Τάκης Φωτόπουλος,

Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία

(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004) 


 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ:

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΤΣΟΜΣΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Το μέρος αυτό βασίζεται κυρίως σε τμήμα άρθρου του Τ. Φωτόπουλου με τίτλο “Mass media, Culture and Democracy” που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (Μάρτιος 1999), σελ. 33-64, αλλά και σε άλλα αδημοσίευτα κείμενα.


 

Κεφάλαιο πρώτο: Οι θέσεις του Τσόμσκι για το καπιταλιστικό συστημα και τις αξίες του

O Νόαμ Τσόμσκι ανέπτυξε πρόσφατα μια άποψη για την φύση του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος και τις αξίες της οικονομίας της αγοράς η οποία καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα με αυτά των σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων ρεφορμιστών ως προς το κατά πόσον η κρατική δράση είναι εφικτή και επιθυμητή για τον έλεγχο της σημερινής οικονομίας της αγοράς. Έτσι, για τον Τσόμσκι, οι αξίες που παρέχουν τα κίνητρα για τη δραστηριότητα των σημερινών ελίτ στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, δεν είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία και ο ανταγωνισμός. Αντίθετα, οι ελίτ απλώς χρησιμοποιούν αυτές τις αξίες ως προπαγάνδα στην προσπάθειά τους να «πείσουν» το δικό τους κοινό και τις χώρες στην περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια για να τις εφαρμόσουν, ενώ οι ίδιοι απαιτούν και απολαμβάνουν την προστασία των δικών τους κρατών:

Για το ευρύ κοινό, οι προδιαγραφόμενες αξίες είναι ο ατομικισμός και ο ανταγωνισμός. Όχι όμως και για τις ελίτ. Αυτές απαιτούν και έχουν την προστασία ενός ισχυρού κράτους, και επιμένουν στην ύπαρξη διευθετήσεων που τις προστατεύουν από τον ελεύθερο ανταγωνισμό ή τις καταστροφικές συνέπειες του ατομικισμού. Η διαδικασία της «κορπορατικοποίησης» (corporatization) είναι ένα συνηθισμένο παράδειγμα, όπως επίσης και το γεγονός ότι κάθε οικονομία ―και κυρίως οι ΗΠΑ― βασίζεται στην κοινωνικοποίηση του κινδύνου και του κόστους. Η ανάγκη να υπονομευθεί η απειλή του ανταγωνισμού παίρνει διαρκώς νέες μορφές: σήμερα, μία από τις σημαντικότερες μορφές, εκτός από την διαδικασία της «κορπορατικοποίησης», είναι η ανάπτυξη ενός ευρέως δικτύου «στρατηγικών συμμαχιών» μεταξύ των υποτιθέμενων ανταγωνιστών (π.χ. IBM ― Toshiba ― Siemens, διάφορες αυτοκινητοβιομηχανίες). Το φαινόμενο αυτό έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που κορυφαίοι αναλυτές στον κόσμο των επιχειρήσεων μιλούν πλέον για μία νέα μορφή «καπιταλισμού των συμμαχιών», που αντικαθιστά τον «κορπορατικό» καπιταλισμό των μάνατζερ, ο οποίος με την σειρά του είχε εκτοπίσει τον ιδιοκτησιακό καπιταλισμό ένα αιώνα πριν, στους προηγμένους τομείς της οικονομίας.[1]

Ο Τσόμσκι ανέπτυξε παραπέρα αυτό το θέμα σε ένα άρθρο του στη New Left Review[2], όπου έκανε σαφές ότι οι παραπάνω απόψεις του για την οικονομία της αγοράς είναι απόλυτα συνεπείς με τις απόψεις του για την φύση του σημερινού καπιταλισμού. Σε αυτό το άρθρο, δηλώνει αρχικά ότι ο όρος «καπιταλιστικός» δεν σημαίνει καπιταλιστικός με την παραδοσιακή έννοια του όρου αλλά μάλλον αναφέρεται σε επιδοτούμενα και προστατευόμενα από το κράτος ιδιωτικά κέντρα εξουσίας, ή «κολεκτιβιστικά νομικά πρόσωπα» που συνιστούν τη σημερινή «κορπορατικοποίηση» της οικονομίας της αγοράς. Στη συνέχεια, περιγράφει τη διαδικασία αυτή και τον σχετικό ρόλο του κράτους ως εξής:[3]

Η διαδικασία της «κορπορατικοποίησης» ήταν βασικά η αντίδραση στις μεγάλες αποτυχίες της αγοράς του τέλους του 19ου αιώνα, και αντιπροσώπευε μία μετατόπιση από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιδιοκτησιακό καπιταλισμό στην διαχείριση των αγορών από συλλογικά νομικά πρόσωπα (συγχωνεύσεις εταιριών, καρτέλ, εταιρικές συμμαχίες) σε συνεργασία με ισχυρά κράτη (...) ο κύριος στόχος των κρατών —και μην ξεχνάμε ότι παρά τις κουβέντες για την ελαχιστοποίηση του κράτους, στις χώρες του ΟΟΣΑ το κράτος συνεχίζει να αυξάνει σε σχέση με το ΑΕΠ, κυρίως στις δεκαετίες του 1980 και του 1990— είναι ουσιαστικά να κοινωνικοποιήσουν τον κίνδυνο και το κόστος, και να ιδιωτικοποιήσουν την εξουσία και το κέρδος.

Oι απόψεις του Τσόμσκι για τις αξίες της οικονομίας της αγοράς και την φύση του σημερινού καπιταλισμού είναι απόλυτα συνεπείς με τις απόψεις του για τον δυνητικό ρόλο του κράτους στον έλεγχο της σημερινής οικονομίας της αγοράς. Έτσι, όπως ο Τσόμσκι τονίζει στο παραπάνω άρθρο:

Ο μακροπρόθεσμος στόχος παρομοίων πρωτοβουλιών (όπως είναι η Πολυμερής Συμφωνία για Επενδύσεις - ΜΑΙ) είναι αρκετά σαφής για όποιον έχει ανοιχτά τα μάτια του: μία διεθνής πολιτική οικονομία που είναι οργανωμένη από ισχυρά κράτη και μυστικές γραφειοκρατίες, των οποίων η πρωταρχική λειτουργία είναι να υπηρετούν την συγκέντρωση ιδιωτικής εξουσίας που διαχειρίζεται τις αγορές μέσα από τις δικές της εσωτερικές λειτουργίες και μέσα από δίκτυα εταιρικών συμμαχιών, οι οποιες συμπεριλαμβάνουν τις ενδοεπιχειρησιακές συναλλαγές που ψευδεπίγραφα ονομάζονται «εμπόριο». (Οι πρωτοβουλίες αυτές) στηρίζονται στο δημόσιο για κρατικές επιδοτήσεις, έρευνα και ανάπτυξη, τεχνολογικές καινοτομίες, καθως και για να διασώζει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που καταρρέουν. Βασίζονται ακόμη στα ισχυρά κράτη για προστασία από τα επικίνδυνα «δημοκρατικά ανοίγματα». Με αυτά τα μέσα, προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι οι «κύριοι ωφελημένοι» από τον παγκόσμιο πλούτο θα είναι οι «σωστοί» άνθρωποι: οι αυτάρεσκοι και ευημερούντες «Αμερικανοί», οι κατά τόπους υποστηρικτές τους, και οι απανταχού ομόλογοί τους. Η κλίμακα όλων αυτών δεν είναι ούτε τόσο μεγάλη ούτε τόσο καινούργια όσο υποστηρίζεται ότι είναι. Από πολλές απόψεις, πρόκειται για μία επιστροφή στις αρχές του εικοστού αιώνα. Και δεν υπάρχει λόγος ν’ αμφιβάλλουμε ότι μπορει να ελεγχθεί ακόμη και μέσα από τους υφιστάμενους τυπικούς θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.[4]

Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι επομένως εκπληκτική η οξεία κριτική που άσκησε πρόσφατα ο Murray Bookchin ―ο οποίος γενικά αναγνωρίζεται ως ο σημαντικότερος εν ζωη αναρχικός― σε παρόμοιες απόψεις του Τσόμσκι αναφορικά με τα αιτήματα για την αποκέντρωση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Όπως τονίζει ο Μπουκτσιν[5]:

Είναι θλιβερό να σχολιάζει κανείς ότι πολλοί αυτοχαρακτηριζομενοι αριστεριστές στρέφονται τωρα στο αστικό κράτος-έθνος για βοήθεια κατά του κεφαλαίου! Το φίμωμα της Αριστεράς έχει προχωρήσει σε τέτοιο βάθος ώστε κάποιος σαν τον Τσόμσκι, που δηλώνει αναρχικός, επιδιώκει την ενίσχυση ή έστω τη στήριξη του συγκεντρωτικού κράτους (της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ) ενάντια στο αίτημα της «αποκέντρωσης» στις ομόσπονδες πολιτείες, ωσάν να ήταν δυνατό το συγκεντρωτικό Κράτος να χρησιμοποιηθεί ενάντια στις επιχειρήσεις, τις οποίες μακροπρόθεσμα πάντα βοηθούσε!

Εισαγωγή στην κριτική των θέσεων Τσόμσκι για το καπιταλιστικό σύστημα

Θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει πολλαπλά τις παραπάνω θέσεις του Τσόμσκι, όπως προκύπτουν από τα παραταθέντα αποσπάσματα.

Πρώτον, το επιχείρημα σχετικά με τις αξίες των οικονομικών ελίτ, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[6], είναι αμφισβητήσιμο.

Δεύτερον, ο χαρακτήρας της σημερινής οικονομίας της αγοράς μπορεί να θεωρηθεί μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό αναλυτικό πλαίσιο από εκείνο που προτείνει ο Τσόμσκι.

