(Το  παρακάτω  κείμενο  δημοσιεύτηκε  στην εφημερίδα «ΠΡΙΝ» στις 22  Μαίου 2005)

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στη διπλανή στήλη και στη συνέχεια προέρχονται από το νέο βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις Εκδόσεις Γόρδιος.


ΝΕΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

Οικονομία της αγοράς


Ο ρόλος του κράτους σε σχέση με την αγορά σήμερα είναι πολύ διαφορετικός τόσο σε σύγκριση με τη φιλελεύθερη νεωτερικότητα, όταν περιοριζόταν στον ρόλο του νυχτοφύλακα, όσο επίσης και σε σύγκριση με την κρατικιστική νεωτερικότητα, όταν έπαιζε τον ρόλο του φύλακα-αγγέλου της κοινωνίας απέναντι στις αγορές. Στη νέα σύνθεση, το κράτος πρέπει να διασφαλίζει τη σταθερότητα του περιβάλλοντος της αγοράς, την ενδυνάμωση της «πλευράς προσφοράς» της οικονομίας (ώστε να βελτιωθούν η ανταγωνιστικότητα και η «αποτελεσματικότητα» -δηλαδή τα κέρδη), καθώς και την επιβίωση αλλά και τον έλεγχο του περιθωριοποιημένου τμήματος του πληθυσμού. Όλα αυτά συνεπάγονται μια εμφανή απώλεια οικονομικής αυτοδυναμίας, η οποία επίσης αντανακλάται στη δημιουργία τεράστιων οικονομικών μπλοκ, στο πλαίσιο των οποίων ο οικονομικός ρόλος του κάθε κράτους υποβαθμίζεται σταδιακά για χάρη υπερεθνικών θεσμών.

Αυτό ισχύει, ιδιαίτερα, σε σχέση με την ΕΕ, όπου η απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων, εργασίας και χρήματος μέσα στο μπλοκ της ΕΕ δημιουργεί μία τεράστια οικονομική περιοχή όπου λειτουργεί ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, παρόμοιο με το σύστημα του Κανόνα Χρυσού της παλαιότερης διεθνοποίησης. Αν αντικαταστήσουμε το Ευρω με το χρυσό, η Ευρώπη λειτουργεί σήμερα με ένα εκσυγχρονισμένο σύστημα Κανόνα Χρυσού, το οποίο έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από ό,τι το παλαιότερο σύστημα, δεδομένου ότι έχει εξαλειφθεί ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην κατάρρευση του Κανόνα Χρυσού: οι διάφοροι περιορισμοί στις αγορές αγαθών, εργασίας και κεφαλαίου που εξέφραζαν όχι μόνο το συμφέρον των εθνικών οικονομικών ελίτ αλλά και τους μηχανισμούς αυτοπροστασίας της κοινωνίας ενάντια στην αγοραιοποίησή της.

Η νεοφιλελεύθερη εξάλειψη πολλών από αυτούς τους περιορισμούς, επομένως, δημιούργησε τις οικονομικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης αλλά και για την μεγαλύτερη επιτυχία της σημερινής νεοφιλελεύθερης μορφής διεθνοποίησης σε σχέση με την παλαιότερη φιλελεύθερη προσπάθεια. Την ίδια στιγμή, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολή και της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση δημιούργησαν τις πολιτικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Έτσι, το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα, με ασήμαντες αποκλίσεις, τόσο από κέντρο-δεξιά όσο και από κέντρο-αριστερά κόμματα στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση, και το γεγονός ότι τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών θεσμών, μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ελέγχει την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΕΕ, NAFTA κ.λπ.), κάνει φανερό ότι η νέα συναίνεση αντανακλά επακριβώς τις ριζικές δομικές αλλαγές που προκάλεσε η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικοτητα.

