Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 15, Γενάρης-Μάρτης 2007


 

Φοιτητές, Κόμματα, ΜΜΕ και «Κουκουλοφόροι»

  printable version

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΓΙΝΟΓΛΟΥ

 

 

Όταν τα ιερατεία μεταφυσικών θεσμών και φορέων προσεγγίζουν τα εγκόσμια γεγονότα, συνήθως επικαλούνται τα ανατομικά άκρα φανταστικών «οντοτήτων». Όταν λοιπόν οι εξελίξεις είναι ευχάριστες, συχνά ακούμε απ’ τους άγρυπνους φρουρούς της Ορθόδοξης πίστης να υποστηρίζουν μετά φουσκωτής αυτοπεποίθησης, ότι «κάποιος άγιος έβαλε το χέρι του», ή ότι «έβαλε ο διάολος το ποδάρι του» όταν κάτι πάει στραβά.

 

Οι απολογητές του συστήματος στο οποίο ζούμε επικαλούνται και πάλι άκρα, στο επίπεδο των αξιών αυτή τη φορά (κι όχι σπάνια, τα αναμιγνύουν με χειροπόδαρα αγιοσατανάδων), που όμως ελάχιστα διαφέρουν απ’ τις μεταφυσικές αναφορές των θρησκόληπτων. Κατ’ αυτούς, τα εγκόσμια γεγονότα εξηγούνται κυρίως μέσω της ηθικής των πρωταγωνιστών τους, οι οποίοι πάντα είναι άτομα κι όχι κοινωνικές τάξεις ή ομάδες. Έτσι, αποκοινωνικοποιούνται αλλά και αποϊδεολογικοποιούνται τα γεγονότα και η Ιστορία γενικότερα. Μόνο που όπως και στην περίπτωση των φρουρών της Ορθοδοξίας, θεωρείται δεδομένη και φυσιολογική η μεταφυσική της διάσταση. Ωσάν η ηθική να έσκασε μύτη από το πουθενά στα καλά καθούμενα και γι’ αυτό είναι άσχετη με τα εγκόσμια. Έτσι, όταν υπάρχει θετικό αποτέλεσμα, αυτό συμβαίνει επειδή κάποιος καλός άνθρωπος έχει γίνει ομοούσιος με την αρετή. Παρομοίως, όταν κάτι πάει στραβά στα εγκόσμια, την ευθύνη την έχει και πάλι το άτομο που δεν έχει εκείνο το ηθικό υπόστρωμα ώστε να πράττει για το κοινό καλό και ποτέ βέβαια το σύστημα που ωθεί το άτομο να πράττει αυτά για τα οποία επικρίνεται. (Πιστός πρεσβευτής των αντιλήψεων αυτών, ο Τζώρτζ Μπους ο νεότερος, σε επίσκεψη του στη Wall Street ζήτησε αυτοσυγκράτηση (!) από τα διοικητικά στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων, ώστε να μη λαμβάνουν τόσο δυσανάλογα υψηλότερες αμοιβές σε σχέση με τους μετόχους. Έχετε το ελεύθερο, ρε παιδιά, να κάνετε γιούργια στον ταμπλά με τα κουλούρια, αλλά μην το παρακάνετε!).

 

«Κουκουλοφόροι» και ΜΜΕ

 

