Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ

Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία

εκδόσεις Γόρδιος, Νοέμβριος 2010, σελ. 412, ISBN: 960-6826-18-Χ, ISBN 13: 978-960-6826-18-4


 

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η Αριστερά απέναντι στην κρίση και την Ε.Ε.

 


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Ο «ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ», Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

 

 

 

Η λεπτομερής εναλλακτική λύση που περιέγραψα στο προηγούμενο κεφάλαιο δεν ήταν το συμπέρασμα κάποιας τεχνικής «ανάλυσης γραφείου», αλλά μια ανάλυση, από τη σκοπιά της αντισυστημικής Αριστεράς, που θεμελιώνεται, από τη μια μεριά, σε μια ιστορική ερμηνεία της ελληνικής οικονομικής «αναπτυξιακής» διαδικασίας σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο και, από την άλλη, στις σημερινές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα —όπως διαμορφώνονται μετά την ουσιαστική χρεοκοπία— οι οποίες κάθε άλλο παρά «επαναστατικές» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν στο υποκειμενικό επίπεδο. Αντίστοιχα, η συγκεκριμένη εναλλακτική λύση που πρότεινα δεν αποτελεί επίσης κάποια άσκηση επαναστατικής πρακτικής, στην οποία επιδίδονται τελευταία διάφορες οργανώσεις της αντισυστημικής Αριστεράς που θα εξετάσουμε συνοπτικά σε αυτό το κεφάλαιο. Η κριτική επομένως που αναπτύσσεται παρακάτω απέναντι στην Αριστερά δεν έχει στόχο τη «διαφωνία για τη διαφωνία» εξαιτίας κάποιας «μανίας δικαίωσης του ενός εναντίον όλων», όπως χαρακτηρίστηκε από κύκλους της αντισυστημικής Αριστεράς,[1] αλλά την κριτική μου της απαράδεκτης στάσης τους σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή να προτείνουν, χωρίς καμιά ουσιαστική ανάλυση της Ελληνικής «αναπτυξιακής» διαδικασίας στην μεταπολεμική περίοδο, αυτόχρημα ουτοπικές «λύσεις», όπως η έξοδος από την ΟΝΕ —που συνοδεύεται και από «επαναστατική» σάλτσα για μονομερή διαγραφή του χρέους ή παύση πληρωμών— όλα αυτά μέσα στην Ε.Ε. για την οποία δεν θέτουν θέμα ταυτόχρονης εξόδου!

 

Συνοπτικά, η ανάλυση που ανέπτυξα στα προηγούμενα κεφάλαια ήταν ότι αυτό που οδήγησε στη σημερινή άτυπη χρεοκοπία ήταν το εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε μεταπολεμικά από τις ντόπιες και ξένες ελίτ για τη χώρα μας, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ενός διαστρεβλωμένου παραγωγικού προτύπου και ενός αντίστοιχου καταναλωτικού προτύπου που ουσιαστικά αποτελούσε μια αναπτυξιακή «φούσκα», την οποία συντηρούσαν, αρχικά, στη δεκαετία του 60, η μετανάστευση και κάποιες ξένες επενδύσεις στη διάρκεια της «Βιομηχανικής Άνοιξης» και, στην συνέχεια, στην μεταπολίτευση, ο τουρισμός και λιγότερο η ναυτιλία, αλλά, κυρίως, ο μαζικός και αυξανόμενος δανεισμός που εντάθηκε με την ευκαιρία του ευρώ, μέχρις ότου η φούσκα αυτή να σκάσει παταγωδώς, με καταλύτη (και μόνο!) την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Σε όλη αυτή τη διαδικασία αυξανόμενης εξωστρέφειας που δεν στηριζόταν σε μια ανταγωνιστική παραγωγική δομή (όπως ήταν η διαδικασία που ιστορικά ακολούθησαν τα μητροπολιτικά κέντρα) η είσοδός μας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη έπαιξε καταλυτικό και, σήμερα, καταστροφικό ρόλο.

