Τάκης Φωτόπουλος, Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία

(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

Η αυτοδιεύθυνση στο μοντέλο Parecon και στην ΠΔ

 

Όπως τόνισα και στο Περιεκτική Δημοκρατία, εκτός από το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, υπάρχει το εξίσου σημαντικό θέμα της κατανομής των πόρων που ανακύπτει σε κάθε κοινωνία σπανεως. Το μοντέλο του πρώιμου Καστοριάδη για εργατική αυτοδιεύθυνση επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα αυτό στη βάση ενός συστήματος που στηριζόταν στην αγορά, το οποίο ο ίδιος υπέθετε ότι δεν θα δημιουργούσε τα συνηθισμένα προβλήματα της οικονομίας της αγοράς (συγκέντρωση της εξουσιας/δύναμης, του εισοδήματος και του πλούτου, εκμετάλλευση, ανεργία κ.λ.π.) λόγω του προτεινομένου συνδυασμού της αγοράς με την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την ισότητα των μισθών. Έτσι, η κατανομή των σπάνιων πόρων στην οικονομία του Καστοριάδη γίνεται αφενός μέσω του σχεδιασμού, ο οποίος ελέγχεται από τις αποφάσεις των εργατικών συμβουλίων και, αφετέρου, μέσω της αγοράς που βασίζεται στις χρηματικές ανταλλαγές.

Ωστόσο, όπως προσπάθησα να δείξω στην κριτική μου της Καστοριαδικης πρότασης,[80] μολονότι το μοντέλο του, αντίθετα με το μοντέλο Parecon, πράγματι εξασφαλίζει την αυτοδιεύθυνση των εργαζόμενων και των καταναλωτών, η δυναμική μιας οικονομίας που στηρίζεται στην αγορά και το χρήμα θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε πελώριες ανισότητες, ακόμα και αν στην αρχή ξεκινούσε με ισότητα εισοδημάτων. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, το προτεινόμενο σύστημα κατανομής των σπάνιων οικονομικών πόρων στην ΠΔ γίνεται αφενός μέσω του σχεδιασμού, ο οποίος ελέγχεται από τις αποφάσεις των συνελεύσεων των πολιτών και, αφετέρου, μέσω μιας τεχνητής αγοράς που βασίζεται στις ανταλλαγές μέσω προσωπικών διατακτικών.

Είναι δυνατή η πραγματική αυτοδιευθυνση σε ένα μοντέλο σχεδιασμού;

Oπως τόνισα και στο βιβλιο Περιεκτική Δημοκρατία,[81] το κρίσιμο ζήτημα είναι «πώς θα επιτύχουμε μία σύνθεση δημοκρατικού σχεδιασμού και ελευθερίας επιλογής, χωρίς να προσφύγουμε σε μία πραγματική αγορά, η οποία αναγκαστικά θα οδηγούσε σε όλα τα προβλήματα της κατανομής των πόρων μέσω της αγοράς’. Σύμφωνα με το πρόταγμα της ΠΔ, η κατανομή των οικονομικών πόρων γίνεται, πρώτον, στη βάση των συλλογικών αποφάσεων των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται από τα δημοτικά και συνομοσπονδιακά πλάνα και, δεύτερον, στη βάση των ατομικών αποφάσεων των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται από το σύστημα των διατακτικών. Επομένως, το σύστημα της ΠΔ αποτελείται από δύο βασικά στοιχεία όσον αφορά την κατανομή των σπάνιων πόρων:

  • ένα στοιχείο σχεδιασμού, το οποίο περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας διαδικασίας διαδοχικών προσαρμογών του δημοκρατικού σχεδιασμού βάσει των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μεταξύ, από τη μια μεριά των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας, και, από την άλλη, των δημοτικών συνελεύσεων και της συνομοσπονδιακής συνέλευσης και
  • ένα στοιχείο «αγοράς», το οποίο περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας τεχνητής «αγοράς», η οποία θα εξασφαλίζει την πραγματική ελευθερία επιλογής, χωρίς να έχει όμως τις δυσμενείς συνέπειες που σχετίζονται με τις πραγματικές αγορές.

