Η παρακάτω συνέντευξη παρουσιάστηκε το Δεκέμβριο του 2005


 

Συνέντευξη του Τάκη Φωτόπουλου για το περιοδικό «ΣΧΕΔΙΑ»

 

 

1. Η Νέα Τάξη Πραγμάτων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο (Ιράκ, Παλαιστίνη κ.λπ.) θέτει την Κύπρο, μέσω του σχεδίου Ανάν, στο προσκήνιο ενός νέου ρόλου, παρόλο που δεν υπάρχει «θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων» όπως αυτά που διεξήχθησαν, διεξάγονται και πιθανότατα να διεξαχθούν στο μέλλον. Ποιος είναι αυτός ο ρόλος από γεωπολιτική, πολιτική και οικονομική άποψη;

 

Παρά τις ανοησίες των «εγκέφαλων» του Ιδρύματος Αμυντικών Αναλύσεων και του «Δικτύου 21» (Λαζαριδης κ.λπ.) ότι δήθεν στη Νέα Τάξη μειώνεται η στρατηγική, γεωπολιτική και οικονομική σημασία της Τουρκίας, στη πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει! Οι αντιθέσεις ισλαμιστών και Κεμαλιστών, μολονότι δημιουργούν κάποια εσωτερική αστάθεια, δεν είναι αξεπέραστες εφόσον η πολιτική ελίτ ξέρει ότι χωρίς τη στήριξη της οικονομικής και στρατιωτικής ελιτ δεν μπορεί να επιβιώσει. Ακόμη και αν οι Ισλαμιστές συνεχίζουν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο μέλλον —κάτι πολύ αμφίβολο— είναι επομένως αναγκασμένοι να έλθουν σε συμβιβασμό με τους Κεμαλιστές. Η οικονομική ελιτ από την άλλη μεριά πιέζει για τον «εκσυγχρονισμό της Τουρκίας, μέσα η έξω από την ΕΕ —αν τελικά ο Γαλλογερμανικός άξονας αποκλείσει την πλήρη ένταξη της Τουρκίας. Με βάση αυτά τα δομένα, οι ΗΠΑ (όπως και το Σιωνιστικό Ισραήλ) έχουν κάθε λόγο να υποστηρίζουν την Τούρκικη ελιτ, ενώ για την Ελληνική ελίτ (που δικαιολογημένα την παίρνουν δεδομένη) επιφυλάσσουν, όπως πάντα, ένα ρόλο κομπάρσου. Και αυτό, γιατί η Νέα Τάξη που προσπαθούν να στήσουν στην περιοχή στηρίζεται αποφασιστικά στην Τουρκία, τόσο λόγω της γεωπολιτικής της θέσης (σύνορα με Ιράκ και Συρία) όσο και λόγω της οικονομικής της θέσης ως σταυροδρόμι των πετρελαιαγωγών της περιοχής. Με βάση την προβληματική αυτή, οι ΗΠΑ και Βρετανία θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν με κάθε μέσο την «ειρήνευση» της Κύπρου που περνά μέσα από την νομιμοποίηση της διχοτόμησης, είτε αυτό επιτευχθεί με την τελική έγκριση του Σχεδίου Ανάν, η κάποιας παραλλαγής του. Η ειρήνευση αυτή δηλαδή περνά μέσα από την ικανοποίηση βασικά των διεκδικήσεων της Τούρκικης ελιτ τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο. Η στάση αυτή των ΗΠΑ άλλωστε δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελιτ το οποίο, ακόμη και αν δεν επιθυμεί την πλήρη ένταξη της Τουρκίας, σίγουρα επιδιώκει την διεύρυνση της ελεύθερης αγοράς εμπορευμάτων και κεφαλαίου προς την Τουρκία, μετά την αντίστοιχη ένταξη της Κύπρου. Όμως ελεύθερη κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου δεν είναι δυνατή στις ανώμαλες συνθήκες που δημιουργεί η τυχόν συνέχιση της διαμάχης μεταξύ Ελλήνων/Ελληνοκύπριων και Τούρκων/Τουρκοκυπρίων στη Νοτιανατολική Ευρώπη. Όλα δηλαδή τα μέλη της υπερεθνικής ελιτ, έστω και για διαφορετικούς λόγους, συμφωνούν στην ανάγκη «ειρήνευσης» της περιοχής και η ειρήνευση αυτή αναγκαστικά περνά από την κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των απαιτήσεων της Τούρκικης ελίτ.

