(Πτολεμαϊδα, Σεπτέμβρης 1999)


Περιβαλλοντισμός, οικολογία και Περιεκτική Δημοκρατία

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Η σημερινή γενικευμένη κρίση

Η λέξη κρίση έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στο παρελθόν και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, πολλές φορές χωρίς ιδιαίτερο σημαντικό λόγο. Όμως σήμερα το συναίσθημα ότι αντιμετωπίζουμε μια κρίση διαφορετικές από όλες τις άλλες είναι διάχυτο. Και αυτό, γιατί η κρίση που αντιμετωπίζουμε, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στον κόσμο ολόκληρο είναι πράγματι διαφορετική από τις προηγούμενες. Και είναι διαφορετική γιατί είναι καθολική. Καθολική με δυο έννοιες. Πρώτον, γιατί αφορά ολόκληρο τον πλανήτη και δεύτερον γιατί είναι πολυδιάστατη. Ετσι, μετά τη καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς, την οποία σήμανε η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αντιμετωπίζουμε μια παγκόσμια  κρίση η οποία είναι οικονομική, αλλά και οικολογική και βαθιά κοινωνική. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των διαστάσεων της κρίσης είναι η συγκέντρωση εξουσίας, η συγκέντρωση δηλαδή οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης στα χέρια των λίγων. Και η απώτερη αιτία γι αυτή τη συγκέντρωση είναι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που έχει οδηγήσει στην σημερινή οικονομία ανάπτυξης, δηλαδή την οικονομία που στοχεύει στην μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης την οποία ελέγχουν αυτοί που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς, οι πολυεθνικές, και, γενικότερα, οι οικονομικές ελίτ. Οι πωλήσεις για παράδειγμα της General Motors είναι σχεδόν μιάμιση φορά το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας.

Η οικονομική κρίση αγκαλιάζει σήμερα ολόκληρο τον πλανήτη . Η βασική αιτία της κρίσης δεν είναι ότι πάνω από 120 εκατομμύρια άνθρωποι στο κόσμο είναι άνεργοι και άλλα 700 εκατομμύρια είναι υποαπασχολούμενοι που ζουν κάτω από το επίπεδο στοιχειώδους συντήρησης.[1] Με άλλα λόγια, περίπου το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού που είναι σε θέση να εργάζεται δεν έχει ικανοποιητική απασχόληση για να επιβιώσει-- μια κρίση που σωστά χαρακτηρίζεται ως χειρότερη από την κρίση της δεκαετίας του 1930. Όμως αυτό είναι το απλό σύμπτωμα της κρίσης. Η αιτία είναι η πελώρια συγκέντρωση που συνεχώς διογκώνεται. Σήμερα,  ένας μικρός αριθμός χωρών στις οποίες ζουν το 20% του πληθυσμού της γης ελέγχει το 86% του παγκόσμιου εισοδήματος 82% των εξαγωγών και 66% των ξένων επενδύσεων.[2] Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλοι ευημερούν στις χώρες αυτές. Η συγκέντρωση δύναμης δεν είναι μόνο μεταξύ χωρών αλλά και στο εσωτερικό των χωρών. Ετσι, ο πλούτος των 225 πλουσιότερων ανθρώπων στο κόσμο ισοδυναμεί σήμερα με το συνολικό εισόδημα 2,5 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, σχεδόν δηλαδή το μισό  του παγκόσμιου πληθυσμού.[3] Στην Ελλάδα, έχουμε σχεδόν τον μεγαλύτερο βαθμό συγκέντρωσης εισοδήματος στην ΕΕ με το 10% των πλουσιότερων να εισπράττουν πάνω από το 26% του εισοδήματος και το 10% των φτωχότερων  το 2%[4]

Όσον αφορά την κοινωνική κρίση το πιο φανερό σύμπτωμα της είναι η πελώρια έκρηξη της εγκληματικότητας, μεγάλο μέρος της οποίας οφείλεται στην επιδημική εξάπλωση των ναρκωτικών. Όμως τόσο η έκρηξη της εγκληματικότητας όσο και η εξάπλωση των ναρκωτικών[5] έχουν επίσης απώτερη αιτία τη συγκέντρωση δύναμης. Είναι η ανεργία και η ανασφάλεια που δημιουργεί η ανεργία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, σε συνδυασμό με την εικόνα του καταναλωτισμου που δεν μπορούν ν απολαμβάνουν όλοι, η παθητικοποιηση του πολίτη που ενισχύεται από τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια των λίγων, που οδηγούν στο συναίσθημα ανημπόριας, την αλλοτρίωση, στα ναρκωτικά και στο έγκλημα. Στην πραγματικότητα, η έκρηξη της εγκληματικότητας, όπως επισημαίνει ένας έγκυρος Βρετανός αναλυτής, τείνει να πάρει τη μορφή  εξέγερσης στα μεγάλα αστικά κέντρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο και ως τέτοια αντιμετωπίζεται από τις κυρίαρχες ελίτ.[6]

Όπως, όμως, όλοι ξέρουμε, ένα κύριο συστατικό της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης είναι η οικολογική κρίση. Η αναστάτωση των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη μόλυνση, η βαθμιαία εξάντληση των φυσικών πόρων και, γενικά, η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής έχουν κάνει ξεκάθαρα τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης στα 30 τελευταία  χρόνια. Παρά τις προσπάθειες των περιβαλλοντιστων[7] να δώσουν μια ρόδινη εικόνα για την οικονομία ανάπτυξης, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (η κυρία αιτία του φαινομένου του θερμοκηπίου), οι οποίες είχαν παραμείνει σχεδόν σταθερές για μια ολόκληρη χιλιετία, ως την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, έχουν από τότε εκτιναχθεί, σημειώνοντας αύξηση της τάξης περίπου του 30%.[8] Ως αποτέλεσμα, στην περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας, έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη μιας μακροπρόθεσμης τάσης θέρμανσης του χαμηλότερου στρώματος της ατμόσφαιρας[9] και όλα τα πρόσφατα στοιχεία επισημαίνουν μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας κατά την τελευταία δεκαετία.[10]

Ακόμα, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι τα μισά από τα τροπικά δάση της γης, όπου ζει το ένα τρίτο του συνόλου των φυτών και των ζώων της γης, έχουν εξαφανιστεί στην διάρκεια του αιώνα μας μόνο, και ότι πρόσφατα η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε. Έτσι, την προηγούμενη δεκαετία (1980-90), ο ετήσιος ρυθμός εξαφάνισης τροπικών δασών αυξήθηκε κατά 36% και, σήμερα, κάθε χρόνο εξαφανίζεται μια δασική περιοχή που φθανει σε μέγεθος τα 2/3 της Ελλαδας! Τέλος,  δεν μπορεί ν’αμφισβητηθει το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της εντατικής γεωργικής καλλιέργειας, –άλλο ένα άμεσο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας ανάπτυξης– και των συνεπειών της στα αγρο-οικοσυστήματα, στην εκτροφή ζώων κτλ, ο φυσικός κόσμος, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης υγείας, έχει υποστεί σοβαρές βλάβες, οι οποίες γίνονται σήμερα αυξανόμενα γνωστές (τρελές αγελάδες, διοξίνες κ.λπ.).

