ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ (1999)


 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ:

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

 

 

 

Κεφάλαιο 6:

Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία

 

  printable version

 

 

 

Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να διερευνήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μια περιεκτική δημοκρατία, της οποίας τα συστατικά στοιχεία περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, θα μπορούσε να λειτουργήσει υπό τις σημερινές συνθήκες. Παρόλο που εναπόκειται στις συνελεύσεις των πολιτών του μέλλοντος να σχεδιάσουν τη μορφή που θα πάρει μια περιεκτική δημοκρατία, νομίζω ότι είναι σημαντικό να καταδείξουμε ότι μια τέτοια μορφή κοινωνίας δεν είναι μόνο αναγκαία, όπως προσπάθησα να δείξω στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αλλά και εφικτή. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα, σε μια περίοδο που η αυτοαποκαλούμενη «Αριστερά» έχει εγκαταλείψει κάθε όραμα για μια κοινωνία που δεν βασίζεται στην οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη «δημοκρατία», τις οποίες θεωρεί δεδομένες, και απορρίπτει οποιεσδήποτε εναλλακτικά οράματα ως «ουτοπικά» (με την αρνητική σημασία της λέξης). Είναι επομένως απαραίτητο να δείξουμε –όπως προσπάθησα να κάνω στο πρώτο μέρος του βιβλίου– ότι είναι στην πραγματικότητα το όραμα της «Αριστεράς» για μια «ριζοσπαστική» δημοκρατία, το οποίο θεωρεί δεδομένη τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόλυτα μη ρεαλιστικό. Αλλά νομίζω ότι είναι εξίσου σημαντικό να προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μια εναλλακτική κοινωνία, βασισμένη στην περιεκτική δημοκρατία, θα μπορούσε να επιλύσει τα βασικά κοινωνικό-οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει αναπόφευκτα κάθε κοινωνία, σήμερα, σε συνθήκες σπάνεως των παραγωγικών πόρων και όχι σε μια φανταστική κατάσταση μετά-σπάνεως. Μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσε να βοηθήσει τους υποστηρικτές του δημοκρατικού προτάγματος όχι μόνο να σχηματίσουν μια πιο συγκεκριμένη άποψη για την κοινωνία που οραματίζονται αλλά και να αντιμετωπίσουν τις κατηγορίες περί «ουτοπισμού» που διατυπώνονται εναντίον τους.

 

Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου εξετάζεται η σχέση της δημοκρατίας με την κοινότητα, σε μια προσπάθεια να γίνουν φανεροί οι λόγοι για τους οποίους μια περιεκτική δημοκρατία, στις σημερινές συνθήκες, μπορεί να είναι μόνο μια συνομοσπονδία κοινοτήτων, στην οποία οι κοινότητες είναι οι βασικές μονάδες της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

 

Στο δεύτερο μέρος, συγκεκριμενοποιούνται οι προϋποθέσεις για μια συνομοσπονδιακή οικονομική δημοκρατία και συζητούνται οι δυο παραδοσιακές μέθοδοι κατανομής των σπάνιων οικονομικών πόρων (αγορά και κεντρικός σχεδιασμός), καθώς επίσης και η πρόταση για ένα συμμετοχικό σχεδιασμό.

 

Στο τελευταίο μέρος, σκιαγραφείται ένα μοντέλο οικονομικής δημοκρατίας, που βασίζεται σ’ ένα νέο είδος δημοκρατικού σχεδιασμού ο οποίος συνδυάζεται με μια τεχνική «αγορά». Ρητός στόχος του μοντέλου αυτού είναι η ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών της συνομοσπονδίας, καθώς και εκείνων των μη βασικών αναγκών που αποφασίζουν να ικανοποιήσουν οι πολίτες κάθε κοινότητας, μέσα στο θεσμικό πλαίσιο μιας κοινωνίας σπάνεως, όπου δεν υπάρχει χρήμα, αγορά και κράτος.

 

 

6.1. Δημοκρατία και κοινότητα

 

Σήμερα, ελάχιστοι αμφιβάλλουν, και η έρευνα έχει πειστικά δείξει, ότι η συμμετοχή πρέπει να εμφυσά κάθε μοντέλο κοινωνικής αλλαγήςμε άλλα λόγια, ότι τουλάχιστον η πρωτοβουλία για την κοινωνική αλλαγή πρέπει να ανήκει στο τοπικό επίπεδο. Η πρόταση για μια ‘συμμετοχική’ οικονομία της αγοράς αποτελεί μια ακόμη έκφραση της σημερινής συζήτησης που στοχεύει στην ενίσχυση της «συμμετοχής». Το πραγματικό ζήτημα επομένως δεν είναι εάν το συμμετοχικό μοντέλο κοινωνικής αλλαγής είναι επιθυμητό ή όχι, αλλά εάν είναι δυνατή οποιαδήποτε πραγματική συμμετοχή στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό ορίζεται στο πολιτικό επίπεδο από φιλελεύθερες μορφές δημοκρατίας και στο οικονομικό επίπεδο από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και τους θεσμούς της (πολυεθνικές, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.τ.λ.) ένα πλαίσιο που σήμερα τείνει να μεταμορφωθεί σε μια σειρά δικτύων πόλεων-περιοχών που αναπτύσσονται μέσα σε ομοσπονδοποιούμενες δομές πολιτικής εξουσίας. Εν συντομία, το πραγματικό ερώτημα είναι: να αποκεντρώσουμε ή  να ξαναφτιάξουμε την κοινωνία;

 

Από αυτή τη σκοπιά, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σήμερα τόσο οι προτάσεις για την αποκέντρωση όσο και αυτές για την αναδόμηση της κοινωνίας επικεντρώνονται στο κοινοτικό επίπεδο. Έτσι, από τη μια πλευρά, υπάρχουν προτάσεις αποκέντρωσης της κοινωνίας, με την έννοια της ενίσχυσης των κοινοτήτων σε βάρος του κέντρου[1] και, από την άλλη, υπάρχουν ριζοσπαστικές προτάσεις αναδόμησης της κοινωνίας στη βάση ενός νέου κοινωνικού συστήματος που θα θεμελιώνεται στην κοινότητα.[2] Η εξέλιξη αυτή δεν προκαλεί φυσικά έκπληξη, αφού αποτελεί απλώς την αναπόφευκτη συνέπεια της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού κρατισμού και της αποτυχίας του «υπαρκτού καπιταλισμού». Ταυτόχρονα, το κενό που δημιουργήθηκε από τη σημερινή παρακμή του κρατισμού, ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη, δεν έχει καλυφθεί από μια διαδικασία ενίσχυσης των κοινοτήτων. Η παρακμή επομένως των κοινοτήτων και των κοινοτικών αξιών, που ενισχύθηκε από την τρέχουσα επιτάχυνση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, σε συνδυασμό με τη δραστική αύξηση της ανεργίας και την κατάρρευση του κράτους-πρόνοιας που ακολούθησε την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, θα μπορούσαν να εξηγήσουν σε μεγάλο βαθμό την προσπάθεια αναβίωσης της κοινότητας στη σημερινή συζήτηση.

 

Η έννοια της κοινότητας

 

Μια νέα συνειδητοποίηση αναδύεται σήμερα ανάμεσα στα ριζοσπαστικά κινήματα του Βορρά και τα διάφορα κοινοτιστικά κινήματα του Νότου –μια συνειδητοποίηση που αποδίδει τη βασική ευθύνη για την αποτυχία της οικονομίας της αγοράς, αλλά και του σοσιαλισμού, στη συγκέντρωση δύναμης. Επομένως, ολοένα και περισσότερο γίνεται συνειδητό ότι η συλλογική και ατομική αυτονομία μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας ριζικής αποκέντρωσης της δύναμης.

 

Εντούτοις, η δημιουργία μιας περιεκτικής δημοκρατίας είναι σήμερα δυνατή μόνο στο επίπεδο των συνομοσπονδιούμενων κοινοτήτων. Και αυτό, διότι μόνο στο κοινοτικό επίπεδο μπορεί να αναβιώσει ο δήμος. Επίσης, μόνο στο επίπεδο των συνομοσπονδιούμενων κοινοτήτων μπορούν να επιτευχθούν οι συνθήκες που θα έκαναν δυνατή μια συνομοσπονδιακή οικονομική δημοκρατία τέλος, μόνο στο επίπεδο αυτό μπορούν να τηρηθούν οι προϋποθέσεις για μια οικολογική δημοκρατία.

 

Παρά την αναβίωση, όμως, του ενδιαφέροντος για την κοινότητα, η έννοια της εξακολουθεί να είναι πολύ αμφισβητούμενη –και για μερικούς  μάλιστα αναχρονιστική. Το ζήτημα είναι επομένως πώς να επεξεργαστούμε μια έννοια της κοινότητας ως της βασικής κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής μονάδας, στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί μια περιεκτική δημοκρατίαμε άλλα λόγια, μια έννοια στην οποία η κοινότητα θεωρείται ως το θεμέλιο για ένα τρίτο κοινωνικό σύστημα, πέρα από τον σοσιαλιστικό κρατισμό και τη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.

 

Ένα χρήσιμο σημείο εκκίνησης στην προσπάθεια αυτή μπορεί να είναι ο ορισμός που δίνει ο David Clark[3]. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η κοινότητα χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

  • το στοιχείο οικουμενικότητας (ecumenicity), που ορίζεται ως μια αίσθηση αλληλεγγύης η οποία κάνει τα άτομα να αισθάνονται τμήμα της ευρύτερης κοινωνίας και όχι εχθρικά απέναντί της και

  • το στοιχείο αυτονομίας, που ορίζεται ως μια αίσθηση σημαντικότητας που κάνει τα άτομα να αισθάνονται ότι έχουν ένα ρόλο να παίξουν στην κοινωνική σκηνή, έναν ρόλο που καθορίζεται από κανόνες που τα ίδια τα μέλη της κοινότητας επιλέγουν και αισθάνόνται ελεύθερα να τροποποιούν

Κατά την άποψή μου όμως, τα στοιχεία της οικουμενικότητας και της αυτονομίας συνιστούν μόνο τις αναγκαίες συνθήκες που καθορίζουν τις κοινοτικές σχέσεις. Νομίζω ότι τα μέλη της κοινότητας δεν μπορούν να έχουν μια πραγματική αίσθηση αλληλεγγύης, και προπαντός μια πραγματική αίσθηση αυτονομίας, εάν δεν είναι παρόν ένα τρίτο στοιχείο, που καθορίζει το θεσμικό πλαίσιο μιας κοινότητας –ένα στοιχείο το οποίο θα αποκαλούσα:

 

  • το στοιχείο δημοκρατίας, που ορίζεται ως η (τυπική η άτυπη) καθιέρωση της ισοκατανομής δύναμης και αποτελεί στην πραγματικότητα την επαρκή συνθήκη για κάθε αυθεντική κοινότητα, όπως, άλλωστε έχει δείξει και η ιστορική εμπειρία. Ετσι, ο Michael Taylor[4], αντλώντας στοιχεία από την εμπειρία ακρατικών πρωτόγονων κοινωνιών, καθώς και ουτοπικών κοινωνιών, τονίζει ότι μια κοινότητα απαιτεί συνθήκες που προσεγγίζουν την οικονομική ισότητα, καθώς  και σχέσεις μεταξύ των μελών της που ενέχουν αμοιβαιότητα (αμοιβαία βοήθεια, συνεργασία, μοίρασμα των αγαθών), αμεσότητα (δηλαδή δεν διαμεσολαβούνται από αντιπροσώπους, αρχηγούς κ.τ.λ.) και πολυμέρεια.[5]

Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη και τα τρία αυτά στοιχεία (οικουμενικότητα, αυτονομία, δημοκρατία) και προσθέτοντας το στοιχείο του συνομοσπονδισμού, που είναι αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την παγίδα του τοπικισμού, καταλήγουμε σ’ έναν ορισμό της κοινότητας παρόμοιο με αυτόν που πιο πρόσφατα πρότεινε ο Μπούκτσιν ως την «ένωση ανθρώπων με βάση τη κοινότητα, η οποία στηρίζεται στη δική της οικονομική δύναμη και θεσμοποίηση της λαϊκής βάσης, καθώς και στη συνομοσπονδιακή ενίσχυση των γειτονικών κοινοτήτων, οργανωμένων σ’ ένα εδαφικό (τοπικό και περιφερειακό) δίκτυο».[6] Νομίζω ότι ξεκινώντας από έναν παρόμοιο ορισμό της κοινότητας μπορούμε να σκιαγραφήσουμε ένα μοντέλο για μια συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία.

 

Κομμουνιταριανισμός: ο ψεύτικος «τρίτος» δρόμος

 

Η έννοια της κοινότητας όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν χρησιμοποιείται μόνο από υποστηρικτές ενός ριζοσπαστικού προτάγματος για την αναδόμηση  της κοινωνίας. Η «κοινότητα» έχει γίνει και πάλι της μόδας, αν και φυσικά οι ορισμοί που δίνονται συνήθως στον όρο διαφέρουν σημαντικά από την αντίληψη που διατυπώσαμε στο προηγούμενο τμήμα του κεφαλαίου. Έτσι, ο θρησκευτικός «κοινοτισμός», που χρησιμοποιεί μια έννοια της «κοινότητας» η οποία δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, συναγωνίζεται ένα είδος πολιτισμικού κοινοτισμού, τον κομμουνιταρισμό (communitarianism), όπου η αναγέννηση της κοινότητας ρητά στοχεύει στην αποκατάσταση παλιών κοινοτικών αξιών (αλληλεγγύη, αμοιβαία βοήθεια κ.τ.λ.) ή στη δημιουργία νέων κοινών αξιών. Στα αριστερά αυτών των τάσεων έχει αναπτυχθεί πρόσφατα ένα πιο ριζοσπαστικό κίνημα κοινοτικής οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο όμως, με το να μην αμφισβητεί άμεσα το παρόν θεσμικό πλαίσιο, έχει ήδη περιθωριοποιηθεί. Αλλά ας εξετάσουμε πρώτα τον πολιτισμικό κομμουνιταριανισμό (από εδώ και στο εξής θα αναφέρεται απλώς ως κομμουνιταριανισμός), ο οποίος σημειώνει ιδιαίτερη άνθηση στις Η.Π.Α. από τα τέλη της δεκαετίας του 1980.

 

Οι κομμουνιταριανιστές επικεντρώνουν την προσοχή τους σε πολιτισμικούς  παράγοντες και διακηρύσσουν την ανάγκη ενίσχυσης παραδοσιακών ιεραρχικών δομών, όπως η οικογένεια, και της δημιουργίας αντίστοιχων νέων. Έτσι, ορισμένοι υποστηρίζουν την υποχρεωτική κοινοτική εργασία για τους εφήβους, άλλοι προτείνουν την απαγόρευση κυκλοφορίας των νέων μετά από ορισμένη ώρα τη νύχτα, την παραχώρηση μεγαλύτερης εξουσίας στους αστυνομικούς σε σχέση με έρευνες για ναρκωτικά και οπλοφορία στις αστικές περιοχές κ.τ.λ.[7] Εντούτοις, ο πραγματικός στόχος των κομμουνιταριανιστών είναι η κινητοποίηση των πολιτών σε μια προσπάθεια, πρώτον, να μειωθούν τα αποτελέσματα της κοινωνικής αποσύνθεσης που επιφέρει η νεοφιλελεύθερη συναίνεση (έκρηξη της εγκληματικότητας, της κατάχρησης ναρκωτικών, της κοινωνικής ανευθυνότητας κ.τ.λ.) και, δεύτερον, να διασωθούν ορισμένες κοινωνικές υπηρεσίες οι οποίες σήμερα υπονομεύονται συστηματικά από το υπό κατάρρευση κράτος πρόνοιας.

 

Επομένως, ο κομμουνιταριανισμός είναι, στην πραγματικότητα, ένα μεσοαστικό κίνημα εναντίον των κοινωνικών συμπτωμάτων της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μερικά τμήματα του παλαιού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, όπως για παράδειγμα το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, στρέφονται σήμερα σε διάφορες μορφές κομμουνιταριανισμού και τάσσονται υπέρ της ενδυνάμωσης των κοινοτήτων ως εξισορροπητικών δυνάμεων απέναντι στην αγορά και στις υπό διαμόρφωση υπερεθνικές ομοσπονδιακές μορφές κρατισμού. Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια εκπληκτικό αν ληφθεί υπόψη ότι ο στόχος του κομμουνιταριανισμού να διασώσει ορισμένες κοινωνικές υπηρεσίες που εγκαταλείπονται από το κράτος, προσφέρει στους σοσιαλδημοκράτες τη δυνατότητα να δημιουργήσουν την εικόνα μιας «νεοφιλελεύθερης συναίνεσης με ανθρώπινο πρόσωπο», χωρίς επιπρόσθετο κόστος στον κρατικό προϋπολογισμό!

 

Είναι όμως φανερό ότι οι οπαδοί του κομμουνιταριανισμού θέλουν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, εφόσον, στην πραγματικότητα, θέλουν να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρέχει η οικονομία της αγοράς και η διεθνοποίησή της, χωρίς να πληρώνουν το τίμημα που συνεπάγεται η ζωή σε μια κοινωνία πελώριων ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι το κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο έχει εξοστρακιστεί από την προβληματική του κομμουνιταριανισμού και ότι ο Etzioni, ο γκουρού του ρεύματος αυτού, δίνει μια σαφή απάντηση όταν ερωτάται για τη θέση του σε σχέση με τα κοινωνικό-οικονομικά δικαιώματα και την οικονομική ατζέντα του κομμουνιταριανισμού. «Η σύντομη απάντηση», λέει, «είναι ότι δεν υπάρχει θέση».[8] Παρόλα αυτά, ο Etzioni δεν διστάζει να παρουσιάζει τον κομμουνιταριανισμό του ως έναν «τρίτο» δρόμο μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού![9]

 

Η θέση αυτή είναι φυσικά συνεπής με το γεγονός ότι οποιαδήποτε πραγματική αναγέννηση των κοινοτήτων είναι αδύνατη στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, στο οποίο η οικονομική ζωή κάθε κοινότητας, δηλαδή η απασχόληση, το εισόδημα και η ευημερία κάθε μέλους της, εξαρτάται αποφασιστικά από οικονομικές δυνάμεις τις οποίες καμιά κοινότητα δεν είναι πια σε θέση να ελέγχει. Η σημερινή παγκόσμια ελευθερία στην κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου σημαίνει ότι καμιά κοινότητα δεν είναι πια οικονομικά βιώσιμη, εφόσον το επίπεδο οικονομικής βιωσιμότητας έχει τώρα μετατοπισθεί στις καινούργιες πόλεις-περιοχές και τα πολυεθνικά δίκτυα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η επιχειρηματολογία του κομμουνιταριανισμού είναι γεμάτη αντιφάσεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ενώ διακηρύσσει ως απώτατο στόχο μια κοινωνική διάρθρωση που επιδιώκει «να διευκολύνει την αδελφοσύνη», συγχρόνως εγκωμιάζει ενθουσιωδώς τον μηχανισμό των τιμών:

Ο Δημοκρατικός Κομμουνιταριανισμός υποστηρίζει σαν θέμα αρχής τις πολλαπλές πηγές οικονομικής πρωτοβουλίας. Ζητωκραυγάζει το μηχανισμό των τιμών… η κοινωνική αρχή πρέπει να διαπεράσει όλα τα επίπεδα ενός αποκεντρωμένου, και πρωταρχικά βασισμένου στην αγορά, οικονομικού συστήματος… ο Οικονομικός Κομμουνιταριανισμός… σημαίνει την ανάπτυξη μιας κοινωνικής διάρθρωσης μέσα και γύρω από το οικονομικό σύστημα, η οποία, θα έχει μινιμαλιστικο στόχο να κάνει πιο διαφανείς και συνταγματικές εκείνες από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ οικονομικών μονάδων, κυβέρνησης και κοινωνίας που είναι αναπόφευκτες. Στη καλύτερη περίπτωση,  μια τέτοια διάρθρωση θα στοχεύει στην ενθάρρυνση της αδελφοσύνης και της δημοκρατικής συμμετοχής, ενώ, συγχρόνως, θα υποστηρίζει μια ισορροπημένη και βιώσιμη μορφή οικονομικής ανάπτυξης.[10]

Είναι επομένως φανερό ότι ο κομμουνιταριανισμός θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο σε σχέση με τη σημερινή φάση αγοραιοποίησης, εφόσον είναι απόλυτα συμβατός με τη μετατόπιση του κέντρου δύναμης από το καταρρέον έθνος-κράτος, χωρίς ν’ αμφισβητεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο την οικονομία της αγοράς και τη διεθνοποίησή της. Από αυτή τη σκοπιά, δεν είναι τυχαίο ότι ο κομμουνιταριανισμός υποστηρίζεται όχι μόνο από τους σοσιαλδημοκράτες αλλά και από ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη.

 

Αντίστοιχα επιχειρήματα μπορούν να υποστηριχθούν εναντίον ενός πιο ριζοσπαστικού τύπου κομμουνιταριανισμού που επεκτείνεται σήμερα, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική και τη Βρετανία, με τη μορφή αυτού που συνήθως ονομάζεται «Κοινοτική Οικονομική Ανάπτυξη» (ΚΕΑ). Πρόκειται για μια στρατηγική βαθμιαίας απόσυρσης της γης, του κεφαλαίου και της εργασίας από την οικονομία της αγοράς (μέσω της καθιέρωσης κοινοτικών συνεταιρισμών για την αγορά γης, κοινοτικών πιστωτικών ενώσεων, κοινοτικών επιχειρήσεων κ.τ.λ.) με το διπλό στόχο να δημιουργηθεί μια κοινοτική κουλτούρα και να αναγκασθούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και το κράτος να γίνουν κοινωνικά υπεύθυνοι. Εντούτοις, η ΚΕΑ, μολονότι είναι χρήσιμη όσον αφορά στον πρώτο στόχο, δεν μπορεί σοβαρά να απειλήσει τη σημερινή συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής δύναμης, όπως άλλωστε παραδέχονται οι ίδιοι οι υποστηρικτές της:

Σε μια οικονομία που κυριαρχείται από την ιδιωτική επιχείρηση, οι νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας και οι κοινοτικοί θεσμοί δεν θα είναι ποτέ ικανοί να δημιουργήσουν αρκετή απασχόληση και πλούτο στο τοπικό επίπεδο, ώστε να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της οικονομικής συγκέντρωσης που υπάρχουν έξω από την κοινότητα… Δεδομένου ότι οι κοινότητες δεν ελέγχουν άμεσα τους οικονομικούς πόρους, οι συνεργασίες με κυβερνητικούς οργανισμούς και αντιπροσώπους των επιχειρηματιών έχουν γίνει δεκτές ως αναπόφευκτες από τους ακτιβιστές της ΚΕΑ, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν αναγνώριση αλλά και οικονομικούς πόρους. Εξαιτίας όμως της ανισότητας των δυο μερών, οι συνεργασίες αυτές ενέχουν πολλούς κινδύνους.[11]

Είναι επομένως φανερό ότι μόνο μια πραγματικά ριζοσπαστική, οικονομική και πολιτική, αναδιάρθρωση στο κοινοτικό επίπεδο θα μπορούσε να ξαναδημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αναγέννηση των κοινοτήτων, στην πραγματικότητα, για την υπέρβαση της οικονομίας της αγοράς και του κρατισμού, καθώς και των αντίστοιχων μορφών κρατικιστικής δημοκρατίας. Η ΚΕΑ, δεδομένου ότι δεν στοχεύει στην εγκαθίδρυση μιας (πολιτικής και οικονομικής) βάσης εξουσίας στο κοινοτικό επίπεδο, μπορεί εύκολα να καταλήξει σε μια ακόμη μάταιη προσπάθεια για ριζική αποκέντρωση. Αλλά, η ριζική αποκέντρωση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή.

 

Δεν είναι δυνατή, επειδή, στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, κάθε προσπάθεια να δημιουργηθούν πραγματικά εξισορροπητικά κέντρα δύναμης οδηγείται αναπόφευκτα σε αποτυχία –εκτός αν αυτά είναι συμβατά με τη λογική και τη δυναμική της ανταγωνιστικότητας.

 

Δεν είναι επιθυμητή, επειδή το πρόβλημα της δημοκρατίας σήμερα δεν είναι απλώς πώς να εξαναγκασθούν τα σημερινά κέντρα πολιτικής και οικονομικής δύναμης να αποκεντρώσουν τμήμα της εξουσίας τους στα τοπικά κέντρα εξουσίας –πράγμα που απλώς θα αναπαρήγαγε στο τοπικό επίπεδο τη σημερινή συγκέντρωση εξουσίας του κέντρου. Το πρόβλημα είναι πώς θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες δεν προϋποθέτουν κέντρα εξουσίας, αλλά, αντίθετα, απαιτούν την ισοκατανομή της εξουσίας μεταξύ των πολιτών. Με αλλά λόγια, το πρόβλημα είναι  πως θα μπορούσε να γίνει μια επιστροφή στην κλασική έννοια της πολιτικής. Ας εξετάσουμε όμως τη μορφή που θα μπορούσε να πάρει μια περιεκτική δημοκρατία.

 

 

6.2. Το πολιτικό πλαίσιο της  περιεκτικής δημοκρατίας

 

Συνομοσπονδιακή Δημοκρατία

 

Το πολιτικό θεσμικό πλαίσιο μιας συνομοσπονδιακής δημοκρατίας έχει ήδη σκιαγραφηθεί στο έργο του Μάρρεϊ Μπούκτσιν και άλλων[12] και δεν είναι επομένως απαραίτητη μια λεπτομερής περιγραφή του εδώ. Εν συντομία, η βασική μονάδα της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων σε μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία είναι η δημοτική συνέλευση, η οποία εξουσιοδοτεί τα κοινοτικά δικαστήρια, την δημοτική πολιτοφυλακή κτλ. Πολλές όμως σημαντικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται στο περιφερειακό ή συνομοσπονδιακό επίπεδο από εντολοδόχους των κοινοτικών συνελεύσεων. Η περιγραφή του ρόλου των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συμβουλίων από τον Μάρρεϊ Μπούκτσιν είναι σαφής:

Τι είναι λοιπόν ο συνομοσπονδισμός; Είναι πάνω απ’ όλα ένα δίκτυο εκτελεστικών συμβουλίων, των οποίων τα μέλη ή εντολοδόχοι εκλέγονται από λαϊκές «πρόσωπο-με-πρόσωπο» δημοκρατικές συνελεύσεις στα διάφορα χωριά, πόλεις, ακόμη και γειτονιές μεγάλων πόλεων. Τα μέλη αυτών των συνομοσπονδιακών συμβουλίων είναι ειδικοί εντολοδόχοι, πάντοτε ανακλητοί και υπόλογοι στις συνελεύσεις που τους εκλέγουν με μοναδική αρμοδιότητα να συντονίζουν και να  εκτελούν τις  πολιτικές που διαμορφώνουν οι ίδιες οι συνελεύσεις. Η λειτουργία τους είναι καθαρά εκτελεστική και δεν έχει σχέση με τη διαμόρφωση πολιτικής, όπως συμβαίνει με τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών σωμάτων στο ρεπουμπλικανικό σύστημα διακυβέρνησης.[13]

Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει σε σχέση με μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία είναι το εάν, δεδομένου του μεγέθους των σύγχρονων κοινωνιών, η άμεση δημοκρατία είναι δυνατή σήμερα. Ένα συναφές πρόβλημα είναι πώς θα μπορούσε να αποτραπεί η μετεξέλιξη των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συμβουλίων σε νέες εξουσιαστικές δομές  που θα άρχιζαν να «αντιπροσωπεύουν» τις δημοτικές συνελεύσεις.