 

2. Πως διαμορφώνονται οι τάσεις στο ευρύτερο οικολογικό κίνημα; Ποιος είναι ο «Χάρτης» του σήμερα;

 

Αρχικά, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε ‘οικολογικό κίνημα’, γιατί είναι φανερό ότι κάθε άλλο παρά κάτι το ενιαίο είναι, ιδιαίτερα σήμερα. Και για να δούμε τις κύριες μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται το οικολογικό κίνημα πρέπει να διακρίνουμε τις δυο βασικές τάσεις που διαπερνούν ολόκληρη την Οικολογία, οι οποίες βρίσκονται σε ακριβή αντιστοιχία με τις ανάλογες τάσεις που διαπερνούν την Αριστερά. Μπορούμε δηλαδή και εδώ να διακρίνουμε μεταξύ ρεφορμιστικής και αντισυστημικής Οικολογίας, με σαφώς δεσπόζουσα σήμερα την ρεφορμιστική Οικολογία, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα, μολονότι τα αντισυστημικά/ εξωσυστημικά, κινήματα σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν πάρει τελευταία σημαντική διάσταση.

Η αντισυστημική Οικολογία θεωρεί ότι τα θεμέλια της οικολογικής κρίσης βρίσκονται μέσα στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς που, στη σημερινή νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη μορφή του, έχει σήμερα καθολικευθεί. Στην προβληματική αυτή, τα κύρια οικολογικά προβλήματα, με προεξάρχοντα το φαινόμενο του θερμοκηπίου και της συνακόλουθης κλιματικής αλλαγής που απειλεί άμεσα τον πλανήτη και αμεσότερα τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα (εφόσον οι επιπτώσεις του, όπως δείχνουν και οι πρόσφατες καταστροφές -Νέα Ορλεάνη, τσουνάμι κλπ- έχουν βασικά ταξικό χαρακτήρα), αλλά και τα συναφή προβλήματα της αποψίλωσης των δασών, της εξαφάνισης των ειδών, της εντατικοποίησης της καλλιέργειας και της συναφούς κρίσης στη διατροφική αλυσίδα και την ανθρώπινη υγεία
σε ένα βαθμό ακόμη και το πρόβλημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος έχουν καθαρά συστημικό χαρακτήρα. Και αυτό για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί, όπως έχω προσπαθήσει να δείξω επανειλημμένα, είναι το ίδιο το σύστημα της άναρχης καπιταλιστικής και απεριόριστης ανάπτυξης (παραλλαγή του οποίου, όσον αφορά το θέμα της απεριόριστης ανάπτυξης είχε εφαρμοστεί και στον τ. «υπαρκτό σοσιαλισμό») που επιβάλλει συγκεκριμένο τρόπο ζωής και επομένως συγκεκριμένες συμπεριφορές και κουλτούρες οι οποίες οδηγούν στα προβλήματα αυτά. Δεύτερον, γιατί μπορεί αντίστοιχα να δειχτεί ότι είναι αδύνατο το ξεπέρασμα της οικολογικής κρίσης μέσα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, εφόσον αυτό απαιτεί αλλαγή των ίδιων των οικονομικών και κοινωνικών δομών καθώς και της αντίστοιχης κουλτούρας. Στην αντισυστημική οικολογία, από πλευράς κινημάτων θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κινήσεις όπως αυτή της Κοινωνικής Οικολογίας , που θέτει σαφώς θέμα αμφισβήτησης και ανατροπής του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού του συμπληρώματος της αντιπροσωπευτικής ‘δημοκρατίας’ σαν προϋπόθεση για να ξεπεραστεί η οικολογικη κρίση.


