Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ

Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία

εκδόσεις Γόρδιος, Νοέμβριος 2010, σελ. 412, ISBN: 960-6826-18-Χ, ISBN 13: 978-960-6826-18-4


 

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η Αριστερά απέναντι στην κρίση και την Ε.Ε.

 


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13

ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ «ΑΡΙΣΤΕΡΑ»

 

 

 

Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσω δύο φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους ρεύματα: τους Οικολόγους-Πράσινους και την Πατριωτική «Αριστερά». Στην πραγματικότητα όμως τα δύο αυτά ρεύματα αποτελούν οργανικά τμήματα του ίδιου φαινομένου : του σημερινού κοσμοπολιτισμού.

 

Από τη μια μεριά, οι μεταλλαγμένοι Πράσινοι, που αποτελούν τους Οικολόγους-Πράσινους, συνιστούν το άκρον άωτον του Νεοταξικού κοσμοπολιτισμού που χαρακτηρίζει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ο οποίος δεν έχει καμιά, βέβαια, σχέση με τον διεθνισμό των αντισυστημικών Πράσινων των δεκαετιών του 1960 και 1970, ο οποίος εξέφραζε τις αρχές της αλληλεγγύης που θεμελιώνονταν στην αρχή της αυτονομίας, σε αντίθεση με τον σημερινό κοσμοπολιτισμό που θεμελιώνεται στα…ατομικά δικαιώματα με βάση την αρχή της ετερονομίας. Γι’αυτό και οι μεταλλαγμένοι αυτοί Πράσινοι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έπαιξαν ένα εγκληματικό ρόλο στη στήριξη των πολέμων της υπερεθνικής ελίτ.

 

Από την άλλη μεριά, η Πατριωτική «Αριστερά» αποτελεί την αντίσταση σε αυτόν τον ψευτοδιεθνισμό της Νέας Τάξης, η οποία όμως τελικά καταλήγει σε ένα εθνικισμό παλιάς κοπής που στρέφεται κατά των μεγαλυτέρων θυμάτων της παγκοσμιοποίησης, των μεταναστών, ως δήθεν υπαιτίων για την σημερινή κρίση, και πολεμά την ιδεολογική μόνο παγκοσμιοποίηση, ακριβώς επειδή έχει αρνητικές συνέπειες στην εθνική κουλτούρα, ενώ ποτέ δεν στρέφεται κατά του ιδίου του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.

 

Οι πρακτικές συνέπειες των θέσεων αυτών σε σχέση με τα ληστρικά μέτρα είναι ότι οι μεν πρώτοι ουσιαστικά τα δέχονται με κάποιες προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, ενώ οι δεύτεροι δεν φθάνουν ποτέ στη ρίζα του κακού, την ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την ΕΕ, αλλά είτε δέχονται τα μέτρα, είτε απλά συνιστούν κάποιο είδος αναδιαπραγμάτευσης του Χρέους.

 

κρίσης —που είναι, βέβαια, και η θέση των δικών μας Οικολόγων-Πράσινων, είτε το δηλώνουν είτε όχι για ψηφοθηρικούς λόγους— τότε μπορούμε να πάρουμε σαφή αντίληψη της θέσης των μεταλλαγμένων οικολόγων μας.

 

Έτσι, κατά τον Κον-Μπεντίτ μια «ικανοποιητική απάντηση» στην κρίση θα μπορούσε να είναι:[2] «Η δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού ταμείου, που θα μπορούσε να παρέχει ένα μεγάλο ευρωπαϊκό δάνειο. Από τη μία πλευρά, θα μπορούσαμε να επενδύουμε σε οικολογικά ζητήματα, και από την άλλη, να βοηθάμε χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα, όπως η Ελλάδα. Η παρούσα κατάσταση είναι παράλογη. Η Γερμανία δανείζεται με 1,5% τόκο, για να προσφέρει τα χρήματα στην Ελλάδα με 5%. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια απόλυτη σύγχυση». Δηλαδή, κατά τον «κοκκινο» Ντανυ, η λύση είναι περισσότερος δανεισμός για την Ελλάδα —με άλλα λόγια, συνεχής εξάρτησή της από τις ξένες ελίτ (με δικαιότερο φυσικά επιτόκιο!) ώστε να χρηματοδοτηθεί η «πράσινη ανάπτυξη» που ευαγγελίζεται! Και όταν εύλογα ερωτήθηκε: «Πώς, όμως, ένα προϊόν του καπιταλιστικού συστήματος θα αντιμετωπιστεί ριζικά χωρίς την ανατροπή του καπιταλισμού;» η αποστομωτική απάντηση του ήταν: «Μέσω αυτού που ονομάζω ριζοσπαστικό ρεφορμισμό, ριζοσπαστικές ιδέες και συμμετοχή στις θεσμικές διαδικασίες. Πρέπει να υιοθετήσουμε ρυθμίσεις που να οδηγούν σε μια εκ βαθέων αναμόρφωση του καπιταλισμού. Τώρα είναι η εποχή που θέτουμε τις βάσεις για ένα σύστημα που να ρυθμίζει τη λειτουργία του καπιταλισμού και ταυτόχρονα να τον μεταλλάσσει»...

 

Αλλά, ας δούμε πιο συστηματικά τη καραμέλα των Ευρωπαίων Πράσινων και του δικού μας παραρτήματος των Οικολόγων-Πράσινων, την «πράσινη ανάπτυξη», η οποία όχι μόνο, υποτίθεται, θα δώσει διέξοδο στην οικολογική κρίση, αλλά ακόμη και στην οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία! Περιττό να σημειωθεί ότι οι μεταλλαγμένοι αυτοί Πράσινοι δεν αρθρώνουν κουβέντα για έξοδο από την ΟΝΕ, και πολύ περισσότερο από την ΕΕ, και φυσικά για οικονομική αυτοδυναμία —το παλιό όνειρο των αντισυστημικών Πράσινων, στους οποίους κάποιοι από τους σημερινούς μεταλλαγμένους Οικολόγους-Εναλλακτικούς κάποτε ανήκαν!

 

Η Πράσινη «ανάπτυξη», όπως και η κλασική, στηρίζεται σε ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας που αναπαράγει τη διεθνή οικονομική ανισομέρεια. Έτσι, εάν η κλασική ανάπτυξη έδινε την ευκαιρία στις αναπτυγμένες χώρες να εκμεταλλεύονται τις φθηνές πρώτες ύλες των χωρών της περιφέρειας και να τις μεταποιούν σε ακριβά βιομηχανικά προϊόντα που εξήγαγαν σε αυτές, η «πράσινη» ανάπτυξη δίνει την ανάλογη ευκαιρία στις πολυεθνικές να εκμεταλλευθούν τις «πρώτες ύλες» (ήλιος, θάλασσα, άνεμοι, γη κ.λπ.) δίνοντας την ευκαιρία σε κάθε χώρα (με το αζημίωτο βέβαια) για «πράσινη» ανάπτυξη, με τεχνολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό, καθώς και «πράσινα» προϊόντα, που παράγουν οι...πολυεθνικες. Έτσι, οι μεν αναπτυγμένες χώρες, στις οποίες εδρεύουν οι πολυεθνικές, προσπορίζονται τόσο άμεσα οφέλη από τη διαδικασία αυτή (επιπρόσθετη παραγωγή και απασχόληση) όσο και έμμεσα (φθηνότερη παραγωγή ενέργειας κ.λπ.), καθώς και τα οφέλη στην κατανάλωση από τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και των δύο, ενώ οι χώρες στη περιφέρεια-ημιπεριφέρεια που αγοράζουν τα προχωρημένης τεχνολογίας πράσινα προϊόντα από αυτές απλώς καταναλώνουν «πράσινη ανάπτυξη»! Συγχρόνως, τα μεσαία στρώματα που έχουν τις μεγαλύτερες οικολογικές ανησυχίες (έχοντας λύσει τα βιοτικά τους προβλήματα) θα είναι ήσυχα ότι «κάτι κάνουν» για τα παιδιά τους...

 

Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι στη χώρα μας, όχι μόνο οι Οικολόγοι-Πράσινοι, αλλά και σύσσωμη η πολιτική και οικονομική ελίτ, η ρεφορμιστική Αριστερά, και φυσικά οι ΜΚΟ (Greenpeace κ.λπ.), μέχρι και ...η ΓΣΕΕ, αγκάλιασαν την «ανάπτυξη» αυτή. Το περίεργο όμως είναι να διακηρύσσουν ότι με την Πράσινη ανάπτυξη θα ξεπεράσουμε όχι μόνο την οικολογική κρίση, αλλά ακόμη και την χρόνια οικονομική κρίση! Έτσι, με «χονδρικούς» υπολογισμούς, υποστηρίζεται ότι η «ανάπτυξη» αυτή θα δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας, αύξηση των εισοδημάτων, της παραγωγής και της κατανάλωσης. Και αυτό, όταν είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δεν έχει ούτε την τεχνογνωσία, ούτε την έρευνα και ανάπτυξη, ούτε επομένως την παραγωγική δυνατότητα να παράγει την απαιτούμενη υποδομή για την Πράσινη ανάπτυξη, αλλά διαθέτει μόνο τις «πρώτες ύλες» σε φυσικούς πόρους. Όταν όμως, σήμερα, ακόμη και χώρες με την βιομηχανική και τεχνολογική ιστορία της Βρετανίας διαπιστώνουν ότι η Πράσινη ανάπτυξη στη χώρα τους θα ωφελήσει βασικά Γερμανικές πολυεθνικές, όπως η Ζήμενς,[3] και, φυσικά, αντίστοιχες Αμερικάνικες (αλλά, παρόλα αυτά την υποστηρίζουν ελπίζοντας ότι θα αναπτύξουν την απαιτούμενη τεχνολογία και οι δικές τους πολυεθνικές για να την πουλούν στον Νότο), τότε μπορεί να αντιληφθεί κανείς τι είδους ωφέλεια θα έχουν από την Πράσινη ανάπτυξη χώρες στην περιφέρεια της ΟΝΕ όπως η Ελλάδα, που εισάγουν σχεδόν τα πάντα, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια.

 

Είναι, δηλαδή, φανερό ότι η Ελλάδα μπορεί μόνο να «καταναλώσει» Πράσινη ανάπτυξη, και ότι, επομένως, το βασικό οικονομικό όφελος από αυτή θα προερχόταν από τη μεριά της κατανάλωσης (π.χ. χαμηλότερο κόστος για την παροχή ενέργειας), και οριακά από την επιπρόσθετη παραγωγή/απασχόληση (κυρίως από τη δημιουργία κάποιων θέσεων εργασίας στην εγκατάσταση της πράσινης υποδομής, τη συντήρηση των συστημάτων, το εμπόριο πράσινων προϊόντων κ.λπ.) και τα σχετικά πενιχρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα, επομένως, θα ήταν η παραπέρα επιδείνωση των διαρθρωτικών προβλημάτων της Ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα του Ισοζυγίου Πληρωμών και του εξωτερικού Χρέους, με νέες φορολογικές επιδρομές και περιστολή των δημοσίων δαπανών στο μέλλον, για να μειωθούν τα ελλείμματα. Στην Ελλάδα, μάλιστα, οι απατεώνες του ΠΑΣΟΚ σκαρφίστηκαν και μια άλλη κομπίνα «Πράσινης ανάπτυξης», την οποία προφανώς οι μεταλλαγμένοι οικολόγοι στηρίζουν: την καταστροφή και αυτής της γεωργίας που έχει απομείνει (ενόψει της δραματικής υποχώρησης των κοινοτικών επιδοτήσεων μετά το 2013) παρέχοντας άδειες για μαζικά «πάρκα φωτοβολταϊκών» ακόμη και σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις! Έτσι, οι εναπομείναντες αγρότες, αντί να ενισχυθούν να παράγουν αγροτικά προϊόντα (των οποίων θα συνεχίσουμε και θα επεκτείνουμε τις εισαγωγές!) θα παράγουν ηλεκτρική ενέργεια που θα μοσχοπουλούν κατόπιν στην ΔΕΗ![4] Έτσι, όχι μόνο η «Πράσινη ανάπτυξη», δεν πρόκειται να βοηθήσει στη διέξοδο από την οικονομική κρίση, αλλά, αντίθετα, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την δομική κρίση που οδήγησε στη χρεοκοπία.