Η περίπτωση της «ασθένειας των τρελών αγελάδων»  είναι ενδεικτική επειδή έχει άμεση σχέση και με τα δυο κεντρικά στοιχεία της οικονομίας της αγοράς: την αγοραιοποιηση (δηλ. την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές είτε αυτοί στοχεύουν στη προστασία της υγείας, είτε του περιβάλλοντος) και την οικονομική ανάπτυξη. Η ασθένεια αυτή πήρε μαζικές διαστάσεις στη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1990 και εξαιτίας της πιθανής σύνδεσής της με την αντίστοιχη ανθρώπινη ασθένεια (Creutzfedt-Jacob-CID), σήμερα, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο. Το ίδιο το γεγονός ότι η μαζική αυτή κρίση σημειώθηκε στη Βρετανία δεν είναι φυσικά τυχαίο. Η Βρετανία είχε κεντρικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της σημερινής νεοφιλελεύθερης φάσης της αγοραιοποιησης. Ετσι, στο πλαίσιο των απορυθμίσεων και της άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές που ακολούθησαν την άνοδο των νεοφιλελεύθερων στην εξουσία το 1979, και συνεχίζουν σήμερα οι σοσιαλφιλελευθεροι υπό τον Τονι Μπλερ, οι διαδικασίες υγιεινής εκτροφής των ζώων χαλάρωσαν κατά μοιραίο τρόπο.[11]  Οι βρετανοί κτηνοτρόφοι, στον αγώνα τους να ελαχιστοποιήσουν το κόστος –σύμφωνα με τις επιταγές της οικονομίας της αγοράς– στράφηκαν προς λιγότερο ασφαλείς διαδικασίες εκτροφής βοοειδών, προκαλώντας έτσι τη κρίση. Αυτό δεν συνέβη επειδή οι βρετανοί κτηνοτρόφοι ήταν πιο άπληστοι από τους αγρότες άλλων χωρών, αλλά επειδή ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι στις δυνάμεις της αγοράς. Το ίδιο συνέβη στο Βέλγιο και αύριο θα συμβεί με τους δικούς μας αγρότες. Παντού, οι αγρότες, προκειμένου να επιβιώσουν σε μια οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, πρέπει να ελαχιστοποιούν διαρκώς το κόστος παραγωγής, εντατικοποιώντας την παραγωγή και αυξάνοντας το μέγεθος της καλλιεργούμενης γης. Ετσι, καθώς οι αγρότες  εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από προϊόντα (χημικά, σπόροι κ.τ.λ.) που τους πουλά η αγροχημική βιομηχανία, είναι αναγκασμένοι να επεκτείνουν συνεχώς τη παραγωγή προκειμένου να επιβιώσουν. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ένας κτηνοτρόφος στη δεκαετία του 1950 μπορούσε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για να ζήσει με 15 αγελάδες× Στα τέλη της δεκαετίας του 1980  χρειαζόταν 75  αγελάδες για να έχει το ίδιο πραγματικό εισόδημα.[12] Συγχρόνως, καθώς οι μικρο-αγρότες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη τους, μη μπορώντας να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό  με τις μεγάλες ‘αγρό-μπίζνες’, η συγκέντρωση αυξάνεται: ο αριθμός των αγροκτημάτων στη Βρετανία  μειώθηκε σχεδόν στα μισά σε λιγότερο από 30 χρονια (από 454.000 το 1953 σε 242.300 το 1981).[13]

 

Τεχνοκρατική και ριζοσπαστική οικολογία

Η συνειδητοποίηση των οικολογικών επιπτώσεων της ‘οικονομίας ανάπτυξης’ οδήγησε, ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, στην ανάπτυξη διάφορων «οικολογικών» προσεγγίσεων. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τις βυζαντινολογίες των οικολόγων για το τι συνιστά και τι όχι «οικολογική» σκέψη. Όπως είναι γνωστό ο όρος ‘οικολογία’ πρωτοχρησιμοποιηθηκε από τον Ernst Haeckel στα τέλη του περασμένου αιώνα για να δηλώσει την έρευνα των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ ζώων, φυτών και του μη οργανικού περιβάλλοντος. Από τότε ο όρος διευρύνθηκε για να περιλάβει διάφορα είδη οικολογίας (της συμπεριφοράς, του πληθυσμού, της φυσιολογίας κ.λπ.). Με λίγα λόγια, η οικολογία εξετάζει τη δυναμική ισορροπία της φύσης, την αλληλεξάρτηση ζώντων και μη ζώντων πραγμάτων. Αναγκαστικά, επομένως, η οικολογία εξετάζει και την σχέση του Ανθρώπου (που είναι βέβαια τμήμα της Φύσης) με τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο , το περιβάλλον γενικότερα. Όμως, όταν αρχίσουμε και εξετάζουμε τη σχέση Ανθρώπου-Περιβάλλοντος τότε θα πρέπει να εισάγουμε μια βασική διάκριση. Η θα μιλήσουμε γενικά για τη σχέση του ανθρώπινου είδους με το περιβάλλον, υποθέτοντας ότι ο άνθρωπος είναι ένα είδος Ροβινσονα Κρούσου που ζει στο νησί του, ή, εάν πάρουμε δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό άτομο, θα πρέπει να μιλήσουμε για τη σχέση Κοινωνίας-Περιβάλλοντος.

Από τη στιγμή όμως που μιλάμε για κοινωνία πρέπει να πάρουμε θέση σε σχέση με το κοινωνικό σύστημα με βαση το οποίο ειναι οργανωμενη η εκάστοτε κοινωνία. Το γεγονός ότι η οικολογική ζημία που συνέβη από τον καιρό που καθιερώθηκε το σημερινό θεσμικό πλαίσιο (οικονομία της αγοράς, αντιπροσωπευτική δημοκρατία) εδώ και 200 χρονια είναι μεγαλύτερη από όλη την προηγηθείσα ζημία σε ολόκληρη την ανθρώπινη Ιστορία φανερώνει την άμεση σχέση θεσμικού πλαισίου και οικολογικής κρίσης.  Υπάρχουν δυο δρόμοι που μπορεί ν ακολουθήσει κανένας εδώ. Ο ένας δρόμος είναι να πάρει δεδομένο το σύστημα αυτό και να μιλήσει γενικά για τη σχέση ανθρώπου προς το περιβάλλον, υποθέτοντας (συνηθως σιωπηρά) ότι η σημερινή οικολογική κρίση δεν έχει καμία σχέση με το συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα η, ακόμη και αν έχει σχέση, οπωσδήποτε  δεν οφείλεται στο ίδιο το σύστημα αλλά απλώς  στη κακή λειτουργία του. Ο δεύτερος δρόμος είναι να εξετάσει ρητά τη σχέση του συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος με το περιβάλλον, υποθέτοντας ότι οι θεσμοί που το υλοποιούν  και οι αξίες που εκφράζουν αυτοί οι θεσμοί αποτελούν το κλειδί για να ερμηνεύσουμε τη  σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και επομένως την οικολογική κρίση --που αναμφισβήτητα είναι ανθρώπινο έργο. Στη πρώτη περίπτωση έχουμε τις διάφορες μορφές αυτού που ονομάζω ‘τεχνοκρατική οικολογία’ και στη δεύτερη τις διάφορες μορφές ριζοσπαστικής οικολογίας. 

Έτσι, στην πρώτη κατηγορία της τεχνοκρατικής οικολογίας ανήκουν, για παράδειγμα ο περιβαλλοντισμος, (που υποστηρίζουν νεοφιλελεύθεροι αλλά και  σοσιαλδημοκράτες περιβαλλοντιστες1), τμήμα του οποίου αποτελεί και η προσέγγιση της «βιώσιμης ανάπτυξης». Όλες αυτές οι προσεγγίσεις έχουν κοινό χαρακτηριστικό ότι παίρνουν ως δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς το οποίο υποτίθεται ότι με κατάλληλες οικονομικές πολιτικές  και τεχνολογίες θα μπορούσε να γίνει ‘φιλικό προς το περιβάλλον’. Στή κατηγορία της τεχνοκρατικής οικολογίας ανήκουν σήμερα τα Πράσινα κόμματα στην εξουσία στην δυτική Ευρώπη, τα οποία αποδέχονται πλήρως την Νέα Τάξη όπως εκφράζεται στο οικονομικό επίπεδο με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και στο πολιτικό επίπεδο με το νέο ρόλο του ΝΑΤΟ μετά το νeο δόγμα μειωμένης εθνικής κυριαρχίας που υιοθετήθηκε στην Ουάσινγκτον και  τέθηκε σε εφαρμογή με τους κτηνώδεις Νατοϊκούς βομβαρδισμούς. Το ίδιο είδος τεχνοκρατικής οικολογίας υποστηρίζουν και οι διάφορες ακτιβιστικες οικολογικές οργανώσεις τύπου Γκρινπις, Φίλοι της Γης κ.λπ. Η στάση επομένως όλων αυτών των κομμάτων και οργανώσεων στον Νατοϊκό πόλεμο δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανένα αφού είναι απόλυτα συνεπής με την από μέρους τους αποδοχή της Νέας Τάξης, εφόσον παίρνουν ως δεδομένο, στο πλαίσιο της τεχνοκρατικής οικολογικής κοσμοθεωρίας τους, το θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.     

Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουν οι προσεγγίσεις που θα κατέτασσα στην ριζοσπαστική οικολογία. Εδώ ανήκουν:

  • η προσέγγιση της κοινωνικής οικολογίας[14], η οποία θεωρεί ότι οι αιτίες της σημερινής οικολογικής κρίσης βρίσκονται στις ιεραρχικές δομές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία,

  • ο οικοσοσιαλισμός,[15] --η καλύτερα οικο-Μαρξισμός για να τον διακρίνουμε από τις σοσιαλδημοκρατικές προσεγγίσεις στην οικολογία (περιβαλλοντιστες, βιώσιμη ανάπτυξη κλπ που δεν έχουν σχέση με την ριζοσπαστική οικολογία, παρόλο που στην Ελλάδα οι πάντες δηλώνουν ότι ανήκουν στη ριζοσπαστική οικολογία). Ο οικομαρξισμος τονίζει τη σημασία των σχέσεων και των συνθηκών παραγωγής στην οικονομική κρίση 

  • η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας[16] που αποδίδει τις αιτίες της οικολογικής κρίσης στις αξίες που διέπουν την βιομηχανική κοινωνία και όχι στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς.

Όπως είναι φανερό, οι περισσότερες από τις προσεγγίσεις αυτές επιχειρούν μια σύνθεση μεταξύ μιας οικολογικής ανάλυσης των επιπτώσεων της ανάπτυξης και των κλασικών παραδόσεων του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Ετσι, ο οικο-μαρξισμός, όπως άλλωστε προδίδει το όνομα του, είναι μια ρητή προσπάθεια σύνθεσης της οικολογίας με τον μαρξισμό, δηλ. τον κρατικιστικό σοσιαλισμό, ενώ η κοινωνική οικολογία είναι μια προσπάθεια σύνθεσης της οικολογίας με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό.

Αντίστοιχα, ο περιβαλλοντισμός[17]  αντιπροσωπεύει μια ρητή προσπάθεια σύνθεσης της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας (νεοκλασικής η Κευνσιανης) με την οικολογία, όπου οι αιτίες των οικολογικών προβλημάτων αποδίδονται σε διάφορες ‘εξωτερικοτητες’ στο γεγονός δηλαδή ότι οι τιμές του μηχανισμού της αγοράς δεν εκφράζουν, για διάφορους λόγους, το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της παραγωγής, πράγμα που συνεπάγεται ότι με τις κατάλληλες οικονομικές πολιτικές τα περισσότερα αν όχι όλα τα οικολογικά προβλήματα θα μπορούσαν να λυθούν. Όμως το πρόβλημα είναι πολύ πιο πολύπλοκο από ο,τι το παρουσιάζει ο  περιβαλλοντισμος. Ετσι, οι προτεινόμενες λύσεις, ακόμη και αν ήταν εφαρμοστές, το πολύ να είχαν επίδραση στα ηπιότερα οικολογικά προβλήματα όπως αυτό της μόλυνσης αλλά σίγουρα δεν μπορούν να έχουν επίδραση σε προβλήματα που συνδέονται με το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και τη δυναμική του. Τα προβλήματα του θερμοκηπίου για παράδειγμα, της αποψίλωσης των δασών, της εξαφάνισης των ειδών, της εντατικής γεωργίας κλπ, που είναι τα σημαντικότερα οικολογικά προβλήματα, δεν μπορούν να λυθούν με ‘κατάλληλες’ οικονομικές πολιτικές και τεχνολογίες εφόσον προϋποθέτουν ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής, πράγμα αδύνατο στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς που ακριβώς παράγει και αναπαράγει αυτόν τον τρόπο ζωής. Οι προτεινόμενες επομένως ‘λύσεις’ είναι απλώς ‘μπαλώματα’ που έχουν ιδεολογικό χαρακτήρα, δηλ. να πείσουν ότι είναι δυνατή η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος στο υπάρχον σύστημα.

Στη συνεχεια, θα εξετάσω τη προσεγγιση της βιωσιμης αναπτυξης που αποτελει μια εκδοχη του περιβαλλοντισμου για να καταλήξω με μια σύντομη κριτική του οίκο-μαρξισμού και της κοινωνικής οικολογίας και με την ανάγκη για την ανάπτυξη ενός νέου προταγματος περιεκτικής δημοκρατίας, αναπόσπαστο στοιχείο της οποίας είναι η οικολογική δημοκρατία.

 

Η προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης

Η προσέγγιση της «βιώσιμης ανάπτυξης», την οποία προώθησε η Εκθεση Brundtland[18] και υιοθετούν οι τεχνοκράτες οικολόγοι (με την έννοια που τους όρισα) σ’ ολόκληρο τον κόσμο, στοχεύει στην επίτευξη μιας αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης, η οποία ορίζεται ως «ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υπονομεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες».[19]

Η Εκθεση στηρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές, σύμφωνα με τις οποίες η οικονομική ανάπτυξη:

(α) είναι το κλειδί για την κοινωνική δικαιοσύνη, αφού μπορεί να οδηγήσει στην εξάλειψη της φτώχειας×[20]

Όμως, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει εδώ ότι υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους  η οικονομική ανάπτυξη  μπορεί να μειώσει τη φτώχεια: είτε μέσω της διάχυσης προς τα κάτω (trickle-down effect) (όπως υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι), είτε μέσω κάποιου είδους ανακατανομής του εισοδήματος με κρατική παρέμβαση (όπως υποστηρίζουν οι κρατιστές). Αφήνοντας κατά μέρος την διάχυση προς κάτω που είναι ασήμαντη, είναι προφανές ότι μια αποτελεσματική κρατική παρέμβαση με στόχο την ανακατανομή προς όφελος της υποτάξης αποκλείεται εξ ορισμού στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, το οποίο θεωρείται δεδομένο από την Έκθεση. Στην πραγματικότητα, η ανακατανομή του εισοδήματος που σημειώνεται στο πλαίσιο αυτό είναι σε βάρος της υποτάξης και όχι υπέρ της!

(β) Η δεύτερη αρχή της Εκθεσης είναι ότι η ανάπτυξη είναι το κλειδί για την προστασία του περιβάλλοντος×[21]

Αυτό που υπαινίσσεται εδώ η Εκθεση είναι η δυνατότητα για έναν «πράσινο καπιταλισμό». Αλλά, αυτή η υποτιθέμενη δυνατότητα αγνοεί τη θεμελιακή αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της λογικής και της δυναμικής της οικονομίας ανάπτυξης από τη μια μεριά, και της προσπάθειας να περισταλθεί η δυναμική αυτή με ποιοτικά κριτήρια από την άλλη. Έτσι, η αντίφαση που αναδύθηκε στο παρελθόν, όταν ο σοσιαλιστικός κρατισμός αποπειράθηκε να εισάγει ποιοτικά κριτήρια στη διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης, (δηλαδή τα σοσιαλιστικά κριτήρια της ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης) είναι βέβαιο ότι θα αναδυθεί και πάλι σήμερα, εάν γίνει μια παρόμοια προσπάθεια εισαγωγής οικολογικών κριτηρίων (π.χ. αυτοσυντήρηση και ενδυνάμωση των πλουτοπαραγωγικών πηγών) στην ίδια διαδικασία.

