Τάκης Φωτόπουλος, Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία

(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Η οργάνωση της εργασίας στο μοντέλο Parecon και στην ΠΔ

 

Η «ανάγκη» για συμπλέγματα εργασιών

Οι λόγοι που δίνονται από το μοντέλο Parecon για να δικαιολογήσουν τα εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών που προτείνονται από αυτό είναι, πρώτον, η διασφάλιση της ισοκατανομής δύναμης στην λήψη αποφάσεων, και, δεύτερον, η διασφάλιση ότι όλες οι εργασίες είναι εξίσου επιθυμητές. Το επιχείρημα του Parecon είναι ότι η δημοκρατία ως τέτοια δεν επαρκεί ώστε να δώσει στους ανθρώπους την ίδια δύναμη κατά τη λήψη αποφάσεων όταν κάποιοι εργαζόμενοι έχουν διαρκώς μεγαλύτερη πληροφόρηση και ευθύνη στις εργασίες τους σε σχέση με άλλους, μετατρέποντάς τους πρώτους σε μία άρχουσα «τάξη συντονιστών» (Par 103). Έτσι, κατά τον Albert, μια αταξική και πραγματική (αντίθετα με τη σημερινή τυπική) δημοκρατία στον χώρο εργασίας απαιτεί κάθε εργαζόμενος να εργάζεται σ’ ενα σύμπλεγμα εργασιών που αποτελειται από ένα συνολο ευθυνων οι οποιες αποδίδουν ένα συγκρίσιμο βαθμό ικανοποίησης από την εργασία (LF, 19). Δηλαδή, έναν συνδυασμό καθηκόντων που περιλαμβάνει ένα τέτοιο μίγμα ευθυνών το οποίο εγγυάται για κάθε εργαζόμενο χονδρικά συγκρίσιμες συνθήκες εργασίας. Σε αυτό το σχήμα, ο καθένας απασχολείται με ένα μοναδικό σύνολο καθηκόντων που συναπαρτίζουν ισοδύναμα εργασιακά ‘πακέτα’. Έτσι, τα συμμετοχικά συμπλέγματα εργασιών μπορούν να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε το κάθε άτομο να εμπλέκεται τακτικά τόσο σε διανοητικά καθήκοντα όσο και σε εκτελεστικά καθήκοντα, σε ένα συνδυασμό που εξασφαλίζει συγκρίσιμες συνθήκες ισοκατανομής δύναμης και ποιότητας ζωής (Par 111) .

Η διαμόρφωση συγκρίσιμων συμπλεγμάτων εργασιών απαιτεί την αξιολόγηση των καθηκόντων του κάθε χώρου εργασίας και τον προσεκτικό συνδυασμό τους σε διαφορετικά συμπλέγματα εργασιών που διασφαλίζουν ισοκατανομή δύναμης, έτσι ώστε, όπως το θέτει ο Albert, «η μισή ντουζίνα ή και παραπάνω των δικών μου εργασιακών καθηκόντων, θα πρέπει χονδρικά να είναι εξίσου σημαντική με τη διαφορετική μισή ντουζίνα ή και παραπάνω των δικών σου καθηκόντων, αν θέλουμε να συμμετέχουμε ως ίσοι στα συμβούλια λήψης των αποφάσεων» (LF p. 19). Ο στόχος, όπως τονίζει ο Albert, δεν είναι η κατάργηση του καταμερισμού εργασίας και της επιδεξιότητας (Par 104 & 149) αλλά, κυρίως, η διασφάλιση ότι η σημαντικότητα του αθροίσματος των καθηκόντων σε οποιαδήποτε εργασία και σε οποιονδήποτε χώρο εργασίας είναι η ίδια με τη μέση σημαντικότητα των αντιστοίχων αθροισμάτων σε όλες τις άλλες εργασίες κάθε χώρου εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι τα συμπλέγματα εργασιών θα πρέπει να εξισορροπούνται όχι μόνο μεσα στους χώρους εργασίας αλλά, επίσης, και μεταξύ τους. Όπως τονίζει ο Albert, «αυτό και μόνο αυτό επιτυγχάνει ένα καταμερισμό εργασίας ο οποίος δεν παράγει μία ταξική διαίρεση ανάμεσα σε αυτούς που μονίμως δίνουν εντολές και αυτούς που τις εκτελούν» (Par 105). Προκειμένου μάλιστα να διευκολυνθεί η εκτίμηση των εργασιακών καθηκόντων ως εξισορροπημένων προτείνεται ακόμα και η συγκρότηση «επιτροπών συμπλεγμάτων εργασιών», τόσο στο εσωτερικό του κάθε χώρου εργασίας όσο και στην οικονομία στο σύνολό, που κάνουν προτάσεις για το πώς μπορούν να συνδυαστούν καθήκοντα και να καθορίζονται τα χρονοδιαγράμματα εργασίας.

Γενική αποτίμηση των συμπλεγμάτων εργασιών

Η πρόταση του μοντέλου Parecon για «εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών» είναι στην πραγματικότητα μία προσπάθεια να αντιμετωπιστεί πρακτικά το κρίσιμο ζήτημα του νοήματος της εργασίας σε μία μελλοντική κοινωνία. Τα κύρια προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει μία αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία όσον αφορά τον καταμερισμο εργασίας είναι, πρώτον, το πώς θα αποφευχθεί η δημιουργία γραφειοκρατίας και μιας νέας άρχουσας τάξης «συντονιστών» και, δεύτερον, το πώς θα καθοριστεί ένα σύστημα κατανομής της εργασίας τέτοιο ώστε να μην εξαναγκάζεται κανένας, με τη χρήση οικονομικής ή φυσικής βίας, να ασχοληθεί με μία εργασία που δεν επιθυμεί.

Αρχικα, θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί σοβαρά το ζήτημα της γραφειοκρατίας — ένα φαινόμενο κοινό τόσο στην καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης, όσο και στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης του σοβιετικού μπλοκ — αν δεν αντιμετωπίσουμε πρώτα τις ιστορικές αιτίες της, την ιεραρχία και τον καταμερισμό εργασίας. Το άμεσο ερώτημα που προκύπτει σχετικά είναι: για ποιο λόγο αναδύθηκε η τάξη των «συντονιστών» που αποτελείται από τους μάνατζερ, τους δικηγόρους και τους υπόλοιπους, δηλαδή ποια αντικειμενική λειτουργία εξυπηρετούσε τόσο στις καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς όσο και στις σοσιαλιστικές οικονομίες του κεντρικού πλάνου; Το επόμενο ερώτημα είναι: μπορούμε πραγματικά να καταργήσουμε την τάξη αυτή, που είναι και ο στόχος των εξισορροπημένων συμπλεγμάτων εργασιών, αν δεν καταργήσουμε ταυτόχρονα τη συγκεκριμένη αυτή αντικειμενική λειτουργία και των δύο συστημάτων;