Τέλος, μπορεί να δειχθεί ότι η έξοδος από την σημερινή πολυδιάστατη κρίση και την επακόλουθη τεράστια συγκέντρωση εξουσίας, δεν μπορεί να γίνει μέσα από κατακερματισμένες και συνήθως «μονοθεματικές» αμυντικές μάχες με τις ελίτ. Τέτοιου είδους μάχες, έστω και αν μερικές φορές είναι νικηφόρες, δεν μπορούν ποτέ να κερδίσουν τον πόλεμο, εάν δεν αποτελούν ενιαίο τμήμα της πάλης ενός νέου λαϊκού κινήματος ενάντια στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που αποτελεί την απώτερη αιτία της συγκέντρωσης οικονομικής εξουσίας.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι θέσεις αυτές του Τσόμσκι για την φύση του σημερινού συστήματος καταλήγουν στην υποστήριξη ρεφορμιστικών κινημάτων και αιτημάτων όπως θα δουμε στο επόμενο κεφαλαιο σε σχέση με τη στάση του για το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. 

Ο χαρακτήρας της οικονομίας της αγοράς σήμερα

Όσον αφορά τον χαρακτήρα της οικονομίας της αγοράς σήμερα, έχω προσπαθήσει αλλού να εξηγήσω τον τρόπο που εξελίχθηκε από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, εδώ και δύο αιώνες, και πως πήρε την σημερινή μορφή της «οικονομίας της ανάπτυξης»[7]. Θα προσθέσω μόνον εδώ, ότι η μετατόπιση από τον ιδιοκτησιακό (ή «κορπορατικό») καπιταλισμό προς την σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου μερικές γιγαντιαίες εταιρείες ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία, δεν συνέβη, όπως περιγράφει ο Τσόμσκι, ως «αντίδραση στις μεγάλες αποτυχίες της αγοράς του τέλους του 19ου αιώνα». Εκείνο που δεν αναφέρει ο Τσόμσκι είναι ότι ήταν ο ίδιος ο ανταγωνισμός που οδήγησε από τις απλές επιχειρηματικές μονάδες στις σημερινές γιγάντιες εταιρείες. Οι αποτυχίες της αγοράς άλλωστε δεν είναι θεόσταλτες συμφορές. Αν εξαιρέσει κανείς τις περιπτώσεις των μονοπωλίων, σχεδόν όλες οι αποτυχίες της αγοράς στην ιστορία είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τον ανταγωνισμό. Ο ίδιος ανταγωνισμός είναι αυτός που δημιουργεί την ανάγκη εξάπλωσης του καπιταλισμού δημιουργώντας ταυτόχρονα την κρίσιμη δυνατότητα χρησιμοποίησης των καλύτερων (από άποψη κερδοφορίας) τεχνολογιών και μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής (οικονομίες κλίμακας κ.λπ.). Και είναι ο ίδιος ανταγωνισμός που έχει οδηγήσει στην σημερινή έκρηξη των συγχωνεύσεων και των εξαγορών στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς και στις διάφορες «στρατηγικές συμμαχίες». Για παράδειγμα, η πριν λίγα χρόνια ανακοινωθείσα συγχώνευση ορισμένων πετρελαϊκών κολοσσών, με μία έννοια, ήταν το αποτέλεσμα «αποτυχίας της αγοράς» εξ αιτίας της πτώσης των κερδών τους. Αλλά, βαθύτερα, αυτή η συγχώνευση, καθώς και οι εξαγορές, στρατηγικές συμμαχίες κ.λπ. που συμβαίνουν αυτή την στιγμή, είναι απλώς το αποτέλεσμα των μέτρων αυτοπροστασίας που παίρνουν οι γιγαντιαίες εταιρείες για να επιβιώσουν στον εξοντωτικό ανταγωνισμό που προκάλεσε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Κατά συνέπεια, αυτό που οδήγησε στον σημερινό καπιταλισμό των «συμμαχιών» είναι ο ίδιος ο ανταγωνισμός που αποτελεί θεμελιακή συνιστώσα της οικονομίας της αγοράς, και όχι οι «αποτυχίες της αγοράς», ή η σχετική δραστηριότητα του κράτους, πράγματα που αποτελούν απλώς τις συνέπειες του ανταγωνισμού.

Παρόμοια, η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της κρατικής δραστηριότητας για φιλελευθεροποίηση των χρηματαγορών και των αγορών εμπορευμάτων. Στην πραγματικότητα, τα κράτη απλώς ακολουθησαν την de facto διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία εντατικοποιήθηκε με τις δραστηριότητες των πολυεθνικών όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κάτω από την πίεση των τελευταίων, τα κράτη είχαν αρχίσει την διαδικασία φιλελευθεροποίησης των χρηματαγορών και την περαιτέρω απορύθμιση των αγορών εμπορευμάτων (μέσω των γύρων της GATT). Επομένως, η σημερινή διεθνοποίηση είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της δυναμικής «ανάπτυξη ή θάνατος», που χαρακτηρίζει την οικονομία της αγοράς, μίας δυναμικής που έθεσε σε λειτουργία ο ανταγωνισμός ―το κρίσιμο γεγονός που αγνοεί ο Τσόμσκι.

Είναι, ακόμη, η ίδια διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία ήρθε σε αντίθεση με τον βαθμό κρατικού ελέγχου της οικονομίας που είχε επιτευχθεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αυτή που κατέστησε αναγκαία την σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση.[8] Η συναίνεση αυτή, δεν είναι μόνο μία αλλαγή πολιτικής, όπως ισχυρίζονται οι σοσιαλδημοκράτες και οι συνοδοιπόροι τους, αλλά αποτελεί σημαντική δομική αλλαγή. Η ελαχιστοποίηση του κράτους δεν είναι επομένως απλώς «κουβέντες», όπως υποθέτει ο Τσόμσκι που βασίζει την επιχειρηματολογία του στην αβάσιμη υπόθεση ότι «το κράτος συνεχίζει να αυξάνει σε σχέση με το ΑΕΠ, κυρίως στις δεκαετίες του 1980 και του 1990». Εν τούτοις, όχι μόνον η μείωση του ρυθμού αύξησης των κυβερνητικών δαπανών στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μείωση των άλλων τμημάτων της συνολικής ζήτησης κατά την περίοδο 1980-93[9], αλλά, στην πραγματικότητα, οι (σταθμισμένες μέσες) κυβερνητικές δαπάνες των οικονομιών με υψηλό εισόδημα, ήταν χαμηλότερες το 1995 (15% του ΑΕΠ) απ' ότι ήταν το 1980 (17%).[10] Και όλα αυτά, χωρίς να λάβουμε υπ' όψη την δραστική μείωση του συνολικού δημόσιου τομέα που σημειώθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, ως συνέπεια της μαζικής ιδιωτικοποίησης των κρατικών βιομηχανιών. Με αλλα λόγια, η ελαχιστοποίηση του κράτους όχι μόνον δεν είναι «κουβέντες» αλλά, αντίθετα, είναι ένα βασικό στοιχείο της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Επίσης, οι στρατηγικές συμμαχίες, οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές, όχι μόνον δεν αντιπροσωπεύουν μία κίνηση απομάκρυνσης από την οικονομία της αγοράς, αλλά, αντιθετα αποτελουν μία κίνηση προς μία νέα μορφή αυτής. Αντιπροσωπεύουν, δηλαδή, την απομάκρυνση από μία οικονομία της αγοράς της οποίας η δυναμική καθοριζόταν από την εσωτερική αγορά, προς μια οικονομία της αγοράς της οποίας η δυναμική καθορίζεται από την παγκόσμια αγορά. Αυτό συνεπάγεται ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση δύναμης, όχι μόνον από άποψη εισοδημάτων και πλούτου, αλλά επίσης και από άποψη συγκέντρωσης του έλεγχου της παγκόσμιας παραγωγής, του παγκόσμιου εμπορίου και των παγκόσμιων επενδύσεων σε όλο και λιγότερα χέρια. Όμως, η ολιγοπωλιοποίηση αυτή του ανταγωνισμού δεν σημαίνει βέβαια έλλειψη ανταγωνισμού! Στη πραγματικοτητα, ο ολιγοπωλιακος ανταγωνισμος είναι ακόμα πιο εξοντωτικός.

Ακόμα, θα ήταν σοβαρό λάθος να θεωρήσουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της παρούσης περιόδου είναι μία «επίθεση ενάντια στις αγορές», όπως είναι το επιχείρημα του άκρατου νεοφιλελευθερισμού που υιοθετεί και ο Τσόμσκι[11]. Αντίθετα, η παρούσα περίοδος της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης μπορεί να χαρακτηριστεί ως επίθεση ενάντια στους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές, ιδιαίτερα σε αυτούς που ονομάζω «κοινωνικούς ελέγχους με την στενή έννοια», δηλ. αυτούς που στοχεύουν να προστατεύουν τον άνθρωπο και την φύση από τις συνέπειες της «αγοραιοποίησης»[12]. Οι έλεγχοι αυτοί εισαχθήκανε μετά από σκληρούς κοινωνικούς αγώνες που διεξήγαγαν εκείνοι που θιγόντουσαν από τις επιπτώσεις της οικονομίας της αγοράς. Τέτοιοι έλεγχοι είναι για παράδειγμα η νομοθεσία για την κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας (που σήμερα ξεδοντιάζονται), οι μακροοικονομικοί έλεγχοι για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης (που σήμερα εχουν καταργηθεί) κ.λπ.

Εκείνο που ακόμη είναι υπό συζήτηση μέσα στις οικονομικές ελίτ, είναι η μοίρα των ελέγχων που ονομάζω «κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια», δηλ. εκείνους τους έλεγχους που κύρια στοχεύουν να προστατεύσουν αυτούς που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς από τον ξένο ανταγωνισμό. Τέτοιοι έλεγχοι ήταν στο παρελθόν οι δασμοί, οι εισαγωγικοί έλεγχοι, οι συναλλαγματικοί έλεγχοι κ.λπ. και σήμερα οι μη δασμολογικοί φραγμοί, η μαζική κρατική υποστήριξη της έρευνας και ανάπτυξης, η προστασία του κινδύνου μέσω της διάσωσης επιχειρήσεων που καταρρέουν, η διαχείριση αγορών κ.λπ.