Αποτέλεσμα, η δημιουργία ενός χονδροειδούς μανιχαϊσμού, που επιστρατεύεται κάθε λίγο και λιγάκι για να «ερμηνεύσουν» οι τηλεοπτικοί ειδήμονες και αρθρογράφοι  τα τρέχοντα γεγονότα. Και μέσα στην κομπορρημοσύνη τους βγάζουν τελεσίδικες αποφάσεις. Να σου και οι «κουκουλοφόροι» λοιπόν. «Είναι παρακρατικοί», «είναι παιδιά προβληματικών οικογενειών», «είναι τριακόσια κωλόπαιδα που έχουν βίτσιο με τη βία», «τους καλύπτει ο Συνασπισμός», «με την αδράνεια της, τους αφήνει η κυβέρνηση να δράσουν ανενόχλητα»  μερικές απ’ τις γνωματεύσεις. Έτσι, βγαίνουν οσίες παρθένες οι ηθικοί αυτουργοί των κοινωνικών φαινόμενων και μετουσιώνεται το τρέχον ζήτημα σε αντιπαράθεση περίπου ποδοσφαιρικών αντίπαλων. Αντί για τους πολιτικούς υπεύθυνους, εμφανίζονται στα τηλεοπτικά κανάλια συνδικαλιστές της αστυνομίας και άξεστοι «σχολιαστές» που ξερνούν ασχετολογική λογοδιάρροια στις οθόνες για να κατακεραυνώσουν την «ανευθυνότητα των φοιτητών» και να δικαιολογήσουν τις βιαιότητες των κρανοφόρων, λες και δεν υπάρχει πολιτική ευθύνη για τα κατορθώματα τους. Τα παλιμπαιδίστικα «επιχειρήματα» δίνουν και παίρνουν: «οι φοιτητές μας έβρισαν πρώτοι», «γιατί δε διώχνετε τους αναρχικούς (βλ. κακούς) από τις πορείες σας;», «οι (καλοί) φοιτητές που θέλουν να κάνουν τα μαθήματα τους, τι φταίνε;». Ο στόχος κλασσικός και δοκιμασμένος: η τοποθέτηση των θυμάτων στο εδώλιο του κατηγορουμένου, η κατασκευή πέμπτης φάλαγγας στο εσωτερικό του κινήματος («διαίρει και βασίλευε») και η διαπόμπευση του φοιτητικού κινήματος διά  της ταύτισης του με τους θρυμματισμένους υαλοπίνακες. Οι φοιτητές από θύματα των ιδιωτικοποιήσεων που επιβάλλει η «δικτατορία» της αγοράς μετατρέπονται σε απολογούμενους που υποθάλπουν παρεισφρέοντες χούλιγκανς. Οι φοιτητές οφείλουν να απομονώσουν τους λάτρεις της βίας, να διαδηλώνουν με αναμμένες λαμπάδες· και σαν καλοί χριστιανοί, όταν οι μισθοφόροι του συστήματος τους ξυλοφορτώνουν, να γυρίζουν και το άλλο μάγουλο. Οποιαδήποτε έμπρακτη αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου της βίας είναι απαγορευμένη εξ’ ορισμού. Έλα όμως που όση προπαγανδιστική λάσπη και να ρίχνουν οι παχυλοί βολεψάκηδες του συστήματος δε μπορούν να κρύψουν την πραγματική γενεσιουργό αιτία της βίας. Γιατί το σύστημα είναι αυτό που παράγει τη βία, τόσο τη δική του, (με τους θεσμούς του, π.χ. η απόπειρα αναθεώρησης του Συντάγματος και ο νόμος-πλαίσιο, ή και με τη φυσική βία), όσο και τη λαϊκή αντιβία που αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν οι καταπιεσμένοι.

 

«Κουκουλοφόροι» και κόμματα

 

Το ΠΑΣΟΚ, κάνοντας εκ’ του ασφαλούς αντιπολίτευση στην κυβέρνηση «απ’ τα αριστερά» και πατώντας στα εναπομείναντα αντιαυταρχικά αισθήματα του λαού μας λόγω της επταετίας, βολεύεται κι αυτό απ’ την κουκουλολογία που την αποδίδει βέβαια σε παρακρατικούς για να ξυπνά τις χουντικές μνήμες, αφού μονό αναμοχλεύοντας το παρελθόν μπορεί να επιζήσει σήμερα που προγραμματικά δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτα από τη ΝΔ. Έτσι, μετατοπίζει την κουβέντα απ’ την πολιτική ουσία, που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι είναι εξ’ ίσου υπεύθυνο για την καρατόμηση της κρατικά ελεγχόμενης εκπαίδευσης, αφού έχει πλέον μεταλλαχτεί σε σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα με προσχηματικά ψήγματα από το παραδοσιακό πρόγραμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

 