Όπως προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία, η αντικειμενική λειτουργία που εξυπηρετεί η τάξη των συντονιστών και στα δύο συστήματα μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς αν αναφερθούμε στον απώτερο οικονομικό στόχο και των δυο συστημάτων, δηλαδή την οικονομική ανάπτυξη, καθώς και στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του στόχου αυτού με βαση την «αποδοτικότητα» (όπως αυτή ορίζεται από τους ορθόδοξους οικονομολόγους — βλ. παρακάτω). Η ανάπτυξη και η αποδοτικότητα οδήγησαν σε μία ειδική μορφή «τεχνικής προόδου», καθως και στις σημερινές ιεραρχικές και γραφειοκρατικές σχέσεις στην εργασία, και στον λεπτομερειακό καταμερισμό εργασίας που εμφανίζουν και τα δύο συστήματα. Το φανερό λογικό συμπέρασμα είναι ότι αν δεν αντικατασταθεί ο συνολικός στόχος της οικονομικής ανάπτυξης, με έναν ριζικά διαφορετικό στόχο και με διαφορετικά μέσα για την επίτευξη του — κάτι το οποίο προϋποθέτει μία διαφορετική τεχνολογία και αντίληψη της αποδοτικότητας, καθώς και την κατάργηση των ιεραρχικών σχέσεων παραγωγής και την ελαχιστοποίηση του καταμερισμού εργασίας — τότε, οτιδήποτε θεσμικές διευθετήσεις και αν εισαγάγουμε, όπως αυτές των εξισορροπημένων συμπλεγμάτων εργασιών (υποθέτοντας προς στιγμή ότι αυτά είναι πάντοτε εφικτά — κάτι εξαιρετικά αμφίβολο όπως θα δούμε στη συνέχεια) είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.

Ωστόσο, το μοντέλο Parecon κρατά σιγή ιχθύος πάνω σε όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, σαν να ήταν δυνατό η οικονομική ανάπτυξη και η αποδοτικότητα (όπως αυτές ορίζονται σήμερα) να συνεχίσουν να είναι οι στόχοι και τα μέσα μιας οικονομίας βασισμένης στο μοντέλο Parecon και αγνοώντας το βασικό γεγονός που αναγνωρίστηκε προ πολλού από τον Καστοριάδη ότι η «ορθολογικοποίηση» της νεωτερικότητας (της οποίας η κύρια φαντασιακή σημασία είναι η ανάπτυξη), είναι αδιαχώριστη από την γραφειοκρατία.[55] Παρόμοια, ο Albert σιωπά για το είδος της τεχνολογίας που θα εφαρμοστεί, σαν να είναι αυτή «ουδέτερη» από τους συνολικούς στόχους και τα μέσα της οικονομίας και της κοινωνίας. Τέλος, ο Albert μοιάζει να παίρνει ως δεδομένο τον σημερινό λεπτομερειακό καταμερισμό εργασίας, ο οποίος είναι βέβαια μέρος του ίδιου πακέτου (ανάπτυξη — αποδοτικότητα — τεχνολογία),[56] αρκεί τα εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών να συνεπάγονται όχι μόνο καθήκοντα ρουτίνας αλλά και δημιουργικά καθήκοντα.

Ασφαλώς, κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η ιεραρχική οργάνωση της εργασίας και ο κορπορατιστικος καταμερισμός εργασίας «δίνει δύναμη στους λίγους» και «παρεμποδίζει ολοκληρωτικά την αυτοδιεύθυνση» (Par 46). Όμως, το κρίσιμο ζήτημα είναι το πώς θα αντικατασταθεί το σημερινό σύστημα οργάνωσης της εργασίας με ένα σύστημα το οποίο θα εξασφαλίζει την αυτονομία των παραγωγών. Η απάντηση που δίνεται από το μοντέλο Parecon είναι : μέσω των συμπλεγμάτων εργασιών, του συμμετοχικού οικονομικού σχεδιασμού και της ίσης αμοιβής για όλες τις εργασίες που θα περιλαμβάνουν διαφορετικά καθήκοντα τα οποία θα εξασφαλίζουν πάνω-κάτω την ίδια ποιότητα ζωής και κατανομή δύναμης.

Εναλλακτικά, η απάντηση που δίνεται από τον πρώιμο Καστοριάδη είναι : μέσω της εργατικής αυτοδιεύθυνσης,[57] του μετασχηματισμού της τεχνολογίας, της κατάργησης της διάκρισης μεταξύ αυτων που δίνουν εντολές και αυτων που τις εκτελούν και της «συστηματικής κατεδάφισης, πέτρα προς πέτρα, ολόκληρου του οικοδομήματος του καταμερισμού εργασίας», στα πλαίσια ενός συστήματος απόλυτης ισότητας μισθών και μιας πραγματικής αγοράς για τα καταναλωτικά αγαθά,[58] αντί για τον γραφειοκρατικό καθορισμό της κατανάλωσης που προτείνεται από κάθε είδους μηχανισμό οικονομικού σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένου αυτού του μοντέλου Parecon.

Τέλος, στο Περιεκτική Δημοκρατία πρότεινα μία κοινωνία βασισμένη σε μία περιεκτική δημοκρατία που συνεπάγεται διαφορετικούς στόχους, μέσα, και οργάνωση της οικονομικής διαδικασίας. Έτσι, αντί για οικονομική ανάπτυξη, ο στόχος στην ΠΔ είναι η κάλυψη των δημοκρατικά καθοριζόμενων αναγκών των πολιτών ως παραγωγών και ως καταναλωτών. Οι ανάγκες αυτές δεν αναφέρονται απλά στην ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται, αλλά ακόμα στην ποιότητα ζωής, όπως αυτή καθορίζεται από τους οικολογικούς περιορισμούς. Ακομη, η αποδοτικότητα ορίζεται σε σχέση με τον στόχο αυτό και η τεχνολογία ανασυγκροτείται ανάλογα,[59] ενώ η σύνθεση της κατανάλωσης δεν καθορίζεται γραφειοκρατικά μέσω ενός πλάνου, όπως στο μοντέλο Parecon, ούτε μέσω μιας πραγματικής αγοράς όπως στον Καστοριάδη — κάτι που συνεπάγεται σημαντικά μειονεκτήματα και στρεβλώσεις — αλλά, όπως είδαμε και παραπάνω, κυρίως μέσω ενός συστήματος διατακτικών σε μία τεχνητή αγορά.

Tα συμπλέγματα εργασιών ως μέσο εξασφάλισης της ισοκατανομής δύναμης

Ας δούμε, λοιπόν, αρχικά, αν τα συμπλέγματα εργασιών επιτυγχάνουν τον στόχο της ισοκατανομής δύναμης. Προφανώς, ακόμα και αν οι χώροι εργασίας είναι δημοκρατικά οργανωμένοι μέσω των συμβουλίων στους χώρους εργασίας εξακολουθεί να υπάρχει το ενδεχόμενο, όπως τονίζει το μοντέλο Parecon, αυτοί που διαθέτουν εργασίες οι οποιες προσφέρουν περισσότερες γνώσεις και εργασιακές λειτουργίες, περισσότερο διαθέσιμο χρόνο για προσωπική μελέτη και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, (δηλαδή οι μάνατζερ, ή γενικότερα αυτοι που ασχολούνται με τη διοικητική εργασία) να κυριαρχούν στη διαδικασία αποφάσεων. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες ταξικές διαιρέσεις που θα προέκυπταν από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η εργασία. Όμως, είναι η κύρια αιτία της ανισοκατανομή δύναμης στον τόπο εργασίας η έλλειψη παρομοίων συμπλεγμάτων εργασιών; Για ν' απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε τις προυποθέσεις ισοκατανομής δύναμης.

