Ελευθεροτυπία (22 Νοεμβρίου 2008)


Η κρίση και η ανισότητα

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η σημερινή κρίση, όπως και όλες όσες προηγήθηκαν, τόσο κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (1987, 1990, 1994, 1997/8, 2001, κ.λπ.) όσο και πριν από αυτήν (1973/4, 1979, 1929, 1873 κ.λπ.) δεν είναι βέβαια κάτι καινούριο στο καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Ήταν ακριβώς για αυτόν τον λόγο που η κατάργηση του συστήματος της αγοράς και της «αναρχίας» της ήταν πάντα ένα βασικό αίτημα της Αριστεράς, προτού να γίνει ηγεμονική η παρούσα «μεταλλαγμένη» ρεφορμιστική Αριστερά, η οποία δεν βλέπει τίποτα κακό με το σύστημα της αγοράς, αρκεί να είναι «κοινωνικά ελεγχόμενο». Με άλλα λόγια, δεν είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός  μόνο σήμερα έχει στραφεί ενάντια στη δική του «λογική», όταν, με το άνοιγμα και την απορύθμιση των αγορών μετέτρεψε  την παγκόσμια οικονομία σε ένα «πλανητικό καζίνο», όπως υποστήριξε ο Καστοριάδης. Ο καπιταλισμός ήταν πάντα, σε διάφορους βαθμούς, ένα «καζίνο» («υψηλός κίνδυνος για υψηλά κέρδη») και καθ’ όλη τη διάρκεια της 200ετούς ιστορίας του ήταν επιρρεπής σε κρίσεις. Η μόνη διαφορά με το παρελθόν είναι ότι αυτό το καζίνο σήμερα,  ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, είναι πλανητικό. Η μοναδική άλλωστε περίοδος στην ιστορία του καπιταλισμού, όπου οι κρίσεις δεν έπαιρναν την σημερινή ένταση και έκταση ήταν τα πενήντα περίπου χρόνια σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση, όταν αυτές οι κρίσεις ήταν σε κάποιο βαθμό ελεγχόμενες από το κράτος. Όμως, μια τέτοια περίοδος είναι αδύνατον να επαναληφθεί σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς όπως η σημερινή, καθώς αυτό προϋποθέτει ένα παγκόσμιο κράτος, ή τουλάχιστον αυστηρές παγκόσμιες ρυθμίσεις όλων των αγορών, οι οποίες δεν είναι μόνο ουτοπικές να εφαρμοστούν δεδομένης της θεμελιώδους ανομοιογένειας που η ίδια η  οικονομία της αγοράς δημιουργεί μεταξύ διαφόρων περιοχών (εξού και τα ευχολόγια και οι προτεινόμενοι ανώδυνοι «έλεγχοι» της πρόσφατης συνόδου της «Ομάδας των 20»), αλλά είναι και ασυμβίβαστες με την ίδια τη λογική και τη δυναμική μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που βασίζεται σε αγορές που πρέπει να είναι όσο το δυνατόν  «απελευθερωμένες» για να μεγιστοποιούνται  τα κέρδη.

Η σημερινή καπιταλιστική κρίση δεν συνίσταται απλώς στην χρηματοπιστωτική κρίση και στις «φούσκες» των χρηματοπιστωτικών εταιρειών και των Τραπεζών αλλά αποτελεί άλλη μία έκφραση της χρόνιας οικονομικής κρίσης στην οποία οδήγησε η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς δυο περίπου αιώνες πριν. Έτσι, μπορεί εύκολα να δειχθεί ότι είναι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης/εξουσίας ―στην οποία ορθόδοξοι (και μη) οικονομολόγοι συμφωνούν ότι οδηγεί η δυναμική της οικονομίας της αγοράς― που έχει οδηγήσει στη χρόνια αυτή κρίση. Η συνέπεια της διεθνοποίησης της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης (την οποία επιβάλλει το άνοιγμα των αγορών ως συνέπεια της μαζικής επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων τα τελευταία 25 περίπου χρόνια), με τη σημερινή νεοφιλελεύθερη ―η την διαγραφόμενη αυριανή σοσιαλφιλελεύθερη― μορφή της, είναι η δημιουργία ενός διπολικού κόσμου. Ο κόσμος αυτός αποτελείται από τον «νέο Βορρά» που περιλαμβάνει τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες οι οποίες επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση είτε βρίσκονται στον Βορρά είτε τον Νότο, και τον «νέο Νότο» που περιλαμβάνει την περιθωριοποιημένη πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, είτε στο Βορρά είτε στο Νότο που έχει αποκλειστεί από τα δήθεν «καθολικά» οφέλη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η κρίση, όμως, δεν προκαλείται απλώς από την ύπαρξη του διπολισμού που είναι το σύμπτωμα, αλλά από την ίδια την διεθνοποίηση που αναπόφευκτα οδηγεί στην συνεχή επέκταση του ανοίγματος μεταξύ του «Νέου Βορρά» και του «Νέου Νότου», ενώ συγχρόνως ελαχιστοποιεί την δύναμη του κράτους-έθνους να επέμβει αποτελεσματικά για τον περιορισμό του.

