(Ελευθεροτυπία, 5 Ιουλίου 2008)

 

Η σημερινή «συναλλακτική δημοκρατία»

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Οι σημερινές αποκαλύψεις για την σήψη του πολιτικού μας συστήματος δεν αποτελούν βεβαίως ούτε νέο αλλά ούτε και πρωτόγνωρο φαινόμενο. Η σήψη της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και η γενικότερη κρίση της πολιτικής αποτελούν βασικά συστατικά στοιχεία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης που εκτείνεται από το πολιτικό στο οικονομικό πεδίο και από το οικολογικό στο ευρύτερα κοινωνικό.[1] Γι’ αυτό άλλωστε και φαινόμενα ανάλογα με το «σκάνδαλο Siemens» αποτελούν τα τελευταία, ιδιαίτερα, χρόνια συνήθη φαινόμενα σε κάθε αντιπροσωπευτική δημοκρατία και οικονομία της αγοράς: από τις ΗΠΑ μέχρι την Ιταλία και από την Γαλλία μέχρι την Βρετανία. Και φυσικά όσο χαμηλότερο το επίπεδο οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης και όσο επομένως λιγότερο τηρούνται κάποια προσχήματα διαφάνειας, τόσο περισσότερο σκανδαλώδης ο χαρακτήρας των φαινομένων αυτών αλλά και τόσο μεγαλύτερη η διάχυση τους σε ολόκληρη την κοινωνία με βάση την αρχή «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι» που βρίσκει ιδιαίτερη εφαρμογή στη χώρα μας. Στη πραγματικότητα, τα «σκάνδαλα» τύπου Siemens  αποτελούν απλώς αναπόφευκτα συμπτώματα ενός συστήματος που εγγενώς καθιερώνει την συναλλαγή μεταξύ των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί «συναλλακτική δημοκρατία».

 

Στην σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το συνδυασμένο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» οδήγησε στη μετατροπή της πολιτικής σε τέχνη διαχείρισης της κρατικής εξουσίας, με τις ομάδες διαμόρφωσης πολιτικής (think tanks) ―τους σημερινούς «αναλυτές συστημάτων»― να καθορίζουν τις μελλοντικές πολιτικές και τον τρόπο εφαρμογής τους. Έτσι, μια μικρή κλίκα επαγγελματιών πολιτικών και τεχνοκρατών γύρω από τον πρωθυπουργό (ή τον Πρόεδρο) συγκεντρώνει όλη την πραγματική πολιτική δύναμη στα χέρια της, ιδιαίτερα στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς που αποτελούν σημαντικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ. Στο πλαίσιο, επομένως, της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, οι παλαιές ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά έχουν εξαφανιστεί. Οι εκλογές έχουν πάρει την μορφή πολυέξοδων καλλιστείων μεταξύ «χαρισματικών» ηγετών (και των κομματικών μηχανών που τους υποστηρίζουν, με την αφειδή χρηματική υποστήριξη διαφόρων τμημάτων των οικονομικών ελίτ), οι οποίοι αντιμάχονται ο ένας τον άλλον στο ποιος θα προσελκύσει την προσοχή των τηλεθεατών (ή των χρηστών του ιντερνετ!), για να εφαρμόσουν πολιτικές που συνιστούν παραλλαγές του ίδιου θέματος: μεγιστοποίηση της ελευθερίας των δυνάμεων της αγοράς σε βάρος της πλειονότητας που αποτελούν τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και προς όφελος των ολίγων που ωφελούνται από αυτήν.

 

Το τυπικό βεβαίως παράδειγμα συναλλακτικής δημοκρατίας είναι η αμερικανική, όπου την μεταπολεμική ιδιαίτερα περίοδο έχει γίνει αδύνατη όχι μόνο η εκλογή Προέδρου, αλλά ακόμη και μελών του Κογκρέσου, αν δεν υποστηρίζονται από πολυεκατομμυριούχους οι οποίοι χρηματοδοτούν άμεσα, η στηρίζουν έμμεσα με τα ελεγχόμενα από αυτούς ΜΜΕ, τις πολυδάπανες εκλογικές εκστρατείες τους. Οι φετεινές προεδρικές εκλογές ήδη χαρακτηρίζονται ως οι πιο κερδοφόρες στην αμερικανική Ιστορία για τις διαφημιστικές εταιρείες και τις επιχειρήσεις μάρκετινγκ, καθώς και τα ΜΜΕ ―στα οποία τώρα περιλαμβάνεται και το ιντερνετ. Σύμφωνα με έγκυρες προβλέψεις, η συνολική δαπάνη για τη διαφημιστική εκστρατεία των προεδρικών εκλογών θα ανέλθει σε 1,7 περίπου δισ. δολ. Δηλαδή 600 εκ δολ. επιπλέον  σε σχέση με τις εκλογές του 2004, οι διαφημιστικές δαπάνες για τις οποίες είχαν ήδη φθάσει ύψη ρεκόρ.[2] Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι μεγάλοι χρηματοδότες συνήθως διαθέτουν πελώρια κονδύλια για την υποστήριξη και των δυο υποψήφιων, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να χάσουν, όποιο «άλογο και να κερδίσει»[3] Φυσικά, τα πελώρια αυτά κονδύλια προσφέρονται πάντα με το αζημίωτο και εδώ έγκειται η ουσία της συναλλακτικής δημοκρατίας. Η προεδρία Μπους είναι πασίγνωστη για τις συναλλαγές της με την οικονομική ελίτ, σε αντάλλαγμα της πλουσιοπάροχης κάλυψης της προεκλογικής εκστρατείας του. Εύλογα, λοιπόν, Βρετανός αναλυτής χαρακτήρισε το σημερινό Αμερικανικό πολιτικό σύστημα, ως «κυβέρνηση των επιχειρήσεων, από τις επιχειρήσεις  για τις επιχειρήσεις.» [4]