 

Περιττό να προστεθεί σε όλα αυτά ότι η «Πράσινη ανάπτυξη», και ο «Πράσινος καπιταλισμός», γενικότερα, δεν πρόκειται, βέβαια, να οδηγήσει σε οποιαδήποτε διέξοδο από την οικολογική κρίση και, απλώς, αποτελεί μια νέα μορφή μπίζνας. Έτσι, ριζοσπάστες οικολόγοι έχουν αναδείξει από καιρό τον μύθο της δήθεν αειφόρου ή βιώσιμης «ανάπτυξης»,[5] καθώς και τον αντίστοιχο μύθο της ανανεώσιμης ενέργειας που δήθεν θα επιλύσει το πρόβλημα του θερμοκηπίου.[6] Και αυτό, γιατί η θεμελιακή αιτία της οικολογικής κρίσης, όπως άλλωστε και της γενικότερης πολυδιάστατης κρίσης, δεν είναι το είδος της ανάπτυξης, αλλά η ίδια η οικονομική «ανάπτυξη» ή, σωστότερα, το ίδιο το σύστημα που γέννησε την σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και το υποπροϊόν της, την οικονομία ανάπτυξης, χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει, όπως είναι σήμερα του συρμού στην ρεφορμιστική «αριστερά», ότι η λύση είναι, επομένως, η «απο-ανάπτυξη», η οποία όμως, όπως έδειξα αλλού, είναι εντελώς ασύμβατη με την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς![7]

 

Η Πατριωτική «Αριστερά» και η ΕΕ

 

Παρόλο που στη πράξη τα όρια μεταξύ εθνικισμού και πατριωτισμού και, επομένως, μεταξύ πατριωτικής «Αριστεράς» και εθνικιστικής Δεξιάς είναι δυσδιάκριτα, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε εισαγωγικά ότι τόσο η γέννηση των εθνών-κρατών, όσο και της ιδεολογίας του εθνικισμού (από την οποία προήλθε και ο πατριωτισμός) είναι φαινόμενα των τελευταίων δύο αιώνων περίπου. Ο στόχος ήταν, μετά τον πλήρη διαχωρισμό της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία που έφερε η νεωτερικότητα, η δημιουργία μιας τεχνητής «ταύτισης» του ατόμου με την αφηρημένη κρατική ολότητα, στη θέση της προηγούμενης πραγματικής ταύτισής του με την κοινότητα, ή στη κλασική Ελλάδα (όπου, φυσικά, δεν υπήρχε η έννοια του έθνους) με την Πόλιν. Αντίθετα, ο στόχος της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι η επαν-ενσωμάτωση της κοινωνίας με την πολιτεία, την οικονομία , αλλά και την Φύση, μια επαν-ενσωμάτωση που κάνει περιττούς τους διαχωρισμούς των πολιτών με βάση τη φυλή, το φύλο, την εθνικότητα (και, επομένως, και τους εθνικισμούς και τους πατριωτισμούς) κ.λπ., χωρίς βέβαια να κάνει περιττή και την ίδια τη διαφορετικότητα των ανθρώπων με βάση την πολιτιστική τους κληρονομιά, η οποία αποτελεί τη βάση για την μεγίστη δυνατή ποικιλότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει τόσο την κοινωνία όσο και τη Φύση, αντί για τη σημερινή ομοιομορφία (ή πλασματική ποικιλότητα) που επιβάλλουν οι θεσμοί της νεωτερικότητας, και κυρίως η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», καθώς και οι ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα που κυρίως ωφελούνται από τους θεσμούς αυτούς.

 

1. Διεθνισμός έναντι «πατριωτισμού»

 

Η τάση της Πατριωτικής «Αριστεράς» αναπτύχθηκε την δεκαετία του 1990 στο πλαίσιο της διαμάχης μεταξύ «διεθνιστών» ή Ευρωφρόνων από τη μια μεριά, και Ελληνοφρόνων από την άλλη. Όμως, ενώ παραδοσιακά οι διεθνιστές ανήκαν στην αριστερά, και οι εθνικιστές στην δεξιά, σήμερα τα πράγματα είναι περισσότερο πολύπλοκα. Με την ανάδυση της Νέας Διεθνούς Τάξης που σηματοδότησε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η κατάρρευση του «υπαρκτού» , αναπτύχθηκε ένα νέο είδος «διεθνισμού», πέρα από τον παραδοσιακό διεθνισμό.

 

Έτσι, ο παραδοσιακός διεθνισμός πήγαζε από την παράδοση της αυτονομίας και προσέβλεπε σε μια διεθνή κοινότητα ανθρώπων που θα τους ενώνει η humanitas, δηλαδή η πίστη τόσο στη κοινή ανθρώπινη ιδιότητα, (ανεξάρτητα από πολιτιστικές, φυλετικές, εθνοτικές και διαφορές φύλου), όσο και στο πανανθρώπινο δυναμικό για συνεργασία, αλληλεγγύη και ορθολογική οργάνωση της κοινωνίας (πέρα από τους διαφόρους θρησκευτικούς ανορθολογισμούς). Ο απώτερος στόχος σε αυτό το δεθνισμό είναι μια διεθνής κοινωνία όπου οι λαοί, μέσα από π.χ. συνομοσπονδίες, θα μοιράζονται και φροντίζουν τους όλο και σπανιότερους πλανητικούς πόρους. Ο παραδοσιακός αυτός διεθνισμός συνεπάγεται φυσικά όχι απλά την αλλαγή των αξιών μας αλλά, το κυριότερο, την αλλαγή των βασικών θεσμών που παρήγαγαν και αναπαρήγαγαν αυτές τις αξιες, δηλαδή των θεσμών που χώρισαν την κοινωνία από την οικονομία (καπιταλιστική οικονομία της αγοράς) και την κοινωνία από την πολιτεία (κράτος και οι διάφορες μορφές αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»).

 

Σήμερα, όμως, δημιουργήθηκε ένα νέο είδος διαστρεβλωμένου διεθνισμού, τον οποίο επέβαλλε η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου, των ελαστικών αγορών εργασίας και της εμπορευματοποίησης ακόμη και των αγαθών και υπηρεσιών που καλύπτουν βασικές ανάγκες επιβίωσης. Ο «διεθνισμός» αυτός αποτελεί τμήμα της ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης που ανέπτυξα αλλού,[8] βασικό στοιχείο της οποίας είναι η ιδεολογία των ατομικών δικαιωμάτων και το συνακόλουθο δόγμα της «περιορισμένης κυριαρχίας», που χρησιμοποιήθηκε σε όλους τους πολέμους της υπερεθνικης ελίτ στη Νέα Τάξη, από τους ΝΑΤΟικους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας και τις κτηνώδεις εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, μέχρι το επαπειλούμενο σήμερα κτύπημα κατά του Ιράν. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μια καθολική αξία η οποία έχει προτεραιότητα έναντι άλλων αξιών, όπως αυτή της εθνικής κυριαρχίας. Τον διαστρεβλωμένο αυτό «διεθνισμό» ασπάζεται απόλυτα η κοινοβουλευτική Χούντα του ΠΑΣΟΚ, σημαντικό τμήμα της ΝΔ (μολονότι η πρόσφατη επικράτηση της Ελληνόφρονας κεντροδεξιάς τάσης υπό τον Σαμαρά άλλαξε τους συσχετισμούς στο κόμμα αυτό, αν και το κατά πόσο θα μπορούσε να αντιταχθεί, αν κατακτούσε την εξουσία, στην ιδεολογία της Νέας Τάξης είναι πολύ αμφισβητούμενο!), καθώς και τα δεκανίκια του συστήματος (Ανανεωτική Αριστερά, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ. .)

 

Το ΠΑΣΟΚ μάλιστα ασπάζεται όχι μόνο αυτόν τον διαστρεβλωμένο διεθνισμό, αλλά και ένα είδος «προοδευτικού εθνικισμού» που υπόσχεται να «παντρέψει τις ιδιαίτερες δεσμεύσεις σε συγκεκριμένες νόρμες και εθνικές παραδόσεις με την καθολικευμένη κουλτούρα των ατομικών δικαιωμάτων, των αγορών και του Νόμου».[9] Όμως, δεδομένου ότι η οικονομική και πολιτική δύναμη είναι συγκεντρωμένη στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ που διαφεντεύει τη Νέα Διεθνή Τάξη, όταν έρχονται σε σύγκρουση οι παραδοσιακές αξίες με τις αξίες της Νέας Τάξης υποχωρούν, βέβαια, οι πρώτες και εκδηλώνονται μόνο στο ανώδυνο για την υπερεθνική ελίτ φολκλορικό επίπεδο. Έτσι εξηγείται, για παράδειγμα, το πώς ο εγχώριος «προοδευτικός εθνικισμός» που εκφράζει η κοινοβουλευτική Χούντα του κόμματος αυτού, από τη μια μεριά, ακολουθεί πιστά τις εντολές της υπερεθνικής ελίτ όχι μόνο στα «εθνικά θέματα», με προεξάρχον το Κυπριακό, το Αιγαίο και το Μακεδονικό, αλλά ακόμη και σε θέματα όπου οι παραδοσιακοί δεσμοί με τους γειτονικούς λαούς (Γιουγκοσλάβους χθες, Άραβες σήμερα) θα επέβαλλαν εντελώς άλλη πολιτική από αυτή που ακολουθεί σήμερα ο «Γιωργάκης» που έχει γίνει ευτελής υπάλληλος όχι μόνο της υπερεθνικής ελίτ αλλά και της Σιωνιστικής, ενώ, από την άλλη, χρησιμοποιεί τα κρατικά κανάλια για να κάνει Ελληνορθόδοξη προπαγάνδα, ακριβώς όπως και η ΝΔ, δηλώνοντας αμέριστη πίστη στις θρησκευτικές παραδόσεις, μετέχοντας ενθουσιωδώς στις πιο σκοταδιστικές από αυτές κ.λπ..

 

Ένα ενδιάμεσο είδος διεθνισμού, μεταξύ του παραδοσιακού διεθνισμού της Αριστεράς και του παραπάνω διαστρεβλωμένου «διεθνισμού», είναι αυτός που ασπάζεται η «Ευρωπαϊκή Αριστερά», και γενικότερα η ρεφορμιστική Αριστερά σήμερα. Η Αριστερά αυτή βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι ακόμη και μέσα από τους κατ’ εξοχήν θεσμούς που υλοποιούν την παγκοσμιοποίηση στη περιοχή μας, δηλαδή την ΕΕ, το ΝΑΤΟ κ.λπ., μπορεί να δημιουργηθούν κοινωνικές «πιέσεις από τα κάτω», οι οποίες θα οδηγήσουν στην «εναλλακτική» Ευρωπαϊκή Ένωση «της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, της Κοινωνικής Προστασίας και της υπεράσπισης της Ειρήνης».[10] Δεδομένου, όμως, ότι η Αριστερά αυτή δεν μας εξηγεί πώς αυτή η εναλλακτική ΕΕ θα μπορούσε να ανταγωνιστεί, σε ένα πλαίσιο ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών που κυβερνούν οι πολυεθνικές —το οποίο δεν αμφισβητεί— τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τις σημερινές αποθήκες φτηνής και εξαθλιωμένης εργασίας Κίνα και Ινδία, είναι φανερό ότι «ονειρεύεται σαν τον Καραγκιόζη»! Και αυτό επιβεβαιώθηκε σήμερα και στη πράξη, όταν η ΕΕ απέβαλε πια το προσωπείο της «κοινωνικής αγοράς» στο οικονομικό επίπεδο (με τη συστηματική κατεδάφιση κάθε κοινωνικής κατάκτησης) και το προσωπείο της φιλειρηνικής δύναμης στο πολιτικό (με τη συμμετοχη της σε όλους τους εγκληματικούς πολεμους της υπερεθνικης ελίτ)!

