(Ελευθεροτυπία, 13 Οκτωβρίου 2007) 


 

O μύθος του τέλους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

Τελευταία, παρατηρείται μια σημαντική στροφή των τέως σοσιαλδημοκρατών και νυν σοσιαλφιλελευθέρων, καθώς και των συμμάχων τους στη ρεφορμιστική Αριστερά και Οικολογία, όσον αφορά την «αριστερή» αιτιολόγηση της ύπαρξης τους. Η στροφή αυτή ήταν αναπόφευκτη όταν έγινε κατανοητό ότι ο μονόδρομος της σημερινής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όχι μόνο οδήγησε στην αντικατάσταση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (1945-80) από την νεοφιλελεύθερη συναίνεση, αλλά και στη συνειδητοποίηση ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι νεκρή και δεν υπάρχει καμία περίπτωση ν’ αναστηθεί, σε οποιαδήποτε μετενσάρκωση, εθνική ή διεθνή, όσο οι αγορές παραμένουν ανοικτές και απελευθερωμένες, όπως επιβάλλει η σημερινή παγκοσμιοποίηση. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι τα λαϊκά στρώματα που κυρίως υφίστανται τις συνέπειες της νεοφιλελέυθερης παγκοσμιοποίησης, από τη στιγμή που συνειδητοποίησαν την έλλειψη ουσιαστικών διαφορών μεταξύ «συντηρητικών» και «προοδευτικών κομμάτων», είτε απέχουν εντελώς από αυτό που περνά για «πολιτική» σήμερα, είτε στρέφονται στο «γνήσιο πράγμα», δηλαδή στα «συντηρητικά» κόμματα. Αυτό έγινε στη Γερμανία και τη Γαλλία χθές και την Ελλάδα σήμερα, όντας το θεμελιακό γεγονός που έφερε το ΠΑΣΟΚ στο σημερινό αδιέξοδο και όχι η «κληρονομικώ δικαιώματι» αποτυχημένη διαδοχή στην ηγεσία του κόμματος.

 

Έτσι, μέχρι πρόσφατα, οι τ. σοσιαλδημοκράτες και νυν σοσιαλφιλελεύθεροι, καθώς και οι αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς και Οικολογίας, υποστήριζαν αντίστοιχα είτε την θέση ότι το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο δεν έχει καταρρεύσει, φέρνοντας για παράδειγμα χώρες όπως την Γερμανία, Γαλλία και τις Σκανδιναβικές, είτε την θέση ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλά ένα …ιδεολόγημα, μια «χίμαιρα» ή μια «κακή πολιτική». Σήμερα όμως, που οποιαδήποτε συστηματική ανάλυση φανερώνει την προϊούσα και καθολική κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν αμφισβητείται πλέον απο οποιοδήποτε σοβαρό αναλυτή, αναπτύσσεται μια νέα μυθολογία για την δήθεν «επιστροφή στο έθνος» και εξελισσόμενη κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η μυθολογία αυτή στηρίζεται στην πρόσφατη εκδήλωση «προστατευτικών» τάσεων σε κάποιες δυτικές χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία κ.λπ.) και έχει σύνηθες σημείο εκκίνησης μια απλοϊκή ταύτιση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με την άρση του προστατευτισμού (δηλαδή την άρση των περιορισμών στη διεθνή κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου) που οδηγεί στο εξίσου απλοϊκό συμπέρασμα ότι «ξαφνικά η πολιτική και το εθνικό συμφέρον αποκτά ξανά προτεραιότητα έναντι της οικονομίας της αγοράς».[1]

 

Στη πραγματικότητα, όμως τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει με την έννοια που τους αποδίδεται. Κατ’ αρχήν, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει απλά την «πλήρη υποχώρηση προστατευτικών πολιτικών», η οποία πάντα ήταν μόνο ένα σύμπτωμα και όχι η βασική αιτία της παγκοσμιοποίησης. Η βασική αιτία της άνθισης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ήταν η ανάδυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην μεταπολεμική περίοδο, ως της κύριας οικονομικής μονάδας στην αυξανόμενα διεθνοποιούμενη οικονομία της αγοράς. Ήταν επομένως η δυναμική της οικονομίας της αγοράς (δηλαδή ένα «συστημικό» φαινόμενο και όχι μια απλή αλλαγή πολιτικής, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά) η οποία, σε συνδυασμό με την παράλληλη παρακμή του εργατικού κινήματος, οδήγησε στο άτυπο αρχικά άνοιγμα των χρηματοπιστωτικών αγορών (αγορά Ευρωδολαρίων κ.λπ.) και στη συνέχεια τη θεσμοποίηση του ανοίγματος των αγορών κεφαλαίου.[2] Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με το συνεχές (μέσω των Γύρων ΓΚΑΤΤ) άνοιγμα των αγορών εμπορευμάτων και την συνακόλουθη απελευθέρωση όλων των αγορών (κεφαλαίου, εμπορευμάτων, εργασίας) από σημαντικούς κοινωνικούς περιορισμούς για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, οδήγησε σε αυτό που ονομάζουμε «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση». Οι θεμελιακές αυτές θεσμικές ρυθμίσεις, καθώς και οι συνακόλουθες ρυθμίσεις που περιόριζαν δραστικά τον κρατισμό (δηλ. την κρατική επέμβαση στη ρύθμιση του μεγέθους της παραγωγής και της απασχόλησης, το κράτος-πρόνοιας, τις κρατικοποιήσεις κ.λπ.) που ήταν ασύμβατος με τις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές, οδήγησαν σε αυτό που αποτελεί το πρωταρχικό χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή, την συγκέντρωση οικονομικής αλλά και πολιτικής δύναμης στα χέρια των οικονομικών και πολιτικών ελίτ που απαρτίζουν την «υπερεθνική ελίτ», της οποίας η δύναμη συνδέεται περισσότερο με τη δράση της στο υπερεθνικό παρά στο εθνικό επίπεδο.

