Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 14, Δεκέμβριος 2006


 

Το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων και η  ανάγκη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα σήμερα

(Μέρος A)*

 

  printable version

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Οι μεταμοντέρνες ιδέες δεν συνιστούν μόνον τον πυρήνα του σημερινού «κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος».[1] Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε σ’ αυτό το δοκίμιο, οι ιδέες αυτές έχουν εισχωρήσει και στα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, όπως το παλαιά κοινωνικά κινήματα (σοσιαλιστικά, αναρχικά), τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικά, Πράσινα κ.τλ.) αλλά ακόμη και στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, σήμερα, υποτίθεται ότι είμαστε μάρτυρες όχι μόνο του τέλους της Ιστορίας, όπως διακηρύσσουν οι φιλελεύθεροι μεταμοντέρνοι, αλλά και του τέλους της νεωτερικότητας, του τέλους των πολιτικών ιδεολογιών, του τέλους των επαναστάσεων, καθώς και του τέλους κάθε είδους «καθολικού προτάγματος» («universalism») —το τελευταίο λόγω του ότι υποτίθεται ότι οδηγεί, λίγο ή πολύ «αυτόματα», στον ολοκληρωτισμό.

 

Κανένας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί βέβαια ότι βιώνουμε  σημαντικούς μετασχηματισμούς τόσο στο θεσμικό επίπεδο, όπως δείχνει ο μείζων δομικός μετασχηματισμός της εποχής μας, η εγκαθίδρυση της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, όσο και στο ιδεολογικό[2] επίπεδο, όπως δείχνει η ίδια η επικράτηση των μεταμοντέρνων ιδεών. Όπως θα περίμενε κανείς, αυτοί οι δύο κύριοι μετασχηματισμοί  συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, οι μεταμοντέρνες ιδέες παίζουν τον ρόλο της νομιμοποίησης, είτε συνειδητά (όπως στην περίπτωση της φιλελεύθερης πλευράς του μεταμοντερνισμού), είτε αντικειμενικά (όπως στην περίπτωση του ορθόδοξου και του «αντιθετικού» μεταμοντερνισμού), της καθολίκευσης της φιλελεύθερης «δημοκρατίας» και της σημερινής αγοραιοποίησης της οικονομίας και της κοινωνίας. Με αυτήν την έννοια, ο μεταμοντερνισμός παίζει τον ρόλο του αναδυόμενου κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος το οποίο είναι συμβατό με τη νεοφιλελεύθερη μορφή νεωτερικότητας. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι αν βιώνουμε  θεμελιώδεις μετασχηματισμούς. Το πραγματικό ζήτημα είναι η φύση αυτών των μετασχηματισμών και οι συνέπειές τους όσον αφορά την πιθανότητα  για συστημική αλλαγή σήμερα.

 

Σ’ αυτό το πλαίσιο, έχοντας ασχοληθεί αλλού με τη φύση του σημερινού δομικού μετασχηματισμού,[3] τους μεταμοντέρνους μύθους για το τέλος της νεωτερικότητας[4] και τους αντίστοιχους μύθους για το τέλος των τάξεων,[5] το κρίσιμο ζήτημα είναι  εάν είναι ακόμη δυνατό να έχουμε αντισυστημικά κινήματα στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας ή αν, αντίθετα, πρέπει να υποθέσουμε, όπως κάνουν πολλοί στην πρώην ριζοσπαστική Αριστερά, ότι η εποχή της συστημικής αλλαγής έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.[6] Επιπλέον, γίνεται κρίσιμο το ζήτημα των συνθηκών κάτω από τις οποίες, θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα νέο παγκόσμιο αντισυστημικό κίνημα μέσα από τις σημερινές κινητοποιήσεις κατά της παγκοσμιοποίησης, κεφαλαιοποιώντας τα πικρά ιστορικά μαθήματα από τις αποτυχίες των αντισυστημικών κινημάτων του παρελθόντος.

 

 

1. Η έννοια των «αντισυστημικών κινημάτων»

 

Αντισυστημικά κινήματα έναντι ρεφορμιστικών κινημάτων

 

Ένα καλό σημείο αφετηρίας για να συζητήσουμε τη σημασία των αντισυστημικών κινημάτων στο παρελθόν ή το παρόν είναι να ορίσουμε τους όρους που χρησιμοποιούμε και, συγκεκριμένα, να κάνουμε σαφές το αναλυτικό πλαίσιο το οποίο χρησιμοποιούμε για τον καθορισμό της έννοιας του «συστήματος».

 

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την έννοια των κοινωνικών κινημάτων, μπορούμε να τα ορίσουμε, σε γενικούς όρους, ως τους συλλογικούς φορείς ενός συγκεκριμένου παραδείγματος, με την ευρεία έννοια ενός συστήματος πεποιθήσεων, ιδεών και των συνεπαγόμενων αξιών. Όπως υποδηλώνει αυτός ο ορισμός, ένα κοινωνικό κίνημα χαρακτηρίζεται από μία σειρά στοιχείων:

  • Κάποιο είδος οργάνωσης, που το διακρίνει από αυθόρμητες συναθροίσεις ανθρώπων με παρόμοιες ιδέες και αξίες,

  •  Μια κοινή θεώρηση της κοινωνίας, δηλαδή μια κοινή κοσμοθεωρία και

  • Ένα κοινό σύνολο αξιών που περιλαμβάνουν, από τη μία, το πρόγραμμα, το οποίο προέρχεται από ένα σύνολο κοινών μακροπρόθεσμων στόχων σχετικά με τη δομή της κοινωνίας και, από την άλλη, την ιδεολογία, δηλαδή το σύνολο των ιδεών που καθορίζουν το πρόγραμμα και τη στρατηγική του κινήματος.

Ο τύπος του κοινωνικού κινήματος που εξετάζουμε σ’ αυτό το άρθρο, το «αντισυστημικό» κίνημα, διακρίνεται από άλλα κοινωνικά κινήματα επειδή χαρακτηρίζεται από ένα κρίσιμο επιπλέον στοιχείο: το ότι ρητά η υπόρρητα  αμφισβητεί τη νομιμότητα του κοινωνικο-οικονομικού «συστήματος», τόσο με την έννοια των θεσμών του, που δημιουργούν και αναπαράγουν την άνιση κατανομή της εξουσίας/δύναμης (που θεωρείται εδώ ως η απώτατη αιτία των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων[7]), όσο και με την έννοια των αξιών του, που νομιμοποιούν την κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο ή της Φύσης από την Κοινωνία. Μ’ αυτήν την έννοια, ένα αντισυστημικό κίνημα διαφέρει ριζικά από ένα ρεφορμιστικό κίνημα εφόσον το πρώτο στοχεύει στην αντικατάσταση των βασικών κοινωνικο-οικονομικών θεσμών και των συνεπαγομένων αξιών με νέους θεσμούς και αξίες, ενώ το δεύτερο στοχεύει απλώς στην αλλαγή των κυρίαρχων θεσμών («εκβάθυνση της δημοκρατίας», καλύτερη ρύθμιση της οικονομίας της αγοράς κ.τ.λ.).

 

Η παραπάνω διάκριση ανάμεσα σε ρεφορμιστικά και αντισυστημικά κινήματα διαφέρει από τη συνηθισμένη διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικών και επαναστατικών κινημάτων, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα στοχεύουν στην αργή, σταδιακή αλλαγή και τα δεύτερα σε μια γρήγορη, απότομη αλλαγή. Είναι προφανές ότι η ταξινόμηση αυτή βασίζεται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής και όχι στον ίδιο τον στόχο που μπορεί να εξακολουθεί να είναι είτε συστημικός είτε ρεφορμιστικός.

 

Παρόμοια, δεν θα πρέπει να συγχέουμε τη διάκριση μεταξύ βίαιων και μη-βίαιων κινημάτων μ’ αυτή μεταξύ αντισυστημικών και ρεφορμιστικών  εφόσον, πάλι, τα πρώτα αναφέρονται στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη δεδομένου στόχου, παρά στους ίδιους τους στόχους. Το σοσιαλ-δημοκρατικό κίνημα για παράδειγμα, τόσο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και, ακόμα περισσότερο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν εγκατέλειψε ακόμα και τον στόχο της κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας, ήταν πάντα ένα μη βίαιο ρεφορμιστικό κίνημα και ποτέ ένα αντισυστημικό κίνημα. Για τον Μπερνστάιν, τον πατέρα του ρεβιζιονισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, σοσιαλισμός σήμαινε περισσότερο τη σταδιακή κοινωνικοποίηση των κυρίαρχων πολιτικών θεσμών και της ιδιοκτησίας παρά την αντικατάσταση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς με νέους θεσμούς που θα εξασφάλιζαν την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Έτσι, όπως σημειώνει και ο   Kolakowski:[8]

Το βασικό ζήτημα (για τον Μπερνστάιν) δεν ήταν η αποδοχή ή η απόρριψη της επαναστατικής βίας, αλλά το εάν οι διαδικασίες κοινωνικοποίησης μέσα στην καπιταλιστική οικονομία ήταν «ήδη» μέρος της οικοδόμησης του σοσιαλισμού (…) Το κίνημα για τον σοσιαλισμό δεν ήταν το πρελούδιο για μια μεγάλη απαλλοτρίωση αλλά απλά σήμαινε περισσότερο κολεκτιβισμό, περισσότερη δημοκρατία, ισότητα και πρόνοια —μία σταδιακή τάση χωρίς προκαθορισμένα όρια και, με την ίδια έννοια, χωρίς «απώτατο στόχο». Όταν ο Μπερνστάιν έλεγε ότι ο στόχος  ήταν τίποτα και το κίνημα  τα πάντα (…) εννοούσε βασικά ότι ο «απώτατος στόχος» όπως τον κατανοούσε η μαρξιστική παράδοση —η οικονομική χειραφέτηση του προλεταριάτου μέσω της κατάκτησης απ’ αυτό της πολιτικής εξουσίας— δεν είχε σαφές περιεχόμενο.