 

2. Η ανάδυση της Πατριωτικής «Αριστεράς»

 

Στην Ελλάδα, όμως, πέρα από τις τάσεις αυτές των διεθνιστών, παρατηρείται το φαινόμενο της ανάπτυξης μιας τάσης στην Αριστερά, η οποία σαφώς κατατάσσεται στους Ελληνόφρονες, όσον αφορά στην ιδεολογία της που επικεντρώνεται στην παράδοση, συμπεριλαμβανομένης της…Ορθοδοξίας —σαν αντίβαρο στην ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης. Μολονότι στοιχεία της ιδεολογίας της είναι βάσιμα, και ιδίως η ανάγκη της υποστήριξης εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων σήμερα που αντιστέκονται στη Νέα Διεθνή Τάξη (Ιρακινή, Αφγανική ή Παλαιστινιακή αντίσταση), εφόσον πράγματι η εθνική απελευθέρωση από τον ξένο κατακτητή είναι αναγκαία προϋπόθεση για οποιαδήποτε κοινωνική απελευθέρωση, ο πυρήνας της ιδεολογίας της καλλιεργεί και ενισχύει τον εθνικισμό και τον θρησκευτικό ανορθολογισμό. Έτσι, αντιπαλεύοντας, υποτίθεται, το στοιχείο εκείνο του μεταμοντερνισμού που οδηγεί στην ισοπέδωση των παραδόσεων, οι Ελληνόφρονες υιοθετούν ένα άλλο θεμελιακό στοιχείο του μεταμοντερνισμού:[11] την απόρριψη του αιτήματος για καθολικό πολιτικό πρόταγμα και την υιοθέτηση των «πολιτικών ταυτότητας» στο εθνικό επίπεδο, που τελικά διασπούν τους λαούς και διευκολύνουν την πολιτική «διαίρει και βασίλευε» της Νέας Τάξης. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι η τάση αυτή δεν θέτει καν θέμα αμφισβήτησης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, αλλά μιλά συνήθως για κάποιο «κοινοτισμό», όπου η οικονομία της αγοράς θα συνυπάρχει με την συμμετοχική «δημοκρατία» και αμεσοδημοκρατικά στοιχεία! Ούτε άλλωστε είναι τυχαίο ότι η τάση αυτή ανάμεσα στους Ελληνόφρονες δεν ξεκίνησε, όπως συνήθως, από την άκρα δεξιά αλλά από τους κόλπους της «Αριστεράς» είτε πρόκειται για παλιούς δογματικούς Μαρξιστές (συνήθως Μαοϊκού τύπου) που ασπάστηκαν τον δογματισμό της ορθοδοξίας (συγκοινωνούντα δοχεία δογματισμού), είτε πρόκειται για «ρεαλιστές αριστερούς» που υποτίθεται αναπτύσσουν μια εθνική στρατηγική της Αριστεράς, ενώ στη πραγματικότητα υιοθετούν όλη την επιχειρηματολογία των εθνικιστικών κύκλων για να καταλήξουν σε παρόμοια με αυτούς συμπεράσματα.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο στοιχείο που αποβάλλουν από τις νέες αποσκευές τους αυτοί οι τ. Μαρξιστές είναι κάθε είδος ταξικής ανάλυσης. Έτσι, δεν αναφέρονται πια σε αντιτιθέμενα συμφέροντα των ελίτ, στις δύο χώρες, με τους λαούς τους, αλλά γενικά στην «ημι-βάρβαρη Τουρκία», στους «βασιβουζούκους» Τούρκους και άλλα παρόμοια ρατσιστικά κηρύγματα, τα οποία συνήθως έχουν υπόβαθρο την υποτιθέμενη ανωτερότητα της «φυλής» μας. Όταν μάλιστα οι «αναλύσεις» αυτές θυμούνται και την ύπαρξη της «ελίτ», συνήθως αναφέρονται μόνο στην ελληνική ελίτ και όχι στον αντίστοιχο κοινωνικό διαχωρισμό μέσα στην Τουρκία. Ο εχθρός είναι γενικά ο «Τούρκος» και το κύριο έγκλημα της δικής μας ελίτ είναι η ενδοτικότητά της απέναντί του. Έτσι, αγνοείται εντελώς ο κοινωνικο-οικονομικός ρόλος των ελίτ σε μια ιεραρχική κοινωνία (όπως η Ελληνική και η Τουρκική), η σχέση των ελίτ αυτών με τις αντίστοιχες επικυρίαρχες ελίτ στη Δύση, καθώς και οι συνέπειες του ρόλου και των σχέσεων αυτών σε σχέση με πιθανή σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών. Αντίθετα, στην προβληματική αυτού του τύπου τονίζεται η «συρρίκνωση του Ελληνισμού» και συγχέονται οι πραγματικές πολιτιστικές διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με ανύπαρκτες «φυλετικές» διαφορές. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα των υποτιθεμένων ακρο-«αριστερών» είναι ταυτόσημο με αυτό των ακρο-εθνικιστών (άλλη μια περίπτωση συγκοινωνούντων δοχείων): ο «πόλεμος ή ειρήνη» είναι ψευτοδίλημμα, το αυθεντικό δίλημμα είναι «αντίσταση ή υποταγή».[12]

 

Φυσικά, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι θα πρέπει να γυρίσουμε σε έναν αφελή διεθνισμό που δεν βλέπει ότι για να είναι κανένας διεθνιστής πρέπει να είναι διεθνιστής και ο απέναντί του, ειδάλλως κινδυνεύει η ίδια η ύπαρξή του. Δεν υπάρχει, δηλαδή, αμφιβολία ότι σήμερα πράγματι υπάρχει μια απειλή. Η απειλή όμως αυτή δεν προέρχεται γενικά από την «Τουρκία», αλλά από τις ελίτ της και δεν βασίζεται σε «φυλετικά» χαρακτηριστικά, αλλά, αντίθετα, έχει πολύ συγκεκριμένα κοινωνικοοικονομικά θεμέλια. Δηλαδή:

  • την ανάγκη της Τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής ελίτ να καθιερώσουν τον ρόλο της Τουρκίας σαν μείζονος περιφερειακής δύναμης στην Αν. Μεσόγειο —ακόμη και σε σύγκρουση με την σημερινή επίσημη υπο-ιμπεριαλιστική δύναμη, το Σιωνιστικό Ισραήλ (όπως φαίνεται δεν έχουν αντίρρηση να κάνουν οι Ισλαμιστές του Ερντογάν),

  • την ανάγκη της Τουρκικής οικονομικής ελίτ να εξασφαλίσει οποιαδήποτε οικονομικά πλεονεκτήματα θα της δώσει η συγκυριαρχία που προσπαθεί να επιβάλλει στο Αιγαίο,

  • την ανάγκη της υπερεθνικής ελίτ να εξασφαλίσει την μέσω της υποστήριξης της Τουρκικής ελίτ ανεμπόδιστη ροή του μεσοανατολικού και κέντρο-ασιατικού πετρελαίου και την πλήρη ενσωμάτωση όλης της Μέσης Ανατολής και της ενδοχώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Είναι, επομένως, φανερό ότι οι ανάγκες αυτές των ελίτ (πέρα από τις ανάγκες των πολεμικών βιομηχανιών της υπερεθνικής ελίτ για τη διατήρηση της κερδοφόρας έντασης στη περιοχή, αλλά και την προστασία των γεω-στρατηγικών συμφερόντων τους) δεν έχουν καμιά σχέση με τις ανάγκες των εκατομμυρίων ανέργων, φτωχών, χαμηλόμισθων, και περιθωριοποιημένων στις χώρες μας, οι οποίοι όμως θα κληθούν να πληρώσουν με τη ζωή τους τον τυχοδιωκτισμό των ελίτ τους.

Έτσι, Ελληνόφρονες και «διεθνιστές» της Νέας Τάξης αποτελούν ουσιαστικά όψεις του ιδίου νομίσματος, εφόσον, ακόμη και όταν οι Ελληνόφρονες αντιτίθενται στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη, η αντίθεσή τους επικεντρώνεται συνήθως στον στενά πολιτισμικό τομέα, χωρίς να θέτουν θέμα αντικατάστασης του σημερινού οικονομικού θεσμικού πλαισίου της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που οδήγησε σε αυτού του είδους την παγκοσμιοποίηση. Αντί, δηλαδή, να παλεύουν για μια νέα διεθνή δημοκρατική κοινωνία αλληλεγγύης αυτοδύναμων λαών, που με ρίζες στους πολιτισμούς τους (πέρα, βέβαια, από θρησκευτικούς ανορθολογισμούς) οργανώνονται σε συνομοσπονδίες βασισμένες στην πολιτική και οικονομική δημοκρατία, μιλούν είτε για «μερεμέτια» της υπάρχουσας παγκοσμιοποίησης, είτε για επιστροφή σε αδελφοκτόνους εθνικισμούς.

Με άλλα λόγια, η εναντίωση των Ελληνοφρόνων στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, αντί να επικεντρώνεται στην ίδια την παγκοσμιοποίηση ως κοινωνικοοικονομικό θεσμό, έχει βασικό στόχο την πολιτιστική της διάσταση, με λάβαρο την Ελληνοορθοδοξία! Και αυτό, μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που σημειώθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο, τις οποίες είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, δημιούργησαν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις, οι οποίες, με δεδομένες τις υποκειμενικές συνθήκες (τις οποίες ανέκαθεν καλλιεργούσε η διαδικασία της κοινωνικοποίησης με βάση την Ελληνοχριστιανική ιδεολογία), μπορούν να εξηγήσουν και τις ανάλογες πολιτιστικές αλλαγές. Το πολιτιστικό τρίπτυχο της 7ετιας, «Θρησκεία-Πατρίδα-Οικογένεια», με τη βοήθεια της παγκοσμιοποίησης, σήμερα αποδίδει πλούσιους καρπούς και εξηγεί το γεγονός ότι όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια σαφή οπισθοδρόμηση σχετικά με το πλούσιο προδικτατορικό πολιτιστικό κίνημα: η θρησκεία και η Εκκλησία, η πατρίδα και ο στρατός, και φυσικά η οικογένεια βρίσκονται στην κορυφή των θεσμών που εμπιστεύονται σήμερα οι Έλληνες! Και αυτές ακριβώς τις τάσεις προσπαθεί να εκμεταλλευθεί και η Πατριωτική «Αριστερά».

3. Πατριωτική «Αριστερά» και η ένταξη στην Ευρωζώνη

Η διαμάχη μεταξύ «διεθνιστών» και Ελληνοφρόνων που είχε αναδυθεί από τότε που άρχισε η διαδικασία ένταξης της Ελλάδας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς τη δεκαετία του ‘70, στην οποία έχω αναφερθεί παλαιότερα αλλού,[13] αποκορυφώθηκε με το «επίτευγμα» των εκσυγχρονιστών να μας εντάξουν στην ΟΝΕ, με αφορμή το θέμα των ταυτοτήτων. Στη πραγματικότητα όμως η διαμάχη αυτή δεν αφορούσε την ίδια την πλήρη ένταξή μας στη διεθνοποιημένη οικονομία μέσω της Ευρωζώνης, αλλά μόνο στο πολιτιστικό της περιεχόμενο και ιδιαίτερα στη διαφύλαξη της ορθοδοξίας, με την οποία η Ελληνορθόδοξη πτέρυγα της ελίτ ταυτίζει τον Ελληνισμό. Ουσιαστικά, δηλαδή, η διαμάχη αυτή αφορούσε στη σύγκρουση μεταξύ δύο πτερύγων της ελίτ ως προς το εάν θα μπούμε στην ΟΝΕ ως Ευρωπαϊστές ή ως Ελληνορθόδοξοι. Η διαμάχη, μάλιστα, αυτή διαπερνούσε όλα τα κόμματα, αφού ακόμα και το ΚΚΕ τάχθηκε μεν σαφώς κατά των εκσυγχρονιστών για την ένταξη, αλλά χωρίς να παίρνει καθαρή στάση απέναντι στους Ελληνορθόδοξους. Η διαμάχη πήρε, βέβαια, ανάλογες διαστάσεις μεταξύ των διανοουμένων στα δύο στρατόπεδα όπου εκσυγχρονιστές και Ελληνορθόδοξοι συναγωνίζονταν για τον τίτλο του «προοδευτικού». Έτσι, οι μεν «προοδευτικοί» εκσυγχρονιστές[14] ταύτιζαν τη νεωτερικότητα και τον Διαφωτισμό με την οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που επικρατεί σήμερα στη Δύση, «ξεχνώντας» ότι ο Διαφωτισμός και η νεωτερικότητα δεν γέννησαν μόνο την παρωδία της πολιτικής και οικονομικής «δημοκρατίας» που χαρακτηρίζει την σημερινή αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς αντίστοιχα, αλλά συνέχισαν επίσης και την παράδοση της άμεσης δημοκρατίας που γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο (όπως έδειξαν οι μορφές λαϊκής οργάνωσης σε κάθε μεγάλη επανάσταση μετά τον Διαφωτισμό), ενώ παράλληλα δημιούργησαν τη σοσιαλιστική παράδοση. Αντίστοιχα, οι «προοδευτικοί» Ελληνορθόδοξοι απέδιδαν τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση στον Διαφωτισμό, την επιστήμη και τη τεχνολογία ταυτίζοντας, στην εποχή της γενετικής επανάστασης, τον Ελληνισμό με τον ανορθολογισμό της ορθοδοξίας και τον Βυζαντινό σκοταδισμό![15]

