(Η  παρακάτω  συνέντευξη  δόθηκε  το  Δεκέμβρη  του  1999  για  λογαριασμό  τοπικής  εφημερίδας  του  Μεσολογγίου)

Συνέντευξη του Τάκη Φωτόπουλου στον Πάνο Κατσούλη

 

Ισχυρίζονται  πολλοί, ότι  η  περιβόητη  παγκοσμιοποίηση, γκρεμίζει  σύνορα – φραγμούς  του  παρελθόντος, φέρνει  πιο  κοντά  έθνη  και  λαούς, διαμορφώνει  μια  νέα  γεωπολιτική  και  κοινωνική  πραγματικότητα  στον  21ο  αιώνα.  Ποια  είναι  η  γνώμη  σας;

 

Αρχικά θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε με τον όρο παγκοσμιοποίηση, γιατί πολλή σύγχυση, κάποτε εσκεμμένα, δημιουργείται πάνω στο θέμα. Θα πρέπει πρώτα να διακρίνουμε μεταξύ της παγκοσμιοποίησης ως ιδεολογίας και της παγκοσμιοποίησης ως αντικειμενικής οικονομικής διαδικασίας. Βέβαια, η ιδεολογία και η αντικειμενική αυτή διαδικασία δεν είναι δυο στεγανά διαμερίσματα εφόσον η πρώτη χρησιμοποιείται για την "νομιμοποίηση" της δεύτερης. Αυτά επομένως που αναφέρετε ότι δηλαδή  η παγκοσμιοποίηση γκρεμίζει σύνορα, φραγμούς του παρελθόντος, φέρνει πιο κοντά έθνη και λαούς κλπ είναι απλώς τμήματα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση πράγματι γκρεμίζει σύνορα κ.λπ. αλλά το θέμα είναι ποιος ωφελείται από αυτή τη διαδικασία, οι λαοί γενικά η οι οικονομικές ελίτ που ελέγχουν την οικονομική διαδικασία; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να δούμε τι είναι αυτή η περιβόητη παγκοσμιοποίηση.

 

Σύμφωνα με την άποψη της παραδοσιακής ‘αριστεράς’ η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ένα αστικό ιδεολόγημα που στρέφεται εναντίον του κράτους-έθνους και συνεπάγεται την ανάγκη για μια εναλλακτική πρόταση στο νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος οδήγησε σε κατακερματισμό της εργατικής τάξης. Όμως, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλώς "αστικό ιδεολόγημα", όπως υποστηρίζει η ανιστόρητη αυτή άποψη, αλλά αποτελεί δομική αλλαγή στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, ή, θα μπορούσαμε να πούμε, την ανώτερη φάση στην διαδικασία ‘αγοραιοποίησης’ που άρχισε με την εγκατάσταση του συστήματος αυτού, δυο αιώνες περίπου πριν. Οι ανοικτές αγορές και η ίδια η θεσμοποίηση της παγκοσμιοποίησης (ή όπως σωστότερα θα έλεγα της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς), καθώς και οι συνακόλουθες νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι απλά συμπτώματα μιας βαθύτερης δομικής αλλαγής. Η αλλαγή αυτή άρχισε να αναδύεται στη δεκαετία του ‘70 όταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της εντατικοποίησης της συγκέντρωσης που επέβαλε η μεταπολεμική δυναμική της οικονομίας της αγοράς, άρχισαν να κατακτούν όλο και σημαντικότερο τμήμα της παραγωγής και του εμπορίου, πράγμα που συνεπαγόταν την ανάγκη δημιουργίας αντίστοιχων θεσμικών αλλαγών που θα διευκόλυναν τη διαδικασία αυτή. Έτσι, άρχισε να θεσμοποιείται, σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και η παράλληλη ‘ελαστικοποίηση’ της αγοράς εργασίας, το πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας κλπ.

