλήματα που δεν μπορούν επιλυθούν στο τοπικό επίπεδο: 

  • προβλήματα που προκαλούνται από την άνιση κατανομή των ενεργειακών αποθεμάτων, των φυσικών πόρων και τη συνακόλουθη άνιση κατανομή εισοδήματος μεταξύ των δήμων της συνομοσπονδίας

  • προβλήματα που προκαλούνται από ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ πολιτών από διαφορετικούς δήμους ή μεταξύ των ίδιων των δήμων της συνομοσπονδίας

  • προβλήματα που προκαλούνται από τον υπερτοπικό χαρακτήρα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της παραγωγής και της κατανάλωσης

  • προβλήματα μεταφορών/επικοινωνιών

  • προβλήματα που προκαλούνται από την ελεύθερη διακίνηση της εργασίας μεταξύ των δήμων και

  • προβλήματα μεταφοράς τεχνολογίας. 

Τέλος, υπάρχει το βασικό πρόβλημα του μηχανισμού που θα εξασφαλίζει την συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών, ενδοδημοτική και διαδημοτική. Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς έχουμε ήδη δει (στο προηγούμενο τεύχος) ότι τόσο ο μηχανισμός της αγοράς όσο και ο κεντρικός σχεδιασμός δεν έχουν καταφέρει να το αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.

Στο επόμενο τμήμα, σκιαγραφείται ένα μοντέλο οικονομικής δημοκρατίας που πιστεύουμε πως συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της αγοράς (με τη μορφή μιας τεχνητής «αγοράς») με αυτά του σχεδιασμού.

 

Σχεδίασμα ενός τρόπου οργάνωσης της οικονομικής δημοκρατίας

Το σύστημα που προτείνεται εδώ αποσκοπεί στην εκπλήρωση του διπλού στόχου:

1) της ικανοποίησης των βασικών αναγκών όλων των πολιτών - που προϋποθέτει ότι οι βασικές μακροοικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά και

2) της εξασφάλισης της ελευθερίας επιλογής - που προϋποθέτει ότι το ίδιο το άτομο παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την προσωπική του ζωή (τι δουλειά να κάνει, τι να καταναλώσει κ.λπ.).

Τόσο οι μακροοικονομικές αποφάσεις (δηλαδή οι συλλογικές αποφάσεις για την οικονομία γενικά)όσο και οι ατομικές αποφάσεις του πολίτη υλοποιούνται μέσα από έναν συνδυασμό του δημοκρατικού σχεδιασμού και μιας τεχνητής «αγοράς». Αλλά, ενώ στις «μάκρο» αποφάσεις θα δίνεται έμφαση στο σχεδιασμό, στις ατομικές αποφάσεις θα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η έμφαση θα δίνεται στην «τεχνητή» αγορά.

Έτσι, το σύστημα αποτελείται από δύο βασικά στοιχεία: 

  • Το στοιχείο «αγοράς», που ενέχει τη δημιουργία μιας τεχνητής «αγοράς», η οποία θα εξασφαλίζει την πραγματική ελευθερία επιλογής, χωρίς όμως να επιφέρει τα αρνητικά αποτελέσματα που συνδέονται με τις πραγματικές αγορές.

  • Το στοιχείο σχεδιασμού, που ενέχει τη δημιουργία μιας διαδικασίας δημοκρατικού σχεδιασμού και ροής πληροφοριών μεταξύ των συνελεύσεων των πολιτών σε όλα τα επίπεδα: συνελεύσεων στο χώρο εργασίας, δημοτικών συνελεύσεων, περιφερειακών συνελεύσεων και συνομοσπονδιακής συνέλευσης.

Ο ακρογωνιαίος λίθος του προτεινόμενου μοντέλου, ο οποίος συνιστά επίσης το βασικό στοιχείο που το διαφοροποιεί από τα σοσιαλιστικά μοντέλα σχεδιασμού, είναι ότι προϋποθέτει ρητά μια οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά (πράγμα που αποκλείει τη θεσμοποίηση των προνομίων κάποιων τμημάτων της κοινωνίας, καθώς και την ιδιωτική συσσώρευση πλούτου) η οποία όμως δεν θεμελιώνεται σε μια μυθική κατάσταση μετα-σπάνεως. Με λίγα λόγια, ο καταμερισμός των οικονομικών πόρων γίνεται, κατά πρώτον, στη βάση των συλλογικών αποφάσεων των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τα δημοτικά και συνομοσπονδιακά πλάνα, και, κατά δεύτερον, στη βάση των ατομικών επιλογών των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από ένα σύστημα διατακτικών (κουπονιών).

Οι κυριότερες παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το μοντέλο έχουν ως εξής:

  • Η δημοτική συνέλευση αποτελεί το ανώτατο όργανο διαμόρφωσης πολιτικής σε κάθε αυτοδύναμο δήμο.

  • Οι συνομοσπονδιοποιημένοι δήμοι συντονίζονται μέσω των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών εκτελεστικών συμβουλίων, τα οποία αποτελούνται από ανακλητούς και κυκλικά εναλλασσόμενους εντολοδόχους τους οποίους διορίζουν οι αντίστοιχες συνελεύσεις (περιφερειακές συνελεύσεις / συνομοσπονδιακή συνέλευση).

  • Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές / παραγωγικά μέσα ανήκουν στους δήμους και παραχωρούνται στους εργαζόμενους κάθε παραγωγικής μονάδας με μακροπρόθεσμα συμβόλαια.

  • Στόχος της παραγωγής δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η ικανοποίηση, πρωταρχικά, των βασικών αναγκών των πολιτών, καθώς και εκείνων από τις μη βασικές ανάγκες για τις οποίες οι πολίτες εκφράζουν την επιθυμία να προσφέρουν την απαιτούμενη εργασία προς ικανοποίησή τους.

Το γενικό κριτήριο της κατανομής των οικονομικών πόρων δεν είναι η αποτελεσματικότητα, όπως ορίζεται σήμερα με στενά τεχνο-οικονομικά κριτήρια. Η αποτελεσματικότητα θα πρέπει να οριστεί εκ νέου ώστε να σημαίνει αποτελεσματικότητα στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι μόνο των επιθυμιών που υποστηρίζονται με χρήμα. Εντούτοις, αυτό εγείρει περαιτέρω ερωτήματα που αναφέρονται στην έννοια των αναγκών, την ιεράρχησή τους και, τέλος, στο ερώτημα πώς μπορεί να διασφαλιστεί η πραγματική ελευθερία επιλογής στη διαδικασία ικανοποίησης των αναγκών.