Από την άλλη μεριά, τα κομμουνιστικά και αναρχικά κινήματα ήταν ξεκάθαρα αντισυστημικά εφόσον κήρυτταν την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Εντούτοις, η παραπάνω ταξινόμηση δεν υποδηλώνει ότι ένα αντισυστημικό κίνημα  θα πρέπει αναγκαστικά να βλέπει τη συστημική αλλαγή της κοινωνίας με επαναστατικούς όρους. Είναι δυνατό να φανταστούμε ένα αντισυστημικό κίνημα που στοχεύει στη ριζική ρήξη με το σύστημα χρησιμοποιώντας μη βίαιες μεθόδους για την επίτευξη αυτού του στόχου και   καταφεύγει στη βία μόνο στην περίπτωση που δέχεται επίθεση από τις κυρίαρχες ελίτ κατά τη μετάβαση προς τη νέα κοινωνία. Αυτή είναι η περίπτωση του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), που θα μελετήσουμε στο τελευταίο τμήμα του κειμένου, το οποίο στοχεύει στη συστημική αλλαγή μέσω της εγκαθίδρυσης νέων θεσμών (και των συνακόλουθων νέων αξιών) που θα  επανενσωμάτωναν την κοινωνία με την οικονομία, την πολιτεία και τη φύση. 

 

 

Είδη αντισυστημικών κινημάτων 

 

Το παραδοσιακό αντισυστημικό κίνημα αμφισβητεί ρητά ή σιωπηρά τη νομιμότητα ενός συστήματος που θεσμοποιεί την ανισότητα στην κατανομή μίας συγκεκριμένης μορφής δύναμης (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής) ως τη βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας, και στοχεύει στην αντικατάσταση των θεμελιωδών θεσμών και αξιών που θεωρεί υπεύθυνους/ες για αυτήν την ανισότητα με νέους θεσμούς και αξίες που θα εξασφαλίζουν την ίση (ή τουλάχιστον  καλύτερη) κατανομή εξουσίας/δύναμης.  

 

Έτσι, ανάλογα με τη μορφή εξουσίας στην οποία εναντιώθηκε το παραδοσιακό αντισυστημικό κίνημα,  μπορεί κανείς να διακρίνει μεταξύ:

  • Πολιτικών αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβήτησαν την ανισοκατανομή πολιτικής εξουσίας (π.χ. τα κινήματα της «κοινωνίας των πολιτών» που εναντιώθηκαν στη γραφειοκρατία του «υπαρκτού σοσιαλισμού»),

  • Οικονομικών αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβήτησαν την ανισοκατανομή  οικονομικής δύναμης (π.χ. τα σοσιαλιστικά κινήματα),

  • Κοινωνικών αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβήτησαν την ανισοκατανομή συγκεκριμενων μορφών κοινωνικής δύναμης, όπως αυτή αντανακλάται σε κοινωνικούς θεσμούς που εγκαθίδρυσαν σεξουαλικές, φυλετικές διακρίσεις κ.τ.λ. (π.χ. τα κινήματα απελευθέρωσης των γυναικών ή των έγχρωμων), 

  • Οικολογικών αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβήτησαν την ανισοκατανομή κυρίως  οικονομικής και πολιτικής δύναμης και των συνεπαγόμενων πολιτιστικών αξιών, σχετικά με την προσπάθεια κυριαρχίας πάνω στη Φύση κ.ο.κ.

Αυτός ο τύπος αντισυστημικού κινήματος που, ρητά ή σιωπηρά, αμφισβήτησε μία συγκεκριμένη μορφή εξουσίας, ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της μονοδιάστατης αντίληψης για το «σύστημα» που υιοθετούσαν τα κινήματα αυτά —μια αντίληψη που, στην πραγματικότητα, εξέφραζε την κοσμοθεωρία τους για το καθοριστικό στοιχείο μέσα στο σύστημα που δημιουργεί τις θεμελιώδεις κοινωνικές διαιρέσεις.

 

Έτσι, οι μαρξιστές ορίζουν το «σύστημα» ως «το παγκόσμιο σύστημα του ιστορικού καπιταλισμού που δημιούργησε πολλά αντισυστημικά κινήματα»[9] στη βάση των οικονομικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων που στόχευαν στην αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, για τους μαρξιστές, το καθοριστικό στοιχείο του συστήματος είναι ο τρόπος παραγωγής —ένα στοιχείο που σχετίζεται με την κατανομή της οικονομικής δύναμης[10] στην κοινωνία— που, με τη σειρά του, καθορίζει, ή τουλάχιστον επηρεάζει την κατανομή των άλλων μορφών δύναμης.

 

Για τους αναρχικούς, από την άλλη μεριά, το καθοριστικό στοιχείο είναι το πολιτικό, δηλαδή το Κράτος, που εκφράζει κατεξοχήν την άνιση κατανομή της πολιτικής δύναμης[11] και καθορίζει, ή επηρεάζει αποφασιστικά την κατανομή άλλων μορφών δύναμης. Όπως το θέτει ο Μπακούνιν:[12]

Είναι φανερό ότι η νομική ιδέα της ιδιοκτησίας, όπως επίσης και το οικογενειακό δίκαιο, μπορούσε να αναδυθεί ιστορικά μόνο στο Κράτος, η πρώτη αναπόφευκτη πράξη του οποίου ήταν η εγκαθίδρυση αυτού του δικαίου και της ιδιοκτησίας.

Τέλος, για τους φεμινιστές, το καθοριστικό στοιχείο είναι η πατριαρχική δομή της κοινωνίας, ενώ για τους οικολόγους το στοιχείο αυτό είναι η κουλτούρα της κυριαρχίας της Κοινωνίας πάνω στη Φύση —μια κουλτούρα που καθορίζεται από την άνιση κατανομή κυρίως της οικονομικής και πολιτικής δύναμης.

 

Ωστόσο, σήμερα αντιμετωπίζουμε το τέλος των «παραδοσιακών» αντισυστημικών κινημάτων που αμφισβητούσαν μία μορφή εξουσίας ως τη βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας. Το ζήτημα δηλαδή σήμερα δεν είναι πια η αμφισβήτηση της μίας ή της άλλης μορφής δύναμης αλλά η αμφισβήτηση της ανισότητας στην κατανομή κάθε μορφής δύναμης, με άλλα λόγια, η αμφισβήτηση των ίδιων των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών. Απ’ αυτή την κατάρρευση των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων προκύπτει η ανάγκη για ένα νέο τύπο αντισυστημικού κινήματος, όπως θα δείξουμε στην τελευταία ενότητα.

 

 

2. Η αλλαγή των συστημικών παραμέτρων στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα, τόσο τα παλαιά (σοσιαλιστικά και αναρχικά) όσο και τα «νέα» (Πράσινα, φεμινιστικά κ.τ.λ.), έχουν καταρρεύσει. Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στις επόμενες ενότητες, παρότι τα κινήματα αυτά δραστηριοποιούνται ακόμα, έχουν ουσιαστικά χάσει τον αντισυστημικό χαρακτήρα τους και συνεχίζουν να υπάρχουν, είτε ως ρεφορμιστικά κινήματα (τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα, πολλές αναρχικές τάσεις και όλα τα «νέα κινήματα») είτε ως υποτιθέμενα αντισυστημικά κινήματα τα οποία ωστόσο δεν προβάλλουν ρητά αντισυστημικά αιτήματα αλλά υιοθετούν αντίθετα τη συνήθη πρακτική του «λαϊκού μετώπου» της Αριστεράς γύρω από ένα πρόγραμμα ρεφορμιστικών απαιτήσεων (τροτσκιστές και άλλοι). Στην πραγματικότητα, οι μόνες σημαντικές αντισυστημικές δυνάμεις σήμερα που αμφισβητούν άμεσα το «σύστημα» (δηλαδή την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία) είναι μερικές τάσεις μέσα στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Συνεπώς, το ζήτημα που προκύπτει είναι πώς μπορούμε να εξηγήσουμε τη σημερινή ουσιαστική κατάρρευση των αντισυστημικών κινημάτων και να εκτιμήσουμε τις προοπτικές για ένα νέο παγκόσμιο αντισυστημικό κίνημα. Για να διερευνήσουμε το θέμα αυτό πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τις σημερινές συστημικές παραμέτρους εφόσον είναι ακριβώς η αλλαγή στις συστημικές παραμέτρους —στο τελευταίο περίπου τέταρτο του περασμένου αιώνα— η οποία μπορεί να εξηγήσει τόσο την κατάρρευση των αντισυστημικών κινημάτων, όσο και τη μορφή που προσλαμβάνουν οι σύγχρονες αντισυστημικές δυνάμεις μέσα στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης.

 

Οι σημαντικές αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους που, κατά τη γνώμη μου, εξηγούν τη σημερινή κρίση των αντισυστημικών κινημάτων είναι οι ακόλουθες:

 

α) Η μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα

β) Οι επακόλουθες αλλαγές στην ταξική δομή καθώς και οι πολιτικές συνέπειές τους

γ) Η ιδεολογική κρίση και η άνοδος του μεταμοντερνισμού και του    ανορθολογισμού

 

Στο υπόλοιπο αυτής της ενότητας θα εξετάσουμε εν συντομία αυτές τις αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους, οι οποίες έχουν εξεταστεί λεπτομερώς σε προηγούμενα τεύχη του Δημοκρατία & Φύση.

