Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 15, Γενάρης-Μάρτης 2007


 

Οι Μύθοι για την Οικολογική Κρίση. Υπάρχει Λύση;

 

printable version

 

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΑΡΑΠΟΓΛΟΥ

 

 

1. Γενικά

 

Οι σημαντικές συνέπειες γενικά της οικολογικής κρίσης και ειδικότερα του φαινομένου του θερμοκηπίου αρχίζουν και γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς μέσω της αποσταθεροποίησης του παγκόσμιου κλίματος (ξηρασίες, αύξηση της θερμοκρασίας, καταστροφικές πλημμύρες, μείωση των αποθεμάτων πόσιμου νερού κ.λπ.). Μάλιστα, τα περιβαλλοντικά θέματα αποτελούν πλέον πρώτη είδηση στα ΜΜΕ, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, οπότε και απασχολούσαν αποκλειστικά μικρές ευαισθητοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Ίσως για πρώτη φορά υπάρχει η γενικευμένη αντίληψη στην κοινωνία ότι απαιτούνται άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στο παρόν κείμενο, γίνεται μια απόπειρα συνοπτικής παρουσίασης των λύσεων που προτείνονται από διάφορα τμήματα του πολιτικού φάσματος καθώς και τους βασικότερους περιορισμούς της κάθε πρότασης.

 

Όσον αφορά τα αίτια που δημιούργησαν την εκτεταμένη διαταραχή στο οικοσύστημα, προβάλλεται συχνά η άποψη ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα και ο άνθρωπος γενικά είναι υπεύθυνοι για την οικολογική καταστροφή που συντελείται και η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση τουλάχιστον κατά 2 βαθμούς Κελσίου (ή κατά 4 βαθμούς σύμφωνα με ένα πιο απαισιόδοξο σενάριο) της μέσης θερμοκρασίας της Γης μέσα στον αιώνα που διανύουμε. Ωστόσο, μολονότι ο άνθρωπος κατοικεί στη Γη εδώ και χιλιάδες χρόνια, μόνο τους τελευταίους αιώνες που ακολούθησαν της Βιομηχανικής Επανάστασης παρατηρείται σημαντική συσσώρευση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ο βασικός παράγοντας για την πρόκληση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αιτία της κρίσης είναι ο βιομηχανικός πολιτισμός, όπως ισχυρίζονται διάφορα ρεύματα της οικολογίας (π.χ. βαθείς οικολόγοι) και περιβαλλοντιστές, αλλά ο συγκεκριμένος βιομηχανικός πολιτισμός που συνδέθηκε με το σύστημα της οικονομίας της αγοράς το οποίο καθιερώθηκε την ίδια εποχή.

 

Άλλη μια δημοφιλής αντίληψη σε σχέση με το οικολογικό πρόβλημα είναι ότι όλοι μας έχουμε ίσο μερίδιο στη δημιουργία της κρίσης, ενώ οι συνέπειες του φαινομένου του θερμοκηπίου πλήττουν όλους το ίδιο, ανεξαρτήτως οικονομικής τάξης και χώρας προέλευσης. Στην πραγματικότητα βέβαια, όπως μαρτυρούν οι πρόσφατες εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας[1], το φτωχότερο 37% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται για το 7% των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, ενώ το 15% του πληθυσμού που διαμένει στις αναπτυγμένες χώρες, παράγει περίπου το 50% των εκπομπών αυτών, γεγονός αναμενόμενο δεδομένου ότι η κατανάλωση ενέργειας ανά άτομο είναι δεκαπλάσια στις πλούσιες χώρες σε σχέση με τις λιγότερο προνομιούχες. Παράλληλα, τα κυρίως θύματα της οικολογικής κρίσης εντοπίζονται στις φτωχότερες χώρες (βλ. Αφρική και Νοτιοανατολική Ασία) και στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα μέσα στις δυτικές κοινωνίες (βλ. περίπτωση Νέας Ορλεάνης στις ΗΠΑ).

 

Τα παραπάνω δείχνουν ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της οικολογικής κρίσης και της οικονομίας της ανάπτυξης που έχει επικρατήσει μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση και εκφράζει το στόχο για μεγιστοποίηση της οικονομικής αποδοτικότητας τόσο στην καπιταλιστική όσο και στη σοσιαλιστική εκδοχή της. Άλλωστε, η καταστροφή του περιβάλλοντος που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οφείλεται στο σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως αυτός υπαγορεύεται από τους κυρίαρχους σε όλο τον κόσμο σήμερα μηχανισμούς της αγοράς.