Όσον αφορά στην έννοια των αναγκών, είναι σημαντικό να κάνουμε μια σαφή διάκριση, μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, από τη μια μεριά, και μεταξύ αναγκών και μέσων ικανοποίησής τους από την άλλη. Και οι δυο αυτές διακρίσεις είναι σημαντικές για τη διασάφηση της έννοιας της ελευθερίας επιλογής σε μια Περιεκτική Δημοκρατία.

Όσον αφορά, πρώτα, στη διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, είναι σαφές ότι οι ρητορείες στη Δύση περί ελευθερίας επιλογής είναι κενές νοήματος. Είναι φανερό ότι, όπως είδαμε και στο περασμένο τεύχος, η ελευθερία επιλογής δεν έχει νόημα, παρά μόνο εάν έχουν ήδη ικανοποιηθεί οι βασικές ανάγκες.

Εντούτοις, το τι συνιστά βασική ανάγκη και το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ικανοποιηθεί είναι κάτι που δεν μπορεί να προσδιοριστεί «αντικειμενικά». Στο πλαίσιο μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας, το τι συνιστά ανάγκη, βασική ή μη, είναι κάτι που μπορεί να καθοριστεί μόνο από τους ίδιους τους πολίτες με δημοκρατικό τρόπο. Συνεπώς, η διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών εισάγεται εδώ, επειδή πιστεύουμε ότι οι δυο αυτοί τομείς αναγκών πρέπει να λειτουργούν με βάση διαφορετικές αρχές. Ο τομέας των «βασικών αναγκών» πρέπει να λειτουργεί με βάση την κομουνιστική αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Από την άλλη μεριά, δεχόμαστε ότι ο τομέας των μη βασικών αναγκών μπορεί να λειτουργεί στη βάση μιας τεχνητής «αγοράς», η οποία εξισορροπεί τη ζήτηση με την προσφορά κατά τρόπο που εξασφαλίζει την κυριαρχία τόσο των καταναλωτών όσο και των παραγωγών.

Όσον αφορά στη διάκριση μεταξύ αναγκών και μέσων ικανοποίησής τους, ο λόγος που υιοθετούμε αυτή τη διάκριση δεν είναι το σύνηθες επιχείρημα ότι μας επιτρέπει να θεωρούμε τις βασικές ανάγκες ως πεπερασμένες, λίγες και ταξινομήσιμες που βασικά παραμένουν οι ίδιες σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Μολονότι είναι πιθανό ότι αυτό που αλλάζει διαχρονικά και διατοπικά δεν είναι οι ανάγκες αυτές καθαυτές, αλλά τα μέσα ικανοποίησής τους, η διάκριση υιοθετείται εδώ επειδή είναι χρήσιμη για τη διασάφηση της έννοιας της ελευθερίας επιλογής. Σήμερα, υπάρχουν συνήθως περισσότεροι από ένας τρόποι παραγωγής ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας για την ικανοποίηση συγκεκριμένης ανθρώπινης ανάγκης, ακόμα κι αν είναι βασική (είδη ρουχισμού κ.λπ.). Επομένως, η ελευθερία επιλογής θα πρέπει να εφαρμόζεται τόσο σε σχέση με τις βασικές όσο και τις μη βασικές ανάγκες. Στην πραγματικότητα, μια απόφαση άμεσης προτεραιότητας που θα πρέπει τακτικά να λαμβάνουν οι συνελεύσεις των πολιτών σε μια Περιεκτική Δημοκρατία αφορά ακριβώς την ποσότητα και την ποιότητα των μέσων ικανοποίησης των βασικών αναγκών. Ωστόσο, το ποιο είναι το καλύτερο μέσο κάλυψης μιας συγκεκριμένης ανάγκης είναι κάτι που θα πρέπει να καθορίζεται ατομικά από τον κάθε πολίτη, στην άσκηση της ελευθερίας του να επιλέγει.

Αλλά, πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε αποτελεσματικές ροές πληροφοριών για τις ατομικές ανάγκες; Η ιδέα που διερευνάται εδώ ενέχει το συνδυασμό μιας διαδικασίας δημοκρατικού σχεδιασμού και ενός συστήματος διατακτικών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη βασικών και μη βασικών αναγκών . Έτσι, μπορούμε να φανταστούμε τη δημιουργία ενός συστήματος στο οποίο υπάρχουν δύο κύριοι τύποι διατακτικών: οι Βασικές Διατακτικές (ΒΔ) και οι Μη Βασικές Διατακτικές (ΜΒΔ). Και οι δυο τύποι διατακτικών εκδίδονται σε προσωπική βάση, έτσι ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γενικό μέσο ανταλλαγής και συσσώρευσης, όπως το χρήμα.

 

Η κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών στη συνομοσπονδία 

Οι Βασικές Διατακτικές χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Οι διατακτικές αυτές, που είναι προσωπικές και εκδίδονται για λογαριασμό της συνομοσπονδίας, εξουσιοδοτούν κάθε πολίτη να ικανοποιεί, μέχρι ενός ορισμένου επιπέδου, εκείνες τις ανάγκες του που έχουν χαρακτηριστεί ως βασικές. Οι διατακτικές αυτές δεν προκαθορίζουν τα συγκεκριμένα μέσα ικανοποίησής τους, έτσι ώστε να κατοχυρώνεται η δυνατότητα επιλογής. Ακόμη, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι το επίπεδο ικανοποίησης των βασικών αναγκών των πολιτών θα είναι το ίδιο σ’ ολόκληρη τη συνομοσπονδία, το τι συνιστά βασική ανάγκη, καθώς και το επίπεδο ικανοποίησης της, αποτελούν ζητήματα που θα πρέπει να καθορίζονται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση, με βάση τις αποφάσεις των δημοτικών συνελεύσεων και τους διαθέσιμους πόρους στη συνομοσπονδία.

Ο συνολικός αριθμός των ΒΔ που θα διανέμονται καθορίζεται με βάση κριτήρια που ικανοποιούν τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης στο συνομοσπονδιακό επίπεδο.