Κατά τη γνώμη μου, οι γενικές προϋποθέσεις για την ισοκατανομή δύναμης είναι, πρώτον, η κατάργηση των ιεραρχικών σχέσεων και, δεύτερον, η ελαχιστοποίηση (αν η κατάργηση δεν είναι δυνατή) του καταμερισμού εργασίας.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το πρόβλημα δεν είναι απλά η ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής, όπως υποθέτει το μοντέλο Parecon, αλλά ευρύτερα αυτή της κοινωνίας. Όπως σημείωσα και αλλού,[60] μία οργάνωση χαρακτηρίζεται ως ιεραρχική όταν αποτελείται από μέλη/ όργανα τα οποία δεν είναι ίσα μεταξύ τους αλλά αντίθετα κάποια από τα μέλη της (οι κατώτερες μονάδες) υπόκεινται στη θέληση των άλλων, προς τους οποίους βρίσκονται σε θέση υποταγής. Η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας δεν αναφέρεται μόνο στις παραγωγικές σχέσεις όπου τα όρια ανάμεσα στο κύρος (που συνδέεται με την εμπειρία, την ηλικία κ.λπ.) και την εξουσία (που προκύπτει από την ιεραρχική οργάνωση) είναι ευδιάκριτα. Αναφέρεται επίσης σε θεσμούς όπου τα όρια αυτά είναι δυσδιάκριτα (πατριαρχική οικογένεια, σχολεία κ.λ.π). Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί επίσης ότι μόνο η εξουσία που προκύπτει από την ιεραρχική οργάνωση είναι ασύμβατη με μία αυτόνομη κοινωνία και όχι το κύρος που απορρέει από την ηλικία, την εμπειρία κ.λπ.[61] Παρόμοια, η αρχή του αυτοκαθορισμού δεν συγκρούεται με την προσωρινή «εξουσία του διατάζειν», η οποία μπορεί ασκηθεί από κάποια μέλη της κοινωνίας με την έγκριση εκείνων που τις δέχονται.[62]

Έτσι, μία οικονομική δημοκρατία[63] λειτουργεί στη βάση της ίσης κατανομής της οικονομικής εξουσίας μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο στο οποίο όλα τα μέλη αυτοδιευθύνονται. Επιπλέον, αυτός ο πιο ευρύς ορισμός της ιεραρχίας τονίζει το γεγονός ότι η ουσία της βρίσκεται στη συγκέντρωση δύναμης και όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, κάτι που απλώς καθορίζει το είδος της ιεραρχίας. Επομένως, όταν όλα τα μέλη σ’ έναν χώρο εργασίας έχουν ίση δύναμη, όπως αυτή καθορίζεται από την πρόσβαση που έχουν στην πληροφόρηση και την ικανότητά τους να παίρνουν μέρος άμεσα (όχι μέσω αντιπροσώπων) σε όλες τις αποφάσεις που τους επηρεάζουν, τότε, ανεξάρτητα με το αν τα εργασιακά τους καθήκοντα οργανώνονται σε συμπλέγματα εργασιών ή όχι, η πρώτη απαίτηση για ισοκατανομή δύναμης ικανοποιείται.

Όσον αφορά την δεύτερη προϋπόθεση, που αναφέρεται στην ελαχιστοποίηση του καταμερισμού εργασίας (πάνω στο οποίο επίσης σιωπά το μοντέλο Parecon), δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι ένα σημαντικό μέρος της ανισοκατανομής δύναμης σήμερα θα πρέπει να χρεωθεί στον επικρατούντα θεσμοποιημένο και λεπτομερειακό καταμερισμό εργασίας. Τι όμως, εννοούμε επακριβώς με «καταμερισμό εργασίας»; Οι διάφοροι τύποι καταμερισμού εργασίας που αναδύθηκαν ιστορικά μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με το περιεχόμενο και τη μορφή τους. Με βάση το περιεχόμενο τους, μπορούμε να διακρίνουμε τον τεχνικό καταμερισμό εργασίας που αναφέρεται στη κατανομή των καθηκόντων στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας και τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας που αναφέρεται στη λειτουργική και επαγγελματική εξειδίκευση. Με βάση τη μορφή τους, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στον προβιομηχανικό καταμερισμό εργασίας, τον βιομηχανικό καταμερισμό εργασίας (που βασιζόταν στη μαζική παραγωγή και έναν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στον βιομηχανικό τομέα) και τον σημερινό μεταβιομηχανικό καταμερισμό (που βασίζεται σε έναν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στον τομέα των υπηρεσιών και την τεχνολογία της πληροφορικής).

Θα πρέπει να σημειωσουμε εδωι ότι ο βιομηχανικός καταμερισμός εργασίας δεν οφείλεται μόνο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή στο γεγονός ότι στη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής υπήρξε μία αύξηση της συγκέντρωσης της παραγωγής σε μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές μονάδες, η οποία μοιραία οδήγησε σε μεγαλύτερη εξειδίκευση και αποξένωση. Στην πραγματικότητα, η θεσμοποίηση του λεπτομερειακού καταμερισμού εργασίας και η ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής που συνόδευσε τη Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας για μία τεχνολογικά βελτιωμένη οργάνωση της παραγωγής, όσο (όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες)[64] το αποτέλεσμα μιας συστηματικής προσπάθειας εισαγωγής ενός τύπου οργάνωσης που θα διασφάλιζε τον βασικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία σ’ αυτούς που ήλεγχαν τα μέσα παραγωγής. Δεν προκαλεί, επομένως, έκπληξη ότι η διαδικασία της αυξανόμενης εξειδίκευσης συνεχίζεται και στο σημερινό μεταβιομηχανικό καταμερισμό εργασίας, ακόμα και αν ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από μικρότερες παραγωγικές μονάδες[65] (παρ' όλο που η συγκέντρωση στο επίπεδο της επιχείρησης συνεχίζεται αμείωτη).[66]

Ο θεσμός, επομένως, που προϋποθέτει η ιεραρχική οργάνωση δεν είναι η διαίρεση ανάμεσα σε καθήκοντα και λειτουργίες, η οποία είναι πιθανή σε κάθε κοινωνική οργάνωση, αλλά η θεσμοποίηση των καθηκόντων αυτών και οι ιεραρχικές τους επιπτώσεις.[67] Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να εξηγηθεί η κατώτερη θέση των γυναικών ή άλλων κοινωνικών ομάδων στη σημερινή κοινωνία, δεδομένης της παγίωσης της κοινωνικής δραστηριότητάς τους στον σημερινό καταμερισμό εργασίας.