Από την άλλη μεριά, η ρεφορμιστική Οικολογία θεωρεί ότι είναι δυνατό ακόμη και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς να ξεπεραστεί βαθμιαία η οικολογική κρίση. Για κάποιους μέσα σε αυτήν, αυτό είναι δυνατό με την αλλαγή τεχνολογίας (καθαρές τεχνολογίες κλπ) και την αλλαγή κουλτούρας
κάτι που συνοπτικά περιγράφεται ως το «πρασίνισμα του καπιταλισμού». Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ οπαδών της ρεφορμιστικής οικολογίας αφορούν επομένως τον τρόπο που μπορεί να επιτευχθεί αυτό και ποτέ δεν μπαίνει θέμα άμεσης αμφισβήτησης του ίδιου του συστήματος σαν γενεσιουργού της οικολογικής κρίσης. Έτσι, για πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις, κυρίως ΜΚΟ —που συνήθως χρηματοδοτούνται από τις οικονομικές ελιτ αν όχι άμεσα από το ίδιο το κράτος— πολλά, αν όχι όλα, από τα οικολογικά προβλήματα μπορούν να λυθούν δια του «παραδείγματος» και της πειθούς που υποτίθεται θα άλλαζε την κουλτούρα σε σχέση με το περιβάλλον. Σύμφωνα με την λογική αυτή, η αλλαγή νοοτροπίας (που την θεωρούν βασικά θέμα εκπαίδευσης) θα μπορούσε να οδηγήσει την αγορά (μέσω της αλλαγής των καταναλωτικών πρότυπων η της υιοθέτησης φιλικών προς το περιβάλλον πολιτικών) στην υιοθέτηση πιο φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών κλπ. Άλλοι περιβαλοντιστες ξεκινούν με την πεποίθηση ότι «η καθημερινότητα είναι αυτή που αλλάζει τον κόσμο». Και στις δυο περιπτώσεις αγνοείται (συνειδητά η μη) ότι τόσο η κουλτούρα όσο και η «καθημερινότητα» είναι άμεση συνάρτηση των ίδιων των δομών του συστήματος και επομένως χωρίς την αλλαγή των δομών αυτών είναι αδύνατη και η αλλαγή τους . Για παράδειγμα, γιατί θα πειστεί ο μέσος αγρότης να μην χρησιμοποιεί μεθόδους εντατικής καλλιέργειας όταν είναι βασικα προϊόντα εντατικής καλλιέργειας που του ζητούν οι σουπερμαρκετ και τα διεθνή δίκτυα από τα οποία εξαρτάται η επιβίωση του, ενώ η βιολογική καλλιέργεια είναι εγγενώς ακριβότερη και απευθύνεται μόνο στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα; Η, γιατί θα πειστεί ο Βραζιλιανός η Ινδός κάτοικος της υπαίθρου να μην ρημάζει τα δάση όταν έτσι μόνο μπορεί να επιβιώσει; Η, γιατί θα πειστούν οι πολυεθνικές να μην μεταφέρουν τα προϊόντα τους σε πελώριες αποστάσεις, όταν έτσι μεγιστοποιούν τα κέρδη τους; Η, τελος, γιατί θα πειστεί ο μέσος κάτοικος των πόλεων να μην πάρει ΙΧ όταν οι δημόσιες συγκοινωνίες γίνονται παντού αθλιότερες και ακριβότερες με την ιδιωτικοποίηση τους που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και οι ίδιες οι μεγαλουπόλεις επιβάλλουν την κάλυψη μεγάλων αποστάσεων για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών των πολιτών;


Στην ρεφορμιστική Οικολογία ανήκουν σήμερα όλα τα Πράσινα κόμματα και πολιτικές οργανώσεις που έχουν εγκαταλείψει προ πολλού τις αντισυστημικές τάσεις και οράματα τους, ιδιαίτερα από τότε που επικράτησαν στην Γερμανία οι ρεάλος έναντι των φούντος και μετατράπηκε το Γερμανικό πράσινο κόμμα σε ένα «κανονικό» κόμμα εξουσίας, εγκαταλείποντας τα αντισυστημικά οράματα και μετέχοντας στην άσκηση τής εξουσίας (και όλους τους πόλεμους της υπερεθνικής ελιτ!) με ανεκδιήγητους τύπους σαν τον Φισερ, τον Κον Μπεντιτ κλπ.


Μεταξύ αυτών των δυο τάσεων θα μπορούσαμε να κατατάξουμε κάποιες ενδιάμεσες τάσεις που κλίνουν προς τη μια η την άλλη κύρια τάση. Έτσι, προς την ρεφορμιστική Οικολογία κλίνουν τα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, οι οικο-Μαρξιστές, οι οικο-σοσιαλιστές κ.λπ. Αντίθετα προς την αντισυστημική οικολογία κλίνουν διάφορα εξωσυστημικα (με την έννοια οτι λειτουργούν εκτός συστήματος μολονότι δεν έχουν άμεσο στόχο το σύστημα) κινήματα, όπως τα διάφορα «τρομοκρατικά» οικολογικά κινήματα που πηγάζουν συνήθως από την Βαθιά Οικολογία («Η Γη Πρώτα», Κίνημα Απελευθέρωσης των Ζώων κ.λπ.) και ενεργούν με άμεσες «τρομοκρατικές» ενέργειες (καταστροφή εγκαταστάσεων και έργων εχθρικών προς το περιβάλλον η τα ζώα αντίστοιχα) καθώς και το ecovillage movement, το οποίο είναι ένα είδος οικολογικό-χίπικου κινήματος με οικολογικές κομμούνες ανά τον κόσμο κ.λπ.