 

Η απώτερη πηγή, επομένως, των σημερινών ληστρικών μέτρων, τα οποία έχουν μοναδικό στόχο την μεγιστοποίηση των κερδών των δανειστών μας από τη διαδικασία «αποπληρωμής» τους —που θα συνεχίζεται στο διηνεκές όσο η διαστρεβλωμένη παραγωγική και καταναλωτική δομή μας θα οδηγεί σε ανατροφοδότηση του δανεισμού μας— είναι, σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η εξωστρέφεια. Αυτό σημαίνει ότι εάν δεν δημιουργήσουμε τις βάσεις οικονομικής αυτοδυναμίας, η οποία μόνο έξω από την ΕΕ και την ΟΝΕ μπορεί να θεμελιωθεί, όχι μόνο δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από την κρίση, αλλά και δεν θα γίνει ποτέ εφικτή η δημιουργία των προϋποθέσεων για μια οικονομική δημοκρατία που θα βασίζεται στην ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών.

 

Με βάση αυτό το αιτιολογικό, μια πραγματικά εναλλακτική λύση από μεριά αντισυστημικης Αριστεράς, όπως την περιέγραψα στο προηγούμενο κεφάλαιο, θεμελιώνεται σε δυο βασικούς πυλώνες:

  • Πρώτον, την άμεση έξοδο από την Ευρωζώνη, που θα έκανε δυνατή την επανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας στον νομισματικό και δημοσιονομικό τομέα, την επανεισαγωγή της δραχμής, τη δραχμοποίηση και την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους από θέσης ισχύος, και

  • Δεύτερον, την συνακόλουθη μονομερή έξοδο από την ΕΕ που θα έκανε δυνατή την επανεισαγωγή αυστηρών κοινωνικών ελέγχων στις αγορές κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας ώστε να προστατευθεί η κοινωνία από τις αγορές (κατάργηση των «4 ελευθεριών» του Μάαστριχτ), την εθνικοποίηση των Τραπεζών, καθώς και την επιβολή δραστικών φόρων στο εισόδημα και την περιουσία των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων.

Δηλαδή, μια πραγματική εναλλακτική λύση είναι εφικτή μόνο εάν θεμελιωθεί στους παραπάνω δύο πυλώνες, οι οποίοι συμπυκνώνουν την ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και αποτελούν την απώτερη αιτία της αναπτυξιακής «φούσκας» και του μοντέλου «ανάπτυξης» που μόλις κατέρρευσε. Με άλλα λόγια, η ένταξη της χώρας στην ΕΕ και στη συνέχεια στην ΟΝΕ, χάρη στις προσπάθειες του «εθνάρχη» Καραμανλή (που συνέχισε ο «υπο-εθνάρχης» Α. Παπανδρέου και στη συνέχεια ο «ανθυπο-εθνάρχης» Κ. Σημίτης και ο λοχίας Γ. Παπανδρέου «Γιωργάκης») και η συνακόλουθη αναπτυξιακή «φούσκα», δημιούργησαν μια πρωτόγνωρη στην Ελλάδα ανισότητα μεταξύ, από τη μια μεριά, μιας κάστας κλεπτοκρατών (που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν ακόμη και για την καπιταλιστική «ανάπτυξη» της χώρας) και των συναφών προνομιούχων στρωμάτων και, από την άλλη, των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία στις μεν πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες καταδικάζονταν στη μαζική μετανάστευση για να επιβιώσουν, στη δε μεταπολίτευση ωθούντο στον δημόσιο τομέα ή στις διάφορες επεκτεινόμενες υπηρεσίες και κυρίως τον τουρισμο. Έτσι, τα μεταναστευτικά εμβάσματα αρχικά, και στη συνέχεια η ανάπτυξη ενός τουρισμού «της αρπαχτής», η επέκταση του δημόσιου τομέα, καθώς και τα ναυτιλιακά εμβάσματα, παρήγαγαν και αναπαρήγαγαν μια καταναλωτική δομή, η οποία δεν είχε καμιά σχέση με το παραγωγικό δυναμικό που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργεί η μεταπολεμική «ανάπτυξη», και ολοκλήρωσε η ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ.