Συμπερασματικά, τα συμπλέγματα εργασιών δεν είναι συστατικό ούτε μιας μη ιεραρχικής δομής, ούτε απαραίτητα της ισότητας στην εργασία. Ακόμα και εκεί όπου τα συμπλέγματα εργασιών είναι εφικτά, άνθρωποι με υψηλότερη εκπαίδευση, ικανότητες, ταλέντα κ.λπ. μπορεί να εξακολουθούν να κυριαρχούν τη διαδικασία αποφάσεων λόγω του «κύρους» τους, όπως αυτό περιγράφεται από την April Carter.[68] Με δεδομένες τις διαφορές στην εκπαίδευση, την εμπειρία, τις φυσικές ικανότητες κ.ο.κ. είναι σχεδόν αδύνατο να δημιουργηθούν συγκρίσιμες συνθήκες ως προς την ισοκατανομή δύναμης εργασίας, απλώς με την εισαγωγή συμπλεγμάτων εργασιών, όπως υποθέτουν οι A&H, έτσι ώστε « ο καθένας που συμμετέχει σε ένα συμβούλιο να έχει επαρκή αυτοπεποίθηση, ικανότητα, γνώση και ενέργεια ώστε να διαθέτει ίσες ευκαιρίες στον επηρεασμό των αποφάσεων των συμβουλίων» (LF 19).

Με άλλα λόγια, μολονότι είναι αλήθεια ότι η διαίρεση της εργασίας σε χειρωνακτική και διοικητική παίζει σπουδαίο ρόλο για τη δημιουργία ιεραρχικών διαιρέσεων, θα ήταν απλουστευτικό να υποθέταμε ότι αυτή είναι η μοναδική αιτία τους. Η απώτερη αιτία των ιεραρχικών διαιρέσεων είναι, κατά τη γνώμη μου, η ανισοκατανομή της θεσμοποιημένης δύναμης μεταξύ των πολιτών. Επομένως, η ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης, την οποία εγγυώνται οι θεσμοί μιας περιεκτικής δημοκρατίας, είναι ένα κρίσιμο βήμα για την κατάργηση των ιεραρχικών διαιρέσεων. Αυτοί οι θεσμοί, όμως, θα πρέπει να περιλαμβάνουν όχι μόνο τις συνελεύσεις λήψης των αποφάσεων, αλλά επίσης και την κατάργηση όλων των ντε γιουρε ιεραρχικών διαιρέσεων στον χώρο εργασίας, στον χώρο εκπαίδευσης κ.ο.κ — αυτό που αποκαλούμε δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο. Όμως, όλες αυτές είναι μόνο οι αναγκαίες συνθήκες για δημοκρατία στους χώρους εργασίας. Η μόνη ικανή συνθήκη που εγγυάται την δημοκρατία στην πράξη είναι η δημοκρατική παιδεία.[69] Κατά τη γνώμη μου, επομένως, είναι πολύ πιο σημαντικό να διασφαλιστεί ότι ο κάθε τύπος εργασιακού καθήκοντος που αναλαμβάνεται αντανακλά τις πραγματικές επιθυμίες του κάθε πολίτη (ακόμα και αν αυτό συνιστά κάποια σπάταλη οικονομικών πόρων) σε ένα πλαίσιο που δεν θεσμοποιεί, (άμεσα η έμμεσα), την ανισοκατανομή της δύναμης στον χώρο εργασίας — από τον απλό συνδυασμό των εργασιακών καθηκόντων σε εργασιακά συμπλέγματα.

Ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, τον οποίο στοχεύουν τα συμπλέγματα εργασιών ως τη βασική αιτία της ιεραρχίας στην παραγωγή, παύει να έχει ιεραρχικές επιπτώσεις όταν τα κοινωνικά άτομα είναι πράγματι ικανά να επιλέγουν/αλλάζουν τη θέση τους σ’ αυτόν και όταν η θέση τους αυτή δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ειδικά κοινωνικά ή οικονομικά προνόμια. Αυτό σημαίνει ότι τα εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών, μολονότι είναι επιθυμητά όποτε αυτό είναι δυνατό, δεν είναι μία αναγκαία, πόσο μάλλον μία ικανή, συνθήκη για τη διασφάλιση της ισοκατανομής δύναμης . Η αναγκαία συνθήκη για την ισοκατανομή δύναμης στην παραγωγή, ή γενικότερα στην κοινωνία, είναι η μη θεσμοποίηση οποιασδήποτε επιπρόσθετης δύναμης ή ιεραρχικής υπόστασης σε σχέση με συγκεκριμένα είδη καθηκόντων. Έτσι, η ισοκατανομή δύναμης σε όλους τους χώρους εργασίας θα μπορούσε να διασφαλιστεί πλήρως, άσχετα με το αν τα εργασιακά καθήκοντα είναι οργανωμένα σε εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών ή όχι, αρκεί να ικανοποιούνται οι δύο ακόλουθες συνθήκες:

  • Πρώτον, ότι όλοι οι πολίτες ως παραγωγοί παίρνουν μέρος, άμεσα και ως ίσοι, στις συνελεύσεις στις οποίες λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις που τους αφορούν –και έμμεσα (μέσω εντολοδόχων με συγκεκριμένες εντολές), σε όλες τις υπόλοιπες συνελεύσεις.

  • Δεύτερον, ότι η πρόσβαση σε όλες τις σημαντικές πληροφορίες που είναι σχετικές με τις αποφάσεις αυτές είναι εξασφαλισμένη για όλους τους πολίτες τους οποίους αφορούν οι αποφάσεις αυτές.

