Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 17 (Άνοιξη/Καλοκαίρι 2008)


Το Δημογραφικό «Πρόβλημα» και το Ασφαλιστικό

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΓΙΝΟΓΛΟΥ

 

Η απάτη της πληθυσμιακής γήρανσης

 

Το κεντρικό ιδεολόγημα που πλασάρεται απ’ τους «ειδήμονες» του συστήματος είναι η περίφημη «πληθυσμιακή γήρανση». Κατά την άποψη των «ειδημόνων» η πληθυσμιακή γήρανση «αποτελεί βόμβα στα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος και κατά συνέπεια της οικονομίας» αφού η αναλογία εργαζομένων και συνταξιούχων αλλάζει σημαντικά, γέρνοντας την πλάστιγγα προς τη μεριά των συνταξιούχων. Γι’ αυτό και είναι άμεσα επιβεβλημένη η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ώστε να υπάρξει «ισορροπία». 

 

Όμως η πληθυσμιακή γήρανση μόνο πρόσκαιρα επιφέρει δυσαναλογία μεταξύ ενεργού πληθυσμού και συνταξιούχων. Οι συνταξιούχοι δε θα ζουν για πάντα. Έτσι η σταδιακή υπογεννητικότητα που ακολούθησε το «μπουμ» των γεννήσεων μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1922 έως και τις δεκαετίες 1930 και 1940, και δημιούργησε το «πρόβλημα» της πληθυσμιακής γήρανσης δεν αποτελεί ένα εσαεί πρόβλημα που θα τινάξει στον αέρα την ελληνική οικονομία, αλλά ένα προσωρινό φαινόμενο.

 

Αυτό όμως είναι η μια όψη του νομίσματος. Το σημαντικότερο είναι ότι για άλλη μια φορά, θα πληρώσουμε το μάρμαρο εμείς οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι κι οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Λες και για την υπογεννητικότητα ευθυνόμαστε εμείς. Δεν ευθύνεται η ακρίβεια κι πληθωρισμός που λειτουργούν ως ανασχετικός παράγοντας στις αποφάσεις των ζευγαριών για τεκνοποίηση, ούτε βέβαια το ότι οι εργοδότες αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να προσλάβουν παντρεμένες γυναίκες (για εγκύους φυσικά ούτε συζήτηση). Ούτε βέβαια για την οικονομική δυσπραγία των ασφαλιστικών ταμείων ευθύνεται η παρατεταμένη και χρόνια εργοδοτική εισφοροδιαφυγή, αλλά ούτε και το τζογάρισμα των αποθεματικών των ταμείων στο χρηματιστήριο…

 

Απομένει λοιπόν να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στους κυβερνήτες αυτής της χώρας και ν’ αφήσουμε τις μοίρες μας στα χέρια τους, μιας και όπως λένε νοιάζονται  τόσο πολύ για τους Έλληνες;

 

Ιδού όμως τα έργα των νεοδημοκρατών συνεχιστών των πασοκικών κυβερνήσεων που «νοιάζονται»: 

Και συγκεκριμένα για το ασφαλιστικό:

Φαίνεται λοιπόν, πως οι εθνικές  ανησυχίες για την υπογεννητικότητα και τη γήρανση, είναι στην πραγματικότητα γιαλαντζί σκοτούρες και μεταθέτουν τη λύση του «προβλήματος» στον τελευταίο τροχό της άμαξας. Πρόκειται για καραμπινάτη απάτη. Κι αυτό γιατί τα περί «βόμβας στα θεμέλια της οικονομίας» είναι σκέτη μωρολογία. Αλλά και γιατί η σύμπλευση των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με τις ντιρεκτίβες ―μέσω της Ε.Ε.― της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όχι μόνο δε συμβάλουν στην αύξηση των γεννήσεων, αλλά τείνουν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, αφού με την εργασιακή ανασφάλεια, τις περικοπές του κοινωνικού κράτους και τον πληθωρισμό μεγαλώνουν ακόμα περισσότερο οι αναστολές για τεκνοποίηση.