Η κρίση και η Αριστερά

Σε αυτό το πλαίσιο, όμως, το παράδοξο είναι ότι, ενώ οι ίδιες οι ελίτ έχουν κάθε λόγο, βέβαια, να αποκρύπτουν και συγκαλύπτουν την πραγματική αιτιολογία της κρίσης, αναγόμενοι απλώς στα συμπτώματά της, δεν έχει κανένα λόγο να κάνει ουσιαστικά το ίδιο και σημαντικό τμήμα της Αριστεράς, όπως σαφώς προκύπτει από τις συμβολές σε έρευνα της Ελευθεροτυπίας για τη στάση της Αριστεράς στην κρίση[2] —έρευνα που (όπως συνήθως σε παρόμοιες μελέτες) βασιζόταν σε συμβολές που στη συντριπτική πλειοψηφία τους ανήκαν στην ρεφορμιστική Αριστερά. Όμως, η ρεφορμιστική Αριστερά παίρνει δεδομένα αυτά ακριβώς που έπρεπε να αμφισβητεί, ιδιαίτερα σε σχέση με τη συγκριμένη περίπτωση (δηλαδή τους δύο πυλώνες που ανέφερα), στη πραγματικότητα, αποκλείοντας έτσι μια πραγματικά εναλλακτική λύση. Και αυτό, διότι όπως ανέφερα παραπάνω, η αποδοχή των πυλώνων αυτών σημαίνει ουσιαστική αποδοχή του «μονόδρομου» της Χούντας, παρά τους περί του αντιθέτου βερμπαλισμούς των Πανεπιστημιακών και πολιτικών που υποστηρίζουν τις απόψεις αυτές, κάποιοι από τους οποίους μάλιστα φαίνεται να ζουν ακόμη στη δεκαετία του 1930 και δεν έχουν αντιληφθεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ότι στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των πολυεθνικών είναι ανέκδοτο να προτείνουμε σαν δήθεν λύση στην κρίση την νεκρανάσταση του ...Ρούζβελτ και το New Deal, με ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές! Είναι, όμως, λυπηρό ότι ακόμη και οικονομολόγοι και επιστήμονες της αντισυστημικής Αριστεράς που θεωρούν μεν «κοινωνική αναγκαιότητα την έξοδο από το ευρώ και την ΟΝΕ», συγχρόνως, μιλούν αντιφατικότατα για εναλλακτικούς δρόμους που θα μπορούσε να πάρει η κυβέρνηση «πριν οδηγήσει την Ελλάδα στο τελευταίο σκαλοπάτι του διασυρμού», απαιτώντας «ευνοϊκό δανεισμό από την ΕΚ»...

Στο μεταξύ, η κοινοβουλευτική Χούντα των «σοσιαλιστών» βουλευτών (που απέδειξαν πια περίτρανα ότι η υπέρτατη αξία γι’ αυτούς είναι να διατηρήσουν το «βουλευτιλίκι» ή «υπουργιλίκι» και τα κοινωνικοοικονομικά προνόμια που αυτό συνεπάγεται) δεν δίστασαν να περνούν τη μια μετά την άλλη, νομοθετικές ρυθμίσεις όπως για το ασφαλιστικό, το εργασιακό κ.λπ., που γκρεμίζουν και άλλες θεμελιακές κοινωνικές κατακτήσεις, πάνω σε αυτές που ήδη έχουν σωριαστεί από τα συνδυασμένα κτυπήματα των ξένων και ντόπιων μεταπρατικών ελίτ. Έτσι, έγινε πια σαφές ότι οι ελίτ αυτές χρησιμοποιούν τη «χρυσή ευκαιρία» της σημερινής μετατροπής της χώρας σε τυπικό προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ για να εφαρμόσουν τις «4 ελευθερίες», δηλαδή την αποδιάρθρωση των κοινωνικών ελέγχων (σε αντίθεση με τους ρυθμιστικούς) στις αγορές αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργασίας, που αποτελούν θεμελιακό Νόμο της ΕΕ, και οι οποίες ποτέ δεν είχαν εφαρμοστεί πλήρως στην Ελλάδα από τα κόμματα εξουσίας για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, όπως τόνισε η τρόικα, που εκπροσωπεί την υπερεθνική ελίτ, σε κλίμα μόλις συγκαλυπτόμενου ενθουσιασμού, «το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής φαίνεται ότι λειτουργεί ως καταλύτης και σε πεδία όπου για πολλά χρόνια απουσίαζαν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες»[3]. H έμμεση αναφορά στο ασφαλιστικό και την «απελευθερωση» των αγορών εργασίας και υπηρεσιών ―θέματα για τα οποία από χρόνια πίεζε η υπερεθνική ελίτ τις ντόπιες ελίτ— είναι προφανής σε όλους, εκτός ίσως από το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς μας (ρεφορμιστικό και αντισυστημικό) που δεν ασχολείται με τις «4 ελευθερίες», για να μην θίξει το θέμα εξόδου από την ΕΕ![4]