 

Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσο είναι σήμερα εφικτή μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία, όπως επισημαίνει ο  Mogens Herman Hansen συνοψίζοντας τα συμπεράσματα μιας πρόσφατης έρευνας πάνω στο ζήτημα, «η σύγχρονη τεχνολογία έχει καταστήσει την επιστροφή στην άμεση δημοκρατία εντελώς εφικτή –το εάν μια τέτοια επιστροφή είναι επιθυμητή ή όχι είναι άλλο ζήτημα».[14]

 

Ακόμα, όσον αφορά το συναφές πρόβλημα των τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε ν αποτραπεί ο εκφυλισμός των συνομοσπονδιακών συμβουλίων σε νέες εξουσιαστικές δομές, η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί και πάλι να παίξει σημαντικό ρόλο. Ένα ηλεκτρονικό δίκτυο θα μπορούσε να συνδέει σε περιφερειακό ή συνομοσπονδιακό επίπεδο τις δημοτικές συνελεύσεις, σχηματίζοντας μια πελώρια «συνέλευση» των συνελεύσεων. Έτσι, θα γινόταν ακόμη ευκολότερο να περιοριστούν τα μέλη των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συμβουλίων σε καθαρά διοικητικά καθήκοντα συντονισμού και εκτέλεσης των πολιτικών που έχουν υιοθετήσει οι δημοτικές συνελεύσεις.[15] Επιπλέον, θα μπορούσαν να εισαχθούν στο σύστημα διάφορες θεσμικές ασφαλιστικές δικλείδες που θα διασφάλιζαν την αποτελεσματική λειτουργία της δημοκρατίας. Εντούτοις, σε τελική ανάλυση, η δημοκρατική πρακτική καθορίζεται αποφασιστικά από την παιδεία.

 

Μια άλλη συνήθης αντίρρηση που εγείρεται κατά της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης των αποφάσεων είναι ότι μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην «τυραννία της πλειοψηφίας», όπου  διάφορες μειονότητες (πολιτισμικές, φυλετικές, εθνοτικες ή ακόμα και πολιτικές) καταπιέζονται από τις πλειονότητες. Έτσι, ορισμένοι ελευθεριακοί διακηρύσσουν ότι «η πλειοψηφία δεν έχει κανένα παραπάνω δικαίωμα να εξουσιάζει τη μειοψηφία, ακόμα και την μειοψηφία του ενός, απ’ ό,τι έχει η μειοψηφία να εξουσιάζει την πλειοψηφία».[16] Άλλοι τονίζουν ότι «η δημοκρατική αρχή εξακολουθεί να είναι μια “αρχή”…(η οποία)  εγγενώς ενέχει την καταστολή της βούλησης ορισμένων ανθρώπων».[17]

 

Νομίζω ότι  εδώ ανακύπτουν δύο θέματα που πρέπει να εξεταστούν ξεχωριστά. Πρώτον, το ζήτημα εάν η δημοκρατία εξακολουθεί να είναι «αρχή» και, δεύτερον, με ποιο τρόπο οι μειοψηφίες, ακόμα και η μειοψηφία του ενός, θα μπορούσαν να προστατευθούν.

 

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, είναι φανερό ότι όσοι υποθέτουν, λανθασμένα όπως είδαμε στο πέμπτο κεφάλαιο, ότι η δημοκρατία ενέχει μια μορφή «αρχής», συγχέουν την ακρατική δημοκρατία με την κρατικιστική. Το γεγονός, που απλώς αγνοείται από τους ελευθεριακούς που υιοθετούν αυτού του είδους την ένσταση κατά της δημοκρατίας, είναι ότι σε μια ακρατική αντίληψη της δημοκρατίας δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ δημοκρατίας και ελευθερίας του κοινωνικού ατόμου, εφόσον όλα τα κοινωνικά άτομα μοιράζονται εξίσου την εξουσία και μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Μπούκτσιν, η εναλλακτική πρόταση που γίνεται από αυτούς, η ομοφωνία, είναι «η ατομικιστική αλτερνατίβα στη δημοκρατία»[18] –μια αλτερνατίβα που, στην πραγματικότητα, προϋποθέτει την απουσία της ατομικής διαφορετικότητας, την οποία υποτίθεται  καταπιέζει η δημοκρατία!

 

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, είναι αλήθεια ότι υπάρχει  πρόβλημα σε σχέση με το πώς οι μειοψηφίες, «ακόμα και του ενός», προστατεύονται από τις πλειοψηφίες και, συγκεκριμένα, πώς διασφαλίζονται ορισμένες θεμελιακές ατομικές ελευθερίες από τις αποφάσεις που έχει δημοκρατικά πάρει η πλειοψηφία. Ιστορικά,  η απάντηση που έχει δοθεί στο ερώτημα αυτό από τους υποστηρικτές της κρατικιστικής δημοκρατίας έχει πάρει τη μορφή των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

 

Κατ’ αρχάς, αναπτύχθηκε  η φιλελεύθερη αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων  από τους φιλελεύθερους φιλοσόφους του δεκάτου εβδόμου και του δεκάτου ογδόου αιώνα (Τζων Λοκ, Μοντεσκιέ, Βολταίρος, Ρουσσώ) και τις συγγενείς επαναστάσεις (Αγγλική, Γαλλική, Αμερικανική). Ο φιλελεύθερος ατομικισμός και το οικονομικό δόγμα του laissez-faire συνιστούν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζονται τα δικαιώματα αυτά. Επιπλέον, σε συνέπεια με τη φιλελεύθερη αντίληψη της ελευθερίας η οποία ορίζεται αρνητικά ως η απουσία περιορισμών στην ανθρώπινη δραστηριότητα, τα δικαιώματα αυτά ορίζονται επίσης με αρνητικό τρόπο ως «ελευθερία από», έχοντας ως ρητό τους στόχο τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας.

 

Στη συνέχεια, ήταν η σειρά της «δεύτερης γενιάς» ανθρωπίνων δικαιωμάτων (κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα), τα οποία έχουν τις ρίζες τους στη σοσιαλιστική παράδοση, δηλαδή τους σοσιαλιστές στοχαστές και τα μαζικά κινήματα και  εξεγέρσεις του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα. Το σημείο εκκίνησης εδώ ήταν η συνειδητοποίηση ότι η φιλελεύθερη αντίληψη διαχώριζε εντελώς τις ατομικές ελευθερίες από την κοινωνικό-οικονομική τους βάση, δηλαδή αγνοούσε τη δύναμη που δημιουργείται ως απόρροια της οικονομικής θέσης. «Τα ίσα δικαιώματα», σύμφωνα με τον Μαρξ, «είναι επίσης αστικά δικαιώματα», με την έννοια ότι προϋποθέτουν την ανισότητα. «Επομένως, τα δικαιώματα αυτά, όπως κάθε δικαίωμα, είναι κατά το περιεχόμενό τους δικαιώματα της ανισότητας».[19] Σε συνέπεια με τη σοσιαλιστική αντίληψη της ελευθερίας που ορίζεται θετικά, τα κοινωνικό-οικονομικά δικαιώματα αυτής της κατηγορίας ορίζονται επίσης θετικά. Ο στόχος τους είναι η κοινωνική ισότητα, κυρίως με τη μορφή μιας ισότιμης συμμετοχής στην παραγωγή και διανομή του κοινωνικού προϊόντος, που επιτυγχάνεται μέσω της κρατικής παρέμβασης. Επομένως, τα δικαιώματα αυτά είναι «συλλογικά», με την έννοια ότι ανήκουν περισσότερο σε κοινότητες και ολόκληρες κοινωνίες παρά σε άτομα (δικαίωμα στην απασχόληση, δικαίωμα σε αμειβόμενη άδεια, κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση κ.τ.λ.)

 

Τόσο η φιλελεύθερη όσο και η σοσιαλιστική αντίληψη βλέπουν τα πολιτικά  και κοινωνικό-οικονομικά δικαιώματα, ως ξεχωριστά το ένα από το άλλο –μια αντίληψη που, όπως τονίζει ένας πράσινος ακτιβιστής, θεωρεί ότι η κοινωνική ύπαρξη διασπάται σε χωριστές –πολιτικές, οικονομικές– σφαίρες. Η θεώρηση αυτή, όπως τονίζει ο ίδιος,  δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ότι «πράγματα όπως η ομάδα, τα αισθήματα, οι σχέσεις, η φύση, η κουλτούρα –ό,τι δηλαδή είναι απροσδιόριστο, μη δεχόμενο ποσοτικοποίηση, αισθησιακό, αλλά εγγενώς ανθρώπινο»– δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτά παρά μόνο μέσα από μια ολιστική αντίληψη των ανθρώπινων δικαιωμάτων.[20]

 

Εντούτοις, ένα ακόμα πιο σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης και της σοσιαλιστικής αντίληψης των δικαιωμάτων είναι ότι προϋποθέτουν μια κρατικιστική μορφή δημοκρατίας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κυρίως δικαιώματα εναντίον του κράτους. Είναι μόνο σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης στις οποίες η πολιτική και οικονομική δύναμη συγκεντρώνεται στα χέρια των ελίτ, όπου πολλά από τα «δικαιώματα» αποκτούν νόημα, ενώ σε μια ακρατική μορφή δημοκρατίας, η οποία εξ ορισμού ενέχει την ισοκατανομή δύναμης, τα δικαιώματα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα. Την άποψη αυτή, για παράδειγμα, υιοθετεί ο Karl Hess, όταν δηλώνει ότι «τα δικαιώματα είναι εξουσία, η εξουσία κάποιου ατόμου ή ομάδας πάνω σε κάποιον άλλον… τα δικαιώματα απορρέουν από εξουσιαστικούς θεσμούς.»[21]

 

Κατ’ αρχήν, επομένως, το θέμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων θα έπρεπε να είναι ανύπαρκτο στην περίπτωση της ακρατικής δημοκρατίας, όπως την ορίσαμε. Όμως, ακόμα και στη περιεκτική δημοκρατία, παραμένει το ερώτημα πώς θα μπορούσε να προστατευθεί καλύτερα η ελευθερία του ατόμου από τις συλλογικές αποφάσεις των συνελεύσεων. Οι κλασικοί αναρχικοί, όπως ο Προυντόν και ο Κροπότκιν, καθώς και μερικοί σύγχρονοι, όπως ο Karl Hess, προσβλέπουν σε συμβόλαια με τη μορφή εκούσιων συμβάσεων για την τακτοποίηση των υποθέσεων μεταξύ των πολιτών  σε μια ακρατική κοινωνία. Κατά τη γνώμη μου όμως, το θέμα της προστασίας των ατομικών ελευθεριών από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας δεν μπορεί να αφεθεί απλώς σε εκούσιες συμβάσεις, οι οποίες εύκολα θα μπορούσαν να αθετηθούν. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό θέμα, που, όπως κάθε σημαντικό θέμα, θα πρέπει να αποφασίζεται δημοκρατικά. Εάν επομένως δεν είναι πρακτικό, και ίσως δεν είναι και ηθικό, να απαιτείται ομόφωνη απόφαση για την καθιέρωση (ή την κατάργηση) παρόμοιων ελευθεριών, αυτό δεν σημαίνει ότι θέματα παρόμοιας σημασίας θα μπορούσαν  να αποφασίζονται με την απλή πλειοψηφία μιας τοπικής ή περιφερειακής συνέλευσης. Ίσως το θέμα αυτό να αποτελεί τυπικό παράδειγμα μιας κατηγορίας αποφάσεων οι οποίες θα πρέπει να παίρνονται από τις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις, απαιτουμένων εξαιρετικών πλειοψηφιών και απαρτίας.

 

Εντούτοις, η δημοκρατία, για να είναι ανεκτή, προϋποθέτει ένα σημαντικό βαθμό πολιτισμικής ομογενοποίησης. Οι πολιτισμικοί διαχωρισμοί μπορεί να δημιουργήσουν εχθρότητα εναντίον της πλειοψηφικής εξουσίας (majority rule) ή έλλειψη ανεκτικότητας  σε σχέση με τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Επομένως, παρά τις παραπάνω ασφαλιστικές δικλείδες, είναι πιθανό να συνεχίσουν να υπάρχουν προβλήματα καταπίεσης φυλετικών ή εθνοτικών μειονοτήτων από τις πλειονότητες. Μια πιθανή λύση σ’ ένα τέτοιο πρόβλημα θα μπορούσε να αποτελεί η πρόταση που διατυπώνει ο Howard Hawkins σε σχέση με την αμερικανική εμπειρία:

Η κοινοτιστική προσέγγιση, ξεκινώντας από το γεγονός του υπάρχοντος γεωγραφικού διαχωρισμού των έγχρωμων ανθρώπων από τον λευκό ρατσισμό, θα μπορούσε να προωθήσει ένα πρόγραμμα δημιουργίας συνομοσπονδιών αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων. Αυτές οι αυτοδιοικούμενες συνομοσπονδίες θα μπορούσαν να αναπτύξουν  την αμοιβαία βοήθεια και αυτοδυναμία σε βαθμό που θα τις απομόνωνε σημαντικά από τη μισαλλοδοξία της λευκής ρατσιστικής πλειονότητας… Οι ριζοσπαστικοποιημένες κοινότητες των εγχρώμων, ξεκινώντας με μια ανεξάρτητη βάση δύναμης, θα ανάγκαζαν τουλάχιστον τις λευκές κοινότητες να επιλέξουν μεταξύ της συνέχισης του ρατσισμού ή της ανάπτυξης μιας νέας σχέσης αμοιβαίου σεβασμού και ισότητας.[22]

Έτσι, όπου υπάρχουν γεωγραφικά διαχωρισμένες μειονότητες, η παραπάνω λύση θα μπορούσε να διασφαλίσει τη θέση τους. Αλλά, στην περίπτωση που δεν υπάρχει ένας τέτοιος γεωγραφικός διαχωρισμός, θα πρέπει ίσως να εισαχθούν νέες θεσμικές διευθετήσεις, που θα δημιουργούσαν χωριστές συνελεύσεις των μειονοτήτων μέσα στα πλαίσια της συνομοσπονδίας, ή που θα παρείχαν στις μειονότητες το δικαίωμα άσκησης ομαδικού βέτο.

 

Φυσικά, οι θεσμικές διευθετήσεις δημιουργούν μόνο τις προϋποθέσεις της ελευθερίας. Σε τελική ανάλυση, η ατομική και συλλογική αυτονομία εξαρτάται από την εσωτερίκευση των δημοκρατικών αξιών από κάθε πολίτη. Επομένως, η παιδεία παίζει και πάλι έναν κρίσιμο ρόλο. Έτσι, η παιδεία, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο πολιτικής συνείδησης, το οποίο αναμένεται να δημιουργήσει η συμμετοχή σε μια δημοκρατική κοινωνία, θα βοηθούσε αποφασιστικά στην εγκαθίδρυση ενός νέου ηθικού κώδικα που θα καθόριζε την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μια δημοκρατική κοινωνία. Υποθέτω ότι δεν θα ήταν δύσκολο να δειχθεί ότι οι ηθικές αξίες, οι οποίες είναι συμβατές με την ατομική και τη συλλογική αυτονομία και με τη κοινοτική ζωή, είναι εκείνες που βασίζονται στη συνεργασία, την αμοιβαία βοήθεια και την αλληλεγγύη. Η υιοθέτηση επομένως παρόμοιων ηθικών αξιών θα είναι το αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής από αυτόνομα άτομα που ζουν σε μια αυτόνομη κοινωνία και όχι η έκβαση κάποιων θείων, φυσικών, ή κοινωνικών «νόμων» ή «τάσεων».

 

Κριτική της συνομοσπονδιακής δημοκρατίας

 

Η συνομοσπονδιακή δημοκρατία, ακριβώς επειδή προσφέρει, ίσως, τη μοναδική ρεαλιστική διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση και, ταυτόχρονα, αποτελεί μία μορφή κοινωνικής οργάνωσης που πληροί τις θεσμικές προϋποθέσεις της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με επιθέσεις που γίνονται εναντίον της από κρατιστές όλων των πεποιθήσεων και,  παραδόξως (από πρώτη άποψη) , ακόμα και από ορισμένους ελευθεριακούς. Όσον αφορά τους πρώτους, δεν είναι περίεργο ότι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών, όπως ο Andre Gorz, επιτίθενται σήμερα κατά της κοινωνίας που θεμελιώνεται  στην κοινότητα. Εντούτοις, αυτό που είναι όντως περίεργο είναι το γεγονός ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ενάντια σε μια τέτοια κοινωνία είναι ότι  βρίσκεται αναπόφευκτα σ’ αντίθεση με την ατομική αυτονομία,[23] επειδή δήθεν αποτελεί άλλο ένα  σύστημα, ενώ ο στόχος θα πρέπει να είναι η κατάργηση όλων εκείνων των στοιχείων που καθιστούν την κοινωνία ένα σύστημα. Στην πορεία, όμως, ο Gorz καθιστά σαφές ότι θεωρεί δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το κράτος, επιμένοντας, όπως σημειώνει ο Finn Bowring, ότι ο σοσιαλιστικός στόχος δεν θα πρέπει να είναι η εξάλειψη του συστήματος, ή της σφαίρας της ετερονομίας, αλλά ο περιορισμός της στο ελάχιστο απαραίτητο.[24]

 

Μια συνήθης κατηγορία που διατυπώνεται εναντίον της κοινοτικής δημοκρατίας είναι ότι η «πολυπλοκότητα» και το μέγεθος των σημερινών κοινωνιών καθιστούν ουτοπικό όνειρο μια τέτοια κοινωνία. Έτσι, ο Andre Gorz, πάλι, υποστηρίζει ότι μια κοινοτική κοινωνία είναι αδύνατη, επειδή προϋποθέτει τη «ριζική εξάλειψη» των βιομηχανικών τεχνικών, των εξειδικευμένων λειτουργιών και του καταμερισμού εργασίας.

Είναι προφανές και έχει γίνει κοινά αποδεκτό το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πολύπλοκη κοινωνία  χωρίς εμπορευματικές σχέσεις και αγορές. Η ολική κατάργηση των εμπορευματικών σχέσεων θα προϋπέθετε την κατάργηση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και της εξειδίκευσης της απασχόλησης, κατά συνέπεια την επιστροφή στις αυτάρκεις κοινότητες ή σε μια κοινωνία τύπου κιμπούτς… Πρέπει λοιπόν μια υπέρτατη εξουσία, το κράτος, να αναλάβει την άμυνα, το γενικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης ενός συστήματος της αγοράς.[25]

Όμως, μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία δεν προϋποθέτει τίποτα τέτοιο. Όχι μόνο η σύγχρονη τεχνολογία είναι απολύτως συμβατή με μια τέτοια κοινωνία, όπως έχει δείξει ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν[26], αλλά επίσης όλα όσα λέγονται για μια επιστροφή σε αυτάρκεις κοινότητες, ή σε μια κοινωνία τύπου κιμπούτς  εκφράζουν μια πλήρη παρανόηση των προτάσεων που αφορούν στην οικονομική οργάνωση μιας τέτοιας κοινωνίας. Όπως θα προσπαθήσω να δείξω στο επόμενο τμήμα του κεφαλαίου, μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία θα μπορούσε να λειτουργεί στη βάση ενός μείγματος δημοκρατικού σχεδιασμού και τεχνητής «αγοράς», η οποία θα περιλάμβανε τη χρήση προσωπικών διατακτικών. Ένα σύστημα σαν και το προτεινόμενο ούτε αποκλείει την εξειδίκευση και τον καταμερισμό της εργασίας, ούτε εξαρτάται από ένα σύστημα αυταρκών κοινοτήτων –σύστημα που, σήμερα, ούτως ή άλλως δεν είναι εφικτό. Αυτό που το προτεινόμενο σύστημα πράγματι αποκλείει είναι η οικονομία της αγοράς και το κράτος, θεσμοί από τους οποίους δεν μπορεί να αποχωριστεί η «ριζοσπαστική» σκέψη στοχαστών όπως ο Andre Gorz!

 

Ολα αυτά παραβλέπονται βολικά από τον Gorz, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει μια μεταβιομηχανική κοινωνία, στην οποία ο καπιταλισμός θα υπερβεί τον εαυτό του[27] (μια υπέρβαση που, όπως επιμένει ο συγγραφέας, δεν πρέπει να συγχέεται με την κατάργηση του κεφαλαίου[28]) μέσω της αυτο-οργάνωσης των ατόμων σε «αντι-εξουσίες».[29] Έτσι, ο Gorz, προφανώς εντελώς τυφλός σε σχέση με την ιστορική δυναμική και λογική της οικονομίας της αγοράς, που έχει οδηγήσει στη σημερινή νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία και στην ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, χαρακτηρίζει ως ουτοπική την πρόταση για μια κοινοτική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα προτείνει τη δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού οικοκοινωνικου χώρου… στον οποίο  είναι δυνατόν ο  ανταγωνισμός και η εμπορευματική λογική να υποβληθούν σε περιοριστικούς κανόνες»![30]

 

Τέλος, ο John Clark, ένας πρώην κοινωνικός οικολόγος, επιτέθηκε πρόσφατα[31] εναντίον της κοινοτικής δημοκρατίας προκειμένου να προωθήσει μια εναλλακτική ατομικιστική και σπιριτουαλιστική αντίληψη –μια αντίληψη η οποία, ουσιαστικά, δεν ενέχει καμιά απολύτως αντίληψη δημοκρατίας. Η «οικο-κομμουνιταριανιστική» προσέγγιση, του John Clark καταφέρνει να εξανεμίσει τις ανθρώπινες κοινότητες σε μια θολή και συχνά μεταφορική «Πλανητική κοινότητα», η οποία θυμίζει τις πανθεϊστικές ιδέες που προωθεί ένας καθολικός ιερωμένος που πρόσκειται στη βαθιά οικολογία, ο Thomas Berry.[32]

 

Το πρώτο βήμα που κάνει ο Clark στην επίθεση αυτή κατά της δημοκρατίας είναι να απαλείψει το ίδιο το υποκείμενο της δημοκρατίας, δηλαδή τον πολίτη, ο οποίος, όπως παρατηρεί ο Μπούκτσιν, «ενσωματώνει τα κλασικά ιδεώδη της φιλίας, της αυτονομίας, του ορθολογισμού και πάνω από όλα της δέσμευσης απέναντι στην πολιτεία (civic commitment).[33] O Clark διαβρώνει την ίδια την έννοια του πολίτη, μετατρέποντας τον σε ένα καθαρά υποκειμενιστικο, στη πραγματικότητα ιδεαλιστικό, όν –τον “πολίτη” του οίκο-συστήματος, της βίο-περιοχής, της ίδιας της «Γης»!. Επιπλέον, ως να μην έφθανε η υπονόμευση αυτή της έννοιας του πολίτη, ο Clark δεν διστάζει να  αντικαταστήσει τον πολίτη με ένα ακοινωνικό, απολιτικό και κατά βάση αφηρημένο «πρόσωπο», (ακριβώς όπως κάνουν οι Έλληνες νέο-ορθόδοξοι και οι ‘αριστεροί’ συνοδοιπόροι τους). Κατά την άποψή του, η έννοια του πολίτη είναι περιορισμένη και εμπεριέχει υπόρρητα την ιδέα του μερικού συμφέροντος, εφόσον οι πολίτες θα καθοδηγούνται από τα συμφέροντα και τις ανάγκες των δικών τους κοινοτήτων ενάντια στα συμφέροντα των άλλων κοινοτήτων.

 

Εντούτοις, μολονότι είναι αληθές ότι οι αντιλήψεις του σώματος των πολιτών σε μια συγκεκριμένη κοινότητα μπορεί να διαφέρουν από αυτές του σώματος των πολιτών άλλων κοινοτήτων (στην πραγματικότητα, αυτό μπορεί να συμβαίνει ακόμα και μέσα στην ίδια κοινότητα), ο στόχος της συνομοσπονδιακής δημοκρατίας είναι ακριβώς να παρέχει το θεσμικό πλαίσιο για τη δημοκρατική επίλυση τέτοιων διαφορών. Αντίθετα, η προσπάθεια του Clark να επιλύσει το πρόβλημα των διακοινοτικών η ενδοκοινοτικών διαφορών ακολουθεί το πολυχρησιμοποιημένο μονοπάτι ενός, βασικά μυστικιστικού, ιδεαλισμού. Προφανώς, κατά την άποψη του Clark, όλα θα επιλυθούν, εάν δημιουργήσουμε μια, ουσιαστικά μεταφορική, έννοια του «πολίτη της Γης», η οποία, με κάποιο τρόπο, θα μας κάνει αλληλέγγυους μεταξύ μας και με όλες τις μορφές ζωής. Ήπως το θέτει ο Clark: «Χρειαζόμαστε μια πνευματική επανάσταση περισσότερο από μια πολιτική πλατφόρμα και μια ανανεωμένη κοινότητα περισσότερο από ένα πολιτικό κίνημα.»[34] Είναι ξεκάθαρο ότι ο Clark αγνοεί εντελώς τις θεσμικές προϋποθέσεις, (ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών, συνακόλουθη κατάργηση της ιεραρχικής κυριαρχίας και ταξικής εκμετάλλευσης), οι οποίες όμως έχουν ζωτική σημασία για την πορεία προς την «πνευματική επανάσταση» και την «αναγεννημένη κοινότητα». Και αυτό, διότι μια πνευματική επανάσταση, από μόνη της, δεν θα οδηγήσει ποτέ σε μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή.

 

Το δεύτερο βήμα στην επίθεση του Clark κατά της δημοκρατίας είναι να προσπαθήσει να αμαυρώσει την ιδέα της λαϊκής συνέλευσης, η οποία αποτελεί έναν κρίσιμο θεσμό της άμεσης δημοκρατίας. Έτσι, εγκωμιάζει την «ομάδα συνάφειας» (affinity group), την οικογενειακή ομάδα (familial group) και τη κοινοτική ζωή που αντιπαραθέτει απλοϊκά προς τις  λαϊκές συνελεύσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, εάν δεν έχουν δημιουργηθεί προηγουμένως οι κατάλληλες «πολιτιστικές και ψυχολογικές συνθήκες». Αναφέρεται, μάλιστα, συγκεκριμένα σε περιπτώσεις, όπου  «η εξουσία στις λαϊκές συνελεύσεις» θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε σκληρές πολιτικές κατά των μεταναστών, στην καθιέρωση ή την επέκταση της θανατικής ποινής και σε βασανιστήρια ή παρόμοιες πρακτικές.