 

2. Η σχέση μεταξύ κλιματικής μεταβολής και φαινομένου του θερμοκηπίου

 

Πριν από μερικά χρόνια είχε αναπτυχθεί (με τη βοήθεια μεγάλων πετρέλαιο-βιομηχανιών και φυσικά της Αμερικανικής κυβέρνησης που δεν υπέγραψε ποτέ ούτε τη συνθήκη Κιότο για τη λήψη μέτρων κατά της καταστροφικής κλιματικής μεταβολής) ένα πανίσχυρο λόμπι επιστημονικών «πορισμάτων» που αμφισβητούσε τη σχέση κλιματικής μεταβολής και φαινομένου του θερμοκηπίου. Σήμερα, βέβαια, που χιλιάδες από τους σημαντικότερους ειδικούς  επιστήμονες από ολόκληρο τον κόσμο υπέγραψαν τις τρεις Εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Μεταβολή (η οποία συστήθηκε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ), κανένας δεν ασχολείται κανένας με αυτά τα «πορίσματα», ενώ για τα αντίστοιχα συμπεράσματα των Εκθέσεων συναινούν οι επιστήμονες όλων των σχετικών κλάδων. Φυσικά, σε καθυστερημένες επιστημονικά χώρες σαν την Ελλάδα, όπου όλες οι επιστημονικές εξελίξεις φθάνουν καθυστερημένα, υπάρχουν ακόμη «περιβαλλοντολόγοι», οι οποίοι  ισχυρίζονται ότι η άνοδος της θερμοκρασίας «δεν έχει αποδειχτεί» ότι οφείλεται στην αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα! Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι κάτι τέτοιο έχει δειχτεί μόνο σε πειραματικό μικροεπίπεδο (δηλαδή σε ελεγχόμενες συνθήκες εργαστηρίου), ενώ σε πλανητική κλίμακα είναι εντελώς αυθαίρετο το ανάλογο συμπέρασμα εφόσον απότομες αυξομειώσεις συνέβαιναν πάντα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και, μάλιστα, μεγαλύτερες των  ± 2-3 βαθμών.

 

Εδώ, όμως, θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε σε σχετικό απόσπασμα άρθρου στο περιοδικό Δημοκρατία και Φύση όπου αναφέρεται στους κοινούς στόχους και δεσμούς μεταξύ, από τη μια μεριά, αυτών που ελέγχουν τη βιομηχανία στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και, από την άλλη, αυτών που ελέγχουν την επιστημονική έρευνα, με παράδειγμα το «αποτέλεσμα του θερμοκηπίου»:[2]

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το κρίσιμο πρόβλημα του «αποτελέσματος του θερμοκηπίου» και τις προσπάθειες της βιομηχανίας φυσικών καυσίμων να υποσκάψει τις διαπραγματεύσεις για μια κλιματική συνθήκη που θα εμπόδιζε την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας. Όπως αναφέρει η Stephanie Pain, (μια από τις διευθύντριες του περιοδικού New Scientist που δεν φημίζεται για την πολιτική ριζοσπαστικότητά της), οι ειδικοί επιστήμονες για πολλά χρόνια είχαν προσπαθήσει να συσχετίσουν την κλιματική μεταβολή με την καύση των φυσικών καυσίμων (πετρέλαιο, άνθρακας, φυσικό αέριο). Τελικά, το 1995, περισσότεροι από 2.500 κλιματολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πλανήτης έχει οριστικά αρχίσει να υφίσταται τις συνέπειες μιας γενικής ανόδου της θερμοκρασίας, ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων, δηλ. της καύσης φυσικών καυσίμων και της συνακόλουθης δημιουργίας εκπομπών θερμοκηπίου οι οποίες είναι υπεύθυνες για την πλανητική άνοδο της θερμοκρασίας. Παρόλα αυτά, μια ισχυρή ομάδα πίεσης από τις ενεργειακές βιομηχανίες, με τη βοήθεια μιας χούφτας επιστημόνων, έκανε λυσσώδη αγώνα για να αποτρέψει τη συναγωγή του παραπάνω συμπεράσματος με το επιχείρημα ότι η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας είναι ένας μύθος που στοχεύει να εκφοβίσει τις κυβερνήσεις και να τις ωθήσει στην παραχώρηση σημαντικών ερευνητικών κονδυλίων για τη σχετική έρευνα. Οι επιστήμονες αυτοί «κατάφεραν να κωλυσιεργήσουν τις διαπραγματεύσεις και συνέβαλαν αποφασιστικά ώστε οι ενεργειακές βιομηχανίες να κερδίσουν αναστολή για μια περίπου δεκαετία»[3]. Και αυτό, τη στιγμή που υπολογίζεται ότι για κάθε χρόνο αυτής της αναστολής, άλλα 6 δισ. τόνοι διοξειδίου του άνθρακα θα εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας της Γης. Περιττό να προστεθεί ότι «ένα δίκτυο διαπλεκομένων συμφερόντων υπάρχει μεταξύ ερευνητών στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, κυβερνήσεων (Κουβέιτ) και ομάδων πίεσης από τις ενεργειακές και ενεργοβόρες βιομηχανίες (μεταξύ των μελών τους είναι οι Shell, Exxon, Texaco, η British Coal και η Ford) [4]

