Τάκης Φωτόπουλος, Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία

(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Τα συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων στο Parecon και στην ΠΔ

 

Τα Συμβούλια εργατών και καταναλωτών στο Parecon

Τα κύρια συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων στο μοντέλο Parecon είναι τα εργατικά συμβούλια και τα συμβούλια καταναλωτών.

Όσον αφορά τα εργατικά συμβούλια, κάθε χώρος εργασίας συμμετοχικής οικονομίας ελέγχεται από το εργατικό συμβούλιο στο οποίο όλοι οι εργαζόμενοι έχουν τα ίδια γενικά δικαιώματα λήψης αποφάσεων και υποχρεώσεις. Όταν κρίνεται απαραίτητο, μικρότερα συμβούλια οργανώνονται ανά ομάδες εργασίας, ανά μονάδες, και ανά μικρά τμήματα. Μεγαλύτερα συμβούλια οργανώνονται ανά μεγάλα τμήματα, ολόκληρους χώρους εργασίας και ανά βιομηχανίες (Par 92).

Έτσι, διαφορετικού μεγέθους συμβούλια ασχολούνται με διαφορετικά ζητήματα, σύμφωνα με τον κανόνα ότι η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να είναι ανάλογη του αντίκτυπου που θα έχουν οι αποφάσεις αυτές σε εκείνους που τις παίρνουν. Όπως το θέτει ο Albert, τα συμβούλια των εργατών διασφαλίζουν την αυτοδιεύθυνση :

• με το να αφήνουν τις αποφάσεις που επηρεάζουν αποκλειστικά ένα υποσύνολο εργαζόμενων στους εργαζόμενους αυτούς και τα συμβούλιά τους

• με το να ανατίθεται η μεγαλύτερη πρωτοβουλία κατά τη λήψη των αποφάσεων σε αυτούς που επηρεάζονται περισσότερο από τις αποφάσεις αυτές και

• με το να σταθμίζονται, ή να οργανώνονται διαφορετικά οι διαδικασίες ψηφοφορίας, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζονται οι διαφορετικές επιπτώσεις από τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών, κυρίως σε αυτούς που θα επηρεαστούν από τις αποφάσεις .

Όσον αφορά τα συμβούλια των καταναλωτών, η συμμετοχική κατανάλωση, όπως αυτή περιγράφεται από τους συγγραφείς του Parecon στο Looking Forward[52] (LF, 48), οργανώνεται σε ένα πυραμιδωτό σύστημα από αυξανόμενα σε μέγεθος συμβούλια καταναλωτών και ομοσπονδίες.

Ο σχεδιασμός της κατανάλωσης ξεκινά με τα προγράμματα συλλογικής κατανάλωσης, από τα πάνω προς τα κάτω, και κορυφώνεται με την ψηφοφορία πάνω σε ένα συνολικό ‘πακέτο’ συλλογικής κατανάλωσης (Par 215). Κάθε συμβούλιο γειτονιάς είναι μέρος μιας ευρύτερης επαρχιακής, περιφερειακής, πολιτειακής και εθνικής ομοσπονδίας συμβουλίων. Το Συμβούλιο Διευκόλυνσης της Συλλογικής Κατανάλωσης, αφού λάβει πληροφορίες από όλα τα νοικοκυριά για τις καταναλωτικές ανάγκες τους με βάση τις αρχικές προτάσεις του, επανυποβάλλει τις προτάσεις του για να τις επανεξετάσουν τα νοικοκυριά (Par 216). Τελικά, τα νοικοκυριά κ.λ.π. ψηφίζουν τέσσερα πακέτα συλλογικής κατανάλωσης (Par 217). Οι αποφάσεις της συλλογικής κατανάλωσης λαμβάνονται με ένα δημοψήφισμα μεταξύ όλων των μελών (Par 210).