 

Αλλά, όσον αφορά, πρώτον, την «ομάδα συνάφειας», που οικειοποιούνται σήμερα πολλοί οπαδοί της Νέας Εποχής και η οποία προτείνεται ακόμα και ως χρήσιμη οργανωτική μορφή για τις «διορατικές» επιχειρήσεις, θα ήταν χρήσιμο ν ανατρέξουμε στην ιστορία της. Όπως σημειώνει ο Vernon Richards, η ομάδα συνάφειας δημιουργήθηκε από την Αναρχική Ομοσπονδία της Ιβηρικής (FAI) ως οργανωτική μονάδα, (συχνά με σκοπό την άμεση δράση, π.χ. «απαλλοτριώσεις), και όχι ως ένας θεσμός για μια μελλοντική αναρχική κοινωνία».[35] Δεύτερον, τα συμπεράσματα του Clark θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εξίσου εύκολα και σε σχέση με τις δικές του «πολιτισμικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις», οι οποίες, από πολλές απόψεις, έχουν ανησυχητικές αντιστοιχίες με τρέχουσες οικοφασιστικές έννοιες που υποτάσσουν το άτομο σε μια χθόνια «Μητέρα Γη», καθώς και με «βιοπεριφερειακές» δοξασίες, οι οποίες μιλούν  για τις απολυτρωτικές αξίες της γης. Τρίτον, είναι φανερό ότι ο Clark δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι προβλήματα όπως η έκρηξη της εγκληματικότητας, της φτώχειας και της παράνομης μετανάστευσης έχουν τις ρίζες τους στις σημερινές ανισότητες στην κατανομή της οικονομικής και πολιτικής δύναμης και ότι επομένως, από τη στιγμή που οι ανισότητες αυτές καταργηθούν σε μια περιεκτική δημοκρατία, πρέπει να αναμένεται και η αντίστοιχη εξάλειψη των προβλημάτων αυτών.

 

Φαίνεται επομένως ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο John Clark υποβαθμίζει –εάν δεν απορρίπτει τελείως– τις λαϊκές συνελεύσεις είναι το γεγονός ότι προφανώς δεν έχει καμιά αντίληψη της δημοκρατίας ως ενός συνόλου θεσμών (δηλαδή ενός συνόλου δομών και διαδικασιών οι οποίες εξασφαλίζουν την ισοκατανομή δύναμης στο θεσμικό επίπεδο) και αξιών. Οι μορφές συλλογικής λήψης αποφάσεων δεν έχουν θέση στην αντίληψη του για την δημοκρατία –όταν μπαίνει στον κόπο να ασχοληθεί με αυτές. Ετσι, η δημοκρατία, στην αντίληψη του Clark, γίνεται ουσιαστικά ένα σύστημα αξιών, μια καθαρά πνευματική κατάσταση, στην οποία, όπως το θέτει, κάθε δραστηριότητα, σε οποιαδήποτε σφαίρα της ζωής, είναι ένα είδος θέσμισης.

 

Αλλά, η οικο-κομμουνιταριανιστική αντίληψη του Clark δεν στερείται μόνον οποιασδήποτε αντίληψης πολιτικής δημοκρατίας. Στερείται επίσης και οποιασδήποτε αντίληψης οικονομικής δημοκρατίας. Έτσι, ο Clark όχι μόνο δεν αποκλείει την ιδιωτική επιχείρηση (μικρές συνεταιρικές επιχειρήσεις, ατομική επιχείρηση κ.τ.λ.), αλλά ούτε και την οικονομία της αγοράς! Εντούτοις, αυτό δεν τον εμποδίζει να οραματίζεται μια οικονομία στην οποία ο συνεταιριστικός τομέας θα κυριαρχούσε πάνω στον ιδιωτικό, χωρίς να εξηγεί πως αυτό θα ήταν δυνατό σε συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς η οποία οδηγεί αναπόφευκτα (όπως είδαμε στο δεύτερο κεφάλαιο), στην διαδικασία του ανταγωνισμού, στη συγκέντρωση του κεφαλαίου και το σχηματισμό σύγχρονων επιχειρηματικών κολοσσών. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι ο Clark όχι μόνο στερείται οποιασδήποτε γνώσης για τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, αλλά και ότι αγνοεί επίσης την εμπειρία  των δυο τελευταίων αιώνων οικονομικής συγκέντρωσης, όταν τα συνεταιριστικά και παρόμοια πειράματα περιθωριοποιήθηκαν, ή απλώς πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας.

 

Η βιο-περιφερειακή προσέγγιση που υιοθετούν  οικο-κομμουνιταριανιστες όπως ο Clark  δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη δημοκρατία και είναι εύκολα συμβατή με κάθε είδους κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, ακόμα και με ένα οικο-φασιστικό σύστημα τύπου «Πράσινου Αδόλφου». Οι οικολογικές αξίες, απογυμνωμένες από ένα δημοκρατικό περιεχόμενο, μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν για να υπονομεύσουν οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια για μια απελευθερωτική εναλλακτική πρόταση στη σημερινή κοινωνία, ή μπορούν να διαστρεβλωθούν σε μορφές που προσφέρονται για πολύ ολοκληρωτικούς στόχους. Η εγκαθίδρυση διάφορων συνεταιριστικών προσπαθειών μπορεί να είναι χρήσιμη για πολιτισμικούς και πειραματικούς στόχους, αλλά από μόνη της, σε καμιά περίπτωση δεν αρκεί για το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό έχει δείξει η ιστορία, αλλά και πρόσφατες προσπάθειες όπως το αυξανόμενα ιεραρχικό πείραμα της Mondragon (βλ. έβδομο κεφάλαιο). Στη καλύτερη περίπτωση, τέτοιες προσπάθειες συνήθως παρέχουν ένα ήπιο και ενδεχομένως ανθρώπινο προσωπείο στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς –εάν δεν εκφυλιστούν σε ανεξάρτητες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.

 

 

6.3. Το οικονομικό πλαίσιο της περιεκτικής δημοκρατίας

 

Το τμήμα αυτό εξετάζει τις προϋποθέσεις της οικονομικής δημοκρατίας σε μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί το οικονομικό μοντέλο στο οποίο μπορεί να θεμελιωθεί μια περιεκτική δημοκρατία. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μοντέλου αυτού, που το διαφοροποιεί από παρόμοια μοντέλα συγκεντρωτικού ή αποκεντρωμένου σχεδιασμού, είναι ότι, μολονότι δεν προϋποθέτει την υπέρβαση της σπάνεως, εντούτοις εξασφαλίζει  την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, χωρίς όμως να θυσιάζει την ελευθερία της επιλογής, σε μια οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά.

 

Είναι σαφές ότι το είδος οικονομικής δημοκρατίας που προτείνεται εδώ δεν προϋποθέτει αυτό που η Αρεντ αποκαλεί «κομμουνιστικό μύθο», ότι δηλαδή υπάρχει ένα γενικό συμφέρον στην κοινωνία ως σύνολο. Μια τέτοια παραδοχή (που συνεπάγεται ότι το «αόρατο χέρι» σε μια οικονομία της αγοράς –ή, εναλλακτικά, η διαδικασία σχεδιασμού σε μια οικονομία κρατικού σοσιαλισμού– θα ικανοποιούσε το γενικό συμφέρον) παραβλέπει το ουσιώδες γεγονός ότι η κοινωνική δραστηριότητα είναι το αποτέλεσμα των προθέσεων αναρίθμητων ατόμων.[36] Αντίθετα, το  μοντέλο που παρουσιάζεται εδώ, προϋποθέτει ρητά τη διαφορετικότητα των ατόμων (η οποία, με τη σειρά της, συνεπάγεται ότι είναι αδύνατη η ομοφωνία) και προτείνει τη θέσμιση της διαφορετικότητας αυτής, μέσω της υιοθέτησης ενός μείγματος δημοκρατικού σχεδιασμού από τη μια μεριά και σχημάτων διατακτικών στο πλαίσιο μιας τεχνητής «αγοράς» από την άλλη. Ο στόχος είναι να εξασφαλιστεί μια κατανομή των οικονομικών πόρων που διασφαλίζει τόσο την ελευθερία της ατομικής επιλογής όσο και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών.

 

Είναι προφανές ότι η προτεινόμενη οικονομική δημοκρατία δεν αποδέχεται το μυθικό στάδιο του ελεύθερου κομμουνισμού και αντίθετα θέτει ρητά το ζήτημα σχετικά με το πώς, μέσα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας σπάνεως, (δηλαδή σε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικοί πόροι εξακολουθούν να είναι σπάνιοι σε σχέση με τις ανάγκες), θα μπορούσε να βρεθεί μια μέθοδος κατανομής των πόρων που θα εξασφάλιζε την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Από την άποψη αυτή, δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι ελευθεριακοί που υποστηρίζουν την «πολιτική του ατομικισμού» θεωρούν απαραίτητο, προκειμένου να επιτεθούν κατά της δημοκρατίας, να καταφύγουν, από τη μια μεριά, στο μύθο του ελεύθερου κομμουνισμού και, από την άλλη, στη διαστρέβλωση ότι η δημοκρατία ενέχει ένα είδος «αρχής», με τη μορφή της «αρχής» της πλειοψηφίας. Η πρόθεσή τους είναι σαφής: ο ελεύθερος κομμουνισμός καθιστά τη δημοκρατία περιττή, ενώ η θεώρηση της δημοκρατίας ως ‘αρχής’ την κάνει ανεπιθύμητη. Η L. Susan Brown»[37], για παράδειγμα, ξεκινώντας από το αναρχοκομμουνιστικό σύνθημα «από καθέναν σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στο καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», συμφωνεί με την Εμμα Γκόλντμαν ότι :

εναπόκειται στα άτομα να συμφωνήσουν ποίος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζουν και να εργάζονται μαζί. Αυτό είναι κάτι που δεν τους επιβάλλεται από τα πάνω, ή που υπαγορεύεται από την πλειοψηφία. Αντίθετα, τα ίδια τα άτομα, εκούσια και  ελεύθερα, δημιουργούν και αναδημιουργούν τις κοινωνικές και οικονομικές μορφές οργάνωσης που επιθυμούν.

Όπως, όμως, θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, η οικονομική δημοκρατία και η ελευθερία επιλογής δεν είναι ασύμβατες, όπως φαίνεται να υποθέτει το παραπάνω απόσπασμα.

 

Ορισμός της οικονομικής δημοκρατίας

 

Οι συνήθεις ορισμοί που δίνονται στην οικονομική δημοκρατία από τους φιλελεύθερους, τους σοσιαλιστές και πράσινους οικονομολόγους είναι είτε ελλιπείς είτε μερικοί ή και τα δυο μαζί και  τείνουν να δίνουν έμφαση μόνο στη μία από τις κύριες πτυχές της οικονομικής εξουσίας: την ιδιοκτησία και τον έλεγχο.

 

Οι νεοφιλελεύθεροι, για παράδειγμα, ταυτίζουν την οικονομική δημοκρατία με το «λαϊκό καπιταλισμό», ο οποίος όμως δεν μπορεί να διασφαλίσει ούτε δημοκρατική ιδιοκτησία ούτε δημοκρατικό έλεγχο. Έτσι, όπως έδειξε το θατσερικό πείραμα λαϊκού καπιταλισμού, η ευρύτερη διάχυση της ιδιοκτησίας των μετοχών δεν συνεπάγεται μικρότερη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και της οικονομικής δύναμης.[38] Επιπλέον, η ευρύτερη κατοχή μετοχών δεν συνεπάγεται από μόνη της υψηλότερο βαθμό δημοκρατικού ελέγχου, εφόσον οι κρίσιμες οικονομικές αποφάσεις εξακολουθούν να λαμβάνονται από διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων και τεχνοκράτες, με κριτήριο την επίτευξη κέρδους.

 

Η πρακτική του σοσιαλιστικού κρατισμού έτεινε να ταυτίζει την οικονομική δημοκρατία με τη στενή έννοια που ορίσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, δηλαδή, ως ένα σύστημα που θεσμίζει την ελαχιστοποίηση των κοινωνικο-οικονομικών διαφορών, οι οποίες, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, οφείλονταν, «σε τελική ανάλυση» στην άνιση κατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτό σήμαινε ότι το κράτος θα έπρεπε να εμπλακεί είτε σε μια διαδικασία ανακατανομής του εισοδήματος μέσω της φορολογίας και του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας (σοσιαλδημοκρατία) είτε σε μια διαδικασία κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (υπαρκτός σοσιαλισμός). Εντούτοις, δεδομένου ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι μόνο μια πτυχή της οικονομικής δύναμης, η προσπάθεια ελαχιστοποίησης των επιπτώσεων από την  άνιση κατανομή της στο εισόδημα, ή ακόμα και η κατάργησή της, δεν μπορεί να διασφαλίσει, από μόνη της, την εξάλειψη των εξουσιαστικών οικονομικών σχέσεων. Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν να αντικατασταθεί απλώς η οικονομική δύναμη της καπιταλιστικής ελίτ (που είχε τον άμεσο έλεγχο του ιδιωτικού τομέα) στην καπιταλιστική οικονομική «δημοκρατία» από την οικονομική δύναμη της κομματικής ελίτ (που ήλεγχε τον κρατικό τομέα) στη σοσιαλιστική οικονομική «δημοκρατία».

 

Σήμερα, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι περισσότεροι αυτοαποκαλούμενοι «σοσιαλιστές» έχουν εγκαταλείψει κάθε όραμα για μια μη-καπιταλιστική κοινωνία χωρίς αγορά και κράτος και ταυτίζουν την οικονομική δημοκρατία με την ενδυνάμωση της «κοινωνίας των πολιτών», στο πλαίσιο αυτού που αποκαλούν «ριζοσπαστική» δημοκρατία. Επιπλέον, δεν προτείνουν καμιά διαλεκτική αντίθεση μεταξύ του έθνους-κράτους και της κοινωνίας των πολιτών. Η ενδυνάμωση της δεύτερης δεν έχει πια τίποτα να κάνει με τη διαδικασία σταδιακής εξάλειψης του πρώτου, αλλά στοχεύει αποκλειστικά στο να αντισταθμίσει ή απλώς να περιορίσει την κρατική εξουσία, μέσα σ’ ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, το όραμα για μια σοσιαλιστική οικονομία σχεδιασμού, που θα αναδυθεί μετά από μια μεταβατική περίοδο, έχει σήμερα εγκαταλειφθεί από τους περισσότερους «σοσιαλιστές».[39]

 

Τέλος, ορισμένοι πράσινοι οικονομολόγοι ταυτίζουν την οικονομική δημοκρατία με διάφορες μορφές «ιδιοκτησίας των εργαζομένων» και «δημοκρατίας στο χώρο εργασίας».[40] Εντούτοις, ακόμα και όταν τέτοιες μορφές οικονομικής οργάνωσης προϋποθέτουν δημοκρατικό έλεγχο και δημοκρατική ιδιοκτησία, ο έλεγχος ορίζεται με στενή έννοια που καλύπτει μόνο τους εργάτες και απασχολούμενους και όχι ολόκληρη την κοινωνία. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σ’ αυτόν τον τύπο οικονομικής δημοκρατίας εξακολουθεί να είναι η αγορά εκείνη που καθορίζει εν τέλει τι και πώς θα παραχθεί, σημαίνει ότι τα σχήματα αυτά δεν ενέχουν μια θεμελιακή αλλαγή στη φύση του ανταγωνιστικού συστήματος. Με άλλα λόγια, οι πράσινοι (κοκκινοπρασινοι κ.λπ.) οικονομολόγοι, παρά τις αντι-αναπτυξιακές ρητορείες τους, στο βαθμό που παίρνουν δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και τη δυναμική του «ανάπτυξη ή θάνατος», υιοθετούν έμμεσα την ίδια την οικονομία ανάπτυξης. Επομένως, τέτοιες προτάσεις δεν συνεπάγονται την κατάργηση της οικονομικής εξουσίας, αλλά απλώς την περαιτέρω αποκέντρωσή της, ενώ, συγχρόνως, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν (όπως άλλωστε και η φιλελεύθερη και η σοσιαλιστική εκδοχή της οικονομικής δημοκρατίας) την επιδίωξη του γενικού συμφέροντος. Είναι επομένως φανερό ότι χρειαζόμαστε έναν ορισμό της οικονομικής δημοκρατίας που να έχει ως βασικό στοιχείο του την κατάργηση της ίδιας της οικονομικής δύναμης.

 

Ένας χρήσιμος ίσως τρόπος για να ορίσουμε την οικονομική δημοκρατία, με τρόπο που να συνεπάγεται την κατάργηση των εξουσιαστικών οικονομικών σχέσεων, θα ήταν να ξεκινήσουμε από τον ορισμό της άμεσης δημοκρατίας. Μπορούμε, απλώς, να ορίσουμε την άμεση (ή πολιτική) δημοκρατία ως τη μορφή πολιτικής οργάνωσης η οποία διασφαλίζει την ίση κατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ των πολιτών, μέσω της άμεσης συμμετοχής τους στην πολιτική διαδικασία λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων. Αυτός ο ορισμός της δημοκρατίας ενέχει ρητά την άρνηση της πολιτικής εξουσίας και συνεπάγεται την ‘αρχή’ του λαού στην πολιτική σφαίρα. Αντίστοιχα, μπορούμε να ορίσουμε την οικονομική δημοκρατία ως μια οικονομική δομή και διαδικασία που, με την άμεση συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, διασφαλίζει την ίση κατανομή της οικονομικής δύναμης μεταξύ των πολιτών. Όπως ισχύει στην περίπτωση της άμεσης δημοκρατίας, η οικονομική δημοκρατία σήμερα είναι εφικτή μόνο στο επίπεδο των  συνομοσπονδιούμενων κοινοτήτων. Με άλλα λόγια, η οικονομική δημοκρατία συνεπάγεται τη δημοτική ιδιοκτησία της οικονομίας (δηλαδή, τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε κάθε δήμο), πράγμα που διαφέρει ριζικά και από τις δυο κύριες μορφές συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης (καπιταλιστική και «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης), καθώς και από τις διάφορες εκδοχες κολεκτιβιστικού καπιταλισμού, είτε της εκδοχής του «εργατικού ελέγχου», είτε των ηπιότερων εκδοχών που προτείνουν διάφοροι μετα-κεϋνσιανοί σοσιαλδημοκράτες.[41]

 

Έτσι, η δημοτική ιδιοκτησία της οικονομίας παρέχει την οικονομική δομή για μια δημοκρατική ιδιοκτησία, ενώ η άμεση συμμετοχή των πολιτών στις οικονομικές αποφάσεις παρέχει το πλαίσιο για μια διαδικασία περιεκτικού δημοκρατικού ελέγχου της οικονομίας. Η κοινότητα επομένως γίνεται η αυθεντική μονάδα της οικονομικής ζωής, εφόσον η οικονομική δημοκρατία δεν είναι εφικτή σήμερα παρά μόνο εάν η ιδιοκτησία και ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών οργανώνονται στο επίπεδο των συνομοσπονδιούμενων κοινοτήτων. Στην πραγματικότητα, η ίδια η έννοια της κοινότητας συνεπάγεται την άρνηση της οικονομικής εξουσίας.[42] Έτσι, σ’ αντίθεση με τους άλλους ορισμούς της οικονομικής δημοκρατίας, ο ορισμός που δίνεται εδώ ενέχει τη ρητή άρνηση της οικονομικής εξουσίας και συνεπάγεται την αρχή του λαού στην οικονομική σφαίρα. Μ’ αυτήν την έννοια, η οικονομική δημοκρατία είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα, καθώς και το θεμέλιο, της άμεσης δημοκρατίας.

 

Εντούτοις, παίρνοντας υπόψη μας το σημερινό υψηλό βαθμό συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης και τον αντίστοιχο βαθμό  διεθνούς αλληλεξάρτησης, είναι δύσκολο, ακόμα και να φανταστούμε, μια ριζικά διαφορετική μορφή κοινωνίας που θα θεμελιώνεται  στην οικονομική δημοκρατία. Είναι εφικτή μια τέτοια κοινωνία σήμερα; Ποιο θα έπρεπε να είναι το σύστημα κατανομής των οικονομικών πόρων που θα ήταν συμβατό με την οικονομική δημοκρατία; Η ίδια η έκταση και βαρύτητα αυτών των ερωτημάτων δημιουργεί την ανάγκη σημαντικής συλλογικής ερευνητικής εργασίας. Εδώ, μπορούμε μόνο να σκιαγραφήσουμε τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μια τέτοια ερευνητική προσπάθεια. Φυσικά, η θεωρία μπορεί να διερευνά μόνο δυνατότητες και εναπόκειται στην κοινωνική «πράξη» να δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στη νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης.

 

Έτσι, στη συνέχεια, θα γίνει μια προσπάθεια να διατυπωθεί ένα νέο όραμα οικονομικής δημοκρατίας και να εκφρασθούν ορισμένες συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα μπορούσε να λειτουργεί ένα τέτοιο δημοκρατικό μοντέλο οικονομίας. Μ’ αυτήν την διπλή έννοια, η προτεινόμενη προσέγγιση εκφράζει ένα νέο οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στην δημοτική οργάνωση της οικονομίας.

 

Μπορούμε να προσδιορίσουμε τρεις θεμελιακές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ούτως ώστε να είναι εφικτή η οικονομική δημοκρατία:

(α) δημοτική αυτοδυναμία,

(β) δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών

(γ) συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών.

Οι προϋποθέσεις της οικονομικής δημοκρατίας:

δημοτική αυτοδυναμία

 

Η αυτοδυναμία ορίζεται εδώ με όρους αυτονομίας και όχι με όρους αυτάρκειας, η οποία, υπό τις σημερινές συνθήκες, δεν είναι ούτε εφικτή ούτε επιθυμητή. Ένας χρήσιμος ορισμός της αυτοδυναμίας είναι ο ορισμός που δόθηκε από τη Διακήρυξη του Cocoyoc των αδέσμευτων χωρών ως «η στήριξη πρωταρχικά στους δικούς μας πόρους, ανθρώπινους και φυσικούς, και η ικανότητα αυτόνομου καθορισμού των στόχων και λήψης των αποφάσεων».[43] Έτσι, μολονότι η αυτοδυναμία συνεπάγεται μέγιστη χρήση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πόρων και πηγών ενέργειας, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αυτάρκεια και θα πρέπει πάντοτε να θεωρείται μέσα στο πλαίσιο του συνομοσπονδισμού. Δεδομένου ότι ο αμεσο-δημοκρατικός έλεγχος της οικονομίας και της κοινωνίας είναι σήμερα δυνατός μόνο στο επίπεδο συνομοσπονδιούμενων κοινοτήτων, είναι φανερό ότι η δημοτική αυτοδυναμία είναι μια αναγκαία συνθήκη για την πολιτική και οικονομική αυτονομία.

 

Ωστόσο, δεν είναι μόνο το αίτημα της αυτονομίας που δημιουργεί την ανάγκη της αυτοδυναμίας, ούτως ώστε να αποκαταστήσουμε τον έλεγχο πάνω στη ζωή μας. Η αυτοδυναμία καθίσταται αναγκαία και από το γεγονός ότι η ιστορική τάση απομάκρυνσης από αυτή είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο μακροοικονομικό, στο πολιτισμικό, στο περιβαλλοντικό και στο κοινωνικό επίπεδο.

  • στο μακροοικονομικό επίπεδο, εκατομμύρια άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο καταδικάστηκαν από τις δυνάμεις της αγοράς (που καθορίζουν εντέλει τη μοίρα τους από τη στιγμή που απομακρύνθηκαν από την αυτοδυναμία) στην ανεργία, τη φτώχεια, ακόμα και την πείνα. Σήμερα, οι τοπικές οικονομίες εξαρτώνται από εξωτερικά κέντρα για την οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, για την κάλυψη των αναγκών σε αγαθά και υπηρεσίες, ακόμα και για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία κ.τ.λ.). Για παράδειγμα, για την προσέλκυση επενδύσεων, δίνονται πολύ ακριβά κίνητρα που συνήθως παραβλέπουν τις οικολογικές επιπτώσεις, ενώ οι ίδιες οι επενδύσεις δεν μεγιστοποιούν την τοπική απασχόληση και δημιουργούν μια σημαντική εκροή τοπικού εισοδήματος. Ο τελευταίος γύρος διαπραγματεύσεων της GATT, η οποία από τον Ιανουάριο του 1995 μετατράπηκε στον Οργανισμό Παγκόσμιου Εμπορίου, καθιστά την αυτοδυναμία στο πεδίο της γεωργίας σχεδόν αδύνατη, καταστρέφοντας στην πορεία τα μέσα συντήρησης εκατομμυρίων αγροτών σ’ ολόκληρο των κόσμο και μεταβάλλοντας την αγροτική παραγωγή σε μια διαδικασία όπου κυριαρχεί ακόμα περισσότερο η εντατική χρήση των χημικών λιπασμάτων –μια διαδικασία που ελέγχεται από μεγάλες ‘αγρο-μπίζνες’. Αντίθετα, η τοπική αυτοδυναμία συνεπάγεται μέγιστη χρήση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πόρων και πηγών ενέργειας, μια διαδικασία που οδηγεί σε αντίστοιχη μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης καιμέσω των «πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων του τοπικού εισοδήματος.

  • στο πολιτισμικό επίπεδο, η απομάκρυνση από την αυτοδυναμία οδήγησε στην αποσάθρωση των κοινωνικών δεσμών και αξιών, οι οποίες ενώνουν τις κοινότητες ή ακόμα και ολόκληρες κουλτούρες. Οι αξίες της αγοράς, δηλαδή οι αξίες της ανταγωνιστικότητας και του ατομικισμού, αντικατέστησαν τις κοινοτικές αξίες της αλληλεγγύης και της συνεργασίας, μεταβάλλοντας τα ανθρώπινα όντα σε παθητικούς πολίτες και καταναλωτές.

  • στο περιβαλλοντικό επίπεδο, η τάση απομάκρυνσης από την αυτοδυναμία οδήγησε στον παραλογισμό ενός συστήματος που για την καθημερινή του λειτουργία πρέπει να στηρίζεται στη διάνυση τεράστιων αποστάσεων για την μεταφορά αγαθών και ανθρώπων, με όλες τις επιπτώσεις για το περιβάλλον που συνεπάγεται η μαζική αυτή μετακίνηση.[44] Θα πρέπει επομένως να τονίσουμε ότι η αυτοδυναμία αποτελεί αναγκαία συνθήκη (όχι όμως και επαρκή) για τη δημιουργία μιας οικολογικά αυτοσυντηρούμενης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Κι αυτό, διότι οι αυτοδύναμες κοινότητες αποτελούν σήμερα το μόνο τρόπο για την αναστροφή της διαδικασίας υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης, που είναι βέβαια το κύριο αποτέλεσμα της οικονομίας ανάπτυξης αλλά και  η κύρια αιτία της οικολογικής απειλής.

  • τέλος, στο γενικότερο κοινωνικό επίπεδο, η απομάκρυνση από την αυτοδυναμία έχει σημαντικό κοινωνικό-οικονομικό κόστος,[45] Έτσι, η απώλεια δεξιοτήτων και η οικονομική εξάρτηση είναι το κόστος που πληρώνουμε  για τον σημερινό καταμερισμό εργασίας, την εξειδίκευση και το ελεύθερο εμπόριο . Με άλλα λόγια, η απομάκρυνση από την αυτοδυναμία συνεπάγεται μια δραστική απομάκρυνση από την ατομική και κοινωνική αυτονομία. Έτσι, οι ιεραρχικές κοινωνικές δομές, οι οποίες, πριν την έλευση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, στηρίζονταν κυρίως σε εξω-οικονομικούς παράγοντες, στην οικονομία της αγοράς αντικαταστάθηκαν απλώς από νέες ιεραρχικές δομές που στηρίζονταν σε οικονομικά θεμέλια. Είναι επομένως απαραίτητη η εξάλειψη των οικονομικών αυτών θεμελίων ούτως ώστε να γινει δυνατή η κατάργηση της κυριαρχίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο.