Έγινε, επομένως, φανερό σε όλους (εκτός από αυτή την Αριστερά!) ότι σήμερα δεν αντιμετωπίζουμε, μόνο, τον δήθεν «μονόδρομο» των ληστρικών μέτρων για την αποφυγή χρεοκοπίας, αλλά ακόμη σημαντικότερο την αποδιάρθρωση στοιχειωδών κοινωνικών ελέγχων στην αγορά εργασίας, στην ασφάλιση, την Παιδεία κ.λπ. Δηλαδή, μια συστηματική προσπάθεια των ντόπιων και ξένων ελίτ, με αφορμή το Χρέος, για την πλήρη ενσωμάτωση της χώρας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Πώς εξηγείται η υποτονικότητα των λαϊκών αντιδράσεων μπροστά στη καταστροφή;

Το περίεργο, όμως, είναι ότι παρά τη δραματικότητα της κατάστασης, οι λαϊκές αντιδράσεις μέχρι σήμερα ήταν υποτονικές εκτός από εξαιρέσεις, όπως αυτές των ναυτεργατών και των φορτηγατζήδων που αγνόησαν τις αποφάσεις της «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης, οι οποίες, σε συνεργασία με τις ελίτ, οδηγούν στην ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία. Και αυτό, όταν είναι πια φανερό ότι κανένας νόμος που περνά η κοινοβουλευτική Χούντα χωρίς την τήρηση των βασικών κανόνων της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (στοιχειώδης κυβερνητική δέσμευση από το προεκλογικό πρόγραμμά της και όταν έκτακτες συνθήκες το κάνουν ανέφικτο, επικύρωση παρόμοιων ριζικών θεσμικών αλλαγών με δημοψήφισμα ή νέες εκλογές) δεν δεσμεύει ουσιαστικά τους πολίτες περισσότερο από τους «νόμους» των κατοχικών κυβερνήσεων ή της στρατιωτικής Χούντας που επίσης, τυπικά, είχαν νομική ισχύ. Και αυτό, πέρα από την κατάφωρη αντισυνταγματικότητα[5] της σαφώς προδοτικής δανειακής σύμβασης που υπέγραψε η κοινοβουλευτική Χούντα, η οποία, όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, επιβάλλει όρους πολύ επαχθέστερους από ό,τι ήταν οι αποικιακοί όροι δανεισμού της χώρας του 1898, όταν η Ελλάδα τέθηκε υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, ένα χρόνο μετά την ήττα της στον ελληνοτουρκικό πόλεμο! Χαρακτηριστικά, οπως τονίζεται στη μελέτη του ΔΣΑ, με τη σύμβαση αυτή, «για την ικανοποίηση των δανειστών μας δεν αποκλείεται η εκτέλεση με πλειστηριασμό της δημοσίας γης η περιουσίας, χωρίς διάκριση, έτσι ώστε οτιδήποτε δημόσιο είναι πρόσφορο για την ικανοποίηση των δανειστών μας»[6]