 

Το εάν όμως η παγκοσμιοποίηση αποτελεί απλώς ιδεολόγημα ή δομική αλλαγή δεν είναι βυζαντινολογία αλλά έχει πελώρια πρακτική σημασία όσον αφορά τη φύση και τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της αριστεράς σήμερα. Εάν δηλαδή δεχθούμε την άποψη του ιδεολογήματος (η την ανάλογη  άποψη που υποστηρίχτηκε στο συνέδριο για τον Πουλαντζά ότι τη παγκοσμιοποίηση εισήγαγαν "κακές" ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις) τότε η απάντηση στη διεθνοποίηση μπορεί να δοθεί μέσα στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, αρκεί να εκλέξουμε τους ‘καλούς’ σοσιαλδημοκράτες τύπου Λαφοντέν στη κυβέρνηση, που θα εισάγουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς έλεγχους για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Αντίθετα, αν δεχθούμε τη θέση της παγκοσμιοποίησης ως δομικής αλλαγής τότε το σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων δεν δίνει καμία δυνατότητα για παρόμοιες επιλογές. Στην περίπτωση αυτήν, οι πολιτικές που εφαρμόζουν σήμερα τα τ. Σοσιαλδημοκρατικά και νυν σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα, σε συνεργασία με τα χρεοκοπημένα Πράσινα κόμματα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι πράγματι μονόδρομος. Πράγμα που σημαίνει ότι η μόνη διέξοδος είναι η δημιουργία νέων μορφών κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης έξω από το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, στο πλαίσιο ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος ριζικής αλλαγής,

Οι  τοπικές  κοινότητες, τι  ρόλο  μπορούν  να  διαδραματίσουν  μέσα  σ’ αυτό  το  «παγκόσμιο  χωριό»; Εξαφανίζονται;  Αποκτούν  περισσότερη  αξία  και  σημασία;  Αποκτούν  δικαιώματα  παρέμβασης;

Πάλι, θα έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε τι εννοούμε “τοπικές κοινωνίες’. Εάν εννοούμε τις τoπικές κυβερvήσεις τωv «πόλεωv-περιoχώv" στα μητροπολιτικά κέντρα (Φραγκφούρτη, Λονδίνο, Παρίσι, Μιλάνο κ.λπ.) που, σε συμμαχία με τις πολυεθνικές, ήδη δημιουργούν ένα πελώριο δίκτυο που σήμερα παίρνει τις βασικές οικονομικές αποφάσεις, τότε, βέβαια οι ‘τοπικές κοινωνίες’ αυτού του είδους κάθε άλλο παρά εξαφανίζονται. Στη πραγματικότητα, αυτές θ’ αποτελούν τα μελλοντικά κέντρα αποφάσεων μετά τον σταδιακό μαρασμό του κράτους-έθνους που φέρνει η διεθνοποίηση της οικονομίας. Αντίθετα, εάν με τοπικές κοινωνίες εννοούμε τις σχετικά αυτοδύναμες, οικονομικά και πολιτικά, κοινότητες που αποτελούσαν τις βασικές μονάδες οικονομικής και κοινωνικής ζωής πριν από την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, τότε, οι κοινωνίες αυτές ήδη βρίσκονται σε μια κατάσταση μαρασμού από τον καιρό που εγκαθιδρύθηκε το σύστημα αυτό. Όχι μόνο στην ύπαιθρο, όπου οι αγροτικές κοινότητες άρχισαν να καταστρέφονται όταν άρχισαν να χάνουν την  οικονομική αυτοδυναμία τους, αλλά και στις πόλεις, όπου οι γειτονιές άρχισαν να μαραζώνουν όταν άρχισε η μαζική συγκέντρωση πληθυσμών στις σημερινές τερατουπόλεις που δημιούργησε η δυναμική της οικονομίας αγοράς. Η συγκέντρωση όμως αυτή οικονομικής δύναμης, που κατέστρεψε τις τοπικές κοινότητες στην ύπαιθρο και στις πόλεις, δεν θα εξαλειφθεί με τα ευχολόγια για αποκέντρωση των σοσιαλδημοκρατών, ούτε με τα όνειρα μερικών ελευθεριακών να αρχίσει ο καθένας στη γειτονιά του ή την περιοχή του να κτίζει εναλλακτικές κομμούνες κλπ. Ούτε βέβαια οι τοπικές κοινότητες του παρελθόντος μπορούν ν’ αναβιώσουν στο σημερινό επίπεδο τεχνολογικής εξέλιξης, όπως ονειρεύονται από τους νεορθόδοξους μέχρι μερικούς ελευθεριακούς. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε το ρολόι πίσω. Ο μόνος επομένως δρόμος είναι να ξανακτίσουμε την κοινωνία, αρχίζοντας από τα κάτω, δημιουργώντας νέες μορφές πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης που στηρίζονται στην οικονομική, πολιτική και οικολογική δημοκρατία, αυτό που ονομάζω ‘περιεκτική δημοκρατία’. Μόνο στο πλαίσιο ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για την περιεκτική δημοκρατία που θα στοχεύει στην βαθμιαία αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στις οποίες θεμελιώνεται η συγκέντρωση εξουσίας της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας, έχει νόημα να μιλάμε για την αποκέντρωση στις τοπικές κοινότητες.     