Ιδιαίτερα στην σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η ανισότητα αυξάνεται ταχύτατα όχι μόνο μεταξύ του γεωγραφικού Βορρά και του Νότου, όπως στο παρελθόν, αλλά κυρίως μεταξύ του «νέου Βορρά» και του «νέου Νότου». Αυτό επιβεβαιώνει και η μόλις εκδοθείσα έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας[1], η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τις αρχές του 1990, δηλαδή, την εποχή που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση άρχισε να ανθεί σε όλο τον πλανήτη, η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε δραματικά στις περισσότερες περιοχές του κόσμου. Έτσι, όπως αναφέρεται στην έκθεση, μεταξύ 1990 και 2005, στο 70%  των χωρών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, σημειώθηκε μια σημαντική διεύρυνση του εισοδηματικού χάσματος μεταξύ του 10% των μισθωτών στην κορυφή της πυραμίδας και του 10% στην βάση. Ταυτόχρονα, το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ διευθυντικών στελεχών και μέσων υπαλλήλων διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο. Οι αμοιβές των διευθυνόντων συμβούλων (CEOs) των 15 μεγαλύτερων εταιρειών στις ΗΠΑ, που το 2003 ήταν 360 φορές υψηλότερες από αυτές των μέσων υπαλλήλων, σήμερα είναι 520 φορές υψηλότερες! Όπως μάλιστα δείχνει άλλη μελέτη,[2] ακριβώς όπως το ρεκόρ ανισότητας στις ΗΠΑ σημειώθηκε λίγο πριν το μεγάλο κραχ του 1929, όταν το πλουσιότερο 5% του πληθυσμού εισέπραττε περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού προσωπικού εισοδήματος, έτσι και  λίγο πριν από το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, το πλουσιότερο 5% εισέπραττε ακόμη μεγαλύτερο εισόδημα από τότε, συγκεντρώνοντας περίπου 38% του εισοδήματος. Η πελώρια αυτή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης/εξουσίας έχει διαδραματίσει καίριο ρόλο στην παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση.

Περιληπτικά, η σημερινή κρίση ουσιαστικά άρχισε την δεκαετία του '80 με την απελευθέρωση των αγορών στη Δύση και το αντίστοιχο άνοιγμα της αχανούς αγοράς της Κίνας που οδήγησε στην μετακόμιση πολλών παραγωγικών κλάδων από τις πολυεθνικές στη Κίνα και την Ινδία με στόχο την εκμετάλλευση των άθλιων ντόπιων συνθηκών εργασίας. Έτσι, η απελευθέρωση των αγορών οδήγησε σε ένα νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας, με την συγκέντρωση πολλών βιομηχανικών κλάδων στην Ανατολή που δημιούργησαν τα δήθεν «οικονομικά θαύματα» των χωρών αυτών και την αντίστοιχη αποβιομηχάνιση της Δύσης και την παράλληλη παρασιτική ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών τους. Την απαιτούμενη όμως επιπλέον ρευστότητα δεν την παρείχε η δήθεν υπερσυσσώρευση κεφαλαίου σε αυτές, όπως υποστηρίζουν Μαρξιστές αναλυτές που προσπαθούν να καλουπώσουν την πραγματικότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς του 21ου αιώνα στα Μαρξιστικά καλούπια του 19ου, αλλά η υπερσυσσώρευση πλεονασμάτων στις χώρες υποδοχής των πολυεθνικών. Τα πλεονάσματα αυτά χρηματοδότησαν  στη συνέχεια την επέκταση του καταναλωτισμού μέσα από την μαζική αύξηση του δανεισμού (ιδιωτικού και δημόσιου). Με τη σειρά του, ο δανεισμός έκανε δυνατή όχι μόνο την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης και την επιδείνωση της οικολογικής κρίσης[3] αλλά και την σημερινή παραπέρα διεύρυνση της πελώριας ανισότητας. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε σήμερα όλοι, εκτός βέβαια από τις ελίτ που πάλι ωφελημένες βγαίνουν με την μεταφορά εισοδήματος από τους φορολογούμενους στους Τραπεζίτες, επενδυτές κ.λπ. για να στηριχτεί η «οικονομία»…


 

[1] ILO, Income inequalities in the age of financial globalization (Geneva: ILO, 2008).

[2] Βλ. την έρευνα του  οικονομολόγου Emmanuel Saez στο Παν. της Καλιφόρνιας στο άρθρο του Stephen Foley, “Galbraith's, «The Great Crash 1929»”, The   Independent (10/10/2008).

[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατια: 10 Χρόνια Μετά (Ελ. Τύπος, Μάης 2008), σελ. 113-130 & 263-280.