 

3. Η Τεχνοκρατική Λύση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας

 

Οι λύσεις που προτείνονται για την υπέρβαση της κρίσης από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλφιλελεύθερους και πολλούς περιβαλλοντολόγους, βασίζονται σε μια τεχνοκρατική προσέγγιση του θέματος, θεωρώντας ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας και η παράλληλη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) θα λειτουργήσει ως πανάκεια και ότι, έστω και την ύστατη στιγμή, θα αποτραπεί η γενικευμένη απειλή αφανισμού του ανθρωπίνου είδος. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια απόπειρα «Πρασινίσματος» του καπιταλισμού. Παρόμοιες «λύσεις» προτείνει και η τρίτη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής που μόλις δημοσιεύθηκε και εκφράζει τη συνισταμένη των απόψεων όλων των παραπάνω για τη δήθεν διέξοδο από την κρίση.

 

Από την άλλη πλευρά, πρόσφατες μελέτες αμφισβητούν τη δυνατότητα των εναλλακτικών πηγών ενέργειας να καλύψουν την παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας, ιδιαίτερα αν θεωρηθούν δεδομένοι οι σημερινοί ρυθμοί ανάπτυξης στα πλαίσια του συστήματος της οικονομίας ανάπτυξης.[5] Ας δούμε όμως μερικά από τα προβλήματα που συνοδεύουν τη χρήση των ΑΠΕ.

 

Καταρχήν, ως προς τις δυνατότητες της αιολικής ενέργειας, τίθεται ολοένα και πιο συχνά το θέμα της μεταβλητότητας του ανέμου κατά τη διάρκεια του έτους, δηλαδή το γεγονός ότι για ορισμένα διαστήματα πνέουν ισχυροί άνεμοι ενώ τον υπόλοιπο χρόνο η ένταση των ανέμων είναι μικρή ή αμελητέα. Έτσι, στη Γερμανία, που είναι η χώρα με τις περισσότερες ανεμογεννήτριες παγκοσμίως, αλλά και στη Δανία, έχει διαφανεί το σημαντικό πρόβλημα της ενσωμάτωσης της αιολικής ενέργειας στο ηλεκτρικό δίκτυο καθώς αυτή καλύπτει μόλις το 5% της ζήτησης[6] Καίτοι μια ανεμογεννήτρια τοποθετημένη σε μια ευνοϊκή τοποθεσία μπορεί να αγγίξει για μεγάλα χρονικά διαστήματα το 33% της μέγιστης παραγωγής της, η επίδοση αυτή δεν αντανακλά τη μέση ετήσια απόδοση του συστήματος που, στην πράξη, μεταφράζεται περίπου σε 17% της μέγιστης δυνατής παραγωγής, ενώ για ορισμένους μήνες το χρόνο, η απόδοση αυτή πέφτει μόλις στο 5%. Παρόμοια συμπεράσματα έχουν παρατηρηθεί σε πλήθος χωρών που επενδύουν σε αιολική ενέργεια.

 

Ένα πρόσθετο μειονέκτημα της αιολικής ενέργειας αλλά και των υπόλοιπων τεχνολογιών ΑΠΕ είναι η αδυναμία αποθήκευσης της ενέργειας που παράγουν. Κατά συνέπεια, κατά τα χρονικά διαστήματα που επικρατεί άπνοια θεωρείται απαραίτητο να υπάρχει διαθέσιμος ένας εναλλακτικός τρόπος παραγωγής ενέργειας υπό μορφή εφεδρείας. Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και τα φωτοβολταϊκά συστήματα παραγωγής ηλεκτρισμού, τα οποία, αν δεν υπάρχει δυνατότητα για μαζική αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, σε περιόδους ισχνής ηλιοφάνειας δεν μπορούν παρά να λειτουργήσουν ως συμπληρωματικά προς τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής ενέργειας.

 

Σκεπτικισμός υπάρχει και για το κατά πόσο μπορεί να αποδώσει καρπούς η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με εκμετάλλευση της θερμότητας του ήλιου. Η ιδέα αυτή βασίζεται στη χρήση ηλιακών εγκαταστάσεων στην έρημο της Σαχάρας και στη μεταφορά της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Εκτός από τις τεράστιες απώλειες που προκύπτουν κατά τη μεταφορά ενέργειας, μειωμένη είναι η ικανότητα παραγωγής ενέργειας κατά την περίοδο του χειμώνα, όταν, ακόμα και σε ευνοϊκές τοποθεσίες, η παραγωγή πέφτει στο 20% από την αντίστοιχη κατά την καλοκαιρινή περίοδο.