Έτσι, οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, τραπεζίτες, καθώς και ορισμένοι πολιτικοί και άλλοι, αντιτίθενται σε κάθε είδος κοινωνικού ελέγχου πάνω στις αγορές (με την στενή ή την ευρεία έννοια). Από την άλλη πλευρά, οι πιο ρεαλιστικές κυβερνήσεις της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, κάτω από την πίεση των περισσοτερο ευάλωτων στον ανταγωνισμό τμημάτων των δικών τους οικονομικών ελίτ, διατήρησαν πολλούς κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια και μερικές φορές ακομη και τους επεξέτειναν (μη διστάζοντας να φθάσουν στον πόλεμο για να εξασφαλίσουν την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών), γεγονός που δημιούργησε το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα (που υιοθέτησε και ο Τσόμσκι) περί επίθεσης ενάντια στις αγορές.

Ανταγωνισμός και ο ρόλος του Κράτους

Σε αυτή την προβληματική, δεν θα πρέπει να συγχέει κανείς τον φιλελευθερισμό/ νεοφιλελευθερισμό με την πολιτική του laissez-faire. Όπως έχω προσπαθήσει να δείξω αλλού,[13] ήταν το ίδιο το κράτος που δημιούργησε το σύστημα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Κάποιου είδους κρατική παρέμβαση ήταν πάντοτε αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Το κράτος, μετά την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, είδε μία δραστική μείωση του οικονομικού του ρόλου, δεδομένου ότι δεν επιδιώκει πια μια άμεση παρέμβαση στον καθορισμό του εισοδήματος και της απασχόλησης μέσω της φορολογικής και νομισματικής πολιτικής. 

Εν τούτοις, ακόμα και σήμερα, το κράτος συνεχίζει να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση της σταθερότητας του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς, μέσω του μονοπωλίου της βίας που ασκεί), και στην αναπαραγωγή της εύρυθμης λειτουργίας του, μέσω της συντήρησης της υποδομής του. Στο πλαίσιο του ρόλου του κράτους για την συντήρηση της υποδομής μπορούμε να δουμε και τις δραστηριότητες για να κοινωνικοποιηθεί ο κίνδυνος και το κόστος και να αντικατασταθεί το παλιό κράτος προνοίας με ένα «δίχτυ ασφαλείας». Ακόμη, το κράτος καλείται σήμερα να παίξει ένα κρίσιμο ρόλο όσον αφορά την πλευρά της προσφοράς μέσα στην οικονομία, και συγκεκριμένα να λάβει μέτρα ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα μέσω της εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού με βάση τις απαιτήσεις της νέας τεχνολογίας, της υποστήριξης της έρευνας και της ανάπτυξης, ακόμα και της επιδότησης των εξαγωγικών βιομηχανιών όπου αυτό χρειάζεται. Επομένως, η μορφή κρατικής παρέμβασης που είναι συμβατή με την διαδικασία αγοραιοποίησης όχι μόνον δεν αποθαρρύνεται, αλλά, αντίθετα, προωθείται ενεργά από τους περισσότερους επαγγελματίες πολιτικούς της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Είναι αλήθεια επομένως ότι δεν αρέσει στις οικονομικές ελίτ το είδος του ανταγωνισμού που ―σαν αποτέλεσμα της άνισης ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς― απειλεί τα ίδια τα δικά τους συμφέροντα. Γι’ αυτό και πάντα προσπαθούσαν, τις περισσότερες φορές με επιτυχία, να προστατεύσουν τον εαυτό τους από αυτόν. Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια ότι ήταν η δύναμη του ανταγωνισμού που πάντοτε τροφοδότησε την εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς, και ότι ήταν οι αξίες του ανταγωνισμού και του ατομικού συμφέροντος που διαρκώς χαρακτήριζαν το σύστημα αξιών των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς. Ο Τσόμσκι, ωστόσο, αφήνει την εντύπωση ότι αν δεν είχαν συμβεί κάποια «ατυχήματα» στην Ιστορία, όπως οι αποτυχίες της αγοράς που αναφέρει καθώς και η επιθετική κρατική υποστήριξη (την οποία όμως πάντοτε απολάμβαναν οι οικονομικές ελίτ!), η «κορπορατικοποίηση» της οικονομίας της αγοράς θα μπορούσε ίσως να είχε αποφευχθεί. Η υπόρρητη θεμελιακή υπόθεση που κάνει είναι ότι οι προκαπιταλιστικές αγορές, εάν δεν είχαν συμβεί τα «ιστορικά ατυχήματα» και η κρατική επέμβαση που κατ’ αυτόν οδήγησαν στο σημερινό κορπορατιστικό καπιταλισμό, θα μπορούσαν να έχουν καταλήξει σε ένα σύστημα μικτής ιδιοκτησίας το οποίο ελάχιστη θα είχε σχέση με τη σημερινή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, δηλαδή σε ένα συστημα δίκαιου «ατομικού» καπιταλισμού, σαν αυτό που υποστήριζαν οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι τους οποίους τόσο θαυμάζει και ο ίδιος.[14]

Όμως, όπως έδειξε πρώτος ο Polanyi,[15] οι προκαπιταλιστικες αγορές, όχι, μόνο είχαν ελάχιστη σχέση με το σημερινό σύστημα της οικονομίας της αγοράς που εγκαθιδρύθηκε περίπου διακόσια χρόνια πριν, αλλά και αναπόφευκτα θα οδηγούσαν σε αυτό την στιγμή που η Βιομηχανική Επανάσταση έλαβε χώρα σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.[16]

Η φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομικής Ιστορίας και ο Τσόμσκι

Τόσο η ορθόδοξη όσο και η Μαρξιστική οικονομική θεωρία ―και φυσικά η ίδια η Ιστορία― δείχνουν ότι ο ανταγωνισμός, σε ένα συστημα απλών ανταλλαγών και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε διάφορες μορφές οικονομικής συγκέντρωσης. Και ο ανταγωνισμός, αντίθετα με την αφελή αντίληψη του Τσόμσκι ότι ήταν απλώς προπαγάνδα των ελίτ, ήταν πάντοτε θεμελιακό συστατικό στοιχείο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, στο οποίο οδήγησε ο συνδυασμός ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και εκβιομηχάνισης. Γι’ αυτό και οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, παίζοντας τον ρόλο του ιδεολόγου του νέου συστήματος της οικονομίας της αγοράς, δεν έπαυαν να διακηρύσσουν τα αγαθά της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής[17] καθώς και του καταμερισμού εργασίας (που είναι απλή συνέπεια της αρχής οικονομικής αποτελεσματικότητας με την οποία λειτουργεί το συστημα της οικονομίας της αγοράς), και, φυσικά, του ίδιου του ανταγωνισμού! Με άλλα λόγια, η λογική και δυναμική του ιδιωτικού τομέα, μέσω του ανταγωνισμού, αναπόφευκτα οδηγεί σε όλα τα δεινά της οικονομίας της αγοράς: συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, ανισότητα, ανεργία, κ.λπ.

Είναι επομένως φανερό ότι ούτε ο ατομικός ιδιοκτησιακός καπιταλισμός, ούτε κανένας άλλος τύπος καπιταλισμού, είναι επιθυμητός ―αφού δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες όλων των ανθρώπων. Ούτε φυσικά, ακομη και αν ήταν δυνατή μια επιστροφή στις προκαπιταλιστικες αγορές, θα υπήρχε τρόπος να σταματήσει η δυναμική που, σε συνθήκες βιομηχανικής παραγωγής και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς, όπως έδειξε ο Polanyi.

O Τσόμσκι, όμως, «ξεχνώντας» ότι οι θεωρητικοί ιδεολόγοι του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή ο Ανταμ Σμιθ, ο Τζον Στιουαρτ Μιλλ κ.α., ήταν συγχρόνως, όπως ανάφερα παραπάνω, και φανατικοί υποστηρικτές της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ότι ολόκληρη η προβληματική τους για τα ευεργετήματα των αγορών και της ατομικής πρωτοβουλίας βασιζόταν ακριβώς στη σύνδεση αυτή μεταξύ αγορών και ατομικής ιδιοκτησίας, δεν διστάζει να τους παρομοιάζει με… ελευθεριακούς σοσιαλιστές![18] Πράγμα που τον οδηγεί στο περισπούδαστο συμπέρασμα ότι για όλα τα δεινά του σημερινού συστήματος ευθύνονται, αρχικά, η διαδικασία εκβιομηχάνισης και κρατικού καπιταλισμού που άρχισε ν’ αναπτύσσεται στον 19ο αιώνα και, στη συνεχεία, η διαδικασία κορπορατικοποίησης που την ακολούθησε στον 20ο αιώνα.[19]

Αποδοχή της καθαρά φιλελεύθερης αυτής οικονομικής ανάλυσης της ιστορίας του σημερινού συστήματος που υιοθετεί ο «αναρχικός» Τσόμσκι θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αρνηθούμε όλη την ριζοσπαστική ανάλυση των προηγούμενων εκατόν πενήντα ετών, από τον Μαρξ μέχρι τον Polanyi και τον Μπουκτσιν και όλη την έκτοτε ιστορική εμπειρία, η οποία οδηγεί σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα : οι προκαπιταλιστικες αγορές, σε συνθήκες βιομηχανικής παραγωγής και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, οδηγούν αναπόφευκτα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, η οποία κινείται παντα με βάση την δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» που τροφοδοτείται από τον ανταγωνισμό, ο οποίος, με τη σειρά του, αναπόφευκτα οδηγεί σε όλο και περισσότερη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης.

Το πρόβλημα δεν είναι επομένως η «κορπορατικοποίηση» της οικονομίας της αγοράς, η οποία, υποτίθεται, αντιπροσωπεύει μία «επίθεση στις αγορές και την δημοκρατία»[20] ―διαδικασία η οποία ήταν έτσι και αλλιώς αναπόφευκτη μέσα στην δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι η κορπορατιστική οικονομία της αγοράς/κορπορατιστικός καπιταλισμός, όπως υποθέτει ο Τσόμσκι, ως αν κάποια άλλη μορφή οικονομίας της αγοράς/καπιταλισμού να ήταν εφικτή ή επιθυμητή σε συνθήκες βιομηχανικής παραγωγής και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Το πρόβλημα είναι η ίδια η οικονομία της αγοράς/καπιταλισμός. Αλλιώς, θα κατέληγε κανείς να κατηγορεί τις ελίτ απλώς διότι παραβιάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού αντί να κατηγορεί το ίδιο το βρώμικο παιχνίδι!