Η ένταξη της χώρας στην ΕΕ/ΟΝΕ, που αποτελεί τμήμα της ένταξης στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, έχει αναμφισβήτητες αρνητικές συνέπειες στη κουλτούρα, η οποία συνίσταται από στοιχεία που εκδηλώνουν τόσο την ετερονομία του λαού (όπως η θρησκεία), όσο και από στοιχεία που εκδηλώνουν την αυτονομία του, (όπως η γλώσσα, η λαϊκή μουσική κ.λπ.). Είναι δε, δυστυχώς, αυτά ακριβώς τα στοιχεία της αυτονομίας που κινδυνεύουν από τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και όχι η πίστη σε κάποιο θρησκευτικό ανορθολογισμό, ορθόδοξο ή μη. Και αυτό, διότι βασική συνέπεια της διεθνοποίησης είναι η πολιτιστική ομογενοποίηση που επιφέρει η κατάκτηση της βιομηχανίας του θεάματος (κινηματογράφος, DVD, CD κ.λπ.) από τις πολυεθνικές, η επικράτηση της Αγγλικής γλώσσας στη πληροφορική (διαδίκτυο) κ.λπ. Αντίθετα, ούτε το «Διευθυντήριο των Βρυξελλών» ούτε το Αμερικανικό κογκρέσο έχουν κανένα λόγο να παρεμβάλουν εμπόδια στη θρησκεία που έχει το ευεργετικό (για τις ελίτ) αποτέλεσμα ότι ναρκώνει τις αντιδράσεις από την διόγκωση της ανισότητας που επιφέρει η διεθνοποίηση της οικονομίας.

Όμως, εάν οι θέσεις των εκσυγχρονιστών και των Ελληνορθόδοξων ήταν οι αναμενόμενες, δεν συνέβη το ίδιο με αυτές της Αριστεράς, η οποία δεν βρήκε τη δύναμη να οργανώσει ούτε ένα αντι-συλλαλητήριο για να διαδηλώσει την αντίθεσή της τόσο στην ΟΝΕ και την ΕΕ που μαζικά προπαγάνδιζαν οι Ευρωπαϊστές (στους οποίους περιλαμβάνονταν και ο Συνασπισμός), όσο και στον Βυζαντινό σκοταδισμό που καλλιεργούσε η Εκκλησία, οι Ελληνορθόδοξοι «διανοούμενοι» και οι εγκάθετοι όλων αυτών στα ΜΜΕ. Αντίθετα, το ΚΚΕ πήρε μεν θέση εναντίον και των δύο στρατοπέδων, η οποία όμως σαφώς έκλινε υπέρ του Ελληνορθόδοξου —σε συνέχεια συμμαχιών του με στελέχη των Ελληνορθόδοξων— ενώ πολλοί από τους συνήθως λαλίστατους «διανοούμενους» της υπόλοιπης Αριστεράς είτε απέφυγαν συστηματικά να πάρουν οποιαδήποτε δημόσια θέση στο θέμα, είτε όταν πήραν θέση ετάχθησαν υπέρ παρόμοιων συμμαχιών «στο βαθμό που οι (θρησκευόμενοι) αποφασίσουν να παίξουν το ρόλο όχι των πυλώνων της κρατικής εξουσίας, αλλά των υποστηριχτών των λαϊκών κοινωνικών αγώνων»[16]

Oι συνέπειες της άνθισης της Ελληνορθοδοξίας στο επίπεδο των σχέσεων με άλλους λαούς, και ιδιαίτερα τους εξαρτημένους από εμάς, τους μετανάστες, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, καθώς και επικίνδυνες για την κοινωνική συνοχή. Τα ραγδαία αυξανόμενα κρούσματα κτηνώδους βίας κατά οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας, που έφθασαν μέχρι τα λιντσαρίσματα και τις δολοφονίες εν ψυχρώ, έχουν μάλιστα οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης φιλολογίας στα ΜΜΕ για το κατά πόσο η ελληνική κοινωνία έχει γίνει ρατσιστική. Οι συνθήκες, κατά τη γνώμη μου, που συντείνουν στην ανάπτυξη του ρατσισμού στην Ελλάδα, ανάγονται σε τελική ανάλυση στη παγκοσμιοποίηση, ή σωστότερα σε αυτό που ονομάζω διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία λειτουργεί τόσο στο «αντικειμενικό» όσο και στο «υποκειμενικό» επίπεδο.

Στο «αντικειμενικό» επίπεδο, οι οικονομικές συνθήκες που δημιούργησε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς παίζουν αποφασιστικό σχετικό ρόλο στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα. Η συνεχής συγκέντρωση οικονομικής δύναμης (που αποτελεί το θεμελιακό σύμπτωμα της διεθνοποίησης), όπως εκφράζεται με την έκρηξη της ανισότητας και της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα οικονομικών προσφύγων από τις πιο φτωχές στις πλουσιότερες χώρες, και από τις «υπανάπτυκτες» (κυρίως αγροτικές) περιοχές στις αναπτυσσόμενες τερατουπόλεις του Νότου. Έτσι, η «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, που αποτελεί βασικό στοιχείο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, έχει ήδη επιτευχθεί ντε φάκτο, με την μαζική εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων, στην οποία έχει οδηγήσει το σύστημα αυτό.[17] Ακόμη, η κατάρρευση του «υπαρκτού» συντέλεσε όχι μόνο στη καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς, αλλά και στη προσθήκη εκατομμυρίων ανθρώπων στο πλεονάζον εργατικό δυναμικό που αναζητεί καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες, ως παράνομοι συνήθως μετανάστες, που προσφέρουν τον μόχθο τους σε μισθούς πείνας, για την εξασφάλιση της επιβίωσής τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα κύματα πολιτικών προσφύγων που έχουν δημιουργήσει οι εγκληματικοί πόλεμοι της υπερεθνικης ελίτ στην εγγύτερη περιοχή μας (Μέση Ανατολή, Αφγανιστάν, Πακιστάν κ.λπ.) έχουν δημιουργήσει μαζικά κύματα μετανάστευσης στη χώρα μας —μολονότι το σημερινό σκάσιμο της «φούσκας» είναι πιθανό να αναστρέψει ένα μεγάλο μέρος αυτού του μεταναστευτικού κύματος.

Η Ελληνική οικονομική και πολιτική ελίτ, για όσο καιρό ακόμη η αναπτυξιακή «φούσκα» απαιτούσε επί πλέον εργατικό δυναμικό, ανεχόταν την ύπαρξη όλου αυτού του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στη χώρα μας, με βασικό στόχο το φθηνό κόστος εργασίας. Το γεγονός ότι οι ξένοι αγρεργάτες, οικοδόμοι κ.λπ. πληρώνονταν πολύ χαμηλότερους μισθούς από τους ντόπιους, χωρίς επιβαρύνσεις για τους εργοδότες όσον αφορά στις ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ., λειτουργούσε ως το βασικό μέσο βελτίωσης της κερδοφορίας, και σε ένα βαθμό της ανταγωνιστικότητας, αντί για τις πολυέξοδες και ριψοκίνδυνες επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και μεθόδους που αποτελούσαν τον εναλλακτικό τρόπο. Έτσι, αντίθετα με τις ασύστολες ψευδολογίες των ελίτ (που φέρουν εγκληματική ευθύνη για τον εκρατσισμό της κοινωνίας μας), αλλά και των Ελληνοφρόνων, η μετανάστευση δεν δημιουργούσε ανεργία, εφόσον κανένας ντόπιος δεν θα προθυμοποιόταν να κάνει τις δουλειές που έκαναν οι λαθρομετανάστες με τους προσφερόμενους όρους. Αντίθετα, η λαθρομετανάστευση συνετέλεσε τα μέγιστα στην «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας στους σημαντικότερους ελληνικούς κλάδους όπου συγκεντρώνονταν οι οικονομικοί πρόσφυγες (γεωργία, κατασκευές, υπηρεσίες), καθώς και σε κάποια («τζάμπα» για τους εργοδότες) βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που επέβαλλε η διεθνοποίηση της οικονομίας.

Στο υποκειμενικό επίπεδο, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς λειτουργεί μέσω των σημαντικών πολιτιστικών επιπτώσεών της. Ως αντίδραση στην πολιτιστική ομογενοποίηση που επιβάλλει η διεθνοποίηση της κινηματογραφικής βιομηχανίας, της μουσικοβιομηχανίας, της βιντεοβιομηχανίας κ.λπ., έχει δημιουργηθεί σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, ένα κίνημα επιστροφής στις πολιτιστικές ρίζες. Στη χώρα μας, το κίνημα αυτό εκδηλώνεται με την επιστροφή στον σκοταδισμό της Ορθοδοξίας —σε δήθεν αντίθεση προς τον «εγκληματικό» δυτικό ορθολογισμό— στις Βυζαντινές καταβολές μας και, γενικότερα, με την ενδυνάμωση της ιδεοληψίας του περιούσιου λαού. Τις τάσεις αυτές καλλιεργούν άμεσα η κίνηση των ελληνορθόδοξων, τα κόμματα εξουσίας (βλ. π.χ. τις κρατικές αθλιότητες που θυμίζαν Ιράν σε σχέση με την εικόνα Άξιον Εστί, το ετήσιο Πασχαλινό όργιο ορθοδοξίας από τα ΜΜΕ κ.λπ.). Ακόμη τα ΜΜΕ, ιδίως τα ηλεκτρονικά, οργιάζουν σε μια εκστρατεία τόνωσης της ξενοφοβίας με πρόσχημα την εγκληματικότητα των αλλοδαπών, ενδυναμώνοντας περισσότερο τις ρατσιστικές τάσεις που τελευταία μάλιστα έχουν μετατραπεί, σε συνδυασμό με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» σε Ισλαμοφοβικές, όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι ηθικοί αυτουργοί επομένως για τον εκρατσισμό της ελληνικής κοινωνίας και για τα καθημερινά εγκλήματα, μικρά ή μεγάλα, εναντίον εξαθλιωμένων μεταναστών πρέπει να αναζητηθούν στο ίδιο το σύστημα της συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στα χέρια των ελίτ, που διασφαλίζει η οικονομία της αγοράς και οι συνακόλουθοι πολιτικοί και πολιτισμικοί θεσμοί. Είναι, δηλαδή, οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ και τα εκτελεστικά τους όργανα στα ΜΜΕ, την αστυνομία και τη δικαστική εξουσία που συγκαλύπτουν τα ρατσιστικά φαινόμενα, υποθάλπουν ή αθωώνουν τα εξαχρειωμένα άτομα που διαπράττουν τα εγκλήματα αυτά, και αποπροσανατολίζουν τα λαϊκά στρώματα για τα πραγματικά αίτια του ρατσισμού.