(γ) Η τρίτη θεμελιακή αρχή της Έκθεσης διακηρύσσει ότι η ανάπτυξη «μπορεί να είναι περιβαλλοντικά αυτοσυντηρούμενη, εάν τα βιομηχανικά έθνη συνεχίσουν τις πρόσφατες αλλαγές στο περιεχόμενο της οικονομικής τους ανάπτυξης προς δραστηριότητες με μικρότερες απαιτήσεις σε πρώτες ύλες και σε ενέργεια και, παράλληλα, συνεχίσουν να βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά τους στη χρήση των πρώτων υλών και της ενέργειας».[22]

Εδώ, παρόλο που θα συμφωνούσε κανείς ότι έχουν πράγματι επιτευχθεί ορισμένα κέρδη στον έλεγχο της μόλυνσης και στην αποτελεσματική χρήση της ενέργειας και των πόρων, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι, ως αποτέλεσμα, τα οικολογικά προβλήματα έχουν γίνει λιγότερο σοβαρά ή απειλητικά. Αντίθετα, όπως ήδη ανέφερα, φαίνεται να ισχύει το αντίθετο σε σχέση με όλα τα κύρια οικολογικά προβλήματα, δηλαδή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την όξινη βροχή, την αύξηση της αλμυρότητας (salinity), τη τρύπα του όζοντος, την εξαφάνιση δασών, την απερήμωση,  και ούτω καθεξής.[23]

Θα μπορούσε επομένως να καταλήξει κανείς ότι το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή παραβλέπει το φαινόμενο της συγκέντρωσης της δύναμης, ως βασική συνέπεια και προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης, δεν είναι άσχετο με τις ουσιαστικές λύσεις που προτείνονται από αυτή: περισσότερη ανάπτυξη, καλύτεροι νόμοι, θεσμοί και πολιτικές, καθώς και πιο αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας και των πρώτων υλών. Είναι κατά συνέπεια φανερό ότι ο πραγματικός στόχος της προσέγγισης αυτής δεν είναι να προτείνει τρόπους για την επίτευξη μιας αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης, αλλά, αντίθετα, τρόπους για τη δημιουργία μιας «φιλικής προς το περιβάλλον» οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης –πράγμα που αποτελεί κατάφωρη αντίφαση.

 

Η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας

Η βαθιά οικολογία, ένα ‘φρούτο’ που ανθεί κυρίως στις Αγγλοσαξονικές χώρες  αποδίδει ίση αξία σε όλες τις μορφές ζωής («βιοκεντρική ισότητα») και υποστηρίζει ότι, για ν’ αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις, θα πρέπει πρώτα να αλλάξουν οι σχέσεις με τον φυσικό κόσμο και όχι το αντίθετο. Ετσι, οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης υποστηρίζουν ότι η βασική αιτία της οικολογικής κρίσης θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορική ταύτιση, από την εποχή του Διαφωτισμού, της προόδου με την οικονομική ανάπτυξη. Συνακόλουθα, η διέξοδος από την κρίση συνίσταται στην εγκατάλειψη της έννοιας της προόδου έτσι ώστε να αντικατασταθεί η σημερινή οικονομία ανάπτυξης από μια «οικονομία στασιμότητας» ή ακόμα και από μια «φθίνουσα οικονομία».[24]

Η βαθιά οικολογία θεωρεί τις αιτίες της οικολογικής κρίσης ως το άμεσο αποτέλεσμα της υιοθέτησης μιας ανθρωποκεντρικής προσέγγισης για τον φυσικό κόσμο, δηλαδή, μιας προσέγγισης που βλέπει τις ανθρώπινες αξίες ως την πηγή κάθε αξίας και στοχεύει στη χρήση της φύσης ως εργαλείου για την ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας θεωρεί τη κρίση περισσότερο ως πολιτισμικό παρά ως θεσμικό ζήτημα, ως ένα ζήτημα αξιών και όχι ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας της αγοράς, η οποία, με τη δυναμική της ανάπτυξη-ή-θάνατος, έχει οδηγήσει στη σημερινή οικονομία ανάπτυξης.

Εντούτοις,  η απόδοση στον ανθρωποκεντρισμό της ευθύνης για τη σημερινή παγκόσμια οικολογική κρίση είναι αβάσιμη. Ο ανθρωποκεντρισμός, άλλωστε, υπήρχε, ιδιαίτερα στη Δύση, πολύ πριν αρχίσει η διαδικασία μαζικής οικολογικής καταστροφής πριν από δυο περίπου αιώνες. Θα μπορούσε επομένως να υποστηρίξει κανείς ότι δεν είναι ο ανθρωποκεντρισμός καθαυτός που οδήγησε στη σημερινή κρίση, αλλά το γεγονός ότι η οικονομία της αγοράς και η συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης έπρεπε να στηριχθούν σε μια ιδεολογία που νομιμοποιούσε την ανθρώπινη κυριαρχία πάνω στη φύση σε μαζική κλίμακα. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε, η διέξοδος από την οικολογική κρίση δεν είναι απλώς ένα ζήτημα αλλαγής των αξιών μας για να θέσουμε τη φύση σε ίση θέση με τις πολύτιμες ανθρώπινες αξίες. Κανείς δεν θα μπορούσε να περιμένει σοβαρά ότι μια νέα κουλτούρα, που θα προσέγγιζε μη-κυριαρχικά τη φύση, θα μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε έλξη στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της γης, όσο αυτή είναι αντιμέτωπη με το δίλημμα ‘απασχόληση ή περιβάλλον’—πράγμα που αποτελεί αδυσώπητο δίλημμα στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, παρά τα φληναφήματα των περιβαλλοντολόγων, της Γκρινπις κλπ  Είναι επομένως φανερό ότι το δίλημμα  «οικονομία ανάπτυξης» ή «οικονομία σταθερότητα»  δεν είναι αληθινό και τίθεται συνήθως από ανθρώπους που δεν αντιμετωπίζουν, λόγω της κοινωνικής τους θέσης, το παραπάνω αυθεντικό δίλημμα.

Ακόμη, η αλλαγή των αξιών μας όσον αφορά τη σχέση μας με τη φύση, από μόνη της,  δεν πρόκειται βέβαια να οδηγήσει στην εξαφάνιση της οικονομίας της αγοράς ή του κράτους . Είναι επομένως αφελές να υποστηρίζει κανείς, όπως κάνουν οι βαθείς οικολόγοι, ότι «εάν ο καθένας καταναλώνει πολύ λιγότερο, η παγκόσμια οικονομία της αγοράς πιθανότατα θα καταρρεύσει». [25] Δεν χρειάζεται βαθιά γνώση της ιστορίας ή της οικονομικής θεωρίας για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι μια σημαντική μείωση των πωλήσεων, αντί να οδηγήσει σε μια κατάρρευση της οικονομίας της αγοράς, μπορεί απλώς να προκαλέσει μια οικονομική κρίση που θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη ανεργία στο οικονομικό επίπεδο, η οποία μπορεί εύκολα να συνοδευτεί από την ανάδυση ολοκληρωτικών καθεστώτων στο πολιτικό επίπεδο (ίσως οικοφασιστικού τύπου αυτή τη φορά).

Ο καπιταλισμός, ή καλύτερα η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής ή ιδεολογίας. Είναι μια ιστορική δομή, μια μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Επομένως, η περίφραξη της γης στο Νότο, όπως επίσης οι τεχνολογίες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, δεν είναι απλώς ζητήματα πολιτικής, αλλά ουσιώδες μέρος του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Παρόμοια, ο ανταγωνισμός και η ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι απλώς ζητήματα κουλτούρας αλλά αναπόφευκτα προϊόντα του θεσμικού πλαισίου που ορίζεται από την οικονομία της αγοράς. Γι’ αυτό, η ρίζα του προβλήματος δεν είναι ότι «η καπιταλιστική κουλτούρα είναι στο σύνολό της … οικολογικά αστοιχείωτη και, επομένως, επικίνδυνη και μη-αυτοσυντηρούμενη», όπως υποστηρίζουν μερικοί βαθείς οικολόγοι.[26] Η καπιταλιστική κουλτούρα είναι μια κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί σε συνέπεια προς τις θεμελιώδεις οργανωτικές αρχές της οικονομίας της αγοράς και της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή την αποτελεσματικότητα και τον ανταγωνισμό. Είναι η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς που απαιτούσε τη δική της κουλτούρα και όχι το αντίθετο. Οι άνθρωποι (δεν εννοώ αυτούς που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής) δεν ξύπνησαν ένα ωραίο πρωί και αποφάσισαν να είναι αποτελεσματικοί και ανταγωνιστικοί. Ήταν η καταστροφή των πόρων για την επιβίωσή τους, για παράδειγμα από το κίνημα περίφραξης των κοινοτικών γαιών στη Βρετανία ή από την αποικιοκρατία στις αποικίες, που τους ανάγκασε –στον αγώνα τους να επιβιώσουν– να ενσωματωθούν στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και να υιοθετήσουν τις αρχές της ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητας.

Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι απλώς ζήτημα κουλτούρας ή αλλαγής πολιτικής, αλλά ζήτημα αλλαγής του θεσμικού πλαισίου στο σύνολό του και αντικατάστασής του από θεσμούς που θα αίρουν τη συγκέντρωση δύναμης, δηλαδή, από μια οικονομία χωρίς αγορά και χρήμα που στηρίζεται σε μια περιεκτική δημοκρατία. Τότε και μόνο τότε μπορεί κανείς να ελπίζει σοβαρά ότι η κουλτούρα που στηρίζεται στην ιδεολογία της ανάπτυξης και στη συνακόλουθη ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση θα εξαλειφθεί. Με άλλα λόγια, η συγκέντρωση δύναμης στο πλαίσιο της οικονομίας ανάπτυξης είναι η αναγκαία συνθήκη για το σημερινό σύνολο πολιτισμικών αξιών που ενέχουν μια ιδεολογία κυριαρχίας πάνω στη φύση. Παρά το γεγονός, επομένως, ότι η άρση της συγκέντρωσης δύναμης δεν είναι επαρκής συνθήκη για την ανάπτυξη ενός νέου συνόλου αξιών όσον αφορά στη σχέση μας με τη φύση, είναι οπωσδήποτε αναγκαία συνθήκη για μια ριζοσπαστική αλλαγή των πολιτισμικών αξιών.

Τέλος, δεν είναι η ίδια η βιομηχανική κοινωνία, ή η τεχνολογία αυτή καθαυτή που πρέπει να κατηγορηθούν για τη σημερινή οικολογική κρίση, όπως υποθέτουν συνήθως οι βαθείς οικολόγοι. Η τεχνολογία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερη» σε σχέση με τη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Πάρολα αυτά, οι περιβαλλοντιστές και οι οπαδοί του κρατικιστικού σοσιαλισμού υποθέτουν ρητά, ή συνήθως υπόρρητα, ότι η τεχνολογία είναι κοινωνικά ουδέτερη και το μόνο που πρέπει να κάνουμε για να επιλύσουμε όχι μόνο το οικολογικό αλλά και το κοινωνικό πρόβλημα γενικά είναι να τη χρησιμοποιούμε για τους σωστούς σκοπούς. Είναι φανερό ότι η προσέγγιση αυτή αγνοεί την κοινωνική θέσμιση της επιστήμης  και της τεχνολογίας καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και ιδιαίτερα η εφαρμογή νέων τεχνικών έχουν άμεση σχέση με την κοινωνική οργάνωση γενικά και την οργάνωση της παραγωγής συγκεκριμένα.[27]  Σε μια οικονομία της αγοράς, όπως σε κάθε κοινωνία, η τεχνολογία ενσωματώνει συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, την ιεραρχική της οργάνωση και , φυσικά, τον πρωταρχικό στόχο της, ο οποίος, στην περίπτωση μιας οικονομίας της αγοράς, αναφέρεται στη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας (όπως αυτή ορίζεται στη βάση στενών τεχνοοικονομικών κριτηρίων) με στόχο το κέρδος. Έτσι, η τεχνολογία σχεδιάζεται πάντοτε, ή τουλάχιστον εκείνα τα σχέδια υιοθετούνται που υπηρετούν καλύτερα τους στόχους της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης.

Αντίστοιχα, δεν είναι η εκβιομηχάνιση γενικά που δημιούργησε τη σημερινή οικοκαταστροφική μορφή οικονομικής οργάνωσης, αλλά ο συγκεκριμένος τύπος βιομηχανικής κοινωνίας που αναπτύχθηκε στους δυο τελευταίους αιώνες, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Επομένως, οι βασικές αιτίες της οικολογικής κρίσης είναι η οικονομία της αγοράς και ο βλαστός της, η οικονομία ανάπτυξης και όχι τα συμπτώματά της, δηλαδή ο σημερινός τύπος τεχνολογίας και βιομηχανικής κοινωνίας.

 

Προς μια νέα απελευθερωτική προσέγγιση

Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι εάν η προστασία της ανθρώπινης ζωής (η οποία προϋποθέτει την ικανοποίηση όλων των βασικών, τουλάχιστον, ανθρώπινων αναγκών) καθώς και η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος είναι συμβατές με τη διαδικασία αγοραιοποίησης ή, εάν, αντίθετα, πρέπει να εγκαταλειφθεί το όλο σύστημα της αγοράς. Αν δεχτούμε τη θέση της ασυμβατότητας , θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο στόχος της δημιουργίας αποτελεσματικών μηχανισμών αυτοπροστασίας της κοινωνίας, μέσω της ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών, είναι ακόμα πιο ουτοπικός από την προηγούμενη προσπάθεια να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος μέσω της ενίσχυσης του κράτους. Οποιαδήποτε προσπάθεια ενίσχυσης των αυτόνομων κοινωνικών θεσμών (συνδικάτων, δήμων και κοινοτήτων κτλ) μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς είναι μάταιη, στο βαθμό που δεν επιδιώκει να υπερβεί την ίδια την οικονομία της αγοράς. Ο λόγος είναι ότι οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια θα ήταν αναπόφευκτα ασύμβατη με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικότητας (της αντίστοιχης χώρας ή του αντίστοιχου οικονομικού μπλοκ).

Επομένως, αποτελεί σήμερα επιτακτική ανάγκη η ανάπτυξη μιας νέας απελευθερωτικής προσέγγισης που να αντιμετωπίζει τις αιτίες της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης ως πρόβλημα συγκέντρωσης δύναμης που απορρέει από οποιοδήποτε μη-δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο, είτε αυτό είναι το πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, είτε του σοσιαλιστικού κρατισμού. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν για τη διάνοιξη του δρόμου προς νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης είναι η ανάπτυξη μιας μαζικής συνειδητοποίησης σχετικά με την αποτυχία του «υπαρκτού καπιταλισμού» παρόμοιας με αυτή που οδήγησε στην κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σήμερα, υπάρχει μια πιεστική ανάγκη να υπερβούμε τόσο τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς όσο και τον σοσιαλιστικό κρατισμό προκειμένου να θέσουμε ένα τέλος στην οικονομική εξαθλίωση, που καταπιέζει την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού, και να εμποδίσουμε την οικολογική καταστροφή που μας απειλεί όλους. Η αποτυχία δημιουργίας εναλλακτικών δημοκρατικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης σημαίνει ότι, καθώς η σημερινή κρίση εντείνεται, οι «λύσεις» που θα δοθούν στα κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα από τον «υπαρκτό καπιταλισμό» στο μέλλον θα έχουν αναπόφευκτα ολοένα και πιο ολοκληρωτικό χαρακτήρα.

Μετά επομένως την κατάρρευση του ‘υπαρκτού’ σοσιαλισμού που οδήγησε σε γενικότερη κρίση του σοσιαλιστικού οράματος είναι επιτακτική η ανάγκη να οραματιστούμε μια άλλη κοινωνία που θα εκφράζει τη σύνθεση της σοσιαλιστικής αλλά και της δημοκρατικής παράδοσης καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων στα νέα κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό κλπ). Και αυτό δεν είναι απλώς μια ουτοπία. Εάν οραματιστούμε τη νέα κοινωνία ότι θα έχει βασικό στόχο την εξαφάνιση της συγκέντρωσης δύναμης τότε με βάση τα όσα είπα προηγουμένως η κοινωνία αυτή θα είναι και η μοναδική διέξοδος από την  κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Μια τέτοια κοινωνία λοιπόν δεν μπορεί να είναι άλλη από την περιεκτική δημοκρατία, δηλαδή την κοινωνία που εξασφαλίζει την ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών.

 

Περιεκτική δημοκρατία

Με αλλά λόγια, με δεδομένο ότι η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στο οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό, το οικολογικό και το πολιτισμικό επίπεδο είναι η τεραστία συγκέντρωση εξουσίας, στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η διέξοδος από τη κρίση βρίσκεται μόνο στη ριζική αποκέντρωση της εξουσίας, την περιεκτική δημοκρατία.

