Ελευθεροτυπία (14 Μαρτίου 2009)


Οι ταξικές συνέπειες της κρίσης

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Ενώ η παγκόσμια κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς καθημερινά επιδεινώνεται ―ακόμη και το ΔΝΤ μόλις την «προήγαγε» στην κατηγορία «Μεγάλης Ύφεσης» (Great Recession), ένα στάδιο πριν από αυτό της κατηγορίας «Μεγάλη Κρίση» (Great Depression), όπως αυτή του μεσοπολέμου― οι ταξικές συνέπειές της άρχισαν να διαπιστώνονται ακόμη και στατιστικά. Το γεγονός βέβαια ότι, σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, τα οφέλη από την οικονομική «ανάπτυξη» κατανέμονται εντελώς άνισα, με βάση την άνιση κατανομή της οικονομικής δύναμης στην οποία εγγενώς οδηγεί το σύστημα αυτό, είναι κοινός τόπος. Δεν είναι όμως τόσο γνωστό πως ισχύει και το αντίστροφο, ότι δηλαδή και το κόστος από κάθε οικονομική κρίση (στις οποίες τακτικά καταλήγει η «αναρχία» της αγοράς) κατανέμεται εντελώς άνισα, πάλι με βάση την ίδια ανισοκατανομή της οικονομικής δύναμης! Και δεν αναφέρομαι μόνον στα εκατομμύρια των ανέργων (άλλα 6 εκ. προβλέπει τώρα η ΕΕ να χάσουν τις δουλειές τους τη διετία 2009-10) και των «απασχολήσιμων» που δημιουργεί η κρίση, όπως προσπάθησα να δείξω πρόσφατα από τη στήλη αυτή. Αναφέρομαι στα ακόμη περισσότερα εκατομμύρια πολιτών, κυρίως στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, που με διάφορους τρόπους καλούνται να πληρώσουν την κρίση.

 

Έτσι, όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα του Βρετανικού Institute for Fiscal studies,[1] η Βρετανία επανήλθε με την κρίση και επίσημα στο κράτος «δύο εθνών» της Βικτωριανής εποχής, που εύστοχα είχαν περιγράψει οι Μαρξ και Εγκελς. Αυτό, βέβαια, δεν προκύπτει άμεσα από τα στατιστικά στοιχεία τα οποία βασίζονται σε μέσους όρους, οι οποίοι συγκαλύπτουν τις πελώριες ταξικές διαφορές που υπάρχουν σε κάθε καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Για παράδειγμα, ενώ ο μέσος πληθωρισμός που συμπεριλαμβάνει και τα ενυπόθηκα δάνεια ―κάποια από τα οποία ευνοήθηκαν από τις συνεχείς μειώσεις των επιτοκίων της κεντρικής Τράπεζας που σήμερα έχουν σχεδόν μηδενιστεί― είναι πολύ χαμηλός (περίπου 1,2%), στη πραγματικότητα, το 20% των πλουσιότερων «νοικοκυριών» στη κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας απολαμβάνει ένα αρνητικό πληθωρισμό (-1%), ενώ το 20% των φτωχότερων που βρίσκονται στον πάτο υποφέρουν ένα πληθωρισμό της τάξης του 5,3%. Η αιτία είναι η διαφορετική διάρθρωση των δαπανών και των εσόδων των νοικοκυριών ανάλογα με τη θέση τους στην πυραμίδα. Έτσι, οι πλουσιότεροι ωφελούνται διπλά στη διαδικασία αυτή. Πρώτον, διότι δαπανώντας μια σημαντικά μικρότερη αναλογία του εισόδηματός τους για την κάλυψη βασικών αναγκών (των οποίων οι τιμές παρουσιάζουν σημαντικές αυξήσεις) σε σχέση με την κάλυψη άλλων αναγκών (των οποίων οι τιμές παρουσιάζουν δραστική μείωση, π.χ. ενυπόθηκα δάνεια, βενζίνη κ.λπ.) αντιμετωπίζουν ένα πραγματικό πληθωρισμό χαμηλότερο του μέσου. Δεύτερον, διότι συνήθως διαθέτουν και το εισόδημα για να αγοράσουν σπίτι, οικόπεδα κ.λπ. στις σημερινές χαμηλές τιμές, δημιουργώντας ένα πολύ εύκολο κεφαλαιουχικό κέρδος που θα υλοποιήσουν όταν περάσει η κρίση. Από την άλλη, οι φτωχότεροι ζημιώνονται διπλά στην κρίση. Όχι μόνο διότι, για τους αντίστροφους λόγους, ο πραγματικός πληθωρισμός γι αυτούς είναι πολύ ψηλότερος του μέσου, αλλά και διότι οι αναπροσαρμογές στους μισθούς και ημερομίσθια γίνονται με βάση τον επίσημο (μέσο) πληθωρισμό και όχι τον πραγματικό πληθωρισμό που πληρώνουν. Έτσι, στη Βρετανία, το 20% των φτωχότερων αμείβονται με βάση ένα επίσημο πληθωρισμό που είναι κατώτερος κατά 4 μονάδες σε σχέση με τον πραγματικό πληθωρισμό που πληρώνουν!