Έτσι, οι λαϊκές αντιδράσεις ποτέ δεν πλησίασαν σε μαζικότητα π.χ. αυτή των Ιουλιανών πριν 45 χρόνια, παρόλο που η σημερινή κρίση είναι ακόμη σημαντικότερη από εκείνη ως προς τις μακροπρόθεσμες κοινωνικές συνέπειές της. Και είναι αλήθεια ότι ούτε οι ίδιες οι ελίτ περιμέναν ότι αυτοί οι κρίσιμοι πρώτοι μήνες θα περνούσαν με απόλυτα ελεγχόμενες (από τα κόμματα εξουσίας και τους τοποτηρητές τους στα συνδικάτα) σποραδικές απεργίες και διαδηλώσεις, τις οποίες η ημι-ολοκληρωτική κυβέρνηση περιόριζε παραπέρα με τη μαζική αστυνομοκρατία που είχε εξαπολύσει (για να τρομοκρατεί τα φιλήσυχα μεσαία στρώματα και να τα αποθαρρύνει από συμμετοχή), σε συνδυασμό με την γκρι και μαύρη προπαγάνδα που χρησιμοποιούσε, με τη βοήθεια της ΕΕ, του ΔΝΤ και των απεριόριστων κονδυλίων που μασούν τα πολλαπλασιαζόμενα παπαγαλάκια στα ΜΜΕ για τα οποία η κρίση είναι πράγματι ευκαιρία! Και, φυσικά, οι εγκάθετοι της Χούντας στα συνδικάτα, με πρώτο τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ (που κατά την Πασοκική πρακτική αύριο θα αποκτήσει και υπουργικό θώκο) ήδη δηλώνουν ότι «η ΓΣΕΕ δεν σχεδιάζει γενική απεργία για το άμεσο μέλλον…[γιατί] παρά τις πολλές απεργίες που έκανε η ΓΣΕΕ, εφαρμόστηκαν οι αυστηρές πολιτικές που περιγράφονται στο Μνημόνιο (με την ΕΕ και το ΔΝΤ) και δεν υπάρχουν προφανείς εναλλακτικές λύσεις».[7] (sic!) Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι ακόμη και το κύριο όργανο της υπερεθνικής ελίτ, οι New York Times, βγήκε να πλέξει το εγκώμιο για το θάρρος του «Γιωργάκη» «να διαλύσει το ελληνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που ίδρυσε ο πατέρας του»,[8] μόλις κρύβοντας τον ενθουσιασμό τους για την επιτυχία του protégé τους!

Αν, όμως, δεχθούμε ότι τα λαϊκά στρώματα δεν κατελήφθησαν από κάποιου είδους μαζοχισμό, είναι φανερό ότι απορρίπτουν μεν συντριπτικά τα μέτρα, αλλά δεν βλέπουν τι μπορεί να γίνει εναλλακτικά. Κατά τη γνώμη μου, δυο είναι οι πιθανές ερμηνείες γι αυτό το φαινόμενο.

Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η απάτη του «μονόδρομου» έχει περάσει σε μεγάλα λαϊκά στρώματα, πράγμα που προϋποθέτει πλήρη σύγχυση για τα πραγματικά αίτια της κρίσης. Και υπάρχουν πολλές ενδείξεις για τη σύγχυση αυτή, στην οποία συμβάλλουν πολλοί παράγοντες που ήταν απόντες στα Ιουλιανά. Τότε, οι ελίτ (και επομένως και τα ΜΜΕ) ήταν μοιρασμένες, γεγονός που έκανε ευκολότερη τη συνειδητοποίηση των αιτίων της κρίσης σε σχέση με σήμερα που το λαϊκό κίνημα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή μονολιθικότητα των ελίτ στην εξαπάτησή του. Αυτό εκφράζεται τόσο από τα κόμματα εξουσίας, και σύσσωμα τα ΜΜΕ που ελέγχουν οι ελίτ, όσο και από σημαντικό τμήμα της «Αριστεράς» («Δημοκρατική Αριστερά», τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.) που έμμεσα επίσης στηρίζει την απάτη του μονόδρομου, με τον «Ευρωπαϊσμό» της να μην επηρεάζεται από τη σημερινή μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο! Η εξαπάτηση μάλιστα (και συνακόλουθη σύγχυση) γίνεται ακόμη ευκολότερη από την «τεχνική» φύση της κρίσης και του τρόπου αντιμετώπισής της που κάνει δυνατή την παρέλαση από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ δεκάδων «ειδικών» του κατεστημένου που ψεύδονται ασύστολα για τον δήθεν μονόδρομο, εφόσον έχουν άλλωστε σημαντικά προσωπικά, ή ταξικά, συμφέροντα που τους «πείθουν» να παίρνουν δεδομένα αυτά ακριβώς που έπρεπε να αμφισβητούν! Συγχρόνως, η στάση της αντισυστημικής Αριστεράς, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, κάθε άλλο παρά συμβάλλει στην διάλυση της σύγχυσης, όταν αντί να προβάλει ένα συγκεκριμένο εφικτό πρόγραμμα (στα υπάρχοντα θεσμικά πλαίσια αφού δεν είμαστε, βέβαια, σε ...επαναστατική περίοδο) για την ανατροπή όλων των μέτρων, πράγμα που είναι αδύνατο χωρίς την έξοδο από την ΟΝΕ αλλά και την ΕΕ, που θα αμφισβητούσε την ενσωμάτωση της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, αναλίσκεται σε γενικόλογα συνθήματα («ανυπακοή», «απείθεια», «αυτο-οργάνωση» κ.λπ.), ενώ οι διάφοροι αντισυστημικοί «χιλιαστές» περιμένουν την αντικαπιταλιστική επανάσταση στη γωνία (όπως την περιμένουν εδώ και δεκάδες χρόνια!). Από την άλλη μεριά, η στάση των ελεγχόμενων από το ΠΑΣΟΚ συνδικάτων δεν είναι, βέβαια, κάτι καινούργιο. Αντίστοιχα, δεν είναι καινούργιες οι προβοκάτσιες, όπως σήμερα φαίνεται ήταν η καθοριστικής σημασίας «υπόθεση Marfin» (βλ. κεφ 1) όπου οι υποψίες ενισχύονται καθημερινά και μόλις πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι, όπως απέδειξε έρευνα του Υπ. Εργασίας, υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις στο σύστημα πυρασφάλειας του κτιρίου[9] (που μπορεί σε κάποιους να ήταν γνωστές) κ.λπ.