Η οικονομική δημοκρατία είναι κατά συνέπεια αδύνατη χωρίς μια ριζική αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης που θα καταστήσει εφικτή την αυτοδυναμία. Ωστόσο, μια ριζική αποκέντρωση συνεπάγεται στην πραγματικότητα την εγκατάλειψη του τύπου ανάπτυξης που ιστορικά έχει ταυτίσει την πρόοδο με την οικονομική μεγέθυνση και αποτελεσματικότητα. Η απομάκρυνση από την τοπική οικονομική αυτοδυναμία ήταν στην πραγματικότητα το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με το γεγονός αυτό (καταμερισμός της εργασίας, εξειδίκευση, εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μέσω του ελεύθερου εμπορίου) αποτέλεσαν αναπόφευκτη απόρροια του επεκτατικού χαρακτήρα του συστήματος της οικονομίας αγοράς και της δυναμικής του («ανάπτυξη ή θάνατος»). Παρόμοια, η υιοθέτηση από το μαρξισμό της καπιταλιστικής ιδέας της προόδου οδήγησε στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, στην οποία, η τεράστια συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα χέρια των γραφειοκρατών, που έλεγχαν τον κεντρικό σχεδιασμό, κατέστρεψε κάθε δυνατότητα αυτοδυναμίας.

 

Σήμερα, παρατηρείται μια μορφή οικονομικής αποκέντρωσης μέσα στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, μια αποκέντρωση που διευκολύνεται από τις τεχνολογικές αλλαγές. Στάδια της παραγωγικής διαδικασίας (για ορισμένα προϊόντα, ακόμα και η ίδια η παραγωγική διαδικασία), που πραγματοποιούνταν στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, μεταφέρονται στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια (Μεξικό, Κορέα, Ταϊβάν, Μεσογειακή Ευρώπη, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Κίνα, Ανατολική Ευρώπη). Οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν πια την τεχνολογική ικανότητα να μεταφέρουν μέρη της παραγωγής δραστηριότητας από το κέντρο προς την περιφέρεια προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν το κόστος παραγωγής (συμπεριλαμβανόμενου του περιβαλλοντικού κόστους). Όμως, η αποκέντρωση που σημειώνεται σ’ αυτή τη διαδικασία είναι φυσική και όχι οικονομική, εφόσον η οικονομική δύναμη παραμένει στα μητροπολιτικά κέντρα. Η ίδια η δυναμική της νεοφιλελεύθερης φάσης, η οποία είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης των αγορών από τους «περιορισμούς» που επέβαλλε σ’ αυτές το κράτος κατά την κρατικιστική φάση της αγοραιοποίησης, οδηγεί σε περαιτέρω συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα μητροπολιτικά κέντρα, όπως δείχθηκε στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Θα αποκαλούσα επομένως τη διαδικασία αυτή εξαρτημένη αποκέντρωση, επειδή δεν οδηγεί στη δημιουργία αυτοδύναμων κοινοτήτων, αλλά, αντίθετα, αποτελεί  εγγενές μέρος της σημερινής διαδικασίας συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης στα μητροπολιτικά κέντρα και κάποιας παράλληλης αποκέντρωσης της παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο.[46] Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται λοιπόν την αναπαραγωγή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας και των σχέσεων κυριαρχίας/εξάρτησης.

 

Ένα σαφές παράδειγμα εξαρτημένης αποκέντρωσης είναι η «αρχή της επικουρικότητας» που εισάγεται σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να καθησυχαστούν οι φόβοι των ευρωπαϊκών λαών που βλέπουν να χάνεται  ακόμη και η ελάχιστη ικανότητα αυτοδιάθεσης που διαθέτουν σήμερα. Η αρχή αυτή, που απαιτεί λήψη αποφάσεων στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, αναφέρεται κυρίως στην αποκέντρωση των πολιτικών αποφάσεων, ενώ οι κύριες οικονομικές αποφάσεις αφήνονται στη δικαιοδοσία του κέντρου, δηλαδή της πολιτικής και τεχνοκρατικής ελίτ που ελέγχει τους νέους θεσμούς της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Επομένως, η αποκέντρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο δεν μειώνει την εξάρτηση της περιφέρειας από το κέντρο, αλλά στην πραγματικότητα την ενισχύει. Οι μητροπολιτικές περιοχές καθορίζουν την ποσότητα και το περιεχόμενο της ανάπτυξης στις περιοχές της περιφέρειας, όχι μόνο στο μικροοικονομικό επίπεδο, αλλά και στο μακροοικονομικό:

  • στο μικροοικονομικό επίπεδο, επειδή το πολυεθνικό κεφάλαιο, που απαιτείται για την ανάπτυξη της περιφέρειας, προέρχεται από τις μητροπολιτικές περιοχές

  • στο μακροοικονομικό επίπεδο, επειδή οι οικονομικά ισχυρότερες περιοχές είναι σε θέση, μέσω των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επιβάλλουν άμεσα τη βούλησή τους στις ασθενέστερες περιοχές.

Σ’ αυτόν τον τύπο εξαρτημένης αποκέντρωσης μπορούμε να αντιτάξουμε την αυτοδύναμη αποκέντρωση, που μπορεί να στηριχθεί μόνο στην οριζόντια αλληλεξάρτηση οικονομικά αυτοδύναμων κοινοτήτων. Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των συνομοσπονδιούμενων κοινοτήτων θα πρέπει επομένως να δομούνται στην αμοιβαία αυτοδυναμία και τη συλλογική στήριξη, και όχι στην κυριαρχία και την εξάρτηση, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας συνομοσπονδιακού δημοκρατικού σχεδιασμού. Η αυτοδυναμία στο πλαίσιο αυτό σημαίνει ότι οι βασικές ανάγκες, καθοριζόμενες δημοκρατικά, θα πρέπει, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να καλύπτονται στο κοινοτικό επίπεδο, παρόλο που το επίπεδο ικανοποίησης των αναγκών αυτών θα πρέπει να είναι το ίδιο σ’ ολόκληρη τη συνομοσπονδία. Επομένως, οι ανταλλαγές μεταξύ των κοινοτήτων σε μια συνομοσπονδία είναι και αναγκαίες και επιθυμητές, δεδομένου ότι η αυτοδυναμία δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην ικανοποίηση όλων των αναγκών. Το πραγματικό επομένως ζήτημα είναι ποιος ελέγχει αυτές τις ανταλλαγές: η ίδια η κοινότητα, όπως συνέβαινε για παράδειγμα στις ελεύθερες μεσαιωνικές πόλεις[47], ή η «αγορά», (δηλαδή αυτοί που χάρη στην οικονομική τους δύναμη είναι σε θέση να ελέγχουν την αγοράη οικονομική ελίτ)

 

Ενα σημαντικό ερώτημα που τίθεται σε σχέση με την αυτοδυναμία αφορά το μέγεθος της οικονομικής μονάδας (δηλαδή το μέγεθος της κοινότητας), που, από τη μια μεριά, καθιστά την αυτοδυναμία βιώσιμη και, από την άλλη, είναι συμβατό με την άμεση και οικονομική δημοκρατία. Όσον αφορά την οικονομική βιωσιμότητα, δεν μπορεί να δοθεί a priori  γενική απάντηση, δεδομένης της σημασίας που έχουν παράγοντες όπως η πρόσβαση στις πρώτες ύλες, το κλίμα, η γεωγραφία κτλ. Εντούτοις, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το 70% των χωρών με πληθυσμό μικρότερο από 100.000 ανήκαν στις χώρες που κατατάσσονται από την Παγκόσμια Τράπεζα ως «υψηλού εισοδήματος».[48] Φυσικά, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το μέγεθος μπορεί να παίζει λιγότερο σημαντικό ρόλο στην οικονομική βιωσιμότητα μιας μικρής οικονομίας προσανατολισμένης προς τις εξαγωγές απ’ ό,τι σε μια αυτοδύναμη οικονομία, αλλά τότε, και πάλι, η τεχνολογία που χρησιμοποιείται στους δυο τύπους οικονομιών μπορεί να είναι ριζικά διαφορετική. Είναι επομένως φανερό ότι, προϋποτιθέμενου ότι το μέγεθος ξεπερνά ένα ελάχιστο όριο (λόγου χάρη τις 30.000) που θα επιτρέπει την ικανοποίηση πολλώναν όχι των περισσότερων από τις βασικές ανάγκες σε τοπικό επίπεδο, η οικονομική βιωσιμότητα δεν καθορίζεται αποκλειστικά, ούτε καν αποφασιστικά, από το μέγεθος.

 

Επομένως, ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας του μεγέθους μιας αυτοδύναμης κοινότητας είναι η συμβατότητα με την άμεση και οικονομική δημοκρατία, δηλαδή η δυνατότητα λήψης αποφάσεων σε πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις των πολιτών. Σ’ αυτή τη βάση, η κοινότητα (ο δήμος) αναδύεται ως η πιο κατάλληλη οικονομική μονάδα που θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, δεδομένου του τεράστιου μεγέθους πολλών σημερινών πόλεων, πολλές από αυτές θα έπρεπε να διασπαστούν προκειμένου να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος. Όμως, αυτό δεν απαιτεί την άμεση φυσική αποκέντρωσή τους, που προφανώς αποτελεί ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο, αλλά μόνο τη διοικητική τους αποκέντρωση, η οποία μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως.
 

Οι προϋποθέσεις της οικονομικής δημοκρατίας:

δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών

 

Το ζήτημα της ιδιοκτησίας αναφέρεται στο ποιος έχει την ιδιοκτησία/έλεγχο πάνω στις πλουτοπαραγωγικές πηγές (μέσα παραγωγής) και δεν πρέπει να συγχέεται με το ζήτημα της κατανομής τους μεταξύ διαφόρων χρήσεων, το οποίο αναφέρεται στο μηχανισμό μέσω του οποίου δίνεται απάντηση στο τί, πώς και για ποιον παράγεται. Οι δυο σύγχρονες μορφές ιδιοκτησίας/ελεγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών είναι η καπιταλιστική και η σοσιαλιστική, ενώ οι δυο κύριες μορφές κατανομής είναι η αγορά και το πλάνο. Η ιστορική εμπειρία είναι πλούσια σε παραδείγματα  συνδυασμού των συστημάτων ιδιοκτησίας/ελέγχου και των συστημάτων κατανομής, από τις δημόσιες επιχειρήσεις που λειτουργούν μέσα στο σύστημα της οικονομίας αγοράς, μέχρι τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν μέσα στην οικονομία σχεδιασμού.

 

Με την ίδια λογική, το ζήτημα της ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να συγχέεται με το ζήτημα του ελέγχου. Δεν αναφέρομαι απλώς στο σύνηθες επιχείρημα για τον διαχωρισμό ιδιοκτησίας και ελέγχου στις μεγάλες μετοχικές εταιρείες, στις οποίες οι μέτοχοι είναι μεν ιδιοκτήτες αλλά τον πραγματικό έλεγχο ασκούν μάνατζερ και τεχνοκράτες. Στην πραγματικότητα, ο περίφημος αυτός «διαχωρισμός» στερείται στην περίπτωση αυτή νοήματος, εφόσον οι μέτοχοι και οι μανατζερ/τεχνοκράτες έχουν κατά μια έννοια –την πιο σημαντική από τη δική μας σκοπιά– τα ίδια κίνητρα: την επίτευξη κέρδους και την αναπαραγωγή των ιεραρχικών σχέσεων που αποκλείουν τη συμμετοχή των περισσότερων εργαζόμενων από τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Αναφέρομαι επίσης στην περίπτωση κατά την οποία μια εταιρεία μπορεί μεν να ανήκει στους εργαζομένους σε αυτή, αλλά στην πραγματικότητα εξακολουθεί να διευθύνεται και να ελέγχεται από τεχνοκράτες, μάνατζερ κ.α. (όπως π.χ. συμβαίνει στις εργατικές κοοπερατίβες τύπου Mondragon[49]). Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατό να υπάρξει πραγματικός διαχωρισμός συμφερόντων μεταξύ των ιδιοκτητών της εταιρείας (εργαζόμενοι) και εκείνων που την ελέγχουν (μάνατζερ κλπ), εφόσον, ακόμα κι αν η επίτευξη κέρδους αποτελεί τον κοινό στόχο, η αναπαραγωγή των ιεραρχικών σχέσεων μπορεί να μην είναι. Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων καταδεικνύεται από το γεγονός ότι, όπως παραδέχονται ακόμα και υποστηρικτές των εργατικών συνεταιρισμών, «πολλές κοοπερατίβες πράγματι έχουν υποφέρει από κακοδιαχείριση η οποία οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στην έλλειψη πειθαρχίας των απλών εργατών που παρέβλεπαν τις εντολές των μάνατζερ».[50]

 

Το καπιταλιστικό σύστημα ιδιοκτησίας συνεπάγεται την ατομική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και συνήθως συνδέεται με το σύστημα της αγοράς ως προς την κατανομή μεταξύ  διαφόρων χρήσεων. Η ατομική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών, ανεξάρτητα από τα εάν συνδυάζεται με ένα σύστημα αγοράς ή όχι, συνεπάγεται έναν έλεγχο που εξυπηρετεί όχι το γενικό αλλά το μερικό συμφέρον (των μετόχων, των μανατζερς ή των εργατών). Όταν, επιπλέον, η ατομική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών συνδυάζεται με την  κατανομή τoυς μέσω του συστήματος της οικονομίας της αγοράς αυτό συνεπάγεται ανισότητα, συγκέντρωση της πολιτικής/οικονομικής δύναμης, ανεργία και δυσανάπτυξη ή «ακατάλληλη»[51] ανάπτυξη. Ακόμη, η δυναμική ανάπτυξη-ή-θάνατος που αναπόφευκτα αναπτύσσεται σ’ ένα τέτοιο σύστημα οδηγεί σε συστηματικές προσπάθειες κατάκτησης της φύσης και κατά συνέπεια στην οικολογική καταστροφή. Επομένως, το σύστημα αυτό είναι απολύτως ασύμβατο με μια περιεκτική δημοκρατία.

 

Από την άλλη μεριά, το σοσιαλιστικό σύστημα ιδιοκτησίας συνεπάγεται μια «κοινωνική ιδιοκτησία» των μέσων παραγωγής, η οποία μπορεί να υπάρχει είτε μέσα σ’ ένα σύστημα αγοράς, είτε σ’ ένα σύστημα σχεδιασμού. Ιστορικά, η κοινωνική αυτή ιδιοκτησία έχει πάρει δύο μορφές:

(α) τη μορφή εθνικοποιημένων επιχειρήσεων, και

(β) τη μορφή  κολεκτιβοποιημενων αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων.

Στις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις εισάγεται ένας πραγματικός διαχωρισμός μεταξύ ιδιοκτησίας και ελέγχου: ενώ η τυπική ιδιοκτησία ανήκει σ’ ολόκληρη την κοινωνία, ο πραγματικός έλεγχος της παραγωγής επαφίεται στο μεν σύστημα οικονομίας της αγοράς σε τεχνοκρατικές ελίτ, στο δε σύστημα σχεδιασμού σε γραφειοκρατικές ελίτ, οι οποίες παίρνουν όλες τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι σ’ αυτή τη μορφή οργάνωσης, η επιδίωξη του μερικού συμφέροντος επιτυγχάνεται όχι μέσω της ιδιοκτησίας, αλλά μέσω του ελέγχου. Αυτό αληθεύει είτε οι εθνικοποιημενες επιχειρήσεις λειτουργούν μέσα σ’ ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς (οπότε συνήθως δεν διαφέρουν, από την άποψη της πολιτικής που ακολουθούν, από τις κανονικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις) είτε λειτουργούν μέσα σ’ ένα σοσιαλιστικό σύστημα σχεδιασμού (οπότε ελέγχονται από την κομματική ελίτ, μέσω του γραφειοκρατικού ελέγχου  που η ίδια ασκεί πάνω στον κρατικό μηχανισμό). Είναι επομένως φανερό ότι οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις είναι ασύμβατες με την οικονομική δημοκρατία.

 

Στις κολλεκτιβοποιημένες αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις η ιδιοκτησία ανήκει συνολικά ή εν μέρει στους εργάτες/υπαλλήλους της επιχείρησης. Ιστορικά, συναντούμε αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις τόσο στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς (π.χ. οι συνεταιρισμοί του Mondragon) όσο και μέσα σε μια «σοσιαλιστική» οικονομία σχεδιασμού (π.χ. οι Γιουγκοσλαβικές αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις). Το κύριο πρόβλημα με τέτοιες αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις είναι ότι, όσο πιο ανεξάρτητες είναι μεταξύ τους και σε σχέση με την κοινωνία στο σύνολό της, τόσο περισσότερο τείνουν να ικανοποιούν το μερικό συμφέρον των εργαζομένων σ’ αυτές, παρά το γενικό συμφέρον των πολιτών στην κοινότητα. Ακόμα, για να επιβιώσουν σ’ έναν ανταγωνιστικό κόσμο, πρέπει συνήθως να χρησιμοποιούν τις ίδιες παραγωγικές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις (μεθόδους που μπορεί να προκαλούν αλλοτρίωση, βλάβη του περιβάλλοντος, εξοικονόμηση εργασίας κ.τ.λ.). Επιπλέον, οι κολλεκτιβοποιημένες αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις τείνουν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές (φυσικές, εργασίας κ.τ.λ.), όπως ακριβώς και οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Τέλος, τέτοιες μορφές αυτοδιαχείρισης δεν μπορούν να διασφαλίσουν την αυτονομία του εργάτη ως πολίτη. Έτσι, μολονότι, ορισμένες μορφές της, που υποστηρίζονται από αναρχοσυνδικαλιστες και ορισμένα τμήματα του Πράσινου κινήματος, μπορεί να προωθούν δημοκρατικές διαδικασίες μέσα στην επιχείρηση, (αυτό που ορίσαμε ως ‘δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο), ελάχιστα  προωθούν  τη δημοκρατία γενικά, για την κοινότητα στο σύνολό της. Επομένως, αυτές οι μορφές αυτοδιαχείρισης, όπως παρατηρεί ο Μπούκτσιν, αντιπροσωπεύουν συνήθως «εκμεταλλευτική παραγωγή με τη συνεργία των εργατών»[52], εφόσον δεν μπορούν να εγγυηθούν την απελευθέρωση από την τυραννία του εργοστασίου και την ορθολογικοποιημένη εργασία. Συνεπώς, οι κολλεκτιβοποιημένες αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις είναι επίσης ασύμβατες με την περιεκτική δημοκρατία γενικά και την οικονομική δημοκρατία ειδικότερα.

 

Είναι επομένως φανερό ότι η οικονομική δημοκρατία απαιτεί έναν άλλο τύπο κοινωνικής ιδιοκτησίας που διασφαλίζει τη δημοκρατική ιδιοκτησία και τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών και ότι η μόνη μορφή ιδιοκτησίας που μπορεί να την εγγυηθεί είναι η δημοτική ιδιοκτησία.  Αυτός ο τύπος ιδιοκτησίας οδηγεί στην πολιτικοποίηση της οικονομίας, σε μια πραγματική σύνθεση της οικονομίας και της πολιτείας –μια σύνθεση, που μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της περιεκτικής δημοκρατίας. Το πλαίσιο αυτό, εξ ορισμού, αποκλείει οποιονδήποτε διαχωρισμό μεταξύ ιδιοκτησίας και ελέγχου και διασφαλίζει την επιδίωξη του γενικού συμφέροντος. Αυτό συμβαίνει, επειδή, όπως δείχνεται παρακάτω, οι οικονομικές αποφάσεις παίρνονται από ολόκληρη την κοινότητα, μέσω των συνελεύσεων των πολιτών, όπου οι άνθρωποι ως πολίτες και όχι ως επαγγελματικά προσανατολισμένες ομάδες (εργάτες, τεχνικοί, μηχανικοί, αγρότες κ.λπ.) παίρνουν τις βασικές μακρο-οικονομικές αποφάσεις που επηρεάζουν ολόκληρη την κοινότητα. Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι στο χώρο εργασίας, πέρα από τη συμμετοχή τους ως πολίτες στις κοινοτικές αποφάσεις για τον καθορισμό των συνολικών στόχων του σχεδιασμού, συμμετέχουν ως εργάτες (με την παραπάνω ευρεία έννοια των επαγγελματικά προσανατολισμένων ομάδων) στις αντίστοιχες συνελεύσεις στο χώρο εργασίας τους, σε μια διαδικασία τροποποίησης/εφαρμογής του δημοκρατικού πλάνου και διαχείρισης του χώρου εργασίας τους.

 

Έτσι, η διαδικασία δημοκρατικού σχεδιασμού  είναι μια διαδικασία συνεχούς ανατροφοδότησης πληροφοριών από τις δημοτικές συνελεύσεις προς τις συνελεύσεις του τόπου εργασίας και αντίστροφα. Τέλος, η διαχείριση των δημοτικών επιχειρήσεων θα μπορούσε να εποπτεύεται από ένα είδος εποπτικού συμβουλίου που θα διορίζεται από τη συνέλευση του χώρου εργασίας. Αυτό το εποπτικό συμβούλιο θα έπρεπε να περιλαμβάνει άτομα με εξειδικευμένη γνώση που θα ήταν ανά πάσα στιγμή ανακλητά από τη συνέλευση του χώρου εργασίας, πέρα από τον έμμεσο έλεγχο που θα ασκούν σ’ αυτά οι συνελεύσεις των πολιτών. Οι συνελεύσεις στο χώρο εργασίας, επομένως, θα λειτουργούσαν τόσο ως θεσμοί «δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο» όσο και ως θεμελιώδη συστατικά της οικονομικής δημοκρατίας, δεδομένου του ρόλου τους στη διαδικασία δημοκρατικού σχεδιασμού. Ως τέτοιες, οι συνελεύσεις στο χώρο εργασίας, μαζί με τις δημοτικές συνελεύσεις, συνιστούν τον πυρήνα της περιεκτικής δημοκρατίας.

 

Οι προϋποθέσεις της οικονομικής δημοκρατίας: η συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών

 

Μολονότι η αυτοδυναμία συνεπάγεται ότι πολλές αποφάσεις μπορεί να λαμβάνονται στο κοινοτικό επίπεδο, πολλά απομένουν να επιλυθούν στο περιφερειακό/εθνικό/υπερεθνικό επίπεδο. Αναφέρω ενδεικτικά λίγα μόνο από τα προβλήματα που δεν μπορούν επιλυθούν στο κοινοτικό επίπεδο:

  • Προβλήματα που προκαλούνται από την άνιση κατανομή των ενεργειακών αποθεμάτων, των φυσικών πόρων και τη συνακόλουθη άνιση κατανομή εισοδήματος μεταξύ των κοινοτήτων της συνομοσπονδία

  • προβλήματα που προκαλούνται από ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ πολιτών από διαφορετικές κοινότητες ή μεταξύ των ίδιων των κοινοτήτων της συνομοσπονδίας

  • προβλήματα που προκαλούνται από τον υπερτοπικό χαρακτήρα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της παραγωγής και της κατανάλωσης

  • προβλήματα μεταφορών/επικοινωνιών

  • προβλήματα που προκαλούνται από την ελεύθερη διακίνηση της εργασίας μεταξύ των κοινοτήτων και

  • προβλήματα μεταφοράς τεχνολογίας.

Πέρα όμως από τα προβλήματα συντονισμού, υπάρχει  το βασικό πρόβλημα του μηχανισμού που θα διασφαλίζει μια δίκαιη και αποτελεσματική κατανομή των πλουτοπαραγωγικών πηγών μεταξύ διαφόρων χρήσεων, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, την συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών, ενδοκοινοτική και διακοινοτική. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο σήμερα, καθώς έχει καταστεί σαφές ότι και οι δυο μηχανισμοί που αναπτύχθηκαν ιστορικά για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, δηλαδή, ο μηχανισμός της αγοράς και ο κεντρικός σχεδιασμός, έχουν αποτύχει οικτρά.

 

Ο μηχανισμός της αγοράς
 

Η αγορά είναι ένας αυτόματος μηχανισμός μέσω του οποίου η αόρατος χειρ του Ανταμ Σμιθ κατανέμει τους οικονομικούς πόρους μεταξύ διαφόρων χρήσεων με τρόπο, υποτίθεται, ορθολογικό. Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι υποθέτουν ότι ο ελεύθερος συνδυασμός ατομικά ορθολογικών αποφάσεων οδηγεί σε μια κοινωνικά ορθολογική κατανομή. Υποθέτουν ακόμα ότι ο μηχανισμός της αγοράς είναι το πιο οικονομικό σύστημα πληροφοριών, το οποίο παρέχει τα σωστά κίνητρα που μπορούν να διασφαλίσουν μια αποτελεσματική αποκέντρωση των πόρων. Η συνεπαγωγή όλων αυτών των υποθέσεων είναι ότι ο μηχανισμός της αγοράς είναι το καλύτερο σύστημα για να εξασφαλιστεί η ορθολογική κατανομή των οικονομικών πόρων, χωρίς να θυσιάζεται η αυτονομία του ατόμου.

 

Όμως οι φιλελεύθερες  υποθέσεις ισχύουν μόνο κάτω από ορισμένες πολύ αυστηρές συνθήκες. Στη πραγματικοτητα, οι ιδιότητες της αγοράς, οι οποίες υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν μια ορθολογική κατανομή, συνήθως χάνονται από τη στιγμή που διαταράσσεται η μυθική κατάσταση της ισορροπίας. Σήμερα, ακόμα και ένας από τους πρωτοπόρους της θεωρίας της γενικής ισορροπίας, ο βραβευμένος με Νόμπελ Kenneth Arrow, παραδέχεται ότι απέτυχε  στη προσπάθειά του να αναπτύξει μια θεωρία που να αποδεικνύει την ικανότητα της οικονομίας της αγοράς να επιτύχει γενική ισορροπία. Χαρακτηριστικά, ο Αrrow  δεν στέκεται απλώς στα διάφορα τεχνικά προβλήματα της θεωρίας που παραμένουν άλυτα, αλλά τονίζει ότι «η πιο γνωστή διάψευση της θεωρίας είναι η άλλοτε  περιοδική, και τώρα χρόνια, μαζική ανεργία, η οποία βρίσκεται σε κατάφωρη αντίφαση με την ισορροπία».[53] Με άλλα λόγια, όπως σημειώνει ο Will Hutton: «Το κύριο αξίωμα της θεωρίας των ελεύθερων αγορών –ότι οι μη-ρυθμιζόμενες αγορές μπορούν, από μόνες τους, να εξασφαλίσουν τα καλύτερα  αποτελέσματα για όλους όσους συμμετέχουν σ’ αυτές– αποδεικνύεται πλέον ανοησία.»[54] Και φυσικά, φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Κέυνς, έχουν από καιρό δείξει ότι η αγορά είναι ένα σύστημα επιρρεπές στις κρίσεις, το οποίο δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει από μόνο του την πλήρη χρήση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και, ιδιαίτερα, την πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού. Τέλος, η εγγενής τάση της οικονομίας της αγοράς προς τη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης και την ανισότητα, που εξετάστηκε νωρίτερα, δείχνει ότι η δυσανάπτυξη είναι το υποπροϊόν ενός συστήματος επιρρεπούς στις κρίσεις, το οποίο ικανοποιεί μόνο τις ανάγκες που υποστηρίζονται από αγοραστική δύναμη, οι οποίες όμως (λόγω της ανισότητας) δεν συμπίπτουν με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Επομένως, οι ορθόδοξοι, ή τέως Μαρξιστες[55], οικονομολόγοι που θεωρούν ως δεδομένη την οικονομία της αγοράς και την υποτιθέμενη «υπεροχή» της, στην πραγματικότητα, ορθολογικοποιούν την ανισότητα, τη φτώχεια και την εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ ολόκληρο τον κόσμο προς όφελος των προνομιούχων μειονοτήτων στις οποίες ανήκουν και οι ίδιοι.