Ο ακρογωνιαίος λίθος του προτεινόμενου μοντέλου, ο οποίος συνιστά επίσης το βασικό χαρακτηριστικό που το διακρίνει από τα μοντέλα του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, είναι ότι προϋποθέτει ρητά μία οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά, πράγμα που αποκλείει τη θεσμοποίηση προνομίων για κάποια τμήματα της κοινωνίας, καθως και την ιδιωτική συσσώρευση πλούτου, χωρίς όμως να βασίζεται σε μία μυθική κατάσταση μετά-σπάνεως. 

Το μοντέλο Parecon βρίσκεται, φυσικά, σε συμφωνία με το πρόταγμα της ΠΔ όσον αφορά την απόρριψη του μηχανισμού της αγοράς ως ασύμβατου με την αυτοδιεύθυνση. Μολονότι, όμως, το μοντέλο Parecon αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με τα συνηθισμένα σοσιαλιστικά μοντέλα σχεδιασμού, στα οποία οι γραφειοκράτες και οι τεχνοκράτες επιχειρούν να προεξοφλήσουν τις ανάγκες της κοινωνίας (δηλ. τις ανάγκες των καταναλωτών και τους εργαζόμενων), εντούτοις, δεν μπορεί να διασφαλίσει την αυτοδιεύθυνση ούτε των εργαζόμενων ούτε των καταναλωτών, εξαιτίας της αποκλειστικής στήριξής του στο σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων. Κατά τη γνώμη μου, καμία οικονομική οργάνωση που βασίζεται μόνο στο σχεδιασμό, όσο δημοκρατικός και αποκεντρωμένος και αν είναι αυτός, δεν μπορεί να διασφαλίσει την πραγματική αυτοδιεύθυνση και ελευθερία επιλογής, είτε για τους εργαζόμενους είτε για τους καταναλωτές.

Έχουν πραγματική ελευθερία επιλογής οι εργαζόμενοι στο μοντέλο Parecon;

Έτσι, όσον αφορά τους εργαζόμενους, οι εξουσίες που δίνονται στα εργατικά συμβούλια είναι πρακτικά ελάχιστες αφού τα πάντα, από το ποιες και πόσες υπηρεσίες των μέσων παραγωγής θα χρησιμοποιηθούν και τι θα παραχθεί μέχρι τις συνθήκες εργασίας που συνεπάγονται οι αποφάσεις αυτές, καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο, μέσω των ‘΄γύρων’ του Πλάνου, αντί να καθορίζονται πρωταρχικά στο τοπικό επίπεδο και μόνο όταν αυτό δεν είναι εφικτό να καθορίζονται στο περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Από την άλλη μεριά, στο πρόταγμα της ΠΔ ισχύει το αντίθετο, εφοσον αυτοί που αποφασίζουν την κατανομή των πόρων και τις συνθήκες εργασίας στο τοπικό επίπεδο είναι οι τοπικές δημοτικές συνελεύσεις και οι συνελεύσεις στους χώρους εργασίας. Μόνο σε ότι αφορά τις βασικές ανάγκες, οι τοπικές αποφάσεις πρέπει να είναι συμβατές με το συνομοσπονδιακό πλάνο (αλλά ακόμα και τότε υπάρχει μεγάλη ελαστικότητα εφοσον τα μέσα κάλυψης των βασικών αναγκών αποφασίζονται τοπικά), ενώ όσον αφορά τις μη βασικές ανάγκες οι τοπικές συνελεύσεις αποφασίζουν αποκλειστικά για το πώς θα καλυφθεί η ζήτηση στο τοπικό επίπεδο.

Ο λόγος για τον οποίο προκύπτει αυτή η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δυο προτάσεων είναι ότι στο μοντέλο Parecon τα πάντα αποφασίζονται μέσω της διαδικασίας σχεδιασμού, στο πλαίσιο της οποίας καθορίζονται οι ενδεικτικές τιμές, σε αντίθεση με το σύστημα της ΠΔ όπου συνδυάζονται ο σχεδιασμός και η τεχνητή αγορά --την οποία δημιουργούν οι διατακτικές, μέσω των οποίων καθορίζονται οι «τιμές». Αυτό βέβαια δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι στο μοντέλο Parecon δεν γίνεται διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών και ότι τα πάντα αποφασίζονται στο εθνικό επίπεδο –κάτι που όχι μόνο μειώνει σημαντικά την αυτονομία των συνελεύσεων των χώρων εργασίας αλλά έχει και σημαντικές οικολογικές επιπτώσεις, όπως προσπάθησα να δείξω στο Περιεκτική Δημοκρατία.