Το Κράτος στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα

Ο νεοφιλελευθερισμός αντανακλά τις δομικές αλλαγές της οικονομίας της αγοράς και τις αντίστοιχες ανάγκες των επιχειρήσεων της ύστερης νεωτερικότητας, δηλαδή αντανακλά την αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς που κατέστησε τον κρατισμό ασύμβατο μ’ αυτήν. Μ’ αυτήν την έννοια, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι «συστημικες» πολιτικές που τις επιβάλλει η δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο πως οι αλλαγές στις πολιτικές των σημαντικότερων διεθνών θεσμών και οι αντίστοιχες αλλαγές στις εθνικές πολιτικές, οι οποίες στόχευαν στο άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, ήταν «ενδογενείς» αλλαγές που αντανακλούσαν και θεσμοποιούσαν υπάρχουσες τάσεις της οικονομίας της αγοράς. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που εγκαινιάστηκαν από τις οικονομικές ελίτ της ύστερης νεωτερικότητας για να φιλελευθεροποιήσουν της πρόσφατα ανοιγμένες διεθνείς αγορές, απλώς επανέλαβαν μια παρόμοια διαδικασία που εγκαινιάστηκε από τις οικονομικές ελίτ της πρώιμης νεωτερικότητας, στις αρχές του 19ου αιώνα, για να φιλελευθεροποιήσουν τις «εθνικές» αγορές που είχαν αναδυθεί στα τέλη του 18ου αιώνα. Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, επομένως, δείχνει πως η διαδικασία αγοραιοποίησης απλά διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού τη δεκαετία του 1930 και την επιβίωση του για σαράντα περίπου χρόνια από τότε. Ωστόσο, για τη ρεφορμιστική Αριστερά, ο νεοφιλελευθερισμός, όπως και η παγκοσμιοποίηση, είναι απλώς «ουτοπίες» που οι οικονομικές ελίτ προσπαθούν να επιβάλλουν, στο πλαίσιο ενός «προτάγματος» που «στοχεύει στη δημιουργία των συνθηκών κάτω από τις οποίες θα μπορούσε να υλοποιηθεί η νεοφιλελεύθερη ‘θεωρία’» (Mπουρντιέ)!

Είναι λοιπόν φανερό ότι η μορφή που έχει πάρει η οικονομία της αγοράς στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικοτητα, αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση», είναι βασικά το αποτέλεσμα μιας δυναμικής διαδικασίας και όχι το αποτέλεσμα συνωμοσιών, ή των πολιτικών «κακών» νεοφιλελεύθερων κομμάτων και/ή εκφυλισμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπως οι περισσότεροι στην Αριστερά ισχυρίζονται. Η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης υπήρξε ένα μνημειώδες γεγονός που σήμαινε το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης η οποία σημάδεψε την κρατικιστική νεωτερικοτητα. Δηλαδή, της συναίνεσης που συμπεριλάμβανε τόσο συντηρητικά όσο και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία δεσμεύονταν σε δραστική κρατική παρέμβαση μέσω του καθορισμού του συνολικού επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας, για την επίτευξη μιας σειράς σοσιαλδημοκρατικών στόχων (πλήρης απασχόληση, κράτος πρόνοιας, καλύτερη κατανομή του εισοδήματος κτλ). Αυτό επίσης καταδεικνύεται από το γεγονός πως τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν ενσωματωθεί και στις συνθήκες της ΕΕ που τώρα ενσωματώθηκαν στο Ευρωσυνταγμα. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, από τη στιγμή που θεσμοποιήθηκε η διεθνοποιημένη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, τα πολιτικά κόμματα στην εξουσία, είτε συντηρητικά είτε «σοσιαλιστικά», ήταν υποχρεωμένα να ακολουθούν τις ίδιες πολιτικές για να προστατέψουν την ανταγωνιστική θέση των οικονομικών ελίτ, από την οποία εξαρτιόταν η περαιτέρω ανάπτυξη (και η δική τους πολιτική επιβίωση).

Ωστόσο, η σύγχρονη ύφεση δημιούργησε μια νέα μυθολογία ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες για μια πιθανή επιστροφή σε κάποιου είδους κεϋνσιανισμό. Είναι, όμως, φανερό ότι τα θεμελιώδη στοιχεία της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας (ανοιχτές και ελαστικές αγορές, ασφαλιστικά δίκτυα, ελαχιστοποίηση του κρατικού τομέα κτλ) δεν πρόκειται να επηρεαστούν από κάποιες σημερινές συζητήσεις για μια «αναθεώρηση» απόψεων όσον αφορά το θέμα των κυβερνητικών δαπανών, παρά τους ευσεβείς πόθους των κεϋνσιανών σοσιαλδημοκρατών. Το κράτος απλά προσπαθεί σήμερα (όπως έκανε πάντα) να βοηθήσει εταιρίες που απειλούνται από χρεοκοπία, παραμένοντας συγχρόνως προσηλωμένο, (όπως έκανε πάντα από την ανάδυση της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας), σ’ έναν πολύ περιορισμένο οικονομικό ρόλο που στοχεύει περισσότερο στην επίδραση της πλευράς της προσφοράς της οικονομίας (μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας) παρά της πλευράς της ζήτησης (μέσω σημαντικής επέκτασης των κυβερνητικών δαπανών και, ιδιαίτερα, των --απόλυτα αναγκαίων-- κοινωνικών δαπανών).