 

Η ελευθερία επιλογής την οποία υποτίθεται ότι εξασφαλίζει η οικονομία της αγοράς, στην πραγματικότητα, σημαίνει «επιμερισμό με βάση το πορτοφόλι». Στο σύστημα οικονομίας της αγοράς οι πολίτες δεν είναι ελεύθεροι να επιλέξουν ούτε ως καταναλωτές ούτε ως παραγωγοί:

  • ως καταναλωτές, επειδή οι επιλογές τους περιορίζονται από την αγοραστική τους δύναμη, δηλαδή από το εισόδημα/πλούτο
    του
    ς

  • ως παραγωγοί, επειδή όχι μόνο οι επιλογές τους, επίσης, περιορίζονται σε κρίσιμο βαθμό από την αγοραστική τους δύναμη, καθώς η πρόσβασή τους στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και κατά συνέπεια η παραγωγικότητά τους εξαρτάται από την οικονομική τους κατάσταση, αλλά και επειδή  οι «αποφάσεις» για το τι και πως παράγεται δεν παίρνονται από τους ίδιους αλλά από την αγορά γι αυτούς,

Όμως, η οικονομική ανάπτυξη έγινε συνάρτηση της οικονομικής κατάστασης των παραγωγών πολύ πρόσφατα, δηλαδή, όταν οι πλουτοπαραγωγικές πηγές έγιναν αποκλειστικά διαθέσιμες μέσω της αγοράς. Καθώς οι σχέσεις της αγοράς διείσδυσαν σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας καταστρέφοντας την τοπική αυτοδυναμία σ’ ολόκληρο τον κόσμο, δεν ήταν περίεργο ότι η πρόσβαση στις πλουτοπαραγωγικές πηγές έγινε συνάρτηση της αγοραστικής δύναμης, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τους οικονομικά ισχυρούς. Εάν, για παράδειγμα, ένας Ινδός γεωργός έχει πολύ μικρότερη παραγωγικότητα από έναν Άγγλο ή έναν Αμερικανό, αυτό οφείλεται στη διαφορετική πρόσβαση που έχει στα λιπάσματα, τις μηχανές κλπ[56], καθώς και στις διαφορές εκπαιδευτικού και τεχνολογικού επιπέδου, οι οποίες ανάγονται επίσης στις διαφορές εισοδήματος. Η σωρευτική συνέπεια είναι η σημερινή πελώρια συγκέντρωση που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού καταναλώνει τα τέσσερα πέμπτα του ετήσιου παγκόσμιου προϊόντος.[57]

 

Επομένως, σ’ ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς, οι βασικές οικονομικές αποφάσεις που πρέπει να πάρει μια κοινωνία (δηλαδή τι παράγεται, πώς και για ποιον) καθορίζονται αποφασιστικά από την αγοραστική δύναμη εκείνων των εισοδηματικών ομάδων που μπορούν να στηρίξουν τις επιθυμίες τους με χρήμα. Πρόκειται για ένα συνεχή πλειστηριασμό, στον οποίο νικητές αναδεικνύονται εκείνοι που διαθέτουν τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη. Έτσι, το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, σ’ αντίθεση με τη φιλελεύθερη μυθολογία, είναι το χειρότερο σύστημα κατανομής των αγαθών και  υπηρεσιών, όταν η αγοραστική δύναμη κατανέμεται άνισα. Υπό συνθήκες ανισότητας, (που είναι, βέβαια, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς), γίνεται φανερή η θεμελιακή αντίφαση του συστήματος σε σχέση με την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών: δηλαδή, η αντίφαση μεταξύ της δυνητικής ικανοποίησης των βασικών αναγκών ολόκληρου του πληθυσμού και της πραγματικής ικανοποίησης των αναγκών ενός μέρους μόνο του πληθυσμού που υποστηρίζονται με χρήμα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι, όταν προσπαθούν να δείξουν ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς εξασφαλίζει την άριστη κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών κάνουν τη βολική υπόθεση της ‘δεδομένης κατανομής εισοδήματος’! Έτσι, η περίφημη ανάλυση της Παρετιανής αριστοποίησης (Pareto optimality), η οποία δείχνει τη δυνατότητα του μηχανισμού της αγοράς να διασφαλίζει την άριστη κατανομή των οικονομικών πόρων, βασίζεται στην αποδοχή της επικρατούσας κατανομής του εισοδήματος.  Όπως, μάλιστα, τονίζουν σχετικά δυο ορθόδοξοι οικονομολόγοι σε κλασικό μαθηματικοποιημενο εγχειρίδιο, είναι μόνο «με αυτη την  έννοια που ο ανταγωνισμός μεγιστοποιεί την ανθρώπινη ευημερία…(η αριστοποίηση) δεν εξασφαλίζει ότι η κατανομή του εισοδήματος (ή των πόρων) είναι η καλύτερη με οποιαδήποτε έννοια»[58]

 

Στη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η ανισότητα αυξάνεται ραγδαία τόσο στο επίπεδο χωρών, μεταξύ Βορρά και Νότου, αλλά και στο εσωτερικό των ίδιων των χωρών, στο προσωπικό επίπεδο, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου. Δεδομένου λοιπόν του χαρακτήρα πλειστηριασμού της αγοράς που περιγράψαμε παραπάνω, το σύστημα φροντίζει όλο και περισσότερο για την ικανοποίηση των αναγκών του «νέου» Βορρά. Έτσι, είναι μέσω της ανισότητας, που παράγεται και αναπαράγεται η δυσαναπτυξη. Επιπλέον, η ανισότητα είναι η βασική αιτία της ενθουσιώδους υιοθέτησης από τις ελίτ σ’ ολόκληρο τον κόσμο του οικο-καταστροφικού στόχου της οικονομικής μεγέθυνσης, εφόσον ο στόχος των ‘οικονομικών της  διάχυσης προς τα κάτω’ (trickle down effect) είναι ακριβώς να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή μιας πολύ άνισης κοινωνίας, μέσω της αύξησης της «πίτας», παρά μέσω της αναδιανομής της.

 

Ο μηχανισμός κεντρικού σχεδιασμού

 

Σ’ αντίθεση με τον αυτόματο χαρακτήρα της αγοράς, ο σχεδιασμός αποτελεί ένα συνειδητά ελεγχόμενο μηχανισμό κατανομής των οικονομικων πορων μεταξύ διαφόρων χρήσεων. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές σχεδιασμού στη θεωρία και στην ιστορική εμπειρία. Εξαιρουμένης της περίπτωσης του ενδεικτικού σχεδιασμού, δηλαδή, του σχεδιασμού στο πλαισιο της οικονομίας της αγοράς (π.χ. γαλλικός μεταπολεμικός σχεδιασμός), που είναι βασικά μια μορφή μακροοικονομικής διαχείρισης σε μια μεικτή οικονομία, ο σχεδιασμός μπορεί να είναι είτε συγκεντρωτικός είτε αποκεντρωτικός.

 

Μια ακραία μορφή συγκεντρωτικού σχεδιασμού ήταν το σταλινικό μοντέλο στο οποίο το Γραφείο Σχεδιασμού (με άλλα λόγια, οι γραφειοκράτες/τεχνοκράτες της σοβιετικής ελίτ) καθοριζει το επίπεδο του προϊόντος, τη σύνθεσή του, τις μεθόδους παραγωγής, την κατανομή κ.λπ. και μεταβιβαζει τις εντολες από την κορυφή προς τη βάση. Ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός όχι μόνο οδηγεί σε ανορθολογικότητες (οι οποίες οδήγησαν τελικά στην κατάρρευσή του συστήματος) και  είναι αναποτελεσματικός στην κάλυψη των αναγκών, αλλά είναι και ιδιαίτερα αντιδημοκρατικός. Παρόλα’ αυτά, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός πέτυχε εργασιακή ασφάλεια και μια καλύτερη κατανομή του εισοδήματος (αν και όχι καλύτερη κατανομή της οικονομικης δύναμης) σε σχέση με άλλες χώρες παρόμοιου επιπέδου ανάπτυξης.

 

Όταν έγινε φανερή η αποτυχια του συγκεντρωτικού σχεδιασμού, μαρξιστές οικονομολόγοι όπως ο Ernest Mandel[59] πρότειναν μια μορφή «δημοκρατικού συγκεντρωτικού σχεδιασμού», ο οποίος, σε μια μεταβατική φάση, συνδυάζει την εργατική αυτοδιαχείριση και το κράτος, έως ότου το κράτος –κατά την κλασική μαρξιστική αντίληψη– «μαραθει». Εντούτοις, αυτή η μορφή σχεδιασμού εξακολουθεί να υποφέρει από το πρόβλημα ότι αγνοεί τη διαλεκτική του κρατισμού. Με άλλα λόγια, αγνοεί το γεγονός ότι οι γραφειοκράτες που ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό δεν μπορούν να εμποδιστούν, μέσα σ’ ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο, από το να θεσμίσουν, επίσημα ή ανεπίσημα, σημαντικά προνόμια για τους ίδιους, δημιουργώντας  ισχυρά συμφέροντα που, τελικά, αντι να διαβρώσουν τους κρατικους θεσμους διαβρωνουν την  αυτοδιαχείριση.

 

Σήμερα, οι μαρξιστές προσπαθούν να διαχωρίσουν το σοσιαλισμό (με την έννοια της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής) από το σχεδιασμό και προτείνουν διάφορες μορφές «κοινωνικής αγοράς», ή «σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς», όπως είδαμε στο δεύτερο κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, ορισμένοι από αυτούς, όπως οι εκδότες της γαλλικής μαρξιστικής επιθεώρησης Actuel Marx, προχωρούν περαιτέρω και υποστηριζουν οτι υπαρχει μια άμεση σχεση μεταξύ της υιοθέτησης του συγκεντρωτικού σχεδιασμού στην Ανατολική Ευρώπη, (η οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, έγινε «αναπόφευκτη» από τη στιγμή που καταργήθηκε η αγορά), και του ολοκληρωτικού χαρακτήρα αυτών των καθεστώτων. Για αυτούς, «το σοσιαλιστικό πρόταγμα δεν έχει να κάνει με την κατάργηση των εμπορευματικών σχέσεων, αλλά με την εξάλειψη των ταξικών σχέσεων».[60] Με τον τρόπο αυτό, οι σύγχρονοι μαρξιστές, προτείνοντας μια σύνθεση της οικονομίας της αγοράς, (και όλων όσων αυτή συνεπάγεται), με τον «κοινωνικό» έλεγχο των μέσων παραγωγής (ο οποίος στο πλαίσιο της αγοράς θα εξυπηρετεί ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι σε μια οικονομία συγκεντρωτικού σχεδιασμού το μερικό συμφέρον), καταλήγουν με προτάσεις που συνιστούν μια σύνθεση των χειρότερων στοιχείων της οικονομίας της αγοράς και του «σοσιαλισμού»!

 

Συμμετοχικός σχεδιασμός και ελευθερία επιλογής
 

Ο μηχανισμός δημοκρατικού σχεδιασμού πρέπει επομένως να είναι αποκεντρωτικός. Ένας προφανής τρόπος για την αποκέντρωση του σχεδιασμού είναι μέσω κάποιας «σύνθεσης» της αγοράς και του σχεδιασμού. Αυτός ο τύπος προσέγγισης προτείνεται από τους υποστηρικτές της «κοινωνίας των πολιτών». Έτσι, συμφωνα με υποστηρίκτρια της προσέγγισης αυτής που αντικείμενο της ερευνάς της είναι οι «νέες μορφές δημοκρατίας», το πραγματικό ζήτημα για την οικονομική δημοκρατία είναι εάν «υπάρχουν μηχανισμοί οικονομικού συντονισμού και ρύθμισης που επιτρέπουν ένα στοιχείο ανταγωνισμού μεταξύ των αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων και οι οποίοι, ταυτόχρονα, προωθούν κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, που εγείρονται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, στη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων».[61] Εντούτοις, αυτό που εννοεί η συγγραφέας με τον όρο «δημοκρατικές διαδικασίες» δεν έχει τίποτα να κάνει με την πολιτική και οικονομική δημοκρατία, όπως ορίζεται στο βιβλίο αυτό. Αυτό που εννοεί, όπως γίνεται φανερό από τα εγκώμια που περιέχει το βιβλίο της για τα «νέα οικονομικά δίκτυα» (συνδικαλιστικές επιτροπές, προγράμματα για την υγεία και την ασφάλεια, πρωτοβουλίες για ένα δίκαιο και κοινωνικά υπεύθυνο εμπόριο, κινήματα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων κ.λ.π.) είναι «η κοινωνικοποίηση της αγοράς, όχι μέσω του κράτους, αλλά μέσω μηχανισμών που εντάσσονται σε ανεξάρτητες δημοκρατικές ενώσεις, οι οποίες διαθέτουν και μοιράζονται την απαιτούμενη πρακτική γνώση».[62]

 

Η λογική που υπάρχει πίσω από την πρόταση αυτή είναι ότι κάθε κοινωνία σπάνεως αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα εκδημοκρατισμού της γνώσης και ιδιαίτερα της οικονομικής γνώσης, αυτό δηλαδή που οι οικονομολόγοι ονομάζουν συνήθως πρόβλημα της «ροής των πληροφοριών». Ο Hayek, o Mises και άλλοι οικονομολόγοι της δεξιάς έχουν από καιρό υποστηρίξει την θέση ότι η  σοσιαλιστική οικονομία σχεδιασμού  είναι ανέφικτη, με βάση το επιχείρημα ότι, εξαιτίας της φύσης της οικονομικής γνώσης, κανένα διοικητικό σύστημα δεν μπορεί να κατέχει όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική λήψη αποφάσεων στο οικονομικό επίπεδο. Όπως το θέτει ο Hayek:

Το οικονομικό πρόβλημα της κοινωνίας δεν είναι απλώς ενα πρόβλημα καταμερισμού των «δεδομένων» πόρων…είναι πρόβλημα χρησιμοποίησης μιας γνώσης την οποία δεν διαθέτει κανένας στην ολότητά της.[63]

Ο Hayek καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο η ελεύθερη αγορά, μέσω ενός μηχανισμού τιμών που θα παρείχε σωστές ενδείξεις για τις ελλείψεις και τις επιθυμίες, θα μπορούσε  να παράγει αποτελεσματικά τις απαιτούμενες πληροφορίες. Στην πραγματικότητα, η υποτιθέμενη αποτελεσματικότητά της αγοράς είναι αυτή που, σύμφωνα με τον Hayek, την ανέδειξε ως ένα «αυθόρμητο» προϊόν του πολιτισμού. 

 

Με δεδομένη την ανάλυση του πρώτου μέρους του βιβλίου, δεν χρειάζεται προφανώς να ασχοληθούμε εδώ με τις ιστορικές διαστρεβλώσεις του Hayek[64] για την «αυθόρμητη» ανάπτυξη των αγορών, ούτε με τον γελοίο ισχυρισμό ότι οι παράγοντες που ευθύνονται για την ‘διαστρέβλωση’ των τιμών της αγοράς είναι οι κρατικές ρυθμίσεις και οι κοινωνικοί έλεγχοι και όχι η ενυπάρχουσα τάση σε κάθε οικονομία της αγοράς για συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης, η οποία στη συνέχεια δημιουργεί την ανάγκη κοινωνικών ελέγχων για τον περιορισμό της. Εάν, όπως προσπάθησα να δείξω, τόσο ο συγκεντρωτικός σχεδιασμός όσο και η οικονομία της αγοράς οδηγούν αναπόφευκτα στη συγκέντρωση δύναμης, τότε ούτε ο πρώτος ούτε η δεύτερη μπορούν να παράγουν  τις ροές πληροφοριών και  τα κίνητρα που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική λειτουργία οποιουδήποτε οικονομικού συστήματος. Επομένως, μόνο μέσα από γνήσιες δημοκρατικές διαδικασίες, όπως αυτές που συνεπάγεται μια περιεκτική δημοκρατία, είναι δυνατή η αποτελεσματική επίλυση τέτοιου είδους προβλημάτων.

 

Παρόλα’ αυτά, οι κρατιστές σοσιαλιστές που υποστηρίζουν την τάση της «κοινωνίας των πολιτών», αναγνωρίζοντας αυτό το πρόβλημα της γνώσης, καταλήγουν με προτάσεις για τη δημιουργία ανεξάρτητων από το κράτος δημοκρατικών οργανισμών και για την «κοινωνικοποίηση» της αγοράς «μέσω μιας δημόσιας διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών, στην οποία κεντρική θέση θα κατέχουν κοινωνικοί και περιβαλλοντικοί προβληματισμοί».[65] Με άλλα λόγια, παραγνωρίζοντας ολόκληρη τη μέχρι σήμερα ιστορία, εξακολουθούν ακόμα να προτείνουν την «κοινωνικοποίηση» της οικονομίας της αγοράς! Εντούτοις, όπως θα δειχτεί παρακάτω, είναι δυνατό να φανταστούμε μια γνήσια δημοκρατική διαδικασία λήψης των οικονομικών αποφάσεων, ένα σύστημα δηλαδή που θα μπορούσε να συνδυάζει το σχεδιασμό και την δημοκρατία, από τη μια μεριά, με την ελευθερία επιλογής, από την άλλη. Αλλά ένα τέτοιο σύστημα θα πρέπει να απορρίψει εξαρχής αυτά που οι υποστηρικτές της «κοινωνίας των πολιτών» θεωρούν ως δεδομένα: την οικονομία της αγοράς και την «κρατικιστική» δημοκρατία.

 

Όσον αφορά τις προτάσεις της ελευθεριακής σοσιαλιστικής Αριστεράς, υπάρχουν δύο κύρια μοντέλα αποκεντρωτικού σχεδιασμού που επιχειρούν μια σύνθεση της δημοκρατίας με τον σχεδιασμό: τα μοντέλα εργατικού ελέγχου και τα μοντέλα κοινοτικού ελέγχου.

 

Όσον αφορά τα μοντέλα εργατικού ελέγχου, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι τα μοντέλα αυτά δεν είναι σε θέση να δώσουν ένα σημαντικό όραμα μιας εναλλακτικής κοινωνίας για τις σημερινές συνθήκες:

  • πρώτον, επειδή τέτοιου είδους μοντέλα εκφράζουν συνήθως μόνο το μερικό συμφέρον των εργαζομένων σε συγκεκριμένο χώρο εργασίας, και όχι το γενικό συμφέρον των πολιτών σε μια κοινότητα και

  • δεύτερον, επειδή τα μοντέλα αυτά (όπως το μοντέλο των εργατικών συμβουλίων του Καστοριάδη[66], που συνιστά ίσως την πιο εμπεριστατωμένη εκδοχή) έχουν πολύ μικρή σχέση με τις σημερινές συνθήκες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.

Γι’ αυτούς τους λόγους τα μοντέλα κοινοτικού ελέγχου προσφέρουν το καλύτερο ίσως θεσμικό πλαίσιο για την σύνθεση του εργατικού με τον κοινοτικό έλεγχο, του μερικού με το γενικό συμφέρον, της  ατομικής με την κοινωνική αυτονομία.

 

Ωστόσο, υπάρχει μια πρόσφατη πρόταση για έναν «συμμετοχικό» σχεδιασμό, ο οποίος, μολονότι δεν στηρίζεται σ’ ένα μοντέλο κοινοτικού ελέγχου, θα μπορουσε  να ισχυριστεί  ότι εκφράζει το γενικό παρά το μερικό συμφέρον. Έτσι, οι Michael Albert και  Robin Hahnel[67] διατύπωσαν ένα λεπτομερές μοντέλο συμμετοχικού σχεδιασμού, στο οποίο ο καταμερισμός των οικονομικών πόρων συντελείται από δύο είδη συμβουλίων: τα συμβούλια εργατών και τα συμβούλια καταναλωτών. Τα συμβούλια αυτά, που λειτουργούν σε διάφορα επίπεδα (από το επίπεδο της γειτονιάς μέχρι και το εθνικό επίπεδο), καθορίζουν την παραγωγή και την κατανάλωση αντίστοιχα, μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία σχεδιασμού, η οποία ξεκινά με τον κάθε πολίτη να διαμορφώνει τα ατομικά του σχέδια για την εργασία και την κατανάλωση. Τα ατομικά αυτά σχέδια κατόπιν συναθροίζονται και αναπροσαρμόζονται, μέσα από μια διαδικασία συνεχών «διαβουλεύσεων», στα διάφορα επίπεδα σχεδιασμού.

 

Παρόλα αυτά, μολονότι ο συμμετοχικός σχεδιασμός συνιστά πράγματι μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με το συνήθη τύπο σοσιαλιστικού σχεδιασμού και διασφαλίζει πράγματι έναν υψηλό βαθμό αποκέντρωσης, θα μπορούσε να εγείρει κανείς σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσο είναι εφικτός αλλά και επιθυμητός.

 

 Όσον αφορά πρώτον το εφικτό αυτού του τύπου σχεδιασμού, το πρόβλημα που ανακύπτει αφορά επίσης κάθε είδος δημοκρατικού σχεδιασμού που  βασίζεται μόνο στο Πλάνο. Κάθε τέτοιος σχεδιασμός ενέχει αναγκαστικά έναν αυθαίρετο και αναποτελεσματικό τρόπο πρόβλεψης των μελλοντικών αναγκών. Με άλλα λόγια οδηγεί στο πρόβλημα της ροής των πληροφοριών, το οποίο γίνεται ιδιαίτερα κρίσιμο όσον αφορά τις μη βασικές ανάγκες. Η ιδέα  που προτείνεται από τους υποστηρικτές μιας οικονομίας που στηρίζεται αποκλειστικά στο Πλάνο, συμπεριλαμβανομένων των Albert και Hahnel, ότι μπορούμε πολύ εύκολα να ανακαλύψουμε τις ανάγκες των ανθρώπων «ρωτώντας τους απλώς τί θέλουν», στην πραγματικότητα, όπως έχουν τονίσει ο Paul Auerbach και άλλοι, «έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εμπειρία δεκαετιών, τόσο σε σχέση με το σχεδιασμό στην Ανατολική Ευρώπη, όσο και σε σχέση με το μάρκετινγκ στη Δύση».[68]

 

Ακόμα πιο σοβαρές είναι οι επιφυλάξεις σε σχέση με το κατά πόσον είναι επιθυμητό ένα τέτοιο μοντέλο. Και αυτό, όχι μόνο επειδή το μοντέλο αυτό διακρίνεται από μια πολύ έντονα γραφειοκρατική δομή, που εύστοχα χαρακτηρίστηκε ως «συμμετοχική γραφειοκρατία», η οποία, σε συνδυασμό με τους πολυάριθμους ελέγχους που προτείνονται για τον περιορισμό της καταναλωτικής ικανότητας των πολιτών, «θα προετοίμαζε το έδαφος για τη διαιώνιση ή την επανεμφάνιση του κράτους»[69]. Αλλά και επειδή, κατά την άποψή μου, συνεπάγεται ένα σοβαρό περιορισμό της ατομικής αυτονομίας γενικά και της ελευθερίας επιλογής ειδικότερα.

 

Αυτό γίνεται φανερό, για παράδειγμα, από τις αρχές που, σύμφωνα με τους συγγραφείς, θα έπρεπε να διέπουν τη λήψη των αποφάσεων σχετικά με την κατανάλωση. Κυρίαρχη θέση μεταξύ των τριών αρχών που αναφέρονται είναι ότι:

οι ατομικές αποφάσεις σε σχέση με την κατανάλωση θα είναι αντικείμενο συλλογικής κριτικής (η έμφαση των συγγραφέων) από τα άλλα μέλη του συμβουλίου, με ιδιαίτερες εγγυήσεις όσον αφορά τη διαφύλαξη των ατομικών ελευθεριών και της μυστικότητας.[70]

Παρόλο που ο όρος σχετικά με τις «εγγυήσεις» αποτελεί μια φανερή προσπάθεια από την πλευρά των συγγραφέων να εξαλείψουν οποιαδήποτε υπόνοια μαοϊκού ολοκληρωτισμού, το νόημα της αρχής αυτής είναι σαφές. Κατά τη γνώμη μου, η αιτία αυτού του υπολανθάνοντος ολοκληρωτισμού είναι το γεγονός, πρώτον, ότι το εν λόγω μοντέλο δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ βασικών αναγκών (οι οποίες πρέπει προφανώς να ικανοποιούνται πλήρως), και  μη βασικών αναγκών, (οι οποίες σε μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να αφήνονται στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών) και, δεύτερον, ότι στηρίζεται αποκλειστικά στο Πλάνο για τον καταμερισμό των οικονομικών πόρων. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι συγγραφείς καταλήγουν σ’ ένα σύστημα όπου η κατανάλωση, η παραγωγή και ο φόρτος εργασίας κάθε πολίτη πρέπει, σε τελική ανάλυση, να συμμορφώνεται με το «μέσο όρο»:

Εάν οι καταναλωτικές επιθυμίες κάποιου ατόμου υπερβαίνουν το μέσο όρο, τα άλλα μέρη του συμβουλίου θα μπορούσαν να τις υποβάλλουν σε έλεγχο και εάν οι απαντήσεις  δεν ήταν πειστικές, θα μπορούσε να του ζητηθεί να τις μετριάσει.[71]

Ερχόμενοι τώρα στα μοντέλα κοινοτικού ελέγχου, η κύρια πρόσφατη πρόταση για μια κοινωνία βασισμένη στην κοινότητα είναι η πρόταση του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού. Εντούτοις, οι προτάσεις του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού δεν παρέχουν ένα μηχανισμό καταμερισμού των οικονομικών πόρων, ο οποίος, στο θεσμικό πλαίσιο μιας οικονομίας χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά, θα εξασφάλιζε, σε συνθήκες σπάνεως, τόσο την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών όσο και την ελευθερία επιλογής. Οι προτάσεις του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού συνήθως προϋποθέτουν μια κοινωνία μετα-σπάνεως, στην οποία ένας μηχανισμός καταμερισμού των οικονομικών πόρων είναι περιττός. Έτσι, ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν επισημαίνει ότι:

Η συνομοσπονδιακή οικολογική κοινωνία θα είναι μια ‘συμμεριστικη’ κοινωνία , η οποία θα βασίζεται στην ευχαρίστηση που αισθάνεται κανείς όταν οι κοινότητες μοιράζονται τα αγαθά σύμφωνα  με τις ανάγκες τους, και όχι  μια κοινωνία στην οποία «συνεταιριστικές» καπιταλιστικές κοινότητες θα βουλιάζουν στο πάρε-δώσε των σχέσεων ανταλλαγής.[72]

Από την άλλη μεριά, ορισμένοι υποστηρικτές του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού φαίνεται ότι προϋποθέτουν μια «κοινωνία σπάνεως» και υποστηρίζουν ένα μηχανισμό καταμερισμού των οικονομικών πόρων που βασίζεται στο δημοκρατικό σχεδιασμό. Έτσι, ο Howard Hawkins υποστηρίζει ότι:

Μολονότι πρέπει να διασφαλιστεί η αυτοδιαχείριση των καθημερινών λειτουργιών από τους εργαζόμενους σε κάθε χώρο εργασίας, η βασική οικονομική πολιτική που αφορά τις ανάγκες, τη διανομή, τη διάθεση του πλεονάσματος, την τεχνολογία, την κλίμακα παραγωγής και την οικολογία θα πρέπει να χαράσσεται απ’ όλους του πολίτες. Εν ολίγοις, ο εργατικός έλεγχος θα πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο του κοινοτικού ελέγχου και τελικά να είναι υπόλογος σ’ αυτόν.[73]

Εντούτοις, ένα τέτοιο μοντέλο, μολονότι μπορεί να διασφαλίζει μια σύνθεση της δημοκρατίας με το σχεδιασμό, δεν εξασφαλίζει κατ’ ανάγκη και την ελευθερία επιλογής. Στην πραγματικότητα, όλα τα μοντέλα δημοκρατικού σχεδιασμού (είτε εργατικού, είτε κοινοτικού ελέγχου), τα οποία δεν επιτρέπουν κάποιο είδος σύνθεσης των μηχανισμών της αγοράς και του σχεδιασμού, δεν είναι σε θέση να παρέχουν ένα σύστημα αποτελεσματικής άσκησης της ελευθερίας επιλογής. Το ζήτημα επομένως είναι πώς μπορούμε να επιτύχουμε μια σύνθεση του δημοκρατικού σχεδιασμού και της ελευθερίας επιλογής, χωρίς να καταφύγουμε σε μια πραγματική αγορά, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε όλα τα προβλήματα που συνεπάγεται ο καταμερισμός των οικονομικών πόρων μέσω της αγοράς. Στο επόμενο τμήμα, σκιαγραφείται ένα μοντέλο οικονομικής δημοκρατίας που συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της αγοράς (με τη μορφή μιας τεχνητής «αγοράς») με αυτά του σχεδιασμού.