Έτσι, όσον αφορά στη ζήτηση, οι υπεύθυνοι για την επεξεργασία του συνομοσπονδιακού πλάνου θα μπορούσαν να εκτιμήσουν το μέγεθος και τη διάρθρωσή της με βάση:

  • τον πληθυσμό της συνομοσπονδίας,

  • το προκαθορισμένο επίπεδο ικανοποίησης των «βασικών αναγκών» για κάθε κατηγορία πολιτών,

  • τις «εκπεφρασμένες προτιμήσεις» των καταναλωτών σε σχέση με τα μέσα ικανοποίησης των αναγκών, όπως οι προτιμήσεις αυτές εκδηλώνονται από τον αριθμό των διατακτικών που είχαν χρησιμοποιηθεί για κάθε παρόμοιο μέσο στο παρελθόν.

Όσον αφορά στην προσφορά, οι σχεδιαστές του πλάνου θα μπορούσαν να εκτιμήσουν, με βάση τεχνολογικούς μέσους όρους, το επίπεδο και τη διάρθρωση της παραγωγής, καθώς και τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένης της ποσότητας προσωπικής εργασίας που θα πρέπει να προσφέρει ο κάθε πολίτης. Έτσι, το κάθε ικανό προς εργασία μέλος του δήμου θα πρέπει να προσφέρει, σε κάποια δραστηριότητα της προτίμησής του, έναν αριθμό «βασικών» ωρών κάθε εβδομάδα, ώστε να παραχθούν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών της συνομοσπονδίας.

Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές θα μπορούσαν να καταρτιστούν προκαταρκτικά πλάνα, και η συνομοσπονδιακή συνέλευση θα μπορούσε να επιλέξει, στη βάση των αποφάσεων των δημοτικών συνελεύσεων και των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας, το σχέδιο που θα τεθεί σ’ εφαρμογή, καθώς και τους απαιτούμενους για την εφαρμογή του πόρους. Σε κάθε πολίτη χορηγείται ένας αριθμός ΒΔ, ανάλογα με την ειδική «κατηγορία ανάγκης» στην οποία ανήκει. Η συνομοσπονδιακή συνέλευση επομένως πρέπει να ταξινομήσει τις βασικές ανάγκες για κάθε τμήμα του πληθυσμού, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, όπως το φύλο, η ηλικία, οι ειδικές ανάγκες κ.λπ. Είναι αυτονόητο ότι στις περιπτώσεις στις οποίες η «αντικειμενική» αυτή διάθεση των ΒΔ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να κάνουν τις κατάλληλες προσαρμογές.

Όσον αφορά στη φροντίδα για τις ανάγκες των ηλικιωμένων, των ανηλίκων και των ανήμπορων, οι κατηγορίες αυτές πολιτών έχουν τα ίδια δικαιώματα πάνω στις ΒΔ με οποιονδήποτε άλλο πολίτη της συνομοσπονδίας. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το προτεινόμενο σχήμα θα αποτελεί το πιο ευρύ σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που έχει υπάρξει ποτέ, αφού θα καλύπτει όλες τις βασικές ανάγκες όσων δεν μπορούν να δουλέψουν, σύμφωνα πάντα με τον ορισμό που θα δίνει στις βασικές ανάγκες η συνομοσπονδιακή συνέλευση. Η ίδια συνέλευση θα μπορεί να αποφασίζει εάν, πέρα από τις ΒΔ, θα διατίθενται και ΜΒΔ σ’ όσους δεν μπορούν να δουλέψουν. Όσον αφορά στην προσφορά των υπηρεσιών αυτών, αν υποθέσουμε ότι η φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ανήμπορων κ.λπ. κατατάσσεται στις βασικές ανάγκες, (όπως θα πρέπει άλλωστε να συμβαίνει), τότε κάθε μέλος του δήμου θα πρέπει να εμπλέκεται στην παροχή παρόμοιων υπηρεσιών (για τις οποίες θα δικαιούται ΒΔ) - πράγμα που θ’ αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα για την επέκταση της Περιεκτικής Δημοκρατίας στο νοικοκυριό.

Η κάλυψη των μη βασικών αναγκών

 Οι Μη Βασικές Διατακτικές χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των μη βασικών αναγκών (κατανάλωση μη στοιχειωδών αγαθών και υπηρεσιών), καθώς και για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών πέραν του προκαθορισμένου από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση επιπέδου. Οι ΜΒΔ είναι προσωπικές, όπως και οι ΒΔ, αλλά εκδίδονται για λογαριασμό του κάθε δήμου και όχι της συνομοσπονδίας. Η προσωπική εργασία των πολιτών πάνω από τον καθορισμένο αριθμό «βασικών» ωρών είναι εθελοντική και τους εξουσιοδοτεί σε ΜΒΔ, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ικανοποίηση μη βασικών αναγκών τους. Ενώ όμως σ’ ό,τι αφορά τις βασικές ανάγκες δεν θα πρέπει να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στο βαθμό ικανοποίησής τους, έτσι ώστε να καλύπτονται ισότιμα οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών της συνομοσπονδίας (όπως θα πρέπει να συμβαίνει σε μια οικονομική δημοκρατία), δεν υπάρχουν αντίστοιχοι λόγοι που να υπαγορεύουν μια αντίστοιχη ισότιμη ικανοποίηση των μη βασικών αναγκών σε συνομοσπονδιακό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, η από μέρους του δήμου κάλυψη των μη βασικών αναγκών θα πρέπει να θεωρηθεί ως επέκταση της ατομικής ελευθερίας επιλογής των πολιτών. Συνεπώς, αν σε έναν συγκεκριμένο δήμο οι πολίτες επιθυμούν να δουλέψουν περισσότερο ή λιγότερο για την παραγωγή μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών, θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να το κάνουν.

Εντούτοις, το σύστημα θα πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο οργανωμένο, ώστε οι διαφορές μεταξύ των δήμων όσον αφορά στην κατανάλωση μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών να αντανακλούν μόνο διαφορές στην καταβληθείσα εργασία και όχι στη γεωγραφική κατανομή των φυσικών πόρων. Μια βασική αρχή σε σχέση με το ζήτημα αυτό είναι ότι τα οφέλη από τους συνομοσπονδιακούς φυσικούς πόρους, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη γεωγραφική τους τοποθεσία, θα πρέπει να διανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των δήμων και των περιφερειών της συνομοσπονδίας. Η αρχή αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται τόσο σε σχέση με τις βασικές ανάγκες όσο και σε σχέση με τις μη βασικές, έτσι ώστε να μη δημιουργούνται άλλες ανισότητες μεταξύ των περιφερειών, πέρα από αυτές που έχουν να κάνουν με τις καταβληθείσες ώρες εργασίας.