 

Συμπερασματικά, οι μελέτες δείχνουν ότι οι τεχνολογίες ΑΠΕ μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να συνεισφέρουν γύρω στο 25% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό θα συνεχίζει να καλύπτεται μέσω των παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής από λιθάνθρακα ή από πυρηνική ενέργεια, ενώ όπως προκύπτει από τις αναφορές της IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change), για να διατηρηθούν οι εκπομπές διοξειδίου σε ασφαλή επίπεδα, το ανεκτό επίπεδο παραγωγής ηλεκτρισμού μέσω των παραδοσιακών μεθόδων πρέπει να μειωθεί περίπου στο 3% της σημερινής παραγωγής στα αναπτυγμένα κράτη!  

 

Μικρές είναι και οι προοπτικές αντικατάστασης των παραδοσιακών υγρών καυσίμων από ΑΠΕ για την κάλυψη της ενεργειακής ζήτησης. Το μεγαλύτερο μέρος ανανεώσιμων υγρών καυσίμων μπορεί να προέλθει από τη μετατροπή ξυλώδους βιομάζας σε αιθανόλη. Η κυρίαρχη άποψη μεταξύ ερευνητών είναι ότι η μελλοντική παραγωγή αιθανόλης μπορεί να φθάσει να προσφέρει 7 GJ (δισεκατομμύρια Τζάουλ, μονάδα ενέργειας) από κάθε τόνο βιομάζας[7]. Δεδομένου ότι η ετήσια κατανάλωση υγρών καυσίμων σε πλούσιες χώρες όπως η Αυστραλία αγγίζει περίπου τα 128 GJ, προκύπτει ότι κάθε άτομο πρέπει να καλλιεργεί περίπου 26 στρέμματα γης προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση των 16.3 τόνων βιομάζας ανά έτος. Συνεπώς, με απλούς υπολογισμούς προκύπτει ότι μέχρι το 2060, οπότε και ο συνολικός πληθυσμός της Γης αναμένεται να έχει ανέλθει στα 9 δισεκατομμύρια, οι απαιτούμενες φυτείες για την καλλιέργεια βιομάζας θα πρέπει να είναι συνολικά 234 δισ. στρέμματα. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι τα καλλιεργήσιμα εδάφη του πλανήτη είναι 130 δισ. στρέμματα, με τις δασώδεις εκτάσεις να προσθέτουν άλλα 80 δισ. στρέμματα.

 

4. Οι Προτάσεις της Ρεφορμιστικής Αριστεράς και Οικολογίας για Βιώσιμη Ανάπτυξη

 

Κατά την εξέταση των διάφορων τεχνοκρατικών λύσεων της προηγούμενης ενότητας, θεωρήθηκαν δεδομένοι οι υφιστάμενοι ρυθμοί ανάπτυξης καθώς και ο βαθμός κατανάλωσης που συντελείται σήμερα στα αναπτυγμένα κράτη. Ωστόσο, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι αν μεγαλύτερα ποσοστά του παγκόσμιου πληθυσμού υιοθετούσαν το σημερινό τρόπο ζωής του μέσου δυτικού πολίτη (που είναι και η βασική επιδίωξη των ανθρώπων στα αναπτυσσόμενα κράτη), οι διαθέσιμοι πόροι του πλανήτη θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσιοι των πραγματικών.

 

Το αδιέξοδο αυτό οδήγησε τμήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς να προτείνουν διάφορους τρόπους αναχαίτισης της αναπτυξιακής δυναμικής του καπιταλισμού μέσω μεταρρυθμίσεων εντός του συστήματος, με στόχο το μετασχηματισμό του σε ένα σύστημα που είναι περισσότερο φιλικό προς το περιβάλλον, χωρίς να θεωρούν απαραίτητη την εκ βάθρων ανατροπή του. Οι προτάσεις των οικολόγων περιλαμβάνουν:

  • Τη μείωση της παραγωγής αγαθών στα επίπεδα που επικρατούσαν τη δεκαετία του 60' και του 70'.

  • Τη δραστική αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων.

  • Τη μείωση της εντατικοποιημένης γεωργίας και κτηνοτροφίας βιομηχανικού τύπου και την αντικατάστασή τους από γεωργικές και κτηνοτροφικές μονάδες μικρής κλίμακας.

  • Τη βαριά φορολόγηση των μεταφορών μέσω Ι.Χ. αυτοκινήτων και των αεροπορικών πτήσεων.

  • Τη διακοπή της μετακίνησης αγαθών σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ ηπείρων, χωρών κ.λπ.