Ακομη, η ελευθερία επιλογής εργασίας υπονομεύεται σημαντικά από τις προτάσεις του μοντέλου Parecon που, στην ουσία, εξασφαλίζουν μία ελευθερία που δεν διαφέρει κατά πολύ από την αντίστοιχη «ελευθερία» που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι σε μία καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ενώ, παράλληλα, ούτε το δικαίωμα της διατήρησης της εργασίας τους θεμελιώνεται. Έτσι, όσον αφορά την ελευθερία επιλογής εργασίας, μολονότι οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να κάνουν αίτηση σε οποιοδήποτε εξισορροπημένο σύμπλεγμα εργασιών επιθυμούν, εντούτοις, ο διορισμός τους ή όχι ανήκει στη διακριτική ευχέρεια αυτων που ήδη εργάζονται στον συγκεκριμένο τόπο εργασίας. Ακομη, όσον αφορά το δικαίωμα διατήρησης της εργασίας, όποτε προκύπτει ανισορροπία μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς για κάποιο αγαθό, το οποίο θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα κακής κατανομής εργαζόμενων και πόρων, τότε εργαζόμενοι και πόροι μετατοπίζονται, σύμφωνα με το Parecon από κάποιες βιομηχανίες σε άλλες (LF, 50).

Είναι φανερό επομένως ότι στο Parecon έχουμε μια σοβαρή υπονόμευση της ελευθερίας της επιλογής εργασίας που οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιος ρυθμιστικός μηχανισμός κατανομής της εργασίας, εφοσον το μοντέλο αυτό καθιερώνει την εξίσωση μισθών για την ίδια ποσότητα και ένταση εργασίας. Αντίθετα, στην πρόταση της ΠΔ παρέχεται ένας τέτοιος ρυθμιστικός μηχανισμός, όπως είδαμε παραπάνω. Έτσι, όταν υπάρχει ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς για ένα συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, τότε, μέσω της αλλαγής στην «τιμή» του και της συνακόλουθης αλλαγής στο ύψος της αμοιβής, η προσφορά/ζήτηση εργασίας για τον συγκεκριμένο τύπο εργασίας μεταβάλλεται ανάλογα, στο βαθμό βεβαίως που το ύψος της αμοιβής επηρεάζει την προσφορά εργασίας.

Έχουν πραγματική ελευθερία επιλογής οι καταναλωτές στο μοντέλο Parecon;

Το μοντέλο Parecon, όμως, περιορίζει σημαντικά την ελευθερία επιλογής και όσον αφορά τους καταναλωτές. Οι καταναλωτές, γράφει ο Albert «ξεκινούν το έτος με ένα ‘πλάνο εργασίας’ στο οποίο περιλαμβάνεται η ποσότητα των διάφορων ειδών φαγητού, ρουχισμού, γευμάτων σε εστιατόρια, ταξιδιών, βιβλίων, μουσικών δίσκων, εισιτήριων σε θεάματα κ.ο.κ. που θα καταναλώσουν» (Par 132). Με άλλα λόγια, οι καταναλωτές αναμένεται να ξέρουν προκαταβολικά, έναν σχεδόν χρόνο πριν, πόσο θα ξοδέψουν σε παπούτσια, βιβλία, ακόμα και πόσο συχνά θα πάνε με τους φίλους τους σ’ ένα θέατρο ή σ’ ένα μπαρ, εξαλείφοντας πρακτικά (παρά τις μικροτροποποιήσεις και αναθεωρήσεις που επιτρέπονται από το μοντέλο Parecon) το βασικότερο στοιχείο απόλαυσης κατά την ικανοποίηση αναγκών αυτού του είδους: τον αυθορμητισμό.