 

 

Η μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα

 

Όπως έχει αναλυθεί αλλού,[13] σύμφωνα με την προβληματική της ΠΔ, οι κύριες εξελίξεις που σημάδεψαν την άνοδο της σύγχρονης κοινωνίας, πριν από δύο αιώνες περίπου, ήταν η θέσμιση του διαχωρισμού της κοινωνίας από την οικονομία (σύστημα της οικονομίας της αγοράς) και η παράλληλη θέσμιση του διαχωρισμού της κοινωνίας από την πολιτεία (αντιπροσωπευτική «δημοκρατία»). Από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς ξεκίνησε μια μακράς διάρκειας κοινωνική πάλη, η οποία μαινόταν για πάνω  από εκατόν πενήντα χρόνια —από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα— ανάμεσα σ’ αυτούς που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς, δηλ. την καπιταλιστική ελίτ που έλεγχε την παραγωγή και τη διανομή, και την υπόλοιπη κοινωνία. Οι ελίτ που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς (με την υποστήριξη άλλων κοινωνικών ομάδων οι οποίες επωφελούνταν απ’ αυτό το θεσμικό πλαίσιο) στόχευαν στην μεγαλύτερη δυνατή αγοραιοποίηση της εργασίας και της γης —δηλαδή, στόχευαν στην ελαχιστοποίηση όλων των κοινωνικών ελέγχων που είχαν ως σκοπό την προστασία της εργασίας και της γης— έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή τους με ελάχιστο κόστος. Από την άλλη μεριά, όσοι βρίσκονταν στο άλλο άκρο της κοινωνικής πυραμίδας και ιδιαίτερα η εργατική τάξη που αναπτυσσόταν αριθμητικά εκείνη την περίοδο, στόχευαν στη μεγιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην εργασία, στόχευαν δηλαδή στη μεγιστοποίηση της αυτοπροστασίας της κοινωνίας ενάντια στους κινδύνους της οικονομίας της αγοράς, και ιδιαίτερα ενάντια στην ανεργία και τη φτώχια.

 

Η αλληλεπίδραση των «υποκειμενικών» παραγόντων (δηλ. το αποτέλεσμα της κοινωνικής πάλης σε κάθε ιστορική στιγμή) και των «αντικειμενικών» παραγόντων  (δηλ. η δυναμική «ανάπτυξη-ή-θάνατος» της οικονομίας της αγοράς και οι τεχνολογικές και οργανωτικές συνέπειές της) καθόρισε, με την πάροδο του χρόνου, τον χαρακτήρα της νεώτερης κοινωνίας   η οποία πέρασε μέσα από τους εξής μετασχηματισμούς οι οποίοι καθόρισαν τις τρεις ιστορικές μορφές της νεωτερικότητας:

 

  • πρώτον, τη φιλελεύθερη νεωτερικότητα, η οποία κράτησε μόλις μισό αιώνα, μεταξύ της δεκαετίας του 1830 κι’ αυτής του 1880, και συνοδεύτηκε από την πρώτη απόπειρα διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς —μια απόπειρα που, για τους λόγους οι οποίοι εξηγήθηκαν αλλού[14], απέτυχε,
  • δεύτερον, την κρατικιστική νεωτερικότητα, η οποία ακολούθησε τη φιλελεύθερη νεωτερικότητα (μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού), με την εγκαθίδρυση μιας ακραίας μορφής κρατισμού στην Ανατολή (ως αποτέλεσμα της πρώτης πετυχημένης σοσιαλιστικής επανάστασης το 1917) και μιας ηπιότερης μορφής κρατισμού στη Δύση —στην αρχή με τη μορφή εθνικο-σοσιαλισμού και αργότερα με τη μορφή  κράτους πρόνοιας (ως αποτέλεσμα της άνθησης του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο). Η κρατικιστική μορφή της νεωτερικότητας χαρακτηρίστηκε από μια συστηματική προσπάθεια να εξαλειφθεί η βάσει της αγοράς κατανομή των πόρων στην Ανατολή, και από  μια παράλληλη απόπειρα να εισαχθούν σημαντικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας στη Δύση. Αλλά, για λόγους που έχω αναλύσει αλλού[15], και οι δύο μορφές κρατικιστικής νεωτερικότητας κατέρρευσαν. Έτσι, η  μορφή της κρατικιστικής νεωτερικότητας στην Ανατολή κατέρρευσε εξαιτίας της αυξανόμενης ασυμβατότητας ανάμεσα στις απαιτήσεις μιας «αποτελεσματικής» οικονομίας ανάπτυξης και στις θεσμικές ρυθμίσεις (ιδιαίτερα τον κεντρικό σχεδιασμό και την κομματική δημοκρατία) που είχαν εισαχθεί σ’ αυτές τις κοινωνίες σύμφωνα  με τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία[16]. Παρόμοια, η  μορφή της κρατικιστικής νεωτερικότητας στη Δύση κατέρρευσε εξαιτίας της θεμελιώδους ασυμβατότητας ανάμεσα στις απαιτήσεις ενός αναπτυσσόμενου κρατισμού και την παράλληλη επιτάχυνση της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς.[17]
  • τρίτον, τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, που ακολούθησε την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (την ανατολική μορφή του κρατισμού) και την παράλληλη κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας (τη δυτική μορφή του κρατισμού). Είναι παγκοσμιοποιημένη επειδή, για πρώτη φορά στην Ιστορία έχει εγκαθιδρυθεί, μια επιτυχημένη, σχεδόν αυτορυθμιζόμενη, διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, της οποίας η αναπαραγωγή εξασφαλίζεται από τη δραστηριότητα της υπερεθνικής ελίτ που διευθύνει αυτήν την παγκοσμιοποίηση.  Και είναι νεοφιλελεύθερη, διότι το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών είναι η αναγκαία συνθήκη για την αναπαραγωγή μιας επιτυχημένης και αυτορυθμιζόμενης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Ο χαρακτηρισμός «επιτυχημένη» δεν σημαίνει φυσικά πως η σημερινή παγκοσμιοποίηση εξασφαλίζει ότι όλοι ωφελούνται απ’ αυτήν τη διαδικασία, ή ακόμα ότι η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνεται ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, όπως ισχυρίζονται οι σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι και πολιτικοί, συγχέοντας τους στόχους της σοσιαλδημοκρατίας μ’ αυτούς των ελίτ. Ο βαθμός επιτυχίας της σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας πρέπει να αποτιμάται πάντα σε σχέση με τους στόχους των ελίτ που την ελέγχουν. Ο κύριος στόχος τους ήταν πάντα η εξασφάλιση της αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος που εγγυάται τη μέγιστη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια τους και, με βάση αυτήν την εκτίμηση, η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι πολύ επιτυχημένη στην επίτευξη αυτού του στόχου, όπως δείχνουν και τα στοιχεία για την επιταχυνόμενη συγκέντρωση πλούτου και εισοδήματος (δηλ. για την αυξανόμενη ανισότητα) στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας.[18]

 

Μ’ αυτήν την προβληματική, αποτελεί σοβαρό λάθος το να αποδίδουμε τη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αποκλειστικά σε «αντικειμενικούς» παράγοντες ή, εναλλακτικά, μονάχα σε υποκειμενικούς παράγοντες, αγνοώντας την αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο  κατηγοριών παραγόντων.

 

Ο πρώτος τύπος προσέγγισης είναι αυτός που υιοθετείται από τους νεοφιλελεύθερους και τους «σοσιαλ-φιλελεύθερους»[19] οι οποίοι τονίζουν τη σημασία των τεχνολογικών αλλαγών (επανάσταση πληροφορικής κ.τ.λ.), αγνοώντας την κρίσιμη σημασία της αποδυνάμωσης του εργατικού κινήματος, ως συνέπεια της απο-βιομηχανοποίησης το τελευταίο τέταρτο του 20ού αι., και την συνακόλουθη κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου κινήματος επί του σοσιαλιστικού κινήματος.

 

Ο δεύτερος τύπος προσέγγισης είναι αυτός που υιοθετείται από τη ρεφορμιστική Αριστερά, μέσα στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε δύο κύριες τάσεις.

 

Η μία τάση (Μπουρντιέ, Τσόμσκι κ.α.[20]), αγνοώντας τους αντικειμενικούς παράγοντες και ιδιαίτερα την άνοδο της πολυεθνικής επιχείρησης και την ακόλουθη ανάδυση της υπερεθνικής ελίτ, αναφέρεται σε καπιταλιστικές συνωμοσίες που στοχεύουν στην επιβολή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, σε μια ανόητη προσπάθεια να δειχτεί ότι η σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι αναστρέψιμη —αν όχι ένας μύθος! Το αβάσιμο συμπέρασμά τους είναι ότι μια ελεγχόμενη παγκοσμιοποίηση (δηλ. μια επιστροφή σε κάποιο είδος κρατισμού) είναι εφικτή, ακόμα και μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της σημερινής οικονομίας της αγοράς.

 

Η άλλη τάση (Hardt & Negri), επικαλούμενη τη μαρξιστική ορθοδοξία, υιοθετεί μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή της θεωρίας περί καπιταλιστικής συνωμοσίας, σύμφωνα με την οποία το κεφάλαιο, αντιμετωπίζοντας κρίση στην ικανότητά του «να κυριαρχεί στη συγκρουσιακή σχέση του με την εργασία μέσω μίας κοινωνικής και πολιτικής διαλεκτικής», κατέφυγε σε μια διπλή επίθεση ενάντια στην εργασία: πρώτον, μια άμεση εκστρατεία ενάντια στον κορπορατισμό και τη συλλογική διαπραγμάτευση και, δεύτερον, μια αναδιοργάνωση του χώρου εργασίας μέσω της  αυτοματοποίησης και της χρήσης υπολογιστών, αποκλείοντας κατ' αυτό τον τρόπο στην πράξη την ίδια την εργασία από την παραγωγή».[21] Το συμπέρασμα που εξάγεται από τους Hardt & Negri είναι ότι «ο νεοφιλελευθερισμός της δεκαετίας του 80 συνιστούσε «μια επανάσταση από τα πάνω». Αυτή η «επανάσταση», όπως τονίζουν σε ένα πιο πρόσφατο βιβλίο,[22] προκλήθηκε από τη συσσώρευση προλεταριακών αγώνων οι οποίοι λειτούργησαν ως ο «κινητήρας της κρίσης» της δεκαετίας του ’70 —μιας κρίσης η οποία με τη σειρά της ήταν μέρος των αντικειμενικών και αναπόφευκτων κύκλων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ανάλυσης —η οποία βασίζεται κυρίως σε αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με τη φύση του κράτους πρόνοιας (το οποίο  υποθέτουν ότι εξακολουθεί να υπάρχει στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, αγνοώντας το γεγονός ότι αντικαθίσταται παντού από ένα «δίχτυ ασφαλείας») και μια συγχυσμένη καθώς και αντιφατική ανάλυση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης— είναι ότι και αυτή η ανάλυση καταλήγει με ρεφορμιστικά αιτήματα, χωρίς ξεκάθαρο όραμα για μία μελλοντική κοινωνία.