Όσον αφορά την προσωπική κατανάλωση, ο κάθε καταναλωτής καθορίζει την ατομική του κατανάλωση υπό το φως των ήδη αποφασισμένων συλλογικών πλάνων για την επαρχία, τη γειτονιά κ.λ.π. (Par 214). Οι καταναλωτές καθορίζουν τις προσωπικές τους καταναλωτικές ανάγκες λαμβάνοντας υπόψη τις συλλογικές ανάγκες, καθώς και τις επιπτώσεις των απαιτήσεών τους στους εργαζόμενους (μέσω πληροφοριών που παράγονται ηλεκτρονικά) (Par 214-15). Οι αποφάσεις για το την διανομή των ατομικών καταναλωτικών πακέτων καθορίζονται με βάση το προηγούμενο ιστορικό του κάθε καταναλωτή, την εργατική του εμπειρία και τις ανάγκες του, και υπόκειται σε συλλογικό έλεγχο ώστε να διασφαλιστεί η ισότητα και να είναι δυνατός ο πειραματισμός. Εντούτοις, «προκειμένου να εξασφαλιστεί το δικαίωμα πάνω στην ιδιωτική ζωή και ο προσωπικός έλεγχος, απαιτήσεις των καταναλωτών που δεν ξεπερνούν τις «μέσες» απαιτήσεις δεν πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο» (LF 50). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ένα στάνταρ για τη μέση κατά κεφαλή κατανάλωση των ατόμων, των γειτονιών, των περιφερειών και των πολιτειών, και θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος που να εξασφαλίζει ότι τα άτομα, οι γειτονιές, οι περιφέρειες και οι πολιτείες δεν καταναλώνουν ποσότητες πάνω από το μέσο όρο-- εκτός αν τους δοθεί η σχετική άδεια από τους υπόλοιπους. Οι απαιτήσεις για αγαθά και υπηρεσίες που επιβαρύνουν το παραγωγικό δυναμικό της κοινωνίας πάνω από το μέσο όρο μπορεί να απορριφθούν από τα συμβούλια των καταναλωτών για λόγους ισότητας (LF 49-50). Τέλος, στα συμβούλια καταναλωτών της γειτονιάς, τα μέλη συζητούν τις επιπτώσεις που θα έχουν οι προτάσεις τους για την κατανάλωση στους εργαζόμενους και διαμορφώνουν ανάλογα τις απαιτήσεις τους, ενώ οι αποφάσεις για τη συλλογική κατανάλωση λαμβάνονται συλλογικά και κρίνονται από όλα τα συμβούλια που επηρεάζονται από αυτές.

Ωστόσο, η δυαδική δομή συμβουλίων που προτείνεται από το μοντέλο Parecon, αντί να δημιουργεί μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα του πολίτη ως πολίτη που εκφράζει κατ αρχήν το γενικό συμφέρον, εντείνει τον διχασμό προσωπικότητας των πολιτών καθως και την διάκριση τους σε καταναλωτές και εργαζόμενους (όπως κανει και η οικονομία της αγοράς) και οδηγεί αναπόφευκτα στη δημιουργία ειδικών συμφερόντων, τα οποία μπορεί ενδεχομένως να συγκρουστούν μεταξύ τους, όπως ανέφερα και παραπάνω. Με άλλα λόγια, όταν οι πολίτες αποφασίζουν αποκλειστικά ως εργαζόμενοι μπορεί να αναπτύξουν ιδέες, απόψεις και πιθανόν ακόμα και συμφέροντα που αντιτίθενται σε αυτά των πολιτών ως καταναλωτών, και ο δυϊσμός ανάμεσα σε εργατικά συμβούλια και συμβούλια καταναλωτών εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Αντίθετα, όταν οι πολίτες παίρνουν όλες τις βασικές αποφάσεις, όπως στην ΠΔ, ως πολίτες (πέρα από τις πιο εξειδικευμένες αποφάσεις που παίρνουν στους τόπους δουλειάς, εκπαίδευσης κλπ) μπορούν να σταθμίζουν μόνοι τους το γενικό με το ειδικό και να λαμβάνουν ισορροπημένες αποφάσεις που εκφράζουν κατ αρχήν το γενικό συμφέρον.

Πέρα, όμως, από το γεγονός ότι η διαίρεση της κοινωνίας σύμφωνα με το μοντέλο Parecon μπορεί να δημιουργήσει πιθανές συγκρούσεις μεταξύ των συλλογικών οργάνων λήψης αποφάσεων, μία ακόμη πιο σοβαρή κριτική που μπορεί να γίνει είναι ότι η διαίρεση αυτή δεν συμβάλλει καθόλου στη δημιουργία της νεας δημοκρατικής συνείδησης, όπως απαιτεί η λειτουργία μιας γνήσιας δημοκρατίας. Όπως τόνισα σε πρόσφατο άρθρο,[53] η αλληλεπίδραση της παιδείας και του υψηλού επίπεδου πολιτικής συνειδητοποίησης που αναμένεται να δημιουργήσει η συμμετοχή σε μία δημοκρατική κοινωνία θα είναι κρίσιμη για την δημιουργία ενός νέου ηθικού κώδικα που θα καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μία δημοκρατική κοινωνία. Με άλλα λόγια, μία γνήσια δημοκρατική κοινωνία προϋποθέτει ενεργά πολιτικά δικαιώματα όπου, όπως τονίζει η Hannah Arendt:

η πολιτική δραστηριότητα δεν είναι το μέσο για κάποιον σκοπό, αλλά αυτοσκοπός από μόνη της. Δεν ασχολείται κανείς με την πολιτική δράση απλά για να προωθήσει την προσωπική του ευημερία αλλά για να κάνει πραγματικότητα τις εγγενείς αρχές της πολιτικής ζωής, όπως είναι η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, το θάρρος και η επίτευξη υψηλών επιδόσεων’[54].