Σύμφωνα με την δεύτερη εκδοχή, η υποτονικότητα των λαϊκών εκδηλώσεων κρύβει μια γενικότερη αποστροφή προς αυτό που περνά για «πολιτική» και «δημοκρατία» σήμερα, σε αντίθεση με την κλασική έννοιά τους που σήμαινε την αυτοδιεύθυνση των πολιτών μέσα από αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς. Το γεγονός άλλωστε ότι δεν είναι πια μόνο οι «συνήθεις ύποπτοι», αλλά δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές που σε κάθε διαδήλωση κατά των μέτρων φωνάζουν απέξω από το υποτιθέμενο ιερό της δημοκρατίας «να καεί η Βουλή», είναι ενδεικτικό. Μολονότι, βέβαια, πολλοί από αυτούς απλά αναφέρονται στα σκάνδαλα των πολιτικών ελίτ, είναι φανερό ότι, συνειδητά ή έστω υποσυνείδητα, οι περισσότεροι από αυτούς διερωτώνται ποια είναι η έννοια της «δημοκρατίας» μας, όταν χωρίς να τους ρωτήσει κανένας, μια δράκα επαγγελματιών πολιτικάντηδων μπορεί να παίρνει τα πιο βάρβαρα μέτρα εναντίον τους —παρά το γεγονός ότι είναι οι τελευταίοι που ευθύνονται για την κρίση. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, τα λαϊκά στρώματα εκφράζουν μια έστω υποσυνείδητη πεποίθηση για την ασημαντότητα αυτού που περνά για πολιτική σήμερα (κεφ.1). Το γεγονός αυτό έχει πιθανές θετικές, αλλά και αρνητικές διαστάσεις. Η θετική διάσταση είναι ότι η συνειδητοποίηση αυτή θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να οδηγήσει σε ένα μαζικό κίνημα για ένα «νέο είδος πολιτικής και δημοκρατίας» που θα εξέφραζε, αλλά και θα ξεπερνούσε, την κλασική έννοια των όρων αυτών. Η αρνητική διάσταση είναι ότι θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην ιδιώτευση των πολιτών που θα κατέληγε, από τη μια μεριά, σε σπασμωδικές αυθόρμητες εξεγέρσεις της «μαχητικής μειοψηφίας», τις οποίες οι ελίτ έχουν σήμερα όλα τα μέσα να καταπνίγουν και, από την άλλη, στην επιστροφή σε κάποιου είδους «κανονικότητα» της σιωπηλής πλειοψηφίας που δεν αποκλείεται να μην τολμήσει ούτε τη μοναδική ενέργεια που θα μπορούσε να κάνει «από τον καναπέ» της στον οποίο είναι φαίνεται καθηλωμένη: να εξοστρακίσει από την «πολιτική ζωή» την κοινοβουλευτική Χούντα και τον κομματικό λόχο της που είναι άμεσα υπεύθυνοι για τη μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο...