Με την τεχνολογική πρόοδο θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι οι μη βασικές ανάγκες θα γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικές στο μέλλον - γεγονός που επιβεβαιώνεται από στατιστικές μελέτες με βάση τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα, οι οποίες δείχνουν μια καθαρή τάση κορεσμού των βασικών αναγκών. Αντίστοιχα, οι αμοιβές θα παίρνουν όλο και περισσότερο τη μορφή των ΜΒΔ. Ανακύπτει λοιπόν ένα διπλό οικονομικό πρόβλημα σε σχέση με τις ΜΒΔ. Πρώτον, χρειαζόμαστε ένα δίκαιο μέτρο ανταμοιβής της μη βασικής εργασίας και, δεύτερο, χρειαζόμαστε ένα μέτρο αξιολόγησης των μη βασικών αγαθών/υπηρεσιών, το οποίο να εξασφαλίζει ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στο δημοτικό επίπεδο. Η κλασική λύση η οποία εκφράζει την αξία των αγαθών και υπηρεσιών με όρους ωρών εργασίας (που προτάθηκε, μεταξύ άλλων, από τον Προυντόν και τον Μαρξ), πέρα από το γεγονός ότι δημιουργεί κάθε είδους προβλήματα σε σχέση με την ισοδυναμία των διάφορων τύπων εργασίας, τη «μετατροπή» των εργαλείων και του χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού σε ώρες εργασίας κ.λπ., είναι, επίσης, θεμελιακά ασύμβατη με μια ελευθεριακή κοινωνία. Ακόμη, όπως θα συζητηθεί παρακάτω, είναι ασύμβατη με ένα σύστημα καταμερισμού των οικονομικών πόρων που βασίζεται στην ελευθερία επιλογής.

Στο προτεινόμενο σύστημα για να υπολογίσουν οι υπεύθυνοι για το πλάνο την τιμή (εκφρασμένη σε ΜΒΔ) ενός συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας, θα μπορούσαν να διαιρέσουν το σύνολο των ΜΒΔ που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου (π.χ. ενός χρόνου) για την «αγορά» κάποιου συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας, με τη συνολική παραγωγή αυτού του αγαθού ή της υπηρεσίας στο ίδιο χρονικό διάστημα. Εάν, για παράδειγμα, η συνομοσπονδιακή συνέλευση έχει καθορίσει ότι ένα κινητό τηλέφωνο δεν αποτελεί βασικό αγαθό, τότε η «τιμή» ενός κινητού μπορεί να υπολογιστεί διαιρώντας τον αριθμό των ΜΒΔ που χρησιμοποιήθηκαν τους τελευταίους δώδεκα μήνες για την «αγορά» κινητών (λ.χ. 100.000) με το συνολικό αριθμό κινητών που παράχθηκαν την ίδια περίοδο (π.χ. 1.000), δίνοντάς μας μια «τιμή» 100 ΜΒΔ για κάθε κινητό).

Το πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει στο σύστημα αυτό είναι μια αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης συγκεκριμένων μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, συνεχίζοντας με το παράδειγμα των κινητών, οι παραγωγοί κινητών και των εξαρτημάτων τους μπορεί να επιθυμούν να προσφέρουν μόνο έναν περιορισμένο αριθμό ωρών εργασίας πάνω από τον αριθμό «βασικών» ωρών. Στην πραγματικότητα, το ίδιο πρόβλημα μπορεί να ανακύψει ακόμα κι αν μερικοί απ’ αυτούς δεν είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν επιπρόσθετη εργασία, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα, καθώς και πολλές άλλες παραγωγικές δραστηριότητες στις σημερινές κοινωνίες, γίνονται με τη μορφή ομαδικής εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, θα τεθεί σε κίνηση το προτεινόμενο σύστημα των «τεχνητών» τιμών. Η «τιμή» των κινητών, εκφρασμένη σε ΜΒΔ, θα αυξηθεί, γεγονός που από τη μια μεριά θα συμπιέσει τη ζήτηση και από την άλλη θα προκαλέσει αύξηση στο αντίστοιχο μέγεθος της αμοιβής, προσελκύοντας πιθανώς περισσότερη εργασία στη συγκεκριμένη δραστηριότητα και επομένως ενισχύοντας την προσφορά του συγκεκριμένου αγαθού. Η εργασία βέβαια συνιστά μόνο ένα μέρος των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής, γι’ αυτό και η συνολική διαθεσιμότητα των υπόλοιπων μέσων που απαιτούνται για κάθε τύπο δραστηριότητας είναι κάτι που πρέπει να καθορίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από την δημοτική συνέλευση.

Με τον τρόπο αυτόν, η παραγωγή αντικατοπτρίζει την πραγματική ζήτηση και οι δήμοι παύουν να υπόκεινται στις ανορθολογικότητες των συστημάτων της οικονομίας της αγοράς, ή του σοσιαλιστικού συγκεντρωτικού σχεδιασμού. Έτσι, οι τεχνητές «αγορές» που προτείνονται εδώ παρέχουν το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο ώστε ο σχεδιασμός να ξεκινά από τις πραγματικές συνθήκες ζήτησης και προσφοράς (αντικατοπτρίζοντας τις πραγματικές προτιμήσεις των καταναλωτών και των παραγωγών) και όχι από τις αφηρημένες ιδέες γραφειοκρατών και τεχνοκρατών σχετικά με το ποιες είναι οι ανάγκες της κοινωνίας. Επίσης, το σύστημα αυτό μας προσφέρει τη δυνατότητα να αποφύγουμε τόσο το δεσποτισμό της αγοράς, που συνεπάγεται η «κατανομή με βάση το πορτοφόλι» στην οποία καταδικάζει η αγορά, όσο και το δεσποτισμό του πλάνου, που επιβάλλει μια συγκεκριμένη κατανομή (έστω κι αν αυτό συμβαίνει μέσω της ψήφου της πλειοψηφίας στην δημοτική συνέλευση).