Το πιο θλιβερό όμως είναι με την Αριστερά. Προφανώς αυτή θέλοντας να τιμήσει τους θεωρητικούς πατέρες της για το κοινωνιολογικό τους έργο, πετάει στη χωματερή της Ιστορίας όλες τις θεωρητικές τους παρακαταθήκες για την προσέγγιση των κοινωνικών φαινόμενων. Και δυστυχώς, παράλληλα υιοθετεί ευφάνταστα συνομωσιολογικά σενάρια για παρακρατικούς, ασφαλίτες κ.λπ. Η Αριστερά επίσης (πλην εξαιρέσεων), παραδίδει και μαθήματα πολιτικού ήθους με τη βροχή καταγγελιών ενάντια στους «κουκουλοφόρους» που αποσκοπούν είτε στην απαξίωση όλων εκείνων των ρευμάτων και πρακτικών που δεν ελέγχει και την ξεπερνάνε, είτε στην πάσει θυσία διατήρηση της στο κοινοβουλευτικό τσίρκο. Στόχος: να μαντρωθεί το λαϊκό κίνημα σε ειρηνικές (και ανώδυνες για το σύστημα) εκδηλώσεις, μέχρι να έλθει η μέρα της «αλλαγής από τα πάνω», είτε μέσω της ψήφου (ρεφορμιστική αριστερά), τακτική που οδήγησε σε καταστάσεις Αλιέντε-Πινοσέτ, είτε μέσω της επανάστασης (επαναστατική αριστερά), τακτική που όπου επικράτησε οδήγησε σε νέες ιεραρχικές δομές και ελίτ.

 

Έτσι, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων, ο Συνασπισμός εκτός απ’ τις συνομωσιολογίες έσπευσε να κάνει και δηλώσεις νομιμοφροσύνης και σεβασμού του Συντάγματος για να αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά της παρανομίας. Από την άλλη, το ΚΚΕ συνέχισε στον καθιερωμένο δρόμο της πρακτορολογίας με βάση το δόγμα «πας μη κουκουές πράκτορας». Μόνο που σήμερα τα δυτικά καθεστώτα δεν καταφεύγουν πλέον σε επιστράτευση προβοκατόρων. Κι αυτό γιατί:

 

  • τα ΜΜΕ κάνουν και με το παραπάνω την ιδεολογική βρωμοδουλειά δυσφήμισης των κινημάτων. Η κοινωνική συναίνεση σήμερα δεν επιτυγχάνεται μέσω της άμεσης καταστολής, αλλά μέσω της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Η οποία σήμερα σε συνδυασμό με τον καταναλωτισμό και χάρη στην τηλεόραση που μπαίνει σε κάθε σπίτι,  είναι αποτελεσματικότερη παρά ποτέ στην Ιστορία.
  • δεν υπάρχει μαζικό κίνημα αμφισβήτησης που να αποτελεί κίνδυνο για το σύστημα, ώστε να ωθήσει το κράτος στην αντιπαράθεση μηχανισμών όπου έχει de facto το πάνω χέρι. Το άλλοθι καταστολής επιτυγχάνεται με το αυξανόμενα αυστηρότερο νομικό οπλοστάσιο του συστήματος. Οι διάφοροι «τρομονόμοι» είναι υπερεπαρκείς για τον σκοπό αυτό. Μια κατάσταση που εντείνεται όσο τα κοινωνικά αντανακλαστικά φθίνουν ή είναι ανύπαρκτα.
  • Στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι απαραίτητο στο πολιτικό επίπεδο να διατηρούνται κάποια στοιχειώδη σταθμά διαφάνειας, καθώς και κάποια δημοκρατικά δικαιώματα, έστω και σαν προσχήματα. Στο βαθμό βέβαια που είναι απαραίτητα για να δίνεται η εικόνα μιας «δημοκρατίας» που καταδικάζει «κάθε βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Μόνο που η βία εδώ εννοείται μόνο σαν φυσική βία, ενώ η συστημική βία η οποία είναι και η αιτία κάθε βίας, αγνοείται... 
  • Τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία δεν επιθυμούν να χρεωθούν υπόθαλψη παρακρατικής δράσης, η οποία παραπέμπει σε άλλες εποχές.

 

Αυτά φυσικά δε σημαίνουν ότι ζούμε σε κόσμο αγγελικά πλασμένο. Παρότι η αστυνομία δεν δρα όπως στη χούντα, δεν έχει απωλέσει τον κατασταλτικό της ρόλο, δηλαδή να παρακολουθεί πολιτικές και συνδικαλιστικές δραστηριότητες και να στήνει σκευωρίες φορτώνοντας σε συλληφθέντες όλο τον ποινικό κώδικα. Όμως αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τα σενάρια συνομωσίας που κάθε τρεις και λίγο βγαίνουν στη φόρα. Η ουσία δηλαδή είναι εάν σήμερα εθνικές ή/και ξένες μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποιούν κι υποθάλπουν συστηματικά παρακρατικές πρακτικές όπως μετεμφυλιακά (ή στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70), πέρα από σποραδικά περιστατικά (τα οποία βέβαια πρέπει να καταγγέλλονται πάραυτα απ’ τη μεριά του κινήματος). Αν τις βίαιες πρακτικές, διαδηλώσεις κ.λπ. τις εκμεταλλεύεται το σύστημα για δικούς του προπαγανδιστικούς ή εσωτερικούς λόγους (ή ακόμα κι αν χρησιμοποιεί προβοκάτορες σε κάποιες περιπτώσεις), αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κοινωνικές και πολιτικές αιτίες που ωθούν ένα μικρό ή μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ν’ αντιδράσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Το θέμα λοιπόν είναι εάν αυτές οι πρακτικές, με βάση την Ιστορική εμπειρία, μπορεί πράγματι να οδηγήσουν από μονές τους στη ριζική κοινωνική αλλαγή, η εάν πρέπει να θεωρηθούν, για να νομιμοποιούνται κοινωνικά, ως τμήμα της λαϊκής αντιβίας, δηλαδή ως συλλογική αυτοάμυνα  στην επιθετική (συστημική ή φυσική) βία[1] (βλ. σχετική συζήτηση που κλείνει την πόρτα στην συνωμοσιολογία στα τεύχη 5, 7, 8). 

 

Έχουμε το παράδοξο λοιπόν, η μερίδα των διαδηλωτών που δρα πιο βίαια να γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος, για διαφορετικούς βέβαια λόγους, τόσο για την Αριστερά, όσο και για την αντιπολίτευση, αλλά και για την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ.

 

Τα επιχειρήματα των υπέρμαχων της βίαιης αντιπαράθεσης

 

Από την άλλη, στη μεριά του στρατοπέδου των υπέρμαχων της βίαιης αντιπαράθεσης με τις αστυνομικές διμοιρίες, υπάρχουν χοντρικά δυο τάσεις:

 

Η μια τάση εστιάζει κυρίως στα τακτικά οφέλη της πρακτικής αυτής, της τακτικής «δια του παραδείγματος» και ρίχνει το κέντρο βάρους κυρίως στην ακτιβίστικη διάσταση του αγώνα με το σκεπτικό ότι η πρακτική αυτή προοπτικά αποφέρει ρήξη στις κραταιές αξίες των ανθρώπων (εν προκειμένω  των φοιτητών), ξεκαθαρίζοντας το ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός, δηλαδή η αστυνομία και τελικά το κράτος. Όμως αυτή η απλουστευτική λογική παραβλέπει τις σχέσεις και δομές εξουσίας οι οποίες βέβαια δεν πηγάζουν μονό από το κράτος αλλά από ένα σύμπλεγμα κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών θεσμών που συναποτελούν ένα σύστημα, το οποίο απλώς εκφράζει το κράτος. Μ’ άλλα λόγια ο εχθρός είναι τόσο οι οικονομικές ελίτ που συγκεντρώνουν στα χέρια τους την οικονομική εξουσία και καθορίζουν σημαντικά και την πολιτική εξουσία, όσο και οι πολιτικές ελίτ των επαγγελματιών πολιτικών, αλλά και οι ελίτ που κυριαρχούν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος (ΜΜΕ, εκκλησία κ.λπ.). Όλες αυτές οι ελίτ αποτελούν ένα σύμπλεγμα και αλληλοεξαρτώνται μεταξύ τους με στόχο την αναπαραγωγή του συστήματος, ανεξάρτητα απ’ τις μεταξύ τους διαφορές και φαγωμάρες.

 

Η δεύτερη τάση ρίχνει κι αυτή το κέντρο βάρους στον ακτιβισμό, με τη διαφορά ότι ωθείται στις συγκρούσεις με την αστυνομία περισσότερο συναισθηματικά, ή και ότι οι θεωρητικές της αναφορές είναι ενάντια σε κάθε κινηματική λογική και δεν αντιλαμβάνεται τη βίαιη αντιπαράθεση «εργαλειακά» όπως ή προηγούμενη τάση. Η βία γι’ αυτήν την τάση δεν είναι απλά συλλογική αυτοάμυνα στη βία του συστήματος αλλά καταντά αυτοσκοπός.