 

Ανάλογα ισχύουν και παρ’ ημίν, μολονότι παρόμοιες έρευνες για τις ταξικές συνέπειες της κρίσης δεν έχουν γίνει. Όμως, τα υπάρχοντα στατιστικά στοιχεία φανερώνουν εξίσου μεγάλες ταξικές διακρίσεις. Έτσι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ενώ ο μέσος πληθωρισμός τον Φεβρουάριο ήταν 1,6%, οι τιμές σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, όπως τα ακόλουθα που αποτελούν σημαντικό τμήμα της δαπάνης των φτωχότερων νοικοκυριών, αυξανόντουσαν με ένα μέσο όρο 10,6%: ρύζι 13,4%, ζυμαρικά 8,5%, νωπά ψάρια 6,7%, νωπά φρούτα 9,7%, λαχανικά 8,4%, όσπρια 7%, ύδρευση-αποχέτευση 7%, αστικές συγκοινωνίες 28,7%, ηλεκτρικό ρεύμα 6,5% κ.ά.[2] Η μείωση της τιμής ενός άλλου βασικού αγαθού, του λαδιού, κατά 4,4% δεν αντισταθμίζει βέβαια τις αυξήσεις αυτές. Από την άλλη μεριά, μολονότι παρατηρείται μείωση στη γενική κατηγορία «στέγαση», αυτή δεν αφορά τα φτωχότερα στρώματα που είναι ενοικιαστές και αντιμετωπίζουν όχι μόνο υψηλότερα ενοίκια, αλλά και υψηλότερους λογαριασμούς ύδρευσης-αποχέτευσης, δημοτικών τελών, υπηρεσιών κοινοχρήστων και ηλεκτρικού ρεύματος. Ούτε βέβαια η μείωση των τιμών αυτοκινήτων, καθώς και των καυσίμων, αφορούν πολλούς στα φτωχότερα στρώματα, αρκετοί από τους οποίους είχαν παρασυρθεί από τα εύκολα δάνεια και τώρα αδυνατούν να πληρώσουν τις δόσεις, με αποτέλεσμα τις κατασχέσεις των ΙΧ τους. Τέλος, η μείωση των επιτοκίων ωφελεί μεν κάποιους με ενυπόθηκα δάνεια, αλλά όχι βέβαια την πλειονότητα των φτωχότερων πολιτών που προσπαθούν να καλύψουν πολλές ανάγκες τους με τις πιστωτικές κάρτες, οι οποίες όμως έχουν «δικό τους Θεό» και επιβάλλουν παντού υπέρογκα επιτόκια (14-15% και άνω), έστω και αν τα επίσημα επιτόκια των κεντρικών Τραπεζών κοντεύουν να μηδενιστούν!

 

Με βάση αυτά τα δεδομένα γίνεται φανερή η ταξική φύση των μέτρων που «εισηγούνται» για την Ελλάδα οι «επιτηρητές» μας της ΕΕ. Έτσι, ξεκινώντας με την υπόθεση ότι ο πληθωρισμός θα πέσει στο 1,3% τον Μάρτιο, εισηγούνται αυστηρή λιτότητα στις δημόσιες δαπάνες και κυρίως στους μισθούς, με την κυβέρνηση συνακόλουθα να στρέφεται σε «γενναιόδωρες» αυξήσεις της τάξης 2% για τους μισθούς, όταν οι τιμές σε πολλά βασικά αγαθά και υπηρεσίες, που κυρίως αποτελούν το «καλάθι» των μικρομεσαίων, αυξάνουν με πολλαπλάσιους ρυθμούς οι οποίοι ελάχιστη έχουν σχέση με τον «μέσο» πληθωρισμό. Παράλληλα, «προτείνουν» την παραπέρα συρρίκνωση του «κοινωνικού μισθού» (κοινωνικές δαπάνες για την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση κ.λπ.), ώστε να επιτευχθεί το περιβόητο 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος σε σχέση με το ΑΕΠ που επέβαλε η Συνθήκη του Μάαστριχτ.

 

Συμπερασματικά, ο ταξικός χαρακτήρας της κρίσης προκύπτει όχι μόνο από τις άμεσες συνέπειες της στην ανεργία και υποαπασχόληση, καθώς και τις έμμεσες συνέπειες της σε σχέση με τις διαφορικές αυξήσεις των τιμών που επιβαρύνουν κυρίως τα κατώτερα στρώματα και ωφελούν τα ανώτερα, αλλά και από τα μέτρα που εφαρμόζουν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ για να ξεπεράσουν την κρίση. Το συμπέρασμα είναι αυτονόητο: η κρίση (όπως και κάθε άλλη στο παρελθόν) μπορεί μεν να ξεπεραστεί μέσα στο σύστημα, αλλά σε βάρος των κατωτέρων εισοδηματικών στρωμάτων. Μόνο επομένως ο αγώνας για να ξεπεραστεί το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς (και όχι απλώς να εξωραϊστεί, όπως προτείνει η ρεφορμιστική αριστερά η οποία δεν αμφισβητεί ούτε καν την ΕΕ, με βάση το απατηλό επιχείρημα ότι θα μπορούσαμε να είμαστε μέλη μιας ΕΕ α-λα-καρτ, χωρίς το Μάαστριχτ!) θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε μια άλλη κοινωνία, χωρίς παρόμοιες καταστροφικές κρίσεις[3].

 

 


 

[1] Βλ. Sean O'Grady, “A nation divided by the recession”, The Independent (10/3/2009).

[3] Βλ. περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, 18-19 (Φθινόπωρο 2008 - Άνοιξη 2009).