(Ομιλία στα Γλυκά Νερά τον Οκτώβριο του 1999)


Η Περιεκτική Δημοκρατία ως απάντηση στην Παγκοσμιοποίηση

 

ΤΑΚΗΣ  ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Σήμερα οι πάντες, ακόμα και ο Χριστόδουλος,  μιλούν για την παγκοσμιοποίηση η όπως σωστότερα θα έλεγα, για λόγους που θ αναφερθώ στη συνεχεία, τη ‘διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς’. Δεδομένου ότι πολλή σύγχυση υπάρχει και σε ένα βαθμό καλλιεργείται για το φαινόμενο αυτό νομίζω ότι πριν αρχίσουμε να μιλάμε για τη παγκοσμιοποίηση θα έπρεπε πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση, πράγμα που θα είχε μεγάλη σημασία στην συζήτηση για το τι συγκεκριμένα σημαίνει για εμάς και πως μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, εάν βέβαια  μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε στο υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

 

Οικονομία της αγοράς και κοινωνικοί έλεγχοι 

Όμως κατ αρχήν τι σημαίνει οικονομία της αγοράς; H «οικονομία της αγοράς» δεν είναι κάτι που υπήρχε από καταβολής κόσμου, όπως προσπαθούν να μας πείσουν τα ΜΜΕ. Η οικονομία της αγοράς είναι  ένα συγκεκριμένο σύστημα οργάνωσης της οικονομίας, που αναδύθηκε σ’ ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο (την Ευρώπη), και σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (πριν από δύο αιώνες), και αναφέρεται σε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα (τι, πώς και για ποιόν παράγεται) επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών, και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων. Όπως είναι φανερό η οικονομία της αγοράς  είναι ευρύτερος όρος από τον καπιταλισμό που αναφέρεται βασικά στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Έτσι, αν και ιστορικά η οικονομία της αγοράς συνδέθηκε με τον καπιταλισμό, δηλαδή με την ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο των μέσων παραγωγής, η κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών μέσω της αγοράς δεν είναι αδιανόητη μέσα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Η διάκριση μεταξύ του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα, όταν πολλοί, μετά την αποτυχία της σοσιαλιστικής οικονομίας του κεντρικού πλάνου, ανακαλύπτουν εκ νέου τις αρετές μιας «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς. Την ίδια στιγμή, διάφορα «κομμουνιστικά» κόμματα στο Νότο (Κίνα, Βιετνάμ κ.τ.λ.) έχουν θέσει σ’ εφαρμογή μια στρατηγική οικοδόμησης της «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς και ήδη βρίσκονται στο δρόμο που θα τις οδηγήσει σε μια σύνθεση των χειρότερων στοιχείων της οικονομίας της αγοράς (ανεργία, ανισότητα, φτώχεια) και του σοσιαλιστικού κρατισμού (απολυταρχισμός, έλλειψη πολιτικών ελευθεριών κ.τ.λ.).

Όταν λέμε ότι η οικονομία της αγοράς είναι ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι  δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός έλεγχος. Η οικονομία της αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κάποιους ελέγχους. Το θέμα είναι τι ελέγχους επιβάλλει το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, έχουμε

  • Ρυθμιστικούς ελέγχους, οι οποίοι εισάγονται συνήθως από αυτούς που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς προκειμένου να «ρυθμίσουν» τις αγορές και να δημιουργήσουν ένα σταθερό πλαίσιο για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, χωρίς να επηρεάζουν τον ουσιώδη αυτορυθμιστικό χαρακτήρα της. Παραδείγματα ρυθμιστικών ελέγχων αποτελούν οι διάφοροι έλεγχοι που εισάγονται σήμερα από τον τελευταίο γύρο της GATT, τη Διεθνή Οργάνωση Εμπορίου, τη Συνθήκη του Μάαστριχ κ.λπ.,
  • κοινωνικούς ελέγχους εν ευρεία έννοια, οι οποίοι, αν και ως πρωταρχικό τους στόχο έχουν την προστασία αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς απέναντι στον ξένο ανταγωνισμό, μπορεί να έχουν κάποιες έμμεσες συνέπειες που θα μπορούσαν να είναι επωφελείς για την υπόλοιπη κοινωνία. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων ελέγχων είναι τα διάφορα προστατευτικά μέτρα που έχουν ως στόχο την προστασία των εγχώριων αγορών εμπορευμάτων και  κεφαλαίου (δασμοί, έλεγχοι στις εισαγωγές, συναλλαγματικοί έλεγχοι κ.τ.λ.) και τέλος
  • κοινωνικούς ελέγχους με τη στενή έννοια, οι οποίοι έχουν ως στόχο την προστασία των ανθρώπων και της φύσης από τις συνέπειες της αγοραιοποίησης. Τέτοιοι έλεγχοι εισάγονται συνήθως ως αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων από την πλευρά αυτών που υφίστανται τις δυσμενείς συνέπειες που έχει η οικονομία της αγοράς είτε στους ίδιους είτε στο περιβάλλον τους. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων ελέγχων είναι η κοινωνική ασφάλιση, τα επιδόματα πρόνοιας, μακροοικονομικοί έλεγχοι για τη διασφάλιση πλήρους απασχόλησης κ.τ.λ.

Όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνεχεία, αυτοί που ελέγχουν σήμερα τη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν στοχεύουν στην κατάργηση όλων των  κοινωνικών ελέγχων αλλά μόνο αυτών που αποβλέπουν στη προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Η ΔΟΕ για παράδειγμα έχει ρητό στόχο τον περιορισμό, αν όχι την εξαφάνιση, των ελέγχων που αντίκεινται στην ελευθερία του εμπορίου. Γιαυτο και οι δήθεν ‘αριστερές’ προτάσεις που γίνονται σήμερα από σοσιαλδημοκράτες, συνήθως τ. Μαρξιστές, οικονομολόγους για τον έλεγχο των διεθνοποιημένων αγορών (πχ ο φόρος Τομπιν στις κεφαλαιαγορές), στο βαθμό που αποτελούν απλώς ρυθμιστικούς ελέγχους είναι συμβατοί με τα συμφέροντα αυτών που ελέγχουν τη παγκόσμια οικονομία σήμερα, γι’ αυτό είναι και εφικτοί. Πράγμα που δεν συμβαίνει με τους ελέγχους που θα στόχευαν σε μια αποτελεσματική προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος. 

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι ίδιοι σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι, τους οποίους ακολουθούν και τα Πράσινα κόμματα στη κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση πολλών ευρωπαϊκών χωρών, αρνούνται το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης που το βλέπουν απλώς σαν μια ιδεολογία, είτε σαν κάτι που πάντα συνέβαινε, είτε τέλος σαν παροδικό φαινόμενο.

Έτσι, αυτοί που κατ' αρχήν αρνούνται το ίδιο το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης ισχυρίζονται ότι η παγκοσμιοποίηση είναι σήμερα πολύ περιορισμένη. Αυτό όμως είναι σωστό μόνο εάν ως παγκοσμιοποίηση εννοήσουμε τη περίπτωση διεθνοποίησης της ίδιας της παραγωγής όπου οι παραγωγικές μονάδες μετατρέπονται σε ακρατικό σώματα που λειτουργούν σ’ έναν χώρο χωρίς σύνορα, και όπου οι δραστηριότητές τους δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη χώρα που αποτελεί την εθνική τους βάση αλλά αποτελούν τμήμα ενός ενοποιημένου καταμερισμού εργασίας ο οποίος εξαπλώνεται σε πολλές χώρες. Όμως, υπάρχει μια στενότερη έννοια, αυτό που ονομάζω ‘διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς’, που αφορά την διεθνοποίηση των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και η οποία είναι πράγματι ένα νέο οικονομικό φαινόμενο, με σημαντικές επιπτώσεις στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Όπως προσπάθησα να δείξω στο τελευταίο βιβλίο μου Η Περιεκτική Δημοκρατία, η σημερινή διεθνοποίηση είναι πράγματι πρωτόγνωρη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Ποσοτικά, διότι ποτέ άλλοτε στην Ιστορία το άνοιγμα των μητροπολιτικών οικονομιών της αγοράς σε σχέση με το εμπόριο δεν ήταν τόσο σημαντικό. Ποιοτικά, όπως παραδέχεται και η τελευταία Έκθεση του ΟΗΕ για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη, πρώτη φορά οι αγορές συναλλάγματος και κεφαλαίου έχουν ανοιχθεί σε τέτοιο βαθμό, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Οργάνωσης Εμπορίου και μιας σειράς πολυμερών συμφωνιών που εξασφαλίζουν τη σύνδεση των αγορών σε ένα παγκόσμιο δίκτυο όπου ανταλλάσσονται 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα.