 

Η παγκοσμιοποίηση αυτή δεν σήμαινε βέβαια την κατάργηση του εθνικού κράτους, το οποίο μάλιστα σήμερα παίζει κρίσιμο ρόλο, όχι μόνο στην δημιουργία των συνθηκών οικονομικής σταθερότητας που απαιτεί η απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών, αλλά και στην επιβολή του «νόμου και της τάξης» που απειλούν οι αναπόφευκτες συγκρούσεις με τα λαϊκά στρώματα, τα οποία υφίστανται κυρίως τις συνέπειες της συγκέντρωσης οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Ο ρόλος δηλαδή του εθνικού κράτους και των εθνικών ελίτ γενικότερα είναι βασικά συμπληρωματικός και όχι αυτόνομος. Φυσικά, η υπερεθνική ελίτ δεν αποτελεί στεγανό σε σχέση με τις εθνικές ελίτ αφού άλλωστε και η ίδια στελεχώνεται από μέλη των εθνικών ελίτ των κυριότερων καπιταλιστικών χωρών, που σχηματικά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αποτελούνται από τις G7 (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιαπωνία, Ιταλία και Καναδάς). Οι χώρες αυτές συγκεντρώνουν στα χέρια τους τα 2/3 περίπου του παγκόσμιου εισοδήματος, ενώ η στρατιωτικοπολιτικη δύναμη τους είναι ανάλογη της οικονομικής. Η Ρωσική ελίτ προστέθηκε στο G7 για πολιτικούς κυρίως λόγους, εφόσον η οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι βασικά περιστασιακή (μέχρις εξάντλησης των πελώριων αποθεμάτων ενέργειας), ενώ η Κινεζική ελίτ παραμένει και τυπικά έξω από αυτή, εφόσον η Κίνα δεν αποτελεί παρά την «αλυσίδα συναρμολόγησης» των επιχειρήσεων της υπερεθνικής ελίτ (σχεδόν όλες οι Κινεζικές εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας παράγονται σε δυτικά εργοστάσια), με το Κινεζικό κατά κεφαλή εισόδημα μόλις να φθάνει το 1/6 των χωρών-μελών της υπερεθνικής.

 

Δεν χρειάζεται να προστεθεί ότι όσο ισχυρότερη είναι η εθνική ελίτ μιας χώρας στην παγκόσμια ιεραρχία τόσο μεγαλύτερη η δυνατότητα της να «προστατεύει» τα μέλη της που βρίσκονται περιστασιακά σε μειονεκτική θέση στον διεθνή ανταγωνισμό, όπως άλλωστε πάντα συνέβαινε. Ο σημερινός επομένως «νέος προστατευτισμός» αποτελεί στην πραγματικότητα την αντίδραση της υπερεθνικής ελίτ στην προσπάθεια της Ρωσικής και της Κινεζικής ελίτ να αντισταθμίσουν την αναπτυσσόμενη μονομερή εξάρτηση τους από την υπερεθνική ελίτ, χρησιμοποιώντας τα συσσωρευόμενα και συνήθως κρατικά-ελεγχόμενα συναλλαγματικά αποθέματα τους όχι, όπως μέχρι πρόσφατα, για την αγορά κρατικών ομόλογων (π.χ. Αμερικανικών, με το αζημίωτο για την τοπική ελίτ που κάλυπτε απρόσκοπτα τα ελλείμματα της), αλλά για την εξαγορά δυτικών επιχειρήσεων. Το γεγονός αυτό αναπόφευκτα προκαλεί την αντίδραση της υπερεθνικής ελίτ, όχι μόνο για οικονομικούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους, δεδομένης της πολιτικής αστάθειας στις χώρες αυτές και της σημαντικής πιθανότητας ότι στο προσεχές μέλλον η κρατική εξουσία ― και επομένως οι εξαγοραζόμενες δυτικές επιχειρήσεις ― θα μπορούσε να πέσει στα χέρια ανεξέλεγκτων από αυτήν εθνικιστικών ελίτ.


 


[1] Βλ π.χ. Ν. Κοτζιάς, Ημερησία (29/9/2007).

[2] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 1.