 

Τα περί «βόμβας» είναι άλλος ένας μύθος που αναπαράγει το σύστημα, αφού θεωρεί «φυσιολογικούς» τους  παράγοντες που μειώνουν τα δημόσια έσοδα, όπως η σημερινή μαζική αύξηση της ανεργίας και υπό-απασχόλησης που δημιουργεί ο νεοφιλελευθερισμός, είτε απ’ την άλλη αγνοεί παράγοντες που τα αυξάνουν, όπως οι οικονομικοί μετανάστες, η «μαύρη» εργασία  κ.λπ.  Ακόμη, οι «ειδήμονες» που επικαλούνται τον δημογραφικό παράγοντα δεν μας εξηγούν γιατί άραγε αυτός δεν λειτουργεί και στην περίπτωση ταυ κεφαλαιοποιητικού συστήματος που υποστηρίζουν; Μήπως γιατί στη περίπτωση αυτή θεωρούν δεδομένο ότι μόνον όσοι θα μπορούν να πληρώνουν τα υπέρογκα ασφάλιστρα των εταιρειών θα μπορούν ν’ απολαμβάνουν μια επαρκή σύνταξη, ενώ οι υπόλοιποι θα έχουν απλά μια ελάχιστη σύνταξη επιβίωσης;

 

Το ασφαλιστικό, η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης και η Ε.Ε.

 

Όμως οι κατά Καραμανλή «μεταρρυθμίσεις»(sic!) δεν έπεσαν σαν κεραυνός εν’ αιθρία. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, έπρεπε το κράτος πρόνοιας να τσακιστεί δραστικά σ’ όλες τις χώρες-μέλη της Ε.Ε. έτσι ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της σε σχέση με χώρες όπως οι  ΗΠΑ, η Κίνα κ.λπ., όπου το κράτος πρόνοιας είναι υποτυπώδες. Έτσι, το πολύ χαμηλό έμμεσο κόστος εργασίας (λόγω της χαμηλής φορολόγησης του κεφαλαίου και των υποτυπωδών εργοδοτικών εισφορών στις ανταγωνίστριες χώρες της Ε.Ε.), σε συνδυασμό με το οριακό άμεσο κόστος εργασίας που καθιερώνουν οι μισθοί επιβίωσης στα «οικονομικά θαύματα» της Κίνας, Ινδίας κ.λπ., έκανε επιτακτική την παραπέρα περικοπή του κράτους πρόνοιας για τις Ευρωπαϊκές ελίτ ώστε να μειωθεί αντίστοιχα το έμμεσο κόστος εργασίας στις χώρες της Ε.Ε. Η μετάθεση του κόστους συντήρησης του ασφαλιστικού συστήματος από την κοινωνία συνολικά, στους ίδιους τους εργαζόμενους, είναι βασικό μέσο γι’ αυτό το στόχο, ιδιαίτερα μάλιστα αν συνδυάζεται με την δημιουργία νέων ευκαιριών για το ιδιωτικό κεφάλαιο, μέσω της κεφαλαιοποίησης των εισφορών των εργαζομένων. Της διάθεσης δηλαδή των αποθεματικών(εφόσον υπάρχουν αυτά) των ασφαλιστικών ταμείων σε εταιρίες, ώστε να τα επενδύουν και να τα εκμεταλλεύονται κατά βούληση. Ένας άλλωστε από τους κυρίους στόχους που καθιερώνουν οι συντάξεις πείνας του νέου Νομού είναι να σπρώξει πολλούς απασχολουμένους των  μεσαίων στρωμάτων στον τομέα των υπηρεσιών (π.χ. τραπεζικοί υπάλληλοι, επαγγελματίες αυτοαπασχολούμενοι κ.λπ.) στην ιδιωτική ασφάλιση, αφήνοντας τελικά μονό τους άπορους στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης όπως ήδη γίνεται σε πολλές χώρες της Ε.Ε.