 

 

6.4. Σχεδίασμα ενός μοντέλου οικονομικής δημοκρατίας

 

Το σύστημα που προτείνεται εδώ αποσκοπεί στην εκπλήρωση του διπλού στόχου:

 

1) της ικανοποίησης των βασικών αναγκών όλων των πολιτών –που προϋποθέτει ότι οι βασικές μακροοικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά και

 

2) της εξασφάλισης της ελευθερίας επιλογής –που προϋποθέτει ότι το ίδιο το άτομο παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την προσωπική του ζωή (τι δουλειά να κάνει, τι να καταναλώσει κ.λπ.).

 

Τόσο οι μακροοικονομικές αποφάσεις όσο και οι ατομικές αποφάσεις του πολίτη υλοποιούνται μέσα από ένα συνδυασμό του δημοκρατικού σχεδιασμού και μιας τεχνητής «αγοράς». Αλλά, ενώ στις «μάκρο» αποφάσεις θα δίνεται έμφαση στο σχεδιασμό, στις ατομικές αποφάσεις θα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η έμφαση θα δίνεται στην «τεχνητή» αγορά.

 

Έτσι, το σύστημα αποτελείται από δύο βασικά στοιχεία:

  • Το στοιχείο «αγοράς», που ενέχει τη δημιουργία μιας τεχνητής «αγοράς», η οποία θα εξασφαλίζει την πραγματική ελευθερία επιλογής, χωρίς όμως να επιφέρει τα αρνητικά αποτελέσματα που συνδέονται με τις πραγματικές αγορές.

  • Το στοιχείο σχεδιασμού, που ενέχει τη δημιουργία μιας διαδικασίας δημοκρατικού σχεδιασμού και ροής πληροφοριών μεταξύ των συνελεύσεων των πολιτών σε όλα τα επίπεδα: συνελεύσεων στο χώρο εργασίας,  δημοτικών συνελεύσεων, περιφερειακών συνελεύσεων και συνομοσπονδιακής συνέλευσης.

Ο ακρογωνιαίος λίθος του προτεινόμενου μοντέλου, ο οποίος συνιστά επίσης το βασικό στοιχείο που το διαφοροποιεί από τα σοσιαλιστικά μοντέλα σχεδιασμού, είναι ότι προϋποθέτει ρητά μια οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και  αγορά (πράγμα που αποκλείει τη θεσμοποίηση των προνομίων κάποιων τμημάτων της κοινωνίας, καθώς και την ιδιωτική συσσώρευση πλούτου) η οποία όμως δεν θεμελιώνεται σε μια μυθική κατάσταση μετα-σπάνεως. Με λίγα λόγια, ο καταμερισμός των οικονομικών πόρων γίνεται, κατά πρώτον, στη βάση των συλλογικών αποφάσεων των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τα κοινοτικά και συνομοσπονδιακά πλάνα, και, κατά δεύτερον, στη βάση των ατομικών επιλογών των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από ένα σύστημα διατακτικών.

 

Οι κυριότερες παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το μοντέλο έχουν ως εξής:
 

  • Η δημοτική συνέλευση αποτελεί το ανώτατο όργανο διαμόρφωσης πολιτικής σε κάθε αυτοδύναμη κοινότητα
  • Οι συνομοσπονδιοποιημενες κοινότητες συντονίζονται μέσω των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών εκτελεστικών συμβουλίων, τα οποία αποτελούνται από ανακλητούς και κυκλικά εναλλασσόμενους εντολοδόχους τους οποίους διορίζουν οι αντίστοιχες συνελεύσεις (περιφερειακές συνελεύσεις/ συνομοσπονδιακή συνέλευση)
  • Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές/παραγωγικά μέσα  ανήκουν στους δήμους  και παραχωρούνται στους εργαζόμενους κάθε παραγωγικής μονάδας με  μακροπρόθεσμα συμβόλαια
  • Στόχος της παραγωγής δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η ικανοποίηση, πρωταρχικά, των βασικών αναγκών των πολιτών, καθώς και εκείνων από τις μη βασικές ανάγκες για τις οποίες οι πολίτες εκφράζουν την επιθυμία να προσφέρουν την απαιτούμενη εργασία προς ικανοποίηση τους.

 

Το γενικό κριτήριο της κατανομής των οικονομικών πόρων δεν είναι η αποτελεσματικότητα, όπως ορίζεται σήμερα με στενά τεχνο-οικονομικά κριτήρια. Η αποτελεσματικότητα θα πρέπει να οριστεί εκ νέου ώστε να σημαίνει αποτελεσματικότητα στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι μόνο των επιθυμιών που υποστηρίζονται με χρήμα. Εντούτοις, αυτό εγείρει περαιτέρω ερωτήματα που αναφέρονται στην έννοια των αναγκών, την ιεράρχηση τους και, τέλος, στο ερώτημα πώς μπορεί να διασφαλιστεί η πραγματική ελευθερία επιλογής στη διαδικασία ικανοποίησης των αναγκών.

 

Όσον αφορά την έννοια των αναγκών, είναι σημαντικό να κάνουμε μια σαφή διάκριση,  μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, από τη μια μεριά, και μεταξύ αναγκών και  μέσων ικανοποίησής τους (satisfiers)  από την άλλη[74]. Και οι δυο αυτές διακρίσεις είναι σημαντικές για τη διασάφηση της έννοιας της ελευθερίας  επιλογής σε μια περιεκτική δημοκρατία.

 

Όσον αφορά, πρώτα, τη διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, είναι σαφές ότι οι ρητορείες στη Δύση περί ελευθερίας επιλογής είναι κενές νοήματος. Στην οικονομία της αγοράς, μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι του πληθυσμού της γης είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις όποιες πραγματικές ή φανταστικές «ανάγκες» έχει, εξαντλώντας σπάνιες πλουτοπαραγωγικές πηγές και καταστρέφοντας τα οικοσυστήματα. Αντίθετα, η πλειονότητα των ανθρώπων στον πλανήτη δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Όμως, η ελευθερία επιλογής δεν έχει νόημα, παρά μόνο εάν έχουν ήδη ικανοποιηθεί οι βασικές ανάγκες.

 

Εντούτοις, το τι συνιστά βασική ανάγκη και το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ικανοποιηθεί είναι κάτι που δεν μπορεί να προσδιοριστεί «αντικειμενικά». Επομένως, από τη δημοκρατική σκοπιά που υποστηρίζεται στο βιβλίο αυτό, δεν υπάρχει λόγος να εμπλακεί κανείς στη διαμάχη ανάμεσα στις καθολικιστικές (universalist) και τις σχετικιστικές προσεγγίσεις στο ζήτημα των αναγκών.[75] Στο πλαίσιο μιας περιεκτικής δημοκρατίας, το τι συνιστά ανάγκη, βασική ή μη, είναι κάτι που μπορεί να καθοριστεί μόνο από τους ίδιους τους πολίτες με δημοκρατικό τρόπο. Συνεπώς, η διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών εισάγεται εδώ, επειδή πιστεύουμε ότι οι δυο αυτοί τομείς αναγκών πρέπει να λειτουργούν με βάση διαφορετικές αρχές. Ο τομέας των «βασικών αναγκών» πρέπει να λειτουργεί με βάση την κομμουνιστική αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Από την άλλη μεριά, δεχόμαστε ότι ο τομέας των μη βασικών αναγκών μπορεί να λειτουργεί στη βάση μιας τεχνητής αγοράς, η οποία εξισορροπεί τη ζήτηση με την προσφορά κατά τρόπο που εξασφαλίζει τη κυριαρχία τόσο των καταναλωτών όσο και των παραγωγών.

 

Όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ αναγκών και μέσων ικανοποίησής τους, ο λόγος που  υιοθετούμε αυτή τη διάκριση δεν είναι το σύνηθες επιχείρημα ότι μας επιτρέπει να θεωρούμε τις βασικές ανάγκες ως πεπερασμένες, λίγες και ταξινομήσιμες που βασικά παραμένουν οι ίδιες σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Μολονότι είναι πιθανό ότι αυτό που αλλάζει διαχρονικά και διατοπικά δεν είναι οι ανάγκες αυτές καθαυτές, αλλά τα μέσα ικανοποίησής τους, η διάκριση υιοθετείται εδώ επειδή είναι χρήσιμη για τη διασάφηση της έννοιας της ελευθερίας επιλογής. Σήμερα, υπάρχουν συνήθως περισσότεροι από ένας τρόποι παραγωγής ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας για την ικανοποίηση συγκεκριμένης ανθρώπινης ανάγκης, ακόμα κι αν είναι βασική (είδη ρουχισμού κ.τ.λ.). Επομένως, η ελευθερία επιλογής θα πρέπει να εφαρμόζεται τόσο σε σχέση με τις βασικές όσο και τις μη βασικές ανάγκες. Στην πραγματικότητα, μια απόφαση άμεσης προτεραιότητας που θα πρέπει τακτικά να λαμβάνουν οι συνελεύσεις των πολιτών σε μια περιεκτική δημοκρατία αφορά ακριβώς την ποσότητα και την ποιότητα των μέσων ικανοποίησης των βασικών αναγκών. Ωστόσο, το ποιο είναι το καλύτερο μέσο κάλυψης μιας συγκεκριμένης ανάγκης είναι κάτι που θα πρέπει να καθορίζεται ατομικά από τον κάθε πολίτη, στην άσκηση της ελευθερίας του να επιλέγει.

 

Αλλά, πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε αποτελεσματικές ροές πληροφοριών για τις ατομικές ανάγκες; Η ιδέα που διερευνάται εδώ ενέχει το συνδυασμό μιας διαδικασίας  δημοκρατικού σχεδιασμού και ενός συστήματος διατακτικών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την  κάλυψη βασικών και μη βασικών  αναγκών . Έτσι, μπορούμε να φανταστούμε τη δημιουργία ενός συστήματος στο οποίο υπάρχουν δύο κύριοι τύποι διατακτικών: οι Βασικές Διατακτικές (ΒΔ) και οι Μη Βασικές Διατακτικές (ΜΒΔ). Και οι δυο τύποι διατακτικών εκδίδονται σε προσωπική βάση, έτσι ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γενικό μέσο ανταλλαγής και συσσώρευσης, όπως το χρήμα.

 

Η κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών στη συνομοσπονδία

 

Οι Βασικές Διατακτικές χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Οι διατακτικές αυτές, που είναι προσωπικές και εκδίδονται για λογαριασμό της συνομοσπονδίας, εξουσιοδοτούν κάθε πολίτη να ικανοποιεί, μέχρι ενός ορισμένου επιπέδου, εκείνες τις ανάγκες του που έχουν χαρακτηριστεί ως βασικές. Οι διατακτικές αυτές δεν προκαθορίζουν τα συγκεκριμένα μέσα ικανοποίησής τους, έτσι ώστε να κατοχυρώνεται η δυνατότητα επιλογής. Ακόμη, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι το επίπεδο ικανοποίησης των βασικών αναγκών των πολιτών θα είναι το ίδιο σ’ ολόκληρη τη συνομοσπονδία, το τι συνιστά βασική ανάγκη, καθώς και το επίπεδο ικανοποίησης της, αποτελούν ζητήματα που θα πρέπει να καθορίζονται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση, με βάση τις αποφάσεις των κοινοτικών συνελεύσεων και τους διαθέσιμους πόρους στη συνομοσπονδία.

 

Ο συνολικός αριθμός των ΒΔ που θα διανέμονται καθορίζεται με βάση κριτήρια που ικανοποιούν τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης στο συνομοσπονδιακό επίπεδο.

 

Έτσι, όσον αφορά τη ζήτηση, οι υπεύθυνοι για την επεξεργασία του συνομοσπονδιακού πλάνου θα μπορούσαν να εκτιμήσουν το μέγεθος και τη διάρθρωσή της με βάση:

  • τον πληθυσμό της συνομοσπονδίας,

  • το προκαθορισμένο επίπεδο ικανοποίησης των «βασικών αναγκών» για κάθε κατηγορία πολιτών, 

  • τις «εκπεφρασμένες προτιμήσεις» των καταναλωτών σε σχέση με τα μέσα ικανοποίησης των αναγκών, όπως οι προτιμήσεις αυτές εκδηλώνονται από τον αριθμό των διατακτικών που είχαν χρησιμοποιηθεί για κάθε παρόμοιο μέσο στο παρελθόν.

Όσον αφορά την προσφορά, οι σχεδιαστές του πλάνου θα μπορούσαν να εκτιμήσουν, με βάση τεχνολογικούς μέσους όρους, το επίπεδο και διάρθρωση της παραγωγής, καθώς και τους απαιτούμενους οικονομικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένης  της ποσότητας προσωπικής εργασίας που θα πρέπει να προσφέρει ο κάθε πολίτης. Έτσι, το κάθε ικανό προς εργασία μέλος της κοινότητας θα πρέπει να προσφέρει, σε κάποια δραστηριότητα της προτίμησής του, έναν αριθμό «βασικών» ωρών κάθε εβδομάδα, ώστε να παραχθούν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών της συνομοσπονδίας.

 

Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές θα μπορούσαν να καταρτιστούν προκαταρκτικά πλάνα, και η συνομοσπονδιακή συνέλευση θα μπορούσε να επιλέξει, στη βάση των αποφάσεων των κοινοτικών συνελεύσεων και των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας, το σχέδιο που θα τεθεί σ’ εφαρμογή, καθώς και τους απαιτούμενους για την εφαρμογή του πόρους. Σε κάθε πολίτη χορηγείται ένας αριθμός ΒΔ, ανάλογα με την ειδική «κατηγορία ανάγκης» στην οποία ανήκει. Η συνομοσπονδιακή συνέλευση επομένως πρέπει να ταξινομήσει τις βασικές ανάγκες για κάθε τμήμα του πληθυσμού, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, όπως το φύλο, η ηλικία, οι ειδικές ανάγκες κτλ. Είναι αυτονόητο ότι στις περιπτώσεις στις οποίες η «αντικειμενική» αυτή διάθεση των ΒΔ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να κάνουν τις κατάλληλες προσαρμογές.

 

Όσον αφορά τη φροντίδα για τις ανάγκες των ηλικιωμένων, των ανηλίκων και των ανήμπορων, οι κατηγορίες αυτές πολιτών έχουν τα ίδια δικαιώματα πάνω στις ΒΔ με οποιονδήποτε άλλο πολίτη της συνομοσπονδίας. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το προτεινόμενο σχήμα θα αποτελεί το πιο ευρύ σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που έχει υπάρξει ποτέ, αφού θα καλύπτει όλες τις βασικές ανάγκες όσων δεν μπορούν δουλέψουν, σύμφωνα πάντα με τον ορισμό που θα δίνει στις βασικές ανάγκες η συνομοσπονδιακή συνέλευση.  Η ίδια  συνέλευση θα μπορεί να αποφασίζει εάν, πέρα από τις ΒΔ, θα διατίθενται και ΜΒΔ σ’ όσους δεν μπορούν να δουλέψουν. Όσον αφορά τη προσφορά των υπηρεσιών αυτών, αν υποθέσουμε ότι η φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ανήμπορων κτλ κατατάσσεται στις βασικές ανάγκες, (όπως θα πρέπει άλλωστε να συμβαίνει), τότε κάθε μέλος της κοινότητας θα πρέπει να εμπλέκεται στην παροχή παρόμοιων υπηρεσιών (για τις οποίες θα δικαιούται ΒΔ) –πράγμα που θ αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα για την επέκταση της περιεκτικής δημοκρατίας στο νοικοκυριό.
 

Η κάλυψη των μη βασικών αναγκών

 

Οι μη βασικές διατακτικές χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση των μη βασικών αναγκών (κατανάλωση μη στοιχειωδών αγαθών και υπηρεσιών), καθώς και για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών πέραν του προκαθορισμένου από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση επιπέδου. Οι ΜΒΔ είναι προσωπικές, όπως και οι ΒΔ, αλλά εκδίδονται για λογαριασμό της κάθε κοινότητας και όχι της συνομοσπονδίας. Η προσωπική εργασία των πολιτών πάνω από τον καθορισμένο αριθμό «βασικών» ωρών είναι εθελοντική και τους εξουσιοδοτεί σε ΜΒΔ, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν  στην ικανοποίηση μη βασικών αναγκών τους. Ενώ όμως σ’ ό,τι αφορά στις βασικές ανάγκες δεν θα πρέπει να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στο βαθμό ικανοποίησής τους, έτσι ώστε να καλύπτονται ισότιμα οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών της συνομοσπονδίας (όπως θα πρέπει να συμβαίνει σε μια οικονομική δημοκρατία), δεν υπάρχουν αντίστοιχοι λόγοι που να υπαγορεύουν μια αντίστοιχη ισότιμη ικανοποίηση των μη βασικών αναγκών σε συνομοσπονδιακό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, η από μέρους της κοινότητας κάλυψη των μη βασικών αναγκών θα πρέπει να θεωρηθεί ως επέκταση της ατομικής ελευθερίας επιλογής των πολιτών. Συνεπώς, αν σε μια συγκεκριμένη κοινότητα οι πολίτες επιθυμούν να δουλέψουν περισσότερο ή λιγότερο για την παραγωγή μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών, θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να το κάνουν.

 

Εντούτοις, το σύστημα θα πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο οργανωμένο, ώστε οι διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων όσον αφορά την κατανάλωση μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών να αντανακλούν μόνο διαφορές στην καταβληθείσα εργασία και όχι στη γεωγραφική κατανομή των φυσικών πόρων. Μια βασική αρχή σε σχέση με το ζήτημα αυτό είναι ότι τα οφέλη από τους συνομοσπονδιακούς  φυσικούς πόρους, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη γεωγραφική τους τοποθεσία,  θα πρέπει να διανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των κοινοτήτων και των περιφερειών της συνομοσπονδίας, Η αρχή αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται τόσο σε σχέση με τις βασικές ανάγκες όσο και σε σχέση με τις μη βασικές, έτσι ώστε να μη δημιουργούνται άλλες ανισότητες  μεταξύ των περιφερειών, πέρα από αυτές που έχουν να κάνουν με τις καταβληθείσες ώρες εργασίας.

 

Με την τεχνολογική πρόοδο θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι οι  μη βασικές ανάγκες θα γίνεται όλο και περισσότερο σημαντικές στο μέλλον –γεγονός που επιβεβαιώνεται από στατιστικές μελέτες με βάση τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα, οι οποίες δείχνουν μια καθαρή τάση κορεσμού των βασικών αναγκών.[76] Αντίστοιχα, οι αμοιβές θα παίρνουν όλο και περισσότερο τη μορφή των ΜΒΔ. Ανακύπτει λοιπόν ένα διπλό οικονομικό πρόβλημα σε σχέση με τις ΜΒΔ. Πρώτον, χρειαζόμαστε ένα δίκαιο μέτρο ανταμοιβής της μη βασικής εργασίας και, δεύτερο, χρειαζόμαστε ένα μέτρο αξιολόγησης των μη βασικών αγαθών/υπηρεσιών, το οποίο να εξασφαλίζει  ισορροπία μεταξύ προσφοράς και  ζήτησής στο κοινοτικό επίπεδο. Η κλασική λύση η οποία εκφράζει την αξία των αγαθών και  υπηρεσιών με όρους ωρών εργασίας (που προτάθηκε, μεταξύ άλλων, από τον Προυντόν και τον Μαρξ), πέρα από το γεγονός ότι δημιουργεί κάθε είδους προβλήματα σε σχέση με την ισοδυναμία των διάφορων τύπων εργασίας, τη «μετατροπή» των εργαλείων και του χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού σε ώρες εργασίας κ.λ.π., είναι, επίσης, θεμελιακά ασύμβατη με μια ελευθεριακή κοινωνία[77]. Ακόμη, όπως θα συζητηθεί παρακάτω, είναι ασύμβατη με ένα σύστημα καταμερισμού των οικονομικών πόρων που βασίζεται στην ελευθερία επιλογής.

 

Θα πρότεινα συνεπώς ότι, προκειμένου να αποφευχθούν τα προβλήματα αυτά και την ίδια στιγμή να επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που να ικανοποιεί τα κριτήρια δικαιοσύνης, θα έπρεπε να εισαχθεί ένα είδος «μεριστικών αξιών» (rationing values) για την αξιολόγηση των μη βασικών αναγκών και υπηρεσιών. Ο μηχανισμός της αγοράς, όπως είναι γνωστό, αντιπροσωπεύει ένα μερισμό με βάση την τιμή και συνιστά, όπως είδαμε, τον πιο άδικο τρόπο μερισμού των σπάνιων οικονομικών πόρων, αφού στην ουσία σημαίνει μερισμό με βάση την αγοραστική δύναμη (το πορτοφόλι) του καθενός. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι μια αντιστροφή της διαδικασίας: δηλαδή, ο καθορισμός της τιμής να γίνεται με βάση το μερισμό. Με άλλα λόγια, οι τιμές, αντί να είναι η αιτία του μερισμού –όπως στο σύστημα της αγοράς– να είναι το αποτέλεσμά του. Επομένως, ενώ οι τιμές στο σύστημα της αγοράς αντανακλούν κατά βάση ελλείψεις σε σχέση μ’ ένα διαστρεβλωμένο πρότυπο κατανομής του εισοδήματος/πλουτου και λειτουργούν ως μεριστικά τεχνάσματα για να προσαρμόσουν τις ελλείψεις στο πρότυπο αυτό, στο προτεινόμενο σύστημα οι τιμές αντανακλούν ελλείψεις σε σχέση με τις επιθυμίες των πολιτών και λειτουργούν ως οδηγοί για ένα δημοκρατικό καταμερισμό των αγαθών και  υπηρεσιών.

 

Έτσι, για να υπολογίσουν οι υπεύθυνοι για το πλάνο τη «μεριστική αξία» (και κατά συνέπεια την τιμή, εκφρασμένη σε ΜΒΔ) ενός συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας, θα μπορούσαν να διαιρέσουν το σύνολο των ΜΒΔ που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου (π.χ. ενός χρόνου) για την «αγορά» κάποιου συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας, με τη συνολική παραγωγή αυτού του αγαθού ή της υπηρεσίας στο ίδιο χρονικό διάστημα. Εάν, για παράδειγμα, η συνομοσπονδιακή συνέλευση έχει καθορίσει ότι ένα κινητό τηλέφωνο δεν αποτελεί βασικό αγαθό, τότε η «τιμή» ενός κινητού μπορεί να υπολογιστεί διαιρώντας τον αριθμό των ΜΒΔ που χρησιμοποιήθηκαν τους τελευταίους δώδεκα μήνες για την «αγορά» κινητών (λ.χ. 100.000) με το συνολικό αριθμό κινητών που παράχθηκαν την ίδια περίοδο (π.χ. 1.000), δίνοντάς μας μια «τιμή» 100 ΜΒΔ για κάθε κινητό).

 

Το πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει στο σύστημα αυτό είναι μια αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης συγκεκριμένων μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, συνεχίζοντας με το παράδειγμα των κινητών, οι παραγωγοί κινητών και των εξαρτημάτων τους μπορεί να επιθυμούν να προσφέρουν μόνο έναν περιορισμένο αριθμό ωρών εργασίας πάνω από τον αριθμό «βασικών» ωρών. Στην πραγματικότητα, το ίδιο πρόβλημα μπορεί να ανακύψει ακόμα κι αν μερικοί απ’ αυτούς δεν είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν επιπρόσθετη εργασία, δεδομένου ότι  η συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα, καθώς και πολλές άλλες παραγωγικές δραστηριότητες στις σημερινές κοινωνίες, γίνονται με τη μορφή ομαδικής εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, θα τεθεί σε κίνηση το προτεινόμενο σύστημα των «τεχνητών» τιμών. Η «τιμή» των κινητών, εκφρασμένη σε ΜΒΔ, θα αυξηθεί, γεγονός που από τη μια μεριά θα συμπιέσει τη ζήτηση και από την άλλη θα προκαλέσει αύξηση στο αντίστοιχο μέγεθος της αμοιβής, προσελκύοντας  πιθανώς περισσότερη εργασία στη συγκεκριμένη δραστηριότητα και επομένως ενισχύοντας την πρόσφορα του συγκεκριμένου αγαθού. Η εργασία βέβαια συνιστά μόνο ένα μέρος των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής, γι' αυτό και η συνολική διαθεσιμότητα των υπόλοιπων μέσων που απαιτούνται για κάθε τύπο δραστηριότητας είναι κάτι που πρέπει να καθορίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από την δημοτική συνέλευση.