 

3. Με βάση αυτόν τον χάρτη του οικολογικού κινήματος ποιες είναι οι αιτίες του σημερινού εκφυλισμού του;

 

Οι αιτίες του εκφυλισμού του είναι βέβαια διαφορετικές για την κάθε μια από αυτές τις τάσεις και κινήματα. Αρχίζοντας με την αντισυστημική οικολογία, η κυριότερη κατά τη γνώμη μου αιτία της παρακμής της Κοινωνικής Οικολογίας είναι το γεγονός ότι είχε πάρει από την αρχή ένα μονοδιάστατο χαρακτήρα, όπου η όλη συστημική κρίση εκδηλωνόταν βασικά με την οικολογική κρίση η οποία αποτελούσε γι αυτήν και τον κυριότερο λόγο ανατροπής του συστήματος. Στον βαθμό που η άποψη αυτή άρχισε να ξεπερνιέται η να διαφαίνονται διάφορα ρεύματα μεταμοντέρνα, ρεφορμιστικά, περιβαλλοντολογικά, άμεσης δράσης κλπ ακόμη και μέσα στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας, οι υποστηρικτές της Κ.Ο. στράφηκαν στα ιδιαίτερα ‘κίνητρα’ τους που τους είχαν ωθήσει στην Κ.Ο. Οι αναρχικοί, με προεξάρχοντα τον ιδρυτή της τον Μπουκτσιν, στράφηκαν στον κομμουναλισμό (όπως ονομάζει τώρα την ελευθεριακή τάση του για να την διακρίνει από το έκπτωτο αναρχικό κίνημα που έχει στραφεί σήμερα σε μεταμοντέρνες η ρεφορμιστικές τάσεις). Άλλοι στράφηκαν σε μια θεώρηση της οικολογικής κρίσης ως ένα αναπόσπαστο τμήμα μιας πολυδιάστατης κρίσης (πολιτική, οικονομική, οικολογική, κοινωνική, πολιτιστική, ιδεολογική), η οποία θεμελιώνεται στο ίδιο στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό του συμπλήρωμα, την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Έτσι διαμορφώθηκε το πρόταγμα της ΠΔ που υποστηρίζω, ως μια σύνθεση της ελευθεριακής τάσης της αυτονομίας και της δημοκρατίας με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τα νέα κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό, κινήματα Τρίτου Κόσμου κ.λπ.). Τέλος άλλοι στράφηκαν σε εξωσυστημικα κινήματα όπως αυτά που ανέφερα (οικοτρομοκρατια, ecovillage κ.λπ.). Κάποια από αυτά, ιδιαίτερα τα «οικοτρομοκρατικά» κινήματα της απευθέρωσης των ζώων, παρουσιάζουν σήμερα μια άνθηση, η οποία όμως φαίνεται ότι είναι προσωρινή εφόσον οι κρατικοί μηχανισμοί ήδη κινούνται αποτελεσματικά εναντίον τους για να τα συντρίψουν χρησιμοποιώντας όλο το οπλοστάσιο της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας.


Όσον αφορά τα κινήματα της ρεφορμιστικής οικολογίας (περιβαλλοντικές ΜΚΟ κλπ), αυτά διατηρούνται βασικά χάρη στην άμεση η έμμεση χρηματοδότηση που παίρνουν από τις πολιτικές και οικονομικές ελιτ και το γεγονός ότι προσελκύουν αρκετούς νέους που έτσι δίνουν κάποια διέξοδο στην ανάγκη τους «να κάνουν κάτι» για το περιβάλλον, να βρουν σχετικό νόημα στη ζωή τους και να δουν κάποια «άμεσα αποτελέσματα» από τη δράση τους (σε αντίθεση με την επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία που απαιτεί το κτίσιμο ενός νέου αντισυστημικού κινήματος) παρόλο που μπορεί να βλέπουν ότι τα αποτελέσματα αυτά είναι σχεδόν μηδαμινά σε σχέση με το μέγεθος της γενικότερης οικολογικής κρίσης που χειροτερεύει καθημερινά. Η αναποτελεσματικότητα αυτή της ρεφορμιστικής Οικολογίας είναι βέβαια άμεσα ορατή από το ευρύ κοινό το οποίο, ενώ βλέπει το μέγεθος και τις σκοτεινές προοπτικές της κρίσης αυτής, δεν μετέχει στις εκδηλώσεις που οργανώνει κάθε χρόνο η ρεφορμιστική Αριστερά και Οικολογία, όπως η πολυδιαφημισθεισα εκδήλωση σε 32 χώρες στις 3 Δεκέμβρη, η οποία συγκέντρωσε πολύ μικρά μεγέθη συμμετοχής σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος, πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στα ΜΜΕ της υπερεθνικής ελίτ που διαμορφώνουν την διεθνή κοινή γνώμη να την περάσουν «στα ψιλά» η και να την αγνοήσουν. Είναι δηλαδή φανερό ότι το ευρύ κοινό έχει πέσει σε μια απάθεια που το σπρώχνει στην ιδιώτευση, όχι τόσο γιατί δεν βλέπει το πρόβλημα, αλλά γιατί δεν πιστεύει πια, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία του «υπαρκτού», σε μια αντισυστημική αλλαγή, ενώ από την άλλη μεριά βλέπει πολύ καλά την αναποτελεσματικότητα της ρεφορμιστικής Οικολογίας και της ρεφορμιστικής Αριστεράς γενικότερα. Ανάλογα ισχύουν και για τα Πράσινα κόμματα και πολιτικές οργανώσεις που έχουν σήμερα μετατραπεί σε ψηφοθηρικούς μηχανισμούς
στην Ευρώπη απολαμβάνοντας και των επιχορηγήσεων της ΕΕ, εφόσον βέβαια δεν αμφισβητούν την ίδια την ΕΕ, δηλαδή τον κυριότερο εκφραστή της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στον Ευρωπαϊκό χώρο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο τ. πρόεδρος των «Φίλων της Γης» Jonathon Porritt, σε μόλις κυκλοφόρησαν βιβλίο του, καλεί τους Πράσινους ν’ αγαπήσουν τον καπιταλισμό!