 

Έτσι, παρόλο που το περιεχόμενο των αιτημάτων που προτείνονται από τις δυο αυτές τάσεις στην Αριστερά δεν είναι ακριβώς το ίδιο, εφόσον η πρώτη προτείνει μία επιστροφή σε ένα είδος κρατισμού προκειμένου να ελεγχθεί η παγκοσμιοποίηση ενώ η δεύτερη προτείνει ελεύθερη κίνηση της εργασίας, κοινωνικό μισθό, εγγυημένο εισόδημα για όλους, ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές της γνώσης, της πληροφορίας, της επικοινωνίας κ.λπ.[23], ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας των αιτημάτων και των δύο αυτών τάσεων είναι αξιοσημείωτος. Εντούτοις, ενώ η πρώτη τάση υποθέτει ότι η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι αναστρέψιμη ακόμα και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, η δεύτερη τάση όχι μόνο υποθέτει ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μη-αναστρέψιμη αλλά, επίσης, την βλέπει ευνοϊκά, ως μία «αντικειμενική» βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να χτιστεί μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση (παρόλο που το περιεχόμενο αυτής της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης δεν συγκεκριμενοποιείται ποτέ)[24]. Όμως, όπως έχει δειχθεί αλλού[25], η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι μια διαδικασία, η οποία τέθηκε σε κίνηση ταυτόχρονα με την ίδια την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, παρόλο που είναι αλήθεια ότι σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρυνόταν ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενόψει —ιδιαίτερα— της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο,  η διεθνοποίηση αυτή ήταν το αποτέλεσμα κυρίως «αντικειμενικών» παραγόντων που σχετίζονταν με τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Οι «υποκειμενικοί»  παράγοντες, στη μορφή  κοινωνικών αγώνων, έπαιζαν έναν παθητικό ρόλο σε σχέση με αυτή την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς —ιδιαίτερα μετά τη σημαντική υποχώρηση του εργατικού κινήματος που προαναφέραμε.

 

Με αυτή την έννοια, οι αλλαγές στις πολιτικές των βασικών διεθνών οργανισμών (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.) και οι συνακόλουθες αλλαγές στις εθνικές πολιτικές που στόχευαν στο άνοιγμα και τη φιλελευθεροποίηση των αγορών ήταν περισσότερο «ενδογενείς», αντανακλώντας και θεσμοποιώντας τις υπάρχουσες τάσεις της οικονομίας της αγοράς, παρά εξωγενείς, όπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική Αριστερά. Με άλλα λόγια, μολονότι η δημιουργία ενός συστήματος αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς τον 19ο αιώνα ήταν αδύνατη χωρίς την κρίσιμη κρατική υποστήριξη στη δημιουργία εθνικών αγορών, εντούτοις, από την στιγμή που εγκαθιδρύθηκε, το σύστημα δημιούργησε τη δική του μη αναστρέψιμη δυναμική, η οποία οδήγησε στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς[26]. Επομένως, η άνοδος της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι  βασικά το αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής διαδικασίας και όχι το αποτέλεσμα συνωμοσιών, ή των πολιτικών κακών νεοφιλελεύθερων κομμάτων και/ή διεφθαρμένων σοσιαλδημοκρατικών κόμματων, όπως ισχυρίζονται οι ρεφορμιστές στην αριστερά. Στη πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η οποία απλώς είχε διακοπεί με την άνοδο του κρατισμού τη δεκαετία του ’30 . Τη δεκαετία του ’70, όμως, ο κρατισμός στην οικονομία κατέρρευσε, όταν έγινε φανερό ότι το είδος κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά που χαρακτήριζε την κρατικιστική περίοδο δεν ήταν πλέον συμβατό με τη νέα διεθνοποίηση που αναδύθηκε την ίδια περίοδο. Αυτό το ιστορικό γεγονός σηματοδοτούσε στο πολιτικό επίπεδο το τέλος της σοσιαλ-δημοκρατικής συναίνεσης, η οποία σημάδεψε τo πρώτο στάδιο της μεταπολεμικής περιόδου —δηλ. τη συναίνεση τόσο των συντηρητικών όσο και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πάνω στη δέσμευση για ένα ενεργό κρατικό παρεμβατισμό με στόχο τον καθορισμό του συνολικού επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας, έτσι ώστε να είναι δυνατή η επίτευξη μιας σειράς σοσιαλδημοκρατικών στόχων (πλήρης απασχόληση, κράτος πρόνοιας, καλύτερη διανομή εισοδήματος κ.λπ).

 

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι θεμελιώδεις αλλαγές στην οικονομική δομή που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες σημάδεψαν την μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, είχαν επιπτώσεις στο πολιτικό επίπεδο. Όπως έχει επισημανθεί αλλού[27], η τυπική μορφή της πολιτικής δομής σε μια σύγχρονη κοινωνία που είναι περισσότερο συμβατή από οποιαδήποτε άλλη μορφή πολιτικής δομής (θεωρητικά αλλά και ιστορικά) με την οικονομία της αγοράς, είναι η αντιπροσωπευτική (φιλελεύθερη) «δημοκρατία». Εντούτοις, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διάφορες μορφές  πολιτικών δομών στην εποχή της νεωτερικότητας. Έτσι, η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» της φιλελεύθερης νεωτερικότητας εξελίχθηκε σε ένα πολιτικό σύστημα με υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης της πολιτικής δύναμης στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής νεωτερικότητας, τόσο στην Δύση όσο και, πολύ περισσότερο, στην Ανατολή. Αυτό το σύστημα αντικαθίσταται σήμερα από νέες διεθνοποιημένες πολιτικές δομές ώστε να είναι συμβατό με τις ήδη διεθνοποιημένες οικονομικές δομές. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός ακόμη  υψηλότερου βαθμού συγκέντρωσης  πολιτικής δύναμης που αντιστοιχεί στην ανάλογη τεράστια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης την οποία επέφερε η παγκοσμιοποίηση. Έτσι, στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το παλαιό Βεστφαλιακό σύστημα των κυρίαρχων Εθνών-Κρατών αντικαθίσταται από ένα πολύ-επίπεδο σύστημα πολιτικό-οικονομικών ενοτήτων, οι οποίες στο μικρό-επίπεδο εμφανίζονται με τη μορφή μικρό-περιοχών», παγκόσμιων πόλεων ακόμη και παραδοσιακών κρατών, ενώ στο νέο διεθνοποιημένο μακρό-επίπεδο (όπου παίρνονται οι σημαντικότερες αποφάσεις) εμφανίζονται με τη μορφή της νέας πολυεθνικής ελίτ[28] και των πολιτικών και οικονομικών εκφράσεων της (G8, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ.).

 

Όμως, εάν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι ούτε συνωμοσία, ούτε μη-αναστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να την καλωσορίσουμε, όπως κάνουν οι Hardt & Negri,[29] επειδή υποτίθεται παρέχει μια «αντικειμενική» βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να χτιστεί μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση —πράγμα που θυμίζει τις συνηθισμένες «αντικειμενιστικες» αναλύσεις για τα «αναγκαία κακά» που δήθεν δημιουργεί η διαδικασία της Προόδου. Όπως έχει επισημανθεί αλλού,[30] δεν θα έπρεπε κανείς να ξεχνά, ότι η αποδοχή της ιδέας της Προόδου (που πολύ λίγοι την υιοθετούν στις μέρες μας) υποδηλώνει επίσης την αποδοχή τέτοιων «προοδευτικών» συμπερασμάτων όπως το μαρξιστικό συμπέρασμα σχετικά με τον «προοδευτικό ρόλο της αποικιοκρατίας»[31] ή το αντίστοιχο αναρχικό συμπέρασμα ότι το κράτος είναι ένα «κοινωνικά αναγκαίο κακό»[32]. Από την άλλη μεριά, αν υιοθετήσουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει μια μονογραμμική ή διαλεκτική διαδικασία Προόδου και μια αντίστοιχη εξελικτική διαδικασία προς μορφές κοινωνικής οργάνωσης που βασίζονται στην αυτονομία και, αντίθετα, υποθέσουμε ότι οι ιστορικές απόπειρες για αυτονομία/δημοκρατία αντιπροσωπεύουν μια ρήξη με το παρελθόν, τότε, μορφές κοινωνικής αλλαγής όπως η αποικιοκρατία και ο θεσμός του κράτους μπορούν να θεωρηθούν απλώς ως «κοινωνικά δεινά», χωρίς να έχουν κανένα χαρακτήρα «αναγκαίου» είτε όσον αφορά την εμφάνιση τους στο παρελθόν, είτε όσον αφορά την μορφή που έχει λάβει η κοινωνική αλλαγή από τότε, ή θα πάρει στο μέλλον.

 

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση η οποία δεν έχει τίποτα «απαραίτητο» καθώς είναι απλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας αρχικής επιλογής που επιβλήθηκε στην κοινωνία από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ —δηλ. της επιλογής για μια οικονομία της αγοράς και μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία»[33]. Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να αποτελέσει την «αντικειμενική βάση» για μια νέα δημοκρατική κοινωνία. Μια τέτοια κοινωνία πρέπει, αντίθετα, να ξηλώσει αυτό που περνά για πολιτική και οικονομική δημοκρατία σήμερα και να δημιουργήσει γνήσιους δημοκρατικούς θεσμούς, οι οποίοι θα έχουν ελάχιστη σχέση με τους σημερινούς υποτιθέμενους δημοκρατικούς θεσμούς. Επομένως, αν με τον όρο «συστημική αλλαγή»  εννοούμε την πραγματική αλλαγή προς μια νέα κοινωνία βασισμένη στην ισοκατανομή της εξουσίας/δύναμης, όπως είναι ο τύπος κοινωνίας που οραματίζεται το πρόταγμα της ΠΔ, τότε προφανώς η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κάθε άλλο παρά αποτελεί την «αντικειμενική βάση» για παρόμοια κοινωνία! 

 

 

Αλλαγές στην ταξική δομή και οι πολιτικές τους επιπτώσεις

 

Η μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα είχε πολύ σημαντικές συνέπειες στις ταξικές δομές, ειδικά στον Βορρά αλλά επίσης και στον Νότο, παρόλο που ο περιφερειακός χαρακτήρας της οικονομίας της αγοράς στον Νότο έχει οδηγήσει στη δημιουργία ορισμένων αξιοσημείωτων διαφοροποιήσεων στις ταξικές δομές του σε σχέση με αυτές του Βορρά. Η νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, σε συνδυασμό με τις σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση της πληροφορικής) που σηματοδοτούν την είσοδο της οικονομίας της αγοράς σε μια μετά-βιομηχανική περίοδο, οδήγησαν στη δημιουργία νέων «ταξικών διαιρέσεων» τόσο στο οικονομικό όσο και στο μη-οικονομικό επίπεδο, όπως συζητήθηκε και αλλού[34].

 

Στο οικονομικό επίπεδο, το συνδυαστικό αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν μια δραστική αλλαγή στη δομή της απασχόλησης η οποία μείωσε μαζικά το μέγεθος της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Για παράδειγμα, στις χώρες της «ομάδας των 7» (πλην Καναδά), το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολούνταν στην μεταποίηση έπεσε περισσότερο από ένα τρίτο ανάμεσα στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 και στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 —ένα γεγονός που είχε σημαντικές επιπτώσεις στην δύναμη και στη σπουδαιότητα των εργατικών συνδικάτων και των σοσιαλ-δημοκρατικών κομμάτων. Έτσι, στις ΗΠΑ, τα εργατικά συνδικάτα αποδεκατίστηκαν μέσα σε 2 μόνο δεκαετίες, με τη μείωση των μελών τους  από  περίπου 35 εκ. σε 15 εκ, ενώ στην Βρετανία, 14 χρόνια Θατσερισμού ήταν αρκετά για να μειώσουν τα μέλη των εργατικών σωματείων από 13,3 εκ το 1979 σε κάτω από 9 εκ το 1993. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται στον αριθμό των μελών των εργατικών σωματείων στο Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Νορβηγία ακόμα και στην Σουηδία.[35] Χρησιμοποιώντας μόνο οικονομικές κατηγορίες μπορούμε να δούμε τις ακόλουθες ταξικές διαιρέσεις στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στα δύο άκρα της οικονομικής ταξικής διαίρεσης βρίσκονται η υπο-τάξη και η υπερ-τάξη. Η υποτάξη συνίσταται κυρίως από τους άνεργους και τους ανενεργούς (οι οποίοι, αντίθετα με το παρελθόν, δεν αποτελούνται μόνο από γυναίκες που μένουν στο σπίτι, αλλά, κυρίως, από άντρες σε εργάσιμη ηλικία και οικογένειες με ένα γονιό) και από τους υπο-απασχολουμένους (παρτ-ταιμ, περιστασιακούς εργάτες) οι οποίοι πέφτουν κάτω από τη γραμμή της φτώχειας. Η υποτάξη, επομένως, περιλαμβάνει διάφορα μη-προνομιούχα στρώματα, από συνταξιούχους και οικογένειες με ένα γονιό που λαμβάνουν κρατική ενίσχυση, έως τους «νεόπτωχους» (δηλ.  τους χαμηλόμισθους) τους μετανάστες, τους άνεργους και τους άστεγους. Στη Βρετανία, έχει υπολογιστεί ότι εκείνοι που βρίσκονται σε «εντελώς μειονεκτική θέση», (όρος παρόμοιος με την υποτάξη) αποτελούν περίπου το 30% του ενήλικου εργαζόμενου πληθυσμού[36]  και ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός γυναικών, έγχρωμων και άλλων πολιτών «δεύτερης κατηγορίας» (εθνικές μειονότητες κ.λπ.) ανήκουν στην υποτάξη, σαν αποτέλεσμα της σχετικής έλλειψης πολιτικής και οικονομικής τους δύναμης αναφορικά με τους πολίτες πρώτης κατηγορίας. Στο άλλο άκρο της κλίμακας είναι η νέα υπερτάξη που αποτελείται από την ανώτερη τάξη και την ανώτερη μεσαία τάξη, η οποία δημιουργήθηκε από τη διαδικασία αγοραιοποίησης στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα. Η υπερτάξη, σε μια χώρα σαν τη Βρετανία, υπολογίζεται σε ποσοστό περίπου 5-6% του πληθυσμού το οποίο λαμβάνει ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος του εισοδήματος και του πλούτου.

 

Τέλος, ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους είναι τα «μεσαία στρώματα» τα οποία αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Αν χρησιμοποιήσουμε ξανά το βρετανικό παράδειγμα, αυτά τα μεσαία  στρώματα αποτελούν περίπου τα 2/3 του πληθυσμού. Εντούτοις, για να έχουμε μια καλύτερη άποψη αυτής της ταξικής δομής, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ του χαμηλότερου και του υψηλότερου τμήματος αυτών των μεσαίων στρωμάτων, δεδομένων των σημαντικών διαφοροποιήσεων που χαρακτηρίζουν τις κοινωνικές ομάδες που ανήκουν στο κάθε τμήμα όσον αφορά το εισόδημα, την ασφάλεια απασχόλησης, τις αξίες και τη πολιτική τους.

 

Έτσι, τα χαμηλότερα τμήματα του μεσαίου στρώματος, αποτελούμενα από το 30% περίπου του πληθυσμού, περιλαμβάνουν όλους αυτούς σε ανασφαλείς δουλειές (δηλαδή αυτές που δεν προσφέρουν καμιά ασφάλεια για το μέλλον), συνήθως χαμηλά αμειβόμενες και ελάχιστα προστατευόμενες («οι περιθωριοποιημένοι και ανασφαλείς» όπως αποκαλούνται). Σε αυτή τη κατηγορία ανήκουν και αυτοί που βρίσκονται στον διογκούμενο στρατό των παρταιμερς και των περιστασιακά εργαζόμενων σε χαμηλά αμειβόμενες εργασίες χωρίς κανονική εργασιακή προστασία αλλά με εισοδήματα πάνω από τη γραμμή φτώχειας, καθώς επίσης και οι παραδοσιακοί εργάτες σε χαμηλής ειδίκευσης χειρονακτική εργασία. Έτσι, σε αυτό το τμήμα του πληθυσμού θα μπορούσαμε να περιλάβουμε τις ακόλουθες ταξικές διαιρέσεις: τους μικροαστούς, οι οποίοι στην νεοφιλελεύθερη φάση δείχνουν σημάδια αριθμητικής αύξησης σαν αποτέλεσμα μιας σημαντικής ανόδου του αριθμού των αυτό-απασχολούμενων· τους αγρότες, των οποίων ο αριθμός συνεχώς μειώνεται ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης του διεθνούς ανταγωνισμού; και, τέλος, την παραδοσιακή εργατική τάξη, που επίσης συρρικνώνεται δραστικά στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ιδιαίτερα στις προηγμένες οικονομίες της αγοράς ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής ανάπτυξης και της μεταφοράς μέρους της μεταποιητικής διαδικασίας σε χαμηλού κόστους περιοχές στον Νότο. Από την άλλη μεριά, το ανώτερο τμήμα αυτών των μεσαίων στρωμάτων αποτελείται από αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε η νέα μεσαία τάξη, η οποία παίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην υποστήριξη της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αποτελείται κυρίως από όσους απασχολούνται σε καλοπληρωμένες θέσεις στον ακμάζοντα τομέα των υπηρεσιών των προηγμένων οικονομιών της αγοράς. Σήμερα, υπολογίζεται ότι ο αριθμός μόνο του επαγγελματικού και τεχνικού προσωπικού στις περισσότερο προηγμένες οικονομίες της αγοράς, συνιστά πάνω από το 20% των υπάλληλων[37]. Εντούτοις, η νέα μεσαία τάξη θα πρέπει να περιλαμβάνει συνολικά περίπου το 35% του πληθυσμού,[38] και αποτελεί αυτό που έχει περιγραφεί ως η προνομιούχος μειονότητα[39] ή η ικανοποιημένη εκλογική πλειονότητα,[40] δηλαδή το τμήμα του πληθυσμού το οποίο είναι πλήρως απασχολούμενο σε καλοπληρωμένες και ασφαλείς εργασίες και ελέγχει σχεδόν τα 2/3 του εθνικού εισοδήματος,[41] ενώ με την πολιτική και οικονομική του δύναμη καθορίζει το εκλογικό αποτέλεσμα.