Αυτό ακριβως θα έκαναν οι κλασικοί φιλελεύθεροι αν έβλεπαν τη σημερινή εξέλιξη του συστήματος και το ίδιο έμμεσα κάνει και ο Τσόμσκι όταν, έμπλεος ενθουσιασμού γι’ αυτούς, γράφει χαρακτηριστικά ότι θα τρομοκρατούντο με τη σημερινή εξέλιξη του συστήματος την οποία δεν φαντάστηκαν.[21] Φυσικά, οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι ούτε φαντάστηκαν, ούτε μπορούσαν να φανταστούν, την εξέλιξη αυτή με βάση την ανάλυση τους που έπαιρνε δεδομένη την οικονομία της αγοράς και την ατομική ιδιοκτησία. Το ερώτημα όμως είναι τι σχέση έχει η θέση αυτή του Τσόμσκι με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό και γενικότερα με οποιαδήποτε αντισυστημική ανάλυση η οποία, ακριβώς επειδή δεν παίρνει δεδομένο το υπάρχον συστημα, μπορεί να δει τη δυναμική του, όπως σε σημαντικό βαθμό την είδε ο Μαρξ ακόμη και τον 19ο αιώνα, έστω και αν έσφαλε όταν προσπάθησε να «επιστημονικοποιήσει» και «αντικειμενικοποιήσει» την ανάλυση αυτή, μιμούμενος σε αυτό (όπως άλλωστε και ο Προυντόν από την αναρχική πλευρά[22]) τους ορθόδοξους οικονομολόγους;

Συμπερασματικά, ο Τσόμσκι υιοθετεί μια φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομικής Ιστορίας και καταλήγει σε αντίστοιχα φιλελεύθερα συμπεράσματα: δεν ευθύνεται το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς αλλά η διαστρέβλωση του στα χέρια του κράτους!

Η αντίληψη του Τσόμσκι για την δημοκρατία

Η αντίληψη που εκφράζει ο Τσόμσκι για την δημοκρατία δίνει πολλές φορές την εντύπωση ότι υιοθετεί όχι μόνο μια φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομικής Ιστορίας αλλά ακόμη και της δημοκρατίας. Έτσι, σε σειρά άρθρων του για τις Αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2000,[23] η κριτική του επικεντρωνόταν όχι στο ίδιο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αλλά στη κατάχρηση του από την Αμερικανική ελίτ μέσω σειράς παραβιάσεων των δικαιωμάτων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και των μειονοτήτων που ουσιαστικά τους στερούσαν το δικαίωμα να μετέχουν στην εκλογική διαδικασία. Όπως γράφει σχετικά, ο τρόπος διεξαγωγής των εκλογών αυτών «επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξαν εκλογές που, με οποιαδήποτε έννοια, παίρνουν σοβαρά την έννοια της δημοκρατίας» ―συμπέρασμα που, εξ αντιδιαστολής, σημαίνει ότι με άλλες συνθήκες (δηλ. χωρίς τις κατάφωρες παραβιάσεις δικαιωμάτων) θα μπορούσαν να υπάρξουν παρόμοιες εκλογές που θα έπαιρναν σοβαρά την «δημοκρατία», παραβλέποντας την θεμελιακή ελευθεριακή αντίληψη ότι η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν είναι συμβατή με την αυτονομία και την άμεση δημοκρατία.

Η εντύπωση αυτή για την αντίληψη του Τσόμσκι περί δημοκρατίας ενισχύεται παραπέρα όταν επικαλείται και έναν από τους «πατέρες» της Αμερικανικής «δημοκρατίας» τον James Madison που έγραφε ότι το συνταγματικό σύστημα των ΗΠΑ είχε σχεδιαστεί με στόχο «να προστατεύσει την πλούσια μειοψηφία απέναντι στη πλειοψηφία» και προειδοποιούσε τις ελίτ ότι εάν τα λαϊκά στρώματα αφηνόντουσαν να μετέχουν ελεύθερα στις εκλογές το εξισωτικό πνεύμα τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μέτρα βελτίωσης των συνθηκών των μοχθουντων και της κατανομής του εισοδήματος σε βάρος των ελίτ. Στη σημερινή μορφή της, χάρη στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, ενισχύεται κατά τον Τσόμσκι ακόμη περισσότερο η περιθωριοποίηση των λαϊκών στρωμάτων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές τονίζει «είχαν την φυσική συνέπεια να περιθωριοποιήσουν την πλειοψηφία του πληθυσμού καθώς η λήψη των αποφάσεων μεταφέρθηκε ακόμη περισσότερο σε ανεξέλεγκτα συστήματα ιδιωτικής εξουσίας» Οι ίδιες μεταρρυθμίσεις αποτέλεσαν, κατά τον ίδιο, ένα σημαντικό στοιχείο στην εκστρατεία ν’ αντιστραφεί αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι ονόμαζαν «υπερβολική δημοκρατία» της δεκαετίας του ‘60 και να «επανέλθει» ο πληθυσμός στην παθητικοποιηση και τη συναίνεση.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Τσομκι συχνά επαναλαμβάνει ότι οι ΗΠΑ είναι «μία ασυνήθιστα ελεύθερη χώρα».[24] Όμως, παρόμοια εκτίμηση θα ήταν βάσιμη μόνο εάν μπορούσαμε να διαχωρίσουμε την πολιτική ελευθερία και ισότητα από την οικονομική. Αλλά ακόμη και αν κάποιος συμφωνήσει ότι ένας σημαντικός βαθμός πολιτικής ελευθερίας έχει πραγματι εξασφαλιστεί στις ΗΠΑ στο νομοθετικό επίπεδο (μολονότι θα μπορούσε να έχει σοβαρούς ενδοιασμούς για την εφαρμογή στη πράξη της σχετικής νομοθεσίας σε σχέση με τα κατώτερα στρώματα γενικά και τις μειονότητες ειδικότερα), εντούτοις, ο πελώριος βαθμός οικονομικής ανισότητας και φτώχειας που χαρακτηρίζει τη χώρα αυτή σε σχέση με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της θα την χαρακτήριζε μάλλον ως μια «ασυνήθιστα ανελεύθερη χώρα». Ακόμη, άλλωστε, και η Έκθεση για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του ΟΗΕ[25] κατατάσσει τις ΗΠΑ όσον αφορά τη φτώχεια σε χειρότερη θέση (17η) από χώρες με πολύ χαμηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα όπως οι παρακάτω: Γουιάνα (16η), Μαυρίκιος (15η), Μπελίζ (14η), Παραγουάη (13η), Λίβανος (12η), Μεξικό (11η), Κολομβία (10η), Βενεζουέλα (9η), Παναμάς (8η), Ιορδανία (7η), Τρινιντάντ (6η), Σιγκαπούρη (5η) Κούβα (4η), Χιλή (3η), Κόστα Ρίκα (2η) και Ουρουγουάη (1η)!

Με άλλα λόγια, σήμερα, δεν είναι πια δυνατόν να μιλούμε για δημοκρατία, χωρίς ν’ αναφερόμαστε στο θέμα της οικονομικής δύναμης. Το να μιλούμε για ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης χωρίς να την εξαρτούμε από την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης, είναι, στη καλύτερη περίπτωση, χωρίς νόημα και, στη χειρότερη, απατηλό. Από την σκοπιά αυτή, δεν είναι εκπληκτικό ότι η σημερινή παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» έχει οδηγήσει πολλούς φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και φυσικά τους δικούς μας σοσιαλφιλελεύθερους να μιλούν για άμεση δημοκρατία, ή πιο βολικά, για συμμετοχική «δημοκρατία», χωρίς βέβαια ν’ αναφέρονται και στο αναγκαίο συμπλήρωμα της: την οικονομική δημοκρατία.

Παρόμοια ο Τσόμσκι, ακριβώς διότι δεν κάνει τη βασική διάκριση μεταξύ πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας και επομένως δεν βλέπει ότι είναι αδιανόητη η μια χωρίς την άλλη, φθάνει να χειροκροτά την αποκατάσταση του καπιταλισμού στις χώρες του τ. «υπαρκτού σοσιαλισμού» και να τονίζει ότι «η κατάρρευση του καθεστώτος αυτού θα έπρεπε να γίνει καλοδεχούμενη από την Αριστερά, ως σημαντική νίκη που εξαφάνισε τα εμπόδια για ένα αυθεντικό σοσιαλισμό».[26] Όμως, ακόμη και αν προσπεράσουμε τον σημαντικότατο ρόλο που έπαιξε ιστορικά η ύπαρξη του «αντίπαλου δέους» που δεν θα επέτρεπε ποτέ τη διάπραξη των σημερινών εγκλημάτων της υπερεθνικής ελίτ (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ κ.λπ.), πάλι θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει ριζικά με τη θέση αυτή του Τσόμσκι.

Δεν αμφισβητεί φυσικά κανένας ότι ο «υπαρκτός» δεν εξασφάλισε ποτέ συνθήκες πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Όμως, ούτε η Δύση εξασφάλισε ποτέ παρόμοιες συνθήκες από τότε που εγκαθιδρύθηκε η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», εκτός από τις βραχύβιες περιόδους εξεγέρσεων. Και στα δύο συστήματα, η πολιτική και οικονομική δύναμη ήταν πάντοτε συγκεντρωμένη στα χέρια ελίτ και η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο τύπων καθεστώτων ήταν ότι ο βαθμός πολιτικής εξάρτησης του μέσου δυτικού πολίτη ήταν πάντοτε μικρότερος από τον αντίστοιχο βαθμό εξάρτησης στον «υπαρκτό», και αντίστροφα ο βαθμός οικονομικής εξάρτησης του μέσου δυτικού πολίτη ήταν πάντοτε μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο βαθμό εξάρτησης στον «υπαρκτό». Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι ο πολίτης στον «υπαρκτό» είχε ασφαλή απασχόληση και κάλυψη των βασικών του αναγκών (στέγαση, τροφή, υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.) ―έστω σε στοιχειώδες βέβαια επίπεδο ανάλογο με το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης― ο βαθμός οικονομικής εξάρτησης ήταν μικρότερος στην Ανατολή από ότι στη Δύση, όπου οι λίγοι υπερκαλύπτουν τις βασικές ανάγκες τους ενώ οι πολλοί αγωνίζονται καθημερινά ακόμη και γι’ αυτές, ενώ αρκετοί από αυτούς δεν καταφέρνουν να καλύψουν καθόλου κάποιες βασικές ανάγκες, ιδιαίτερα σήμερα που η νεοφιλελεύθερη συναίνεση ξηλώνει το κράτος-πρόνοιας.[27] Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» και τη φτώχεια, καθώς και την ανασφάλεια στην οποία οδήγησε την πλειοψηφία του πληθυσμού η αγοραιοποίηση της οικονομίας στην Ανατολή[28] και η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση[29].