 

4. Και στην Ελλάδα;

 

Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις στον οικολογικό χώρο είναι ανάλογες με αυτές στον διεθνή και ιδιαίτερα στον Ευρωπαϊκό. Μετά από τη σύντομη άνθηση του οικολογικού κινήματος την περασμένη δεκαετία με τους Οικολόγους-Εναλλακτικούς, συνέβη και στην Ελλάδα κάτι αντίστοιχο με τους Γερμανούς Πράσινους, αν και όχι βέβαια με την ίδια συστηματικότητα και οργάνωση της σχετικής συζήτησης. Έτσι, τα κύρια ρεύματα μέσα σε αυτούς, που αποτελούνταν από σκόρπιους Κοινωνικούς Οικολόγους, αυτόνομους-δημοκράτες, αριστεριστές, περιβαλλοντιστες, οπαδούς της ρεφορμιστικής Αριστεράς κλπ ξαναγύρισαν στις πηγές τους. Οι περισσότεροι επανέκαμψαν στην ρεφορμιστική Αριστερά (κυρίως τον ΣΥΝ) η ιδρύσαν διάφορα παρακλάδια ρεφορμιστικής Οικολογίας (η τελευταία μετενσάρκωση τους είναι οι Οικολόγοι-Πράσινοι) για να εκμεταλλευθούν τις αντίστοιχες εκλογικές επιτυχίες των Ευρωπαίων Πράσινων (και βέβαια τα ευεργετήματα από την ΕΕ). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι κάποιοι που παρίσταναν τους Κοινωνικούς Οικολόγους και ιδρύσαν μάλιστα και μια παρωδία κίνησης Κοιν. Οικολογίας στη Θεσ/κη σήμερα πρωτοστατούν στους Οικολόγους-Πράσινους, αφού πέρασαν ακόμη και μέσα από συνεργασίες με τον ΣΥΝ! Άλλοι (περιβαλλοντιστες) επάνδρωσαν τις διάφορες ΜΚΟ που πλήθυναν από τότε για τους λόγους που ανάφερα. Άλλοι πάλι ξέχασαν την Οικολογία και ανένηψαν μέσα από την αναβίωση του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ως μέσου εναντίωσης στην παγκοσμιοποίηση (Άρδην)! Άλλοι δραστηριοποιούνται μέσα από την άμεση δράση εναντίον ζημιογόνων για το περιβάλλον έργων που, μόλις τελικά στηθούν, παύουν να παρέχουν αντικείμενο δραστηριότητας για τους ακτιβιστες αυτούς που μπαίνουν τότε σε μια διαδικασία αναμονής για την επομένη δράση που θα δώσει κάποιο νόημα στη ζωή τους και διέξοδο στις ανησυχίες τους. Τέλος, άλλοι απλώς ιδιώτευσαν απογοητευμένοι, ενώ μερικοί ήδη προσχωρούν στo διεθνές δίκτυο της Περιεκτικής Δημοκρατίας που ήδη διαθέτει ομάδες στις ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Βρετανία, Γερμανία, Ουρουγουάη, Νεπάλ κ.α. (στην Ελλάδα στην Αθηνά, Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα).