Ελευθεροτυπία (28 Φεβρουαρίου 2009)


Τα «θαύματα» της παγκοσμιοποίησης καταρρέουν

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Μια παράπλευρη (αλλά θετική!) απώλεια της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης είναι τα «θαύματα» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με τα οποία τόσο καιρό μας γαλβάνιζαν νεοφιλελεύθεροι σε σύμπνοια με τους σοσιαλφιλελεύθερους. Όλοι αυτοί είχαν για παραδείγματα χώρες όπως η «κομουνιστική» Κίνα, την οποία μάλιστα την είχαν ανάγει στον αναδυόμενο εναλλακτικό οικονομικό πόλο αν όχι το «αντίπαλο» δέος, ή χώρες όπως η «ισχυρή» Ιρλανδία. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των «θαυμάτων» ήταν ότι στήριξαν την ανάπτυξη τους τα τελευταία περίπου 20 χρόνια στην πλήρη ενσωμάτωση τους στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, δηλαδή, την ξένη αγορά και τις ξένες επενδύσεις, μέσα από το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου, την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, την ελαχιστοποίηση των φόρων στις επιχειρήσεις και των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών ―με λίγα λόγια, την πεμπτουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Και είναι ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης τους που σήμερα οδηγούν στην κατάρρευση των θαυμάτων αυτών.

 

Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[1] η μετά-Μαοϊκή εκβιομηχάνιση της Κίνας τις προηγούμενες δυο δεκαετίες, η οποία οδήγησε στην ταχύρρυθμη ανάπτυξη της, οφείλεται στο γεγονός της πλήρους ενσωμάτωσης της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στη πραγματικότητα, η εκβιομηχάνιση αυτή ήταν απλώς το είδωλο της αποβιομηχάνισης σε μεγάλο μέρος της Δύσης, ως αποτέλεσμα του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας που καθιέρωσε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Πολλές πολυεθνικές μετακόμισαν την περίοδο αυτή μαζικά προς χώρες με πολύ φθηνό και εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, όπως η Κίνα και η Ινδία, ή σε άλλες που προσέφεραν φορολογικούς παραδείσους, όπως η Ιρλανδία. Η εξωγενής αυτή ανάπτυξη είχε συνέπεια ότι οι χώρες που βασίστηκαν σε αυτή τη διαδικασία δεν ανέπτυξαν ποτέ μια ολοκληρωμένη οικονομική δομή, αλλά απλώς κάποιες νησίδες σύγχρονης ανάπτυξης σε μια θάλασσα υπανάπτυξης, μετατρέποντας τες σε «αλυσίδες συναρμολόγησης» των πολυεθνικών. Όπως τονίζει ο Will Hutton, ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς οικονομολόγους «τα δυο τρίτα των Κινέζικων εξαγωγών παράγονται από ξένες επιχειρήσεις, οι οποίες ουσιαστικά επανεπεξεργάζονται εισαγόμενα ημι-μεταποιημένα προϊόντα, τα οποία κατόπιν εξάγονται στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. (Η Κίνα) είναι μια οικονομία που δεν κάνει (τεχνολογικές) καινοτομίες ―αποτελεί τον μεγάλο αντιγραφέα και παραχαράκτη της δυτικής τεχνολογίας».[2] Και προσθέτει αλλού: «η Κίνα σίγουρα αναδύεται ως ένας ηγετικός εξαγωγέας, αλλά ουσιαστικά είναι ένας υπεργολάβος της Δύσης. (...) Η παραγωγικότητα της είναι μικρή, δεν διαθέτει μεγάλες, διεθνώς γνωστές, φίρμες (...) και στηρίζεται υπερβολικά στις εξαγωγές και τις επενδύσεις».[3]

 

Η συνέπεια αυτής της «ανάπτυξης» ήταν μεγάλοι ρυθμοί μεγέθυνσης των εξαγωγών και της παραγωγής και αντίστοιχη επέκταση των ελλειμμάτων στη Δύση, αφού μόνο οι ΗΠΑ είχαν το 2007 ένα έλλειμμα $256 δις. στο εμπορικό τους ισοζύγιο με την Κίνα, τον μεγαλύτερό τους εμπορικό εταίρο. Αυτό όμως δεν δημιουργούσε κανένα πρόβλημα στη Δύση γιατί η «κομουνιστική» ελίτ χρησιμοποιούσε τα αποθέματα από τα συσσωρευόμενα πλεονάσματα, όχι για να καλύψει τις βασικές ανάγκες των πολιτών, αλλά για να αγοράζει Αμερικάνικα κυρίως ομόλογα και χρηματοπιστωτικά «πακέτα» ―δημιουργώντας την βασική προϋπόθεση για τις χρηματοπιστωτικές «φούσκες» που οδήγησαν στη σημερινή βαθιά κρίση. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η Κινέζικη ηγεσία μόνο τώρα αποφάσισε να διαθέσει τμήμα των αποθεμάτων αυτών για την υγεία, την εκπαίδευση και την υποδομή γενικότερα, ακριβώς διότι, πανικόβλητη από την οικονομική κρίση που φουντώνει σήμερα και στην Κίνα, προσπαθεί ν’ αποτρέψει την κοινωνική έκρηξη, στην οποία ωθεί η αύξηση της ανεργίας που ήδη φθάνει τα 26 εκατομμύρια![4]

 