Όμως, μήπως η διεθνοποίηση αυτή είναι μια ιδεολογία, όπως υποστηρίζουν δήθεν ‘αριστεροί’ οικονομολόγοι ιδιαίτερα στην Ελλάδα, για να δικαιολογήσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονται σε όλο τον κόσμο; Εάν ήταν έτσι, τότε η απάντηση στη διεθνοποίηση θα μπορούσε να δοθεί μέσα στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, π.χ. με την εκλογή των συνεπών σοσιαλδημοκρατών τύπου Λαφοντεν στη κυβέρνηση που θα υιοθετούσαν αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους της οικονομίας της αγοράς. Όμως στη πραγματικότητα το σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων δεν δίνει καμία δυνατότητα για παρόμοιες επιλογές Με αλλά λόγια, αν πάρουμε δεδομένο το σημερινό θεσμικό πλαίσιο, οι πολιτικές που εφαρμόζουν σήμερα τα τ. Σοσιαλδημοκρατικά και νυν σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα στη κυβέρνηση, όπως το δικό μας ΠΑΣΟΚ και ανάλογα οι Μπλερ, Ζοσπεν, Σρεντερ και κομπανία, μαζί με τα χρεοκοπημένα Πράσινα κόμματα των Φισερ, Κον Μπεντιτ κ.λπ. που έδειξαν το πραγματικό πρόσωπο τους στον κτηνώδη Νατοϊκό πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, είναι πράγματι μονόδρομος. Πράγμα που σημαίνει ότι η μόνη απάντηση στη παγκοσμιοποίηση είναι η δημιουργία νέων μορφών κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης στο πλαίσιο ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος ριζικής αλλαγής, έξω από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, σε  αυτό που ονομάζω περιεκτική δημοκρατία.

 

Αγοραιοποίηση και ανάπτυξη 

Για να δούμε όμως γιατί δεν υπάρχουν λύσεις στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη ιστορική ανάδρομη για να δούμε πως δημιουργήθηκε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Μολονότι η αγορά σήμερα διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής, από την οικογενειακή ζωή ως την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και ούτω καθεξής, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, παρά το γεγονός ότι αγορές υπήρχαν για πάρα πολύ καιρό, η αγοραιοποίηση της οικονομίας είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο που αναδύθηκε μόλις στους δυο τελευταίους αιώνες. Ήταν μόνο στην αρχή του περασμένου  αιώνα που δημιουργήθηκε μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε  το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε  οικονομική και πολιτική σφαίρα. Παρόμοιος διαχωρισμός δεν υπήρχε ούτε στην κοινωνία που βασιζόταν σε φυλές, ούτε στη φεουδαρχική η την μερκαντιλιστική κοινωνία.

Το κρίσιμο στοιχείο που διαφοροποιεί την οικονομία της αγοράς από όλες τις προηγούμενες οικονομίες είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, αναδύθηκε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα αγοράς –ένα σύστημα στο οποίο αναπτύχθηκαν αγορές ακόμα και για τα μέσα παραγωγής, δηλαδή, την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ο ανταγωνισμός, που ήταν η κινητήρια δύναμη του καινούργιου συστήματος, διασφάλιζε ότι η δυναμική  του χαρακτηριζόταν από την αρχή «ανάπτυξη ή θάνατος». Αυτή η ίδια δυναμική συνεπάγεται ότι η οικονομία της αγοράς, από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία. Και αυτό, γιατί από τη στιγμή που η Βιομηχανική Επανάσταση εισήγαγε νέα συστήματα μαζικής παραγωγής σε μια κοινωνία που ήταν εμπορική, όπου τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν υπό ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο, τέθηκε σε κίνηση μια διαδικασία (με τη ζωτικής σημασίας υποστήριξη του έθνους-κράτους) που οδηγούσε στο μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων οικονομιών του παρελθόντος, στις οποίες η αγορά έπαιζε έναν περιθωριακό ρόλο, στις σημερινές οικονομίες της αγοράς. Ο ιδιωτικός δηλαδή έλεγχος της παραγωγής απαιτούσε ότι αυτοί που έλεγχαν τα μέσα παραγωγής θα έπρεπε να είναι οικονομικά «αποτελεσματικοί» προκειμένου να επιβιώσουν του ανταγωνισμού, έπρεπε δηλαδή να διασφαλίζουν:

  • πρώτον, την ελεύθερη ροή εργασίας και γης με ελάχιστο κόστος, πράγμα που σημαίνει, σε συνθήκες ιδιωτικού ελέγχου της παραγωγής, ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά, διότι όσο πιο αποτελεσματικοί τέτοιοι έλεγχοι υπάρχουν πάνω στις αγορές, και ιδιαίτερα στις αγορές των μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη), τόσο πιο δύσκολο είναι να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή τους με ελάχιστο κόστος. Για παράδειγμα, η νομοθεσία για την προστασία της εργασίας έκανε την αγορά εργασίας λιγότερο ελαστική και, συνακόλουθα, τη ροή εργασίας λιγότερο ομαλή, ή πιο ακριβή. Γι’ αυτό και, ιστορικά,  αυτοί που είχαν ιδιωτικό έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής κατεύθυναν πάντοτε τις προσπάθειές τους προς την παραπέρα αγοραιοποίηση της οικονομίας, δηλαδή, προς την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά.
  • Δεύτερον, τη συνεχή ροή επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής και προϊόντα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τους δείκτες πωλήσεων (αυτό που λέμε «ανάπτυξη η θάνατος»). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η οικονομική ανάπτυξη.

Έτσι, η διαδικασία αγοραιοποίησης οδήγησε στην ιστορική σύγκρουση μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού όπου οι μεν φιλελεύθεροι υποστήριζαν τη θέση της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για χάρη της μεγαλύτερης οικονομικής ‘αποτελεσματικότητας’, ενώ οι σοσιαλιστές υποστήριζαν τη θέση της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές μέσω του κράτους που υποτίθεται εξέφραζε το γενικό συμφέρον. Από την άλλη μεριά, η αναπτυξιακή διαδικασία και οι συνακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οδήγησαν τα τελευταία περίπου 30 χρόνια στη δημιουργία του οικολογικού κινήματος.

 

Οι ιστορικές φάσεις της αγοραιοποίησης 

Όσον αφορά τη διαδικασία αγοραιοποίησης ειδικότερα μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες ιστορικές φάσεις:

1. τη φιλελεύθερη φάση, στα μέσα του περασμένου αιώνα, η οποία, μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού  οδήγησε

2. στην κρατικιστική φάση (μέσα δεκαετίας 1930-μέσα δεκαετίας 1970) και, τέλος,

3. τη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση.

Έτσι, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα φιλελευθεροποίησης και διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς τον περασμένο αιώνα, που οδήγησε στον προστατευτισμό και τη συνακόλουθη αποσύνθεση και σχεδόν κατάρρευση της στη Μεγάλη Κρίση του μεσοπόλεμου, όλες οι μεγάλες χώρες εισήλθαν σε μια περίοδο κρατικού παρεμβατισμού για τον έλεγχο της οικονομίας. Με άλλα λόγια, εισήλθαν στην περίοδο του κρατισμού η οποία στη μεταπολεμική περίοδο κρατισμού συνδέθηκε με το φαινόμενο που ονομάστηκε η ‘σοσιαλδημοκρατική συναίνεση’ η οποία δεν ήταν απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως υποστηρίζεται συνήθως, αλλά μια δομική αλλαγή με σημαντικές επιπτώσεις στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό/θεωρητικό καθώς επίσης και στο πολιτισμικό επίπεδο. Στο οικονομικό επίπεδο, συγκεκριμένα, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση είχε τα θεμέλιά της στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, η οποία, στο μεταπολεμικό απόγειό της, χαρακτηριζόταν από τη μαζική παραγωγή, τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες, τη γραφειοκρατική οργάνωση και τη μαζική κατανάλωση. Ο οικονομικός ρόλος του κράτους είχε ιδιαίτερη σημασία σε μια αναπτυξιακή διαδικασία που βασιζόταν κυρίως στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Ο ρόλος αυτός στόχευε στη διαμόρφωση του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας με τη σημαντική παρέμβαση του κράτους, Δεδομένου ότι ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας κατά την περίοδο αυτή ήταν σχετικά χαμηλός και κατά συνέπεια η ελευθερία που είχε το κράτος για την εφαρμογή μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής ήταν πολύ πιο σημαντική  απ’ ό,τι σήμερα, ο νέος οικονομικός ρόλος του κράτους ήταν τόσο εφικτός όσο και επιθυμητός. Στο βαθμό συνεπώς που το μεταπολεμικό επενδυτικό μπουμ συνεχιζόταν, τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό, που αναπόφευκτα δημιουργήθηκαν, δεν προκαλούσαν προβλήματα. Στην πραγματικότητα, η περίοδος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης συνδέθηκε με ένα πρωτοφανές οικονομικό μπουμ. Παράλληλα, τη περίοδο αυτή, το σύστημα της αγοράς, ιδιαίτερα η εργασία και το χρήμα, τέθηκαν υπό σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους.

