ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: Πέρα από την δαιμονολογία της ποινικοποίησης και την «προοδευτική» μυθολογία της φιλελευθεροποίησης


 

Η προοδευτική μυθολογία για τα ναρκωτικά (2)

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι οπαδοί της νομιμοποίησης έχουν αναπτύξει ολόκληρη μυθολογία, την οποία έχουν περιβάλλει και με «προοδευτικό» μανδύα για να υποστηρίξουν την εντελώς αθεμελίωτη θέση ότι το πρόβλημα των ναρκωτικών είναι  απλώς ένα «εξουσιαστικά κατασκευασμένο πρόβλημα». Και αυτό, τη στιγμή που οι ίδιοι υποστηρίζουν αντιφατικότατα ότι η Ευρωπαϊκή εξουσία σήμερα στρέφεται στην αποποινικοποίηση και ζητούν από την Ελληνική ελίτ να την μιμηθει![1]

Στο προηγούμενο άρθρο αναφέρθηκα στην «προοδευτική» μυθολογία για τα ναρκωτικά που μέσα από συνωμοσιολογικές αντιλήψεις της Ιστορίας αποδίδει όχι μόνο την εξάπλωση ναρκωτικών αλλά και την άνιση ανταλλαγή και την παγκόσμια ανισότητα στον αμερικανικό πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Έτσι υποστηρίζεται ότι «ο (αμερικανικός) πόλεμος κατά των ναρκωτικών» χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του πληθυσμού (στο εσωτερικό) και για τη διαρκή επέκταση στο εξωτερικό) με κεντρικό αντικειμενικό στόχο τη συντήρηση και διευρυμένη αναπαραγωγή ενός πλέγματος ληστρικών σχέσεων που επιτρέπει στις ΗΠΑ με 6% του παγκόσμιου πληθυσμού να ληστεύουν και καταναλώνουν το 50% των παγκόσμιων πρώτων υλών.»[2]

Όσον αφορά όμως το επιχείρημα ότι η σημερινή τεραστία συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στις Η.Π.Α. μπορεί να εξηγηθεί με τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών είναι φανερό ότι μόνο σαν συνωμοσιολογικό ανοητολόγημα μπορεί να συζητηθεί. Διότι βέβαια δεν μπορεί να συζητηθούν  σοβαρά επιχειρήματα του τύπου «η βασικότερη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της υφαρπαγής του παγκόσμιου πλούτου από τις Η.Π.Α. συνδέεται με τη δυνατότητα του αμερικανικού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος να κυριαρχεί σε νέες και συνεχώς ευρύτερες ξένες αγορές και να προστατεύει τη παρουσία του σ’ αυτές, επιβάλλοντας στις ασθενέστερες χώρες ένα καθεστώς σχέσεων άνισης ανταλλαγής, με την απειλή της οικονομικής απομόνωσης, της πολιτικής αποσταθεροποίησης, της τρομοκρατίας και της στρατιωτικής εισβολής.»[3]

Είναι φανερό ότι παρόμοιες απόψεις χαρακτηρίζονται από παντελή άγνοια των οικονομικών μηχανισμών που επιφέρουν τη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στην οικονομία της αγοράς. Διότι βέβαια η άνιση ανταλλαγή και η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης δεν εξασφαλίζονται με απειλές, την κρατική τρομοκρατία ή…τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Σήμερα, αρκεί γι’ αυτό η απρόσκοπτη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς, δηλαδή το ελεύθερο εμπόριο και οι ελεύθερες αγορές κεφαλαίου. Γι’ αυτό άλλωστε και όταν το αίτημα για κοινωνική αλλαγή μέσω της κατάργησης της οικονομίας της αγοράς έπαυσε να είναι το βασικό αίτημα της «Αριστεράς» ανά τον κόσμο, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού», οι οικονομικές ελίτ των Η.Π.Α. και των άλλων μητροπολιτικών κέντρων έπαυσαν να υποστηρίζουν στρατοκρατικά καθεστώτα στη Λατινική Αμερική και αλλού και σήμερα ανθεί παντού η «δημοκρατία».