Τα συμπλέγματα εργασιών ως μέσο διασφάλισης του ίσου επιθυμητού των επαγγελμάτων

Ερχόμενοι τώρα στο ζήτημα αν το μοντέλο Parecon θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι όλα τα επαγγέλματα θα είναι εξίσου επιθυμητά σε όλους τους χώρους εργασίας, είναι προφανές ότι ο στόχος των συμπλεγμάτων εργασιών είναι να δώσουν επίσης μία λύση στο πρόβλημα του καταμερισμου εργασίας, το οποίο προβλημάτισε γενιές ελευθεριακών και ουτοπικών σοσιαλιστών τα περασμένα διακόσια ή και παραπάνω χρόνια. Με άλλα λόγια, το μοντέλο Parecon επιχειρεί να καταπιαστεί με την «καυτή πατάτα» κάθε συστήματος στο οποίο η κατανομή των πόρων δεν βασίζεται στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς ή, εναλλακτικά, στον μηχανισμό του κεντρικού πλάνου: πώς διασφαλίζεται η ελευθερία επιλογής όσον αφορά την απασχόληση. Στα συστήματα τόσο της οικονομίας της αγοράς, όσο και σ’ αυτό του κεντρικού πλάνου οι άνθρωποι δεν είναι πραγματικά ελεύθεροι να επιλέξουν απασχόληση καθώς, αν επιθυμούν να αποφύγουν την πείνα ή άλλες αφόρητες πιέσεις, πρέπει να δεχθούν οποιαδήποτε εργασία είναι διαθέσιμη μέσω της αγοράς ή του σχεδιασμού, ανεξάρτητα από τις πραγματικές επιθυμίες τους. Το πρόβλημα προκύπτει εξαιτίας των τεράστιων διαφορών μεταξύ των διαφορετικών τύπων εργασίας, όχι μόνο όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στη λήψη αποφάσεων, αλλά ακόμα και όσον αφορά το επιθυμητό τους με βάση την ικανοποίηση από την εργασία. Έτσι, αν κάποια επαγγέλματα είναι λιγότερο επιθυμητά από άλλα προκύπτει το αιώνιο πρόβλημα ποιος θα κανει τα λιγότερο επιθυμητά επαγγέλματα, αν υπάρχει – όπως είναι βέβαιο ότι θα υπάρχει – μία ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας σε συγκεκριμενα επαγγέλματα. 

Ωστόσο, τα συμπλέγματα εργασιών δεν απαντούν στο ερώτημα για το τι θα συμβεί σε μία κοινωνία, εάν, για παράδειγμα, το 40% των νέων θέλουν να ασχοληθούν σε συμπλέγματα εργασιών που επικεντρώνονται γύρω από κάποιας μορφής καλλιτεχνική δραστηριότητα-- κάτι το οποίο δεν είναι απίθανο, ιδιαίτερα αν δεν δίνονται κίνητρα για άλλα συμπλέγματα εργασιών που επικεντρώνονται γύρω από πιο βαρετά ή «βαριά» καθήκοντα (π.χ. λογιστής και οικοδόμος αντίστοιχα). Προφανώς, καμία επέκταση στο εύρος των καθηκόντων ενός οικοδόμου δεν θα έκανε το σύμπλεγμα εργασιών του τόσο καλλιτεχνικό ώστε να προσελκύει ανθρώπους που θα προτιμούσαν να γράφουν μουσική ή να γίνουν χορευτές!

Η «λύση» που δίνεται από τον Albert είναι η κλασική καπιταλιστική: «όπως σε κάθε άλλο επάγγελμα, οι ενδιαφερόμενοι κάνουν αίτηση για θέσεις εργασίας στους τομείς αυτούς και αν ο αριθμός των υποψήφιων υπερβαίνει τις ελεύθερες θέσεις, οι θέσεις αυτές πληρώνονται με αξιοκρατικά κριτήρια κ.λ.π. ενώ εάν κάποιος επιθυμεί να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη δραστηριότητα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει επιλεγεί, είναι ελεύθερος να το κάνει αλλά ως μη αμειβόμενο χόμπι» (Par 200-201). Όμως, αυτό ισοδυναμεί με άρνηση της ελευθερίας επιλογής σε σχέση με την εργασία, ακριβώς όπως συμβαίνει και στο σημερινό συστήμα ή στο συστημα σχεδιασμού. Δεδομένου ότι η εκτίμηση του καλλιτεχνικού ταλέντου εμπερικλείει μεγάλη υποκειμενικότητα, άλλοι παράγοντες (υποκειμενικές θεωρήσεις, προσωπικές επαφές κ.λ.π.) θα καθορίζουν –ακριβώς όπως σήμερα– το ποιος θα παίρνει την περισσότερο επιθυμητή εργασία στο θέατρο, τον κινηματογράφο η τον μουσικό κλάδο κ.λ.π., ενώ οι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν θα πρέπει να ασχοληθούν με συμπλέγματα εργασιών που επικεντρώνονται σε δραστηριότητες έξω από αυτές που επιθυμούν, αν θέλουν να διατηρήσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής.

Από την άλλη μεριά, στο μοντέλο της ΠΔ, ο ρυθμιστικός μηχανισμός που εξασφαλίζει ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης συγκεκριμένων τύπων εργασίας δεν λειτουργεί μέσω των ωμών μηχανισμών αποκλεισμού που χρησιμοποιούν τόσο το σημερινό σύστημα όσο και το μοντέλο Parecon, αλλά, αντίθετα, κανει σαφή διάκριση μεταξύ «βασικής εργασίας», δηλαδή της εργασίας που απαιτείται για την κάλυψη των βασικών αναγκών και μη βασικής εργασίας.

Όσον αφορά τη βασική εργασία, κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει τον ελάχιστο αριθμό ωρών που απαιτούνται από την κοινωνία ώστε να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών. Εάν επομένως συγκεκριμένη καλλιτεχνική δραστηριότητα έχει κριθεί από τις δημοτικές συνελεύσεις ότι καλύπτει βασικές ανάγκες τότε οποιοσδήποτε το επιθυμεί μπορει ν ανακατευθεί στη σχετική δραστηριότητα όταν προσφέρει τη ‘βασική’ του εργασία, εφοσον βέβαια υπάρχει ανάλογη ζήτηση για την εργασία του από το κοινό, όπως εκδηλώνεται με την προσφορά των διατακτικών.

Όσον αφορά τη μη βασική εργασία, η ζήτηση και η προσφορά εξισορροπούνται μέσω του ρυθμιστικού μηχανισμού τον οποίο προσφέρει το ύψος της αμοιβής, το οποίο καθορίζεται τόσο από τις επιθυμίες των πολιτών ως παραγωγών (με βάση τον ‘δείκτη επιθυμητού’ του κάθε τύπου εργασίας) όσο και από τις επιθυμίες τους ως καταναλωτές (με βάση τις «τιμές»). Αν για παράδειγμα περισσότεροι απ’ ότι ζητούνται επιθυμούν να εργαστούν ως ηθοποιοί, τότε το ύψος της αμοιβής για τους ηθοποιούς θα μειωθεί ανάλογα, αποτρέποντας εκείνους που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να γίνουν ηθοποιοί να ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα. Ένας παρόμοιος μηχανισμός λειτουργεί στο επίπεδο του θιάσου. Αν τα έργα που ανεβάζει συγκεκριμένος θίασος είναι συνήθως παταγώδεις αποτυχίες (όπως αυτή μετράται από τον αριθμό διατακτικών που οι πολίτες ως καταναλωτές διαθέτουν για τα έργα αυτά), τότε θα είναι οι πολίτες εκείνοι που θα έχουν αποφασίσει για το μέλλον του συγκεκριμένου θιάσου και όχι απλώς οι υπόλοιποι ηθοποιοί, σκηνοθέτες κ.λ.π. χρησιμοποιώντας ψευδοαντικειμενικά κριτήρια, όπως συμβαίνει στο μοντέλο Parecon — υποθέτοντας βέβαια ότι ειδική φροντίδα θα δίνεται για την υποστήριξη πρωτοποριακών καλλιτεχνικών έργων, ακόμα και αν αυτά δεν είναι δημοφιλή.