Επομένως, η διαφαινόμενη αδυναμία της τεχνολογίας να αναστρέψει την οικολογική κρίση, έχει οδηγήσει πολλούς στην ιδέα του περιορισμού του μηχανισμού της ανάπτυξης, ιδιαίτερα για χώρες με τεράστιο πληθυσμό και συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς ανάπτυξης, όπως η Κίνα και η Ινδία. Άλλωστε, η αδιαφορία προς το περιβάλλον την οποία επιδεικνύουν χώρες με παρόμοια χαρακτηριστικά έναντι του στόχου για διαρκή αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης αντιμετωπίζονται ιδιαίτερα επικριτικά από τον ήδη αναπτυγμένο κόσμο. Αποτέλεσμα είναι η Κίνα και η Ινδία να θεωρούνται η σημαντικότερη μελλοντική απειλή για τους παγκόσμιους ενεργειακούς πόρους. Εντούτοις, το να υποδεικνύει κανείς σε εκατομμύρια ανθρώπους που βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης ότι πρέπει να μειώσουν το ρυθμό ανάπτυξής τους είναι το λιγότερο προκλητικό. Πόσο μάλλον, όταν το συγκεκριμένο αίτημα προέρχεται από τις αναπτυγμένες χώρες, η ευημερία των οποίων θεμελιώθηκε σε βάρος της Φύσης και οδήγησε τελικά στο σημερινό οικολογικό αδιέξοδο. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης των υπόψη χωρών τροφοδοτείται από τη δραστηριότητα πολυεθνικών επιχειρήσεων με έδρα τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, που εκμεταλλεύονται τα φθηνά οικονομικά χέρια που αυτές προσφέρουν. Συνεπώς, η συνεχής ανάπτυξη, ακόμη και αν οι οικολογικές συνέπειες είναι καταστροφικές, είναι αναπόφευκτη καθώς υπαγορεύεται από την ίδια δυναμική της αγοράς.

 

Όσον αφορά την αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες που ευαγγελίζεται η ρεφορμιστική Αριστερά, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι σύγχρονες κοινωνίες της μαζικής κατανάλωσης εξαρτώνται πλήρως από τη διαρκή ανάπτυξη, δεδομένου ότι, εκτός από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, η κατανάλωση τροφοδοτείται και από τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι προσδοκούν ότι κάποια στιγμή θα καταφέρουν να ζήσουν την πολυτελή ζωή που ονειρεύονται. 

 

Κατά συνέπεια, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για τους οποίους είναι ανέφικτη η αναχαίτιση της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς μέσω αλλαγών στο σύγχρονο τρόπο ζωής:

  • Τα σύγχρονα πρότυπα ζωής που υπαγορεύουν τη διαρκή μετακίνηση και κινητικότητα αγαθών και ανθρώπων.

  • Οι φρενήρεις ρυθμοί της καθημερινότητας

  • Ο βομβαρδισμός των πολιτών από τη βιομηχανία της διαφήμισης, στην προσπάθειά της να δημιουργήσει περισσότερες αλλά και νέες ανάγκες ώστε να επεκτείνεται η παραγωγή και το εισόδημα εκείνων που τις ελέγχουν.

Εκτός όμως από ανέφικτες, οι προτάσεις για μειωμένη ανάπτυξη είναι και ανεπιθύμητες, αφού οι περισσότερες από αυτές θα καταλήξουν να πλήξουν τα στρώματα χαμηλού εισοδήματος. Ενδεικτικά, η μείωση της παραγωγής θα επιφέρει μεγαλύτερη ανεργία και φτώχια στις αδύναμες κοινωνικές ομάδες, ο περιορισμός των μετακινήσεων συνεπάγεται ότι τα Ι.Χ. αυτοκίνητα και οι αεροπορικές πτήσεις θα μετατραπούν ξανά σε είδη πολυτελείας, ενώ οι μικρής κλίμακας αγροκαλλιέργειες θα εκτοξεύσουν το κόστος των τροφίμων.