Η κατάρρευση, επομένως, του «υπαρκτού» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νίκη μόνο εάν είχε πράγματι οδηγήσει στην εξαφάνιση των εμποδίων για τον αυθεντικό σοσιαλισμό. Στη πραγματικότητα όμως οδήγησε στο αντίθετο. Το γεγονός ότι οι πολίτες σήμερα στα καθεστώτα του τ. «υπαρκτού» απολαμβάνουν περισσότερες πολιτικές ελευθερίες από ότι πριν, ελάχιστη έχει σημασία, όπως ακόμη και ορθόδοξοι σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι όπως ο J.K. Galbraith παραδέχονται, εάν συγχρόνως στερούνται ακομη και των πιο βασικών οικονομικών ελευθεριών. Η σημερινή άλλωστε αύξηση του βαθμού οικονομικής εξάρτησης του μέσου πολίτη θα μπορούσε ευκολότερα να οδηγήσει σε νέες μορφές ολοκληρωτισμού (σαν και αυτές που δημιουργεί το καθεστώς Πούτιν) παρά στον αυθεντικό σοσιαλισμό

Κεφάλαιο δεύτερο: Ο Τσόμσκι, η παγκοσμιοποίηση και το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ

Αντισυστημικά οράματα, αντισυστημικά κινήματα και ο Τσόμσκι

Με βάση το παραπάνω αναλυτικό πλαίσιο, είναι φανερό πως είναι αδύνατον να ελεγχθεί η διαδικασία αύξησης της συγκέντρωσης οικονομικής εξουσίας μέσα στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται από τότε που πρωτοεμφανίστηκε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς ―εδώ και σχεδόν δύο αιώνες― και καμία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση ή λαϊκό κίνημα δεν κατόρθωσε να την σταματήσει ή έστω να την επιβραδύνει, παρά μόνο για σύντομα χρονικά διαστήματα. Ακόμη και η λαϊκή «νίκη» ενάντια στις προτάσεις για την ΜΑΙ, που χαιρέτισε ο Τσόμσκι, είναι αμφίβολο εάν θα είχε επιτευχθεί εάν οι οικονομικές ελίτ δεν ήταν σοβαρά διχασμένες. Άλλωστε, έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται σημάδια ότι η ίδια η «νίκη» ήταν κούφια, αφού είναι πλέον σαφές ότι η συμφωνία της ΜΑΙ δεν παραμερίστηκε αλλά απλώς εισάγεται σήμερα «με δόσεις», από την «πίσω πόρτα» του ΔΝΤ[30] και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ο βασικός λόγος που παρόμοιες μάχες είναι καταδικασμένες, είναι ότι δεν αποτελούν ενιαίο τμήμα ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος που θα αντικαταστήσει το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, και, σαν τέτοιες, είναι εύκολο να περιθωριοποιούνται ή να οδηγούν σε απλές (και εύκολα αντιστρέψιμες) μεταρρυθμίσεις.

Με βάση, όμως, τις παραπάνω θέσεις του Τσόμσκι για την δημοκρατία, δεν είναι περίεργο ότι όταν σε συνέντευξη που του είχε πάρει ο υπογράφων πριν δέκα περίπου χρόνια[31] τέθηκε το ερώτημα εάν βλέπει το ξεπέρασμα των εθνικών αντιθέσεων μέσω της ίδρυσης υπέρ-εθνικών ομοσπονδιακών κρατών βασισμένων στις καπιταλιστικές δομές της αγοράς, όπως υποστηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες ή, αντίθετα, αν το βλέπει μέσα από τον αγωνα για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας των κοινοτήτων βασισμένη στην άμεση και οικονομική δημοκρατία, η απάντηση του επιβεβαίωσε τόσο τις παραπάνω αστήρικτες απόψεις του για τον καπιταλισμό όσο και την απομάκρυνση του από κάθε αντισυστημικο όραμα.

Έτσι, κατά τον Τσόμσκι, «πρέπει πρώτα από όλα ν αναγνωρίσουμε ότι η συζήτηση για “καπιταλιστική αγορά” είναι βασικά παραπλανητική (…) δεν υπάρχει κίνδυνος ότι οι Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα αποδεχτούν ποτέ κανόνες ελεύθερης αγοράς». Και αυτά λεγόντουσαν όταν είχε ήδη υιοθετηθεί η Ενιαία Αγορά μέσα στην ΕΟΚ η οποία καθιέρωνε ακριβώς τη κυριαρχία των κανόνων της ελεύθερης αγοράς ―διαδικασία που ολοκληρώθηκε κατόπιν με τις συνθήκες Μάαστριχτ, Άμστερνταμ κ.λπ. που εισήγαγαν τις ελαστικές αγορές εργασίας και τις πλήρως απελευθερωμένες αγορές! Είναι προφανές ότι ο Τσόμσκι αδυνατεί να αντιληφθεί ότι, ακόμη και σε ένα θεσμικό πλαίσιο ελεύθερων αγορών, το κράτος μπορεί πράγματι να επεμβαίνει προσωρινά και να επιβάλλει δασμούς ή να χορηγεί επιδοτήσεις, μέχρις ότου ανδρωθούν οι αντίστοιχοι κλάδοι και να είναι σε θέση να επιπλεύσουν στον διεθνή ανταγωνισμό χωρίς οποιαδήποτε κρατική προστασία. Η προσωρινή αυτή προστασία δεν αναιρεί βέβαια στο παραμικρό τον γενικό χαρακτήρα της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς. Ο Τσόμσκι, μη διαθέτοντας μια ριζοσπαστική ιστορική ανάλυση της νεωτερικότητας, δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσει το γεγονός ότι ενώ στο παρελθόν, τόσο στη πρώτη φάση της φιλελεύθερης νεωτερικοτητας όσο και στη δεύτερη φάση της κρατικιστικής νεωτερικότητας, το κράτος πραγματι έπαιξε καθοριστικό ρολο στην προστασία από τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων μέσα στα σύνορα του, στη σημερινή φάση της νεοφιλελεύθερης νεωτερικοτητας, όπου οι κύριοι φορείς του παγκόσμιου εμπορίου και των επενδύσεων είναι οι πολυεθνικές, παρόμοια προστασία δεν χρειάζεται πια παρά μόνο για ελάχιστους κλάδους που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει τα οργανωτικά, τεχνολογικά και οικονομικά συγκριτικά πλεονεκτήματα για να μπορούν να επιβιώνουν στον διεθνή ανταγωνισμό χωρίς κρατική προστασία. (π.χ. η Αμερικανική βιομηχανία χάλυβα ή η Ευρωπαική γεωργία)

Με βάση, επομένως, την παραπάνω φιλελεύθερη αντίληψη της Ιστορίας που υιοθετεί ο Τσόμσκι και τις συνακόλουθες θέσεις του για τον ρόλο του Κράτους, δεν είναι περίεργο ότι παραπέμπει (ρητά και με την πράξη του) τα ελευθεριακά αντισυστημικά οράματα και κινήματα στις …Ελληνικές καλένδες. Είναι αποκαλυπτική η θέση που διατύπωσε σχετικά στην συνέντευξη που ανάφερα παραπάνω :

Θα μπορούσε φυσικά κάποιος να φανταστεί πιο ελευθεριακές και δημοκρατικές εναλλακτικές λύσεις που διαβρώνουν τόσο τη κρατική και τη κορπορατιστικη δύναμη, όσο και τα καταπιεστικά συστήματα που επιβάλλουν ―συμπεριλαμβανόμενων των αγορών του κρατικού καπιταλισμού και τα αναδυόμενα υπερεθνικά ομόλογα τους. Αυτά είναι σημαντικά οράματα για το μέλλον, που θα έπρεπε να εμψυχώνουν αυτούς που επιδιώκουν την ελευθερία και την δικαιοσύνη, καθώς και τα κοινωνικά κινήματα που δημιουργούν ή συμμετέχουν. Αλλά αυτές είναι ακόμη απόμακρες προοπτικές (remote prospects), για τις οποίες δεν έχει γίνει η προκαταρκτική εργασία (δική μου έμφαση).

Τη στιγμή, δηλαδή, που, για παράδειγμα, το αντισυστημικό ελευθεριακό κίνημα της Κοινωνικής Οικολογίας είχε ήδη δέκα χρόνια ύπαρξης και οι ριζοσπάστες Πράσινοι στη Γερμανία και αλλού ακόμη αγωνιζόντουσαν για τη δημιουργία ενός αντισυστημικού οικολογικού κινήματος (πριν να επικρατήσουν τελικά οι ρεφορμιστές στο Πράσινο κίνημα) ο Τσόμσκι έμμεσα απέρριπτε τις σχετικές προσπάθειες ως ρομαντικές! Όταν επομένως πρόσφατα υιοθέτησε και το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε ήταν απόλυτα συνεπής, τόσο σε σχέση με τη θέση του για τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όσο και σε σχέση με την αντίληψη του για αντισυστημικα οράματα και αγώνες.

