Τάκης Φωτόπουλος, Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία

(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004)


 

Πρόλογος του συγγραφέα

 

Ο κορμός του βιβλίου αυτού αποτελείται από ένα μεγάλο άρθρο που γράφτηκε για το διεθνές θεωρητικό περιοδικό Democracy & Nature (Νοέμβρης 2003), τμήματα ενός παλιότερου άρθρου για το ίδιο περιοδικό, καθώς και αδημοσίευτα κείμενα. Όλα αυτά αποτελούν τμήμα μιας ευρύτερης συζήτησης πάνω στην προβληματική που έχει αναπτύξει τελευταία ο Νόαμ Τσόμσκι και ο στενός συνεργάτης του Μαϊκλ Αλμπερτ. Αφορμή για την έκδοση αυτή αποτέλεσε η άφιξη του πρώτου στην Ελλάδα και το υπό έκδοση βιβλίο του δεύτερου στα ελληνικά. Θεώρησα σκόπιμο, με δεδομένο ότι τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος έχουν γίνει μπεστ σέλερ χάρη στην αμέριστη συμπαράσταση που τους παρέχει η ρεφορμιστική Αριστερά και τα προσκείμενα προς αυτή ΜΜΕ, ότι θα έπρεπε να υπάρξει και ένας συστηματικός αντίλογος από ελευθεριακή σκοπιά στις απόψεις τους, ώστε να διευκολυνθεί ο εποικοδομητικός διάλογος στη ριζοσπαστική Αριστερά.

 Το πρώτο μέρος, μετά τη σημαντική εισαγωγή του φίλου και συνεργάτη Παν. Κουμεντάκη που συνοψίζει εύστοχα τα συμπεράσματα της κριτικής μου, αποτελεί μία κριτική αξιολόγηση των σημερινών απόψεων του Τσόμσκι για το καπιταλιστικό σύστημα και τις αξίες του. Βασικός στόχος είναι να εξηγηθεί η σημερινή στάση του Τσόμσκι που έχει ξενίσει πολλούς στον διεθνή ελευθεριακό χώρο, οι οποίοι αδυνατούν να συμβιβάσουν τον πρώιμο αναρχικό Τσόμσκι του For Reasons of State με τον ώριμο Τσόμσκι που υποστηρίζει το κράτος ως αντίβαρο στο νεοφιλελευθερισμό (εύλογα επισύροντας τον στιγματισμό του από τον Μάρεϋ Μπούκτσιν, τον σημαντικότερο εν ζωή αναρχικό), καθώς και την ανάλογη υιοθέτηση από μέρους του, όσο και του Μαϊκλ Αλμπερτ, των ρεφορμιστικών ρευμάτων μέσα στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης. Στο μέρος αυτό, με βάση κάποια θεωρητικά κείμενα του Τσόμσκι, που νομίζω είναι αντιπροσωπευτικά του έργου ενός πολυγραφότατου συγγραφέα, αναλύονται κριτικά οι σημερινές του πολιτικές θέσεις για να δειχτεί ότι ελάχιστη σχέση έχουν με την ελευθεριακή σκέψη. Φυσικά, αυτό δεν αναιρεί τη συμβολή του στην αποκάλυψη των εγκλημάτων της αμερικανικής ελίτ, η οποία όμως δεν ξεπερνά το επίπεδο της κριτικής, χωρίς να φθάνει ποτέ στο λογικό συμπέρασμα της ανάγκης ανάπτυξης ενός αντισυστημικού κινήματος για την ανατροπή του ίδιου του συστήματος που τη γέννησε και την άνδρωσε. Από τη σκοπιά αυτή, δεν είναι τυχαίο ότι όταν σε παλιότερη συνέντευξη του στον υπογράφοντα ερωτήθηκε για τα νέα ελευθεριακά αντισυστημικά κινήματα και οράματα, που ήδη είχαν αρχίσει ν' αναπτύσσονται στον διεθνή χώρο, η απάντηση του Τσόμσκι τα παρέπεμπε σαφώς στις ελληνικές καλένδες: «αυτές είναι απόμακρες προοπτικές, για τις οποίες δεν έχει γίνει ακόμη η προκαταρκτική εργασία»! Και αυτό, τη στιγμή ακριβώς που νέα αντισυστημικά οράματα και κινήματα είχαν αρχίσει ν' αναπτύσσονται στον ελευθεριακό χώρο, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού.

Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο σε μία κριτική αντιπαράθεση του μοντέλου συμμετοχικών οικονομικών του Μαΐκλ Αλμπερτ σε σχέση με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Στο ομώνυμο βιβλίο του, στο οποίο δίνει τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «η ζωή μετά τον καπιταλισμό», ο Αλμπερτ προτείνει ένα όραμα οικονομικής οργάνωσης για τον μετα-καπιταλισμό. Παρά τον ισχυρισμό όμως του συγγραφέα ότι το μοντέλο αυτό είναι «βασικά ένα αναρχικό οικονομικό όραμα», στην πραγματικότητα, δεν έχει σχέση ούτε με αναρχισμό ούτε και με ένα νέο πολιτικό πρόταγμα.

Δεν έχει σχέση με αναρχισμό διότι, πέρα από τους συγκεκριμένους θεσμούς που προτείνει οι οποίοι αποτελούν απλώς μία βελτιωμένη έκδοση του σοσιαλιστικού Πλάνου (πράγμα που οδήγησε ελευθεριακούς ακαδημαϊκούς να το χαρακτηρίσουν συμμετοχική γραφειοκρατία!), μία κοινωνία δεν μπορεί να λέγεται ελευθεριακή εάν δεν είναι σαφώς α-κρατική, πράγμα για το οποίο, όμως, δεν κάνει την παραμικρή αναφορά το μοντέλο αυτό.

Και δεν αποτελεί πολιτικό πρόταγμα για μία εναλλακτική κοινωνία, διότι ένα παρόμοιο πρόταγμα προϋποθέτει τη δική του ανάλυση της σημερινής κοινωνίας, ένα γενικότερο όραμα της μελλοντικής κοινωνίας και μία στρατηγική και τακτική που θα μας οδηγήσει εκεί. Όμως, οι πολιτικοί, πολιτισμικοί και ευρύτεροι κοινωνικοί θεσμοί απουσιάζουν παντελώς από την πρόταση του μοντέλου Parecon, πράγμα που κάνει σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα γενικότερο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης αλλά απλά για ένα οικονομικό μοντέλο για μία εναλλακτική οικονομία.

Η φιλοδοξία μου, από τη συγκριτική αυτή μελέτη του μοντέλου Parecon και του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι να δώσω τη δυνατότητα στον αναγνώστη να κρίνει, συγκρίνει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα από την αντιπαραβολή αυτή, με βάση τις εκατέρωθεν προτάσεις και ανεπηρέαστα από τις τεχνικές μάρκετινγκ και έμμεσης μαζικής δημοσιότητας που τελευταία, ιδιαίτερα μετά την έκδοση της Αυτοκρατορίας των Νέγκρι και Χαρντ, έχουν εισβάλλει ακόμη και στο χώρο των εκδόσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

 

Τάκης Φωτόπουλος

Λονδίνο, Μαρτιος 2004