Συνοπτικά, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ τεσσάρων κύριων τύπων δημοκρατίας που συνιστούν τα θεμελιώδη στοιχεία μιας περιεκτικής δημοκρατίας: την πολιτική, οικονομική, οικολογική δημοκρατία και τη «δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο». Η πολιτική, η οικονομική και η δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο μπορούν να οριστούν, εν συντομία, ως το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης. Αντίστοιχα, μπορούμε να ορίσουμε την οικολογική δημοκρατία ως το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην εξάλειψη οποιασδήποτε ανθρώπινης προσπάθειας για κυριαρχία πάνω στον φυσικό κόσμο, δηλαδή, ως το σύστημα που στοχεύει στην επανένωση ανθρώπου και φύσης.

Αρχίζοντας με τον πολιτικό χώρο, μόνο μια μορφή δημοκρατίας είναι δυνατή, αυτή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πολιτική ή άμεση δημοκρατία, όπου η πολιτική δύναμη ισοκατανέμεται μεταξύ όλων των πολιτών, οπου η κοινωνία αυτοθεσμίζεται. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία θεμελιώνεται στη συνειδητή επιλογή  της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας από τους πολίτες και επομένως είναι ασύμβατη η θεμελίωση της σε θεϊκά ή μυστικιστικά δόγματα και προκαταλήψεις ή σε κλειστά θεωρητικά συστήματα. Ακόμη συνεπάγεται τέτοιες δομές ώστε όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των νόμων) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση η όπου αυτό δεν είναι δυνατό με εξουσιοδότηση σε ανακλητούς εντολοδόχους . Προφανώς, η μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που αναπτύχθηκε στη δύση και εισαχθηκε και εδώ μετά την απελευθέρωση δεν έχει σχέση με την πραγματική έννοια δημοκρατίας που φύτρωσε (αν και δεν ολοκληρώθηκε) στη κλασική Αθηνα. Αυτό που έχουμε σήμερα είναι μορφές πολιτικής ολιγαρχίας, όπου η πολιτική δύναμη είναι συγκεντρωμένη στα χέρια των διάφορων ελίτ (επαγγελματίες πολιτικοί, κομματικοί γραφειοκράτες, κλήρος, στρατιωτικοί κτλ). Φυσικά,  η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη είναι η παιδεία, όχι απλώς η εκπαίδευση αλλά η ανάπτυξη του χαρακτήρα και μια ολοκληρωμένη και ολόπλευρη απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, δηλαδή η εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη.

Όσον αφορά τον οικονομικό χώρο, ιστορικά, σ’ αντίθεση με τη θέσμιση της πολιτικής δημοκρατίας, δεν υπήρξε ποτέ ένα αντίστοιχο παράδειγμα μιας θεσμισμένης οικονομικής δημοκρατίας. Ακόμα και όταν εισήχθη η άμεση δημοκρατία στο πολιτικό πεδίο, δεν συνοδεύτηκε κατ’ ανάγκη από την οικονομική δημοκρατία. Έτσι, στην κλασική Αθήνα η κατανομή της οικονομικής δύναμης δεν αποτέλεσε ποτέ δημόσιο ζήτημα. Ο λόγος ήταν φυσικά ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν ήταν ένα δομικό χαρακτηριστικό της αθηναϊκής δημοκρατίας και συνακόλουθα μέρος του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Επομένως, ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο κατανομής των οικονομικών πόρων δεν ανήκαν στο δημόσιο. Μόνο όταν αναδύθηκε η οικονομία της αγοράς, πριν από δυο αιώνες, τέθηκε το ζήτημα σχετικά με το πως πρέπει να παίρνονται οι σημαντικές οικονομικές αποφάσεις (πως, τι και για ποιον παράγεται) και προέκυψε το αντίστοιχο ζήτημα της κατανομής της οικονομικής δύναμης. Είναι εξίσου σαφές ότι οι μορφές οικονομικής οργάνωσης που επικράτησαν από την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και μετά, δηλαδή ο καπιταλισμός και ο κρατικιστικό σοσιαλισμός, ήταν απλώς εκδοχές οικονομικής ολιγαρχίας, όπου η οικονομική δύναμη ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια των καπιταλιστικών και των γραφειοκρατικών ελίτ αντίστοιχα.

Όμως, το να μιλάμε σήμερα για ίση κατανομή της πολιτικής δύναμης χωρίς να την εξαρτάμε από την ίση κατανομή της οικονομικής δύναμης είναι, στην καλύτερη περίπτωση, χωρίς νόημα και στη χειρότερη απατηλό. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι η σημερινή παρακμή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει οδηγήσει πολλούς φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και άλλους να μιλούν για άμεση δημοκρατία, χωρίς όμως να αναφέρονται στο απαραίτητο συμπλήρωμά της: την οικονομική δημοκρατία. Και οικονομική δημοκρατία είναι αδιανόητη χωρίς την απουσία δομών και σχέσεων που ενσωματώνουν την ανισοκατανομή της οικονομικής δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι σε μια οικονομική δημοκρατία όλες οι «μακρό»-οικονομικές αποφάσεις, δηλαδή οι αποφάσεις που αφορούν τη γενική διεύθυνση της οικονομίας  (συνολικό επίπεδο παραγωγής, κατανάλωσης και επενδύσεων και συνακόλουθες ποσότητες εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες  κτλ) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση, μολονότι οι «μικρό»-οικονομικές αποφάσεις στο επίπεδο του χώρου εργασίας και του νοικοκυριού λαμβάνονται από τον επιμέρους παραγωγό η καταναλωτή. Προϋπόθεση επομένως της οικονομικής δημοκρατίας είναι η ‘δημοτικοποιηση’ των μέσων παραγωγής και κατανομής, δηλ. ότι θα πρέπει να περιέλθουν στην συλλογική ιδιοκτησία και έλεγχο του δήμου, του σώματος των πολιτών.

Όμως, η πολιτική και οικονομική δύναμη δεν είναι οι μόνες μορφές δύναμης και επομένως η πολιτική και η οικονομική δημοκρατία δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους μια περιεκτική δημοκρατία. Με άλλα λόγια, μια περιεκτική δημοκρατία είναι αδιανόητη εάν δεν επεκτείνεται στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο για να συμπεριλάβει το χώρο εργασίας, το νοικοκυριό, τον εκπαιδευτικό χώρο και στην πραγματικότητα κάθε οικονομικό ή πολιτισμικό θεσμό που αποτελεί στοιχείο του χώρου αυτού.

Τέλος, στο οικολογικό επίπεδο, το ερώτημα που τίθεται σε σχέση με την αντίληψη για μια περιεκτική δημοκρατία είναι πως μπορούμε να οραματιστούμε ένα περιβαλλοντικά φιλικό θεσμικό πλαίσιο που δεν θα λειτουργούσε ως βάση μιας ιδεολογίας κυριαρχίας πάνω στη Φύση. Ορισμένοι επικριτές της περιεκτικής δημοκρατίας για παράδειγμα παρερμηνεύουν το ζήτημα σαν να επρόκειτο για τις εγγυήσεις που μπορεί να προσφέρει μια περιεκτική δημοκρατία για την εξασφάλιση μιας καλύτερης σχέσης κοινωνίας και φύσης από αυτήν που δημιουργούν τα συστήματα της οικονομίας της αγοράς ή του σοσιαλιστικού κρατισμού. Ένας γνωστός οικοσοσιαλιστής, για παράδειγμα υπέθεσε πολύ πρόσφατα ότι «η ‘απαιτούμενη’ οικολογική συναίνεση μεταξύ των κατοίκων της οικοτοπίας μπορεί να μην εξασφαλίζεται απλώς με την εγκαθίδρυση μιας αθηναϊκής δημοκρατίας στην οποία όλοι είναι μορφωμένοι και λογικοί».[28]