Αυτή η αντίληψη για την πολιτική δραστηριότητα όμως είναι τελείως ξένη προς το όραμα του μοντέλου Parecon, το οποίο υιοθετεί μία «εργαλειακή» αντίληψη, ακριβώς όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλιστές κρατιστές. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, όταν οι άνθρωποι παίρνουν άμεσα μέρος στις πολιτικές και οικονομικές διαβουλεύσεις (ως εργαζόμενοι ή καταναλωτές) το κάνουν πάντοτε ως ένα μέσο για κάποιον σκοπό και όχι σαν αυτοσκοπό — κάτι που συμβαίνει μόνο όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις ως πολίτες.

Η δημοτική συνέλευση των πολιτών στην ΠΔ

Το βασικό συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων στην ΠΔ είναι η δημοτική συνέλευση, που είναι επίσης το ανώτατο σώμα διαμόρφωσης πολιτικών. Στη δημοτική συνέλευση λαμβάνουν μέρος όλοι οι πολίτες που εχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας που αποφασίζει η ίδια, οι οποίοι διαμένουν σε μία συγκεκριμένη περιοχή. Από την άλλη μεριά, οι περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις είναι απλώς εκτελεστικά συμβούλια αποτελούμενα από ανακλητούς και κυκλικά εναλλασσόμενους εντολοδόχους στους οποίους έχουν δοθεί συγκεκριμένες εντολές. Υπάρχουν, επίσης, συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων σε κάθε χώρο εργασίας, εκπαιδευτικό ίδρυμα, και σε κάθε άλλο τόπο όπου θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας δημόσιος χώρος. Στα σώματα αυτά, οι εργαζόμενοι, οι φοιτητές, οι καθηγητές κ.ο.κ. αποφασίζουν για τη διεύθυνση των χώρων τους, σύμφωνα με τις γενικες πολιτικές αποφάσεις που έχουν υιοθετηθεί από τις δημοτικές συνελεύσεις (στην περίπτωση των συνελεύσεων των εργαζόμενων αυτό περιλαμβάνει και την διαδικασία τροποποίησης/ υλοποίησης του Δημοκρατικού Πλάνου).

Το πρόταγμα της ΠΔ, το οποίο υποθέτει ότι το γενικό συμφέρον εκφράζεται από τις δημοτικές συνελεύσεις και τα ειδικά συμφέροντα από τις συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα κ.λ.π. είναι, κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να επανενωθούν η ζωή στον τόπο εργασίας με τη ζωή της κοινότητας και, ταυτόχρονα, να ξεπεραστεί η διάκριση ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό συμφέρον. Επιπλέον, οι θεσμοί της ΠΔ εξασφαλίζουν την ανάπτυξη μιας πλήρους δημοκρατικής συνειδητοποίησης, μέσω της δημιουργίας μιας ενεργού και οχι εργαλειακής έννοιας του πολίτη. Τελος, η πρόταση της ΠΔ συνεπάγεται τη δημιουργία όσο το δυνατό περισσότερων δημόσιων χώρων, έτσι ώστε να εκφράζονται τόσο τα ειδικά συμφέροντα, όσο και το γενικό συμφέρον αλλά με έναν τρόπο που δεν θα επιτρέπει την κυριαρχία του ειδικού πάνω στο γενικό συμφέρον.

 


 

[52] Michael Albert and Robin Hahnel, Looking Forward: Participatory Economics for the Twenty-First Century (Boston: South End Press, 1991).

[53] Βλ. Takis Fotopoulos, ‘From (mis)education to Paideia’, Democracy & Nature, Vol.9, No.1 (Μάρτης 2003), σελ. 15-50.

[54] Maurizio Passerin d’ Entreves, ‘Hannah Arendt and the Idea of Citizenship’, στο βιβλίο της C. Mouffe (επιμ) Dimensions of Radical Democracy (London: Verso, 1992), σελ. 154.