 

Διεθνοποίηση και νεοφιλελευθερισμός 

Παρά την επέκταση όμως του κρατισμού στο εθνικό οικονομικό επίπεδο, η διαδικασία αγοραιοποίησης στο διεθνές επίπεδο (με την έννοια της σταδιακής άρσης των ελέγχων στην κίνηση των εμπορευμάτων και αργότερα του κεφαλαίου), η οποία είχε διακοπεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση και την έκρηξη του προστατευτισμού που ακολούθησε, μεταπολεμικά ξανατέθηκε σε κίνηση. Έτσι, οι εμπορικές αντιπαλότητες μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών χωρών και οι συνακόλουθες παλιές εθνικιστικές αντιπαλότητες, που σημάδεψαν το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και οδήγησαν σε δυο παγκόσμιους πολέμους, σταδιακά ξεπεράστηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια γοργή επέκταση του εμπορίου (κυρίως μεταξύ των χωρών αυτών). Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρύνθηκε ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα ενόψει της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο. Παρόλα αυτά, η διεθνοποίηση αποτελούσε κατά βάση προϊόν «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφερόντουσαν στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, συγκεκριμένα, στην επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων .

Κατά συνέπεια, οι θεσμικές διευθετήσεις που υιοθετήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο για την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου περισσότερο θεσμοποίησαν μια υφιστάμενη κατάσταση, παρά δημιούργησαν τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ήταν, δηλαδή, η δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς που οδήγησε στη σημερινή διεθνοποίηση, η οποία στη συνέχεια θεσμοποιήθηκε:

  • σε πλανητικό επίπεδο, με τους γύρους της GATT για τη μείωση των δασμών,
  • σε περιφερειακό δι-εθνικό επίπεδο, με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) την   Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθερών Συναλλαγών (EΖΕΣ) κ.λπ. και
  • σε εθνικό επίπεδο, με την κατάργηση των ελέγχων συναλλάγματος και κεφαλαίου στις Η.Π.Α. και τη Βρετανία στη δεκαετία του 1970 κ.τ.λ.

Η αυξανόμενη διεθνοποίηση συνεπαγόταν ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς στηριζόταν, όλο και περισσότερο, στη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς παρά στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, όπως συνέβαινε πριν – γεγονός που είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν κυρίως στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, που αναλογούσε περίπου στο 90% της συνολικής ζήτησης των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο κρατικός τομέας έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του μεγέθους της αγοράς μέσω της ρύθμισης της συνολικής ενεργού ζήτησης. Η αναγκαία όμως συνθήκη για την αποτελεσματική λειτουργία του οικονομικού συστήματος ήταν ένας σχετικά χαμηλός βαθμός διεθνοποίησης, δηλαδή ένας βαθμός συμβατός με το θεσμικό πλαίσιο που ήταν βασικά προστατευτικό σε σχέση  με την εγχώρια αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας. Ήταν ακριβώς η βαθμιαία αναίρεση αυτής της συνθήκης, στο βαθμό που εντεινόταν η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, που έκανε αδύνατη τη συνέχιση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης.

Έτσι, σε συνθήκες εντεινόμενης διεθνοποίησης, το μέγεθος της οικονομίας της αγοράς αυξανόμενα εξαρτάται  από τις συνθήκες προσφοράς, (οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν τις εξαγωγικές και εισαγωγικές επιδόσεις), παρά από την άμεση διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Με άλλα λόγια, σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου, η ανταγωνιστικότητα, αποκτά πολύ πιο αποφασιστική σημασία, όχι μόνο σε σχέση με την ανάπτυξη που στηρίζεται όλο και περισσότερο στις εξαγωγές, αλλά και σε σχέση με τη διείσδυση εισαγωγών που οδηγεί τελικά στο κλείσιμο πολλών εγχώριων επιχειρήσεων και στην ανεργία. Για να το θέσουμε σχηματικά, η οικονομία της αγοράς, καθώς  εντείνεται η διεθνοποίηση, μετατρέπεται από μια οικονομία ανάπτυξης «στηριζόμενη στην εγχώρια αγορά» σε μια οικονομία ανάπτυξης «στηριζόμενη στο εμπόριο». Στο πλαίσιο μιας  ανάπτυξης που στηρίζεται στο εμπόριο, οι συνθήκες που επικρατούν  στην παραγωγική πλευρά της οικονομίας, συγκεκριμένα αυτές που αφορούν στο κόστος παραγωγής, αποκτούν αποφασιστική σημασία. Η συμπίεση λοιπόν του κόστους παραγωγής, (κόστος  εργασίας,  φόροι και  ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών)  γίνεται πολύ σημαντική. Όμως, η συμπίεση του κόστους παραγωγής απαιτεί μια δραστική μείωση του κρατισμού, αφού ο κρατισμός είναι υπεύθυνος για τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης με τη διόγκωση του κράτους-πρόνοιας κλπ. Το σωρευτικό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο κρατικός παρεμβατισμός δεν άφηνε ελεύθερη την αγορά εργασίας  να καθορίζει τα επίπεδα των μισθών και της απασχόλησης, όπως απαιτεί μια οικονομία της αγοράς, ήταν η κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Με άλλα λόγια, η κρίση, σ’ αντίθεση με την αντίληψη που υποστηρίζεται συνήθως, δεν οφειλόταν κυρίως στην πετρελαϊκή κρίση, αλλά στο γεγονός ότι ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς που είχε ήδη επιτευχθεί δεν ήταν πια συμβατός με τον κρατισμό.

Συνοπτικά, η κατάρρευση του κρατισμού και η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού πρέπει να ειδωθούν μέσα στο πλαίσιο της εντεινόμενης διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, η οποία κατέστησε τον κρατισμό αυξανόμενα ασύμβατο με αυτήν.

Ο στόχος επομένως του νεοφιλελεύθερου κινήματος που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970 ήταν να αρθούν ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιηθούν οι κοινωνικοί έλεγχοι επί της αγοράς που είχαν εισαχθεί κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Οι οικονομικές ελίτ θεωρούσαν πάντοτε ότι ο σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός, με την μορφή των εθνικοποιήσεων, των πολιτικών πλήρους απασχόλησης και του κράτους-πρόνοιας, δημιουργούσε ένα τριμερές σύστημα οικονομικής δύναμης (κράτος, συνδικάτα, κεφάλαιο), το οποίο υπονόμευε την ηγεμονία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Έτσι, μόλις το επέτρεψε ένας συνδυασμός οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, η επίθεση ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση έγινε αναπόφευκτη. Ο κύριος οικονομικός παράγοντας ήταν, όπως είδαμε, η διεθνοποίηση της οικονομίας που έγινε ασύμβατη με τον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό. Οι πολιτικοί παράγοντες αναφέρονται στην παρακμή της Αριστεράς, ως αποτέλεσμα της επέκτασης των μεσαίων τάξεων σε βάρος της χειρονακτικής εργατικής τάξης, καθώς και της παράλληλης κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού».Ο απώτατος, επομένως, στόχος του νεοφιλελευθερισμού ήταν η ενίσχυση της δύναμης αυτών που ελέγχουν την οικονομία, μέσω της δραστικής συρρίκνωσης των κοινωνικών  ελέγχων πάνω στις αγορές. Οι κύριες πολιτικές που προτάθηκαν από τους νεοφιλελεύθερους και εφαρμόστηκαν εν συνεχεία πρώτα από τις κυβερνήσεις Θάτσερ/Ρέηγκαν και αργότερα από κυβερνήσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο ήταν :

  • Η Απελευθέρωση των αγορών και ιδιαίτερα η ‘ελαστικοποίηση’ της αγοράς εργασίας, πράγμα που σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση και την αντισυνδικαλιστική νομοθεσία, σήμαινε ότι οι συνέπειες των τεχνολογικών αλλαγών, που είχαν ήδη οδηγήσει σε δομική ανεργία, δεν αντισταθμίστηκαν με αποτελεσματική κρατική δράση. Αντίθετα, αφέθηκε στις δυνάμεις της αγοράς να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας. Ακόμα, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, περιορίζοντας το δημόσιο τομέα, συνέβαλαν άμεσα στην αύξηση της ανεργίας. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία έχει σήμερα αποκτήσει μαζικές διαστάσεις, ενώ η φτώχεια και η ανισότητα έχουν και αυτές αυξηθεί σε βαθμό ανάλογο με την απορύθμιση της αγοράς εργασίας.
  • Η Ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων
  • Η Συρρίκνωση του κράτους-πρόνοιας σ’ ένα ασφαλιστικό δίκτυο και παράλληλη ενθάρρυνση της επέκτασης του ιδιωτικού τομέα στις κοινωνικές υπηρεσίες κ.λπ.