Έτσι, oι Ευρώφρoνες, παίρνoντας δεδoμένo τo θεσμικό πλαίσιo πoυ διαμoρφώνεται στην Ευρώπη (με κάπoιες μικρo-διαφoρoπoιήσεις για τις oπoίες υπόσχoνται να «αγωνιστoύν» oι σoσιαλδημoκράτες επαγγελματίες πoλιτικoί για να μη χάσoυν την εκλoγική πελατεία τoυς), υποστήριζαν ότι δεν έχoυμε παρά να πρoσαρμoστoύμε σε αυτό τo πλαίσιo, αγνoώντας ή υπoβαθμίζoντας τις oικoνoμικές, πoλιτικές και πoλιτιστικές συνέπειες πoυ θα έχει για τη χώρα μας η «πρoσαρμoγή» αυτή. Από την άλλη μεριά, oι Ελληνόφρoνες υποστήριζαν μια ακόμη περισσότερo άλoγη θέση από τoυς Ευρώφρoνες, των oπoίων η θέση χαρακτηριζόταν τoυλάχιστoν από συνέπεια με τη γενικότερη αντίληψή τoυς για τoν μέσω της μετα-Μάαστριχτ Ευρώπης εκσυγχρoνισμό. Και αυτό, γιατί εκείνo πoυ στη πραγματικότητα επιχειρoύσαν oι Ελληνόφρoνες (χωρίς να τo έχoυν αναγκαστικά, συνειδητoπoιήσει) ήταν να διαχωρίσoυν την εθνική ταυτότητα, με την έννoια της oικoνoμικής αυτoδυναμίας και της πoλιτικής και πoλιτιστικής αυτoνoμίας, από τo Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιo πoυ επιβάλλει σήμερα η καπιταλιστική δυναμική της εντεινόμενης διεθνoπoίησης της oικoνoμίας. Τo πλαίσιo, δηλαδή, πoυ οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιακή, oυσιαστική αντικατάσταση των εθνικών θεσμών άσκησης της πoλιτικής και oικoνoμικής εξoυσίας (Κυβέρνηση, Βoυλή, Τράπεζα Ελλάδoς κ.λπ.) από υπερεθνικά όργανα (Ευρωπαϊκή Επιτρoπή, Ευρω-Βoυλή, Ευρω-Τράπεζα) και την βαθμιαία απoσύνθεση τoυ κράτoυς-έθνoυς υπέρ ενός oμoσπoνδιακoύ υπερ-κράτoυς. Και εάν η σταδιακή εξαφάνιση των κρατών-εθνών απoτελεί, ιστoρικά, θετικό βήμα σε σχέση με την υπέρβαση των διαφoρών πoυ χωρίζoυν ακόμη την ανθρωπότητα, με συνέπεια τις εκατόμβες θυμάτων γύρω μας, σίγoυρα τo oμoσπoνδιακό υπερ-κράτoς δεν είναι o τρόπoς για την διατήρηση της αυτoνoμίας των Ευρωπαϊκών λαών. Η πoλιτική και πολιτιστική αυτoνoμία και η oικoνoμική αυτoδυναμία θα μπoρoύσε να εξασφαλισθεί μόνo μέσα στo πλαίσιo μιας συνoμoσπoνδίας των Ευρωπαϊκών περιφερειών, oργανωμένων με βάση τις αμεσoδημoκρατικές αρχές.

Εάν, όμως, η «Ευρωπαϊκή προοπτική», για την oπoία εκόπτoντο oι Ευρώφρoνες εκσυγχρoνιστές μας, απέκλειε κάθε δυνατότητα πoλιτικής αυτoνoμίας και oικoνoμικής αυτoδυναμίας, η πoλιτιστική μας ταυτότητα, η oπoία ―και μόνo― μπoρεί και πρέπει να απoτελεί διαφoρoπoιητικό στoιχείo από τoυς άλλoυς Ευρωπαϊκούς λαoύς, βρισκόταν ήδη κάτω από τoν μεγαλύτερo κίνδυνo στην Iστoρία μας, στη διάρκεια που γινόταν η συζήτηση για την ένταξη στην ΟΝΕ. Και o βασικός κίνδυνoς δεν προερχόταν από τo εάν ή όχι «θα μας πάρoυν τo όνoμα», οι «Σκοπιανοί» (παρόλo, βέβαια, πoυ τα oνόματα έχoυν τη σημασία τoυς ―μoλoνότι πoτέ από μόνα τoυς). Προφανώς, η χωριστή μας πoλιτιστική ταυτότητα δεν είναι μόνo θέμα «oνόματoς», αλλά, πρωταρχικά, είναι θέμα περιεχoμένoυ, και αυτό ακριβώς τo περιεχόμενo ήταν υπό εξαφάνιση με την πλήρη ενσωμάτωσή μας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Και αυτό, γιατί στo σημερινό θεσμικό πλαίσιo (oικoνoμικό και πoλιτικό), η διατήρηση της πoλιτιστικής ταυτότητας μιας χώρας είναι άρρηκτα δεμένη με τo θέμα τoυ ελέγχoυ των oικoνoμικών μηχανισμών. Με δεδoμένo, δηλαδή, τoν βαθμό εμπoρευματoπoίησης των «πoλιτιστικών αγαθών», είναι φανερό ότι είναι βασικά oικoνoμικoί oι έλεγχoι των μηχανισμών παραγωγής κoυλτoύρας.

4. O μύθος της εθνικής συρρίκνωσης

Ένας βασικός μύθος, στον οποίο στηρίζεται η ιδεολογία των Ελληνοφρόνων γενικά, και της Πατριωτικής «Αριστεράς» ειδικότερα, είναι αυτός της εθνικής συρρίκνωσης που αντιμετωπίζουμε ως έθνος. Ο μύθος αυτός θεμελιώνεται κυρίως στο έργο γνωστού πολεμολόγου,[18] σύμφωνα με τον οποίο, η Ελλάδα βαθμιαία μετατρέπεται σε δορυφόρο της (ανεξήγητα μη εξαρτημένης) Τουρκίας! Από την άλλη μεριά, ρεύματα της Μαρξογενούς Αριστεράς υποστηρίζουν τη θέση (πιθανώς ακόμη και σήμερα μετά την χρεοκοπία!) ότι η Ελλάδα δεν είναι πια εξαρτημένη χώρα αλλά, αντίθετα, ανήκει στον...αναπτυγμένο καπιταλισμό με αναπτυγμένα μάλιστα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά[19]. Αλλά, ας δούμε λεπτομερέστερα τη διαμάχη αυτή που δεν έχει, φυσικά, απλώς θεωρητική σημασία αφού αφορά, τουλάχιστον σύμφωνα με τους Ελληνόφρονες, το ίδιο το ελληνικό έθνος που υποτίθεται συρρικνώνεται συνεχώς.

Σύμφωνα με τη πρώτη αντίληψη, η Ελλάδα υφίσταται συνεχή γεωπολιτική συρρίκνωση, η οποία εκδηλώνεται ως εδαφική συρρίκνωση απέναντι στην επεκτατική Τουρκική γεωπολιτική εκδίπλωση, αλλά και ως οικονομική συρρίκνωση, η οποία μάλιστα εξηγεί και τη στρατιωτική συρρίκνωση (εξοπλισμοί) της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Έτσι, ο Τουρκικός επεκτατισμός ανάγεται στις «αχαλίνωτες στοιχειακές δυνάμεις που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς την επέκταση»[20], με πρώτη και καλύτερη τη πληθυσμιακή έκρηξη της γείτονας έναντι της δημογραφικής απίσχνασης της Ελλάδος. Όμως, πέρα βέβαια από το γεγονός ότι η σύνδεση του επεκτατισμού με την πληθυσμιακή επέκταση ανάγεται σε θεωρίες περασμένων αιώνων, από τις οποίες όμως φαίνεται ότι ακόμα εμπνέονται εγχώριοι πολεμολόγοι, τα δημογραφικά στοιχεία από μόνα τους δεν σημαίνουν τίποτα. Και αυτό, διότι η λογική πίσω από τη θέση αυτή του επεκτατισμού είναι ότι ο ραγδαία αυξανόμενος πληθυσμός δεν έχει πια «ζωτικό χώρο» να αναπτυχθεί. Αυτό, όμως, συνεπάγεται ότι θα πρέπει να εξετάζεται πάντα ο πληθυσμός μιας χώρας σε σχέση με την εδαφική έκτασή της. Και εδώ τα στοιχεία, που φρονίμως αποσιωπά η αντίληψη αυτή, είναι ενδεικτικά: η Τουρκία μόλις τη τελευταία δεκαετία έγινε ελάχιστα πιο πυκνοκατοικημένη από την Ελλάδα (το 2008 ο πληθυσμός ανά τετραγ. χιλ. στην Ελλάδα ήταν 83 έναντι 94 στην Τουρκία, ενώ η πυκνοκατοίκηση στην Ιταλία είναι 199, και ακόμη και στην Αλβανία είναι 103!)[21]

Όμως, οι ίδιοι πολεμολόγοι ισχυρίζονται ότι η δημογραφική έκρηξη έχει και οικονομικές συνέπειες: «η πληθυσμιακή πίεση συντείνει στο take off της εκβιομηχάνισης και της οικονομικής ανάπτυξης γενικότερα».[22] Αλλά, ακόμη και εάν υπήρχε κάποια σχέση (όχι αναγκαστικά αιτιώδης) μεταξύ ανάπτυξης και πληθυσμιακής πίεσης τον 19ο αιώνα, στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης του σημερινού κλαμπ των αναπτυγμένων χωρών, σίγουρα δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα όσον αφορά στις «αναπτυσσόμενες» χώρες. Χαρακτηριστικά, το ποσοστό του μεταποιητικού προϊόντος στο συνολικό ήταν το ίδιο για τις δύο χώρες, ενώ η αναλογία του βιομηχανικού προϊόντος γενικά στο Α.Ε.Π. της Ελλάδας, παρά την σημαντική πτώση της σε σχέση με αυτήν της Τουρκίας από το 1980 και μετά, ήταν ακόμη και την προηγούμενη δεκαετία υψηλότερη από την τουρκική (36% έναντι 31%).[23] Τα τελευταία δέκα χρόνια, παρατηρείται πράγματι μια αντιστροφή των σχετικών δεικτών, με το ποσοστό του μεταποιητικού προϊόντος στο ΑΕΠ να είναι σήμερα 10% στην Ελλάδα έναντι 18% στην Τουρκία, και το αντίστοιχο ποσοστό του βιομηχανικού προϊόντος να είναι 20% στην Ελλάδα έναντι 28% στη Τουρκία.[24] Όμως, η σχετική βελτίωση της τουρκικής βιομηχανικής θέσης, τα τελευταία χρόνια, δεν οφείλεται σε κανένα τουρκικό take off, ή έστω στην ταχεία τουρκική βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά στην πολύ ταχύτερη αποβιομηχάνιση της Ελλάδας μετά την ένταξή της στην ΕΕ —άλλος ένας λόγος για την ανάγκη άμεσης εξόδου από την ΕΕ, εάν η Πατριωτική «Αριστερά» ήθελε να είναι στοιχειωδώς συνεπής με αυτά που διακηρύσσει! Παραδόξως όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεα, η Πατριωτική «Αριστερά» όχι μόνο απορρίπτει το αίτημα εξόδου από την ΕΕ, αλλά το θεωρεί και καταστροφικό για τα «εθνικά συμφέροντά» μας…

Άλλωστε, η ίδια τύχη αναμένει την γείτονα όσο αυξάνει η οικονομική εξάρτησή της από την Ε.Ε., όπως φανερώνει το γεγονός ότι, μετά την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την ΕΕ, το εμπορικό ισοζύγιό της επιδεινώνεται αλματωδώς, ακριβώς όπως συνέβη και στην Ελλάδα μετά την ένταξη. Εδώ, όμως, θα έπρεπε να σημειωθεί ότι οι αυξημένες εξαγωγές της Τουρκίας σε σχέση με τις ελληνικές δεν ευνοούν, από μόνες τους, τους εξοπλισμούς της γείτονος, όπως ισχυρίζονται οι πολεμολόγοι. Εκείνο που έχει σημασία είναι η σχέση των εξαγωγών προς τις εισαγωγές, η οποία απεικονίζεται στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Και το Ισοζύγιο αυτό ήταν και είναι ελλειμματικό και για τις δύο χώρες, τόσο το 1980 όσο και το 1995,[25] αλλά και το 2008.[26] Αν θέλουμε μάλιστα να είμαστε ακριβείς, θα έπρεπε να συγκρίνουμε τον λόγο του ελλείμματος στο Ισοζύγιο με το ΑΕΠ των δύο χωρών, και αυτό φανερώνει την δραματική χειροτέρευση και στις δύο χώρες. Έτσι, ο λόγος αυτός ήταν 1,4% στην Τουρκία έναντι 3,2% στην Ελλάδα το 1995, ενώ είχε φθάσει το 2008 το 6% στη Τουρκία έναντι 16% στην Ελλάδα.[27] Δηλαδή, μέσα σε 13 χρόνια, ο λόγος αυτός είχε υπερτετραπλασιαστεί στην Τουρκια και πενταπλασιαστεί στην Ελλάδα!