Πέρα όμως από αυτά, αποτελεί ιστορικό μύθο το επιχείρημα ότι οι Η.Π.Α., μέσω των διεθνών συνθηκών κατά των ναρκωτικών στις αρχές του αιώνα,  «βγήκαν από τη κατάσταση της απομόνωσης τους στην αμερικανική ήπειρο, διεκδίκησαν και πέτυχαν την ανακατανομή των ζωνών επιρροής στον πλανήτη προς όφελος τους και επιβλήθηκαν αρχικά ως αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμη του ‘παγκόσμιου αντιναρκωτικου αγώνα’ και εν συνεχεία μέσω αυτού ως ηγέτιδα δύναμη ολόκληρου του ‘ελευθέρου κόσμου’, και αργότερα όλου του πλανήτη».[4]  

Αλλά, πρώτον, είναι ιστορική ανακρίβεια ότι οι Αμερικανοί άρχισαν τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Η ιστορία ξεκινά πολύ νωρίτερα όταν, όπως είχε περιγράψει ο Μαρξ στην αρθρογραφία του, οι Βρετανοί αποικιοκράτες είχαν καταφύγει ακόμη και σε πόλεμο με την Κίνα για να διασφαλίσουν την εισαγωγή στη χώρα αυτή του οπίου. Δηλαδή, ενός «δηλητηριώδους ναρκωτικού» (κατά τον χαρακτηρισμό του Μαρξ) που, όπως τόνιζε, ήταν προηγούμενα εντελώς άγνωστο στους Κινέζους, με προφανή στόχο την  εξασφάλιση της οικονομικής εξάρτησης της απέραντης αυτής χώρας.[5] Οι πρώτοι, επομένως, εθνικοί έλεγχοι πάνω στη διανομή ναρκωτικών επιβλήθηκαν από τη Κίνα στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα και όχι, όπως αναληθώς υποστηρίζει η συνωμοσιολογική αντίληψη της Ιστορίας, από τις Η.Π.Α. το 1875 για να...επιτευχθεί η εμπορική προώθηση της ηρωίνης.[6] Φυσικά, μετά τη νίκη των Άγγλων, οι Κινέζοι αναγκάστηκαν με τη συνθήκη της Τιεντσιν, το 1858, να νομιμοποιήσουν την εισαγωγή οπίου, πράγμα βέβαια που οδήγησε στην κατακόρυφη εξάπλωση της κατανάλωσης του. Ήταν δε ακριβώς η πίεση της Κίνας, η οποία ζητούσε την ανατροπή της συνθήκης αυτής,  που έπαιξε βασικό ρόλο στη σύγκληση από τον πρόεδρο Ρουσβελτ συνεδρίου 13 χωρών, το 1909, για να εξεταστούν οι συνέπειες του οπίου. Πράγμα που κατέληξε στην γνωστή απαγόρευση το 1914.

Δεύτερον, αποτελεί, βέβαια, απλοϊκή διαστρέβλωση της Ιστορίας ότι οι Η.Π.Α., βγήκαν από την απομόνωση τους και πέτυχαν την ανακατανομή των ζωνών επιρροής και εν συνεχεία έγιναν η ηγέτιδα δυτική δύναμη μέσω…του αντι-ναρκωτικού αγώνα τους. Έτσι, αγνοούνται οι οικονομικοί μηχανισμοί που καθιέρωσαν τις Η.Π.Α. ως την ηγέτιδα οικονομική δύναμη σε βάρος της Βρετανίας και των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, παραβλέπονται οι συνακόλουθοι πολιτικο-στρατιωτικοί παράγοντες που επιβεβαίωσαν τη θέση αυτή και ανάγονται όλα, ακόμη και ο διεθνής καταμερισμός εργασίας, στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς, στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών!