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, με τις  νέες  ρυθμίσεις  του  "Καποδίστρια", τον  Β’ Βαθμό  Τοπικής  Αυτοδιοίκησης, τα  περιφερειακά  ευρωπαϊκά  προγράμματα, την  αναδιάταξη  του  κράτους  σε  εθνικό  επίπεδο, την  οικοδόμηση  του  "διεθνικού κράτους" των ολοκληρώσεων, προς τα που οδηγείται; Αποκτά  αρμοδιότητες, προχωρά  η  αποκέντρωση  οικονομικών  πόρων  όπως  ισχυρίζονται;  Ή  το  αντίθετο;  

Ο "Καποδίστριας", όπως είχα εκφράσει τη γνώμη παλιότερα,  αποτελεί τη θεσμοποίηση της σημερινής εξαρτημένης αποκέντρωσης που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης αγοραιοποίησης της οικονομίας. Και είναι εξαρτημένη η νεοφιλελεύθερη αποκέντρωση διότι δεν οδηγεί στη δημιουργία αυτοδύναμων τοπικών πολιτικών και οικονομικών μονάδων αλλά αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα :

πρώτον, της σημερινής διαδικασίας συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στα χέρια, κυρίως, πολυεθνικών επιχειρήσεων (από τις οποίες οι 500 μεγαλύτερες ελέγχουν το 42% του παγκόσμιου πλούτου). Στο πλαίσιο αυτό, η νεοφιλελεύθερη εξαρτημένη αποκέντρωση συνεπάγεται επίσης την ανάθεση στην ιδιωτική πρωτοβουλία υπηρεσιών που προηγούμενα παρείχοντο από το κράτος ή τους δήμους--πράγμα που διευκολύνει η διοικητική συγκέντρωση που επιβάλλει ο Καποδίστριας, και  δεύτερον, της παράλληλης συγκέντρωσης πολιτικής δύναμης στα χέρια των επαγγελματιών πολιτικών, πρωταρχικά στο υπερ-εθνικό επίπεδο (σήμερα η πλειοψηφία των νόμων των κρατών της ΕΕ αποφασίζεται στις Βρυξέλλες)  και δευτερευόντως στο εθνικό ή τοπικό επίπεδο, όπου οι επαγγελματίες πολιτικοί των νέων υπερ-δήμων θα συμπληρώνουν αυτούς του κέντρου.