 

Όπως και ν’ έχει, το σύνολο αυτού που αποκαλείται αντεξουσιαστικός «χώρος» έχει για ενωτική πλατφόρμα όχι τη συμφωνία πάνω σε κάποια τακτική ή στρατηγική που απορρέει από κάποια ιστορική και κοινωνική ανάλυση της πραγματικότητας και το συνακόλουθο πρόγραμμα για μια μελλοντική δημοκρατική κοινωνία, δηλαδή μια  θεωρία, αλλά –κυρίως–  την αντίθεσή του στους κυρίαρχους θεσμούς του συστήματος, η οποία εκδηλώνεται με τα σπασίματα τραπεζών, περιπολικών της αστυνομίας κ.λπ. Όμως τα σπασίματα αυτά είναι σκέτα πυροτεχνήματα, ειδικά όταν οι υποστηρικτές τους  βλέπουν εχθρικά κάθε σκέψη για τη δημιουργία ενός κινήματος με αιτήματα που απαιτούν την για συγκεκριμένους λόγους αντικατάσταση του υπάρχοντος συστήματος από ένα άλλο πραγματικά δημοκρατικό, και καταντούν άσκοπη «βία για την βία», που απλώς συναγωνίζεται τη βία του συστήματος, αντί να υπόσχεται την μελλοντική κατάργηση της. 

 

Άμεση συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι ότι ο «χώρος» είναι στην πραγματικότητα ένα συνονθύλευμα από άτομα και ομάδες που οι θεωρητικές τους αναφορές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση, πράγμα που σημαίνει, ότι, με πολιτικά/ θεωρητικά κριτήρια, εσφαλμένα θεωρείται ο αντεξουσιαστικός «χώρος» κάτι το ενιαίο. Κι ακριβώς επειδή η βάση συνοχής του είναι ο –συχνά εντελώς άσκοπος– ακτιβισμός, η μερίδα της νεολαίας που ελκύεται απ’ το χώρο αυτό, ελκύεται σε ακτιβίστικη βάση (γι’ αυτό και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του αντεξουσιαστικού «χώρου» είναι αρκετά έντονα και σε σημαντικό βαθμό καθορίζουν και τον πολιτικό του λόγο. Εξ’ αιτίας του συμπλέγματος κοινωνικών και πολιτικών χαρακτηριστικών, είναι δύσκολο να βγουν κατηγορηματικά συμπεράσματα για τη «φύση» του «χώρου» αυτού, αν κυριαρχεί δηλαδή το πολιτικό ή το κοινωνικό στοιχείο, αν και όσον αφορά τουλάχιστον την ευρύτερη επιρροή του «χώρου» αυτού, μάλλον υπερισχύει το δεύτερο).

 

Αυτό με τη σειρά του εξηγεί και τον έντονα αντιφατικό λόγο του, όποτε υπάρχει τέτοιος. Γι’ αυτό, ιδιαίτερα στο εξωτερικό όπου εκφράζονται κάποιες πιο θεωρητικές προσεγγίσεις απ’ το χώρο αυτό, άλλες φορές αυτές είναι ανορθολογικές (π.χ. βαθείς οικολόγοι) άλλες μεταμοντέρνες (π.χ. το αμερικάνικο «ινστιτούτο αναρχικών μελετών»), άλλες ρεφορμιστικές (π.χ. το αγγλικό Total Liberty) και άλλες πρωτογονικές (π.χ Zerzan). Αυτό όμως που ενώνει όλες αυτές τις τάσεις είναι η «δράση για την δράση», καθώς και η αντίθεση τους σε κάθε κινηματική λογική που έχει στόχο το χτίσιμο αντισυστημικού κινήματος που θα ξεπερνά την παραδοσιακή αριστερά (ρεφορμιστική ή μη).

 

Φυσικά, παρόλο που η στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση μπορεί να εμπνεύσει και να ενθουσιάσει έναν αριθμό ανθρώπων (κυρίως νεολαίων) δεν μπορεί από μόνη της ν’ αποτελέσει τακτικό στήριγμα για τη συγκρότηση μαζικού κινήματος.