Ως αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών, η κερδοφορία, που είχε κατρακυλήσει στα τέλη της κρατικιστικής περιόδου, έχει σχεδόν αποκατασταθεί στα επίπεδα  του μεταπολεμικού μπουμ.

Η διεθνοποίηση της οικονομίας και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέπεσαν με σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση στην πληροφορική) που σηματοδότησαν τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς σε μια μεταβιομηχανική φάση. Το αποτέλεσμα που προέκυψε από το συνδυασμό των αλλαγών αυτών ήταν μια δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης που εκφράστηκε με τη σημαντικότατη μείωση του μεγέθους της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Έτσι, μια νέα ταξική διάρθρωση αναδείχθηκε στη μεταβιομηχανική διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που άλλαξε τη σύνθεση του εκλογικού σώματος με συνέπεια τη γοργή παρακμή των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τη προσπάθειά τους να αποσπάσουν ένα σημαντικό μέρος των ψήφων της προνομιούχου μειονότητας μέσω του «εκσυγχρονισμού» τους, (δηλαδή της προσαρμογής τους στις προσταγές της νεοφιλελεύθερης ατζέντας). Γι’ αυτό και τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, όλα τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση (Γαλλία, Σουηδία, Βρετανία, Γερμανία), έχουν εγκαταλείψει τις παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, όπως η δέσμευση για πλήρη απασχόληση και το κράτος-πρόνοιας, και έχουν υιοθετήσει, με μικρές διαφοροποιήσεις, την ουσία του νεοφιλελεύθερου προγράμματος (ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών κ.τ.λ.) στο όνομα της απελευθέρωσης της «κοινωνίας των πολιτών» από το κράτος

Συμπερασματικά, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ο κρατισμός αποτέλεσε ένα σχετικά σύντομο διάλειμμα στη διαδικασία αγοραιοποίησης. Μ’ αυτήν την έννοια, ο κρατισμός ήταν ένα μεταβατικό φαινόμενο που οφειλόταν στην αποτυχία της πρώτης απόπειρας για τη δημιουργία ενός συστήματος βασισμένου σε μια διεθνοποιημένη και αυτό-ρυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς. Η αποτυχία αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι στη  πρώτη φάση αγοραιοποίησης, τον 19ο αιώνα, δεν είχαν ακόμη δημιουργηθεί, οι αντικειμενικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής. Αντίθετα, σήμερα, αποκαθίστανται οι τέσσερις θεσμοί στους οποίους στηρίχτηκε η πρώτη απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός κοινωνικού συστήματος βασισμένου σε μια διεθνοποιημένη και αυτορυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς. Έτσι:

  • η αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία κατέρρευσε στις αρχές του αιώνα  έχει σήμερα προωθηθεί περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε στην ιστορία με το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών,
  • το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, το οποίο κατέρρευσε κατά την κρατικιστική φάση, επαναγκαθιδρύεται σήμερα, στο πλαίσιο ενός αμερικανοκρατούμενου ΟΗΕ, ως αποτέλεσμα της λατινοαμερικανοποίησης της Ρωσίας που κατέστησε τις Η.Π.Α. αποκλειστική υπερδύναμη,
  • το φιλελεύθερο κράτος, το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με την αυτορυθμιζόμενη αγορά και το οποίο στην κρατικιστική φάση είχε επίσης καταρρεύσει σε πολλά μέρη του κόσμου, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, είναι σήμερα πανταχού παρόν, και, τέλος
  • ο διεθνής Κανόνας Χρυσού, ο οποίος ήταν αδύνατο  να επιβιώσει σε μια κατάσταση κρατικιστικής υπονόμευσης της αυτορυθμιζόμενης αγοράς, βρίσκεται σήμερα σε διαδικασία αποκατάστασης και είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι κάποια εκδοχή του θα βρίσκεται σε ισχύ στις αρχές του καινούργιου αιώνα, με πρώτο βήμα το Ευρώ.

Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι  συγκυριακό φαινόμενο, όπως την παρουσιάζουν οι σοσιαλδημοκράτες, αλλά ότι αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης που διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού. Ο κύριος στόχος των ελίτ που ελέγχουν τη σημερινή οικονομία της αγοράς είναι, όπως ήταν πάντοτε, η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω σ’ αυτή, έτσι ώστε να μπορούν να εξασφαλιστούν η μέγιστη «αποτελεσματικότητα» και  ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, οι κοινωνικοί έλεγχοι με τη στενή έννοια ελαχιστοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια, όπως οι έλεγχοι των εισαγωγών, οι δασμοί κ.τ.λ., οι οποίοι εξαλείφονται και αυτοί, ως στοιχεία που παρακωλύουν την επέκταση της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Αυτό όμως, όπως ήδη ανάφερα, δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται όλοι οι έλεγχοι πάνω στις αγορές. Όχι μόνο οι «ρυθμιστικοί» έλεγχοι εξακολουθούν να υφίστανται και σε μερικές περιπτώσεις να επεκτείνονται, αλλά ακόμα και ορισμένοι κοινωνικοί έλεγχοι δεν εξαλείφονται. Ακόμα και κοινωνικοί ‘έλεγχοι με τη στενή έννοια διατηρούνται. Έτσι, παρόλο που το κράτος-πρόνοιας βρίσκεται κατά βάση σε αποσύνθεση, στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες διατηρούνται διάφορα «ασφαλιστικά δίκτυα» για την αποτροπή μιας μαζικής αναταραχής. Όμως, τα ασφαλιστικά δίκτυα, που στοχεύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων (στους πολύ φτωχούς κ.τ.λ.), συνεπάγονται όχι μόνο την εξάλειψη του βασικού χαρακτηριστικού του κράτους-πρόνοιας, της καθολικότητάς του, αλλά και τη θεσμοποίηση της φτώχειας.

Η σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνει τον κύκλο που ξεκίνησε τον προηγούμενο αιώνα με την απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας φιλελεύθερης εκδοχής της. Έτσι, μετά την κατάρρευση της πρώτης απόπειρας εισαγωγής ενός διεθνοποιημένου αυτορυθμιζόμενου οικονομικού συστήματος, μια νέα σύνθεση επιχειρείται σήμερα. Στόχος της νέας σύνθεσης είναι να αποφευχθούν οι ακραίες συνέπειες του καθαρού φιλελευθερισμού, μέσω του συνδυασμού ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενων αγορών με διάφορους τύπους ασφαλιστικών δικτύων και ελέγχων.

 

Είναι δυνατή η επιβολή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς; 

Το ερώτημα που γεννά η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι το εξής: Υπάρχει η δυνατότητα, στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, για την ανάπτυξη αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων με την ευρεία έννοια, με στόχο την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος που συνθλίβονται από τις απελευθερωμένες και απορυθμιζόμενες αγορές; Η απάντηση που δίνεται από τη παραδοσιακή αριστερά είναι ότι μέσω της ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών είναι δυνατή η άσκηση πίεσης για την υιοθέτηση παρομοίων ελέγχων. Όμως η απάντηση αυτή  είναι τόσο ανιστόρητη όσο και ουτοπική. Είναι ανιστόρητη διότι δεν βλέπει τη διεθνοποίηση της οικονομίας ως μια φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Και είναι ουτοπική διότι προϋποθέτει ένα κρατισμό που είναι σήμερα εντελώς ασύμβατος με την διεθνοποιημένη οικονομία.

Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει καμία δυνατότητα στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς για αποτελεσματικούς ελέγχους πάνω στις αγορές με στόχο την αποτελεσματική προστασία της εργασίας η του περιβάλλοντος, ακόμη και αν η προστασία αυτή δεν ξεπερνά την προστασία που παρεχόταν στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Στο εθνικό επίπεδο, η ακόμη και στο επίπεδο οικονομικών μπλοκ όπως η ΕΕ, τέτοιοι έλεγχοι αποκλείονται από τις ανάγκες του ανταγωνισμού που επιβάλλουν οι ανοικτές αγορές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένας διεθνής Κευνσιανισμος θα ήταν αντίθετος με τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποίησης και ως τέτοιος θα αποτελούσε στόχο των πολυεθνικών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς σήμερα μέχρι σημείου που θα τον εξουδετέρωναν. Η δε διεθνοποίηση δεν είναι ανατρέψιμη εφόσον όπως είδαμε αποτελεί δομική αλλαγή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.