Αντίθετα, με βάση την προβληματική της ΠΔ, μόνον ο αγώνας για την οικοδόμηση ενός νέου μαζικού κινήματος που θα αγωνιστεί «από απέξω» (και όχι «από μέσα», δηλ. με μεταρρυθμίσεις) για την δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου, και την ανάπτυξη της αντίστοιχης κουλτούρας και κοινωνικού παραδείγματος, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία νέα κοινωνία η οποία θα χαρακτηριζόταν από την ισοκατανομή (δηλαδή την αναίρεση) της εξουσίας.[32]

Η παγκοσμιοποίηση[33], η ρεφορμιστική Αριστερά και ο Τσόμσκι

Η ανεπιφύλακτη, επομένως, υιοθέτηση από τον Τσόμσκι του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, σε αντίθεση με τη γενικότερη εχθρική στάση του αναρχικού κινήματος και της ριζοσπαστικής Αριστεράς προς αυτό, δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε εκπληκτική. Η θέση αυτή είναι σε απόλυτη συνέπεια με τις θέσεις του Τσόμσκι για τον καπιταλισμό γενικότερα και τη φύση της σημερινής διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς ειδικότερα. Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[34] οι θέσεις των σοσιαλδημοκρατών και της ρεφορμιστικής Αριστεράς[35] ότι η διεθνοποίηση και συνακόλουθα ο νεοφιλελευθερισμός αντιπροσωπεύουν απλώς μια ανατρέψιμη αλλαγή πολιτικής, αν όχι το αποτέλεσμα συνομωσιών των αρχουσων ελίτ, όπως υποστηρίζει ο Τσόμσκι, είναι αβάσιμη και ανιστόρητη. Τόσο η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς όσο και η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, όπως εκφράζεται από τις πολιτικές των νεοφιλελεύθερων (Θάτσερ, Ρέιγκαν κ.λπ.) που συνεχίζουν οι σοσιαλφιλελευθεροι (Μπλέρ, Σρέντερ, Γιωργάκης) αντιπροσωπεύουν δομικές αλλαγές στην οικονομία της αγοράς οι οποίες είναι μη ανατρέψιμες στο πλαίσιο του συστήματος αυτού. Και αυτό, διότι, όπως μπορεί να δείξει τόσο η ορθόδοξη όσο και η ριζοσπαστική οικονομική θεωρία, το βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, ο ανταγωνισμός, αναπόφευκτα οδηγεί στη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, στη δημιουργία τεράστιων εθνικών και αργότερα πολυεθνικών επιχειρήσεων που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς. Εάν λοιπόν για ένα μικρό σχετικά τμήμα της ιστορίας της οικονομίας της αγοράς, (μέσα δεκαετίας του 1930 ― μέσα δεκαετίας του 1970), ήταν δυνατή η επιβολή σχετικά αποτελεσματικών κρατικών ελέγχων πάνω στην οικονομία της αγοράς σε εθνικό επίπεδο, η μεταπολεμική ανάπτυξη της διεθνοποίησης έκανε ασύμβατους τους έλεγχους αυτούς με τον θεμελιακό στόχο της οικονομίας της αγοράς για οικονομική αποτελεσματικότητα και οδήγησε στην έκλειψη τους.

Mολονοτι, επομένως, είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουν «ιστορικοί» ή «φυσικοί» νόμοι που καθορίζουν την κοινωνική εξέλιξη, αυτό δεν σημαίνει ότι «όλα είναι δυνατά» μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, όπως φαίνεται να υποθέτει ο Τσόμσκι. Το θεσμικό πλαίσιο πάντοτε θέτει τις παραμέτρους μέσα στις οποίες μπορεί να λάβει χώρα η κοινωνική πάλη. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η φύση όσο και η δυναμική της κοινωνικής πάλης δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτές τις παραμέτρους ―εκτός βέβαια αν ρητά επιδιώκει την αλλαγή του ίδιου του θεσμικού πλαισίου. Όπως ανάφερα παραπάνω, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση δεν ήταν απλώς μια αλλαγή πολιτικής, όπως πιστεύουν οι σοσιαλδημοκράτες και η ρεφορμιστική Αριστερά αλλά μια δομική αλλαγή που επιβλήθηκε από τις ανάγκες της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς.

Αυτό σημαίνει ότι τα βασικά στοιχεία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και ιδιαίτερα οι ευέλικτες αγορές και η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές που στοχεύουν στην προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος δεν πρόκειται να εξαφανιστούν όσο υπάρχει η οικονομία της αγοράς. Και όσο υπάρχει οικονομία της αγοράς μπορεί να είναι μόνο διεθνοποιημένη σήμερα, εφόσον η ανάπτυξη (και επομένως η κερδοφορία) των πολυεθνικών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς εξαρτάται από τη παγκόσμια διεύρυνση των αγορών τους. Όμως, όσο η οικονομία της αγοράς πρέπει να είναι διεθνοποιημένη, οι αγορές πρέπει επίσης να είναι, κατά το μέγιστο δυνατό, ανοικτές και απελευθερωμένες («εύκαμπτες»).

Όλα αυτά σημαίνουν ότι όσο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αναπαράγεται, οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις εισάγονται κάτω από λαϊκή πίεση, αντί να κάνουν τον κόσμο «ένα καλύτερο μέρος», όπως υποστηρίζει ο Τσόμσκι υιοθετώντας το ρεφορμιστικό επιχείρημα, μπορεί απλώς να οδηγήσουν σε προσωρινές νίκες και αντιστρέψιμες κοινωνικές κατακτήσεις, σαν αυτές για παράδειγμα που επιτεύχθηκαν τη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης που τωρα ξηλώνονται συστηματικά από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλφιλελευθερους σε αγαστή σύμπνοια.

Σήμερα, ο μόνος τρόπος για την αποτελεσματική επιβολή κοινωνικών ελέγχων σαν αυτούς που ονειρεύονται οι σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι συνοδοιπόροι τους, καθως και η ρεφορμιστική Αριστερά και ο Τσόμσκι, θα ήταν είτε η επιστροφή σε κάποιο είδος προστατευτισμού σε εθνικό ή ηπειρωτικό επίπεδο, είτε η επιβολή ενός διεθνούς Κεϋνσιανισμού. Όμως ο μεν προστατευτισμός είναι ασύμβατος με τη σημερινή διαπλοκή δραστηριοτήτων των πολυεθνικών που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία, ο δε παγκόσμιος Κεϋνσιανισμος (ιδιαίτερα για την επίτευξη οικολογικών στόχων) θα σήμαινε τον περιορισμό της αναπτυξιακής δυναμικής του συστήματος και θα ήταν ασύμβατος με την «οικονομική αποτελεσματικότητα» που υποτίθεται εξασφαλίζει η αυτό-ρυθμιζόμενη αγορά.

Επομένως, το βαρύ σφάλμα, αν όχι έγκλημα, που διαπράττει σήμερα η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι υιοθετεί μια «μη συστημική» προσέγγιση στο θέμα της παγκοσμιοποίησης, η οποία την βολεύει μεν διότι δεν την φέρνει σε σύγκρουση με το σύστημα αλλά συγχρόνως εγκλωβίζει τα λαϊκά στρώματα σε ψευδαισθήσεις και μάταιους αγώνες. Η προσέγγιση αυτή που υιοθετείται από μαρξιστές, όπως οι Amin, Wallerstein, Panitch κ.α., και από ελευθεριακούς όπως ο Noam Chomsky ―βασίζεται στην υπόθεση ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι αντιστρέψιμη ακόμα και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Η λογική συνέπεια μιας τέτοιας θέσης είναι η υιοθέτηση των στρατηγικών της άμεσης δράσης για «αντίσταση» στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, σαν να είναι δυνατό η τελευταία να αντιστραφεί μέσω τακτικών πολιτικής ανυπακοής, παρόμοιες με εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν στο κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ! Όμως, όπως προσπάθησα να δείξω και αλλού,[36] η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι ζήτημα πολιτικής (όπως ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ), ή έστω ζήτημα επιλογής για τις ελίτ, και, επομένως, δεν είναι αντιστρέψιμη μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Όπως είδαμε και παραπάνω, μία οικονομία της αγοράς σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι διεθνοποιημένη, λόγω του ότι η ανάπτυξη (και επομένως η κερδοφορία) των πολυεθνικών, οι οποίες ελέγχουν την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, εξαρτάται από το παγκόσμιο άνοιγμα και απελευθέρωση των παγκόσμιων αγορών. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα δεν είναι δυνατή ούτε και η εισαγωγή αποδοτικών κοινωνικών ελέγχων για την προστασία του περιβάλλοντος και της εργασίας πάνω στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Όλοι εκείνοι επομένως που δειχνουν την αντιθεση τους στην παγκοσμιοποίηση με παρόμοιους τρόπους, το πολύ που μπορεί να ελπίζουν ότι θα επιτύχουν με παρόμοια δράση είναι κάποιου είδους (ανώδυνες για τις ελίτ) μεταρρυθμίσεις, όπως ο φόρος Tobin, ή αντιστοιχες βελτιωσεις που επιδιώκονται από την ATTAC, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε κ.λπ. : δηλαδή μία «παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο προσωπείο.

Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και ο Τσόμσκι

Με βάση τις παραπάνω θέσεις του Τσόμσκι, δεν είναι περίεργη η ανεπιφύλακτη από μέρους του υποστήριξη του ΠΚΦ, που στα πρώτα του βήματα οργανώθηκε από την οργάνωση ATTAC ―το πνευματικό παιδί της Le Monde Diplomatique― μαζί με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (οι οποιες επιχορηγούνται άμεσα ή έμμεσα από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ) και χρηματοδοτήθηκε ―μεταξύ άλλων― από το ίδρυμα Φορντ. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο Τσόμσκι από καιρό, όπως είδαμε παραπάνω, έχει απομακρυνθεί από τα αντισυστημικά οράματα.