 

Επιπλέον, η έμμεση ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος  στην οποία καταφεύγουν διάφορες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής), όχι μόνο είναι αδύνατο να καλύψει τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών (ιδιαίτερα των άνεργων και των υποαπασχολούμενων) αλλά ούτε και αυτές των εργαζόμενων, εφόσον το επίπεδο της σύνταξης τους δεν θα καθορίζεται από το ποιες είναι οι βασικές ανάγκες τους, αλλά από το εισόδημα τους και τη δυνατότητα τους να πληρώνουν επαρκή ασφάλιστρα για να καλύπτουν και τα κέρδη των ασφαλιστικών εταιρειών. Κι αυτό, πέρα από το γεγονός ότι το ποσό της σύνταξης τους, σε τελική ανάλυση θα εξαρτάται από τις διακυμάνσεις των χρηματιστηρίων στα οποία οι εταιρείες επενδύουν τα ασφάλιστρά τους.

 

Είναι λοιπόν εφικτό ένα «δίκαιο» ασφαλιστικό σύστημα εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της νεοφιλελεύθερης έκφρασης του; Η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Κι αυτό, γιατί όπως προειπώθηκε, η καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλά η επιλογή αυτής ή της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά μονόδρομος, εφόσον στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, η ανταγωνιστικότητα είναι πράγματι το αποφασιστικό κριτήριο της επιτυχίας μιας οικονομίας με ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας, όπως αυτό που επιβάλλει η ένταξη μας στην ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο  είναι αδύνατη η συντήρηση του κράτους πρόνοιας (πόσο μάλλον η επέκταση του), οι καλύτερες συντάξεις και η αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων.

 

Το συνδικαλιστικό κίνημα και η μάχη ενάντια στο νόμο για το ασφαλιστικό

 

Ευτυχώς οι απόπειρες για να περάσει το πετσόκομμα του ασφαλιστικού δεν έμειναν αναπάντητες. Ήδη από το νόμο Γιαννίτση υπήρξαν μαζικά συλλαλητήρια κι έως και την μαζική απεργία και συλλαλητήρια της 19-03-2008, οι εργαζόμενοι έδειξαν την αντίθεση τους και την αγωνία για το μέλλον που τους επιφυλάσσουν οι  «μεταρρυθμίσεις». Μάλιστα κάποιοι κλάδοι (ΔΕΗ, Τράπεζα της Ελλάδος, λιμάνια, δήμοι), έδειξαν ότι ξέρουν ακόμα να χρησιμοποιούν το οικονομικό όπλο της απεργίας προχωρώντας σε πολυήμερες απεργίες. Όμως όπως έδειξε κι η απεργοσπαστική στάση των συμβασιούχων στην καθαριότητα (επειδή ικανοποιήθηκαν κάποια αιτήματα τους), αλλά και οι συνηθισμένες εκτονωτικές 24ωρες και στάσεις εργασίας που αποφάσιζαν τα γραφειοκρατικά κεντρικά όργανα των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, φάνηκε και πάλι ότι οι κομματικοί μηχανισμοί ελέγχουν σημαντικά τα συνδικάτα. Κι όπως πάντα, μαζί με τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς μπήκε σε λειτουργία και το υπόλοιπο μέρος της συνταγής: τα ΜΜΕ μονολογούσαν για τις επιπτώσεις απ’ τα στοιβαγμένα σκουπίδια, έδειχναν αγανακτισμένους πολίτες με τις διακοπές ρεύματος (άραγε δεν αγανακτούν που δε θα πάρουν ποτέ σύνταξη;) κι η δαμόκλειος σπάθη της κήρυξης των απεργιών ως «παράνομες και καταχρηστικές» να κρέμεται διαρκώς. Το «δημόσιο συμφέρον» ταυτίστηκε για άλλη μια φορά με τα συμφέροντα των ελίτ και οποίος στρεφόταν εναντίον τους καταδικαζόταν από τα πληρωμένα τηλεδικεία και τους κομισάριους δημοσιογράφους του συστήματος, ότι δήθεν στρεφόταν κατά του κοινωνικού συνόλου!