Είναι, επομένως, φανερό ότι ο πραγματικός στόχος του Καποδίστρια είναι ο νεοφιλελεύθερος ‘εκσυγχρονισμός’ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ο οποίος δεν έχει καμία σχέση ούτε με την αποκέντρωση αλλά ούτε και με την οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου, ή, πολύ περισσότερο, με την βελτίωση της ποιότητας ζωής όσων έχουν απομείνει σε αυτή. Και αυτό, διότι η μεταπολεμική οικονομική καταβαράθρωση της υπαίθρου δεν είναι θέμα έλλειψης πιο "αποτελεσματικών" διοικητικών μηχανισμών, όπως υποθέτει η κυβέρνηση και οι εκσυγχρονιστές “διανοούμενοι-κομισάριοι” που την στηρίζουν, αλλά θέμα στρεβλής οικονομικής ανάπτυξης, ως συνέπεια του εξαρτημένου χαρακτήρα της. Διότι βέβαια η ερήμωση της υπαίθρου οφείλεται αποκλειστικά στο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης, που εφάρμοσε η οικονομική και πολιτική ελίτ, το οποίο στηριζόταν στην οικοδομική δραστηριότητα, τις ξένες επενδύσεις, τη μετανάστευση, τον τουρισμό και τη ναυτιλία και τελευταία τις μεταβιβάσεις από την ΕΟΚ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στην Ελλάδα δεν δημιουργήθηκε ποτέ μια υγιής παραγωγική δομή, όπως πιστοποιεί το γεγονός ότι σήμερα η χώρα μας διαθέτει ένα συνεχώς επιδεινούμενο εμπορικό ισοζύγιο που είναι συγχρόνως το πιο άρρωστο ισοζύγιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ένα από τα χειρότερα στον κόσμο. Ο νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός επομένως που επιδιώκει ο Καποδίστριας απλώς μπορεί να οδηγήσει σε κάποια αποτελεσματικότερη απορρόφηση των σχετικών κονδυλίων της ΕΕ και, αντίστοιχα, σε μερικά έργα υποδομής, αλλά οπωσδήποτε όχι στην οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου η οποία, στο πλαίσιο ιδιαίτερα της GATT και της νέας ΚΑΠ, είναι καταδικασμένη.

Ένας επιπρόσθετος στόχος του Καποδίστρια είναι η παραπέρα ενίσχυση της αντιπροσωπευτικής, σε βάρος της άμεσης δημοκρατίας. Έτσι, οι αποφάσεις που αφορούν τη ζωή της κοινότητας δεν παίρνονται πια από το τοπικό συμβούλιο της κοινότητας, κάτω από την άμεση επιρροή των άτυπων συνελεύσεων του καφενείου του χωριού, αλλά από ένα μακρινό δημοτικό συμβούλιο όπου το χωριό αντιπροσωπεύεται με ένα δημοτικό σύμβουλο, η  δημαρχιακό πάρεδρο. Δεδομένου μάλιστα ότι οι αναγκαστικές συνενώσεις είναι, συνήθως, συνενώσεις μικρών κοινοτήτων με κάποιο μεγάλο δήμο της περιοχής, αυτό σημαίνει παραπέρα ενίσχυση των ιεραρχικών δομών στο τοπικό επίπεδο, εφόσον τα σχετικά αυτόνομα κοινοτικά όργανα μετατράπηκαν σε μειονότητες του ενός σε ευρύτερα δημοτικά όργανα, όπου την πλειοψηφία έχουν οι σύμβουλοι του μεγάλου δήμου. Πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει θεσμοποίηση και “ορθολογικοποίηση” των σημερινών άτυπων δομών εξουσίας, όπου το "μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό", στην προσέλκυση δημόσιων κονδυλίων για αναπτυξιακά έργα κλπ. Έτσι, αντί τα Τοπικά Συμβούλια να είναι οι πυρήνες μιας τοπικής δημοκρατίας από όπου ξεκινούν οι αποφάσεις, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά οι τοπικές οργανώσεις-σφραγίδα των νέων υπερ-δήμων, που, με τη σειρά τους, επισφραγίζουν τις αποφάσεις του κεντρικού κρατικού οργανισμού. Παράλληλα, στους νέους υπερ-δήμους δημιουργείται ένα νέο ενδιάμεσο δίκτυο τοπικών επαγγελματιών πολιτικών το οποίο, σε στενή συνεργασία με τους επαγγελματίες πολιτικούς του κέντρου,  μονοπωλεί την τοπική πολιτική εξουσία.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η συνένωση  κατάσπαρτων και μη βιώσιμων κοινοτήτων είναι άσκοπη, εφόσον η οικονομική ιδιαίτερα βιωσιμότητα μιας αυτοδύναμης τοπικής μονάδας σίγουρα είναι θέμα και μεγέθους και είναι δεδομένο ότι ο κατακερματισμός σε μικρές κοινότητες δεν επιτρέπει τη βιωσιμότητα υποδομών στην εκπαίδευση, υγειά και τις κοινωνικές υπηρεσίες γενικότερα. Αλλά για να είχε νόημα η συνένωση των κοινοτήτων θα έπρεπε κατ΄ αρχήν να ήταν εκούσια και όχι αναγκαστική. Δεύτερον, ο στόχος μιας παρόμοιας εναλλακτικής αποκέντρωσης πρέπει να είναι η αυτοδυναμία, πράγμα που απαιτεί την θεμελίωση της στην οριζόντια αλληλεξάρτηση οικονομικά και πολιτικά αυτοδύναμων δήμων και κοινοτήτων, που θα συνομοσπονδιοποιούσαν τις τοπικές άμεσες και οικονομικές δημοκρατίες σε εθνικό και υπερ-εθνικό επίπεδο.