Εντούτοις, παραμένει το ερώτημα για το τι συμβαίνει όταν οι υπηρεσίες ενός συγκεκριμένου πολίτη δεν είναι απαραίτητες σε κάποιο είδος δραστηριότητας, είτε επειδή η ζήτηση για τη δραστηριότητα αυτή είναι μειωμένη, είτε επειδή ο πολίτης δεν είναι διατεθειμένος να εργαστεί, ή είναι αντικοινωνικός κ.λ.π.. Στο σημερινό σύστημα, καθώς και στο μοντέλο Parecon (Par 206-7), τέτοιοι εργαζόμενοι πρέπει να απολύονται, ή να μεταφέρονται υποχρεωτικά σε μία παρόμοια ή πιθανόν διαφορετική δραστηριότητα.

 Στην ΠΔ, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση (απόλυση για μη προσωπικούς λόγους), αν ο πολίτης εργάζεται στην παραγωγή αγαθών που η δημοτική συνέλευση χαρακτηριζει βασικά διότι καλύπτουν βασικές ανάγκες, τότε, δεν θα υπάρξει πρόβλημα αφού θα μπορεί να κάνει αίτηση και να εργαστεί σε οποιοσδήποτε παρόμοιο είδος δραστηριοτήτων. Αν από την άλλη πλευρά εργάζεται στην παραγωγή μη βασικών αγαθών, τότε, εάν αποδέχεται το ισχύον ύψος της αμοιβής, θα μπορεί εύκολα να βρει εργασία αλλού σε παρόμοιες δραστηριότητες.

Ερχόμενοι τώρα στη δεύτερη περίπτωση (απόλυση για προσωπικούς λόγους) και πάλι θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της βασικής και της μη βασικής εργασίας. Στην περίπτωση των βασικων αγαθων, αν κάποιος δεν είναι διατεθειμένος (μολονότι ικανός) να προσφέρει την απαιτούμενη ποσότητα και ποιότητα εργασίας, τότε θα πρέπει να εξοστρακίζεται από την κοινότητα για αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω της απροθυμίας του να προσφέρει την προσπάθεια που απαιτείται για την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Στη περίπτωση των μη βασικων αγαθων,, θα πρέπει όλα τα μέλη της συνέλευσης του χώρου εργασίας να αποφασίσουν εάν το άτομο αυτό θα πρέπει να αποκλειστεί από τον συγκεκριμένο χώρο εργασίας, κάτι που θα του στερήσει μόνο την επιπλέον αμοιβή σε μη βασικά αγαθά αφού, για όσο διάστημα συνεχίσει να προσφέρει τις ελάχιστες ώρες βασικής εργασίας, θα εξακολουθεί να δικαιούται τα βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως κάθε άλλος πολίτης.

Από τα παραπάνω γίνεται, επομένως, φανερό ότι οι αυθαίρετες, αν όχι αυταρχικές, λύσεις που δίνονται σε τέτοιου είδους προβλήματα από το μοντέλο Parecon οφείλονται αποκλειστικά στην εγγενή ανελαστικότητα του μοντέλου αυτού, το οποίο δεν διακρίνει μεταξύ βασικών και μη βασικών αγαθών/τυπων εργασίας, ούτε χρησιμοποιεί το ύψος της αμοιβής ως ρυθμιστικό μηχανισμό για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης μη βασικής εργασίας.

Είναι εφικτά τα συμπλέγματα εργασιών;

Μολονότι τα συμπλέγματα εργασιών θα μπορούσαν να είναι χρήσιμο βήμα για τη μείωση των τεράστιων διαφορών ανάμεσα στους διάφορους τύπους εργασιών, δεν συνιστούν με κανένα τρόπο μία πανάκεια όπως παρουσιάζονται από το μοντέλο Parecon. Μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όπου είναι εφικτά θα πρέπει να είναι καλοδεχούμενα, στην πραγματικότητα, τα συμπλέγματα εργασιών φαίνεται να έχουν περιορισμένη εφαρμογή στη σημερινή κοινωνία, εξαιτίας των τεχνολογικών αλλαγών που εχουν δημιουργήσει μία υψηλή διαφοροποίηση μεταξύ των επαγγελμάτων στη βάση της εκπαίδευσης, της ικανότητας, της επιδεξιότητας, του ταλέντου κ.λ.π.

Με άλλα λόγια, τα συμπλέγματα εργασιών είναι εφικτά μόνο όταν δεν αφορούν επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης (χειρούργοι, οπτικοί, ειδικοί στα ακουστικά βαρηκοΐας, πιλότοι κ.λ.π.), ή επαγγέλματα που απαιτούν ειδικά ταλέντα (μουσικοί, χορευτές, ηθοποιοί κ.ο.κ.). Επιπλέον, ακόμα και σε γενικές κατηγορίες εργασιών, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα νοσοκομειακά η πανεπιστημιακά επαγγέλματα, λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν –αν θέλουμε να αποφευχθεί η πελώρια κοινωνική σπατάλη- ώστε να είναι δυνατό να μοιραστούν τα εργασιακά καθήκοντα μεταξύ γιατρών και υπάλληλων που κάνουν διοικητικές δουλειές, ή βοηθητικές χειρωνακτικές εργασίες (διατήρηση δεδομένων υπολογιστή, καθαρισμός κ.λ.π.). Όταν, για παράδειγμα, εξαρτώνται ζωές από τις ικανότητες των χειρούργων, και όταν είναι εξαιρετικά απίθανο, σε οποιαδήποτε κοινωνία, να υπάρχουν χειρούργοι σε αφθονία, παρά τις υπεραπλουστευτικές υποθέσεις του Albert πάνω στο ζήτημα (Par 150) — με δεδομένο τον υψηλό βαθμό εκπαίδευσης, ικανότητας και εμπειρίας που απαιτείται σχετικά — θα ήταν τρομακτική κοινωνική σπατάλη να ζητάμε από ένα χειρούργο να συμμετέχει στον καθαρισμό των νοσοκομειακών διαδρόμων, ή ακομη και να ασχοληθεί με κάποια απλή χειρωνακτική εργασία (πχ να ανανεώνει τα αρχεία των υπολογιστών και άλλα παρόμοια), ώστε να επιτευχθεί κάποια ισορροπία στα εργασιακά καθήκοντα! Παρόμοια, ακόμα και αν τα συμπλέγματα εργασιών είναι εφικτά σε ένα πανεπιστήμιο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κύρια δραστηριότητα των διδασκόντων θα είναι στον τομέα των σπουδών και μόνο λίγες ώρες την εβδομάδα θα μπορούσαν να αφιερώνουν χρόνο σε χειρωνακτική εργασία. Το αντίστροφο θα ισχύει για τους καθαριστές, η τους εργαζόμενους στις Πανεπιστημιακές καντίνες, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να διδάξουν κοινωνικές ή φυσικές επιστήμες, — αν, πάλι, θέλαμε ν αποφύγουμε τη κοινωνική σπατάλη.