Εκτός όμως από την παραποίηση της Ιστορίας στην οποία προχωρά η «προοδευτική» μυθολογία για να δικαιωθεί ο στόχος της νομιμοποίησης, θα πρέπει να σημειωθεί και η αντίστοιχη παραποίηση της ιατρικής έρευνας. Όπως είναι φανερό, οι επιπτώσεις στην υγεία από την χρήση ναρκωτικών δεν μπορεί να περιορίζονται, όπως συνήθως γίνεται από τους αντι-απαγορευτες που αρέσκονται να συγκρίνουν π.χ. τους θανάτους από το τσιγάρο με αυτούς από τα ναρκωτικά, στις συνέπειες πάνω στην φυσική υγεία. Η υγεία έχει επίσης διανοητικές, συναισθηματικές, κοινωνικές, πνευματικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις.

Έτσι, η χρήση της ουσίας «ecstasy», που συνήθως γίνεται από τους νέους  στα κλαμπ κ.λπ., σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Johns Hopkins ινστιτούτου, προκαλεί μακροχρόνια βλάβη στον εγκέφαλο και ιδιαίτερα στη μνήμη και τη νόηση, απώλεια αυτό-ελέγχου, άγχος, αϋπνία, ανορεξία, ψυχωτικές διαταραχές και μακροχρόνιες ψυχιατρικές ασθένειες.[7] Αλλά, ακόμη και η κάνναβη, η υποτιθέμενη ακίνδυνη ουσία, κάθε άλλο παρά ακίνδυνη είναι. Πρόσφατη έρευνα της Διεύθυνσης κοινωνικών υπηρεσιών της Σουηδίας, που βασιζόταν σε επιστημονικές μελέτες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, έδειξε ότι η μακροχρόνια χρήση της κάνναβης μπορεί να βλάψει τη ψυχική υγεία ιδιαίτερα των έφηβων ακόμη περισσότερο και από την ηρωίνη (πρόκληση ψυχώσεων, βαθιά σύγχυση, απώλεια προσανατολισμού και μνήμης, απώλεια αίσθησης ταυτότητας, αυξημένος κίνδυνος στην οδήγηση κ.λπ.).[8]

Έτσι,  όπως αναφέρει ο Dr. Osselton, του Forensic Science Service  (FSS) που διεξάγει ένα εκ. τεστ τον χρόνο για τη χρήση ναρκωτικών από εργάτες και υπάλληλους:

Σε ένα εργοστάσιο όπου οι εργάτες χρησιμοποιούν μηχανήματα (οι χρήστες κάνναβης) αποτελούν πραγματικό κίνδυνο στον εαυτό τους και τους άλλους. Τεστ στις ΗΠΑ έδειξαν ότι πιλότοι οι οποίοι κάπνισαν ένα τσιγάρο με κάνναβη είχαν δυσκολία να ελέγξουν το μηχάνημα εικονικής πτήσης 24 ώρες μετά από το κάπνισμα (…) Ένας χρήστης κάνναβης πρέπει να μην κάνει χρήση για 40 μέρες ώστε να εξαλειφθούν τα ίχνη της από το σύστημα τους.[9]

Είναι, λοιπόν,  γι’ αυτούς τους λόγους που η Σουηδία στρέφεται κατά των σημερινών τάσεων στην Ευρώπη και όχι γιατί ξαφνικά έγιναν όργανο του αμερικανικού πόλεμου κατά των ναρκωτικών, όπως ισχυρίζονται οι συνωμοσιολογοι.[10] Και είναι για τους ίδιους λόγους που σε πρόσφατο δημοψήφισμα οι  Ελβετοί, οι οποίοι διαθέτουν μια από τις πιο προχωρημένες νομοθεσίες στον κόσμο πάνω στο θέμα των ναρκωτικών,  απέρριψαν τη πρόταση των «προοδευτικών» για την νομιμοποίηση των ναρκωτικών (μαλακών και σκληρών) με πλειοψηφία 74%![11]