Έτσι, αυτοί που βλέπουν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σαν προϊόν κάποιας συνωμοσίας του κεφαλαίου όπως ο Τσόμσκι, ή κάποιου κακού «μοντέλου» που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις σήμερα, δηλαδή όλοι αυτοί που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ρεφορμιστική Αριστερά», μίλησαν για «ιστορική τομή» ενώ άλλοι, πιο σεμνά(!), χαρακτήρισαν το Φόρουμ ως «ελπίδα για ένα νέο κόσμο». Από την άλλη μεριά, η συντριπτική πλειοψηφία των ρευμάτων που ανήκουν στην «αντισυστημικη Αριστερά», τα οποία βλέπουν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως το αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και επομένως μη αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα αυτό,[37] διαχώρισαν σαφώς τη θέση τους από το Φόρουμ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι τα σημαντικότερα τέτοια ρεύματα που μετείχαν στην Γένοβα και αλλού (Peoples Global Action: PGA, Reclaim The Streets: RTS κ.α) ―τις θυσίες των οποίων δεν παύει να επικαλείται η ρεφορμιστική Αριστερά― απέρριψαν την πρόταση συμμετοχής τους στο Πόρτο Αλεγκρε, ενώ μερικοί ανάλαβαν και ενεργό δράση με αντιδιαδηλώσεις στην ίδια την πόλη. Παράλληλα, σημαντικά Βραζιλιάνικα συνδικάτα[38] καταδίκασαν το Κοινωνικό Φόρουμ δημόσια για την προσπάθεια του να δώσει ένα ανθρώπινο προσωπείο στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Αυτά βέβαια δεν ήταν εκπληκτικά αν πάρει κανένας υπόψη ότι το «Κάλεσμα Κινητοποίησης»[39] που υπογράφηκε από περίπου 200 οργανώσεις, έκανε ξεκάθαρο το ρεφορμιστικό χαρακτήρα του Φόρουμ όταν δήλωνε ότι στόχος δεν είναι η ίδια η οικονομία της αγοράς αλλά η «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίησή» της, ούτε η ίδια η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» αλλά η υπονόμευσή της από την παγκοσμιοποίηση, τον μιλιταρισμό κ.λπ., προχωρώντας μάλιστα και στη διατύπωση αντίστοιχων αιτημάτων: φόρος Τομπιν, «δίκαιο» εμπόριο, μη παρέμβαση από το ΔΝΤ, την ΠΤ, τον ΠΟΕ και το ΝΑΤΟ στη διαμόρφωση των εθνικών πολιτικών, αγροτική μεταρρύθμιση κ.ο.κ.

Η συλλογιστική του ΠΚΦ είναι ότι η «κοινωνία πολιτών» (μια έννοια που αγνοεί τις ταξικές διακρίσεις ―γι’ αυτό και υποστηρίζεται ακόμη και από την Διεθνή Τράπεζα!) μπορεί να σχηματίσει κοινό μέτωπο και να παλέψει κατά της «λαίλαπας» του νεοφιλευθερισμού, η οποία προφανώς μας προέκυψε από το διάστημα και όχι ως συνέπεια της δυναμικής του ίδιου του συστήματος που δημιουργεί τις ταξικές διακρίσεις και ιεραρχικές δομές. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η οργανωτική επιτροπή του Φόρουμ εκπροσωπούσε ακριβώς την «κοινωνία πολιτών». Έτσι, οι οργανώσεις που καθόρισαν τον χαρακτήρα του Φόρουμ διαμόρφωσαν μια ατζέντα που, μολονότι ρεφορμιστική, δεν παύει να έχει και ουτοπικό χαρακτήρα, εφόσον ούτε και τα αιτήματα που θέτουν είναι δυνατόν να επιτευχθούν μέσα στο πλαίσιο της σημερινής οικονομίας της αγοράς δεδομένου ότι οι πολυεθνικές και η υπερεθνική ελίτ (που την ελέγχουν) δεν πρόκειται ποτέ να δεχτούν αποτελεσματικούς έλεγχους στην κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων που όχι μόνο θα μείωναν τα κέρδη τους αλλά και θα επιβράδυναν την ανάπτυξη/μεγέθυνση που δικαιολογεί την ίδια την ύπαρξη της ελίτ αυτής.

Όμως, από την άλλη μεριά, ο καθορισμός μιας παρόμοιας ρεφορμιστικής ατζέντας εγκλωβίζει και υγιή λαϊκά στρώματα σε ρεφορμιστικά αιτήματα και δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την προσπάθεια ανάπτυξης μιας αντισυστημικής συνειδητοποίησης κατά της παγκοσμιοποίησης και αντίστοιχα το κτίσιμο ενός αντισυστημικού κινήματος εναντίον της. Παρόλα αυτά, μερικοί αμετανόητοι (συνήθως από την Τροτσκιστική Αριστερά η οποία, με τη συμμετοχή της, ουσιαστικά έδωσε την ευκαιρία στο Φόρουμ να μιλά για την «μεγάλη διαφορετικότητα» του) υποστηρίζουν ότι η προβολή ρεφορμιστικών αιτημάτων που στο σημερινό σύστημα είναι ουτοπικά μπορεί να οδηγήσει σε αντισυστημική συνειδητοποίηση. Είναι όμως φανερό ότι αυτοί που υποστηρίζουν παρόμοιες θέσεις δεν έχουν ακόμη πάρει το μάθημα της Ιστορίας για την παταγώδη αποτυχία αυτής της τακτικής που όχι μόνο δεν οδήγησε πουθενά στη δημιουργία μαζικής αντισυστημικης συνειδητοποίησης αλλά, αντίθετα, κατέληξε στην σημερινή ανατροπή της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και των περισσότερων κατακτήσεων της.

Είναι φανερό λοιπόν ότι το ΠΚΦ που υιοθέτησαν ενθουσιωδώς οι «ελευθεριακοί» Τσόμσκι, Albert κ.α. έχει καταντήσει σε αυτό που Γερμανική ελευθεριακή εφημερίδα χαρακτήρισε «ένα είδος Ελντοράντο για τους ρεφορμιστές σοσιαλιστές και τους ηθικιστές»[40]. Και είναι ακόμη πιθανότερο ότι, όσο δεν οργανώνεται ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση όχι μόνο δεν θα αντιστραφεί αλλά θα ενισχύεται κάθε χρόνο και περισσότερο ―όπως ήδη συμβαίνει.

Έτσι, σήμερα, κάποιοι ελευθεριακοί θεωρητικοί, με προεξάρχον παράδειγμα τον Τσόμσκι, έχουν υιοθετήσει ένα είδος «πραγματιστικού» αναρχισμού που δεν στοχεύει πια σε συστημικη αλλαγή αλλά απλώς σε «αντίσταση». Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο «αναρχικός» Τσόμσκι τελευταία υποστήριξε ακομη και την υποψηφιότητα του δημοκρατικού υποψήφιου Τζον Κέρι με βάση το επιχείρημα του «ελάσσονος κακού»![41] Αντίστοιχα αλλοι «πραγματιστές» αναρχικοι υιοθετούν το κτίσιμο εναλλακτικών μορφών κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που δεν εντάσσονται όμως σε ένα πολιτικό πρόγραμμα και κίνημα για την συστημικη αλλαγή (Colin Ward, Ted Trainer κ.α).

Όσον αφορά τους ελευθεριακούς ακτιβιστές, πολλοί μεν από αυτούς, αντί να εκμεταλλευθούν την ιστορική ευκαιρία που παρουσιάζει η κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλισμού και να ενώσουν τις δυνάμεις τους στο κτίσιμο ενός προγραμματικού ελευθεριακού κινήματος για μια αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία (όπως προτείνει το προταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας) ―κάτι που ίσως, μετά τη κατάρρευση του σοσιαλιστικού προτάγματος, αποτελεί τη μόνη ελπίδα για ν’ αποτραπεί η συνεχής κατολίσθηση στη βαρβαρότητα― σπαταλούν την δική τους ενέργεια στην life-style αναρχία, τον πριμιτιβισμό και τον ανορθολογισμό που αποτελουν τον εύκολο δρόμο. Τέλος άλλοι, ακόμη χειρότερα, καταλήγουν στη σημερινή ιδεολογία του συστήματος, τον μεταμοντερνισμό, που ανακατεύουν με αναρχικές ιδέες. Αυτό κάνουν για παράδειγμα πολλοί Αγγλοσάξονες αναρχικοί με προεξάρχον το Αμερικανικό Institute for Anarchist Studies.

Η αναπόφευκτη συνέπεια όλων αυτων των τάσεων είναι η συνεχής περιθωριοποίηση του ελευθεριακού χώρου και γενικότερα η σημερινή κρίση και παρακμή του αναρχικού κινήματος.[42]


 


[1] Noam Chomsky, “On freedom of press and culture: an interview,” Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (March 1999).

[2] Noam Chomsky, “Power in the Global Arena,” New Left Review, No. 230 (Ιούλης-Αύγουστος 1998), σελ. 3-27.

[3] Στο ίδιο, σελ. 4-5.

[4] Στο ίδιο, σελ. 27.

[5] Βλ. συνέντευξη Murray Bookchin στο βιβλίο της Janet Biehl, The Politics of Social Ecology (Montreal: Black Rose Press), 1998, σελ. 148-49.

[6] Βλ. T. Fotopoulos, “Mass media, culture and democracy,” Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (Μάρτιος 1999), σελ. 33-64.

[7] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Αθήνα, Καστανιώτης, 1999 ― μόλις κυκλοφόρησε σε επανέκδοση), κεφ. 1-2.

[8] Στο ίδιο, κεφ. 1.

[9] Στο ίδιο, Πίνακες 1.1 & 1.2.

[10] World Bank, World Development Report 1997, Πιν. 13.

[11] Noam Chomsky, “Market Democracy in a Neoliberal Order: Doctrines and Reality,” Z Magazine (September & November 1997).

[12] Η αγοραιοποίηση ορίζεται ως η ιστορική διαδικασία που μετέτρεψε τις κοινωνικά ελεγχόμενες οικονομίες του παρελθόντος στην οικονομία της αγοράς του παρόντος.

[13] Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 1.

[14] Βλ. π.χ. N. Chomsky, Class Welfare: Interviews with David Barsamian (London: Pluto Press, 1996).

[15] Βλ. Karl Polanyi, The Great Τransformation (Boston: Beacon Press, 1944/1957) και Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 1.

[16] Βλ. για παραπέρα θεμελίωση της θέσης αυτής, Τ. Φωτοπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 1.