 

Οι αξίες, η κουλτούρα και η συμπεριφορά της νέας μεσαίας τάξης βρίσκονται κάπου ανάμεσα σε αυτές των μικροαστών και της υπερτάξης. Ως αποτέλεσμα, σε κάποια θέματα μπορεί να συμμαχούν με τους  μικροαστούς και την παραδοσιακή εργατική τάξη ενώ σε άλλα μπορεί να συμμαχούν με την υπερτάξη. Το πρώτο συμβαίνει σε θέματα όπως είναι η λήψη μέτρων για να αποφευχθεί η πλήρης αγοραιοποίηση της κοινωνίας, ή η ακόμη μεγαλύτερη χειροτέρευση της οικολογικής κρίσης —θέματα στα οποία, στις ανεπτυγμένες οικονομίες της αγοράς,  έχει σχηματιστεί μια εκλογική συμμαχία από τα κάτω (νέα μεσαία τάξη, μικροαστοί, παραδοσιακή εργατική τάξη) η οποία αποτελεί τη βάση δύναμης των σοσιαλ-φιλελεύθερων η κέντρο-αριστερών (πρώην σοσιαλ-δημοκρατικών), καθώς επίσης και των Πράσινων κομμάτων. Το δεύτερο συμβαίνει σε θέματα όπως η αντίθεση προς οποιαδήποτε εξάπλωση του κρατισμού και του κράτους πρόνοιας —θέματα στα οποία στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς έχει σχηματισθεί μια εκλογική συμμαχία από τα κάτω (νέα μεσαία τάξη και  υπερτάξη) η οποία αποτελεί τη βάση  δύναμης των «καθαρά» νεοφιλελεύθερων η κέντρο-δεξιών  κομμάτων. Δεδομένου ότι η νέα μεσαία τάξη είναι επίσης η εκλογική πλειοψηφία (επειδή τα μέλη της παίζουν ενεργό ρόλο στην εκλογική διαδικασία, σε αντίθεση με τα μέλη της υπόταξης που συνήθως δεν ενδιαφέρονται να ψηφίσουν απογοητευμένα από την ανικανότητα των πολιτικών κομμάτων να λύσουν τα προβλήματα τους), είναι φανερό ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες  καθορίζεται βασικά από τη συμπεριφορά των μελών αυτής της τάξης. Επιπλέον, η κυριαρχία του τομέα των υπηρεσιών σήμερα, με την πόλωση που τον χαρακτηρίζει ανάμεσα σε ένα μέσο-αστικό κοινωνικό στρώμα υψηλόμισθων επαγγελματιών (σημαντικός αριθμός των οποίων είναι γυναίκες) και ένα χαμηλόμισθο κοινωνικό στρώμα που εργάζεται κάτω από συνθήκες που μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις παραδοσιακές συνθήκες εργοστάσιου, ήταν τεράστιας σημασίας για την ανάδυση των «νέων κοινωνικών κινημάτων» (φεμινιστικό, πράσινοι κ.λπ.).

 

Στο μη-οικονομικό επίπεδο,  κοινωνικές διαιρέσεις που βασίζονται στο φύλο, στη φυλή και σε άλλες κατηγορίες «ταυτότητας» (π.χ. την εθνική ταυτότητα), οι οποίες καθ’ όλη τη διάρκεια της νεωτερικότητας δεν πήραν ποτέ τη μορφή  ταξικής διαίρεσης με την μαρξιστική έννοια, αλλά ήταν εντούτοις υποβόσκουσες, έγιναν ακόμα πιο σημαντικές στη εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας εξαιτίας των αλλαγών που σημειώσαμε παραπάνω. Έτσι, ιεραρχικές δομές, όπως οι δομές της πατριαρχικής οικογένειας, όχι μόνο παρέμειναν ανεπηρέαστες από την άνοδο των τάξεων, αλλά στην πραγματικότητα  βρισκόντουσαν σε σχέση αλληλεπίδρασης με τις ταξικές δομές και έγιναν βασικό μέσο αναπαραγωγής τους. Παρόμοια, η ανάδυση του έθνους-κράτους στην πρώτη φάση της νεωτερικότητας έθεσε τα θεμέλια για συγκρούσεις εθνικιστικού χαρακτήρα. Τελικά, μια νέα εξέλιξη στην ύστερη νεωτερικότητα, η οικολογική κρίση, η οποία ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομίας ανάπτυξης, πρόσθεσε άλλο ένα «διαταξικό» πρόβλημα: το πρόβλημα του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Αυτές οι εξελίξεις στο μη-οικονομικό επίπεδο είναι κρίσιμες στην εξήγηση της εμφάνισης των «νέων κοινωνικών κινημάτων» (οικολογικό, φεμινιστικό, κινήματα «ταυτότητας» και λοιπά) στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα.

 

Εντούτοις, το γεγονός ότι η κυριαρχία και η σύγκρουση έχουν σήμερα τόσο ανομοιογενείς κοινωνικές αιτίες όπως ο ρατσισμός, οι σεξουαλικές προτιμήσεις, η διάκριση φύλων, η οικολογική υποβάθμιση, η συμμετοχή πολιτών, η εθνοτική αυτονομία, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, αντί για τις ταξικές (με την οικονομική έννοια) αιτίες , δεν σημαίνει φυσικά το τέλος των ταξικών διαιρέσεων, όπως υποθέτουν-ορισμένοι. Αυτό που σημαίνει είναι ότι η ταξική πάλη (η οποία θα πρέπει ίσως καλύτερα να αποκαλείται «κοινωνική πάλη» προκειμένου να λάβει υπόψη τη σύγκρουση που προκύπτει από κάθε μορφή ανισοκατανομής δύναμης), δεν είναι πια —αποκλειστικά η έστω πρωταρχικά— για την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά για τον έλεγχο κάθε ατόμου στο οικονομικό αλλά, επίσης, στο πολιτικό και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Αυτό είναι ένα θέμα το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, εγείρει το θέμα της δημοκρατίας, όπως αυτό εκφράστηκε ξεκάθαρα, πρώτα τον Μάη του ’68, και σήμερα ξανά με την άνοδο του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης.

 

 

Η ιδεολογική κρίση και η άνοδος του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού

 

Οι ανωτέρω αλλαγές στις δομικές παραμέτρους συνοδεύτηκαν από μια παράλληλη ιδεολογική κρίση, η οποία έθεσε υπό αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές ιδεολογίες, (αυτό που οι μεταμοντερνιστές μειωτικά αποκαλούν «απελευθερωτικές μετα-αφηγήσεις»), ή ακόμα και τον «αντικειμενικό» Λόγο, αλλά τον Λόγο αυτόν καθ’αυτόν, όπως φαίνεται από την παρούσα άνθιση του ανορθολογισμού σε όλες του τις μορφές (αναβίωση της θρησκείας αλλά επίσης όλων των μορφών πνευματισμού). Έτσι, χωρίς να αγνοούμε ορισμένες θετικές πτυχές του μεταμοντερνισμού, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο μεταμοντερνισμός και ο ανορθολογισμός έχουν γίνει σήμερα  οι «δύο κατάρες» που αποτελούν τους πιο σοβαρούς ιδεολογικούς εχθρούς οποιουδήποτε είδους αντισυστημικού κινήματος.

 

Ωστόσο, παρόλο που τα δύο σύνολα φαινομένων που αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή οι δομικές αλλαγές που σημάδεψαν την είσοδο στην παρούσα νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα (ή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση) και η ιδεολογική κρίση που οδήγησε στον μεταμοντερνισμό και τον ανορθολογισμό, έλαβαν χώρα χονδρικά την ίδια χρονική περίοδο, δηλαδή, το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα ―γεγονός το οποίο, από μόνο του, υποδεικνύει μια στενή σχέση— αυτό δεν υπονοεί μια αυστηρή αιτιακή σχέση ανάμεσα τους, του τύπου που οι Μαρξιστές συνήθιζαν να υποθέτουν ανάμεσα σε αλλαγές στην οικονομική βάση και σε αλλαγές στην «υπερδομή». Ο μεταμοντερνισμός, ειδικότερα, αναπτύχθηκε κυρίως ανεξάρτητα από αυτές τις οικονομικές δομικές αλλαγές, ως το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού από παράλληλες εξελίξεις στο επιστημολογικό επίπεδο (η κρίση του «αντικειμενισμού» και του «επιστημονισμού»), στο ιδεολογικό επίπεδο (η πτώση του Μαρξισμού που συνδέθηκε με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού») και στο οικολογικό επίπεδο (η τεράστια οικολογική κρίση η οποία έβαλε σε μεγάλη αμφισβήτηση την ιδέα της Προόδου.[42]

 

Στην πραγματικότητα, όπως επιχείρησα να δείξω αλλού,[43] η παρούσα εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας έχει ήδη αναπτύξει το δικό της κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Κατά συνέπεια, οι διάφορες μορφές  νεωτερικότητας έχουν δημιουργήσει τα δικά τους κυρίαρχα κοινωνικά παραδείγματα —τα οποία στην πραγματικότητα συνιστούν υπο-παραδείγματα του κύριου παραδείγματος καθώς όλα μοιράζονται ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό: την ιδέα του διαχωρισμού της κοινωνίας από την οικονομία και την πολιτεία, όπως εκφράζονται αντίστοιχα από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» (με την εξαίρεση του Σοβιετικού κρατισμού όπου αυτός ο διαχωρισμός πραγματοποιήθηκε μέσω του κεντρικού σχεδιασμού και της Σοβιετικής «δημοκρατίας»). Εκτός από αυτό το κύριο χαρακτηριστικό, όλες οι μορφές νεωτερικότητας χαρακτηρίζονται επίσης , με κάποιες παραλλαγές, από τις αρχές  του Λόγου, της κριτικής σκέψης και της οικονομικής ανάπτυξης.

 

Μέσα στο πλαίσιο όμως αυτού  του βασικού παραδείγματος, μπορούμε να διακρίνουμε διάφορα υπο-παραδείγματα σε κάθε φάση της νεωτερικότητας. Έτσι, το κυρίαρχο (υπο)παράδειγμα στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται, επίσης, από την πίστη σε ένα μηχανιστικό μοντέλο της επιστήμης, την αντικειμενική αλήθεια, καθώς και σε μερικές αρχές προερχόμενες από τον οικονομικό φιλελευθερισμό όπως το laissez faire και η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας. Παρόμοια, το κυρίαρχο (υπο)παράδειγμα στην κρατικιστική περίοδο  εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από την πίστη στην αντικειμενική αλήθεια και σε μια (λιγότερο μηχανιστική) επιστήμη, αλλά επίσης από ορισμένα στοιχεία από το σοσιαλιστικό παράδειγμα δηλ. τον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό που θεμελιωνόταν στον Κευνσιανισμό στη Δύση, ή τον σοβιετικό κρατισμό που θεμελιωνόταν στον μαρξισμό-λενινισμό στην  Ανατολή. Τέλος, η παρούσα μορφή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση ενός νέου (υπο)παραδείγματος το οποίο τείνει να γίνει κυρίαρχο, αυτό που αλλού[44] αναφέρθηκε ως «νεοφιλελεύθερος μεταμοντερνισμός» (Bell, Fukuyama κ.λπ.), του οποίου τα βασικά στοιχεία είναι ορισμένες νεοφιλελεύθερες αρχές, όπως η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, η αντικατάσταση του κράτους πρόνοιας από δίκτυα ασφαλείας και η μεγιστοποίηση του ρόλου του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία, καθώς επίσης και μια κριτική της προόδου (αλλά όχι της ίδιας της ανάπτυξης), της μηχανιστικής και ντετερμινιστικής επιστήμης (αλλά όχι της ίδιας της επιστήμης), και της αντικειμενικής αλήθειας.