Καταμερισμός εργασίας

Το προτεινόμενο σύστημα καταμερισμού εργασίας αντικατοπτρίζει τη βασική διάκριση που έχουμε κάνει μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών.

Καταμερισμός εργασίας στον τομέα των βασικών αναγκών

 Όπως σημειώσαμε παραπάνω, η κάλυψη των βασικών αναγκών αποτελεί ευθύνη της συνομοσπονδίας και όχι του δήμου. Κατά συνέπεια, η κατανομή των σχετικών πόρων καθορίζεται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση. Έτσι, στην περίπτωση που οι πόροι ενός δήμου δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, οι επιπλέον απαιτούμενοι πόροι θα πρέπει να παρέχονται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση. Είναι σαφές ότι ένα βασικό υπό-προϊόν της ρύθμισης αυτής είναι η ανακατανομή του εισοδήματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών σε πόρους δήμων.

Από τη στιγμή που η συνομοσπονδιακή συνέλευση υιοθετήσει κάποιο πλάνο σχετικά με το επίπεδο ικανοποίησης των βασικών αναγκών και τη συνολική κατανομή των πόρων, η δημοτική συνέλευση θα καθορίσει το είδος των εργασιακών καθηκόντων που προκύπτουν από το πλάνο αυτό, έτσι ώστε να καλύπτονται όλες οι βασικές ανάγκες του δήμου.

Η επιλογή της εργασιακής δραστηριότητας θα είναι κατ’ αρχήν ατομική επιλογή. Παρ’όλα αυτά, με δεδομένο ότι η ικανοποίηση των βασικών αναγκών δεν μπορεί να αφεθεί ούτε στο έλεος της τεχνητής «αγοράς» για ΒΔ, αλλά ούτε και στα φιλανθρωπικά αισθήματα κάθε πολίτη, πιθανώς να χρειαστεί η εισαγωγή κάποιου βαθμού κυκλικής εναλλαγής της εργασίας, για τις περιπτώσεις στις οποίες οι ατομικές επιλογές δεν επαρκούν για να καλύψουν όλες τις εργασιακές δραστηριότητες που απαιτούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών.

Η κυκλική εναλλαγή της εργασίας προτείνεται εδώ ως ένα εξαιρετικό μέσο για την εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας, και όχι ως υποχρεωτικός κανόνας που πρέπει να επιβάλλεται σε όλους τους πολίτες. Πιστεύουμε, συνεπώς, ότι η δημιουργία συνθηκών ισοκατανομής δύναμης, την οποία εξασφαλίζει η συμμετοχή όλων στις δημοτικές συνελεύσεις και στις συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, σε συνδυασμό με την εισαγωγή των συμπλεγμάτων εργασίας, κάνει κατ’ αρχήν περιττή την επιβολή ενός συστήματος κυκλικής εναλλαγής της εργασίας, το οποίο είναι πιθανό να προκαλέσει περισσότερο δυσφορία παρά όφελος στο δήμο. Οι ιεραρχικές δομές στην εργασία και στην κοινωνία γενικότερα θα καταλυθούν μόνον αν όλοι οι πολίτες έχουν ίση δύναμη στις συνελεύσεις των χώρων εργασίας και των δήμων και όχι αν απλώς εναλλάσσονται κυκλικά σε διάφορες δουλειές. Η δυνατότητα της κυκλικά εναλλασσόμενης εργασίας δεν αποτελεί στοιχείο μιας μη ιεραρχικής δομής, ούτε συνιστά αναγκαστικά στοιχείο ισότητας στην εργασία.

Καταμερισμός εργασίας στον τομέα των μη βασικών αναγκών

Όσον αφορά στις μη βασικές ανάγκες, θα προτείναμε τη δημιουργία μιας ακόμα «τεχνητής» αγοράς, η οποία όμως, σ’ αντίθεση με την καπιταλιστική αγορά εργασίας, δεν θα κατανέμει την εργασία με βάση το κέρδος ή, εναλλακτικά, με βάση τις εντολές των υπευθύνων για το κεντρικό πλάνο, όπως συνέβαινε στον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Αντίθετα, η κατανομή της εργασίας θα γίνεται με βάση τις προτιμήσεις των πολιτών, τόσο ως παραγωγών όσο και ως καταναλωτών. Έτσι, οι πολίτες:  

  • ως παραγωγοί, θα επιλέγουν τη δουλειά που θέλουν να κάνουν και οι επιθυμίες τους θα αντικατοπτρίζονται στο «δείκτη επιθυμητότητας», ο οποίος θα καθορίζει εν μέρει και το μέγεθος των αμοιβών.

  • ως καταναλωτές, θα επηρεάζουν άμεσα τις «τιμές» των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών μέσω της χρήσης των ΜΒΔ και έμμεσα την κατανομή των εργασιακών πόρων σε κάθε δραστηριότητα, μέσω του αντίκτυπου των «τιμών» στο μέγεθος των αμοιβών. 

Επομένως, το μέγεθος της αμοιβής για την μη βασική εργασία, που θα καθορίζει τον αριθμό των ΜΒΔ που θα λαμβάνει ένας πολίτης από αυτή, θα εκφράζει τις προτιμήσεις των πολιτών, τόσο ως παραγωγών όσο και ως καταναλωτών. Όσον αφορά στις προτιμήσεις των πολιτών ως παραγωγών, είναι φανερό ότι, δεδομένης της ανισότητας μεταξύ των διαφόρων τύπων εργασίας, η ισότητα στις αμοιβές θα σήμαινε στην πραγματικότητα άνιση ικανοποίηση από τη δουλειά. Δεδομένου, όμως, ότι η επιλογή οποιουδήποτε αντικειμενικού κριτηρίου στον καθορισμό του μεγέθους της αμοιβής (π.χ. χρησιμότητα της συγκεκριμένης δουλειάς, επιδράσεις στην υγεία, θερμίδες που ξοδεύονται κ.λπ.) θα ενείχε αναπόφευκτα και ένα βαθμό υποκειμενικής προκατάληψης, η μόνη ίσως ορθολογική λύση είναι να χρησιμοποιηθεί ένα είδος δι-υποκειμενικού μέτρου, δηλαδή η χρήση ενός κριτηρίου επιθυμητότητας για κάθε είδος δραστηριότητας.