 

Με τον τρόπο αυτό, η παραγωγή αντικατοπτρίζει την πραγματική ζήτηση και οι κοινότητες παύουν να υπόκεινται στις ανορθολογικότητες των συστημάτων της οικονομίας της αγοράς, ή του σοσιαλιστικού συγκεντρωτικού σχεδιασμού αντίστοιχα. Έτσι, οι τεχνητές «αγορές» που προτείνονται εδώ παρέχουν το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο ώστε ο σχεδιασμός να ξεκινά από τις πραγματικές συνθήκες ζήτησης και προσφοράς (αντικατοπτρίζοντας τις πραγματικές προτιμήσεις των καταναλωτών και των παραγωγών) και όχι από τις αφηρημένες ιδέες γραφειοκρατών και τεχνοκρατών σχετικά με το ποιες είναι οι ανάγκες της κοινωνίας. Επίσης, το σύστημα αυτό μας προσφέρει τη δυνατότητα να αποφύγουμε τόσο το δεσποτισμό της αγοράς, που συνεπάγεται ο «μερισμός με βάση το πορτοφόλι», όσο και το δεσποτισμό του πλάνου, που επιβάλλει ένα συγκεκριμένο μερισμό (έστω κι αν αυτό συμβαίνει μέσω της ψήφου της πλειοψηφίας στην δημοτική συνέλευση).

 

Είναι φανερό ότι το σύστημα που προτείνεται εδώ δεν έχει σχέση με μια χρηματική οικονομία  ή με την εργασιακή θεωρία της αξίας. Και οι δύο αποκλείονται από το προτεινόμενο σχήμα: η πρώτη, επειδή το χρήμα, ή οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως απρόσωπο μέσο ανταλλαγής, δεν μπορεί να παρεμποδιστεί από το να χρησιμοποιηθεί ως μέσο συσσώρευσης πλούτουη δεύτερη, επειδή (πέρα από τα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω) δεν μπορεί να διασφαλίσει την ελευθερία επιλογής. Και αυτο, διότι ακόμη και αν δεχθούμε ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας θα μπορούσε να μας δώσει μια (μερική) ένδειξη της διαθεσιμότητας των πόρων, σίγουρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο έκφρασης των προτιμήσεων των καταναλωτών. Η αδυναμία του συγκεντρωτικού σχεδιασμού στον ‘υπαρκτό σοσιαλισμό’  να εκφράσει τις προτιμήσεις των καταναλωτών και οι συνακόλουθες ελλείψεις καταναλωτικών αγαθών  δεν ήταν καθόλου άσχετες με το γεγονός ότι ο τύπος αυτός σχεδιασμού ήταν βασισμένος σ’ ένα σύστημα τιμών που είχε βασιστεί στην εργασιακή θεωρία της αξίας.[78] Επομένως, η εργασιακή θεωρία της αξίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως  βάση για ένα σύστημα καταμερισμού των αγαθών και των υπηρεσιών που θα στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών και την ταυτόχρονη εξασφάλιση της κυριαρχίας του καταναλωτή και της ελευθερίας επιλογής. Αντίθετα, το μοντέλο που προτείνεται εδώ εισάγει ένα σύστημα μερισμού που βασίζεται, από τη μια μεριά, στις εκπεφρασμένες προτιμήσεις των καταναλωτών και, από την άλλη, στη διαθεσιμότητα των πόρων.

 

Παρόλα’ αυτά, γνωστός οικοσοσιαλιστής που συνέκρινε πρόσφατα μια προγενέστερη εκδοχή των παραπάνω προτάσεων[79] με την εργασιακή θεωρία της αξίας, δεν είχε πρόβλημα  να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «ο Φωτόπουλος προτείνει ένα σύστημα διατακτικών εργασίας (στην πραγματικότητα μια μορφή χρήματος που βασίζεται στην εργασιακή θεωρία της άξιας)… αυτό δεν αποτελεί καινούργια ιδέα, αφού είχε υπονοηθεί από τον Skinner (1948) και δοκιμαστεί στην αμερικανική κοινότητα «Walden II», στην δεκαετία του 1970».[80] Όπως γίνεται φανερό από τη δήλωσή του, ο επικριτής μου δεν έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ένα μοντέλο που βασίζεται στη χρήμα δεν είναι συμβατό με ένα σύστημα διατακτικών, όπου, όπως είχα τονίσει σ’ εκείνο το άρθρο, «[όλες οι διατακτικές] είναι ονομαστικές ούτως ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιούνται, όπως το χρήμα, σαν γενικό μέσο ανταλλαγής και συσσώρευσης πλούτου».[81] Επιπλέον, είναι φανερό σε κάθε προσεκτικό αναγνώστη ότι το προτεινόμενο σύστημα δεν έχει καμιά σχέση με την απλοϊκή περιγραφή μιας ουτοπικής κοινότητας, ή με το πρωτόγονο σχήμα των «κουπονιών εργασίας» που περιγράφεται από τον Skinner[82] –σχήμα που δεν παρέχει καμιά εξασφάλιση της ελευθερίας επιλογής, δεν κάνει διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών κλπ. Τέλος, μόνο μια τεράστια παρανόηση της πρότασής μου για την οικονομική δημοκρατία θα μπορούσε να κάνει κάποιον να βρει σ’ αυτήν ομοιότητες με το ιεραρχικό σχήμα του Walden II που εξύμνησε ο Skinner, ο οποίος εύστοχα  χαρακτηρίστηκε από τον Νόαμ Τσόμσκι ως «ένας σκαπανέας της ολοκληρωτικής σκέψης που έχει επαινεθεί για τη συνηγορία του υπέρ ενός χειραγωγημένου κοινωνικού περιβάλλοντος».[83]

Καταμερισμός εργασίας

 

Το προτεινόμενο σύστημα καταμερισμού εργασίας αντικατοπτρίζει τη βασική διάκριση που έχουμε κάνει μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών.

 

 

Καταμερισμός  εργασίας στον τομέα των βασικών αναγκών

 

Όπως σημειώσαμε παραπάνω, η κάλυψη των βασικών αναγκών αποτελεί ευθύνη της συνομοσπονδίας και όχι της κοινότητας. Κατά συνέπεια, η κατανομή των σχετικών πόρων καθορίζεται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση. Έτσι, στην περίπτωση που οι πόροι μιας κοινότητας δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, οι επιπλέον απαιτούμενοι πόροι θα πρέπει να παρέχονται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση. Είναι σαφές ότι ένα βασικό υπό-προϊόν της ρύθμισης αυτής είναι η ανακατανομή του εισοδήματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών σε πόρους κοινοτήτων.

 

Από τη στιγμή που η συνομοσπονδιακή συνέλευση υιοθετήσει κάποιο πλάνο σχετικά με το επίπεδο ικανοποίησης των βασικών αναγκών και τη συνολική κατανομή των πόρων, η δημοτική συνέλευση θα καθορίσει το είδος των εργασιακών καθηκόντων που προκύπτουν από το πλάνο αυτό, έτσι ώστε να καλύπτονται όλες οι βασικές ανάγκες της κοινότητας. Όσον αφορά το ειδικό περιεχόμενο των εργασιακών καθηκόντων, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε την πρόταση για «συμπλέγματα εργασιών» (job complexes) των Albert και Hahnel. Έτσι, όπου είναι δυνατό, συγκεκριμένες εργασίες αντικαθίστανται από συμπλέγματα εργασιών, τα οποία περιγράφονται από τους συγγραφείς ως εξής:

Μια καλύτερη εναλλακτική λύση (από την καπιταλιστική και τη συντονιστική –co-ordinator– προσέγγιση) είναι ο συνδυασμός των καθηκόντων σε συμπλέγματα εργασιών, καθένα από τα οποία περιέχει ένα μίγμα ευθυνών που εγγυάται συγκρίσιμες συνθήκες εργασίας. Ο καθένας αναλαμβάνει ένα πακέτο καθηκόντων που, αθροιζόμενα, συνιστούν ισοδύναμα εργασιακά καθήκοντα. Αντί, για παράδειγμα, η γραμματέας να απαντά στα τηλέφωνα και να δέχεται υπαγορεύσεις, κάποιοι εργαζόμενοι απαντούν στα τηλέφωνα και κάνουν και υπολογισμούς, ενώ κάποιοι άλλοι δέχονται υπαγορεύσεις και σχεδιάζουν προϊόντα.[84]

Επομένως, η επιλογή της εργασιακής δραστηριότητας θα είναι κατ’ αρχήν ατομική επιλογή. Παρόλα’ αυτά, με δεδομένο ότι η ικανοποίηση των βασικών αναγκών δεν μπορεί να αφεθεί ούτε στο έλεος της τεχνητής «αγοράς» για ΒΔ, αλλά ούτε και στα φιλανθρωπικά αισθήματα κάθε πολίτη, πιθανώς να χρειαστεί η εισαγωγή κάποιου βαθμού κυκλικής εναλλαγής της εργασίας, για τις περιπτώσεις στις οποίες οι ατομικές επιλογές δεν επαρκούν για να καλύψουν όλες τις εργασιακές δραστηριότητες που απαιτούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών.

 

Η κυκλική εναλλαγή της εργασίας προτείνεται εδώ ως ένα εξαιρετικό μέσο για την εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας, και όχι ως υποχρεωτικός κανόνας που πρέπει να επιβάλλεται σε όλους τους πολίτες, όπως προτείνουν οι Albert και Hahnel. Πιστεύω, συνεπώς, ότι η δημιουργία συνθηκών ισοκατανομής δύναμης, την οποία εξασφαλίζει η συμμετοχή όλων στις δημοτικές συνελεύσεις και στις συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, σε συνδυασμό με την εισαγωγή των συμπλεγμάτων εργασίας, κάνει κατ αρχήν περιττή την επιβολή ενός συστήματος κυκλικής εναλλαγής της εργασίας, το οποίο είναι πιθανό να προκαλέσει περισσότερο δυσφορία παρά όφελος στην κοινότητα. Οι ιεραρχικές δομές στην εργασία και στην κοινωνία γενικότερα θα καταλυθούν μόνον αν όλοι οι πολίτες έχουν ίση δύναμη στις συνελεύσεις των χώρων εργασίας και των κοινοτήτων και όχι αν απλώς εναλλάσσονται κυκλικά σε διάφορες δουλειές. Όπως άλλωστε παραδέχονται οι ίδιοι οι συγγραφείς, η κυκλική εναλλαγή ίσως να μην έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα της εξισορρόπησης των ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων («οι ιεραρχικές εξουσίες δεν καταργούνται με προσωρινές αλλαγές θέσεων»)[85]. Είναι φανερό ότι, προκειμένου να καθοριστεί τι συνιστά ιεραρχική δομή, θα πρέπει να γίνουν κάποιες λεπτές διακρίσεις, όπως αυτές που επεξεργάζεται η April Carter[86], σε σχέση με τους διάφορους τύπους εξουσίας. Η δυνατότητα της κυκλικά εναλλασσόμενης εργασίας δεν αποτελεί στοιχείο μιας μη ιεραρχικής δομής, ούτε συνιστά αναγκαστικά  στοιχείο ισότητας στην εργασία.
 

Καταμερισμός εργασίας στον τομέα των μη βασικών αναγκών

 

Όσον αφορά τις μη βασικές ανάγκες, θα πρότεινα τη δημιουργία μιας ακόμα «τεχνητής» αγοράς, η οποία όμως, σ’ αντίθεση με την καπιταλιστική αγορά εργασίας, δεν θα κατανέμει την εργασία με βάση το κέρδος ή, εναλλακτικά, με βάση τις εντολές των υπευθύνων για το κεντρικό πλάνο, όπως συνέβαινε στον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Αντίθετα, η κατανομή της εργασίας θα γίνεται με βάση τις προτιμήσεις των πολιτών, τόσο ως παραγωγών όσο και ως καταναλωτών. Έτσι, οι πολίτες:

  • ως παραγωγοί, θα επιλέγουν τη δουλειά που θέλουν να κάνουν και οι επιθυμίες τους θα αντικατοπτρίζονται στο «δείκτη επιθυμητότητας», ο οποίος θα καθορίζει εν μέρει και το μέγεθος των αμοιβών

  • ως καταναλωτές,  θα επηρεάζουν άμεσα τις «τιμές» των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών μέσω της χρήσης των ΜΒΔ και έμμεσα την κατανομή των εργασιακών πόρων σε κάθε δραστηριότητα, μέσω του αντίκτυπου των «τιμών» στο μέγεθος των αμοιβών.

Επομένως, το μέγεθος της αμοιβής για την μη βασική εργασία, που θα καθορίζει τον αριθμό των ΜΒΔ που θα λαμβάνει ένας πολίτης από αυτή, θα  εκφράζει τις προτιμήσεις των πολιτών, τόσο ως παραγωγών όσο και ως καταναλωτών. Όσον αφορά τις προτιμήσεις των πολιτών ως παραγωγών, είναι φανερό ότι, δεδομένης της ανισότητας μεταξύ των διαφόρων τύπων εργασίας, η ισότητα στις αμοιβές θα σήμαινε στην πραγματικότητα άνιση ικανοποίηση από τη δουλειά. Δεδομένου, όμως, ότι η επιλογή οποιουδήποτε αντικειμενικού κριτηρίου στον καθορισμό του μεγέθους της αμοιβής (π.χ. χρησιμότητα της συγκεκριμένης δουλειάς,, επιδράσεις στην υγεία, θερμίδες που ξοδεύονται κ.λπ.) θα ενείχε αναπόφευκτα και ένα βαθμό υποκειμενικής προκατάληψης, η μόνη ίσως ορθολογική λύση είναι να χρησιμοποιηθεί ένα είδος δι-υποκειμενικού μέτρου, όπως εκείνο που προτείνει ο Baldelli[87], δηλαδή η χρήση ενός κριτηρίου επιθυμητότητας για κάθε είδος δραστηριότητας.

 

Αλλά η επιθυμητότητα δεν μπορεί να εκτιμηθεί απλώς από τον αριθμό των ατόμων που δηλώνουν την επιθυμία τους να αναλάβουν κάποιο είδος εργασίας, όπως προτείνει ο Bandelli. Με δεδομένο το σημερινό τεχνολογικό επίπεδο, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι σε μια μελλοντική κοινωνία θα εξαφανιστεί το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού υψηλού βαθμού εξειδίκευσης, σίγουρα πολλές δουλειές θα εξακολουθούν να απαιτούν εξειδικευμένη γνώση ή εκπαίδευση. Επομένως, θα πρέπει να καταρτιστεί ένας πολυσύνθετος δείκτης επιθυμητότητας, με τη χρήση πολλαπλών διαβαθμίσεων των διαφόρων τύπων εργασίας, στη βάση των «εκπεφρασμένων» προτιμήσεων των πολιτών κατά τη διαδικασία επιλογής των διαφόρων τύπων βασικής και μη βασικής δραστηριότητας. Η αμοιβή για κάθε τύπο εργασίας θα μπορούσε τότε να προσδιοριστεί ως μια αντίστροφη συνάρτηση του δείκτη επιθυμητότητάς της (όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης, δηλαδή όσο πιο επιθυμητός είναι ένας τύπος δουλειάς, τόσο χαμηλότερο είναι το μέγεθος της αμοιβής για τη δουλειά αυτή). Έτσι, ο δείκτης αυτός θα μας έδινε «σταθμιστές» που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε στον υπολογισμό της αξίας κάθε εργάσιμης ώρας σε σχέση με την κατανομή των μη βασικών διατακτικών.

 

Εντούτοις, ο δείκτης επιθυμητότητας δεν μπορεί να είναι το μοναδικό μέσο προσδιορισμού του μεγέθους της αμοιβής. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι επιθυμίες των πολιτών ως καταναλωτών, όπως αυτές εκφράζονται από τις ‘τιμές’ των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Κάτι τέτοιο θα είχε το επίσης σημαντικό αποτέλεσμα ότι θα συνέδεε τις «τιμές» για τα αγαθά και τις υπηρεσίες με τις αμοιβές για τους διάφορους τύπους εργασίας, έτσι ώστε ο καταμερισμός της εργασίας στον τομέα των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών να πραγματοποιείται με τρόπο που να διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ  προσφοράς και  ζήτησης. Θα μπορούσαμε επομένως να φανταστούμε ότι το μέγεθος της αμοιβής στην παραγωγή των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών καθορίζεται κατά το ένα ήμισυ από το δείκτη της επιθυμητότητας και κατά το άλλο ήμισυ από τις «τιμές» των αγαθών και των υπηρεσιών.

 

Φυσικά, δεδομένου ότι η εργασία αποτελεί μόνο ένα μέρος των συνολικών πόρων που απαιτούνται για την παραγωγή των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών και ότι ο συγκεκριμένος τομέας αποτελεί ευθύνη της κάθε κοινότητας, είναι πιθανό να δημιουργηθούν στην πράξη κάποια προβλήματα σπάνεως των υπολοίπων, πέρα από την εργασία, πόρων. Εντούτοις, πιστεύω ότι τέτοια προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν μέσα από ένα σύστημα ανταλλαγών μεταξύ των κοινοτήτων, παρόμοιο με αυτό που περιγράφεται παρακάτω.

 

Ένα σημαντικό ζήτημα, που ανέκυψε από μια διεισδυτική εξέταση προγενέστερης εκδοχής των παραπάνω προτάσεων,[88] αναφέρεται στον υψηλό βαθμό εξειδίκευσης που  ενέχουν ορισμένες από τις υπηρεσίες που απαιτούνται για την κάλυψη βασικών αναγκών (γιατροί, καθηγητές κ.λπ.) και τα συνακόλουθα προβλήματα που δημιουργεί ο καθορισμός του μεγέθους της αμοιβής τους. Είναι δίκαιο ένας ειδικά εκπαιδευμένος θεραπευτής που ικανοποιεί βασικές ανάγκες της κοινότητας να δικαιούται μόνο βασικές διατακτικές (ΒΔ), ενώ ένας ζωγράφος να δικαιούται μη βασικές διατακτικές (ΜΒΔ) για μερικές ώρες έξτρα ζωγραφικής;

 

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες πώς υποτίθεται ότι λειτουργεί το προτεινόμενο σύστημα:

  • Αρχικά, η συνομοσπονδιακή συνέλευση αποφασίζει για το ποιες ανάγκες είναι βασικές και ποιες όχι, και ενδεχομένως οι περισσότερες  από τις υπηρεσίες που έχουν να κάνουν με την υγεία και την εκπαίδευση θα ταξινομηθούν στις βασικές υπηρεσίες.

  • Στη συνέχεια, η ίδια συνέλευση θα επιλέξει το συγκεκριμένο πλάνο που θα εφαρμοστεί για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών, το οποίο θα πρέπει να εξασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ της συνομοσπονδιακής ζήτησης και προσφοράς. Το πλάνο αυτό θα καθορίζει τον αριθμό των ωρών εργασίας, καθώς και τους άλλους πόρους που απαιτούνται για κάθε τύπο δραστηριότητας, έτσι ώστε να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών στη συνομοσπονδία.

  • Τέλος, οι πολίτες θα επιλέγουν ατομικά τον τύπο της βασικής δραστηριότητας στην οποία επιθυμούν να συμμετέχουν.

Είναι φανερό ότι, όσον αφορά τα είδη δραστηριοτήτων που δεν απαιτούν ειδική εκπαίδευση ή γνώση, δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα στον καταμερισμό της εργασίας και τον καθορισμό της αμοιβής. Για δραστηριότητες όμως που απαιτούν ειδική εκπαίδευση, γνώσεις κ.λπ., ανακύπτει ένα ζήτημα αμοιβής, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας, αν όχι όλη η εργασία, που σχετίζεται με τις δραστηριότητες αυτές συνιστά βασική εργασία. Πώς μπορεί τότε να επιλυθεί το παράδοξο του γιατρού έναντι του ζωγράφου;

 

Πιστεύω ότι η λύση σ’ αυτού του είδους το πρόβλημα θα μπορούσε να βρεθεί στη βάση ενός διαχωρισμού του τμήματος εκείνου της συνολικής βασικής εργασίας που δεν απαιτεί ειδικευμένη εκπαίδευση, γνώση κλπ, από το τμήμα που την απαιτεί (οι υπεύθυνοι για το πλάνο θα μπορούσαν εύκολα να εκτιμήσουν τα σχετικά τμήματα). Τότε, όσον αφορά το πρώτο τμήμα, όλη η καταβληθείσα εργασία θα πρέπει να θεωρείται ως «βασική» και οι πολίτες που προσφέρουν ανάλογες υπηρεσίες θα δικαιούνται μόνο ΒΔ (εκτός αν προσφέρουν επιπρόσθετη εργασία). Ο αριθμός των ωρών που θα πρέπει να δουλεύει σ’ αυτόν τον τύπο δραστηριότητας ο κάθε πολίτης θα καθορίζεται σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πλάνου που έχει υιοθετηθεί από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση. Όσον αφορά, όμως, το δεύτερο τμήμα, οι πολίτες που απασχολούνται με δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν ειδικευμένη εκπαίδευση ή γνώση θα μπορούσαν να απαιτήσουν και ΜΒΔ για κάθε ώρα «βασικής» εργασίας. Έτσι, ένας γιατρός, πέρα από τις ΒΔ, θα δικαιούται και έναν αριθμό ΜΒΔ (ο οποίος θα προσδιορίζεται με βάση το δείκτη επιθυμητότητας) για κάθε ώρα «βασικής» εργασίας. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η δημιουργία του παράδοξου «γιατρός έναντι ζωγράφου», αφού ένας γιατρός, πέρα από τις ΒΔ, θα παίρνει αυτόματα και έναν αριθμό ΜΒΔ, ενώ ένας ζωγράφος –εφόσον η συνέλευση δεν θεωρήσει ότι η δουλειά του ικανοποιεί κάποια βασική ανάγκη– θα παίρνει μόνο ΒΔ, και τόσες ΜΒΔ όσες είναι ο αριθμός των ωρών που είναι διατεθειμένος να απασχολείται ως ζωγράφος. Από την άλλη μεριά, εάν η συνομοσπονδιακή συνέλευση θεωρήσει ότι η δουλειά ενός ζωγράφου καλύπτει μια βασική ανάγκη, τότε, θα δικαιούται και εκείνος ΜΒΔ, ο αριθμός των οποίων θα καθορίζεται από το δείκτη επιθυμητότητας.

 

Βέβαια, η λύση που προτείνεται εδώ ενέχει μια συγκεκριμένη εγγενή προκατάληψη προς όφελος των δραστηριοτήτων που απαιτούν κάποια ειδίκευση, αλλά με δεδομένο ότι σε μια πολύπλοκη κοινωνία οι περισσότερες δραστηριότητες  πράγματι ενέχουν διάφορους βαθμούς ειδικευμένης εκπαίδευσης και γνώσης, δεν πιστεύω ότι η προκατάληψη αυτή δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα –στο βαθμό βέβαια που ο δείκτης επιθυμητότητας αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τις προτιμήσεις της κοινότητας σχετικά με τους διάφορους τύπους εργασίας.
 

Οι στόχοι της παραγωγής και η τεχνολογία

 

Όλοι οι χώροι εργασίας, είτε παράγουν βασικά είτε μη βασικά αγαθά και υπηρεσίες, βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο των συνελεύσεων των χώρων εργασίας, οι οποίες καθορίζουν τις εργασιακές συνθήκες, καθώς και τα συγκεκριμένα εργασιακά καθήκοντα με βάση τις προτιμήσεις των εργαζόμενων. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στους στόχους της παραγωγής, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των διαφόρων τύπων παραγωγής.

 

 

Βασικά αγαθά και υπηρεσίες

 

Το συνολικό επίπεδο παραγωγής για τη συνομοσπονδία καθορίζεται από τη συνομοσπονδιακή συνέλευση με τη διαδικασία που περιγράφηκε παραπάνω. Τα συγκεκριμένα επίπεδα παραγωγής και η διάρθρωση της για κάθε χώρο εργασίας, καθορίζεται από τις συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, στη βάση των στόχων που τίθενται από το συνομοσπονδιακό πλάνο και τις προτιμήσεις των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται από τη χρήση των διατακτικών για κάθε τύπο προϊόντος. Έτσι, οι παραγωγικές μονάδες μπορούν να διεκδικούν μερίδιο από τους διαθέσιμους (σύμφωνα με το συνομοσπονδιακό πλάνο) κοινοτικούς πόρους για το δικό τους τύπο παραγωγής, το οποίο θα είναι ανάλογο με τις διατακτικές που προσφέρονται σ’ αυτές από τους πολίτες ως καταναλωτές.

 

Μη βασικά αγαθά και υπηρεσίες

 

Οι παραγωγοί των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών θα προσαρμόζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα το επίπεδο και τη σύνθεση της παραγωγής τους με βάση τις διατακτικές που καταλήγουν σ’ αυτούς (δηλαδή στη ζήτηση), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι σχετικοί οικονομικοί πόροι είναι διαθέσιμοι. Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από το συνομοσπονδιακό πλάνο, θα πρέπει να υπάρχουν και κοινοτικά πλάνα που να αφορούν την κατανομή των πόρων στον τομέα των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Kύριος στόχος των κοινοτικών πλάνων θα είναι να παρέχουν στις συνελεύσεις των χώρων εργασίας ενδείξεις σχετικά με τη διαθεσιμότητα των πόρων, έτσι ώστε οι συνελεύσεις αυτές να μπορούν στη συνέχεια να καταστρώνουν τα δικά τους πλάνα παραγωγής έχοντας πλήρεις πληροφορίες, πράγμα που θα εξυπηρετούσε την αποφυγή σοβαρών ανισορροπιών μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης, καθώς και οικολογικών ανισορροπιών.

 

Έτσι, οι υπεύθυνοι για το κοινοτικό πλάνο, με βάση τη ζήτηση στο παρελθόν για συγκεκριμένους τύπους μη βασικών αγαθών, τις προβλέψεις για το μέλλον, το στόχο της επίτευξης οικολογικής ισορροπίας αλλά και ισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης, θα μπορούσαν να κάνουν προτάσεις στην δημοτική συνέλευση για τους πιθανούς στόχους σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους, έτσι ώστε η συνέλευση να είναι σε θέση να πάρει μια ενημερωμένη απόφαση για τον καταμερισμό –σε γενικές γραμμές– των παραγωγικών πόρων μεταξύ διαφόρων τομέων. Εντούτοις, ο ενεργός καταμερισμός των πόρων μεταξύ των διάφορων παραγωγικών μονάδων θα γίνεται στη βάση της ζήτησης για τα προϊόντα τους (η οποία εκφράζεται από τις ΜΒΔ που θα προσφέρονται σε κάθε μονάδα για το προϊόν της) και θα πραγματοποιείται άμεσα μεταξύ των μονάδων αυτών και όχι μέσω ενός κεντρικού γραφειοκρατικού μηχανισμού.

 

Ενδιάμεσα αγαθά
 

Οι παραγωγοί των ενδιάμεσων αγαθών (εργαλεία κλπ), τα οποία χρειάζονται για την παραγωγή άλλων βασικών και μη βασικών αγαθών, θα παράγουν μια σύνθεση προϊόντων που θα καθορίζεται «κατά παραγγελία». Έτσι, οι παραγωγικές μονάδες των τελικών αγαθών κάνουν παραγγελίες στους παραγωγούς των ενδιάμεσων αγαθών, με βάση τη ζήτηση για τα δικά τους προϊόντα, καθώς και τους στόχους του πλάνου. Επομένως, τα συνομοσπονδιακά και κοινοτικά πλάνα θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης στόχους σχετικά με τα ενδιάμεσα αγαθά καθώς και αποφάσεις σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα της διαχρονικής κατανομής των πόρων (πόροι για κοινοτικές επενδύσεις).