Εάν όμως πάρουμε ως δεδομένο ότι η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στο οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό, το οικολογικό και το πολιτισμικό επίπεδο είναι η τεραστία συγκέντρωση εξουσίας στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία τότε η διέξοδος από τη κρίση βρίσκεται μόνο στη ριζική αποκέντρωση της εξουσίας, στη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που εξασφαλίζει την ισοκατανομή εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, αυτό που ονομάζουμε περιεκτική δημοκρατία.

Στο βιβλίο Η Περιεκτική Δημοκρατία έχω σκιαγραφήσει τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας ενός μοντέλου περιεκτικής δημοκρατίας που θα εξασφάλιζε την ισοκατανομή δύναμης μέσα σε ένα οικονομικό σύστημα που θ αποτελούσε υπέρβαση τόσο του αποτυχημένου κεντρικού σχεδιασμού στον τ. υπαρκτό σοσιαλισμό όσο και της οικονομίας της αγοράς στον νυν υπαρκτό καπιταλισμό. Το μοντέλο αυτό εκφράζει ένα νέο πρόταγμα, αυτό της περιεκτικής δημοκρατίας, που με τη σειρά του αποτελεί τη σύνθεση αλλά και την υπέρβαση του σοσιαλιστικού αλλά και του δημοκρατικού προτάγματος της αυτονομίας καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων στα νέα κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό κ.λπ.)

Συνοπτικά, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ τεσσάρων κύριων τύπων δημοκρατίας που συνιστούν τα θεμελιώδη στοιχεία μιας περιεκτικής δημοκρατίας: την πολιτική, οικονομική, οικολογική δημοκρατία και τη «δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο». Η πολιτική, η οικονομική και η δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο μπορούν να οριστούν, εν συντομία, ως το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης. Αντίστοιχα, μπορούμε να ορίσουμε την οικολογική δημοκρατία ως το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην εξάλειψη οποιασδήποτε ανθρώπινης προσπάθειας για κυριαρχία πάνω στον φυσικό κόσμο, δηλαδή, ως το σύστημα που στοχεύει στην επανένωση ανθρώπου και φύσης.

Πολύ περιληπτικά, στην πολιτική ή άμεση δημοκρατία, η πολιτική δύναμη ισοκατανέμεται μεταξύ όλων των πολιτών, η κοινωνία αυτοθεσμίζεται. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία θεμελιώνεται στη συνειδητή επιλογή  της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας από τους πολίτες και επομένως είναι ασύμβατη η θεμελίωση της σε θεϊκά ή μυστικιστικά δόγματα και προκαταλήψεις ή σε κλειστά θεωρητικά συστήματα. Ακόμη συνεπάγεται τέτοιες δομές ώστε όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των νόμων) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση η όπου αυτό δεν είναι δυνατό με εξουσιοδότηση σε ανακλητούς εντολοδόχους.

Όμως, το να μιλάμε σήμερα για ίση κατανομή της πολιτικής δύναμης χωρίς να την εξαρτάμε από την ίση κατανομή της οικονομικής δύναμης είναι, στην καλύτερη περίπτωση, χωρίς νόημα και στη χειρότερη απατηλό. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι η σημερινή παρακμή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει οδηγήσει πολλούς φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και άλλους να μιλούν για άμεση δημοκρατία, χωρίς όμως να αναφέρονται στο απαραίτητο συμπλήρωμά της: την οικονομική δημοκρατία. Και οικονομική δημοκρατία είναι αδιανόητη χωρίς την απουσία δομών και σχέσεων που ενσωματώνουν την ανισοκατανομη της οικονομικής δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι σε μια οικονομική δημοκρατία όλες οι «μακρό»-οικονομικές αποφάσεις, δηλαδή οι αποφάσεις που αφορούν τη γενική διεύθυνση της οικονομίας  (συνολικό επίπεδο παραγωγής, κατανάλωσης και επενδύσεων και συνακόλουθες ποσότητες εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες  κ.τ.λ.) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση, μολονότι οι «μικρό»-οικονομικές αποφάσεις στο επίπεδο του χώρου εργασίας και του νοικοκυριού λαμβάνονται από τον επιμέρους παραγωγό η καταναλωτή. Προϋπόθεση επομένως της οικονομικής δημοκρατίας είναι η ‘δημοτικοποίηση’ των μέσων παραγωγής και κατανομής, δηλ. ότι θα πρέπει να περιέλθουν στην συλλογική ιδιοκτησία και έλεγχο του δήμου, του σώματος των πολιτών.

Αλλά, η πολιτική και οικονομική δύναμη δεν είναι οι μόνες μορφές δύναμης και επομένως η πολιτική και η οικονομική δημοκρατία δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους μια περιεκτική δημοκρατία. Με άλλα λόγια, μια περιεκτική δημοκρατία είναι αδιανόητη εάν δεν επεκτείνεται στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο για να συμπεριλάβει το χώρο εργασίας, το νοικοκυριό, τον εκπαιδευτικό χώρο και στην πραγματικότητα κάθε οικονομικό ή πολιτισμικό θεσμό που αποτελεί στοιχείο του χώρου αυτού.

Τέλος, η οικολογική δημοκρατία, η κοινωνία δηλαδή που στοχεύει στην εξάλειψη οποιασδήποτε ανθρώπινης προσπάθειας για κυριαρχία πάνω στον φυσικό κόσμο προϋποθέτει ένα θεσμικό πλαίσιο που δημιουργεί τις συνθήκες για μια αρμονική σχέση μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Με άλλα λόγια, μια δημοκρατική οικολογική προοπτική δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις θεσμικές προϋποθέσεις που προσφέρουν τις μεγαλύτερες ελπίδες για μια καλύτερη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση. Επομένως, η αντικατάσταση του σημερινού θεσμικού πλαισίου από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο περιεκτικής δημοκρατίας συνιστά μόνο την αναγκαία συνθήκη για την οικολογική δημοκρατία. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο οικολογικής συνείδησης των πολιτών. Παρόλα’ αυτά, θα μπορούσε κανείς εύλογα να περιμένει ότι η ριζοσπαστική αλλαγή στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που θα ακολουθήσει τη θέσμιση μιας περιεκτικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τον αποφασιστικό ρόλο που θα παίζει η παιδεία σ’ ένα φιλικό προς το περιβάλλον θεσμικό πλαίσιο, θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς τη Φύση. Υπάρχουν δηλαδή ισχυροί λόγοι, που αναφέρονται σε όλες τις συνιστώσες της περιεκτικής δημοκρατίας, οι οποίοι μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σχέση μεταξύ της περιεκτικής δημοκρατίας και της Φύσης θα είναι πολύ πιο αρμονική από τη σχέση που θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί στην οικονομία της αγοράς, ή στο σοσιαλιστικό κρατισμό.

 

Η μετάβαση σε μια περιεκτική δημοκρατία 

Τελειώνοντας, με βάση τη προβληματική αυτή, η μόνη ρεαλιστική προσέγγιση είναι η δημιουργία ενός μαζικού διεθνούς κινήματος για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας πέρα από την οικονομία της αγοράς και το έθνος-κράτος, καθώς και τις νέες διεθνικές μορφές κρατικιστικής οργάνωσης που αναδύονται τώρα. Βασική πολιτική στρατηγική του κινήματος αυτού θα ήταν η βαθμιαία ανάμιξη ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών σ’ ένα νέο είδος πραγματικά δημοκρατικής πολιτικής (με την κλασική έννοια της πολιτικής) και η παράλληλη μετατόπιση των οικονομικών πόρων/μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς σε μια συλλογικά και δημοκρατικά ελεγχόμενη οικονομία. Ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου και συστήματος αξιών που, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και των παλιών, θα αντικαταστήσει, σε κάποιο σημείο, τόσο την οικονομία της αγοράς και την κρατικιστική δημοκρατία, όσο και το κοινωνικό παράδειγμα που τις «νομιμοποιεί», με μια περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα.

Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι τι είδους στρατηγική μπορεί να εξασφαλίσει τη μετάβαση προς μια περιεκτική δημοκρατία; Συγκεκριμένα, τι είδους δράση και πολιτική οργάνωση μπορεί να αποτελεί μέρος του δημοκρατικού προτάγματος; Σ’ αυτή την προβληματική έχουμε να αντιμετωπίσουμε ερωτήματα για τη σημασία των αγώνων και των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με κάθε συστατικό της περιεκτικής δημοκρατίας: το οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό και το οικολογικό. Μια γενική κατευθυντήρια αρχή στην επιλογή μιας κατάλληλης μεταβατικής στρατηγικής είναι η συνέπεια μεταξύ στόχων και μέσων. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι μια στρατηγική που στοχεύει σε μια περιεκτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της χρήσης ολιγαρχικών πολιτικών πρακτικών ή ατομικιστικών δραστηριοτήτων.