Για να επιτευχθεί η υποτροπή των φοιτητικών π.χ. κινητοποιήσεων και η εξάπλωση τους απαιτείται μακρά κι επίμονη καμπάνια με εξορμήσεις στα σχολεία, συζητήσεις με μαθητές, καθηγητές, δασκάλους και  γενικότερα τους πολίτες. Κι αυτό που χρειάζεται  πάνω απ’ όλα είναι η προβολή ενός προγράμματος για μια εναλλακτική παιδεία, με τους δικούς του βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπροθέσμους στόχους. Κι αυτό είναι κάτι απείρως σημαντικότερο από τη θεαματική αντιπαράθεση με τις διμοιρίες.

 

Ακόμα και τα κινήματα που μαζικοποιήθηκαν στη βάση του αντάρτικου δε στηριζόταν μόνο σ’ αυτό. Είχαν διαμορφώσει μια ανάλυση για την πραγματικότητα, ένα μεταβατικό πρόγραμμα και μια στρατηγική κατάληψης της εξουσίας. Και το ότι απέτυχαν δεν οφείλεται βέβαια στο ότι είχαν ανάλυση, μεταβατικές προτάσεις και στρατηγική, αλλά στο ότι (πέραν των αντικειμενικών περιορισμών) στον πυρήνα της κοσμοθεωρίας τους έδρευε μια αντίληψη για το πώς πρέπει ν’ αλλάξει η κοινωνία («από τα πάνω»). Αποτέλεσμα ήταν, ακόμα κι όταν απόβαινε νικηφόρα η τακτική «του παραδείγματος», ότι υπήρχε σημαντική ανισομέρεια στα επίπεδα συνειδητοποίησης των ανθρώπων, που αναπόφευκτα οδηγούσε σε σταδιακό εκφυλισμό και μαρασμό των επαναστατικών κεκτημένων και την εμφάνιση προνομιούχων μειοψηφικών στρωμάτων σε βάρος της πλειοψηφίας.

 

Ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε κίνημα που να βασίζεται μόνο στον ακτιβισμό και την άμεση δράση· κι ακόμα κι αν υπήρξε ήταν βραχύβιο γιατί σύντομα καταπνίγηκε. Τα κινήματα που κατάφεραν να ριζώσουν, εκτός από αντιστασιακά αιτήματα και δράσεις είχαν να δώσουν και εναλλακτικές λύσεις. Και το ρίζωμα ενός κινήματος δεν είναι μια εύκολη διαδικασία. Απαιτεί μακροχρόνια μεθοδική προσπάθεια με υπομονή και προσήλωση, ζύμωση που θα παράγει μπαρουτοκαπνισμένους ανθρώπους από την πυρίτιδα των κοινωνικών αγώνων και πρόγραμμα που να απευθύνεται σ’ όλα τα θύματα του συστήματος που βρίσκονται υπό το ζυγό κάθε μορφής εξουσίας και που υφίστανται την καταπίεση της (οικονομική, πολιτική, φύλλου, εθνική).

 