Επιπλέον, οι καταναλωτές δεν έχουν απολύτως καμία επιλογή ως προς τα μέσα ικανοποίησης των αναγκών τους, δηλαδή τα διαφορετικά στυλ, χρώματα κ.λπ. των ρούχων, των παπουτσιών κ.ο.κ., αφού καλούνται να εκφράσουν τις προτιμήσεις τους για «προϊόντα» (κάλτσες, παπούτσια κ.λπ.) αλλά όχι και για το στυλ τους, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ανταγωνίστριες εταιρείες που να παράγουν τα ίδια προϊόντα, αλλά μόνο «βιομηχανίες για κάθε προϊόν» που δημιουργούν κατά βούληση διαφορετικά στυλ και ποιότητες αγαθών για διαφορετικές χρήσεις (Par 217). Με άλλα λόγια, τα χρώματα, τα στυλ κ.λπ. καθορίζονται αποκλειστικά από τους υπεύθυνους σχεδιασμού των βιομηχανιών «ρουχισμού» ή «υποδημάτων», στη βάση στατιστικών μελετών για τα καταναλωτικά πρότυπα του παρελθόντος, τα οποία πρότυπα, προφανώς, βασίζονται στα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα εκείνη την εποχή! Η μόνη, επομένως, επιλογή που αφήνεται στους καταναλωτές είναι να αγοράζουν ότι υπάρχει διαθέσιμο, με την ελπίδα να πείσουν αρκετούς καταναλωτές στην περίπλοκη ιεραρχία των αναρίθμητων συμβουλίων καταναλωτών, ώστε οι σχεδιαστές, κάποια στιγμή στο μέλλον αλλά όχι νωρίτερα από το πλάνο του επόμενου χρόνου, να αλλάξουν ανάλογα τα στυλ κ.λπ. (ενώ βέβαια σε ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς οι αντίστοιχες αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών μπορούν να καλυφθούν μέσα σε εβδομάδες).

Αυτοι είναι οι λόγοι για τους οποίους, όπως τόνισα και στην Περιεκτική Δημοκρατία, η ιδέα που προτείνεται από τους υποστηρικτές του σχεδιασμού, μεταξύ των οποίων και οι Albert και Hahnell, ότι οι ανάγκες των καταναλωτών μπορούν να ανακαλυφθούν πολύ εύκολα «απλά ρωτώντας τους τι θέλουν», στην πραγματικότητα, όπως τονίστηκε από τον Paul Auerbach και άλλους, «έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εμπειρία δεκαετιών, τόσο σε σχέση με το σχεδιασμό στην Ανατολική Ευρώπη, όσο και σε σχέση με την εμπειρία του μάρκετινγκ στη Δύση».[82]

Αυτοί οι σοβαροί περιορισμοί της ελευθερίας επιλογής είναι οι αναπόφευκτες συνέπειες του γεγονότος ότι το μοντέλο Parecon, αντίθετα με την ΠΔ, στηρίζεται αποκλειστικά στον σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων και επιπρόσθετα δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στις βασικές ανάγκες και τις μη βασικές ανάγκες. Στην περίπτωση της ΠΔ, ωστόσο, η χρήση των διατακτικών για την κάλυψη βασικών και μη βασικών αναγκών ικανοποιεί όχι μόνο τις ανάγκες αυθορμητισμού αλλά, επιπλέον, την ανάγκη οι καταναλωτές να μπορούν να καλύπτουν τις προτιμήσεις τους σε σχέση με τα στυλ κ.λ.π.. Αυτό διευκολύνεται από το γεγονός ότι η τεχνητή αγορά που δημιουργείται από την ΠΔ επιτρέπει στους καταναλωτές την αγορά ρούχων, παπουτσιών, ψυγείων κ.λ.π. συγκεκριμένου στυλ, αντί να προτείνουν μέσω του προσωπικού τους πλάνου «ρούχα», «παπούτσια» κ.λ.π. (όπως απαιτεί από αυτούς το μοντέλο Parecon) κάτι που μοιραία καταλήγει σε ένα επίπεδο ικανοποίησης των καταναλωτών και ελευθερίας επιλογής παρόμοιο με αυτό που απολάμβαναν οι καταναλωτές στη Σοβιετική Ένωση!