Οι δυνατότητες για αξιόλογα συμπλέγματα εργασιών είναι ακόμα πιο περιορισμένες σε συγκεκριμένους τόπους εργασίας που περιλαμβάνουν πολύ διαφοροποιημένες δραστηριότητες (π.χ. πλοία, αεροπλάνα, τραίνα κ.λ.π.), όπου μηχανικοί, πιλότοι, καπετάνιοι, οδηγοί τραίνων κ.ο.κ. θα μπορούσαν προφανώς να προσφέρουν πολλά παραπάνω στην κοινωνία με το να ξοδεύουν το μεγαλύτερο τμήμα, αν όχι όλο τον χρόνο τους, στην ειδίκευση που έχουν επιλέξει, αντί σε δραστηριότητες άσχετες μ’ αυτήν.

Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε σχετικά ότι αμφιβολίες για το εφικτό των συμπλεγμάτων εργασιών γεννιούνται ακόμα και σε ότι αφορά τα ίδια τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Albert για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του! Για παράδειγμα, σε έναν υποθετικό εκδοτικό οίκο που περιγράφει, η εβδομαδιαία εργασία του Larry δεν περιλαμβάνει μόνο καθήκοντα ρουτίνας στον συγκεκριμένο χώρο εργασίας (ταξινόμηση αλληλογραφίας, καθαρισμός, κ.λπ.) καθώς και σε άλλους χώρους εργασίας (καθήκοντα ρουτίνας στη γειτονιά και στην κοινότητα όπου διαμένει) αλλά, επίσης, και καθήκοντα παραγωγής, στοιχειοθεσίας, σχεδιασμού, προώθησης πωλήσεων, διόρθωσης δοκιμίων ακόμα και ανάγνωσης χειρόγραφων! (Par 179). Το ερώτημα όμως που γεννιέται είναι, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει ένα τόσο μεγάλο εύρος γνώσεων ώστε όλοι να μπορούν να ειδικεύονται στον σχεδιασμό, τη διόρθωση δοκιμίων, τη στοιχειοθεσία, κ.λπ., θα μπορούσε κανείς να υποθέσει στα σοβαρά ότι το εκπαιδευτικό σύστημα θα εφοδιάζει όλους και με τις κατάλληλες γνώσεις ώστε να διαβάζουν χειρόγραφα και να είναι σε θέση να εκτιμήσουν προτάσεις για βιβλία σε ποικίλα γνωστικά πεδία — καθένα από τα οποία απαιτεί έτη σπουδών από μόνο του — από τη λογοτεχνία μέχρι την πολιτική, την κοινωνιολογία κ.λπ.; Το ερώτημα μάλιστα αποκτά ακομη μεγαλύτερη οξύτητα αν λάβει κανείς υπόψη ότι κάθε νέο βιβλίο που αξιολογείται (ειδικότερα αν δεν είναι μυθιστόρημα, που και γι αυτό ακομη η γνώση και η μακρά εμπειρία είναι απαραίτητες) υποτίθεται ότι προσφέρει νέα γνώση, ή νέα κριτική ανάλυση, πράγμα που συνεπάγεται ότι ακόμα και η προκαταρκτική του αξιολόγηση δεν μπορεί να αφήνεται σε ανθρώπους χωρίς εξειδικευμένη γνώση. Παρ΄όλα αυτά, το μοντέλο Parecon προτείνει ότι αν δύο μέλη του εκδοτικού οίκου με το ίδιο επίπεδο γνώσεων συμφωνούν να απορριφθεί ένα βιβλίο, τότε αυτό επιστρέφεται στον συγγραφέα του –εκτός αν κάποιο άλλο μέλος επιθυμεί να το κρατήσει! (Par 179).

Αν, ωστόσο, τα εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών μέσα στον ιδιο χώρο εργασίας σε πολλές περιπτώσεις είναι, όπως προσπάθησα να δείξω παραπάνω, μη πρακτικά, η πρόταση για παρόμοια συμπλέγματα εργασιών μεταξύ διαφορετικών χώρων εργασίας σίγουρα μοιάζει με επιστημονική φαντασία. Λίγοι θα μπορούσαν να φανταστούν, για παράδειγμα, το πώς εργασιακά καθήκοντα σχετικά με τη μετάλλευση θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν εργασιακά καθήκοντα σχετικά με την έκδοση βιβλίων (δακτυλογράφηση, σύνταξη κειμένων, διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων, σχεδίαση εξώφυλλων, οργάνωση της διανομής κ.λπ.). Παρ’ όλα αυτά, το μοντέλο Parecon χρησιμοποιεί ακριβώς αυτό το παράδειγμα για να δείξει ότι τέτοια εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών μπορεί να είναι απαραίτητα, με δεδομένο ότι οι μεταλλωρύχοι δύσκολα θα βρίσκουν την εργασία τους εξίσου επιθυμητή ή εξασφαλιζουσα ισοκατανομή δύναμης όσο και οι εργαζόμενοι στον εκδοτικό κλάδο! (LF 20). Εύλογα θα μπορούσε επομένως κάποιος να υποπτευθεί ότι οι συγγραφείς δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ τέτοια εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών στην πράξη και ότι απλοϊκά γενικεύουν, με βάση τις προσωπικές τους εμπειρίες στη δημιουργία παρομοίων εξισορροπημένων συμπλεγμάτων εργασιών μέσα σε έναν εναλλακτικό εκδοτικό οίκο — που είναι βέβαια μία πολύ πιο απλή επιχείρηση.

Στην πράξη, με δεδομένο το σημερινό επίπεδο εξειδίκευσης, η προσπάθεια να εξασφαλιστεί εξισορρόπηση εργασιακών καθηκόντων μεταξύ χώρων εργασίας μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και μεταξύ χώρων εργασίας που περιλαμβάνουν, χονδρικά, παρόμοιους τύπους δραστηριότητας (π.χ. μεταξύ αυτοκινητοβιομηχανιών και βιομηχανιών κατασκευής ψυγείων, ή ανάμεσα σε λογιστικά γραφεία και εκδοτικούς οίκους), πόσο μάλλον μεταξύ χώρων εργασίας με ανόμοιους τύπους δραστηριότητας (π.χ. μεταξύ μιας αυτοκινητοβιομηχανίας και ενός εκδοτικού οίκου) οπότε αυτό θα ήταν σχεδόν αδύνατο — εκτός αν η κοινωνική σπατάλη δεν είναι τόσο σημαντικός παράγοντας για το Parecon όσο η ανάγκη εξισορρόπησης των ανισοτήτων ανάμεσα στους χώρους εργασίας. Όμως, σε μία κοινωνία σπανεως, όπως είναι εκείνη που υποτίθεται από το μοντέλο Parecon, δεν μπορει κανείς ν αγνοήσει τον παράγοντα σπατάλης — ιδιαιτερα ο Αλμπερτ που αποδίδει τεράστια σημασία στην οικονομική αποτελεσματικότητα στο μοντελο του.