Στο μεταξύ, ενώ η κοινοβουλευτική Χούντα του ΠΑΣΟΚ προχωρά αδίστακτα στο άνοιγμα κάθε αγοράς στις πολυεθνικές (με τελευταία αυτή των μεταφορών) και —όπως προανήγγειλε ο «Γιωργάκης»— απώτερος στόχος είναι το ξεπούλημα κάθε περιουσιακού στοιχείου του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένης της μετατροπής του Ελληνικού τοπίου σε «τουριστικούς παραδείσους» για τα διεθνή προνομιούχα κοινωνικά στρώματα —ένα είδος Μεσογειακής Ταϊλάνδης για πλουσίους), οι λαϊκές αντιδράσεις εξακολουθούν να είναι αποσπασματικές. Και αυτό, διότι η Χούντα αφήνεται ανενόχλητη από τους εργατοπατέρες να «σαλαμoποιεί» το λαϊκό κίνημα κατά των μέτρων (μια οι λιμενεργάτες, την άλλη οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι, μετά οι φορτηγατζήδες, αύριο οι σιδηροδρομικοί κ.ο.κ.) ενώ, βέβαια, αν αντιμετώπιζε κοινή δράση από τα λαϊκά στρώματα που πληρώνουν σήμερα το χρέος, πιθανώς θα είχε ήδη χρειαστεί —μαζί με την τρόικα που εκπροσωπεί την διεθνή αγυρτεία των Τραπεζιτών— τα ελικόπτερα που χρησιμοποίησε στην αντίστοιχη περίπτωση η Αργεντινέζικη ελίτ και το ΔΝΤ.

Παράλληλα, η κοινοβουλευτική Χούντα μετατρέπεται ταχύτατα στο ημι-ολοκληρωτικό καθεστώς, που έχω περιγράψει αλλού,[10] ψηφίζοντας «εν κρυπτώ, σε τμήμα θερινών διακοπών και χωρίς καμιά ιδιαίτερη εξήγηση»,[11] την μετατροπή των διαδηλωτών εναντίον της σε «τρομοκράτες» (με τις συνεπαγόμενες εξοντωτικές ποινικές κυρώσεις), είτε πρόκειται για τους σιδηροδρομικούς και τους φορτηγατζήδες που «διαταράσσουν την ασφάλεια των συγκοινωνιών», είτε για φοιτητές που σπάνε τα τζάμια τραπεζών κ.λπ. Και όλα αυτά, χωρίς η Χούντα αυτή να έχει τη παραμικρή νομιμοποίηση, εφόσον ποτέ δεν έθεσε στη κρίση του λαού τα συγκεκριμένα κτηνώδη μέτρα που αλλάζουν ριζικά τη ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας, τα οποία η ίδια «αποφασίζει και διατάσσει», ενώ τα μέλη του λόχου της απλά υλοποιούν τις εντολές της για να μην χάσουν το περιπόθητο (και κερδοφόρο) «βουλευτιλίκι» ή «υπουργιλίκι». Περιττό να σημειωθεί ότι όταν αντιμετωπίζουμε παρόμοιο «σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας», που παραβιάζει (έστω άτυπα) θεμελιακούς κανόνες ακόμη και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», τότε τίθεται θέμα για ποιους «νόμους» και «Συντάγματα» μιλάμε. «Νόμους» και «Συντάγματα» έχουν άλλωστε και οι κανονικές Χούντες...

Tο διαγραφόμενο, επομένως, τη στιγμή αυτή σενάριο ―αν δεν αλλάξουν ριζικά οι κανόνες του παιχνιδιού― είναι ότι τα βάρβαρα μέτρα θα περάσουν, και μόνο εάν αργότερα διαπιστωθεί ότι ούτε με αυτά μπορεί να ξεπληρωθεί το χρέος, θα γίνει μια συμφωνημένη με την τρόικα επαναδιαπραγμάτευσή του για επιμήκυνση (ή και μερική περικοπή), η οποία θα αφήσει όμως ανέπαφες τις θεσμικές αλλαγές που καταστρέφουν τις οποιεσδήποτε κοινωνικές κατακτήσεις στις εργασιακές σχέσεις, στο ασφαλιστικό, στην υγεία, παιδεία κ.λπ. Ο μόνος, επομένως, τρόπος που έχουν οι πολίτες για να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού, όπως ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο, είναι η γενική απεργία διαρκείας που θα ξεπερνούσε τους κομματικούς εγκάθετους στα συνδικάτα και θα παρέλυε τον κρατικό μηχανισμό, με αίτημα το άμεσο δημοψήφισμα για την απόσυρση του συνόλου των μέτρων. Η έγκριση του αιτήματος για απόσυρση θα οδηγούσε σε ανατροπή της κοινοβουλευτικής Χούντας που τα εισήγαγε με περισσό θράσος, για χάρη των ντόπιων και ξένων ελίτ που υπηρετεί, και θα ξεκινούσε τη δυναμική που θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει στην ανάδειξη μιας κυβέρνησης λαϊκής ενότητας, η οποία, ακόμη και στο υπάρχον θεσμικό πλάισιο, θα μπορούσε να ανατρέψει τα Μνημονια και τα ληστρικά μετρα των ντόπιων και ξένων ελίτ και ν ανοίξει τον δρόμο για μια αυτοδυναμη οικονομική ανάπτυξη, ως προυποθεση για την Οικονομική Δημοκρατία.