 

5. Οι Εναλλακτικές Προτάσεις Κοινωνικής Οργάνωσης

 

Πέρα από τις προτάσεις των οικολόγων της ρεφορμιστικής Αριστεράς (τύπου Συνασπισμού), οι οποίες με βάση την προηγούμενη συζήτηση δείχνουν να είναι ανέφικτες στα πλαίσια της σημερινής οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας καθώς αντίκεινται στις βασικές αρχές της, υπάρχουν και ορισμένες σοσιαλιστικές και Πράσινες προσεγγίσεις που βλέπουν την έξοδο από την οικολογική κρίση υπό το πρίσμα μιας διαφορετικής κοινωνικής οργάνωσης. Οι προτάσεις τους μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες:

 

Ι. Από τη μία πλευρά, η συγκεντρωτική προσέγγιση των οικοσοσιαλιστών, οι οποίοι προτείνουν την υιοθέτηση οικονομιών που βασίζονται στον κεντρικό σχεδιασμό και το Πλάνο για την κατανομή των διαθέσιμων πόρων στην κοινωνία (για παράδειγμα, το σύστημα Parecon του Albert[8]), σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου η κατανομή των πόρων γίνεται του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Η ανάλυση τους αποτελεί μια σύνθεση των μαρξιστικών θέσεων για τις σχέσεις παραγωγής και ορισμένων οικολογικών ιδεών, χωρίς να απορρίπτεται συνολικά ο στόχος της οικονομικής ανάπτυξης της σημερινής καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, έστω και αν προτείνεται μια ηπιότερη εκδοχή της. Καθώς η ανάλυση που πραγματοποιούμε στο παρόν κείμενο επιχειρεί να καταδείξει ότι γενεσιουργός αιτία της οικολογικής κρίσης (και όχι μόνο) είναι η ευρύτερη ιδεολογία και ο στόχος της ανάπτυξης (βλ. παρακάτω), θεωρούμε ότι παρόμοιες συγκεντρωτικές προτάσεις, δεν οδηγούν σε λύση της οικολογικής κρίσης, αφού μια τέτοια λύση προϋποθέτει την επανενσωμάτωση της Κοινωνίας με τη Φύση —πράγμα αδύνατο σε μια συγκεντρωτική οικονομία που θεσμοποιεί το χωρισμό της Κοινωνίας από τη Φύση.

 

ΙΙ. Από την άλλη πλευρά, τα ριζοσπαστικά Πράσινα ρεύματα και η οικοδημοκρατική Αριστερά βλέπουν τη διέξοδο από την οικολογική κρίση μέσω μιας ριζικά αποκεντρωμένης οικολογικής κοινωνίας. Η ανάλυση συνήθως σχετίζεται με τη δημιουργία μικρότερων αποκεντρωμένων κοινοτήτων (υπό τη μορφή οικο-χωριών ή οικο-πόλεων), όπως είναι τα κινήματα του Απλούστερου Τρόπου (Simpler Way) που αναπτύχθηκε από τον Ted Trainer[9] ή της Απο-ανάπτυξης (De-growth) που προτείνεται από τον Serge Latouche[10]. Αμφότερα τα κινήματα αυτά (καθώς και άλλα παρόμοια), χαρακτηρίζονται από μικρές αυτάρκεις τοπικές οικονομίες που δεν έχουν ως κίνητρό τους το κέρδος και δεν ελέγχονται από τις δυνάμεις της αγοράς αλλά,  αντίθετα, στηρίζονται σε ένα συμμετοχικό σύστημα υπό στενό κοινωνικό έλεγχο. Μάλιστα, οι νέες εκδοχές των οικοδημοκρατικών προτάσεων δεν συνεπάγονται αποκομμένες κοινοτήτες έξω από το κυρίως σώμα της κοινωνίας, αλλά οραματίζονται τη δημιουργία «αστικών χωριών» που υλοποιούνται μέσα στην κοινωνία και χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό αποκέντρωσης. Βασικός τους στόχος είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας που να μη βασίζεται στην ανάπτυξη. 

 

Ωστόσο, τα κινήματα αυτού του είδους δεν είναι καθολικά, δηλαδή δεν αποσκοπούν στην πλήρη ανατροπή της οικονομίας της αγοράς, ενώ θεωρούν δεδομένο το πολιτικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πόσο συμβατή είναι όμως μια κοινωνική οργάνωση που δεν στοχεύει στην ανάπτυξη με το σημερινό σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς; Ακόμα και αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι η ίδια η δυναμική της οικονομίας της αγοράς θα καταστούσε μη βιώσιμη οποιαδήποτε επιχείρηση χαμηλής αποδοτικότητας, στην πράξη, το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, με συνέπειες που θα ξεπερνούσαν ακόμα και το Οικονομικό Κραχ της προπολεμικής περιόδου.