 

Ωστόσο, αν τα κύρια στοιχεία του σημερινού κυρίαρχου παραδείγματος εκφράζουν τον ένα πόλο του μεταμοντερνισμού, δηλ. το νεοφιλελεύθερο μεταμοντερνισμό, τα νέα κοινωνικά κινήματα τα οποία αναπτύχθηκαν στο τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα εκφράζουν τον άλλο πόλο του μεταμοντερνισμού, αυτόν που αποκαλείται «αντιθετικός» ή «αναδομημένος» (reconstructive) μεταμοντερνισμός που επιχειρεί να ανασυγκροτήσει αξίες του Διαφωτισμού και σοσιαλιστικές πολιτικές χρησιμοποιώντας τις μεταμοντέρνες κριτικές της ουσιοκρατιας (essentialism), του αναγωγισμού (reductionism), και  της «θεμελιοκρατίας» (foundationalism). Τα γεγονότα του Μάη του 1968 καθώς και η κατάρρευση του μαρξιστικού στρουκτουραλισμού έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη αυτής της μορφής του μεταμοντερνισμού με βασικά συστατικά του στοιχεία την απόρριψη των παρακάτω:

  • της συνολικής θεώρησης της Ιστορίας ως μιας εξελικτικής διαδικασίας προόδου ή απελευθέρωσης,

  • των «μεγάλων αφηγήσεων», προς όφελος  του πλουραλισμού, της αποσπασματικότητας, της πολυπλοκότητας και των «τοπικών αφηγήσεων»,

  • των κλειστών συστημάτων, της ουσιοκρατίας και του ντετερμινισμού προς όφελος της αβεβαιότητας, της αμφιβολίας και της απροσδιοριστίας,

  • της «αντικειμενικότητας» και της «αλήθειας», προς όφελος του σχετικισμού και της προοπτικότητας (perspectivism).

Όπως φανερώνει η απαρίθμηση των κύριων στοιχείων του μεταμοντερνισμού, η άνθηση του μεταμοντερνισμού δεν είναι άσχετη με την αντίστοιχη ανάδυση του ανορθολογισμού. Στην πραγματικότητα. μερικοί μεταμοντερνιστές είναι σαφείς για αυτή τη σύνδεση. Έτσι, για τον Griffin,[45] «η μεταμοντέρνα επιστήμη επιδιώκει να χαλαρώσει τα όρια ανάμεσα στην επιστημονική και την "μη-επιστημονική γνώση"  προκειμένου να ενσωματώσει άλλες σφαίρες γνώσης και αξίας στις επιστήμες  που ενέχουν "μια νέα ενότητα των επιστημονικών, ηθικών, αισθητικών και θρησκευτικών διαισθήσεων" και μια "δημιουργική σύνθεση" των προμοντέρνων, μοντέρνων, και μεταμοντέρνων ιδεών».

 

Στην πραγματικότητα, το ανορθολογικό στοιχείο, παρά τις προσπάθειες των ορθολογικών μεταμοντέρνων (συνήθως της μετα-μαρξιστικής τάσης) να το υποβαθμίσουν, άσκησε μια αποφασιστική επιρροή στο μεταμοντέρνο παράδειγμα. Είναι πασίγνωστες για παράδειγμα οι οικομεταφυσικές και μυστικιστικές τάσεις τύπου «Νέας Εποχής» του Jeremy Rifkin που  «εγκωμιάζουν ποιητικά την αγάπη, το "αιώνιο" Βασίλειο του πνεύματος, και τη "φυσική αγαθότητα της κοσμικής διαδικασίας"»[46].

 

Ο ανορθολογισμός,[47] ο οποίος άνθησε τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο το τελευταίο περίπου τέταρτο του περασμένου αιώνα, έχει πάρει διάφορες μορφές που κυμαίνονται από την αναβίωση, σε μερικές περιπτώσεις, των παλαιών θρησκειών (χριστιανισμός, Ισλάμ κ.λπ.) μέχρι την εξάπλωση διάφορων ανορθολογικών τάσεων (μυστικισμός, πνευματισμός, αστρολογία, εσωτερισμός, νεοπαγανισμός, «Νέα Εποχή» κ.λπ.) οι οποίες, ειδικά στο Βορρά, απειλούν τις παλαιές θρησκείες. Η εξαπλούμενη επιρροή του ανορθολογισμού είναι τέτοια ώστε στις ΗΠΑ για παράδειγμα δημιουργείται ένα νέο είδος υπο-επιστήμης (κάτι παρόμοιο με την υπο-κουλτούρα που προωθείται από το σημερινό Hollywood) στην οποία επιστήμονες χρησιμοποιούν μια δήθεν  «επιστημονική» μεθοδολογία για να «αποδείξουν» την ανάγκη για θρησκευτική πίστη![48]

 

Οι λόγοι οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν αυτή την άνθιση του ανορθολογισμού, εκτός από την έμμεση επιρροή του μεταμοντερνισμού που σημειώσαμε παραπάνω είναι, όπως επιχείρησα να δείξω αλλού,[49] η καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης και η συνακόλουθη ανάδυση της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, η οικολογική κρίση και η κατάρρευση της «ανάπτυξης» στον Νότο. Ειδικότερα, η συνειδητοποίηση των κοινωνικών επιπτώσεων της ανόδου της καταναλωτικής κοινωνίας καθώς επίσης των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης, μαζί με την εξάπλωση της φτώχειας, της ανασφάλειας και της πολιτιστικής ομογενοποίησης ―ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης― καθώς επίσης η παράλληλη αποτυχία της «ανάπτυξης», ήταν καθοριστικοί παράγοντες στην ανάδυση του ανορθολογισμού στον Βορρά και την επακόλουθη εξάπλωση διάφορων φονταμενταλισμών στον Νότο.

 

Όπως θα δούμε στις επόμενες δυο ενότητες, η επιρροή του μεταμοντερνισμού και αυτή του ανορθολογισμού είναι κρίσιμες προκειμένου να εξηγήσουμε το γιατί τόσο τα παλαιά όσο και τα νέα κοινωνικά κινήματα έχουν χάσει τον αντισυστημικο χαρακτήρα τους.

 

 


 

* Το άρθρο αυτό αποτελεί το πρώτο από τα δύο τμήματα του άρθρου "The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for A New Type of Antisystemic Movement Today" του Τ. Φωτόπουλου που πρωτοδημοσιεύθηκε στο θεωρητικό περιοδικό Democracy & Nature (Vol. 7. No. 3, Νοέμβρης 2001). Η μετάφραση είναι των Παντελή Αράπογλου, Νίκου Πανάγου και Θοδωρή Βελλισάρη και η γενική επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα.  [ Μέρος Β, Περιεκτική Δημοκρατία #16 ]

[1] Το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα ορίζεται ως το σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και αντιστοίχων αξιών, που είναι κυρίαρχες (ή τείνουν να γίνουν κυρίαρχες) σε μία συγκεκριμένη κοινωνία και στιγμή της ιστορίας ως το περισσότερο συνεπές με τους υπάρχοντες πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς

[2] Ο αμφιλεγόμενος όρος «ιδεολογία» δεν χρησιμοποιείται στο παρόν κείμενο με τη μαρξιστική έννοια της «λανθάνουσας συνειδητοποίησης», αλλά με την χαλαρή έννοια της λέξης ως σύστημα ιδεών. Παρόμοια, η ιδεολογική κρίση ορίζεται έτσι ώστε να περιλαμβάνει την παρούσα κρίση των πολιτικών ιδεολογιών, του αντικειμενικού Λόγου και κάποτε του ίδιου του Λόγου.

[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002)

[4] Takis Fotopoulos, «The Myth of postmodernity», Democracy & Nature, vol. 7 no. 1 (March 2001) pp 27-76

[5] Takis Fotopoulos, «Class Divisions Today-The Inclusive Democracy Approach», Democracy & Nature, vol. 6 no. 2 (July 2000) pp 211-252 (βλ. και περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 8 και 9.)

[6] Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε προφανώς να συνταχθούμε με τους Perry Andersons και Tariq Alis αυτού του κόσμου σε κάποιου είδους «ασυμβίβαστο ρεαλισμό» — Βλ. Perry Anderson, «Renewals», New Left Review no. 1 (new series) Jan/Feb 2000, pp. 5-24; βλ. επίσης Boris Kagarlitsky «The Suicide of New Left Review» και την αξιοθρήνητη απάντηση του Tariq Al «The third period in outer-space: a brief comment on Boris Kagalitskys suicide», ZNet, May 6 2000.

[7] Ορίζουμε ως συστημικές κοινωνικές διαιρέσεις εκείνες τις κοινωνικές διαιρέσεις που αναφέρονται στην ίδια τη δομή του κοινωνικού συστήματος και ρητά ή σιωπηρά αμφισβητούν τη νομιμότητα του ιεραρχικού συστήματος που δημιουργεί και αναπαράγει την ανισοκατανομή δύναμης/εξουσίας. 