 

 

[1] Βλ. π.χ. Π. Παπακωνσταντίνου, «Η πτώχευση της κριτικής», Πριν (27/6/2010) που αποδίδει τη θεμελιακή διαφωνία μου για τη στάση της «Πρωτοβουλίας» στη «διαφωνία για τη διαφωνία και τη μανία της δικαίωσης του ενός εναντίον όλων» κριτική η οποία, δεδομένου ότι δεν θεμελιώνεται σε εμπεριστατωμένη αντίκρουση των επιχειρημάτων μου, χαρακτηρίζει βέβαια αυτούς που καταφεύγουν σε παρόμοια μέσα για να καλύψουν την προφανή ένδεια επιχειρημάτων τους.

[2] Βλ. «Η Αριστερά και η Κρίση», Ελευθεροτυπία, 17 έως20/5/2010.

[3] Tony Barber, “Greece wins plaudits for its reforms,” The Financial Times (7/7/2010).

[4] Αυτό προέκυψε και από την «απάντηση» στην καλόπιστη κριτική μου των προτάσεων της «Πρωτοβουλίας Αριστερών Οικονομολόγων» σε άρθρο μου στην Ελευθεροτυπία {βλ. Λ. Βατικιώτης, «Πρωτοβουλία Οικονομολόγων: Σημαντικές παρεμβάσεις, άσφαιρη κριτική», Πριν (11/7/2010)}, η οποία αντί να οδηγήσει σε αυτοκριτική για την απαράδεκτη και αντιφατική θέση της για έξοδο από την Ευρωζώνη, αλλά… όχι και από την ΕΕ (αποσιωπώντας το θέμα των «4 ελευθεριών» που παρέμεινε στο απυρόβλητο!) οδήγησε σε νέες κατηγορίες (αυτή τη φορά για «δογματισμό»!).

[5] Bλ. π.χ. Κ. Μπέη, «Το διεθνές σύμφωνο ως νόμος του κράτους», Ελευθεροτυπία (14/7/2010). Σημειωτέον ότι ο συγγραφέας, προφανώς κατόπιν πιέσεων ή «αυτοκριτικής», σε μεταγενέστερο άρθρο του {«Το Μνημόνιο ως σύνθημα», Ελευθεροτυπία (22/9/2010)}, κάνει στροφή 180 μοιρών υποστηρίζοντας τον «μονόδρομο» του μνημονίου ως αναπόφευκτη λύση…

[6] Βλ. περίληψη της μελέτης στο «Καλύτερη η αποικιοκρατία!», Ελευθεροτυπία, (11/9/2010).

[7] «Δεν προχωρά σε γενική απεργία η ΓΣΕΕ», Ελευθεροτυπία, (23/9/2010).

[8] Suzanne Daley, “Greek Leader Finds Balm for Deficit: Straight Talk,” New York Times (15/6/2010).

[9] «Σοβαρές παραλείψεις κόστισαν ζωές στο κατάστημα της Marfin στη Σταδίου, Ελευθεροτυπία (24/9/2010)

[10] Τάκης Φωτόπουλος, Η Παγκόσμια Κρίση, η Ελλάδα και το Αντισυστημικό Κίνημα (Κουκκίδα, 2009), κεφ.14.

[11] Βλ. Χρ. Ζέρβα, «Τρομοκρατική δράση και οι διαδηλώσεις», Ελευθεροτυπία (22/9/2010).