Ούτε βέβαια είναι αληθές ότι ιατρικά περιοδικά σαν το Lancet και έγκριτοι ιατρικοί σύλλογοι όπως η Βρετανική Ιατρική Εταιρεία δεν διακρίνουν κίνδυνους από την νομιμοποίηση των μαλακών ναρκωτικών.[12] Η αναφορά στο Lancet (προφανώς του Νοέμβριου 1995 όταν ο διευθυντής του έγραφε ότι «το κάπνισμα της κάνναβης, ακόμη και μακροχρόνια, δεν είναι επιβλαβές στην υγεία») δεν σημειώνει ότι αυτό ήταν απλώς η προσωπική γνώμη του. Ότι δηλαδή η δήλωση αυτή δεν αντιπροσώπευε ειλημμένη απόφαση της Βρετανικής Ιατρικής Εταιρίας, η οποία, εξ όσων γνωρίζω, δεν πήρε ποτέ απόφαση υπέρ της νομιμοποίησης της κάνναβης γενικά, όπως παρουσιάζεται, αλλά μόνον υπέρ της νομιμοποίησης της για ιατρική χρήση, πράγμα βέβαια τελείως διαφορετικό.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι ίδιοι οι εξαρτημένοι από ναρκωτικά, που γνωρίζουν περισσότερο από κάθε «ειδικό» τις συνέπειες στην υγεία τους από τα ναρκωτικά,  σε πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο δελτίο του Βρετανικού Royal College of Psychiatry  δηλώνουν ότι είναι εναντίον της αποποινικοποίησης των ναρκωτικών, με την εξαίρεση της κάνναβης. Όπως δήλωσε ο Dr. Salib που συνέταξε τη σχετική έκθεση «η πλειονότητα των χρηστών πιστεύει ότι η αποποινικοποίηση των ναρκωτικών θα οδηγήσει σε αύξηση της χρήσης, βελτίωση στη ποιότητα των ναρκωτικών  και στη μείωση της μαύρης αγοράς».[13]

Τέλος, ακόμη και ο μύθος ότι μόνο χάρη στην απαγόρευση εξασφαλίζεται η δυνατότητα της παραγωγής του μυθώδους κέρδους πάνω στο οποίο οικοδομείται η παγκόσμια βιομηχανία των «ναρκωτικών», ήδη καταρρέει. Είναι προφανές ότι οι αντι-απαγορευτες δεν έχουν πάρει μυρουδιά ότι το οργανωμένο έγκλημα, βλέποντας ήδη τις τάσεις νομιμοποίησης των ναρκωτικών που θα σημάνει την μετατόπιση των κερδών στις νόμιμες φαρμακοβιομηχανίες, ήδη έχουν στραφεί σε άλλες δραστηριότητες. Όπως τόνιζε πρόσφατα ο Michael Platzer του κέντρου για την πρόληψη της διεθνούς εγκληματικότητας του ΟΗΕ:

πολλοί φλυαρούν για τα ναρκωτικά αλλά σήμερα το οργανωμένο έγκλημα βγάζει τα περισσότερα λεφτά  όχι από αυτά αλλά από το εμπόριο λευκής σαρκός, δηλαδή από την εκπόρνευση σλάβων γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη.[14]

 


[1] βλ. Κλ. Γρίβας, «Ναρκωτικά: η Ευρώπη αλλάζει, εμείς ανοητολογούμε», Ελευθεροτυπία (6/6/98).

[2] Στο ίδιο.

[3] Kλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία και «ναρκωτικά» (Nέα Σύνορα, 1997), σ. 25-26.

[4] ibid.  σ. 317.

[5] K. Marx, Οn Colonialism & Modernization (Anchor 1969), “The opium  trade” σελ. 340-48.

[6] Kλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία, σελ. 57-59.

[7] Tim Radford, The Guardian (30/10/98) & (5/12/98).

[8] Ελευθεροτυπία (29/12/97).

[9] Helen Carter, The Guardian (2/11/98).

[10] Κλ. Γρίβας, Ελευθεροτυπία (6/5/98).

[11] Peter Capella, The Guardian (30/11/98).

[12] Κλ. Γρίβας, Ελευθεροτυπία (6/5/98).

[13] Luke Harding, The Guardian (14/4/98).

[14] Le Monde (27/4/98).