Τέλος, δεν γνωρίζουμε από που άντλησαν τα στοιχεία τους οι πολεμολόγοι (αφού δεν παραθέτουν τις πηγές τους), αλλά δεν είναι αληθές ότι το 1980 το ελληνικό ΑΕΠ ήταν το 80% του τουρκικού ενώ το 1995 είχε πέσει στο 40%.[28] Στη πραγματικότητα, σύμφωνα με τη Παγκοσμια Τράπεζα, το ελληνικό ΑΕΠ ήταν 58% του τουρκικού το 1980 και 55% το 1995.[29] Παρά το γεγονός, δηλαδή, ότι η Τουρκία είχε εξαπλάσιο πληθυσμό από τον Ελληνικό, η διαφορά στο εθνικό εισόδημα δεν ήταν ούτε διπλάσια, και μόλις τα τελευταία χρόνια, που ο πληθυσμός της έγινε σχεδόν επταπλάσιος του ελληνικού, έγινε διπλάσια. Γι’ αυτό και οι πολεμολόγοι, ο οποίοι συνήθως είναι λαλίστατοι για την σημασία της πληθυσμιακής ασυμμετρίας, εδώ την «ξεχνούν». Διότι, βέβαια, η οικονομική «συρρίκνωση» της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας γίνεται ανέκδοτο όταν συγκρίνουμε το κατά κεφαλή εισόδημα. Το ελληνικό κατά κεφαλή εισόδημα ήταν τριπλάσιο από το τουρκικό το 1995 και σήμερα είναι υπερτριπλάσιο![30] Ακόμη, δηλαδή, και εάν υποθέσουμε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της περασμένης δεκαετίας στην Ελλάδα και την Τουρκία συνεχιστούν οι ίδιοι στο διηνεκές, υπολογίσαμε ότι θα χρειαστούν 120 χρόνια για να φθάσει το τουρκικό κατά κεφαλή ΑΕΠ το αντίστοιχο ελληνικό!

Εάν, λοιπόν, η γεωπολιτική «συρρίκνωση» της Ελλάδας σε σχέση με την Τουρκία, όσον αφορά στον οικονομικό τομέα, στηρίζεται σε στοιχεία σαν τα παραπάνω (και σε άλλα που επιμελώς αποσιωπώνται από τους πολεμολόγους, όπως η μαζική φτώχεια κ.λπ,) τότε γίνεται φανερό ότι η ελληνική οικονομική συρρίκνωση απέναντι της Τουρκίας αποτελεί μύθο για να στηρίξει την θεωρία του επεκτατισμού. Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι η τουρκική ελίτ σήμερα δεν έχει πράγματι επεκτατικές βλέψεις, εάν με αυτό εννοήσουμε, όμως, όχι την επιθυμία κατάκτησης και κατοχής κατοικημένων περιοχών που είναι αδύνατη όταν αντιμετωπίζει έναν αποφασισμένο λαό, όπως υποθέτουν οι σπέρνοντες τον πανικό πολεμολόγοι, αλλά διαμοιρασμού του εναέριου και θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο. Το γεγονός, άλλωστε, ότι σήμερα είναι αδύνατη η κατάκτηση εδαφών και η υποταγή ενός λαού έγινε περίτρανα φανερό από το ότι ακόμη και μια στρατιωτική υπερδύναμη, όπως το Σιωνιστικό Ισραήλ, με την αμέριστη υποστήριξη σύμπασας της υπερεθνικής ελίτ και της Σιωνιστικής διασποράς ανά τον κόσμο, ακόμη δεν εχει κατορθώσει, μετά πάνω από 60 χρόνια σφαγών, να υποτάξει τον λαό που κατέκτησε !

Το γεγονός όμως ότι η Ελλάδα, λόγω των οικονομικών χαρακτηριστικών που ανέφερα, κατατάσσεται σε παραπάνω σκαλί στην ιεραρχία των χωρών της ημι-περιφέρειας σε σχέση με την Τουρκία δεν σημαίνει, όπως ισχυρίζεται η δογματική Μαρξιστική άποψη, ότι σήμερα ανήκει στο κλαμπ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Όπως έχω αναπτύξει παλαιότερα,[31] για ιστορικούς λόγους, που έχουν σχέση με τον ενδογενή τρόπο ανάδυσης της οικονομίας της αγοράς στις χώρες του κλαμπ σε σχέση με τον αντίστοιχο εξωγενή τρόπο στις υπόλοιπες χώρες, έχει δημιουργηθεί ένα πολυσύνθετο ιστορικό προβάδισμα υπέρ των πρώτων που μέχρι σήμερα καμιά χώρα δεν έχει σπάσει (τελευταίο αρνητικό παράδειγμα τα υποτιθέμενα Ασιατικά θαύματα της περασμένης δεκαετίας).[32] Η παραπάνω άποψη, όμως, στηριζόμενη σε κριτήρια που διατύπωσε η μαρξιστική θεωρία 70-130 χρόνια πριν, αγνοεί το θεμελιακό γεγονός ότι η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ουσιαστικά αχρηστεύει τα Μαρξιστικά κριτήρια. Και αυτό, διότι με βάση τα κριτήρια αυτά, όλες οι χώρες της ημιπεριφέρειας και αρκετές της περιφέρειας, δηλαδή από την Βουλγαρία μέχρι την Αρμενία και από την Χιλή μέχρι την Αργεντινή, θα μπορούσαν σήμερα να καταταχθούν στην κατηγορία των χωρών του αναπτυγμένου καπιταλισμού! Η διάκριση, επομένως, μεταξύ διαφόρων βαθμών εξάρτησης και αλληλεξάρτησης είναι και θα παραμένει επίκαιρη όσο υπάρχει οικονομία της αγοράς που αναπόφευκτα, ως σύστημα, συνεπάγεται θεμελιακές ανισότητες, μια δηλαδή «ανισόμετρη ανάπτυξη» που δεν είναι απλά προσωρινή, όπως θεωρεί η δογματική άποψη του Μαρξισμού, αλλά αυτοτροφοδοτούμενη και επομένως μόνιμη. Με άλλα λόγια, οι διακρίσεις μεταξύ πρώτης, δεύτερης και τρίτης «θέσης», στο ατομικό, το κοινωνικό ή το οικονομικό επίπεδο είναι μόνιμα χαρακτηριστικά των θεσμών της νεωτερικότητας, δηλαδή της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», που μονο ανατρέπονται, και δεν εξελίσσονται σε μια διαδικασία «Προόδου» που ανήκει στο φαντασιακό επίπεδο!

5. Η στάση της Πατριωτικής «Αριστεράς» σε σχέση με τον «Μονόδρομο»

Η Πατριωτική «Αριστερά», με βάση τα παραπάνω, πήρε μια αναμενόμενη στάση για τα μέτρα. Έτσι, ένα τμήμα της, με επικεφαλής τον «αιρετικό» θεολόγο-«φιλόσοφο» Χρ. Γιανναρά,[33] αποφαίνεται, χωρίς την παραμικρή θεωρητική ή εμπειρική θεμελίωση, ότι «Η "Τρόικα" και το "Μνημόνιο" δεν αποσκοπούν να υποκαταστήσουν την εγχώρια πολιτική ευθύνη, δεν μας στέρησαν την "εθνική κυριαρχία"». Απλά στρέφεται κατά της διαφθοράς της ντόπιας πολιτικής ελίτ, ή, όπως το διατυπώνει ο «φιλόσοφος» (που ουσιαστικά παπαγαλίζει την προπαγάνδα του ΔΝΤ για τα ληστρικά μέτρα που επιβάλλει σε κάθε χώρα στην οποία «προσκαλείται»): «το "Μνημόνιο" και οι απαιτήσεις του στρέφονται ενάντια στο κατεστημένο φαυλεπίφαυλο κομματικό κράτος (των εναλλασσόμενων χρωματισμών), στην εξαχρειωμένη κομματοκρατία που το διαγουμίζει ανελέητα».[34]

Όμως, η θέση της υπόλοιπης Πατριωτικής «Αριστεράς» είναι εξίσου απαράδεκτη και παραπλανητική, παρά την «κόκκινη σάλτσα» που χρησιμοποιείται για να την κάνει πιο ευπαρουσίαστη. Έτσι, για τη «σύνταξη» του Άρδην:[35]

η ένταξη πραγματοποιήθηκε και εν τέλει έγινε δεκτή από τον ελληνικό λαό, ως όπλο για να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα, που, μετά την εισβολή στην Κύπρο, άρχισε πλέον να εκδηλώνεται ανοικτά εναντίον της Ελλάδας. Όταν μάλιστα κατέρρευσε και το ανατολικό μπλοκ, με όλες τις καταλυτικές αρνητικές συνέπειες που είχε αυτή η κατάρρευση για τις χώρες των Βαλκανίων, η Ευρωπαϊκή Ένωση φάνταζε ως η μοναδική λύση, στον βαθμό που πρώτη προτεραιότητα των βαλκανικών χωρών ήταν η ένταξη στην ΕΕ.

Φυσικά, είναι λίαν αμφίβολο ότι πέρασε από το μυαλό κανενός άλλου στον ελληνικό λαό (εκτός κάποιων στην Πατριωτική «Αριστερά») η ανόητη σκέψη ότι η ΕΕ δεν έπαιζε πάντα το ίδιο παιχνίδι με το ΝΑΤΟ (μέλη του οποίου ήταν όλα τα μέλη της ΕΕ!), χωρίς το πράσινο φως του οποίου δεν θα μπορούσε ούτε η Χούντα στην Ελλάδα να επιβιώσει, ούτε πολύ περισσότερο να τολμήσει πραξικόπημα στην Κύπρο που ήταν σίγουρο ότι θα κατέληγε σε τουρκική εισβολή (την οποία, πάλι, η ΕΕ μέσω του ΝΑΤΟ είχε τη δύναμη να σταματήσει αυθημερόν αν το ήθελε!), όπως και πράγματι έγινε, σε εφαρμογή μακροπρόθεσμων Νατοϊκών σχεδίων για την διχοτόμηση του νησιού. Ούτε, βέβαια, κανένας εχέφρων Έλληνας πίστεψε κατόπιν ότι η ΕΕ ενδιαφερόταν για τίποτα άλλο εκτός από τη διατήρηση του στάτους κβο που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή, ενώ την τουρκική επιθετικότητα (και τους αυνακόλουθους εξοπλισμούς, που καταδικάζει ως «παράλογους» ο απατεώνας πολιτικάντης Κον Μπεντίτ) μπορούσε κάλλιστα να την σταματήσει άμεσα η ΕΕ αν απλά εγγυόταν τα σύνορα της Ελλάδας που ήταν σύνορα και της ΕΕ —πράγμα που ούτε της ζητήθηκε ποτέ από τις ελίτ μας, ούτε βέβαια διανοήθηκε η ΕΕ να κάνει! Με βάση, λοιπόν, αυτό το σκεπτικό, φαίνεται ότι η παραπάνω «εξήγηση» για την δήθεν αποδοχή από τον ελληνικό λαό της ΕΕ (που σημειωτέον κανένας δεν τον ρώτησε γι αυτήν!) σε άλλα αποβλέπει, όπως θα δούμε στη συνέχεα: στη συγκάλυψη από μέρους της Πατριωτικής «Αριστεράς» της απόφασής της να μη θέσει θέμα μονομερούς εξόδου από την ΕΕ (θέμα που θέτουν σαφώς αντίστοιχα «πατριωτικά» κόμματα στην Ευρώπη, όπως το Βρετανικό) σε σύμπλευση με τις ελίτ, και με βάση περίπου παρόμοια κίνητρα όπως αυτά του ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη. Εξ ου και το προπέτασμα καπνού ότι η Ελλάδα «πιεζόμενη από την τουρκική επιθετικότητα που εκδηλώνεται όλο και πιο ανοικτά μετά το 1974, κατέφευγε στην «παπική τιάρα» για να αποφύγει το «τουρκικό σαρίκι»...