Μήπως  η  απάντηση  σ’ αυτήν  την  συγκέντρωση  πλούτου  και  δύναμης  εθνικά  και  διεθνώς, είναι  για  τον  Τοπική  Αυτοδιοίκηση  το  προβαλλόμενο  από  πολλούς  μοντέλο  του  κράτους – πόλης;

Η απάντηση στη σημερινή τρομακτική συγκέντρωση πλούτου και δύναμης δεν είναι το μοντέλο κράτος-πόλη. Κράτη-πόλεις είναι αδύνατο να επιβιώσουν στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, εκτός αν εννοούμε βέβαια τις ‘πόλεις-περιοχές’ που, όπως ανάφερα παραπάνω, αναπτύσσονται σήμερα στα μητροπολιτικά κέντρα και αποτελούν οργανικό τμήμα της διεθνοποιημένης οικονομίας., στη πραγματικότητα τα κέντρα των αποφάσεών της. Η απάντηση στη σημερινή συγκέντρωση είναι η πάλη για να κτιστεί ένα μαζικό κίνημα με στόχο, σε πρώτο στάδιο, την περιεκτική δημοκρατία στο τοπικό επίπεδο, τη δημιουργία δηλαδή του ‘δήμου’, του σώματος των πολιτών, που θα ελέγχει την οικονομική και πολιτική ζωή της τοπικής κοινότητας και, σε δεύτερο στάδιο, της συνομοσπονδίας των  "δήμων", που θα ελέγχουν την πολιτική και οικονομική ζωή στο περιφερειακό, το εθνικό και τελικά το υπερεθνικό επίπεδο. Βήματα στη κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαν να είναι:

η σταδιακή "δημοτικοποίηση" της παραγωγής στη θέση της σημερινής ιδιωτικοποιημένης παραγωγής, η οποία επιβάλλει ένα οικονομικό Δαρβινισμό όπου ο ισχυρότερος επιβιώνει σε βάρος του ασθενέστερου,

η δημιουργία τοπικής οικονομικής αυτοδυναμίας στη θέση της σημερινής εξάρτησης από εξωγενή κέντρα δημιουργίας απασχόλησης και εισοδημάτων, που αναπόφευκτα οδηγεί στην ανεργία και την ανασφάλεια, η βαθμιαία  δημιουργία ενός δημοκρατικά ελεγχόμενου καταμερισμού σε  επίπεδο συνομοσπονδιών δήμων και κοινοτήτων που θ’ απότρεπε την δημιουργία των τεράστιων ανισοτήτων μεταξύ πλούσιων και φτωχών σε παραγωγικούς πόρους περιοχών, την οποία δημιουργεί ο σημερινός καταμερισμός μέσω της οικονομίας της αγοράς και, τέλος,

η σταδιακή μεταφορά του φορολογικού βάρους από το κέντρο στο τοπικό επίπεδο με την παράλληλη εξουσιοδότηση των δημοτικών και κοινοτικών συνελεύσεων να αποφασίζουν τόσο το ύψος και κατανομή των φορών όσο και την διάθεση των εσόδων.