Έτσι, όσον αφορά, πρώτον, στη σημασία της συλλογικής δράσης με τη μορφή ταξικών συγκρούσεων ανάμεσα στα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της κυρίαρχης ελίτ, νομίζω ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας δισταγμός στην υποστήριξη όλων αυτών των αγώνων, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν στο να γίνει φανερή η καταπιεστική φύση της κρατικιστικής δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς. Πρέπει όμως να καταδεικνύεται πάντοτε η συστημική φύση των αιτίων αυτών των συγκρούσεων και το έργο αυτό δεν μπορεί προφανώς να αφεθεί στις γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων και άλλων παραδοσιακών οργανώσεων. Αυτό είναι έργο των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας, οι οποίες θα μπορούσαν να συνομοσπονδιοποιηθούν και να πάρουν μέρος σε τέτοιους αγώνες, ως μέρος ενός ευρύτερου δημοκρατικού κινήματος που βασίζεται σε κοινότητες και στις συνομοσπονδιακές δομές τους.

Στη συνέχεια τίθεται το ζήτημα της σημασίας της δράσης στη βάση, με τη μορφή της εκπαίδευσης ή, εναλλακτικά, της άμεσης δράσης και δραστηριοτήτων όπως τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, οι στεγαστικοί συνεταιρισμοί, τα σχήματα που εξασφαλίζουν τοπικές ανταλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος (LETS SCHEMES), κομμούνες, αυτοδιαχειριζόμενες φάρμες και ούτω καθεξής. Είναι φανερό ότι τέτοιες δραστηριότητες δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνες τους σε ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή. Από την άλλη μεριά, αυτές οι δραστηριότητες είναι αναγκαία και επιθυμητά μέρη μιας περιεκτικής πολιτικής στρατηγικής, στην οποία η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές εκφράζει την κλιμάκωση της δράσης στη βάση. Και αυτό, επειδή η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές παρέχει πράγματι το πιο αποτελεσματικό μέσο για τη μαζική δημοσιοποίηση ενός προγράμματος για μια περιεκτική δημοκρατία, καθώς και την ευκαιρία να αρχίσει άμεση εφαρμογή του σε σημαντική κοινωνική κλίμακα.

Με άλλα λόγια, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δεν είναι μόνο μια εκπαιδευτική άσκηση αλλά και μια έκφραση της πεποίθησης ότι μόνο σε τοπικό επίπεδο, στο επίπεδο της κοινότητας, μπορεί να εγκαθιδρυθεί σήμερα η άμεση και οικονομική δημοκρατία. Επομένως, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές είναι επίσης μια στρατηγική για να αποκτηθεί εξουσία, με στόχο την άμεση κατάλυσή της, μέσω της μεταβίβασης –από την επόμενη μέρα της νίκης στις εκλογές– της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων από τις τοπικές αρχές στις συνελεύσεις. Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει η αλλαγή της κοινωνίας από τα κάτω, που είναι η μόνη δημοκρατική στρατηγική, αντίθετα από τις κρατικιστικές προσεγγίσεις που σκοπεύουν να αλλάξουν την κοινωνία από τα πάνω. Επειδή ακριβώς η κοινότητα αποτελεί τη θεμελιώδη κοινωνική και οικονομική μονάδα μιας μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί για να αλλάξουμε την κοινωνία· αντίθετα, οι κρατιστές, σε συνέπεια με την κρατικιστική τους αντίληψη για τη δημοκρατία, πιστεύουν ότι πρέπει να ξεκινήσουν από την κορυφή, από το κράτος, προκειμένου να το «εκδημοκρατίσουν».

Οι κρατιστές επομένως είναι απόλυτα συνεπείς με τους στόχους τους, όταν συμμετέχουν στις βουλευτικές εκλογές, στις ομοσπονδιακές εκλογές ή στις ευρωεκλογές, ενώ οι υποστηρικτές μιας περιεκτικής δημοκρατίας θα ήταν απολύτως ασυνεπείς με τους δεδηλωμένους στόχους τους εάν έκαναν το ίδιο. Εν συντομία, η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των τοπικών εκλογών από τη μια μεριά και των βουλευτικών εκλογών από την άλλη (για το εθνικό ή για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο) είναι ότι, ενώ η συμμετοχή στις πρώτες είναι συμβατή με το στόχο μιας περιεκτικής δημοκρατίας και είναι ικανή να οδηγήσει, από μόνη της, στη διάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων, η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές ούτε είναι συμβατή με τη περιεκτική δημοκρατία, ούτε μπορεί να οδηγήσει στη δυναμική της στη διάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων.

Ο άμεσος στόχος θα πρέπει επομένως να είναι η δημιουργία, από τα κάτω, «λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής δύναμης», δηλαδή, η εγκαθίδρυση τοπικών δημόσιων χώρων άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας, οι οποίοι, σε κάποιο σημείο, θα συνομοσπονδιοποιηθούν για να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση αυτή προσφέρει σήμερα την πιο ρεαλιστική στρατηγική για την εδώ και τώρα αντιμετώπιση των θεμελιακών κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε και ταυτόχρονα για τη διάλυση των υπαρχουσών εξουσιαστικών δομών. Ένα πολιτικό πρόγραμμα με βάση τη δέσμευση για τη δημιουργία θεσμών περιεκτικής δημοκρατίας θα κεντρίσει εντέλει τη φαντασία της πλειονότητας του πληθυσμού, η οποία σήμερα υποφέρει  από τις συνέπειες της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης εξαιτίας του ότι  :

  • πρώτον, είμαστε αποκλεισμένοι από τον σημερινό «δημόσιο» χώρο, ο οποίος μονοπωλείται από τους επαγγελματίες πολιτικούς.
  • δεύτερον, δεν έχουμε τη δυνατότητα να ελέγχουμε το εάν θα ικανοποιηθούν ακόμη και βασικές μας ανάγκες, αφού αυτό αφήνεται σήμερα στις δυνάμεις τις αγορές.
  • τρίτον, δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη καθημερινή επιδείνωση της ποιότητας ζωής μας, λόγω της αναπόφευκτης υποβάθμισης του περιβάλλοντος, που επιβάλλει η δυναμική της αγοράς.

 

Ένα νέο είδος πολιτικής οργάνωσης 

Η υλοποίηση μια στρατηγικής σαν κι αυτή που περιέγραψα απαιτεί ένα νέο είδος πολιτικής οργάνωσης που θα αντικατοπτρίζει την επιθυμητή διάρθρωση της κοινωνίας. Η οργάνωση αυτή δεν μπορεί βέβαια να είναι το συνηθισμένο πολιτικό κόμμα, αλλά μια μορφή «δημοκρατίας εν δράσει», η οποία θα αναλαμβάνει διάφορες συλλογικές μορφές παρέμβασης:

  • στο πολιτικό επίπεδο, με τη δημιουργία «σκιωδών» πολιτικών θεσμών που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία, συνελεύσεις γειτονιάς κ.λπ.
  • στο οικονομικό επίπεδο, με την εγκαθίδρυση δημοτικών μονάδων στο επίπεδο της παραγωγής και της διανομής, των οποίων η ιδιοκτησία και προπαντός ο έλεγχος είναι συλλογικός, ανήκει δηλαδή στον δήμο με την έννοια του συλλογικού σώματος των πολιτών
  • στο κοινωνικό επίπεδο, με την εισαγωγή δημοκρατικών μορφών οργάνωσης στο χώρο δουλειάς, της εκπαίδευσης  κ.λπ. και
  • στο πολιτισμικό επίπεδο, με τη δημιουργία κοινοτικά ελεγχόμενων καλλιτεχνικών και επικοινωνιακών δραστηριοτήτων)

Εντούτοις, όλες αυτές οι μορφές παρέμβασης θα πρέπει να αποτελούν μέρος ενός περιεκτικού προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού με στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό κάθε δήμου που έχει κερδηθείς στις τοπικές εκλογές σε μια περιεκτική δημοκρατία . Ενα τέτοιο περιεκτικό πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής θα πρέπει να κάνει εντελώς ξεκάθαρο ότι ο απώτατος στόχος των διάφορων προτάσεων που περιλαμβάνονται σ’ αυτό είναι η αντικατάσταση της σημερινής ολιγαρχικής κοινωνικής δομής από μια περιεκτική δημοκρατία.