Αντίθετα, η τεχνητή αγορά και το σχήμα διατακτικών στην ΠΔ επιτρέπει μία πραγματική ελευθερία επιλογής κάτι που οι οικονομίες της αγοράς δεν μπορούν να διασφαλίσουν λόγω της ανισότητας στο εισόδημα και τον πλούτο που κυριαρχεί σε αυτές. Και αυτό, διότι η ΠΔ επιτρέπει ν αναπτυχθεί ένα είδος υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των χώρων εργασίας κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί στα πλαίσια ενός συστήματος που βασίζεται αποκλειστικά στον σχεδιασμό, ο οποίος αποκλείει κάθε είδους ανταγωνισμό. Έτσι, σε μία ΠΔ, οι πολίτες, ατομικά ή συλλογικά, μπορούν να ξεκινήσουν μία δημοτική επιχείρηση (δηλαδή μία επιχείρηση που θα ανήκει και θα ελέγχεται από τον δήμο) σε οποιοδήποτε είδος παραγωγικής δραστηριότητας επιθυμούν, αρκεί η πρότασή τους να έχει εγκριθεί από τη δημοτική συνέλευση και τις υποεπιτροπές της. Αυτές οι νέες επιχειρήσεις θα μπορούν να «ανταγωνιστούν» άλλες επιχειρήσεις στην ίδια ακριβώς γραμμή δραστηριότητας, και να καθορίζουν το επίπεδο παραγωγής τους στη βάση των διατακτικών τις οποίες εισπράττουν (που αποκαλύπτουν και τις προτιμήσεις των καταναλωτών).

Το μόνο κίνητρο που έχουν οι παραγωγοί σε αυτόν τον «ανταγωνισμό» είναι η ηθική ικανοποίηση που απολαμβάνουν όταν αισθάνονται ότι κάνουν καλά τη δουλειά τους, όπως φαίνεται από τις διατακτικές που συσσωρεύονται για το προϊόν τους, και ότι κάνουν το είδος δουλειάς που διάλεξαν, με τον τρόπο που οι ίδιοι διάλεξαν. Αυτού του είδους ο υγιής ανταγωνισμός είναι δυνατός μόνο σε μια κοινωνική οργάνωση σαν αυτή που προβλέπεται από την ΠΔ, όπου δεν είναι δυνατό ν ανακύψει ούτε πρόβλημα ανεργίας ούτε πρόβλημα συσσώρευσης πλούτου.

Έτσι, σε μία ΠΔ δεν μπορει ν' ανακύψει ζήτημα ανεργίας, διότι όλοι οι πολίτες θα πρέπει να εργάζονται για έναν ελάχιστο αριθμό ωρών ώστε να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και όσες επιπλέον ώρες παραπάνω επιθυμούν για να καλύπτουν και τις μη βασικές τους ανάγκες (βλ. Περιεκτική Δημοκρατία, Κεφ. 6 για περιγραφή αυτού του σχήματος).

Eπίσης, δεν μπορει να υπάρξει πρόβλημα συσσώρευσης πλούτου, διοτι δεν υπάρχει χρήμα και κέρδος από την παραγωγή, δεδομένου ότι οι πολίτες, ως παραγωγοί, δικαιούνται — όπως κάθε άλλος πολίτης — μόνο τις βασικές διατακτικές και όσες μη βασικές διατακτικές αντιστοιχούν στις τυχόν επιπλέον ώρες εργασίας που προσέφεραν.

Από την άλλη μεριά, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της αποκλειστικής στήριξης του μοντέλου Parecon στον σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων, και της μη διάκρισης μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, είναι ότι το μοντέλο αυτό καταλήγει με ένα σύστημα στο οποίο η κατανάλωση, η παραγωγή και ο φόρτος εργασίας του κάθε πολίτη θα πρέπει, τελικά, να συμμορφώνεται με έναν καταναγκαστικό «μέσο όρο». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται:

‘Εάν οι απαιτήσεις κάποιου υπερβαίνουν τον μέσο όρο, θα μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο και αν οι απαντήσεις του δεν είναι πειστικές θα του ζητηθεί να τις μετριάσει’.(LF σελ 49)


 

[80] Βλ. T. Fotopoulos, ‘On a distorted view of the Inclusive Democracy project’, Democracy & Nature, Vol.5, No.1 (Μάρτιος 1999), σελ. 175-188.

[81] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, σελ. 455.

[82] Paul Auerbach et al., “The Transition From Actually Existing Capitalism,” New Left Review, No.170 (July/August 1988), p. 78.