Έχει  νόημα  πλέον  η  αντίσταση, η  κινητοποίηση, ο  αγώνας  σε  τοπικό  επίπεδο;  Μπορεί  να  φέρει  αποτελέσματα  και  πως;  Απέναντι  στο  μοντέλο  της  παγκοσμιοποίησης  θα  μπορούσε  να  προβληθεί  και  ν’ αναπτυχθεί  η  οριζόντια  επαφή – διασύνδεση  εθνικά  και  διεθνικά  αντιστάσεων  και  των  αγώνων;  Υπάρχουν  οι  προϋποθέσεις  για  την  δημιουργία  ενός  τέτοιου  δικτύου;  Η  λύση  μιας  αποσυγκεντρωποιητικής – όχι  αγοραίας  ανάπτυξης  τοπικά  ή  εθνικά  είναι  ρεαλιστική;

Η αντίσταση και η κινητοποίηση έχουν νόημα μόνο εάν αποτελούν οργανικά τμήματα ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για ριζική κοινωνική αλλαγή, στο πλαίσιο ενός διεθνούς κινήματος (μόνο ένα διεθνές κίνημα έχει νόημα στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία), με στόχο την βαθμιαία εξάλειψη της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής "δημοκρατίας". Σήμερα υπάρχουν οι προϋποθέσεις, τόσο οι αντικειμενικές όσο και οι υποκειμενικές, για τη δημιουργία ενός διεθνούς δικτύου με αυτούς τους στόχους, εφόσον όλα  τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρωματά  του πλανήτη (δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία) αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα και την ίδια πολυδιάστατη κρίση: οικονομική, οικολογική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική. Αντίθετα, όσο η αντίσταση περιορίζεται σε αποσπασματικές διαδηλώσεις ή ακόμη και εξεγέρσεις ή, χειρότερα, σε προσπάθειες να δημιουργηθεί ένας εναλλακτικός τρόπος ζωής μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας, η αντίσταση αυτή  είναι καταδικασμένη είτε να ενσωματωθεί στο σύστημα είτε να περιθωριοποιηθεί από αυτό. Οι μπαλωματικές λύσεις, ή οι προτάσεις για μεταρρυθμίσεις, που κάνουν οι σοσιαλδημοκράτες, τα οικολογικά κινήματα στην Ευρώπη και τα εδώ παρακλάδια τους στην "Πράσινη Πολιτική" κ.λπ., αποτελούν σπατάλη χρόνου και ενέργειας των καλοπροαίρετων ακτιβιστών (δεν μιλώ για τους επαγγελματίες πολιτικούς ανάμεσα τους) ή φανερώνουν έλλειψη θέλησης και συνειδητοποίησης για ένα ριζοσπαστικό αγώνα. Οι προτάσεις τους άλλωστε για αποκέντρωση και οικολογική ανάπτυξη κ.λπ. είναι πολύ περισσότερο ουτοπικές, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, σε σχέση με τις ριζοσπαστικές προτάσεις για αποκέντρωση στο πλαίσιο ανοικοδόμησης της κοινωνίας. Η πραγματική αποκέντρωση μπορεί ν’ αρχίσει μόνο από κάτω σε μια διαδικασία σαν αυτή που περιέγραψα παραπάνω, μέσα από την οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί ο θεμελιακός στόχος της επανένωσης κοινωνίας και οικονομίας και της επανενσωμάτωσης Ανθρώπου και Φύσης, καθώς  και η δημιουργία των προϋποθέσεων για μια περιεκτική δημοκρατία, στη θέση της σημερινής "δημοκρατίας" των πολιτικών και οικονομικών ελίτ.