Η άποψη όμως αυτή αποτελεί μια φανερή παρερμηνεία της δημοκρατίας. Είναι σαφές ότι εάν δούμε τη δημοκρατία ως μια διαδικασία κοινωνικής αυτοθέσμισης, όπου δεν υπάρχει κανένας θεϊκά ή «αντικειμενικά» καθοριζόμενος κώδικας ανθρώπινης συμπεριφοράς, τέτοιες εγγυήσεις αποκλείονται εξ ορισμού στο δημοκρατικό προταγμα. Αυτός άλλωστε είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο διαφωνώ με την προσέγγιση της κοινωνικής οικολογίας καθώς και την οικομαρξιστικη προσέγγιση. Διότι τόσο για την πρώτη όσο και τον δεύτερο η απελευθερωτική κοινωνία προκύπτει ‘αντικειμενικά’ από την σωστή ερμηνεία των νόμων --της φυσικής εξέλιξης κατά την κοινωνική οικολογία (η οποία μάλιστα ισχυρίζεται ότι μπορεί να συνάγει από τους ίδιους νόμους μια ‘αντικειμενική’ ηθική για τη σχέση μας με τη Φύση) και αντίστοιχα από την σωστή ερμηνεία των νόμων  κοινωνικής εξέλιξης κατά τον οίκο-μαρξισμό. Όμως, είναι ασύμβατη με το προταγμα της δημοκρατίας κάθε άποψη που υποστηρίζει ότι η δημοκρατική κοινωνία και οι ηθικοί κανόνες που θα την διέπουν μπορεί ν απορρέουν από κάποιους υποτιθέμενους ‘αντικειμενικούς’ νόμους και όχι από την συνειδητή δημοκρατική επιλογή των πολιτών. Και αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο καθορισμός παρομοίων ‘αντικειμενικών’ νόμων αποτελεί μια ουτοπία του 19 ου αιώνα που δεν έχει καμία σχέση με τις σημερινές εξελίξεις στην επιστημονική μεθοδολογία και έρευνα που τονίζουν το υποκειμενικό στοιχείο και αυτό της αβεβαιότητας αντί για το υποτιθέμενα ‘αντικειμενικό’ στοιχείο και αυτό της βεβαιότητας που αναζητούσαν οι ερευνητές του περασμένου αιώνα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία δεν θα υπάρχουν σταθεροί κανόνες συμπεριφοράς απέναντι στη φύση. Οι κανόνες όμως αυτοί θα προκύπτουν ως λογική συνέπεια των βασικών οργανωτικών αρχών της δημοκρατικής κοινωνίας, δηλ. της αυτονομίας και της κοινότητας και όχι από κάποια ‘αντικειμενική’ ερμηνεία της φυσικής η κοινωνικής εξέλιξης. 

Επομένως, η αντικατάσταση του σημερινού θεσμικού πλαισίου από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο περιεκτικής δημοκρατίας συνιστά μόνο την αναγκαία συνθήκη για μια αρμονική σχέση μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο οικολογικής συνείδησης των πολιτών. Παρόλα’ αυτά, θα μπορούσε κανείς εύλογα να περιμένει ότι η ριζοσπαστική αλλαγή στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που θα ακολουθήσει τη θέσμιση μιας περιεκτικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τον αποφασιστικό ρόλο που θα παίζει η παιδεία σ’ ένα φιλικό προς το περιβάλλον θεσμικό πλαίσιο, θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς τη Φύση.

Με άλλα λόγια, μια δημοκρατική οικολογική προοπτική δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις θεσμικές προϋποθέσεις που προσφέρουν τις μεγαλύτερες ελπίδες για μια καλύτερη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση. Εντούτοις, υπάρχουν ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε ότι η σχέση μεταξύ της περιεκτικής δημοκρατίας και της Φύσης θα είναι πολύ πιο αρμονική από τη σχέση που θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί στην οικονομία της αγοράς, ή  στο σοσιαλιστικό κρατισμό. Οι παράγοντες που υποστηρίζουν την αντίληψη αυτή αναφέρονται και στα τρία στοιχεία μιας περιεκτικής δημοκρατίας: το πολιτικό, το οικονομικό και το κοινωνικό.

Στο πολιτικό επίπεδο, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η δημιουργία ενός δημόσιου χώρου θα συμβάλει σημαντικά, από μόνη της, στο να γίνει ο υλισμός λιγότερο ελκυστικός. Και αυτό, διότι ο δημόσιος χώρος θα δώσει ένα νέο νόημα στη ζωή για να γεμίσει το υπαρξιακό κενό που δημιουργεί η σημερινή καταναλωτική κοινωνία. Μπορούμε εύλογα να περιμένουμε ότι η συνειδητοποίηση του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος θα μας στρέψει ξανά προς τη Φύση.

  • Στο οικονομικό επίπεδο, δεν είναι τυχαίο ότι, ιστορικά, η διαδικασία μαζικής καταστροφής του περιβάλλοντος συμπίπτει με τη διαδικασία αγοραιοποίησης της οικονομίας. Με άλλα λόγια, η ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης είχε κρίσιμες συνέπειες για τη σχέση κοινωνίας και Φύσης και οδήγησε στην επικράτηση της ιδεολογίας ανάπτυξης ως του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Έτσι, έγινε κυρίαρχη μια «εργαλειακή» αντίληψη της Φύσης, στην οποία η Φύση εθεωρείτο ως ένα εργαλείο για την ανάπτυξη, σε μια διαδικασία απεριόριστης  συγκέντρωσης δύναμης. Εάν υποθέσουμε ότι, σήμερα, μόνο μια συνομοσπονδιακή κοινωνία θα μπορούσε να εξασφαλίσει την περιεκτική δημοκρατία, είναι εύλογο να υποθέσουμε περαιτέρω ότι όταν η οικονομία της αγοράς αντικατασταθεί από μια δημοκρατική συνομοσπονδιακή οικονομία, η δυναμική ανάπτυξη—ή--θάνατος της πρώτης θα αντικατασταθεί από τη νέα κοινωνική δυναμική της δεύτερης: μια δυναμική που θα στοχεύει στην ικανοποίηση των κοινοτικών αναγκών και όχι στην ανάπτυξη καθαυτή. Εάν η ικανοποίηση των κοινοτικών αναγκών δεν εξαρτάται, όπως σήμερα, από τη συνεχή επέκταση της παραγωγής για να καλυφθούν οι «ανάγκες» που δημιουργεί η αγορά και, εάν αποκατασταθεί ο δεσμός μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η σημερινή εργαλειακή αντίληψη της φύσης θα συνεχίσει να καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά.

  • Τέλος, θα μπορούσαμε, επίσης εύλογα, να περιμένουμε ότι η δημοκρατία στο γενικότερο κοινωνικό πεδίο θα είναι φιλική προς το περιβάλλον. Η εξάλειψη των πατριαρχικών σχέσεων στο νοικοκυριό και των ιεραρχικών σχέσεων γενικά θα δημιουργούσε ένα νέο αντί-κυριαρχικό ήθος που θα επεκτεινόταν τόσο στην Πρώτη όσο και στη Δεύτερη Φύση. Με άλλα λόγια, η δημιουργία δημοκρατικών συνθηκών στο κοινωνικό πεδίο θα ήταν ένα αποτελεσματικό βήμα στη δημιουργία των επαρκών συνθηκών για μια αρμονική σχέση φύσης-κοινωνίας.

Αλλά, πέρα από τους παραπάνω πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί εδώ και ένας οικολογικός παράγοντας που συνηγορεί σθεναρά υπέρ της αρμονικής σχέσης δημοκρατίας-Φύσης: είναι εύλογο ότι ο αποκεντρωτικός χαρακτήρας μιας συνομοσπονδιακής περιεκτικής δημοκρατίας θα ενισχύσει τον φιλικό προς το περιβάλλον χαρακτήρα της. Επιπλέον, είναι λογικό να υποθέσουμε –και η εμπειρία σχετικά με την αξιοσημείωτη επιτυχία τοπικών κοινοτήτων στη διαφύλαξη του περιβάλλοντός  υποστηρίζει την υπόθεση αυτή[29]– ότι, όταν οι άνθρωποι στηρίζονται άμεσα στο φυσικό τους περιβάλλον για να επιβιώσουν, αναπτύσσουν μια στενή σχέση μ’ αυτό, η οποία αναγκαστικά επηρεάζει θετικά τη συμπεριφορά τους προς αυτό. Εντούτοις, η προϋπόθεση για να είναι επιτυχής ο τοπικός έλεγχος του περιβάλλοντος είναι ότι η κοινότητα βασίζεται στο φυσικό περιβάλλον για τη μακροπρόθεσμη επιβίωσή της και ότι κατά συνέπεια έχει άμεσο συμφέρον να το προστατέψει –ένας ακόμα λόγος για τον οποίο μια οικολογική κοινωνία είναι αδύνατη χωρίς την οικονομική δημοκρατία.

Καταλήγοντας, η σημερινή οικολογική κρίση επιδέχεται κατά βάση δύο λύσεις: η μία λύση προϋποθέτει ριζική αποκέντρωση. Έτσι, η οικονομική αποτελεσματικότητα των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (ηλιακή, αιολική κτλ) εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από την οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής σε μικρότερες μονάδες. Η λύση αυτή, εντούτοις, έχει ήδη περιθωριοποιηθεί από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ακριβώς επειδή δεν είναι συμβατή με τη σημερινή συγκέντρωση της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης. Γι’ αυτό, άλλωστε, προωθούνται εναλλακτικές λύσεις οι οποίες υποτίθεται ότι συγκεντρώνουν πολλά πλεονεκτήματα της ανανεώσιμης ενέργειας, χωρίς όμως να συνεπάγονται οποιεσδήποτε ριζικές αλλαγές στην οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, πχ. το πρόγραμμα για τον «Διεθνή Θερμοπυρηνικό Αντιδραστήρα» που διαφημίζεται ότι παράγει καθαρή, ασφαλή και απεριόριστη ενέργεια. Αυτό που συνήθως δεν αναφέρεται είναι ότι για να είναι εμπορικά βιώσιμη η νέα αυτή μορφή ενέργειας θα πρέπει να παράγεται από τεράστιους σταθμούς παραγωγής μαζικής συγκεντρωμένης ενέργειας.[30]

Φυσικά, όταν μιλούμε για την οργάνωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε μικρότερες μονάδες δεν εννοούμε επιστροφή στον μεσαίωνα και την τεχνολογία του. Αυτό που εννοούμε είναι η οργάνωση της ζωής με βάση μια συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία, όπου οι συνομοσπονδιοποιούμενες κοινότητες, η καλύτερα οι νέοι δήμοι, θ’ αποτελούν την έκφραση της περιεκτικής δημοκρατίας και συγχρόνως τα κέντρα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Τελειώνοντας, με βάση τη προβληματική αυτή, η μόνη  ρεαλιστική προσέγγιση σήμερα είναι η δημιουργία ενός μαζικού διεθνούς κινήματος για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας πέρα από την οικονομία της αγοράς και το έθνος-κράτος, καθώς και τις νέες διεθνικές μορφές κρατικιστικης οργάνωσης που αναδύονται τώρα. Βασική πολιτική στρατηγική του κινήματος αυτού θα ήταν η βαθμιαία ανάμιξη ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών σ’ ένα νέο είδος πραγματικά δημοκρατικής πολιτικής (με την κλασική έννοια της πολιτικής) και η παράλληλη μετατόπιση των οικονομικών πόρων/μεσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς σε μια συλλογικά και δημοκρατικά ελεγχόμενη οικονομία. Ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου και συστήματος αξιών που, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και των παλιών, θα αντικαταστήσει, σε κάποιο σημείο, τόσο την οικονομία της αγοράς και την κρατικιστική δημοκρατία, όσο και το κοινωνικό παράδειγμα που τις «νομιμοποιεί», με μια περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα.

 


 

[1] International Labour Organization (ILO), Yearbook of Labour Statistics, (Geneva: ILO 1994)

[2] UN, Human Development Report 1999, σελ. 2

[3] UN, Human Development Report 1998

[4] Οικονομικος, 24/9/98

[5] βλ. Τακης Φωτοπουλος, Ναρκωτικα: Περα απο τη δαιμονολογια της ποινικοποιησης και τη ‘πρoοδευτικη’ μυθολογια της φιλελευθεροποιησης, Ελ. Τυπος, 1999

[6] Martin Woolacott, «The March of a Martial Law», The Guardian (20 Ιανουαρίου 1996).

[7] Βλ. πχ , Greg Easterbrook, A Moment of the Earth (New York, 1995).

[8] Οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα, μετρουμενες σε ογκο (μερη ανα εκατομμυριο) ειχαν φθασει στο υψος περιπου 280 την περιοδο 1,000-1,750 αλλα το 1996, στο τελος της χιλιετιας, εχουν ανεβει στο 361, βλ. Paul Brown, The Guardian (13 Ιουλίου1996). 

[9] John Gribbin, «Climate and Ozone», The Ecologist, Vol. 21, No. 3 (Μαϊου/Ιουνίου1991

[10] Βλ πχ  «A Report into the Environmental Forces Shaping Our Future», The Guardian (2 Ιουνίου1994).

[11] The Observer, (24 Μαρτίου1996).

[12] Tracey Clunies-Ross and Nicholas Hildyard, «The politics of industrial agriculture», The Ecologist , vol 22, no 2 Μάρτιος-Απρίλιος 1992, σελ. 67

[13] Στο ιδιο

[14] Βλ πχ τα έργα του Murray Bookchinxe "Bookchin", Remaking Society (Montreal: Black Rose, 1989), The Philosophy of Social Ecology (Montreal: Black Rose, 1995), From Urbanization to Cities: Toward a New Politics of Citizenship (London: Cassell, 1995).

[15] Για μια χρήσιμη περιγραφή του οικοσοσιαλισμού και των διαφορών του από τον οικοαναρχισμό και από άλλες πράσινες τάσεις βλ., David Pepper, Eco-Socialism: From Deep Ecology to Social Justice (London: Routledge, 1993), και Modern Environmentalism (London: Routledge, 1996).

[16] βλ τα άρθρα των A. Naess, G. Foley και H. Skolimowski, Κοινωνία & Φύση, αρ 2 (1992)

[17] Για παράδειγμα εφαρμογης της φιλελεύθερης νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας στην ανάλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, βλ. Michael Common, Environmental and Resource Economics (London: Longman, 1988).

[18] World Commission on Environment and Development, Our Common Future (United Nations, 1987).

[19] World Commission on Environment and Development, Our Common Future, σελ. 87

[20] Η Εκθεση, για παράδειγμα, δηλώνει ότι ο στόχος θα πρέπει να είναι «μια οικονομία προσανατολισμένη στην οικονομική αναπτυξη και στην εξάλειψη της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο» World Commission on Environment and Development, Our Common Future, σελ. 18. Παρόμοια, δηλώνεται ότι η αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη «προϋποθέτει… ότι θα εξασφαλιστεί ότι οι φτωχοί αυτοί θα έχουν ένα δίκαιο μερίδιο των πόρων» σελ. 8.

[21] Η Εκθεση κάνει έκκληση για οικονομική αναπτυξη, θεωρωντας ως δεδομένο ότι ο στοχος αυτος είναι συμβατός με το στόχο της «ενίσχυσης» και «επέκτασης της βάσης των περιβαλλοντικών πόρων» World Commission on Environment and Development, Our Common Future, σελ. 1 & 364.

[22] World Commission on Environment and Development, Our Common Future, σελ. 51.

[23] Ted Trainer, «A Rejection of the Brundtland Report», σελ. 74.

[24] John M.Gowdy, «Progress and Environmental Sustainability», Environmental Ethics, Vol. 16, No. 1 (Ανοιξη1994

[25] John M. Gowdy, «Progress and Environmental Sustainability», σελ. 52.

[26] Ε. Γ. Βαλλιανάτος, «Ανατρεπτική θεωρία, οικολογία, γεωκεντρική αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη και Τρίτος Κόσμος», Κοινωνία και Φύση, τομ. 3, τευχ. 1 (1995), σελ. 113.

[27] Βλ Τ. Φωτοπουλος, «Για μια δημοκρατικη αντιληψη της επιστημης και της τεχνολογιας», Δημοκρατία και Φυση αρ 3, Ιουνιος 1997

[28] David Pepper, Modern Environmentalism (London: Routledge, 1996), σελ. 324.

[29] The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος 1992).

[30] J. Vidal, The Guardian (16 Νοεμβρίου 1991).