 

6. Η Προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας

 

Σύμφωνα με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), η οικολογική κρίση αποτελεί μέρος της γενικευμένης πολυδιάστατης κρίσης (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, οικολογική και πολιτισμική) της εποχής μας. Βασικό αίτιο της κρίσης είναι η συγκέντρωση εξουσίας και δύναμης σε όλα τα επίπεδα από διάφορες κοινωνικές  μειοψηφίες (ελίτ). Από τη σκοπιά της ΠΔ το οικολογικό πρόβλημα δεν είναι απλά πρόβλημα τεχνολογίας που θα μπορούσε να λυθεί ακόμη και μέσα στο σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Δεν είναι δηλαδή θέμα “πρασινίσματος του καπιταλισμού» όπως υποστηρίζουν η ρεφορμιστική Αριστερά και Οικολογία.  Ακόμα άλλωστε κι αν βρεθεί μια δωρεάν μορφή απολύτως οικολογικής ενέργειας σε τεράστιες ποσότητες, αυτό εντός του σημερινού συστήματος θα προκαλέσει μια ακόμα μεγαλύτερη έκρηξη στη παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων και κατανάλωση σε πρώτες ύλες, μ' αποτέλεσμα τη συνέχιση (και ίσως την επιτάχυνση) του βιασμού της φύσης. Κι αυτό γιατί από τη στιγμή που οι πολυεθνικές εταιρίες θα συνεχίσουν να έχουν στα χέρια τους την οικονομία και άρα να καθορίζουν τι, πόσο, πως θα παραχθεί καθώς και τις καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων, είναι βέβαιο ότι θα είναι οι βασικοί επωφελούμενοι από μια  δωρεάν οικολογική μορφή ενέργειας και πάλι όμως σε βάρος της φύσης, ιδιαιτέρα αφού με το κόστος ενέργειας που θα γλυτώσουν θα μπορούν ν' αυξήσουν την παραγωγή. Ούτε βέβαια είναι δυνατή η μετρίαση των μηχανισμών ανάπτυξης μέσα στο υπάρχον σύστημα αφού όλη η δυναμική του στηρίζεται στην ανάπτυξη την οποία αναπαράγει. Με άλλα λόγια, το οικολογικό πρόβλημα είναι θέμα ριζικής αλλαγής του τρόπου ζωής, η οποία είναι αδύνατο να επιτευχθεί στο σημερινό σύστημα. Αντίθετα, προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσης θεωρείται η ρητή κατάργηση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς στο οικονομικό επίπεδο και της κοινοβουλευτικής (αντιπροσωπευτικής) δημοκρατίας στο πολιτικό επίπεδο, θεσμοί που κρίνονται υπεύθυνοι για την τεράστια ανισότητα και συγκέντρωση εξουσιών και δύναμης, και η αντικατάστασή τους από πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς που να διασφαλίζουν την ισοκατανομή εξουσίας/δύναμης. Τέτοιο θεσμοί είναι:

  • η ριζική αποκέντρωση προς την κατεύθυνση δημιουργίας αυτόνομων τοπικών κοινοτήτων (δήμων), οι οποίες σε μεγαλύτερη κλίμακα συνομοσπιονδιοποιούνται  σε περιφερειακές, εθνικές και διεθνείς ΠΔ.

  • η θεσμική κατάργηση της ανισοκατανομής δύναμης και εξουσιών μεταξύ των πολιτών. Αυτό προϋποθέτει μια οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά, ενώ, στο πολιτικό επίπεδο, οι αποφάσεις λαμβάνονται αμεσοδημοκρατικά με τη συμμετοχή όλων των πολιτών στις δημοτικές συνελεύσεις.

  • η αντικατάσταση του συνολικού στόχου της οικονομικής ανάπτυξης με το στόχο της κάλυψης των αναγκών (και καταρχήν  των βασικών αναγκών) όλων των πολιτών

Η θέση της ΠΔ είναι ότι η ιδεολογία της οικονομίας ανάπτυξης, που αναδύθηκε μόλις πριν από δύο αιώνες με την εμφάνιση της οικονομίας της αγοράς, αποτέλεσε το κυρίαρχο οικονομικό παράδειγμα, αφού ταυτίστηκε με την ιδέα της Προόδου, τόσο στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία, όσο και (για διαφορετικούς λόγους) στις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η οικονομία ανάπτυξης θεωρείται, άμεσα ή έμμεσα, υπεύθυνη για την ανισοκατανομή εξουσίας σε όλα τα επίπεδα και, όπως είναι γνωστό, οι δύο αυτές εκδοχές της στη Δύση και την Ανατολή είναι σε συντριπτικό βαθμό υπεύθυνες για την υποβάθμιση του Περιβάλλοντος. Άλλωστε, η ίδια η αναπαραγωγή της σημερινής οικονομίας της αγοράς θεμελιώνεται ακριβώς σε αυτή την ανισοκατανομή δύναμης που προκύπτει από τη δυναμική της αέναης ανάπτυξης.