[17] Ο John Stuart Mill, για παράδειγμα, πλέκει το εγκώμιο της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής (σε ρητή μάλιστα αντιδιαστολή σε κάθε συστημα συλλογικής ιδιοκτησίας που καταδικάζει ως «ανελεύθερο»), προυποτιθεμένου ότι ξεκινά με ίσους όρους για όλους και όχι, όπως ξεκίνησε ιστορικά, με την αρπαγή γης από τους ισχυρότερους. Βλ το κεφάλαιο “Of property” στο βιβλίο του John Stewart Mill, Principles of Political Economy (1848/Penguin, 1970), σελ. 349-367.

[18] Βλ. N. Chomsky, Class Welfare: Interviews with David Barsamian, ό.π., σελ. 21.

[19] Στο ίδιο, σελ. 21-23.

[20] Noam Chomsky, “Domestic Constituencies,” Z Magazine (May 1998).

[21] N. Chomsky, Class Welfare, ό.π., σελ. 23.

[22] Βλ σχετικα T. Fotopoulos, “Beyond Marx and Proudhon,” Democracy & Nature, Vol. 6, No. 1 (Μάρτης 2000), σελ. 95-110.

[23] Noam Chomsky, “Elections 2000” και “Voting Patterns and Abstentions,” Z magazine (Γεναρης-Φλέβαρης 2001).

[24] Βλ. συνέντευξη Τσόμσκι στην Ελευθεροτυπία (31/7/1995).

[25] UN, Human Development Report 2002, Πιν. 3.

[26] Βλ. συνέντευξη Τσόμσκι στο περιοδικό Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (1999), σελ. 22.

[27] Oι Γεωργιανοί, για παράδειγμα, όταν η Γεωργία ήταν τμήμα της ΕΣΣΔ, πλήρωναν μια αμελητέα τιμή για το ηλεκτρικό που κατανάλωναν. Μόλις όμως, μετά την απόσχιση από την ΕΣΣΔ, μια Αμερικανική πολυεθνική αγόρασε την επιχείρηση παροχής ηλεκτρισμού, υποχρεώθηκαν να πληρώνουν υπέρογκους λογαριασμούς, που για πολλούς από αυτους ήταν ίσοι με τον μηνιαίο μισθό τους, ειδάλλως τους έκοβαν το ρεύμα!

[28] Βλ. T. Fotopoulos, “The catastrophe of Marketization,” Democracy & Nature, Vol. 5, No. 2 (Ιούλης 1999), σελ. 275-310.

[29] Βλ. T. Fotopoulos, “Welfare State or Economic Democracy?,” Democracy & Nature, Vol. 5, No. 3 (Νοέμβρης 1999), σελ. 433-468.

[30] Όπως σημείωνε ο Will Hutton, η σύσκεψη της «Ομάδας των 7» στο τέλος του Οκτώβρη 1998 (η οποία είχε συγκληθεί για ν' αντιμετωπίσει την τότε χρηματοπιστωτική κρίση) αποφάσισε ότι «όταν το ΔΝΤ οργανώνει τη διάσωση κρατών στο μέλλον, θ’ απαιτεί από τα κράτη σε κρίση όχι μόνο να υιοθετούν το συνηθισμένο μίγμα μέτρων για την φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και την κατάργηση των κυβερνητικών επιδοτήσεων», αλλά ―ακόμη πιο ανησυχητικά― ότι «θα μεταχειρίζονται παρόμοια τους ξένους και τους ντόπιους οφειλέτες» ―κάτι που ήταν βασικός όρος της MAI. Will Hutton, The Observer (1/11/1998).

[31] Noam Chomsky, “Nationalism and the New World Order: an interview by Takis Fotopoulos,” Democracy & Nature, Vol. 2, No. 2 (1994), σελ. 1-7.

[32] Βλ. T. Fotopoulos, “Transitional Strategies and the Inclusive Democracy Project,” Democracy & Nature, Vol. 8, No. 1 (Μάρτης 2002). Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται και στα Ελληνικά στα τεύχη 6 και 7 του περιοδικού Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, 2004).

[33] Ο όρος «παγκοσμιοποίηση», όπως έχω δείξει αλλού: Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Έλλην. Γράμματα, 2002), δεν είναι ο σωστός όρος για ν' αποδώσει το σημερινό φαινόμενο της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και χρησιμοποιείται εδώ μόνο διότι έχει καθιερωθεί στη συνείδηση του κοινού από τα ΜΜΕ κ.λπ.

[34] Βλ. για διεξοδική ανάλυση το ίδιο, κεφ. 1.

[35] Παράδειγμα της θέσης αυτής νεοκδοθέν βιβλιο για την παγκοσμιοποίηση ενός από τους πιο έμπιστους σύμβουλους του Γιωργάκη στο ΥΠΕΞ, του Νίκου Κοτζιά, (Παγκοσμιοποίηση, Αθήνα, Καστανιώτης, 2003) που τον διαφημίζουν τα ΜΜΕ ότι «παίζει τους σύγχρονους στοχαστές στα δάχτυλα»! (Ελευθεροτυπία, 25/1/2004). Ο κύριος αυτός, αδυνατώντας να κανει ουσιαστική κριτική στην αντισυστημικη προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης την οποία προσπάθησα ν' αναπτύξω στο βιβλιο Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, δεν δίστασε, σε μια «επιστημονική» (sic!), όπως την αποκαλεί, ανάλυση της παγκοσμιοποίησης, ν’ απορρίψει επί τροχάδην την αντίληψη της ΠΔ για την παγκοσμιοποίηση ως «βαθιά αντιφατική και ασυνεπή», με βάση το διαστρεβλωτικό επιχείρημα ότι συγχέει την παγκοσμιοποίηση με την διεθνοποίηση. Και αυτό, όταν το βιβλιο είχε αφιερώσει ολόκληρο τμήμα σχετικού κεφαλαίου ακριβώς για να διασαφηνίσει και να διαχωρίσει τις έννοιες αυτές και να τονίσει ότι ο ορθός όρος είναι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, αυτός της «διεθνοποίησης», παρόλο που στη συνέχεια τον χρησιμοποίησα, στους τίτλους, υπότιτλους κ.λπ., εναλλακτικά με τον όρο της παγκοσμιοποίησης, ως γενικότερα αποδεκτό και κατανοητό όρο, δεδομένης της επικράτησης του τελευταίου στα ΜΜΕ.

[36] Βλ. Takis Fotopoulos, “Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation «movement»”.

[37] Βλ. σχετικά Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, Μάρτιος 2002), κεφ 1-2.

[38] Βλ. διακήρυξη CUT trade union federation (www.uk.indymedia.org).

[39] Porto Alegre Call for Mobilisation (Βραζιλία: 19 Φεβρουαρίου 2001).

[40] Jungle World (6/2/2002).

[41] Όπως έγραψε ο Τσόμσκι σε πρόσφατο άρθρο του όπου υιοθετεί τον δημοκρατικό υποψήφιο (που ―σημειωτέο― διανέμεται από την …ναυαρχίδα των καπιταλιστικών ΜΜΕ, το Συνδικάτο των New York Times): «οι αμερικανικές εκλογές μάς φέρνουν μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Σε τούτο το αμερικανικό σύστημα απέραντης ισχύος, οι μικρές διαφορές μπορεί να μεταφραστούν σε μεγάλα αποτελέσματα με μακροπρόθεσμες συνέπειες» (Ελευθεροτυπία, 24/03/2004). Στο ίδιο άρθρο δεν διστάζει να κατατάξει ως «τρομοκρατικές» ακόμη και τις επιθέσεις κατά της κατοχής στη Βαγδάτη, την Παλαιστίνη: «Μαζί με τη Μαδρίτη, η λιτανεία του τρόμου μετά την 11η Σεπτεμβρίου περιλαμβάνει τη Βαγδάτη, το Μπαλί, την Καζαμπλάνκα, την Κωνσταντινούπολη, την Τζακάρτα, την Ιερουσαλήμ, τη Μομπάσα, τη Μόσχα και το Ριάντ». (Σε νεώτερο σχόλιο που «ανέβασε» στην ιστοσελίδα του ―25/3/2004― ο Τσόμσκι πήρε αναφανδον θέση για την υπερψήφιση του Κερι με το «επιχείρημα» ότι αλλιώς αγνοούμε τον πραγματικό κόσμο που αναγκαστικά θα μας αγνοήσει και αυτός). 

[42] Βλ. T. Fotopoulos, “The End of Traditional-Antisystemic movements and the need for a new type of anti-systemic movement today,” Democracy & Nature, Vol. 7, No. 3 (Νοέμβρης 2001), σελ. 415-456.

ize: 11pt; font-family: Calibri">New York Times): «οι αμερικανικές εκλογές μάς φέρνουν μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Σε τούτο το αμερικανικό σύστημα απέραντης ισχύος, οι μικρές διαφορές μπορεί να μεταφραστούν σε μεγάλα αποτελέσματα με μακροπρόθεσμες συνέπειες» (Ελευθεροτυπία, 24/03/2004). Στο ίδιο άρθρο δεν διστάζει να κατατάξει ως «τρομοκρατικές» ακόμη και τις επιθέσεις κατά της κατοχής στη Βαγδάτη, την Παλαιστίνη: «Μαζί με τη Μαδρίτη, η λιτανεία του τρόμου μετά την 11η Σεπτεμβρίου περιλαμβάνει τη Βαγδάτη, το Μπαλί, την Καζαμπλάνκα, την Κωνσταντινούπολη, την Τζακάρτα, την Ιερουσαλήμ, τη Μομπάσα, τη Μόσχα και το Ριάντ». (Σε νεώτερο σχόλιο που «ανέβασε» στην ιστοσελίδα του ―25/3/2004― ο Τσόμσκι πήρε αναφανδον θέση για την υπερψήφιση του Κερι με το «επιχείρημα» ότι αλλιώς αγνοούμε τον πραγματικό κόσμο που αναγκαστικά θα μας αγνοήσει και αυτός). 

[42] Βλ. T. Fotopoulos, “The End of Traditional-Antisystemic movements and the need for a new type of anti-systemic movement today,” Democracy & Nature, Vol. 7, No. 3 (Νοέμβρης 2001), σελ. 415-456.