Αλλά η επιθυμητότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί απλώς από τον αριθμό των ατόμων που δηλώνουν την επιθυμία τους να αναλάβουν κάποιο είδος εργασίας. Με δεδομένο το σημερινό τεχνολογικό επίπεδο, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι σε μια μελλοντική κοινωνία θα εξαφανιστεί το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού υψηλού βαθμού εξειδίκευσης, σίγουρα πολλές δουλειές θα εξακολουθούν να απαιτούν εξειδικευμένη γνώση ή εκπαίδευση. Επομένως, θα πρέπει να καταρτιστεί ένας πολυσύνθετος δείκτης επιθυμητότητας, με τη χρήση πολλαπλών διαβαθμίσεων των διαφόρων τύπων εργασίας, στη βάση των «εκπεφρασμένων» προτιμήσεων των πολιτών κατά τη διαδικασία επιλογής των διαφόρων τύπων βασικής και μη βασικής δραστηριότητας. Η αμοιβή για κάθε τύπο εργασίας θα μπορούσε τότε να προσδιοριστεί αντίστροφα με την επιθυμητότητά της (δηλαδή όσο πιο επιθυμητός είναι ένας τύπος δουλειάς, τόσο χαμηλότερο είναι το μέγεθος της αμοιβής για τη δουλειά αυτή).

Εντούτοις, ο δείκτης επιθυμητότητας δεν μπορεί να είναι το μοναδικό μέσο προσδιορισμού του μεγέθους της αμοιβής. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι επιθυμίες των πολιτών ως καταναλωτών, όπως αυτές εκφράζονται από τις «τιμές» των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Κάτι τέτοιο θα είχε το επίσης σημαντικό αποτέλεσμα ότι θα συνέδεε τις «τιμές» για τα αγαθά και τις υπηρεσίες με τις αμοιβές για τους διάφορους τύπους εργασίας, έτσι ώστε ο καταμερισμός της εργασίας στον τομέα των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών να πραγματοποιείται με τρόπο που να διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Θα μπορούσαμε επομένως να φανταστούμε ότι το μέγεθος της αμοιβής στην παραγωγή των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών καθορίζεται κατά το ένα ήμισυ από το δείκτη της επιθυμητότητας και κατά το άλλο ήμισυ από τις «τιμές» των αγαθών και των υπηρεσιών.

Φυσικά, δεδομένου ότι η εργασία αποτελεί μόνο ένα μέρος των συνολικών πόρων που απαιτούνται για την παραγωγή των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών και ότι ο συγκεκριμένος τομέας αποτελεί ευθύνη του κάθε δήμου, είναι πιθανό να δημιουργηθούν στην πράξη κάποια προβλήματα σπάνεως των υπολοίπων, πέρα από την εργασία, πόρων. Εντούτοις, πιστεύουμε ότι τέτοια προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν μέσα από ένα σύστημα ανταλλαγών μεταξύ των δήμων, παρόμοιο με αυτό που περιγράφεται παρακάτω.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα αναφέρεται στον υψηλό βαθμό εξειδίκευσης που ενέχουν ορισμένες από τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την κάλυψη βασικών αναγκών (γιατροί, καθηγητές κ.λπ.) και τα συνακόλουθα προβλήματα που δημιουργεί ο καθορισμός του μεγέθους της αμοιβής τους.

Πιστεύουμε ότι η λύση σ’ αυτού του είδους το πρόβλημα θα μπορούσε να βρεθεί στη βάση ενός διαχωρισμού του τμήματος εκείνου της συνολικής βασικής εργασίας που δεν απαιτεί ειδικευμένη εκπαίδευση, γνώση κ.λπ., από το τμήμα που την απαιτεί (οι υπεύθυνοι για το πλάνο θα μπορούσαν εύκολα να εκτιμήσουν τα σχετικά τμήματα). Τότε, όσον αφορά στο πρώτο τμήμα, όλη η καταβληθείσα εργασία θα πρέπει να θεωρείται ως «βασική» και οι πολίτες που προσφέρουν ανάλογες υπηρεσίες θα δικαιούνται μόνο ΒΔ (εκτός αν προσφέρουν επιπρόσθετη εργασία). Ο αριθμός των ωρών που θα πρέπει να δουλεύει σ’ αυτόν τον τύπο δραστηριότητας ο κάθε πολίτης θα καθορίζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πλάνου που έχει υιοθετηθεί από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση. Όσον αφορά, όμως, στο δεύτερο τμήμα, οι πολίτες που απασχολούνται με δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν ειδικευμένη εκπαίδευση ή γνώση θα μπορούσαν να απαιτήσουν και ΜΒΔ για κάθε ώρα «βασικής» εργασίας. Έτσι, ένας γιατρός, πέρα από τις ΒΔ, θα δικαιούται και έναν αριθμό ΜΒΔ (ο οποίος θα προσδιορίζεται με βάση το δείκτη επιθυμητότητας) για κάθε ώρα «βασικής» εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η δημιουργία του παράδοξου «γιατρός έναντι ζωγράφου», αφού ένας γιατρός, πέρα από τις ΒΔ, θα παίρνει αυτόματα και έναν αριθμό ΜΒΔ, ενώ ένας ζωγράφος –εφόσον η συνέλευση δεν θεωρήσει ότι η δουλειά του ικανοποιεί κάποια βασική ανάγκη– θα παίρνει μόνο ΒΔ, και τόσες ΜΒΔ όσες είναι ο αριθμός των ωρών που είναι διατεθειμένος να απασχολείται ως ζωγράφος. Από την άλλη μεριά, εάν η συνομοσπονδιακή συνέλευση θεωρήσει ότι η δουλειά ενός ζωγράφου καλύπτει μια βασική ανάγκη, τότε θα δικαιούται και εκείνος ΜΒΔ, ο αριθμός των οποίων θα καθορίζεται από το δείκτη επιθυμητότητας.

Βέβαια, η λύση που προτείνεται εδώ ενέχει μια συγκεκριμένη εγγενή προκατάληψη προς όφελος των δραστηριοτήτων που απαιτούν κάποια ειδίκευση, αλλά με δεδομένο ότι σε μια πολύπλοκη κοινωνία οι περισσότερες δραστηριότητες πράγματι ενέχουν διάφορους βαθμούς ειδικευμένης εκπαίδευσης και γνώσης, δεν πιστεύουμε ότι η προκατάληψη αυτή δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα - στο βαθμό βέβαια που ο δείκτης επιθυμητότητας αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τις προτιμήσεις του δήμου σχετικά με τους διάφορους τύπους εργασίας.