 

Εκτός από τα κυβερνητικά νομοσχέδια λοιπόν εμείς οι εργαζόμενοι πρέπει να αντιπαλέψουμε και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία που εκτός από παράρτημα των κομμάτων εξουσίας, αποτελεί και τροχοπέδη στο ξεδίπλωμα των αγώνων των εργαζομένων. Μ’ άλλα λόγια εμείς οι εργαζόμενοι, άνεργοι και υποαπασχολούμενοι πρέπει να (ξανα)χτίσουμε τις δικές μας οργανώσεις, αρχικά σε πρωτοβάθμιο επίπεδο και στη συνέχεια σε ομοσπονδίες, τα όργανα των οποίων θα είναι άμεσα ανακλητοί εντολοδόχοι κι όχι επαγγελματίες συνδικαλιστές όπως σήμερα, ώστε να είμαστε οι αποκλειστικοί κύριοι των κινητοποιήσεων μας. Μόνο ένα αμεσοδημοκρατικό κίνημα εργαζομένων οργανωμένο «από τα κάτω» θα μπορούσε να πιέσει αποτελεσματικά το σύστημα και να εκφράσει πραγματικά τα συμφέροντα των εργαζομένων. Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να κερδίσουμε, αφού οι αποφάσεις που θα λαμβάνονται στις πρόσωπο με πρόσωπο συνελεύσεις θα εκφράζουν τη βούληση και τα συμφέροντα μας. Επιπλέον:

Ο αγώνας για μια μελλοντική δημοκρατική κοινωνία

 

Όμως ο αμεσοδημοκρατικός τρόπος οργάνωσης τον εργαζομένων δεν αρκεί αν δε συνοδεύεται εκτός από τους άμεσους βραχυπρόθεσμους στόχους κι από μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους. Έτσι, εκτός από την εναντίωση στο νόμο για την (αντί)ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» (που θα πρέπει να συνοδεύεται κι απ’ τον αγώνα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και του βασικού της οργάνου στον Ευρωπαϊκό χώρο –την Ε.Ε., καθώς και εναντία στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς που οδήγησε σε αυτήν), θα πρέπει να παλεύουμε και για τη δημιουργία αυτοδιαχειριζόμενων δημοτικών επιχειρήσεων.

 

Στόχος των επιχειρήσεων αυτών θα είναι η σταδιακή μετατόπιση οικονομικών πόρων και τομέων υπηρεσιών από την οικονομία της αγοράς σε μια νέα οικονομία που θα ελέγχεται άμεσα από την κοινωνία, ώστε τελικά να επιτευχθεί η κατάργηση της οικονομίας της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από την «από τα κάτω» αμεσοδημοκρατική οργάνωση των εργαζομένων, θα πρέπει αντίστοιχα να δημιουργήσουμε και αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις σε γειτονιές (ή και σε επίπεδο Δήμου αν είναι δυνατό) που θα διεκδικούν την εξουσία σε μια περιοχή και που θα παλεύουν για δημιουργία δημοτικών επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις αυτές βέβαια θα είναι υπό την εξουσία των δημοτικών συνελεύσεων στις οποίες συμμετέχουν όλοι οι πολίτες και φυσικά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που επίσης αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σώματος των πολιτών (βλ. και Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχη 2 και 3), ενώ οι καθημερινές αποφάσεις θα παίρνονται από τους ιδίους τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις που θα αυτοδιαχειρίζονται.

 

Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να υπάρξει μέριμνα για τη δημιουργία μιας υπηρεσίας Δημοτικού ασφαλιστικού συστήματος και οι συντάξεις θα μπορούσαν να καταβάλλονται υπό τη μορφή Βασικών Διατακτικών και Μη Βασικών Διατακτικών, που θα μπορούσαν να πάρουν τη μορφή ειδικών πιστωτικών καρτών οπού  κάθε συνταξιούχος θα πιστώνεται κατάλληλα ώστε να  μπορούν όλοι  οι συνταξιούχοι ισότιμα να καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες (σίτιση, στέγαση, υπηρεσίες υγείας κ.λπ.). Αντίστοιχα, θα μπορούσε να υπάρξει μέριμνα και για την προμήθεια Μη Βασικών Διατακτικών για όλους τους συνταξιούχους ώστε να μπορούν να καλύπτουν και τις μη βασικές τους ανάγκες. Έτσι, μια νέα πολιτική και οικονομική δημοκρατία θα έπαιρνε τη θέση της σημερινής ψεκτό-δημοκρατίας, εξασφαλίζοντας την ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών.