(Ελευθεροτυπία, 21 Ιουλίου 2007) 

 

Πληρώνουμε την τιμή της “ανάπτυξης”

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

 

Οι ετήσιες πυρκαγιές  που καταστρέφουν και τα τελευταία υπολείμματα πράσινου στη χώρα μας, ιδιαίτερα στην τερατουπολη που συγκεντρώνει σχεδόν τον μισό πληθυσμό, αλλά και όπου αλλού υπάρχει “αναπτυξιακό” όφελος, οι συνακόλουθες καταστροφικές ετήσιες πλημμύρες, η διογκούμενη μόλυνση της ατμόσφαιρας κυρίως στα αστικά κέντρα –όλα αυτά δεν είναι ιδιαίτερα Ελληνικά φαινόμενα. Και αυτό,  διότι ο παρονομαστής είναι πάντα κοινός: η “οικονομία ανάπτυξης”. Απλώς, σε χώρες στην ημί-περιφέρεια του καπιταλιστικού κέντρου, όπως η Ελλάδα, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, καθώς και η Κίνα, τα φαινόμενα αυτά είναι εντονότερα, διότι σε αυτές ο κοινός παρονομαστής είναι μια «στρεβλή» οικονομία ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από μια ακόμη πιο άναρχη «ανaπτυξιακή» διαδικασία, αφού ο μεν ιδιωτικός τομέας είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτος για χάρη της προσέλκυσης αναπτυξιακών επενδύσεων και, συνακόλουθα, η νοοτροπία του εύκολου πλουτισμού και της “αρπακτής” είναι επικρατούσες, ενώ οι πολιτικές ελίτ και ο δημόσιος τομέας γενικότερα είναι τόσο διεφθαρμένοι ώστε να είναι ανίκανοι να προστατεύσουν ακόμη και τον φυσικό πλούτο της χώρας (δάση, παραλίες κλπ) από την αρπακτικότητα του ιδιωτικού “αναπτυξιακού” κεφαλαίου.

 

Σήμερα, δεν υπάρχει πια κανένας αναλυτής (εκτός από τους κονδυλοφόρους του συστήματος) που να αμφισβητεί ότι η συνεχής “ανάπτυξη¨ τους τελευταίους δυο περίπου αιώνες ήταν σε βάρος της ποιότητας ζωής, όσον αφορά την ατμόσφαιρα, το καθαρό νερό  και το περιβάλλον γενικότερα, αλλά και άμεσα η έμμεσα την ίδια την ζωή στον πλανήτη. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού ήδη από τη δεκαετία του 1960, οδήγησε σε σειρά επίσημων εκθέσεων των ειδικών για την επαπειλούμενη καταστροφή, στην δημιουργία Πράσινων ή οικολογικών κομμάτων που κάποτε μάλιστα συγκυβέρνησαν (όπως στη Γερμανία), αλλά και στην απόπειρα να αναστραφεί η κρίση με διάφορες τεχνολογικές λύσεις και τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το αποτέλεσμα ήταν κάποια βελτίωση της “οικολογικής αποτελεσματικότητας” (αν ξεχάσουμε την εγκληματική υποστήριξη από τα Πράσινα κόμματα όλων των πολέμων της Νέας Τάξης, από την Γιουγκοσλαβία, μέχρι τον σημερινό «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»!) και η παράλληλη ανάπτυξη (με το αζημίωτο βέβαια) μιας ολόκληρης καπιταλιστικής βιομηχανίας παραγωγής συστημάτων ανανεώσιμης ενέργειας. Συγχρόνως, δεν υπάρχει σήμερα πολυεθνική σεβόμενη τον εαυτό της που να μην μιλά για την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος (ακόμη και οι πετρελαιοβιομηχανιες!), ενώ εκατομμυριούχοι pop stars συνιστούν στους λαούς με ροκ συναυλίες (και  την αγαστή σύμπνοια των πολιτικών και οικονομικών ελίτ) να κάνουν οικονομίες στην ενέργεια και να ‘σφίξουν το ζωνάρι’ γενικότερα «για να σωθεί ο πλανήτης»!

 

Φυσικά, ο πλανήτης δεν σώζεται με τις ασπιρίνες  που προτείνουν οι ελίτ και τα οικολογικά κόμματα, όπως ν αγοράσουμε όλοι λάμπες μακράς διαρκείας, να γεμίσουμε τον τόπο με τις απαίσιες Γερμανικές ανεμογεννήτριες, ή να χρησιμοποιούμε καύσιμα από αιθανόλη, καταδικάζοντας στην πορεία εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο σε ακριβά τρόφιμα, αν όχι και στην πείνα. Αυτό δείχνει σαφώς το γεγονός της συνέχισης, και τελευταία ραγδαίας χειροτέρευσης, του κυριοτέρου οικολογικού προβλήματος που μας απειλεί: του φαινομένου του θερμοκηπίου και της συνακόλουθης κλιματικής μεταβολής. Και η αιτία δεν είναι όπως  υποθέτουν οι διάφοροι οικολόγοι ότι δεν εφαρμόστηκαν σε ευρύτερη κλίμακα οι μορφές ανανεώσιμης ενέργειας, ή ότι οι «κακοί» νεοσυντηρητικοι στις ΗΠΑ  δεν υπέγραψαν τη συνθήκη του Κιότο. Και αυτό, διότι ακόμη και αν είχαμε ήδη μεγιστοποιήσει την χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και αν όλοι είχαμε βάλει σπίτια μας λάμπες μακράς διαρκείας, ή ακόμη και αν οι ΗΠΑ είχαν υπογράψει τη συνθήκη του Κιότο, με τους σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης, η αναστροφή των οποιωνδήποτε θετικών αποτελεσμάτων από τα μέτρα αυτά θα ήταν απλώς θέμα χρόνου.[1]

 

Με άλλα λόγια, η αναστροφή της επαπειλούμενης οικολογικής καταστροφής, όπως παρατηρούν ακόμη και μετριοπαθείς μέχρι σήμερα οικολoγοι[2] (επιβεβαιώνοντας τα παλιότερα συμπεράσματα της ριζοσπαστικής οικολογίας), απαιτεί την ουσιαστική αναστροφή της “οικονομίας ανάπτυξης”. Δηλαδή, της οικονομίας που προέκυψε ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος  της οικονομίας της αγοράς, η οποία εγκαθιδρύθηκε μετά την καπιταλιστική Βιομηχανική Επανάσταση διακόσια χρόνια πριν. Και αυτό, διότι μόνο τότε θα άλλαζε πραγματικά ο σημερινός τρόπος ζωής —πράγμα που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την αναστροφή της καταστροφικής κλιματικής μεταβολής. Όμως, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στο σημερινό σύστημα της οικονομίας της αγοράς, εφόσον η ίδια η διατήρηση και αναπαραγωγή του συστήματος αυτού προϋποθέτει την  μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης, τόσο από τη μεριά της παραγωγής όσο και από αυτή της κατανάλωσης.

 

Από τη μεριά  της παραγωγής, ένα παγκόσμιο σύστημα οικονομίας της αγοράς με σχεδόν μηδενική ανάπτυξη (που είναι κάλλιστα εφικτό αν συνοδευόταν με ριζική ανακατανομή εισοδήματος και πλούτου μεταξύ Βορρά και Νότου αλλά και μέσα στον Βορρά και την Νότο) αποτελεί καθαρή επιστημονική φαντασία. Και αυτό, όχι μόνο διότι ακόμη και αν κάποιες χώρες επέβαλαν στις πολυεθνικές επιχειρήσεις —οι οποίες αποτελούν τον μοχλό της σημερινής ανάπτυξης— τον δραστικό περιορισμό της δραστηριότητας τους αυτές απλώς θα μετακόμιζαν σε άλλους παράδεισους που διψούν για «ανάπτυξη», αλλά και διότι μια επιτυχής παγκόσμια πολιτική από-ανάπτυξης, στο σημερινό σύστημα της οικονομίας της αγοράς,  θα σήμαινε μια οικονομική κρίση ασύγκριτα χειρότερη αυτής του μεσοπόλεμου, που θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε νέα είδη παγκόσμιου ολοκληρωτισμού.        

 

Από τη μεριά της κατανάλωσης, είναι γνωστό ότι για τους περισσότερους ανθρώπους ο λόγος που ανέχονται το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και την συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης, παρά τις πελώριες ανισότητες και τη δραματική επιδείνωση της ποιότητας ζωής που δημιουργούν, είναι η καταναλωτική κοινωνία, ο γόνος του συστήματος αυτού. Ο καταναλωτισμος είναι ο μόνος λόγος για την οποίο εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη γη σπαταλούν μια ζωή άδεια από κάθε νόημα (εκτός αν καταφύγουν στα “καταστήματα νοήματος”, δηλαδή τις Εκκλησίες των διαφόρων θρησκειών) σε βαρετές δουλειές γεμάτες στρες, η απλως προσπαθούν να επιβιώσουν κάτω από εξοντωτικές συνθήκες εργασίας. Είναι επομένως φανερό ότι μια οικονομία της αγοράς χωρίς ανάπτυξη είναι ανέφικτη, όχι μόνο διότι η έλλειψη ανάπτυξης την στερεί από τη βασική δυναμική της  αλλά και διότι τη στερεί από κάθε νόημα στα μάτια των σημερινών πολιτών που έχουν μεταμορφωθεί σε καταναλωτές.

 

Το συμπέρασμα είναι ότι μια οικολογική δημοκρατία, στο πλαίσιο μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας, πέρα από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική “δημοκρατία”, θα μπορούσε να οδηγήσει σε διέξοδο από την επιδεινούμενη οικολογική κρίση και τη γενικότερη σημερινή πολυδιάστατη κρίση[3].

 


 

[1] Ted Trainer, “Renewable Energy: No Solution for Consumer Society”, The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY Vol. 3 - No. 1 (January 2007)

[2] Serge Latouche, “Τρία ερωτήματα για μιαν άλλη ανάπτυξη, LE MONDE/ Ελευθεροτυπία, 22/01/2006  

[3] βλ.Τ. Φωτόπουλος,  Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, 2005)