Ελευθεροτυπία (20 Ιουνίου 2009)


Σηματοδοτεί η κρίση κάποιο «τέλος εποχής»;*

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Η σημερινή κρίση γενικά και η σύνοδος κορυφής της «Ομάδας των 20» (G20) στο Λονδίνο ειδικότερα, με κανέναν τρόπο δεν σηματοδοτούν «το τέλος μιας ολόκληρης εποχής» που χαρακτηρίζεται από «την κατάρρευση του αμερικάνικου και του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος» και «την παρακμή της αυτοκρατορίας των ΗΠΑ», όπως υποστηρίζουν σήμερα ορισμένοι σημαντικοί αναλυτές της Αριστεράς.[1] Η ίδια, άλλωστε, η ρητορική για την αμερικάνικη αυτοκρατορία στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είναι τόσο αναχρονιστική όσο και παραπλανητική. Στην εποχή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δεν υπάρχουν πλέον «αυτοκρατορίες» αλλά μια υπερεθνική ελίτ ή, όπως ορισμένοι Μαρξιστές το θέτουν, μια υπερεθνική καπιταλιστική τάξη.[2] 

 

Η αναβίωση, επομένως, της G20 δεν σημαίνει ότι η υπερεθνική ελίτ θα επεκταθεί τώρα και στις χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας, οι οποίες προσκλήθηκαν να λάβουν μέρος στη διάσκεψη του Λονδίνου. Στην πραγματικότητα, ο μόνος λόγος για τον οποίον η «Ομάδα των 7» (G7) ―δηλαδή οι ελίτ των ΗΠΑ, των ηγεμονικών χωρών στην ΕΕ και της Ιαπωνίας― ανάστησε την G20 ήταν για να εμπλέξουν τα μέλη της στο μοίρασμα του πελώριου κόστους αντιμετώπισης της οικονομικής και οικολογικής κρίσης, σε αντάλλαγμα με μια  υποτιθέμενη μεγαλύτερη εξουσία στη λήψη οικονομικών αποφάσεων, που θα μπορούσε πιθανόν να πάρει τη μορφή επιπρόσθετης εξουσίας σε διεθνείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Ωστόσο, η πραγματική εξουσία λήψης αποφάσεων, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο, θα συνεχίσει να μονοπωλείται από την υπερεθνική ελίτ, όπως αυτή εκφράζεται από την G7. Αυτό εγγυάται τόσο το γεγονός ότι η οικονομική και η πολιτική δύναμη συγκεντρώνονται στα χέρια των πολιτικών και οικονομικών ελίτ των χωρών της ομάδας αυτής και στις ελεγχόμενες από αυτές πολυεθνικές, όσο και το ότι η δήθεν «ανάπτυξη» των νέων οικονομικών «θαυμάτων» που προσκλήθηκαν στην G20 θα ήταν αδύνατη χωρίς τις ξένες επενδύσεις και το συνακόλουθο εμπόριο με τις πολυεθνικές που έχουν έδρα τις χώρες της υπερεθνικής ελίτ.

 

Τα μέτρα, άλλωστε, που πήρε η G20 όχι μόνο δεν δημιούργησαν ένα καινούργιο θεσμικό πλαίσιο που θα ήταν πρόσφορο για την άνοδο ενός νέου διεθνοποιημένου κρατισμού αλλά ούτε καν μπορούσαν  να αναμορφώσουν το διεθνές νομισματικό πλαίσιο, όπως έκανε το συνέδριο στο Bretton Woods to 1944 όταν εγκαθίδρυσε τους 3 οργανισμούς που ακόμα το ελέγχουν (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα και ΠΟΕ). Ακόμη, η Αμερικάνικη ελίτ δεν αναγκάστηκε να μοιραστεί την οικονομική της δύναμη τους τελευταίους μόνον μήνες, σαν αποτέλεσμα της τελευταίας καπιταλιστικής κρίσης που ξεκίνησε στα Αμερικάνικα και Βρετανικά χρηματοπιστωτικά κέντρα. Στην ουσία, η αρχή του τέλους της Αμερικάνικης οικονομικής αυτοκρατορίας ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ανάγεται στην άνθηση της παγκοσμιοποίησης λόγω της ραγδαία αυξανόμενης δύναμης  των αναπτυσσόμενων πολυεθνικών επιχειρήσεων που, με τη σειρά της, αντανακλούσε, επίσης, την αυξανόμενη δύναμη άλλων κέντρων οικονομικής ισχύος (Γερμανία, Ιαπωνία, Γαλλία) αλλά  και στην παράλληλη παρακμή του αμερικάνικου νομίσματος. Το δολάριο, ήδη στις αρχές της δεκαετίας του '70, ήταν υπερβολικά υπερτιμημένο, ως συνέπεια των τεράστιων στρατιωτικών δαπανών για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, αλλά και της εναντίον του εκστρατείας της Γαλλικής ελίτ (υπό τον Ντε Γκολ) που βασίστηκε στην εγγενή διευκόλυνση που το σύστημα του Bretton Woods παρείχε στην αμερικάνικη ελίτ να χρηματοδοτεί τους πολέμους της, όπως επίσης τις οικονομικές της πολιτικές γενικά, με το να εκτυπώνει, ουσιαστικά, περισσότερα δολάρια ―για όσο τουλάχιστον διάστημα άλλες χώρες είχαν εμπιστοσύνη στο δολάριο και το χρησιμοποιούσαν χωρίς ενδοιασμούς ως το βασικό αποθεματικό τους νόμισμα.