Το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και από την «ανάλυση» των αιτίων της κρίσης, τα οποία ανάγονται —όπως και στην παραπάνω ανάλυση του «φιλοσόφου»— στη διαφθορά, αλλά και στη μετανάστευση, σε πλήρη σύμπλευση με τα ακροδεξιά Ευρωπαϊκά κόμματα. Έτσι, όπως τονίζεται στο ίδιο:

Τέλος, η αθρόα μεταναστευτική εισροή ανειδίκευτου και φτηνού εργατικού δυναμικού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε πρωτοφανή επίπεδα για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, ήρθε να αποτελειώσει την ελληνική οικονομία, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα. Διότι υποβάθμισε το τεχνολογικό επίπεδο της παραγωγής, η οποία στηρίχτηκε στα φτηνά χέρια και όχι στην παραγωγική αναβάθμιση και την επένδυση στην τεχνολογία, έδιωξε τους Έλληνες από τις κατασκευές, τη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή και δημιούργησε ένα χαμηλής παραγωγικότητας «δουλοκτητικό μοντέλο παραγωγής» (...) Και υπήρξε μια τέτοια ηχηρή σιωπή, διότι η αθρόα είσοδος φτηνών εργατικών χεριών επέτρεψε την πτώση του πληθωρισμού, επειδή έπεσε το κόστος της εργασίας, ενώ ανέβασε πρόσκαιρα τα εισοδήματα και την κοινωνική θέση των Ελλήνων εργαζομένων.

Η οικονομική βάση αυτών των «επιχειρημάτων» είναι, βέβαια, αστεία διότι, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, δεν σημειώθηκε καμιά σημαντική απολυτη μείωση της παραγωγικότητας, και μάλιστα εξαιτίας της μετανάστευσης, αλλά, αντίθετα, η όποια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σημειώθηκε, οφειλόταν ακριβώς στα φθηνά εργατικά χέρια των μεταναστών, εφόσον ούτε οι ξένες οικονομικές ελίτ, αλλά ούτε και οι ντόπιες είχαν καμιά διάθεση, όπως είδαμε, να επενδύσουν στην δευτερογενή ή πρωτογενή παραγωγή, ώστε να βελτιωθεί σημαντικά η παραγωγικότητα και η τεχνολογική υποδομή, και συνακόλουθα η ανταγωνιστικότητα από την αναδιάρθρωση της παραγωγής, και όχι από την αναδιάρθρωση... των εργαζομένων. Και αποτελεί, βέβαια, χοντρή διαστρέβλωση της πραγματικότητας το «επιχείρημα» ότι οι μετανάστες έδιωξαν τους Έλληνες εργαζομένους από τις κατασκευές, τη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή, και όχι οι ελληνικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ που «έκαναν στραβά μάτια» στη μαζική μετανάστευση, ώστε να δημιουργήσουν τεχνητή ευημερία από τη μείωση του κόστους παραγωγής σε συνδυασμό με τα έργα βιτρίνας (Ολυμπιακοί, δρόμοι κ.λπ.) που γίνονταν με «ξένα κολλυβα» (μαζικός δανεισμός), και χρησίμευαν μόνο για να κάνουν ευκολότερες τις εισαγωγές, αφού οι εξαγωγές μας είχαν καταβαραθρωθεί. Γεγονός που οφειλόταν, βέβαια, όχι στους... μετανάστες, αλλά στον ανταγωνισμό με τα ανώτερης τεχνολογίας προϊόντα των μητροπολικών κέντρων, τα οποία ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν τα ντόπια σε συθηκες ανοικτών και «απελευθερωμενων» αγορών, όπως επέβαλε η ΕΕ —γεγονός για το οποίο η Πατριωτική «Αριστερά» δεν λέει κουβέντα!

Μετά, λοιπόν, από αυτή την «ανάλυση», η οποια μόνο στα πραγματικά δομικά αίτια της κρίσης δεν αναφέρεται —δηλαδη αυτά που δημιούργησε το μεταπολεμικό μοντέλο «ανάπτυξης» μέσα από τη διαδικασία ενσωμάτωσης της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς—, τα συμπεράσματα για την διέξοδο από την κρίση είναι απόλυτα προβλέψιμα. Έτσι, αφού απορρίπτεται κάθε άλλη πρόταση (μολονότι όχι και η πρόταση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, την οποία το Άρδην είτε προσποιείται ότι την αγνοεί, είτε την τσουβαλιάζει με άλλες άσχετες προτάσεις), καταλήγει με μια «πρόταση» που ήδη σχεδιάζει να εφαρμόσει η Ευρωπαϊκή ελίτ: δηλαδή, την αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του Χρέους με στόχο το «κούρεμα» και την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του. Την πρόταση, μάλιστα αυτη δεν την συνδέει καν, όχι με έξοδο από την ΕΕ, αλλά ούτε καν με έξοδο από την ΟΝΕ, για τους λόγους που θα δούμε παρακάτω. Είναι, μάλιστα, αστείο να περιγράφεται η λύση αυτή ως «μία πράξη σύγκρουσης με το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, το ΔΝΤ και τα κοράκια των τραπεζών και απαιτεί ήδη τεράστιο θάρρος και αποφασιστικότητα», όταν, όπως ανέφερα παραπάνω, ο μέχρι χθες Γερμανός Υπ. Οικονομικών αποκάλυψε ότι αυτή είναι η λύση που θα γίνει πολύ σύντομα έτσι και αλλιώς! Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η Πατριωτική «Αριστερά» δεν αναφέρει καν ποιος θα εφαρμοσει αυτή τη λύση, υποθέτοντας σιωπηρά ότι η Χούντα του ΠΑΣΟΚ θα την εφαρμόσει (προφανώς με τη συγκατάθεση της τρόικας), δεδομένου ότι δεν μιλάει ούτε για λαϊκό αγώνα και ανατροπή της Χούντας αυτής, ώστε μια κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας, όπως την περιγράψαμε,να επιβάλλει μια πραγματικά εναλλακτική λύση.

Έχει, όμως, ενδιαφέρον να δούμε τους λόγους για τους οποίους απορρίπτεται κάθε άλλη λύση, επειδή είναι αποκαλυπτικοί του ότι η Πατριωτική «Αριστερά» ουσιαστικά λειτουργεί ως το «αριστερό» δεκανίκι του συστήματος, με το ΛΑΟΣ, τον Γιανναρά κ.λπ., να λειτουργούν ως το «δεξιό» δεκανίκι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι οι εξης τρεις:

Πρώτον, η ανυπαρξία «πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ικανών να φέρουν σε πέρας μία ολοκληρωτική ρήξη με τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης και του παγκόσμιου καπιταλισμού». Όμως αυτό αποτελεί ένα «επιχείρημα-αχυράνθρωπο» που το κατασκευάζει ώστε να το γκρεμίσει στη συνέχεα εύκολα, εφόσον ουδείς ισχυρίστηκε το αντίθετο, και ιδιαίτερα η Περιεκτική Δημοκρατία που, όπως θα έγινε φανερό από τα παραπάνω, η εναλλακτική μας πρόταση αναφέρεται στο υπάρχον σύστημα —και όχι, όπως κάποιες ουτοπικές προτάσεις της αριστεράς, σε ένα μελλοντικό σύστημα. Και μολονότι είναι γεγονός η υποτονικότητα των λαϊκών αντιδράσεων μέχρι σήμερα, όπως προσπάθησα να δείξω η υποτονικότητα αυτή οφείλετα, αφενός, στη μαζική πλύση εγκεφάλου από σύσσωμα τα ΜΜΕ για τον «μονόδρομο» και, αφετέρου, στο γεγονός ότι η αριστερά δεν προτείνει μια συγκεκριμένη στρατηγική διεξόδου από την κρίση που ξεκινά «εδώ και τώρα» από το υπάρχον σύστημα. Το σύστημα αυτό θα μπορούσε η λαϊκή πίεση να το εξαναγκάσει, μέσα από αγώνες που θα κατέληγαν με μια γενική απεργία διαρκείας, στον σχηματισμό μιας Κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας από την σημερινή Βουλή, η οποία θα διεξήγαγε άμεσο δημοψήφισμα για μια εναλλακτική λύση, όπως την περιέγραψα στα προηγούμενα κεφάλαια. Η έγκριση του αιτήματος για την εναλλακτική λύση θα άνοιγε τον δρόμο για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που απαιτούνται άμεσα για την έξοδο από τη κρίση (έξοδος από ΕΕ και ΟΝΕ, προσωρινή απαγόρευση της κίνησης του κεφαλαίου, και προσωρινή στάση πληρωμών μέχρι να γίνει επανεισαγωγή και υποτίμηση της δραχμής, κρατικοποίηση των Τραπεζών, δραχμοποίηση του Χρέους κ.λπ.), ώστε ν' ακολουθήσει, από θέσεως ισχύος πια, επαναδιαπραγμάτευση του Χρέους. Η επαναδιαπραγμάτευση αυτή θα είχε στόχο ένα πραγματικό «κούρεμα» και επιμήκυνσή του Χρέους για να υποχρεωθούν να το πληρώσουν οι ντόπιες και ξένες ελίτ, καθώς και τα προνομιούχα στρώματα, μετά από γενική απογραφή και άγρια φορολόγηση της κινητής και ακίνητης μεγάλης περιουσίας. Η διαδικασία αυτή θα δημιουργούσε και τις προϋποθέσεις για μεσοπρόθεσμες αλλαγές που θα οδηγούσαν σε μια αυτοδύναμη οικονομία, η οποία με τη σειρά της θα αποτελούσε το θεμέλιο για μακροπρόθεσμες κοινωνικές αλλαγές, όπως η εγκαθίδρυση μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας.

Δεύτερον, το γεγονός ότι η χρεοκοπία (ή παύση πληρωμών) και η έξοδος από την ΟΝΕ και ΕΕ:

«προωθείται, από την αρχή της κρίσης, από ένα μέρος του γερμανικού και αγγλοσαξονικού κεφαλαίου. Η πτώχευση και η παύση πληρωμών είναι μια υπαρκτή πιθανότητα που θα επιβληθεί στην Ελλάδα και θα προκαλέσει μια εκτεταμένη εκπτώχευση ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Εξάλλου, ήδη οι Γερμανοί επιδιώκουν την εκδίωξή μας από την ΟΝΕ. Έτσι, όσο καταστροφική υπήρξε η ένταξή μας στην ΟΝΕ, το ίδιο καταστροφική θα είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, η εκδίωξή μας από αυτήν. Η πιθανή έξοδός μας από την ΟΝΕ πρέπει να πραγματοποιηθεί σε άλλες συνθήκες, αν είναι μεμονωμένη, ή σε περίπτωση γενικευμένης κρίσης του ευρώ».