 

Με βάση την παραπάνω ανάλυση, μόνο η προοδευτική αλλαγή των θεσμών στο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και οικολογικό επίπεδο στις γραμμές που σκιαγραφήθηκαν μπορούν να οδηγήσουν σε μια οικολογική δημοκρατία, δηλαδή, αντί για τη σημερινή σχέση εκμετάλλευσης και κυριαρχίας της Φύσης από τον άνθρωπο, στην επανενσωμάτωση της Κοινωνίας με τη Φύση. Σημειώνεται βέβαια ότι ακόμα και η ΠΔ δεν μπορεί να εγγυηθεί την εξάλειψη της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη Φύσης. Και αυτό διότι το πρόταγμα της ΠΔ αποτελεί μια δημοκρατική διαδικασία αυτοθέσμισης της κοινωνίας, χωρίς να υπονοείται κάποια αντικειμενική Ιστορική τάση που οδηγεί τελικά προς την ελευθερία και την επανεσωμάτωση της κοινωνίας με την πολιτεία, την οικονομία και τη Φύση. Η αλλαγή, επομένως, των θεσμών αποτελεί απλώς την αναγκαία συνθήκη αλλά όχι και την ικανή συνθήκη (η οποία εξαρτάται από το επίπεδο συνειδητοποίησης των πολιτών) για την επανενσωμάτωση της Κοινωνίας με τη Φύση. Ωστόσο, υπάρχει ισχυρή ελπίδα ότι μια δημοκρατική κοινωνία με ένα εντελώς νέο κοινωνικό παράδειγμα και απαλλαγμένη από το στόχο της ανάπτυξης, όταν συνδυαστεί με τη δημοκρατική Παιδεία, θα οδηγήσει τελικά σε ένα θεσμικό πλαίσιο φιλικό προς το περιβάλλον. Επιπλέον, το γεγονός ότι η ίδια η επιβίωση κάθε τοπικής κοινότητας (δήμος) εξαρτάται κρίσιμα από τη διατήρηση του περιβάλλοντός της καθώς και το γεγονός ότι η γενικότερη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας θα δώσει νόημα στην ανθρώπινη ζωή, έξω από την οικο-καταστροφική καταναλωτική κοινωνία αποτελεί βάσιμη ελπίδα ότι η οικολογική δημοκρατία τελικά θα επικρατήσει ...

 

 


 

[1] Πίνακες 2.1, 3.7 και 3.8 του Δείκτη Παγκόσμιας Ανάπτυξης, 2005

[2] βλ. Τ. Φωτόπουλος, "Για μία δημοκρατική αντίληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας", Δημοκρατία  &  Φύση, (αρ. 3, Ιούνιος 1997)

[3] Stephanie Pain, "When the price is wrong", The Guardian, 27/2/97

[4] Polly Ghazi, The Observer, 10/3/1997. Βλ. για νεότερη έρευνα σχετικά με τον ρόλο αυτών των «επιστημόνων» στην υπηρεσία μεγάλων πολυεθνικών, το εμπιστευτικό memo της Βρετανικής Royal Society που αναδημοσιεύθηκε στον Guardian, 21/4/2006 και κυρίως το σημαντικό βιβλίο του George Monbiot, Heat, (Allen Lane, 2006). Πολύ πρόσφατα δημοσιεύθηκε (και δεν διαψεύσθηκε) ότι γνωστό λόμπι που πρόκειται σε πετρελαιοβιομηχανίες πρόσφερε $10,000 δολάρια σε κάθε επιστήμονα που θ’ αμφισβητούσε τα πορίσματα της Διακυβερνητικής Επιτροπής Ian Sample, «Scientists offered cash to dispute climate study» (Guardian, 2/2/2007)

[5] βλ. σχετικά το εμπεριστατωμένο άρθρο του Ted Trainer, "Renewable Energy: No Solution for Consumer Society", The International Journal of Inclusive Democracy, (Vol. 3, No. 1, January 2007)

[6] βλ. H. Sharman, The dash for wind; West Denmark's experience and UK energy aspirations, 2005 και E.On.Netz, Wind Report 2005.

[7] βλ. L. Fulton, Biofuels for transport; An international Perspective, International Energy Agency, 2004

[8] βλ. για κριτική του μοντέλου αυτού απο τη σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας, Τ. Φωτόπουλος, O Kαπιταλισμός του Τσόμσκι, ο Mετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία. (Αθήνα: Γόρδιος 2004)

[9] βλ. Ted Trainer, "Renewable Energy: No Solution for Consumer Society", ο.π.

[10] βλ. Serge Latouche, "De-growth: an electoral stake?", The International Journal of Inclusive Democracy, (Vol. 3, No. 1, January 2007) Βλ. και τη γενικότερη συζήτηση για το πρόταγμα της «απο-ανάπτυξης» μεταξυ Serge Latouche, Clement Homs  και T. Fotopoulos στο The International Journal of Inclusive Democracy, vol. 3, no. 1, (January 2007).  http://www.inclusivedemocracy.org/journal/vol3/vol3.htm