Είναι, επομένως, φανερό ότι μολονότι είναι επιθυμητό να μειωθεί η σημερινή ακραία εξειδίκευση της εργασίας μέσω μιας σημαντικής μείωσης του σημερινού λεπτομερειακού καταμερισμού εργασίας, όπως πρότεινα και παραπάνω, η δυνατότητα αυτή θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των πιθανών επιπτώσεων όσον αφορά τη χρήση σπάνιων παραγωγικών πόρων. Η τεχνική κατάρτιση σε πολλαπλές ειδικότητες και, ακόμα πιο σημαντικό, οι αλλαγές στην τεχνολογία για να προωθηθεί η ομαδική εργασία, είναι χρήσιμα μέσα για τη μείωση της σημερινής εξάρτησης από την ακραία εξειδίκευση, αλλά εύκολα μπορεί κανείς να δει τα όρια παρόμοιας προσπάθειας. Είναι αλήθεια, όπως ανέφερα παραπάνω, ότι σημαντικό τμήμα του σημερινού υψηλού βαθμού εξειδίκευσης είναι, στη πράξη, μία μέθοδος που χρησιμοποιούν οι καπιταλιστές για να διασφαλίσουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους και να επιβάλλουν την εξουσία τους πάνω στους εργαζόμενους. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο σημερινός βαθμός εξειδίκευσης είναι, επίσης, αποτέλεσμα της συσσώρευσης της γνώσης, τόσο της επιστημονικής, όσο και της τεχνικής. Μολονότι, λοιπόν, ούτε η τεχνολογία, ούτε η επιστημονική έρευνα μπορούν να θεωρηθούν αυτόνομες από το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, ούτε καν «ουδέτερες»,[70] αυτό δεν σημαίνει ότι πολλές, αν όχι οι περισσότερες, από τις σημερινές εξειδικεύσεις δεν θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε κάθε κοινωνία σπανεως. Με αλλα λόγια, παντα θα υπάρχει η ανάγκη για πιλότους, υδραυλικούς, επιπλοποιούς, αρχιτέκτονες, καθώς και για διάφορα είδη επιστημόνων, γιατρών, καλλιτεχνών κ.λ.π., και, όσα συμπλέγματα εργασιών και να δημιουργήσουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μειώσουμε την ανάγκη για τις ειδικές τους γνώσεις και τεχνική κατάρτιση, εφοσον κανένα εκπαιδευτικό συστημα δεν θα μπορούσε να καλύψει επαρκώς το πολύ ευρύ φάσμα συσσωρευμένης γνώσης που αντανακλάται στο σημερινό τεχνολογικό επίπεδο — εκτός φυσικά αν επιστρέψουμε στον πριμιτιβισμό, όπως κάποιοι αφελεις αναρχικοι προτείνουν σήμερα!

 


 

[55] βλ. Cornelius Castoriadis, Political and Social Writings, (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1988), Vol.2, σελ. 273 και World in Fragments (Stanford: Stanford University Press, 1997), σελ. 37-39.

[56] Κάποτε μάλιστα ο Albert δινει την εντύπωση ότι παίρνει δεδομένες ακόμη και τις σημερινές ιεραρχικές σχέσεις (παρά τους εξορκισμούς του για το αντίθετο) όπως, για παράδειγμα, όταν μιλά για τους «ηγέτες» της παραγωγής» Όπως τονιζει σχετικα, «τίποτα σ’ αυτά που περιγράψαμε δεν αποκλείει την άσκηση ηγεσίας. Στο Northstart (ένα φανταστικό εκδοτικό οίκο όπου περιγράφει την προσωπική του εμπειρία από το Southend) οι υπεύθυνοι παραγωγής (production leaders) συγκεκριμένων βιβλίων ασκούν την αναγκαία επιρροή πάνω στα μέλη της ομάδας (όσον αφορά την ποιότητα και τον ρυθμό της δουλειάς) για να τελειώσουν τα βιβλία» (Par 178) –προφανώς, εδώ, τα μέλη της ομάδας θεωρούνται από τον Albert ανίκανα να αξιολογήσουν συλλογικά τον απαιτούμενο ρυθμό δουλειάς και την ποιότητα ώστε να τελειώσουν την εκδοτική διαδικασία εγκαίρως!

[57] Αργότερα ο Καστοριάδης εγκατέλειψε την «εργατική αυτοδιεύθυνση» και υιοθέτησε το πρόταγμα της αυτονομίας και της άμεσης δημοκρατίας (βλ. T. Fotopoulos, ‘Castoriadis and the democratic tradition’, Democracy & Nature, Vol.4, No.1 (1998), pp. 157-63 καθως και την ανταλλαγή μου με τον David Ames Curtis στο Democracy & Nature, Vol.5, No.1 (March 1999) pp. 175-188).

[58] Cornelius Castoriadis, Political and Social Writings ’On the content of socialism, II’, Vol.2, σελ. 101-108.

[59] Βλ. T. Fotopoulos, ‘Towards a democratic conception of science and technology’, Democracy & Nature, Vol.4, No.1 (1998), σελ. 54-86.

[60] Takis Fotopoulos, ‘Class divisions today-the Inclusive Democracy approach’, Democracy & Nature, Vol.6, No.2 (July 2000), σελ. 211-252.

[61] Γι’ αυτή την σημαντική διάκριση ανάμεσα σε κύρος και εξουσία βλ. A. Carter, Authority and Democracy, (London: Routledge, 1979) ch. 2.

[62] Βλ. R.P. Wolf, In Defence of Anarchism, (Harper, 1970), ch. 1.

[63] Βλ. Περιεκτική Δημοκρατία, σελ. 377-380 & 423-455.

[64] Βλ. για παράδειγμα R. Edwards, The Transformation of the Workplace in the 20th Century (London: Heinemann, 1979) and S. Marglin ‘The origin and functions of hierarchy in capitalist production’, Union of Radical Political Economics Review (Summer 1974).

[65] Βλ. e.g. D. Bell, The Coming of post-industrial society (London: Heinemann, 1974); J. Gerschuny, After Industrial Society (London: Macmillan, 1978); F. Blackaby, De-industrialisation (London: Heinemann, 1979); F. Frobel et al The New International Division of Labour (Cambridge: Cambridge University Press, 1980); S. Antonopoulou, ‘The process of globalisation and class transformation in the West’, Democracy & Nature, Vol.6, No.1 (March 2000), σελ. 37-54.

[66] Βλ. T. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, σελ. 138-140.

[67] Μία παρόμοια ερμηνεία για την κατάργηση του καταμερισμού εργασίας σε μία κομμουνιστική κοινωνία δίνει και ο Marcuse, H. Marcuse, Soviet Marxism (London: Routledge, 1958), p. 183.

[68] April Carter, Authority and Democracy (London: Routledge, 1979), Chapter 2.

[69] Βλ. T. Fotopoulos, ‘From miseducation to Paedeia, Democracy & Nature, Vol.9, No.1 (March 2003).

[70] Βλ. T. Fotopoulos, ‘Towards a democratic conception of science and technology’.