Είναι σαφές λοιπόν ότι η Αριστερά (συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων Μαρξιστών), ποτέ δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η οποία, κατά την γνώμη μου, σηματοδότησε την αρχή της μετάβασης προς μία νέα μορφή νεωτερικότητας και όχι απλά μια αλλαγή πολιτικής, όπως ισχυρίζονται Μαρξιστές από τον Άλεξ Καλλίνικο μέχρι τον Έρικ Χομπσμπάουμ, τον «πρύτανη» των μαρξιστών ιστορικών, που, μαζί με άλλους συγγραφείς του εκλιπόντος περιοδικού Marxism Today, ακόμη και το 1998, διακήρυτταν το «τέλος του νεοφιλελευθερισμού»! Στην πραγματικότητα, οι πρόσφατες εξελίξεις στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δικαίωσαν τις προβλέψεις που έγιναν στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία πως, στον ανταγωνισμό μεταξύ του άγγλο-αμερικάνικου μοντέλου καπιταλισμού και του ευρωπαϊκού μοντέλου της «κοινωνικής αγοράς», το τελευταίο δεν είχε καμία ελπίδα να επιβιώσει επειδή, όπως το έθεσα τον καιρό της συγγραφής του βιβλίου αυτού δέκα χρόνια πριν, το Ευρωπαϊκό μοντέλο «δεν είναι ένα μοντέλο για τον μελλοντικό καπιταλισμό αλλά ένα κατάλοιπο της κρατικιστικής φάσης της αγοραιοποίησης το οποίο προφανώς δεν μπορεί να επιβιώσει στη σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς».

Ωστόσο, η Αριστερά φαίνεται ότι ακόμη δεν έχει καταφέρει να συλλάβει (η ίσως δεν θέλει να συλλάβει κάτι που θα την υποχρέωνε να υιοθετήσει μια σαφή αντισυστημικη γραμμή) την τελική επικράτηση της άγγλο-αμερικανικής εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού επί του ευρωπαϊκού «σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου», και το γεγονός πως το τελευταίο όχι μόνο δεν προσπάθησε να υπονομεύσει το πρώτο αλλά ότι στην ουσία το αντέγραψε! Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτή ακριβώς η πλήρης αποτυχία της Αριστεράς να κατανοήσει το γεγονός πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί απλώς μια αλλαγή πολιτικής αλλά μια δομική αλλαγή που σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα μορφή νεωτερικότητας, καθώς και η παράλληλη σύγχυση της νεωτερικότητας με την εκβιομηχάνιση, οδήγησαν στον μύθο για μια νέα εποχή «μετανεωτερικότητας».


 

970, η οποία, κατά την γνώμη μου, σηματοδότησε την αρχή της μετάβασης προς μία νέα μορφή νεωτερικότητας και όχι απλά μια αλλαγή πολιτικής, όπως ισχυρίζονται Μαρξιστές από τον Άλεξ Καλλίνικο μέχρι τον Έρικ Χομπσμπάουμ, τον «πρύτανη» των μαρξιστών ιστορικών, που, μαζί με άλλους συγγραφείς του εκλιπόντος περιοδικού Marxism Today, ακόμη και το 1998, διακήρυτταν το «τέλος του νεοφιλελευθερισμού»! Στην πραγματικότητα, οι πρόσφατες εξελίξεις στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δικαίωσαν τις προβλέψεις που έγιναν στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία πως, στον ανταγωνισμό μεταξύ του άγγλο-αμερικάνικου μοντέλου καπιταλισμού και του ευρωπαϊκού μοντέλου της «κοινωνικής αγοράς», το τελευταίο δεν είχε καμία ελπίδα να επιβιώσει επειδή, όπως το έθεσα τον καιρό της συγγραφής του βιβλίου αυτού δέκα χρόνια πριν, το Ευρωπαϊκό μοντέλο «δεν είναι ένα μοντέλο για τον μελλοντικό καπιταλισμό αλλά ένα κατάλοιπο της κρατικιστικής φάσης της αγοραιοποίησης το οποίο προφανώς δεν μπορεί να επιβιώσει στη σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς».

Ωστόσο, η Αριστερά φαίνεται ότι ακόμη δεν έχει καταφέρει να συλλάβει (η ίσως δεν θέλει να συλλάβει κάτι που θα την υποχρέωνε να υιοθετήσει μια σαφή αντισυστημικη γραμμή) την τελική επικράτηση της άγγλο-αμερικανικής εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού επί του ευρωπαϊκού «σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου», και το γεγονός πως το τελευταίο όχι μόνο δεν προσπάθησε να υπονομεύσει το πρώτο αλλά ότι στην ουσία το αντέγραψε! Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτή ακριβώς η πλήρης αποτυχία της Αριστεράς να κατανοήσει το γεγονός πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί απλώς μια αλλαγή πολιτικής αλλά μια δομική αλλαγή που σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα μορφή νεωτερικότητας, καθώς και η παράλληλη σύγχυση της νεωτερικότητας με την εκβιομηχάνιση, οδήγησαν στον μύθο για μια νέα εποχή «μετανεωτερικότητας».