[8] Leszek Kolakowski, Main Currents of Marxism, (Oxford: Oxford University Press, 1978) vol. 2, pp. 109-110

[9] Giovanni Arrighi, Terence K. Hopkins & Immanuel Wallerstein, Antisystemic movements, (London: Verso, 1989), p. 1

[10] Η οικονομική δύναμη/εξουσία δεν ταυτίζεται με τη συγκέντρωση του εισοδήματος και του πλούτου, αλλά με τη δυνατότητα ενός συνόλου κοινωνικών ομάδων να ελέγχουν την οικονομική διαδικασία και, ειδικότερα, τη διαδικασία παραγωγής και κατανομής.

[11] Η πολιτική δύναμη/εξουσία ορίζεται ως η δυνατότητα ενός συνόλου κοινωνικών ομάδων να ελέγχουν την πολιτική διαδικασία, η οποία ορίζεται με μία ευρεία έννοια για να περιλάβει τους πολιτικούς θεσμούς (κυβέρνηση, βουλή κ.λπ.) καθώς και τους πολιτιστικούς/ιδεολογικούς θεσμούς (στρατός, αστυνομία φυλακές κ.ο.κ.)

[12] G.P. Maximoff, The Political Philosophy of Bakunin, (New York: Free Press, 1964),  p. 179

[13] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity».

[14] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π.

[15] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, (Καστανιώτης, 1999). Βλ. επίσης «The Catastrophe of Marketization», Democracy & Nature, vol. 5 no. 2 (July 1999), pp. 275-310

[16] ibid

[17] βλ Τ. Φωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ.1

[18] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π.

[19] στο ίδιο.

[20] στο ίδιο.

[21] Michael Hardt & Antonio Negri, Labor of Dionysus, (Minneapolis: University of Minnesota, 1994) p. 240-241 [ελληνική μετάφραση «Η εργασία του Διονύσου», Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2001]

[22] Michael Hardt & Antonio Negri, Empire, (Cambridge, Mass: Harvard University Press, 2000) p. 239, [ελληνική μετάφραση «Αυτοκρατορία», Scripta, 2002]

[23] Michael Hardt & Antonio Negri, Empire, pp. 393-413

[24] Δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτού του είδους η ανάλυση και συμπεράσματα έχουν προβληθεί πολύ από τα κατεστημένα ΜΜΕ τα οποία ελέγχονται από την υπερεθνική ελίτ, με την Αυτοκρατορία να χαρακτηρίζεται ως το νέο «κομουνιστικό μανιφέστο» (The Observer, July 15, 2001) — βλ. επίσης, New York Times, July 20, 2001 — και (μετά από όλη αυτή τη μαζική προβολή από τα ΜΜΕ), να γίνεται γρήγορα best seller!

[25] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ο.π.

[26] Bλ Τ. Φωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π.

[27] Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity»

[28] Μπορούμε να ορίσουμε την υπερεθνική ελίτ ως την ελίτ που αντλεί την εξουσία της (οικονομική, πολιτική ή, γενικά, κοινωνική) λειτουργώντας στο υπερεθνικό επίπεδο — γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει, αποκλειστικά ή και πρωταρχικά, τα ενδιαφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Αποτελείται από τις υπερεθνικές πολιτικές, οικονομικές και επαγγελματικές ελίτ και διαφοροποιείται από τις εθνικές ελίτ εξαιτίας του γεγονότος ότι βλέπει τα ζωτικά της συμφέροντα περισσότερο σε σχέση με τις διεθνείς παρά με τις εθνικές αγορές (βλ. Takis Fotopoulos, «Globalisation»).

[29] Βλ. M. Hardt & A. Negri, Empire, ό.π.

[30] Βλ. Τ. Φωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 8

[31] Βλ., π.χ., Shlomo Avineri, ed., Karl Marx on Colonialism & Modernization (New York: Anchor Books, 1969), σελ. 13; and Anthony Brewer, Marxist Theories of Imperialism (London: Routledge and Kegan Paul, 1980), σελ. 18.

[32] Βλ. G.P. Maximoff, ed., The Political Philosophy of Bakunin, σελ. 145. Βλ., επίσης, M. Bookchin XE "Bookchin" , The Philosophy of Social Ecology, (Montreal: Black Rose Press, 1995) p. xvi.

[33] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity»

[34] Βλ. Takis Fotopoulos, «Class divisions Today: The Inclusive Democracy Approach», ό.π. (βλ. και περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 8 και 9.)

[35] Βλ. Τ. ΦωτόπουλοςΠεριεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 1 και Pakulski and Malcolm Waters, The Death of Class, (London: Sage, 1996), σελ. 86

[36] Will Hutton, The State We’re In, (London: Jonathan Cape, 1995), σελ. 106.

[37] Jan Pakulski and Malcolm Waters, The Death of Class, ό.π., σελ. 56

[38] Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση του ICM/Guardian, 35% του πληθυσμού της Μ. Βρετανίας σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως μεσαία τάξη (έναντι 28% το 1955), 12% ως χαμηλή μεσαία τάξη (έναντι 7% το 1955) και 11% ως εργατική τάξη (The Guardian, 29/12/99)

[39] Will Hutton, The State We’re In, ό.π., σελ. 108.

[40] Galbraith J.K., The Culture of Contentment, (London: Penguin, 1993), σελ. 15.

[41] World Bank, World Development Report 1995 (New York: Oxford University Press) Table 30, IFS, For Richer, For Poorer (London: Institute for Fiscal Studies, 1994)

[42] Βλ. Τ. Φωτόπουλος,  Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π.,  κεφ. 4

[43] Βλ.  Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity», ό.π.

[44] στο ίδιο.

[45] David Ray Griffin, The Re-enchantment of Science (Albany: State University of NY Press, 1988) and Spirituality and Science (Albany: State University of NY Press, 1988) quoted by Best & Kellner, σελ. 242

[46] Steven Best & Douglas Kellner, The Postmodern Turn, (New York: The Guilford Press, 1997), σελ. 267

[47] Μπορούμε, γενικά, να ορίσουμε ένα ανορθολογικό σύστημα  πεποιθήσεων ως το σύστημα του οποίου οι βασικές πεποιθήσεις δεν εξάγονται βάσει ορθολογικών μεθόδων (δηλ. λογική ή/και με προσφυγή στα «γεγονότα») αλλά μέσω της διαίσθησης, του ενστίκτου, του συναισθήματος, της μυστικιστικής εμπειρίας, της αποκάλυψης, της θέλησης κ.λπ. Ως τέτοιες, οι πεποιθήσεις αυτές βρίσκονται εκτός της ορθολογικής συζήτησης.

[48] Αυτή είναι η περίπτωση για παράδειγμα του Andrew Newberg, ο οποίος σε ένα πρόσφατο βιβλίο του [Andrew Neuberg et al, Why God Won't Go Away : Brain Science and the Biology of Belief, (Ballantine Books, 2001)], διερεύνησε με τη χρήση συσκευών εικόνας υψηλής τεχνολογίας  τον εγκέφαλο Βουδιστών και Φραγκισκανών καλογριών σε διαλογισμό και ισχυρίζεται ότι βρήκε «στέρεες αποδείξεις» ότι οι μυστικιστικές εμπειρίες των υποκειμένων «δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιου είδους χαλκεύσεων ή ευσεβών πόθων, αλλά, αντίθετα, συνδέονται με μία σειρά παρατηρούμενων νευρολογικών περιστατικών». Στη βάση αυτών των αποδείξεων ο Newberg συμπεραίνει ότι «η μυστικιστική εμπειρία είναι βιολογικά, αισθητικά και επιστημονικά πραγματική ... η θρησκευτική εμπειρία, είναι ευγενώς συνυφασμένη με την ανθρώπινη βιολογία». Βέβαια, η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται από αυτούς τους «επιστήμονες» έχει μικρή σχέση με επιστημονικές μεθόδους όπως μαρτυρά πρώτα από όλα η χρήση ενός εντελώς μη αντιπροσωπευτικού δείγματος (διαλογιζόμενοι Βουδιστές και Φραγκισκανές καλόγριες!) για να αποδειχθεί η ύπαρξη μυστικιστών εμπειριών στον εγκέφαλό τους. Όμως, δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία γύρω από το αν οι μυστικιστικές εμπειρίες είναι πραγματικές για τους Βουδιστές ή τις καλόγριες και, ότι επομένως, αυτές οι εμπειρίες θα συσχετίζονται με παρατηρήσιμα νευρολογικά περιστατικά, ακριβώς όπως συμβαίνει με τις παραισθήσεις και τις ψευδαισθήσεις που είναι επίσης όντως πραγματικές για τους σχιζοφρενείς και, άρα, αντίστοιχα συσχετίζονται με κάποια νευρολογικά περιστατικά. Αλλά, μολονότι ο καθένας είναι δυνατό να μπορεί να βιώσει κάποια μυστικιστική εμπειρία ή ψευδαισθήσεις, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν τέτοιες εμπειρίες. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι βιολογικά προγραμματισμένος έτσι ώστε να αναζητά το Θεό (όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας) με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο, για παράδειγμα, είναι προγραμματισμένος να αντιλαμβάνεται τους βασικούς κανόνες της γραμματικής δομής της γλώσσας, όπως ισχυρίζεται ο Chomsky (που και αυτό είναι άκρως αμφισβητούμενο). Με άλλα λόγια, η πίστη ή όχι στο Θεό ήταν πάντοτε θέμα επιλογής (γεγονός που δείχνει ότι η θρησκεία έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με κοινωνικό-οικονομικούς παράγοντες παρά με βιολογικούς), ενώ δεν ήταν ποτέ θέμα επιλογής το να φάει ή να πιει κανείς (εκτός αν θέλει να αυτοκτονήσει) ή ακόμα και το να συνομιλεί (εκτός αν έχει ενταχθεί σε κάποιου είδους θρησκευτικής/ σπιριτουαλιστικής σέχτας).

[49] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Rise of New Irrationalism and its Incompatibility with Inclusive Democracy», Democracy & Nature, vol. 4 no. 2/3 (July/November 1998), σελ. 1-49 [ελληνική μετάφραση «Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού και η ανάγκη για ένα δημοκρατικό ορθολογισμό» στο ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Μάρτης 2000]