 

Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 1971 η αμερικάνικη ελίτ αναγκάστηκε όχι μόνο να υποτιμήσει το δολάριο, αλλά επίσης να αναστείλει τη μετατρεψιμότητα των δολαρίων σε χρυσό, ουσιαστικά καταργώντας μονομερώς το μετα-πολεμικό νομισματικό σύστημα. Έτσι, όταν τη δεκαετία 1970 η άνοδος των πολυεθνικών επιχειρήσεων ήταν σε πλήρη εξέλιξη και αναδυόταν η σημερινή  παγκοσμιοποίηση, πρώτα ανεπίσημα με τη δημιουργία των αγορών Ευρωδολαρίου κ.τ.λ., και στη συνέχεια επίσημα με το άνοιγμα και την απορρύθμιση των αγορών  κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας από τους Θάτσερ και Ρίγκαν, τέθηκαν τα θεμέλια για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και, τελικά, για την τωρινή κρίση. Οι ίδιες εξελίξεις οδήγησαν και στη δημιουργία της υπερεθνικής ελίτ, η οποία άτυπα διαχειρίζεται τη νέα διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Δεν είναι επομένως τυχαίο πως η αρχική μορφή της άτυπης πολιτικής έκφρασης της υπερεθνικής ελίτ, η G7, είχε ήδη πάρει σάρκα και οστά από το 1975 (αρχικά ως η «Ομάδα των 6» χωρίς τον Καναδά).

 

Ωστόσο, μολονότι, η Αμερικάνικη ελίτ  έχασε την οικονομική της ηγεμονία, ήδη από τη δεκαετία του 1970, δεν έγινε το ίδιο και με την πολιτικο-στρατιωτική της ηγεμονία λόγω της απαράμιλλης στρατιωτικής της δύναμης σε σχέση με όλα τα άλλα μέλη της υπερεθνικής ελίτ. Ήταν, εντούτοις, η σημερινή κρίση που ξεκίνησε στα Αγγλο-Αμερικάνικα χρηματοπιστωτικά κέντρα, αυτή που ανάδειξε ξανά το ζήτημα της θεσμοποίησης της κατανομής της οικονομικής, όπως και της πολιτικής, εξουσίας μέσα στην υπερεθνική ελίτ. Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Peer Steinbruck κατέστησε σαφή την πρόθεση αυτή όταν δήλωσε στο Camp David το 2008, στην προπαρασκευαστική Σύνοδο της G20, ότι «οι ΗΠΑ θα χάσουν την θέση υπερδύναμης στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (…) Το σύστημα αυτό γίνεται πολυπολικό»[3], μολονότι βέβαια με τον όρο «πολυπολικό» απλώς εννοούσε την θεσμοθέτηση της παρούσας κατάστασης, δηλαδή, μιας υπερεθνικής ελίτ που διευθύνει την παγκόσμια οικονομία, και όχι βέβαια την... Ινδία, Βραζιλία, Κίνα κ.λπ.!

 

Συνεπώς, αυτό που επιχειρείται σήμερα είναι η θεσμοποίηση της ανακατανομής δύναμης μεταξύ της G7, και, συγχρόνως, η δημιουργία εντυπώσεων μοιράσματος της εξουσίας με τα υπόλοιπα μέλη της G20. Ωστόσο, όσο η ασυναγώνιστη μιλιταριστική ηγεμονία των ΗΠΑ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, το μοίρασμα της πολιτικής δύναμης, ακόμα και μέσα στην G7, αναγκαστικά θα είναι περιορισμένο, όπως καταδεικνύεται από το γεγονός ότι κάθε ιδέα ανάπτυξης μιας Ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης ανεξάρτητης από την Αμερικάνικη έχει πάει στις καλένδες. Αυτό έγινε εμφανές από την πρόσφατη πλήρη ενσωμάτωση της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ και από το γεγονός ότι η Ρωσία, η μόνη δύναμη στη G20 που θα μπορούσε πραγματικά να αμφισβητήσει την Αμερικάνικη στρατιωτική δύναμη, ούτε διατίθεται ούτε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο προς το παρόν.[4]

 

 


 

* Το άρθρο αποτελεί προδημοσίευση από το νέο βιβλίο «Η παγκόσμια κρίση, η Ελλάδα και το αντισυστημικό κίνημα» (Κουκκίδα) που θα παρουσιαστεί την Πέμπτη 25 Ιουνίου (19.30) στην αίθουσα ανταποκριτών ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 23).

 


[1] Βλ. π.χ., James Petras, “The end of an entire epoch-World Depression: Regional Wars and the Decline of the US Empire”, Voltaire Internationale (5/4/2009).

[2] Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class, (Oxford: Blackwell, 2001).

[3] Anne Penketh, “Putin turns on US «irresponsibility»,” The Independent (02/10/2008).

[4] βλ. Τ. Φωτόπουλος, «Η Ρωσία και η υπερεθνική ελίτ», Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 18-9 (Άνοιξη 2009).