Αντίθετα, επομένως, με την μυθολογία των σοσιαλφιλελευθέρων ότι η Κίνα θα μπορούσε ακόμη και ν’ απειλήσει την Δύση αν απέσυρε τα κεφάλαια της, παρόμοια πιθανότητα μόνο σε άσχετους εγκεφάλους υπάρχει, διότι είναι τέτοιος ο βαθμός εξάρτησης της Κινεζικής «ανάπτυξης» από τις άμεσες επενδύσεις χωρών της υπερεθνικής ελίτ και τις εξαγωγές προς αυτές, ιδιαιτέρως τις ΗΠΑ, ώστε οποιαδήποτε κρίση στις χώρες της υπερεθνικής ελίτ επηρεάζει άμεσα την Κινεζική ανάπτυξη, όπως έχει ήδη δείξει η παρούσα κρίση, με τα Κινεζικά χρηματιστήρια στην Σαγκάη και το Χονγκ-Κονγκ να καταρρέουν το ίδιο με τα άλλα χρηματιστήρια στον κόσμο και την εξελισσόμενη παγκόσμια ύφεση ήδη να πλήττει καίρια την Κινεζική ανάπτυξη! Έτσι, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η ανάπτυξη της Κίνας αναμένεται να πέσει στο 6,7% το 2009 ―δηλαδή, σχεδόν στο μισό των τελευταίων δεκαετιών![5] O λόγος επομένως που η υπερεθνική ελίτ (η οποία, σε γενικές γραμμές, εκφράζεται πολιτικά από την «Ομάδα των 7») σήμερα συμβουλεύεται την «Ομάδα των 20», όπου μετέχουν και χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία κ.λπ., δεν είναι επειδή δήθεν αναγνωρίζει σε αυτές τις αναδυόμενες νέες οικονομικές δυνάμεις του μέλλοντος που θα έπρεπε να συμμετέχουν στην διαχείριση της Νέας Διεθνούς Τάξης. Ο λόγος είναι πολύ πιο απλός και αφορά τον «μπεζαχτά», δηλαδή την ανάγκη να υποχρεωθούν οι χώρες αυτές να μετάσχουν στο κόστος της οικονομικής και οικολογικής κρίσης!

 

Ας έλθουμε όμως στο άλλο «θαύμα» της Ιρλανδίας που μέχρι πριν λίγα χρόνια μας διαφήμιζαν οι δικές μας ελίτ σαν πρότυπο που αντιμετωπίζει επιτυχώς τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, εφόσον μέσα σε 15 χρόνια μετατράπηκε από φτωχό συγγενή (όπως η Ελλάδα) σε «Κέλτικη Τίγρη». Σήμερα όμως η Ιρλανδία ξαναγυρίζει στην προηγούμενη κατηγορία, με τον ρυθμό ανάπτυξης της να γίνεται αρνητικός (-4%) από ένα υψηλό ρυθμό (+6% έως 11%) μεταξύ 1994 και 2006, ενώ η συνακόλουθη ανεργία, που το 2007 ήταν μόλις 4%, σήμερα καλπάζει στο 11%. Το γεγονός άλλωστε αυτό κατέβασε προ ημερών μεταξύ 100 και 200 χιλιάδες κόσμου σε μεγαλειώδη διαδήλωση ενάντια σε ένα σύστημα, όπου αυτοί που προκάλεσαν τη κρίση συνεχίζουν να πλουτίζουν, ενώ οι εργαζόμενοι καταδικάζονται στην ανεργία και τη φτώχεια.[6] Η αιτία της κρίσης και εδώ δεν είναι δύσκολο να βρεθεί. Όπως και στη Κίνα, όπου η στήριξη της όλης ανάπτυξης στη ξένη αγορά και τις ξένες επενδύσεις οδήγησε την δήθεν «κομουνιστική» ελίτ να εκλιπαρεί για την απρόσκοπτη συνέχιση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και να πλειοδοτεί στην καταδίκη του προστατευτισμού, έτσι και η Ιρλανδία πληρώνει τώρα τη στήριξη της ανάπτυξης της στην παγκοσμιοποίηση. Οι πολυεθνικές, που προσελκύστηκαν στην Ιρλανδία από το πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής λόγω της δραστικής μείωσης των φόρων στις επιχειρήσεις, τώρα προσελκύονται από ακόμη φθηνότερους παράδεισους και μετακομίζουν. Ενδεικτικά η Dell, η πολυεθνική επιχείρηση η/υ, μεταφέρει την παραγωγή της από την Ιρλανδία στην Πολωνία, όπου το εργατικό κόστος είναι 65% χαμηλότερο. Αν πάρουμε υπόψη ότι η εταιρεία αυτή είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ιδιωτική επιχείρηση στην Ιρλανδία, καθώς και η μεγαλύτερη εξαγωγική της επιχείρηση η οποία συμβάλλει περίπου 5% του ΑΕΠ, μπορούμε να καταλάβουμε τα «ευεργετικά» αποτελέσματα της ανάπτυξης στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης...

         


 

[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, “Η επιδεινούμενη συστημική κρίση”, περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, #18

[2] Will Hutton, The Observer (26/10/2008).

[3] Will Hutton, The Guardian (08/01/2007).

[4] Tania Branigan, The Guardian (3/2/2009).

[5] Sean O'Grady, The Guardian (29/1/2009).

[6] Richard Wachman & Henry McDonald, The Observer (18/1/2009).