Εδώ πρόκειται για ένα συνοθυλευμα αντιφατικων και αναληθών ισχυρισμών. Αρχικά, όπως προσπάθησα να δείξω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνδεθεί η έξοδος από την ΕΕ και ΟΝΕ με την παύση πληρωμών, τη διαγραφή χρέους κ.λπ.. Δεύτερον, η πτώχευση και η οριστική παύση πληρωμών μπορεί είτε να μας επιβληθεί είτε να γίνει μονομερώς από εμάς. Εάν μας επιβληθεί, φυσικά θα είναι καταστροφική για τα μη προνομιούχα στρώματα, εφόσον θα γίνει με τους όρους των ελίτ. Από την άλλη μεριά, για να γίνει μονομερης και οριστική παύση πληρωμών ακολουθούμενη από διαγραφή του χρέους πρέπει να υπάρχουν επαναστατικές συνθήκες γι' αυτό —που φυσικά δεν υπάρχουν. Τρίτον, η εκδίωξή μας από την ΟΝΕ που «επιδιώκουν οι Γερμανοί» είναι μια προσωρινή αποβολή μέχρι να λυθεί το πρόβλημα του Χρέους, και ποτέ δεν προτείνεται σαν μόνιμη λύση ενώ, από όσο γνωρίζω, κανένας Γερμανός ή άλλος δεν έκανε συζήτηση για την εκδίωξή μας από την ίδια την ΕΕ, διότι, βέβαια, η ένταξή μας σε αυτή δεν έγινε απλά επειδή ο «εθνάρχης» Καραμανλής πάλεψε γι' αυτήν, αλλά διότι εξυπηρετούσε συμφέροντα των ντόπιων και ξένων ελίτ που ελπίζω να έγιναν κατανοητά από την ανάλυση που προηγήθηκε. Η μόνη, λοιπόν, λύση που είναι εφικτή στις σημερινές συνθήκες είναι η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους από θέσεως ισχύος, με δική μας πρωτοβουλία, από μια κυβέρνηση Λαϊκής Ενότητας που θα έχει ανατρέψει προηγουμένως τη κοινοβουλευτική Χούντα μέσα από γενική απεργία και θα έχει περάσει δημοψήφισμα για μια εναλλακτική λύση που συνεπάγεται έξοδο από την ΟΝΕ, αλλά και την ΕΕ.

Τρίτον, το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στη σχετική «ανάλυση»:

«η λύση της άρνησης του χρέους, ενώ εμφανίζεται ως μία λύση που αρνείται την κηδεμονία των ξένων και διεκδικεί την «εθνική ανεξαρτησία», στην πραγματικότητα υποτιμά τα εθνικά ζητήματα και κινδυνεύει να οδηγήσει σε καταστροφή! Διότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε δεινή θέση εξ αιτίας της τουρκικής επιθετικότητας και του νεο-οθωμανισμού, με ανοικτά μέτωπα στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη και τα Σκόπια, και οποιαδήποτε έξοδός της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή και η εκδίωξή της από την ΟΝΕ, θα υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο τη διεθνή θέση της και θα πολλαπλασιάσει τους κινδύνους τελεσίδικων απωλειών και πάρα πέρα εθνικής συρρίκνωσης (...) η κύρια αντίθεση στη σημερινή Ελλάδα είναι η εθνική αντίθεση, από την οποία εξαρτάται άμεσα και η «ταξική πάλη».

Δεν θα ασχοληθώ με το θέμα της «άρνησης του χρέους» που δεν αφορά την Περιεκτική Δημοκρατία, όπως εξήγησα, αλλά με την αποκαλυπτική φράση ότι «οποιαδήποτε έξοδός της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή και η εκδίωξή της από την ΟΝΕ, θα υποβαθμίσει ακόμα περισσότερο τη διεθνή θέση της και θα πολλαπλασιάσει τους κινδύνους τελεσίδικων απωλειών και πάρα πέρα εθνικής συρρίκνωσης». Η θέση αυτή σαφώς αποκλείει κάθε συζήτηση εξόδου από την ΕΕ και την ΟΝΕ και, επομένως, καταδικάζει σε αποδοχή του «μονόδρομου», ή κάποιου εναλλακτικού «μονόδρομου» που θα διαπραγματευθεί η κοινοβουλευτική Χούντα (ή μια εναλλακτική κυβέρνηση Σαμαρά) όπως υπονοεί η Πατριωτική «Αριστερά». Και είναι αποκαλυπτική η φράση αυτή γιατί δικαιώνει τον τίτλο του «αριστερού» δεκανικιού του συστήματος, εφόσον σαφώς καταδικάζει τα λαϊκά στρώματα σε μια μόνιμη εκπτώχευση, και την ίδια τη χώρα στη θέση ενός μόνιμου προτεκτοράτου και τόπου παραθερισμού των μεγιστάνων και των παρατρεχάμενών τους από όλο τον κόσμο. Και όλα αυτά γιατί: Διότι, όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της άποψης αυτής, η έξοδος μας απο την ΕΕ και την ΟΝΕ «θα πολλαπλασιάσει τους κινδύνους τελεσίδικων απωλειών και πάρα πέρα εθνικής συρρίκνωσης»! Όμως το ερώτημα είναι τι άλλο χειρότερο θα συνέβαινε έξω απο την ΕΕ , όταν όντας πιστοί υπηρέτες της ΕΕ συνέβησαν ή ήδη συμβαίνουν τα εξης:

  • η τελευταία εθνική συρρίκνωση συνέβη όταν ήδη είμασταν στο ίδιο κλαμπ, δηλαδή στην στρατιωτική πτέρυγα των χωρών-μελών της τότε ΕΟΚ που, με το άλλο καπέλο τους, ως ΝΑΤΟ, συνήργησαν στον διαμελισμό της Κύπρου,

  • η «τουρκική επιθετικότητα», όλα αυτά τα χρόνια μετά την εισβολή, συνεχιζοταν, ενώ ήδη είχαμε γίνει πλήρη και υποτακτικά μέλη της ΕΕ, η οποία όμως δεν κούνησε ποτέ το δαχτυλάκι της για να εγγυηθεί τα σύνορά μας και να κάνει την επιθετικότητα αυτή αδύνατη! Και, τέλος,

  • η κοινοβουλευτικη Χουντα σήμερα είναι σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκικη ελίτ για τον διακανονισμό της «συγκυριαρχίας» στο Αιγαίο. Και αυτό, όταν η Χούντα αυτή έχει αποδειχτεί περίτρανα το πιο υποτελές μέλος της ΕΕ και έχει ουσιαστικά μετατρέψει την Ελλάδα σε προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ και «παραγιό» της Σιωνιστικής !

Είναι λοιπόν φανερό ότι η επιθετικότητα των γειτονικών (ή των δικών μας) ελίτ δεν πρόκειται να αναχαιτιστεί από την υπερεθνική ελίτ, παρά μόνο αν τα συμφέροντά της τυχαίνει να συμπίπτουν με τα συμφέροντα καποιων τοπικών ελίτ, όπως έδειξε επανειλημμένα η Ιστορία. Δεδομένου λοιπόν ότι η ένταξη μας στην ΕΕ σήμαινε την απώλεια κάθε ίχνους οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας μας ως λαού, και μέσω αυτής, την πλήρη υποταγή μας στην υπερεθνική ελίτ, η αποχώρηση μας απο την ΕΕ είναι, στη πραγματικότητα, αναγκαία προϋπόθεση για την επανάκτηση κάθε δυνατότητας αυτο-προστασίας μας απο επιθετικές γειτονικές ελίτ. Η κύρια αντίθεση, επομένως, όσο και να μην το θέλει η Πατριωτική «Αριστερά» που δεν βλέπει λαούς και τάξεις, αλλά έθνη (όπου, προφανώς, οι ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα από τη μια μεριά, και τα λαϊκά στρώματα από την άλλη έχουν, υποτίθεται, κοινά συμφέροντα!) είναι η ταξική. Και αυτό, διότι μόνο αν ο ίδιος ο λαός αναλάβει τη διακυβέρνησή του μέσα από θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, όπως προτείνει η Περιεκτική Δημοκρατία, μπορούμε να μιλάμε για «γενικό συμφέρον», το οποίο ο λαός μας (όπως και κάθε άλλος λαός στην Ιστορία) ξέρει πολύ καλά πως να το προστατεύσει. Στη μεταβατική, όμως, περίοδο μέχρι να φθάσουμε σε παρόμοιο στάδιο, αυτό που προέχει είναι η κατά το δυνατόν αποδέσμευσή μας από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, μέσα από την έξοδό μας από την ΕΕ και την ΟΝΕ, ώστε να τεθούν οι βάσεις της οικονομικής αυτοδυναμίας, χωρίς την οποία δεν νοείται καμιά «εθνική» αυτονομία και πραγματική προστασία του «εθνικού» συμφέροντος, αλλά ούτε και η δυνατότητα δημιουργίας στο μέλλον «γενικού συμφέροντος», όπως θα προσπαθήσω να δείξω στο Τελευταίο Μέρος.

 


[1] Βλ.Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 6: «Η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης».

[2] Συνέντευξη Κον Μπεντίτ στον Δημήτρη Αναστασόπουλο, Ελευθεροτυπία (25/4/2010).

[3] Terry Macalister, “Green jobs revolution is a myth, says industry,” The Guardian (4/1/2010).

[4] Χρ. Μέγα, «Σπέρνουν φωτοβολταϊκά», Ελευθεροτυπία (2/9/2010).

[5] Βλ. Τ. Fotopoulos, “Is sustainable development compatible with present globalisation ?,” The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, Vol. 4, No. 4 (October 2008); βλ. και S. Goldenberg, “Worldwide spread of US greed culture «threatens man’s future»,” The Guardian (13/1/2010).

[6] T. Trainer, Renewable Energy Cannot Sustain A Consumer Society (Springer, 2007).

[7] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, «Είναι συμβατή η απο-ανάπτυξη με την Οικονομία της Αγοράς;», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τ. 20-21 (Καλοκαίρι-Χειμώνας 2010)

[8] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 6.

[9] David Goodhart, “Progressive nationalism isn't an oxymoron, it's a necessity,The Guardian (27/5/2006).

[10] Βλ. Μνημόνιο Λαφοντεν-Γκύζη για το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (29/11/2006) http://www.ananeotiki.gr/readText.asp?textID=1706

[11] Βλ. Τ. Fotopoulos, “The myth of postmodernity,” Democracy & Nature, vol. 7, no. 1 (March 2001).

[12] Γ. Καραμπελιάς, «Αντίσταση ή υποταγή», Άρδην, αρ. 1 (Μάρτιος 1996).

[13] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ. 11.

[14] Βλ π.χ. Δ. Δημητράκος, Το Βήμα της Κυριακής (25/6/2000)

[15] Βλ π.χ. Άρδην, Δεκέμβρης 1997, Ιούνης-Σεπτέμβρης 1998, κ.λπ.

[16] Βλ. Γ. Ρούσσης, Ελευθεροτυπία (9/6/2000).

[17] Βλ. π.χ. UN, Human Development Report 1999.

[18] Π. Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου (Θεμέλιο, 1997).

[19] Βλ. άρθρα Β. Μηνακάκη και Κ. Χαριτάκη στο Πριν (1/2/1998).

[20] Κονδύλης, σ. 386.

[21] World Bank, World Development Indicators 2010, Table 1.1.

[22] Π. Κονδύλης, σ. 388.

[23] World Bank, World Development Report 1997, Table 12.

[24] World Bank, World Development Indicators 2010, Table 4.2.

[25] World Bank, World Development Report 1997, Table 16.

[26] World Bank, World Development Indicators 2010, Table 4.15.

[27] Στοιχεία υπολογισθέντα με βάση : World Bank, World Development Report 1997, Tables 16 & 12 και World Development Indicators 2010, Tables 4.15 & 1.1.

[28] Π. Κονδύλης, σ. 399.

[29] World Bank, World Development Report 1997, Table 12.

[30] World Development Indicators 2010, Table 1.1.

[31] Τ. Φωτόπουλος, Εξαρτημένη ανάπτυξη, η Ελληνική περίπτωση (Εξάντας 1985 & 1987), κεφ. 1.

[32] Βλ. «Ανάλυση» στην Ελευθεροτυπία της 17/1/1998 με τον τίτλο «Το τέλος του ασιατικού "θαύματος" και η δραχμή».

[33] Στην σημερινή Ελλάδα θεωρείται φυσική ακόμη και η κατάφωρη αυτή «αντίφαση στους όρους», όπου η φιλοσοφία, η οποία αναπτύχθηκε στην κλασική Ελλάδα ως η έκφραση της αυτονομίας στη σκέψη, γίνεται συμβατή και με το Ιουδαιο-χριστιανικό δόγμα, δηλαδή την χειρότερη έκφραση ετερονομίας στη σκέψη!

[34] ???????????????

[35] Της Σύνταξης (Γ. Καραμπελιάς), «Υπάρχει ακόμα επιλέξιμη λύση», Άρδην, τ. 81 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  ; margin-top:0">