Έτσι, το οικονομικό πρόγραμμα για τη μετάβαση σε μια περιεκτική δημοκρατία, ξεκινώντας από  αιτήματα που κινητοποιούν τους ανθρώπους σε σχέση με τα άμεσα προβλήματα τους, θα πρέπει να έχει τους ακόλουθους βασικούς στόχους:

1. Πρώτον, να αναπτύξει μια εναλλακτική συνείδηση στη θέση της σημερινής όσον αφορά τις μεθόδους επίλυσης των οικονομικών και οικολογικών κινημάτων με δημοκρατικό τρόπο. Θα πρέπει επομένως να συνδέει την σημερινή οικονομική και οικολογική κρίση με το υπάρχον κοινωνικό-οικονομικό σύστημα και με την ανάγκη αντικατάστασής του από μια περιεκτική δημοκρατία που θα βασίζεται σε συνομοσπονδιοποιημένες αυτοδύναμου δήμους. Θα πρέπει δηλαδή το πρόγραμμα να δείχνει ξεκάθαρα ότι προβλήματα όπως η ανεργία, η φτώχεια, η εργασιακή αλλοτρίωση, καθώς και η χαμηλή ποιότητα ζωής, η μόλυνση και η περιβαλλοντική καταστροφή συνδέονται όλα μ’ ένα οικονομικό σύστημα το οποίο βασίζεται στη συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια ελίτ που αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού.

2. να κάνει προτάσεις σε σχέση με το πώς μπορεί να ξεκινήσει η οικοδόμηση των ίδιων των νέων οικονομικών θεσμών που θα οδηγήσουν σε μια περιεκτική δημοκρατία.

Έτσι, ένα περιεκτικό πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής θα πρέπει να καθιστά σαφές ότι οι πολίτες, για πρώτη φορά στη ζωή τους, θα έχουν  πραγματική δύναμη, (μολονότι μερική στην αρχή) να διαφεντεύουν τα οικονομικά πράγματα της κοινότητάς τους. Όλα αυτά, σ’ αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου οι πολίτες υποτίθεται ότι έχουν την εξουσία, κάθε τέσσερα περίπου χρόνια, να αλλάξουν το κόμμα που κυβερνά και τις φορολογικές του πολιτικές, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν τους δίνεται ποτέ μια πραγματική επιλογή ούτε κάποιος τρόπος να επιβάλλουν τη βούλησή τους στους επαγγελματίες πολιτικούς. Αυτό, για παράδειγμα, γίνεται φανερό εάν ρίξει κανείς μια ματιά στα οικονομικά προγράμματα των κομμάτων τα οποία εκφράζονται με τόσο γενικούς και ασαφείς όρους που δεν δεσμεύουν τους πολιτικούς σε τίποτα συγκεκριμένο.

Ένα μεταβατικό πρόγραμμα επομένως θα έπρεπε να στοχεύει:

1. στην ενδυνάμωση της τοπικής αυτοδυναμίας

2. στην δημιουργία ενός δημοτικοποιημένου οικονομικού τομέα

3. στη δημιουργία ενός νέου συστήματος κατανομής των οικονομικών πόρων 

Όσον αφορά την ενδυνάμωση της τοπικής αυτοδυναμίας βήματα σε αυτή τη κατεύθυνση, που ήδη γίνονται σε άλλες χώρες, αλλά αποσπασματικά, όχι σαν τμήμα ενός περιεκτικού προγράμματος κοινωνικής αλλαγής είναι η δημιουργία  δημοτικών πιστωτικών ενώσεων, δηλαδή, οικονομικών συνεταιρισμών, που υποστηρίζονται από τον νέο δήμο που θα παρείχαν δάνεια στα μέλη τους για τις προσωπικές και τις επενδυτικές τους ανάγκες, τοπικών νομισμάτων αρχίζοντας με σχήματα LETS, τοπικών πιστωτικών καρτών κ.λπ. Ακόμη, ένα μεταβατικό πρόγραμμα για τη περιεκτική δημοκρατία θα πρέπει να περιέχει βήματα για τη μετατόπιση της φορολογικής εξουσίας από το εθνικό στο τοπικό επίπεδο, ως ένα βασικό βήμα για τη δημιουργία συνθηκών  οικονομικής αυτοδυναμίας. Έτσι, θα μπορούσε να εισαχθεί ένα νέο δημοτικό φορολογικό σύστημα (δηλαδή ένα φορολογικό σύστημα το οποίο θα ελέγχεται από τον νέο δήμο), το οποίο θα προσπαθήσει να ανταποκριθεί, (όσο είναι δυνατό κάτω από τους περιορισμούς της οικονομίας της αγοράς η οποία θα εξακολουθεί να υπάρχει  στη μεταβατική περίοδο), στις βασικές αρχές της περιεκτικής δημοκρατίας..

Η συνισταμένη των παραπάνω μέτρων θα ήταν η αναδιανομή της οικονομικής δύναμης μέσα στην κοινότητα, με την έννοια της μεγαλύτερης ισότητας στη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Αυτό, σε συνδυασμό με την εισαγωγή ενός δημοκρατικού Πλάνου, θα δημιουργούσε μια γερή βάση για τη μετάβαση προς μια πλήρη οικονομική δημοκρατία.

Όσον αφορά στην πολύ σημαντική εξουσία του καθορισμού της παραγωγής, θα πρέπει να σχεδιαστούν περιεκτικά προγράμματα που θα περιλαμβάνουν συγκεκριμένες προτάσεις για τις αλλαγές που είναι απαραίτητες στην οικονομική δομή κάθε κοινότητας, έτσι ώστε να μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Μια μεταβατική στρατηγική προς μεγαλύτερη αυτοδυναμία θα σήμαινε ότι οι πολίτες θα έπρεπε να παράγουν περισσότερα για τους εαυτούς τους και ο ένας για τον άλλο και ότι θα αντικαθιστούσαν προϊόντα που παράγονται έξω από την κοινότητα με τοπικά παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες. Θα μπορούσαν να δοθούν οικονομικά κίνητρα τόσο στους ιδιοκτήτες τοπικών καταστημάτων για να τους παρακινήσουν να εφοδιάζονται με τοπικά παραγόμενα προϊόντα, όσο και στους πολίτες για να τα αγοράζουν. Αυτό, με τη σειρά του, θα ενθάρρυνε τους τοπικούς παραγωγούς (αγρότες, τεχνίτες κ.λπ.) να παράγουν για/και να πωλούν στην τοπική αγορά, σπάζοντας τις αλυσίδες των μεγάλων δικτύων παραγωγής και διανομής.

Η δημιουργία δημοτικών επιχειρήσεων (δηλαδή επιχειρήσεων που θα ανήκουν στον νέο δήμο) στην παραγωγή ή τη διανομή θα είχε ιδιαίτερη πολιτική σημασία, σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο προς μια περιεκτική δημοκρατία, αλλά μόνο εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές θ’ αποτελούσαν μέρος ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος προς έναν ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αναβίωση της τοπικής οικονομίας, στο πλαίσιο ευρύτερων εθνικών και υπερεθνικών οντοτήτων, θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο όχι μόνο στη θεμελίωση της οικονομικής δημοκρατίας, αλλά και στην αναδιάρθρωση των οικονομικά ασθενέστερων περιφερειών. Μόνο η μείωση του βαθμού εξάρτησης αυτών των περιφερειών από τα μητροπολιτικά κέντρα θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης, συμβατού με το  οικονομικό  δυναμικό της κάθε περιφέρειας. Για παράδειγμα, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, η αναβίωση των τοπικών οικονομιών αποτελεί σήμερα τη μόνη διέξοδο από τη χρόνια οικονομική κρίση που δημιουργήθηκε από την ιστορική αποτυχία τόσο του κρατισμού όσο και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να δημιουργήσουν μια σύγχρονη παραγωγική δομή που θα ήταν σε θέση να ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες της χώρας χωρίς να καταδικάζεται ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, κυρίως οι νέοι, στην ανεργία και μετανάστευση

Τέλος, μια μεταβατική στρατηγική προς μεγαλύτερη αυτοδυναμία θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός δημοτικού συστήματος πρόνοιας, δηλαδή ενός συστήματος παροχής κοινωνικών υπηρεσιών που θα ελέγχεται από τον νέο δήμο. Η μεταβίβαση  σημαντικών κοινωνικών υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία, στέγαση κ.λπ.) στους νέους δήμους είναι ιδιαίτερα σημαντική σήμερα που το κράτος-πρόνοιας βρίσκεται υπό διάλυση και αντικαθίσταται σταδιακά από ασφαλιστικά δίκτυα για τους πολύ φτωχούς και από την παράλληλη ενίσχυση της ιδιωτικής παροχής υπηρεσιών σε σχέση με τις βασικές ανάγκες. Η χρήση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πηγών για την παροχή αυτών των υπηρεσιών θα πρέπει να μεγιστοποιηθεί, τόσο για τη δημιουργία τοπικής απασχόλησης και τοπικού εισοδήματος, όσο και για τη δραστική μείωση της εξωτερικής εξάρτησης. Εντούτοις, ένα περιεκτικό δημοτικό πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας που ενέχει την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε υψηλότερα επίπεδα (τριτοβάθμια εκπαίδευση, μεγάλα νοσοκομεία κ.λπ.) θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί μόνο με τη συνεργασία αριθμού νέων δήμων και θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για ένα συνομοσπονδιακό σύστημα πρόνοιας. Ένα δημοτικό σύστημα πρόνοιας όχι μόνο θα ήταν λιγότερο επιρρεπές στη γραφειοκρατικοποίηση, αλλά θα παρείχε έναν πολύ πιο αποτελεσματικό μηχανισμό από το κρατικό σύστημα πρόνοιας, λόγω του μικρότερου μεγέθους του και της ευκολότερης διαχείρισής  του από πολίτες με πλήρη γνώση των τοπικών προβλημάτων. Επιπλέον, καθώς η δημοτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών θα είναι μέρος ενός προγράμματος για την ενίσχυση της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, το αποτέλεσμα  δεν θα είναι η δημιουργία μιας νέας κουλτούρας εξάρτησης.

Πολύ συνοπτικά, όσον αφορά τον δεύτερο στόχο, τη δημιουργία ενός δημοτικοποιημένου οικονομικού τομέα, αυτό αποτελεί αποφασιστικό βήμα στη μετάβαση προς μια περιεκτική δημοκρατία, όχι μόνο λόγω της σημασίας που έχει σε σχέση με την οικονομική δημοκρατία, αλλά και επειδή η εγκαθίδρυση αυτοδιαχειριζόμενων παραγωγικών μονάδων αποτελεί το θεμέλιο για τη δημοκρατία στο χώρο εργασίας. Ένας δημοτικοποιημένος οικονομικός τομέας θα ενείχε νέες συλλογικές μορφές ιδιοκτησίας που θα εξασφάλιζαν τον έλεγχο της παραγωγής, όχι μόνο από αυτούς που εργάζονται στις παραγωγικές μονάδες αλλά και από το δήμο, το σώμα των δημοτών . Οι παραγωγικές μονάδες θα μπορούσαν να ανήκουν στο δήμο και να διευθύνονται από τους εργαζόμενους στις μονάδες αυτές, ενώ η τεχνική διαχείριση (μάρκετινγκ, σχεδιασμός κ.λπ.) θα μπορούσε να ανατίθεται σε εξειδικευμένο προσωπικό. Εντούτοις, ο συνολικός έλεγχος των δημοτικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ανήκει στις δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες θα επιβλέπουν την παραγωγή, τις πολιτικές απασχόλησης και τις περιβαλλοντικές πολιτικές τους. Για παράδειγμα, ως ένα βήμα στη μετάβαση προς μια οικονομική δημοκρατία, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να μειώσουν δραστικά τις μισθολογικές διαφορές των εργαζομένων στις δημοτικές επιχειρήσεις.

Έτσι, οι νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής και της συλλογικής ιδιοκτησίας όχι μόνο θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια οικονομική δημοκρατία, αλλά και θα ενισχύσουν το «γενικό κοινωνικό συμφέρον». Και αυτό, σε αντίθεση με τα ιεραρχικά οργανωμένα κοινωνικά συστήματα όπου οι άρχουσες κοινωνικές τάξεις και ομάδες αναπόφευκτα επιδιώκουν το μερικό συμφέρον. Επομένως, η απάντηση στην οικονομική αποτυχία των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων δεν είναι η νεοφιλελεύθερη (με τη σοσιαλδημοκρατική συνενοχή) ιδιωτικοποίηση τους, αλλά η δημοτικοποίησή τους. Η θεμελίωση μια σειράς δημοτικών επιχειρήσεων που ανήκουν και ελέγχονται από τον δήμο (μέσω των δημοτικών συνελεύσεων) σε συνεργασία με τους εργαζόμενους σ’ αυτές (μέσω των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας) θα δημιουργούσε ευκαιρίες τοπικής απασχόλησης και θα τόνωνε το τοπικό εισόδημα, σε συνθήκες που θα εξασφάλιζαν:

  • οικονομική δημοκρατία, με την έννοια της δημοκρατικής συμμετοχής στη διαχείριση αυτών των επιχειρήσεων,
  • δημοκρατία στους χώρους εργασίας χωρίς θεσμοθετημένες ιεραρχικές δομές,
  • εργασιακή ασφάλεια
  • οικολογική ισορροπία.

Τέλος, όσον αφορά τον τρίτο στόχο τη δημιουργία ενός νέου συστήματος κατανομής των οικονομικών πόρων, οι αλλαγές που ήδη περιέγραψα αποτελούν βασικά βήματα για το στόχο αυτό. Για παράδειγμα, η μετατόπιση της φορολογικής εξουσίας στους δήμους, που πρέπει να αποτελεί ένα βασικό αίτημα ενός νέου δημοκρατικού κινήματος, θα επέτρεπε στις δημοτικές συνελεύσεις να καθορίζουν το ύψος των φόρων καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι φόροι θα επιβάλλονταν πάνω στο εισόδημα, στον πλούτο, στη γη, στη χρήση ενέργειας και στην κατανάλωση. Οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν κατά τακτά ετήσια διαστήματα να συνέρχονται και να συζητούν διάφορες προτάσεις σχετικά με το επίπεδο της φορολογίας για την επόμενη χρονιά σε σχέση με τον τρόπο που πρέπει να ξοδευτούν τα δημοτικά έσοδα.

Ακόμη, η εισαγωγή ενός δημοτικού τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με το δημοτικό νόμισμα, θα έδινε σημαντική εξουσία στις δημοτικές συνελεύσεις για τον καθορισμό του τρόπου κατανομής των πόρων αυτών στην υλοποίηση των στόχων της κοινότητας (δημιουργία νέων επιχειρήσεων,  οικολογικοί στόχοι κ.λπ.). Τέλος, οι συνελεύσεις θα έχουν σημαντικές εξουσίες στον καθορισμό της κατανομής των οικονομικών πόρων στον δημοτικοποιημένο τομέα της κοινότητας, δηλαδή στις δημοτικοποιημένες επιχειρήσεις και κοινωνικές υπηρεσίες. Ως πρώτο βήμα, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να εισάγουν ένα σύστημα διατακτικών σε σχέση με τις κοινωνικές υπηρεσίες. Σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, όταν ένας σημαντικός αριθμός κοινοτήτων θα έχει προσχωρήσει στη συνομοσπονδία περιεκτικών δημοκρατιών, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να επεκτείνουν το σύστημα διατακτικών ώστε να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, στην αρχή, παράλληλα με την οικονομία της αγοράς –μέχρις ότου η τελευταία να εξαφανιστεί σταδιακά.

Καταλήγοντας θα ήθελα να τονίσω ότι κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες  ότι η εφαρμογή μιας μεταβατικής στρατηγικής προς μια οικονομική δημοκρατία δεν θα αντιμετωπίσει λυσσώδη επίθεση από τις ελίτ που ελέγχουν την κρατική μηχανή και την οικονομία της αγοράς. Παρόλα’ αυτά, στο βαθμό που το επίπεδο συνειδητοποίησης της πλειονότητας του πληθυσμού θα έχει ανυψωθεί στο σημείο που να υιοθετεί τις αρχές που περιλαμβάνονται σ’ ένα πρόγραμμα για μια περιεκτική δημοκρατία –και η πλειονότητα του πληθυσμού έχει κάθε συμφέρον να υποστηρίξει ένα τέτοιο πρόγραμμα σήμερα– νομίζω ότι οι προτάσεις που έκανα είναι απολύτως εφικτές, μολονότι μπορεί φυσικά να υπάρξουν σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Χωρίς να υποτιμούμε τις δυσκολίες που υπάρχουν στο πλαίσιο των σημερινών παντοδύναμων μεθόδων πλύσης εγκεφάλου και οικονομικής βίας, οι οποίες μπορεί στην πραγματικότητα να αποδειχθούν πιο αποτελεσματικές από την καθαρή κρατική βία στην καταστολή ενός κινήματος για μια περιεκτική δημοκρατία, νομίζω ότι η προτεινόμενη στρατηγική είναι μια ρεαλιστική στρατηγική στην πορεία προς μια νέα κοινωνία που τη βλέπω ως τη μοναδική διέξοδο από τη βαρβαρότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.