Οι στόχοι της παραγωγής και η τεχνολογία

 Όλοι οι χώροι εργασίας, είτε παράγουν βασικά είτε μη βασικά αγαθά και υπηρεσίες, βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο των συνελεύσεων των χώρων εργασίας, οι οποίες καθορίζουν τις εργασιακές συνθήκες, καθώς και τα συγκεκριμένα εργασιακά καθήκοντα με βάση τις προτιμήσεις των εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στους στόχους της παραγωγής, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των διαφόρων τύπων παραγωγής. 

Α. Βασικά αγαθά και υπηρεσίες

 Το συνολικό επίπεδο παραγωγής για τη συνομοσπονδία καθορίζεται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση με τη διαδικασία που περιγράφηκε παραπάνω. Τα συγκεκριμένα επίπεδα παραγωγής και η διάρθρωσή της για κάθε χώρο εργασίας, καθορίζεται από τις συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, στη βάση των στόχων που τίθενται από το συνομοσπονδιακό πλάνο και τις προτιμήσεις των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται από τη χρήση των διατακτικών για κάθε τύπο προϊόντος. Έτσι, οι παραγωγικές μονάδες μπορούν να διεκδικούν μερίδιο από τους διαθέσιμους (σύμφωνα με το συνομοσπονδιακό πλάνο) δημοτικούς πόρους για το δικό τους τύπο παραγωγής, το οποίο θα είναι ανάλογο με τις διατακτικές που προσφέρονται σ’ αυτές από τους πολίτες ως καταναλωτές.

Β. Μη βασικά αγαθά και υπηρεσίες

Οι παραγωγοί των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών θα προσαρμόζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα το επίπεδο και τη σύνθεση της παραγωγής τους με βάση τις διατακτικές που καταλήγουν σ’ αυτούς (δηλαδή τη ζήτηση), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι σχετικοί οικονομικοί πόροι είναι διαθέσιμοι. Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από το συνομοσπονδιακό πλάνο, θα πρέπει να υπάρχουν και δημοτικά πλάνα που να αφορούν την κατανομή των πόρων στον τομέα των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Kύριος στόχος των δημοτικών πλάνων θα είναι να παρέχουν στις συνελεύσεις των χώρων εργασίας ενδείξεις σχετικά με τη διαθεσιμότητα των πόρων, έτσι ώστε οι συνελεύσεις αυτές να μπορούν στη συνέχεια να καταστρώνουν τα δικά τους πλάνα παραγωγής έχοντας πλήρεις πληροφορίες, πράγμα που θα εξυπηρετούσε την αποφυγή σοβαρών ανισορροπιών μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης, καθώς και οικολογικών ανισορροπιών.

Έτσι, οι υπεύθυνοι για το δημοτικό πλάνο, με βάση τη ζήτηση στο παρελθόν για συγκεκριμένους τύπους μη βασικών αγαθών, τις προβλέψεις για το μέλλον, το στόχο της επίτευξης οικολογικής ισορροπίας αλλά και ισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης, θα μπορούσαν να κάνουν προτάσεις στη δημοτική συνέλευση για τους πιθανούς στόχους σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους, έτσι ώστε η συνέλευση να είναι σε θέση να πάρει μια ενημερωμένη απόφαση για τον καταμερισμό –σε γενικές γραμμές– των παραγωγικών πόρων μεταξύ διαφόρων τομέων. Εντούτοις, ο ενεργός καταμερισμός των πόρων μεταξύ των διαφόρων παραγωγικών μονάδων θα γίνεται στη βάση της ζήτησης για τα προϊόντα τους (η οποία εκφράζεται από τις ΜΒΔ που θα προσφέρονται σε κάθε μονάδα για το προϊόν της) και θα πραγματοποιείται άμεσα μεταξύ των μονάδων αυτών και όχι μέσω ενός κεντρικού γραφειοκρατικού μηχανισμού.

Γ. Ενδιάμεσα αγαθά 

Οι παραγωγοί των ενδιάμεσων αγαθών (εργαλεία κ.λπ.), τα οποία χρειάζονται για την παραγωγή άλλων βασικών και μη βασικών αγαθών, θα παράγουν μια σύνθεση προϊόντων που θα καθορίζεται «κατά παραγγελία». Έτσι, οι παραγωγικές μονάδες των τελικών αγαθών κάνουν παραγγελίες στους παραγωγούς των ενδιάμεσων αγαθών, με βάση τη ζήτηση για τα δικά τους προϊόντα, καθώς και τους στόχους του πλάνου. Επομένως, τα συνομοσπονδιακά και δημοτικά πλάνα θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης στόχους σχετικά με τα ενδιάμεσα αγαθά καθώς και αποφάσεις σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα της διαχρονικής κατανομής των πόρων (πόροι για δημοτικές επενδύσεις).

Δ. Τεχνολογία

Τέλος, ένα σημαντικό ζήτημα που ανακύπτει σε σχέση με την παραγωγή είναι το αν ένα νέο οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην οικονομική δημοκρατία προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την απόρριψη της σημερινής τεχνολογίας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η τεχνολογία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οργάνωση της κοινωνίας γενικά και την οργάνωση της παραγωγής ειδικότερα. Είναι επομένως φανερό ότι η αλλαγή στους στόχους του οικονομικού συστήματος, που θα επιφέρει η εισαγωγή της οικονομικής δημοκρατίας, θα ενσωματωθεί στις τεχνολογίες που θα υιοθετηθούν από τον δήμο και από τους χώρους εργασίας. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν αποκλείει την πιθανότητα ότι οι νέες τεχνολογίες μπορεί να έχουν κοινά σημεία με τη σημερινή τεχνολογία, με την προϋπόθεση ότι τα κοινά αυτά σημεία είναι συμβατά με τους κύριους στόχους μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας που θεμελιώνεται στο δήμο.