Κι εδώ ερχόμαστε σ’ ένα άλλο σημαντικό και σοβαρό πρόβλημα του αντεξουσιαστικού «χώρου» και δεν είναι άλλο από το σαράκι του μεταμοντερνισμού που παντρεύει τον ατομικιστικό αναρχισμό με την ατομική αυτονομία.  Δυστυχώς στ’ όνομα μιας καθ’ όλα εγωιστικής «αυτονομίας» κάθε ιδέα για συγκρότηση μαζικού κινήματος κι ότι αυτό συνεπάγεται, πετιέται στα σκουπίδια και τη θέση της παίρνει –γενικώς κι αορίστως– η σχεδόν μεσσιανική έλευση μιας ημέρας της εξέγερσης/ επανάστασης. Έτσι, δημιουργείται μια κουλτούρα του υποκειμενισμού, όπου ο καθένας κι η κάθε ομάδα πράττει κατά το δοκούν, κατά τη δική της αντίληψη για την εξέγερση/ επανάσταση. Κι όλ’ αυτά προς τιμήν της πολυμορφίας και της αυτονομίας! Προφανώς όμως πρόκειται για μια στρεβλή αντίληψη που βλέπει την πολυμορφία σαν εις τον αιώνα τον άπαντα αυτοσκοπό και διαχωρίζει την αυτονομία απ’ τη συλλογική της διάσταση. Απ’ την πολυμορφία θα ξεπηδήσουν υποτίθεται κάποια στιγμή μορφές Πράξης και Λόγου που θα γίνουν το προζύμι ενός κινήματος. Μόνο που η πολυμορφία σ’ ένα ετερόνομο εξουσιαστικό σύστημα καταλήγει είτε σε μονοθεματικές ενασχολήσεις(κρατική καταστολή, βιοτεχνολογία κ.λπ.), είτε σε αντικρατική γενικολογία. Έτσι, γίνονται στην πράξη ακίνδυνες (όχι όμως και άχρηστες) οι πρακτικές και ο πολιτικός λόγος αυτού του τύπου, γιατί μόνο ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα με συγκεκριμένη ανάλυση για το σήμερα και όραμα για το αύριο, που θα συμπεριλάμβανε και τις εναλλακτικές πρακτικές (στέκια κ.λπ. στην Ελλάδα, ή κομμούνες, συνεταιρισμοί, κ.λπ. στο εξωτερικό) που σήμερα είναι αποσπασματικές, θα μπορούσε ν’ αποτελέσει βάση για τη δημιουργία μαζικού αντισυστημικού κινήματος και για το οποίο πρέπει να αυτοπειθαρχήσει ο καθένας μας στον αγώνα για τη συγκρότηση του.

 

Η μεταβατική στρατηγική της Περιεκτικής Δημοκρατίας

 

Εν τέλει, αν θέλουμε να προτείνουμε επιθετική τακτική ενάντια στο σύστημα, αυτή δεν θα ήταν παρά η οικοδόμηση ενός μαζικού κινήματος «από τα κάτω» (σ’ αντίθεση με τις στρατηγικές της παραδοσιακής αριστεράς –ρεφορμιστικής και μη– που πρεσβεύει την ιστορικά αποτυχημένη, «από τα πάνω» αλλαγή της κοινωνίας) που θα δημιουργεί πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς. Θεσμούς όπου θα εμπλέκεται ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και θ’ αποφασίζει το ίδιο για τις σημαντικές υποθέσεις του, σ’ αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου αδηφάγες ελίτ κόβουν και ράβουν σε βάρος όλων των πλασμάτων του πλανήτη.

 

Η γιγάντωση ενός τέτοιου κινήματος που παράλληλα θ’ αξιοποιεί και τις μορφές πάλης που μας διδάσκει η ιστορική εμπειρία (οι οποίες πάντα θα χρειάζονται, τόσο για την άμυνα κατά της συστημικής βίας όσο και για την  προστασία των νέων θεσμών απ’ τις επιθέσεις του συστήματος) και που θα είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης της δημοκρατικής και ελευθεριακής παράδοσης, καθώς και των κοινωνικών κινημάτων, θα οδηγήσει στην εκπλήρωση του διττού στόχου: τη μεταβίβαση πολιτικής και οικονομικής δύναμης απ’ τα χέρια των ελίτ στους θεσμούς λαϊκής εξουσίας και τη ρήξη των σημερινών κυρίαρχων αξιών. Τότε και μόνο τότε, ένα κίνημα που θα εμπνεύσει και θα εξαπλωθεί σταδιακά σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της γης, θα καταφέρει να συνθλίψει τις ντόπιες και υπερεθνικές ελίτ που μακελεύουν λαούς, φύση και κινήματα, φορώντας αδιάντροπα «δημοκρατικό» προσωπείο και ξεφτιλίζοντας έτσι κάθε έννοια δημοκρατίας, η οποία στην αληθινή της έννοια, δεν σημαίνει παρά τον ατομικό και συλλογικό αυτοκαθορισμό.

 


 

[1] Βλ. σχετική συζήτηση που κλείνει την πόρτα στην συνωμοσιολογία στα τεύχη 5, 7, 8 του περιοδικού. Γιάννης Εγίνογλου «Ορισμένα σχόλια πάνω στον ελληνικό αναρχικό χώρο», Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 5 (Νοέμβριος 2003); Τάκης Φωτόπουλος, «Κριτική των στρατηγικών μετάβασης», Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 7 (Μάιος 2004); Θοδωρής Βελισσάρης, «Ατομικισμός και αναρχικά στέκια», Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 8 (Σεπτέμβριος 2004).