 

Αλλά και στη Βρετανία, όπου γίνεται συστηματική προσπάθεια να τηρούνται τα δημοκρατικά προσχήματα, η συναλλακτική δημοκρατία γίνεται όλο και πιο φανερή. Η δήθεν διαφάνεια, την οποία επιβάλλει ο θεσμός της υποχρεωτικής δήλωσης των χρηματοδοτήσεων στα κόμματα, δεν σταμάτησε την εξέλιξη της συναλλακτικής δημοκρατίας και στη χώρα αυτή και ήδη από τις αρχές της δεκαετίας οι κύριοι χρηματοδότες του Εργατικού κόμματος έπαυσαν να είναι τα συνδικάτα, που σήμερα αντικαταστάθηκαν από πολυεκατομμυριούχους.[5] Ένας γνωστός πολυεκατομμυριούχος που έγινε ο κύριος χρηματοδότης και συλλέκτης κεφαλαίων για το κόμμα ήταν ο γνωστός Σιωνιστής και ντε φάκτο ηγέτης της Βρετανικής Εβραϊκής κοινότητας  Michael Levy, τον όποιο γι’ ανταμοιβή ο Μπλερ όχι μόνο τον έκανε Λόρδο αλλά και προσωπικό απεσταλμένο του στην Μέση Ανατολή —πράγμα που μετά την κατακραυγή που προκάλεσε ο διορισμός του ανάγκασε ακόμη και τον νέο Μπλερ —τον Μπράουν— να τον αντικαταστήσει μόλις πήρε την εξουσία. Ο ίδιος Λόρδος Levy ήταν πρωταγωνιστής του σκανδάλου «ρευστό για τίτλους» ―δηλ. της ανταλλαγής χρηματοδοτήσεων για το κόμμα (με τη μορφή «δανείων») με τιμητικούς τίτλους― και συνελήφθη επανειλημμένα, αλλά η Σκότλαντ Γιαρντ, κατόπιν «άνωθεν» πιέσεων, τελικά τον απάλλαξε ελλείψει επαρκών στοιχείων, στη πραγματικότητα, όμως, γιατί «ήξερε πολλά». Περιττό να προστεθεί ότι ο ίδιος υποστήριζε πως ήταν θύμα αντισημιτικής εκστρατείας… Τέλος, η συναλλακτική δημοκρατία λειτουργεί φυσικά και σε αντίστροφη κατεύθυνση: σήμερα που όλες οι δημοσκοπήσεις προμηνύουν εκλογική πανωλεθρία του Εργατικού κόμματος στέρεψαν και οι χρηματοδοτήσεις, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την προοπτική αυτή![6]

 

Συμπερασματικά, στο σημερινό επίπεδο διαπλοκής μεταξύ των πολιτικών ελίτ με τις οικονομικές ελίτ και τα ΜΜΕ, κανένα σύστημα διαφάνειας δεν μπορεί να εξαφανίσει την συναλλακτική δημοκρατία, η οποία αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

 


 

[1] Βλ. Παγκοσμιοποιημένος «Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία» (επιμ. Steven Best), Κουκκίδα, Μάης 2008 & Τ. Φωτόπουλος, «Περιεκτική Δημοκρατία—10 Χρόνια Μετά», κεφ. 4 (Ελ. Τύπος) Μάης 2008.

[2] Stephen Foley, “US president: The great $2bn vote race”, Independent (13 January 2008).

[3] Nick Mathiason, “USA Inc pays cash for access”, Observer (1/8/2004).

[4] Julian Borger, “Α president's businessmen”, Guardian (27/4/2001).

[5] David Hencke, Super-rich lead party donor table, Guardian (8/8/2001).

[6] Gaby Hinsliff, “Labour heads for financial collapse”, Observer (22/6/2008).