Σε μια δυναμική οικονομική δημοκρατία, οι επενδύσεις στις τεχνολογικές καινοτομίες, καθώς και στην έρευνα και την ανάπτυξη γενικότερα, θα πρέπει να συνιστούν σημαντικό τμήμα των διαβουλεύσεων των συνομοσπονδιοποιημένων δημοτικών συνελεύσεων. Οι συστάσεις των συνελεύσεων των χώρων εργασίας και αυτές των καταναλωτικών οργανώσεων θα πρέπει προφανώς να παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Η κατανομή του εισοδήματος

Η συνέπεια που θα έχει το προτεινόμενο σύστημα στην κατανομή του εισοδήματος είναι ότι θα προκύψει αναπόφευκτα ένας βαθμός ανισότητας από τον εισαγόμενο διαχωρισμό μεταξύ βασικής και μη βασικής εργασίας. Αλλά η ανισότητα αυτή θα είναι εντελώς διαφορετική από τη σημερινή ανισότητα εφόσον: 

  • θα είναι ελάχιστη σε κλίμακα, σε σύγκριση με τις σημερινές τεράστιες ανισότητες.

  • θα έχει αποκλειστική αιτία την επιπρόσθετη εθελοντική εργασία και όχι τον συσσωρευμένο ή κληρονομημένο πλούτο, όπως σήμερα και

  • δεν θα είναι άμεσα ή έμμεσα θεσμοποιημένη, αφού το επιπλέον εισόδημα / πλούτος δεν θα συνδέεται με επιπλέον πολιτική και οικονομική δύναμη και δεν θα μεταβιβάζεται σε κληρονόμους αλλά στο δήμο.

Η εισαγωγή, επομένως, αυτού του ελάχιστου βαθμού ανισότητας με κανένα τρόπο δεν αναιρεί την οικονομική δημοκρατία, η οποία έχει μια έννοια πολύ ευρύτερη που αναφέρεται στην ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης και όχι απλώς στην ισοκατανομή του εισοδήματος. Όπως τονίσαμε προηγουμένως, κάποια διαφοροποίηση στις αμοιβές είναι απαραίτητη όσον αφορά στη μη βασική παραγωγή, ώστε να αντισταθμιστεί η άνιση ικανοποίηση που προκύπτει από πολύ διαφορετικούς τύπους εργασίας.

Ανταλλαγές μεταξύ των δήμων

Η αυτοδυναμία συνεπάγεται όχι μόνο την οικονομική αλλά και τη φυσική αποκέντρωση της παραγωγής σε μικρότερες μονάδες, καθώς και μια κάθετη ενσωμάτωση των παραγωγικών σταδίων, την οποία η σύγχρονη παραγωγή (που αποβλέπει στην παγκόσμια αγορά) έχει καταστρέψει. Επομένως, η επιδίωξη της αυτοδυναμίας από κάθε δήμο θα συνεισφέρει σημαντικά στην εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση. Εντούτοις, δεδομένου ότι αυτοδυναμία δεν σημαίνει αυτάρκεια, παρά τη ριζική αποκέντρωση, ένας σημαντικός αριθμός αγαθών και υπηρεσιών θα πρέπει να «εισάγεται» από άλλους δήμους στη συνομοσπονδία. Εξάλλου, αναπόφευκτα θα δημιουργούνται και κάποια πλεονάσματα σε διάφορα είδη αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν για «εξαγωγή» σε άλλους δήμους. Έτσι, θα δημιουργηθεί μια σειρά «ανταλλαγών» που θ’ αναφέρονται τόσο στη βασική όσο και στη μη βασική παραγωγή.

Όσον αφορά στις ανταλλαγές των βασικών αγαθών και υπηρεσιών, γι’ αυτές θα φροντίζει το συνομοσπονδιακό σχέδιο. Παρ’ όλο που το μεγαλύτερο μέρος των βασικών αναγκών καλύπτεται στο δημοτικό επίπεδο, οι απαιτούμενοι πόροι για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών προέρχονται τόσο από τον τοπικό δήμο όσο και από άλλους δήμους. Ακόμη, η ικανοποίηση κάποιων βασικών αναγκών που εμπλέκουν περισσότερους από έναν δήμους (π.χ. μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια) θα συντονίζεται μέσω του συνομοσπονδιακού σχεδίου. Σε ό,τι αφορά επομένως τις ΒΔ, δεν θα πρέπει να υπάρχει κανένα πρόβλημα σε σχέση με την ανταλλαξιμότητά τους μεταξύ των δήμων.

Όσον αφορά στις ανταλλαγές των μη βασικών αγαθών οι περιφερειακές ή οι συνομοσπονδιακές συνελεύσεις θα πρέπει να καθορίσουν ένα σύστημα ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών, στη βάση κριτηρίων που θα λαμβάνουν υπόψη τους την άνιση γεωγραφική διασπορά των μη ανθρώπινων πόρων.

Τέλος, όσον αφορά στην ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών με άλλες συνομοσπονδίες (ή με χώρες στις οποίες θα ισχύει ακόμα ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς), αυτές θα μπορούσαν να ρυθμίζονται από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες.

Καταλήγοντας, θα πρέπει να έχει γίνει σαφές από την παραπάνω συζήτηση ότι ο διττός στόχος της ικανοποίησης των βασικών αναγκών και της εξασφάλισης της ελευθερίας επιλογής προϋποθέτει μια σύνθεση της συλλογικής με την ατομική διαδικασία λήψης αποφάσεων, παρόμοια με αυτή που προτείνεται εδώ, μέσα από ένα συνδυασμό του δημοκρατικού πλάνου και των διατακτικών. Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν φθάναμε κάποτε στο μυθικό εκείνο στάδιο όπου οι παραγωγικοί πόροι δεν σπανίζουν, θα εξακολουθούσαν να ανακύπτουν θέματα επιλογής σε σχέση με τα μέσα ικανοποίησης των αναγκών, την οικολογική συμβατότητα κ.λπ. Από την άποψη αυτή, η αναρχοκομουνιστική θέση που αναφέρεται σε μια κοινωνία επικαρπίας και δωρεάς, στο βαθμό που προϋποθέτει «αντικειμενική» υλική αφθονία, ανήκει και αυτή στη μυθολογία ενός κομουνιστικού παραδείσου. Και αυτός είναι ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο το σύστημα που προτείνεται εδώ προσφέρει ένα ρεαλιστικό μοντέλο για να κατακτήσουμε το βασίλειο της ελευθερίας, τώρα (δηλαδή σε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικοί πόροι εξακολουθούν να είναι σπάνιοι σε σχέση με τις ανάγκες), και όχι σε κάποια μυθική κοινωνία μετα-σπάνεως.

 

 

Επιστροφή