 

Τεχνολογία
 

Τέλος, ένα σημαντικό ζήτημα που ανακύπτει σε σχέση με την παραγωγή είναι το αν ένα νέο οικονομικό σύστημα που βασίζεται στην οικονομική δημοκρατία προϋποθέτει, κατ’ αρχήν, την απόρριψη της σημερινής τεχνολογίας. Όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, η τεχνολογία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οργάνωση της κοινωνίας γενικά και  την οργάνωση της παραγωγής ειδικότερα. Είναι επομένως φανερό ότι η αλλαγή στους στόχους του οικονομικού συστήματος, που θα επιφέρει η εισαγωγή της οικονομικής δημοκρατίας, θα ενσωματωθεί στις τεχνολογίες που θα υιοθετηθούν από την κοινότητα και από τους χώρους εργασίας. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν αποκλείει την πιθανότητα ότι οι νέες τεχνολογίες μπορεί να έχουν κοινά σημεία με τη σημερινή τεχνολογία, με την προϋπόθεση ότι τα κοινά αυτά σημεία είναι συμβατά με τους κύριους στόχους μιας περιεκτικής δημοκρατίας που θεμελιώνεται στην κοινότητα.[89]

 

Σε μια δυναμική οικονομική δημοκρατία, οι επενδύσεις στις τεχνολογικές καινοτομίες, καθώς και στην έρευνα και την ανάπτυξη γενικότερα, θα πρέπει να συνιστούν σημαντικό τμήμα των διαβουλεύσεων των συνομοσπονδιοποιημένων κοινοτικών συνελεύσεων. Οι συστάσεις των συνελεύσεων των χώρων εργασίας και αυτές των καταναλωτικών οργανώσεων θα πρέπει προφανώς να παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

 

Η κατανομή του εισοδήματος

 

Η συνέπεια που θα έχει το προτεινόμενο σύστημα στην κατανομή του εισοδήματος είναι ότι θα προκύψει αναπόφευκτα ένας βαθμός ανισότητας από τον εισαγόμενο διαχωρισμό μεταξύ βασικής και μη βασικής εργασίας. Αλλά η ανισότητα αυτή θα είναι εντελώς διαφορετική από τη σημερινή ανισότητα. Έτσι η ανισότητα αυτή:
 

  • θα διαφέρει ποσοτικά από τη σημερινή ανισότητα, εφόσον θα είναι ελάχιστη σε κλίμακα, σε σύγκριση με τις σημερινές τεράστιες ανισότητες
     
  • θα διαφέρει ποιοτικά από τη σημερινή ανισότητα, εφόσον θα έχει αποκλειστική αιτία την επιπρόσθετη εθελοντική εργασία και όχι  τον συσσωρευμένο ή  κληρονομημένο πλούτο, όπως σήμερα. 
     
  • δεν θα είναι άμεσα ή έμμεσα θεσμοποιημένη, αφού το επιπλέον εισόδημα/ πλούτος δεν θα συνδέεται με επιπλέον πολιτική και οικονομική δύναμη και δεν θα μεταβιβάζεται σε κληρονόμους αλλά στην κοινότητα.

 

Η εισαγωγή, επομένως,  αυτού του  ελάχιστου βαθμού ανισότητας με κανένα τρόπο δεν αναιρεί την οικονομική δημοκρατία, η οποία έχει μια έννοια πολύ ευρύτερη που αναφέρεται στην ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης και όχι απλώς στην ισοκατανομή του εισοδήματος. Από την άποψη αυτή, η πρόταση του Καστοριάδη[90] για οικονομική δημοκρατία έχει μια σειρά μειονεκτήματα που απορρέουν από το γεγονός ότι προϋποθέτει μια χρηματική οικονομία  και μια πραγματική αγορά, η οποία συνδυάζεται με κάποιο είδος δημοκρατικού σχεδιασμού.[91]

 

Έτσι, το χρήμα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στο μοντέλο του Καστοριάδη ως ένα απρόσωπο μέσο ανταλλαγής και ως μονάδα αξίας, μολονότι υποτίθεται ότι το αποτέλεσμα της συλλογικής ιδιοκτησίας των παραγωγικών μέσων θα είναι ότι το χρήμα θα αποστερηθεί της λειτουργίας του ως μέσου συσσώρευσης πλούτου. Εντούτοις, παρόλο που η συλλογική ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων πράγματι εμποδίζει τη χρησιμοποίηση του χρήματος ως κεφαλαίου, τίποτα –εκτός από την καταφυγή σε αυταρχικά μέσα– δεν μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους να το χρησιμοποιούν ως μέσο συσσώρευσης πλούτου, δημιουργώντας έτσι σοβαρές ανισότητες στην κατανομή του πλούτου.

 

Επιπλέον, το σύστημα που προτείνει ο Καστοριάδης βασίζεται σε μια κρίσιμη θεσμική διευθέτηση, αυτό που  ο συγγραφέας αποκαλεί «μη διαφοροποίηση των μισθών, των ημερομισθίων και των εισοδημάτων[92]. Όμως, η διευθέτηση αυτή όχι μόνο δεν είναι πρακτική και κάνει το σύστημα ουτοπικό με την αρνητική σημασία του όρου, αλλά δεν είναι και επιθυμητή. Όπως τόνισα προηγουμένως, κάποια διαφοροποίηση στις αμοιβές είναι απαραίτητη όσον αφορά τη μη βασική παραγωγή, ώστε να αντισταθμιστεί η άνιση ικανοποίηση που προκύπτει από πολύ διαφορετικούς τύπους εργασίας.

 

Ανταλλαγές μεταξύ των κοινοτήτων

 

Η αυτοδυναμία συνεπάγεται όχι μόνο την οικονομική αλλά και τη φυσική αποκέντρωση της παραγωγής σε μικρότερες μονάδες, καθώς και μια κάθετη ενσωμάτωση των παραγωγικών σταδίων, την οποία η σύγχρονη παραγωγή (που αποβλέπει στην παγκόσμια αγορά) έχει καταστρέψει. Επομένως, η επιδίωξη της αυτοδυναμίας από κάθε κοινότητα θα συνεισφέρει σημαντικά στην εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση. Εντούτοις, δεδομένου ότι αυτοδυναμία δεν σημαίνει αυτάρκεια, παρά τη ριζική αποκέντρωση, ένας σημαντικός αριθμός αγαθών και υπηρεσιών θα πρέπει να «εισάγεται» από άλλες κοινότητες στη συνομοσπονδία. Εξάλλου, αναπόφευκτα θα δημιουργούνται και κάποια πλεονάσματα σε διάφορα είδη αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν για «εξαγωγή» σε άλλες κοινότητες. Έτσι, θα δημιουργηθεί μια σειρά ‘ανταλλαγών’ που θ’ αναφέρονται τόσο στη βασική όσο και στη μη βασική παραγωγή.

 

Όσον αφορά τις ανταλλαγές των βασικών αγαθών και υπηρεσιών, γι’ αυτές θα φροντίζει το συνομοσπονδιακό σχέδιο. Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος των βασικών αναγκών καλύπτεται στο κοινοτικό επίπεδο, οι απαιτούμενοι πόροι για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών προέρχονται τόσο από την τοπική κοινότητα όσο και από άλλες κοινότητες. Ακόμα, η ικανοποίηση κάποιων βασικών αναγκών που εμπλέκουν περισσότερες από μία κοινότητες (π.χ. μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια) θα συντονίζεται μέσω του συνομοσπονδιακού σχεδίου. Σε ό,τι αφορά επομένως τις ΒΔ, δεν θα πρέπει να υπάρχει κανένα πρόβλημα σε σχέση με την ανταλλαξιμότητά τους μεταξύ των κοινοτήτων.

 

Όσον αφορά όμως τις ανταλλαγές των μη βασικών αγαθών, προκύπτει ένα πρόβλημα ανταλλαξιμότητας των ΜΒΔ. Το πρόβλημα αυτό είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η ικανοποίηση των μη βασικών αναγκών δεν αποτελεί μέρος του συνομοσπονδιακού πλάνου και οι απαιτούμενοι πόροι για τις ανάγκες αυτές είναι κατά κύριο λόγο εγχώριοι. Επιπλέον, η αξιολόγηση των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών διαφέρει από κοινότητα σε κοινότητα, ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους. Επομένως, οι περιφερειακές ή οι συνομοσπονδιακές συνελεύσεις θα πρέπει να καθορίσουν ένα σύστημα ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών, στη βάση κριτηρίων που θα λαμβάνουν υπόψη τους την άνιση γεωγραφική διασπορά των μη ανθρώπινων πόρων.

 

Τέλος, όσον αφορά την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών με άλλες συνομοσπονδίες (ή με χώρες στις οποίες θα ισχύει ακόμα ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς), αυτές θα μπορούσαν να ρυθμίζονται από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες

 

Καταλήγοντας, θα πρέπει να έχει γίνει σαφές από την παραπάνω συζήτηση ότι ο διττός στόχος της ικανοποίησης των βασικών αναγκών και της εξασφάλισης της ελευθερίας επιλογής προϋποθέτει μια σύνθεση της συλλογικής με την ατομική διαδικασία λήψης αποφάσεων, παρόμοια με αυτή που προτείνεται εδώ, μέσα από ένα συνδυασμό του δημοκρατικού πλάνου και των διατακτικών. Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν φθάναμε κάποτε στο μυθικό εκείνο στάδιο όπου οι παραγωγικοί πόροι δεν σπανίζουν, θα εξακολουθούσαν να ανακύπτουν θέματα επιλογής σε σχέση με τα μέσα ικανοποίησης των αναγκών, την οικολογική συμβατότητα κλπ. Από την άποψη αυτή, η αναρχοκομμουνιστική θέση που αναφέρεται σε μια κοινωνία επικαρπίας και δωρεάς, στο βαθμό που προϋποθέτει «αντικειμενική» υλική αφθονία, ανήκει και αυτή στη μυθολογία ενός κομμουνιστικού παραδείσου. Και αυτός είναι ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο το σύστημα που προτείνεται εδώ προσφέρει ένα ρεαλιστικό μοντέλο για να κατακτήσουμε το βασίλειο της ελευθερίας, τώρα, και όχι  σε κάποια μυθική κοινωνία μετα-σπάνεως.

 

 

 

 

 



 

[1] Βλ. μεταξύ άλλων, Jonathan Boswell, Community and the Economy, The Theory of Public Co-operation (London: Routledge, 1990), Dick Atkinson, The Common Sense of Community (London: Demos, 1994) και Amitai Etzioni, The Spirit of Community (Simon and Schuster, 1994).

[2] Βλ. Murray Bookchin, Remaking Society (Montréal: Black Rose Books, 1990). Βλ. ακόμα  Takis Fotopoulos, «The crisis of the growth economy, the withering away of the nation-state and the community-based society», στο Education, Culture and Modernization, επιμ. Peter Alheit et al. (Roskilde, Denmark: Roskilde University Centre, 1995).

[3] David Clark, «The Concept of Community Education» στο Community Education, Garth Allen et al., επιμ. Milton Keynes (Open University Press, 1987), σελ. 58-60.

[4] Michael Taylor, Community, Anarchy, and Liberty (Cambridge: Cambridge University Press, 1982), σελ. 26-32.

[5] Ο Michael Taylor δείχνει επίσης πειστικά γιατί τα φιλελεύθερα επιχειρήματα της «αναρχοκαπιταλιστικής σχολής» (F. Hayek, R. Nozick και άλλοι), σύμφωνα με την οποία καμιά ισότητα δεν πρόκειται να επιβιώσει για πολύ χωρίς κρατική παρέμβαση, είναι λογικά και ιστορικά αβάσιμα και ότι, στην πραγματικότητα, η κοινότητα είναι μια αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση μιας σχετικής ισότητας· Michael Taylor, Community, Anarchy, and Liberty, σελ. 95-104.

[6] Murray Bookchin, From Urbanization to Cities, Toward a New Politics of Citizenship (London: Cassell, 1995), σελ. 222.

[7] Paul Anderson & Kevin Davey, «Communitarianism», New Statesman & Society (3 Μαρτίου 1995).

[8] Amitai Etzioni, «Common Values», New Statesman & Society (12 Mαϊου 1995).

[9] Βλ. τη συνέντευξή του στην Ελευθεροτυπία (29 Μαΐου 1995).

[10] Jonathan Boswell, Community and the Economy, The Theory of Public Co-operation, σελ. 189-90.

[11] Eric Shragge, «The Politics of Community Economic Development» στο Community Economic Development (Montréal: Black Rose Books, 1993), σελ. 9-10. Βλ. επίσης Dick Atkinson, The Common Sense of Community, για την Κοινοτική Οικονομική Ανάπτυξη στη Βρετανία.

[12] Βλ. κυρίως τα έργα του From Urbanization to Cities και Remaking Society. Βλ. ακόμα Κοινωνία και Φύση, τομ. 1, τευχ. 3, (1993) και ιδιαίτερα τα άρθρα του Murray Bookchin, «Η σημασία του συνομοσπονδισμού» σελ. 51-63· του Howard Hawkins, «Κοινοτικός Έλεγχος, Εργατικός Έλεγχος και η Συνεταιριστική Κοινοπολιτεία», σελ. 64-92· και του Τάκη Φωτόπουλου, «Οι οικονομικές βάσεις της οικολογικής κοινωνίας», σελ. 15-50.

[13] Murray Bookchin, «Η σημασία του Συνομοσπονδισμού», Κοινωνία και Φύση, τομ.1, τευχ. 3 (1993)

[14] Mogens Herman Hansen, The Athenian Democracy in the age of Demosthenes, (Oxford: Blackwell, 1991), σελ. 1. Ο Hansen για το θέμα του κατά πόσο είναι εφικτή η άμεση δημοκρατία σήμερα παραπέμπει μεταξύ άλλων στα: F.C. Arterton, Teledemocracy (Washington, D.C. 1987), I. McLean, Democracy and New Technology (Cambridge, 1989)

[15] Για μια κριτική σ’ ένα πρόσφατο πιλοτικό σχήμα ηλεκτρονικής δημοκρατίας, που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο στην πραγματικότητα στοχεύει στον εκσυγχρονισμό του υπάρχοντος ολιγαρχικού συστήματος λήψης των αποφάσεων, Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, «Άμεση Δημοκρατία και Ηλεκτρονική "Δημοκρατία”», στο βιβλίο Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ.14

[16] Peter Marshall, Demanding the Impossible, σελ. 22.

[17] L. Susan Brown,  The Politics of Individualism (Montréal: Black Rose Books, 1993),  σελ. 53.

[18] Murray Bookchin, «Κομουναλισμός: Η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού», Δημοκρατία και Φύση, τευχ. 1 (1996).

[19] Karl Marx, Critique of the Gotha Programme (Moscow: Progress Publishers, 1966), σελ. 16.

[20] V. Ramaswamy, «A New Human Rights Consciousness», IFDA Dossier 80 (Ιανουάριος-Μάρτιος 1991), σελ. 9.

[21] Karl Hess, «Rights and Reality» στο Renewing the Earth: The Promise of Social Ecology, John Clark, επιμ. (London: Greenprint, 1990), σελ. 130-33.

[22] Howard Hawkins, «Κοινοτικός έλεγχος, εργατικός έλεγχος και η συνεταιριστική κοινοπολιτεία», σελ. 75.

[23] Βλ. Andre Gorz, Capitalism, Socialism, Ecology, (London: Verso, 1994), σελ. 3. Ελληνική έκδοση, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογίa (Εναλλακτικές Εκδόσεις,1993), σελ. 23, 26.

[24] Finn Bowring, «Andre Gorz: Ecology, System and Lifeworld», Capitalism, Nature, Socialism, No. 24 (Δεκέμβριος 1995).

[25] Andre Gorz, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία, σελ. 42-43 & 44-45.

[26] Βλ. το δοκίμιό του Murray Bookchin «Towards a Liberatory Technology» στο Post-Scarcity Anarchism (London: Wildwood House, 1974).

[27] Andre Gorz, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία, σελ. 14.

[28] Andre Gorz, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία, σελ.15.

[29] Όπως προτείνει ο Gorz παραπέμποντας στο Rainer Land,  Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία , σελ. 35.

[30] Andre Gorz, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία , σελ. 37-38.

[31] John Clark, «The Politics of Social Ecology: Beyond the Limits of the City». Αδημοσίευτο κείμενο που παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο Κοινωνικής οικολογίας στο Danoon της Σκοτίας (14-19 Αυγούστου 1995). Δεδομένου ότι ο συγγραφέας δεν επιτρέπει οποιαδήποτε παράθεση από το γραπτό του, στη βάση του ότι αποτελεί μόνο τη πρώτη εκδοχή, η κριτική στον οικοκομμουνιταριανισμό δεν  συνοδεύεται με παραπομπές από το κείμενο του συγγραφέα.

[32] Βλ. την κριτική του John Clark για το Deep Ecology for the 21st Century, George Sessions, επιμ. στο Trumpeter, Vol. 12, No. 2 (Άνοιξη 1995), σελ. 98. Βλ. ακόμα Thomas Berry, The Dream of the Earth (San Francisco: Sierra Club, 1988).

[33] Murray Bookchin, The Rise of Urbanization and the Decline of Citizenship (San Francisco: Sierra Club Books, 1987), σελ. 55.

[34] John Clark, «The Spirit of Hope», Delta Greens Quarterly, No. 39 (Καλοκαίρι 1995), σελ. 2.

[35] Βλ. Vernon Richards, Lessons of the Spanish Revolution (London: Freedom Press, 1972), σελ. 146.

[36] Hannah Arendt, The Human Condition (Chicago: The University of Chicago Press, 1958), σελ. 44.

[37] L. Susan Brown, The Politics of Individualism, σελ. 127-28.

[38] βλ. Τ. Φωτόπουλος,  Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση και η κρίση της οικονομίας ανάπτυξης (Αθήνα: Γόρδιος, 1993) κεφ.4 &  Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, (Αθηνά: Καστανιώτης, 1997) κεφ. 1.

[39] Βλ., π.χ., το άρθρο του Robin Blackburn, εκδότη της κάποτε ριζοσπαστικής New Left Review, η οποία τώρα προωθεί μια «κοινωνικοποιημένη αγορά»!· R. Blackburn, «Fin de Siècle: Socialism After the Crash», New Left Review (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1991), σελ. 5-68.

[40] Βλ. για παράδειγμα M. A. Lutz & K. Lux, Humanistic Economics (NY: Bootstrap, 1988), κεφ. 12; C. George Benello et al., Building Sustainable Communities (NY: Bootstrap, 1989), κεφ. 18-20.

[41] Βλ., π.χ., τα έργα του G. Hodgson, The Democratic Economy (Gretna, LA: Pelican, 1984), Economics and Institutions (Cambridge: Cambridge University Press, 1988), and Rethinking Economics (Edward Elgar, 1992). Βλ. ακόμη, P.Arestis, The Post-Keynesian Approach to Economics, Edward Elgar, 1993.

[42] Michael Taylor, Community, Anarchy, and Liberty, σελ. 26-32.

[43] Παρατίθεται στο Paul Ekins, Trade for Mutual Self-Reliance (London: TOES publication), 1989, σελ. 13.

[44] Βλ., π.χ., Paul Ekins, Trade for Mutual Self-reliance, σελ. 9.

[45] Για μια εξέταση του θέματος αυτού από την προοπτική των πράσινων οικονομικών, βλ., π.χ., Paul Ekins, Local Economic Self-reliance (London: TOES publication, 1988).

[46] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η ελληνική περίπτωση (Αθήνα: Εξάντας, 1985 και 1987), κεφ. Α.

[47] Petr Kropotkin, Mutual Aid (Boston: Extending Horizons,1914), σελ. 181-86.

[48] Συγκεκριμένα, το 990-91, 27 από τις 45 χώρες με πληθυσμό μικρότερο από 500.000 και 9 από τις 13 με πληθυσμό μικρότερο από 100.000 ανήκαν στην κατηγορία των χωρών «υψηλού εισοδήματος», Britannica World Data, 1992.

[49] M. A. Luts & K. Lux, Humanistic Economics, κεφ. 12.

[50] M. A. Luts & K. Lux, Humanistic Economics, σελ. 258.

[51] Για έναν ορισμό της κατάλληλης/ακατάλληλης ανάπτυξης, βλ. Ted Trainer, «Τί είναι ανάπτυξη;», Κοινωνία και Φύση, τομ. 3, τευχ. 1 (1995).

[52] Murray Bookchin, «Municipalization: Community Ownership of the Economy», Green Perspectives (Φεβρουάριος 1986).

[53] Kenneth J. Arrow, «Problems Mount in Application of Free Market Economic Theory», The Guardian (4 Ιανουαρίου 1994).

[54] Will Hutton, The State We ΄re In (London: Jonathan Cape, 1995), σελ. 237.

[55] Για παράδειγμα, τ. συγγραφέας Μαρξιστικών εγχειριδίων και νυν «εκσυγχρονιστής» (και αδρά αμειβόμενος Ευρωβουλευτής)  τώρα δηλώνει ότι το καπιταλιστικό σύστημα «έχει να συνεισφέρει κάτι  το μόνιμο στον οποιοδήποτε τρόπο οργάνωσης κάθε οικονομίας» διότι προσέφερε υλική ευημερία, άδικη μεν, αλλά ευημερία!  Γ. Kατηφόρης, «Tο Bήμα», 8/3/98.

[56] «Οι αμερικανοί χρησιμοποιούν περισσότερα λιπάσματα για τους κήπους και τα γήπεδα τένις τους απ’ ό,τι οι ινδιάνοι χρησιμοποιούν για όλες τις χρήσεις»· New York Times (14 Ιουνίου 1979).

[57] Ted Trainer, Developed to Death (London: Greenprint, 1989), σελ. 118.

[58] Βλ. James M. Henderson and Richard Quandt, Microeconomic Theory, a Mathematical Approach (New York: McGraw-Hill, 1958), σελ. 208 & 222.

[59] Ernest. Mandel, «In Defence of Socialist Planning», New Left Review (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1986), σελ. 5-39.

[60] Συνέντευξη του Jaques Bide, εκδότη του Actuel Marx στη Le Monde (αναδημοσιεύεται στην Ελευθεροτυπία, 26 Νοεμβρίου 1995).

[61] Hilary Wainwright, Arguments for a New Left (Oxford: Blackwell, 1994), σελ. 147-48.

[62] Hilary Wainwright, Arguments for a New Left, σελ. 148.

[63] F. Hayek, Individualism and Economic Order Order (London: Routledge and Kegan Paul, 1945/1949), σελ. 77-8.

[64] Για μια εύστοχη κριτική του Hayek και της «ελευθεριακής» Δεξιάς, βλ. Alan Haworth, Anti-Libertarianism, Markets, Philosophy and Myth (London: Routledge, 1994).

[65] Wainwright, Arguments for a New Left,. σελ. 170.

[66] Cornelius Castoriadis, Workers Councils and the Economics of a Self-Managed Society (Philadelphia: Wooden Shoe, 1984), πρωτοδημοσιευθηκε στο Socialism ou Barbarie («Sur le contenu du Socialisme», Socialisme ou Barbarie, No. 22 [Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1957) και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα ως μπροσούρα του Solidarity με τίτλο Workers Councils and the Economics of a Self-Managed Society (London: Solidarity, 1972).

[67] Michael Albert and Robin Hahnel, Looking Forward: Participatory Economics for the Twenty-First Century (Boston: South End Press, 1991).

[68] Paul Auerbach et al., «The Transition From Actually Existing Capitalism», New Left Review, no. 170 (Ιούλιος-Αύγουστος 1988), σελ. 78.

[69] John Crump, «Markets, Money and Social Change», Anarchist Studies, Vol. 3, No. 1 (Άνοιξη 1995), σελ. 72-73.

[70] Michael Albert and Robin Hahnel, Looking Forward, σελ. 48.

[71] Michael Albert and Robin Hahnel, Looking Forward, σελ. 49

[72] Murray Bookchin, Urbanization Without Cities (Montreal: Black Rose, 1992), σελ. 298.

[73] Howard Hawkins, «Κοινοτικός έλεγχος, εργατικός έλεγχος και η συνεταιριστική κοινοπολιτεία», Κοινωνία και Φύση, τομ.1, τευχ. 3 (1993) σελ. 60.

[74] Manfred Max-Neef, «Human-Scale Economics: the Challeges Ahead»  στο The Living Economy, Paul Ekins, επιμ. (NY: Routledge & Kegan Paul, 1986), σελ. 45-54, και «Development and Human Needs» στο Real Life Economics: Understanding Wealth Creation, Paul Ekins and M. Max-Neef, επιμ. (London: Routledge, 1992), σελ. 197-213.

[75] Βλ. Len Doyal and Ian Gough, A Theory of Human Need (London: Macmillan, 1991).

[76] Ernest Mandel, «In Defence of Socialist Planning», σελ. 14-15.

[77] Για μια ισχυρή κριτική της κλασικής λύσης, βλ. Peter Kropotkin, The Conquest of Bread (NY: Penguin, 1972), κεφ. 13.

[78] Βλ., Heinz Κohler, Welfare and Planning  (New York: Wiley & Sons, 1966), σελ. 129-36. Βλ. ακόμα Morris Bornstein, «The Soviet Centrally Planned Economy» στο Comparative Economic Systems, Morris Bornstein (Homewood Illinois: Richard Irwin, 1985).

[79] Tάκης Φωτόπουλος, «Οι οικονομικές βάσεις της οικολογικής κοινωνίας», Κοινωνία και Φύση, τομ. 1, τευχ.3 (1993).

[80] David Pepper, Modern Environmentalism (London: Routledge, 1996), σελ. 321.

[81] Τάκης Φωτόπουλος, «Οι οικονομικές βάσεις της οικολογικής κοινωνίας», σελ. 43.

[82] B. F. Skinner, Walden II (New York: Macmillan, 1976), κεφ. 8.

[83] Noam Chomsky, The Chomsky Reader, James Peck, επιμ. (London: Serpent’s Tail, 1987), σελ. 158.

[84] Michael Albert and Robin Hahnel, Looking Forward, σελ. 20.

[85] Michael Albert and Robin Hahnel, Looking Forward, σελ. 19.

[86] April Carter, Authority and Democracy (London: Routledge, 1979), κεφ. 2.

[87] Giovanni Baldelli, Social Anarchism (NY: Penguin, 1972), σελ. 144-45.

[88] Steve Millett, σε προσωπική αλληλογραφία, για το άρθρο μου «Οι οικονομικές βάσεις της οικολογικής κοινωνίας».

[89] Για παραπέρα ανάλυση βλ. Τάκης Φωτόπουλος, ‘Για μια δημοκρατική αντίληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας’, Δημοκρατία και Φύση, αρ. 3, σελ.74-108.

[90] Cornelius Castoriadis, «An Interview», Radical Philosophy, Vol. 56 (Φθινόπωρο1990), σελ. 35-43. Ορισμένες από τις ιδέες που εκφράζονται στη συνέντευξη αυτή και ιδιαίτερα αυτή για την ισότητα των μισθών είχαν πρωτοεκφραστεί στο Workers’ Councils and the Economics of a self-managed society.

[91] Για λεπτομερή κριτική του μοντέλου του Καστοριαδη βλ. T. Fotopoulos, «On a distorted view of the Inclusive Democracy project», Democracy & Nature, Vol. 5, No 1 (1999).

[92] Cornelius Castoriadis, «An Interview,» σελ. 66.