Η οικολογική κρίση στα όρια καταστροφής

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2006/09/30) 

 

Πολλοί λίγοι σήμερα έχουν αμφιβολία ότι η οικολογική κρίση και κυρίως το φαινόμενο του θερμοκηπίου που είναι η σημαντικότερη εκδήλωση της καθώς και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή καθημερινά εντείνεται, όπως άλλωστε διαπιστώνουμε όλοι καθημερινά. Στην ευρύτερη περιοχή μας, αν πέρυσι η παρατεταμένη ξηρασία ταλαιπωρούσε βασικά την Ισπανία και την Πορτογαλία, εφέτος επεκτάθηκε σε ολόκληρη την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Ακόμη και η πάλαι ποτέ βροχερή Βρετανία κατάντησε να επιβάλλει όλο συχνότερους και εντονότερους περιορισμούς στη χρήση νερού έστω και αν σημαντικό μέρος του προβλήματος οφείλεται στην κερδοσκοπία των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων που δεν κάνουν τις απαραίτητες επενδύσεις για την βελτίωση των συστημάτων ύδρευσης. Σύμφωνα με πρόσφατη Ισπανική μελέτη, η τήξη των πάγων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής ήδη οδηγεί στην  ανύψωση της θάλασσας περίπου 2,5 χιλιοστά τον χρόνο, πράγμα που μέχρι το 2050 θα έχει οδηγήσει σε συνολική ανύψωση 12-15 εκατοστά. Αυτό σημαίνει ότι οι Ελληνικές, και οι Μεσογειακές ακτές γενικότερα,  θα χάσουν περίπου 10 μέτρα αμμουδιάς στα προσεχή 40 περίπου χρόνια[1], με ο,τι αυτό συνεπάγεται στον τουρισμό, την αξία των παρακτίων κτισμάτων κλπ.

Aκόμη, λίγοι αμφισβητούν την άμεση σχέση μεταξύ της οικολογικής κρίσης και της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή του συστήματος οικονομικής οργάνωσης που έχει βασικό οικονομικό στόχο είτε αντικειμενικά καθορισμένο απο τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, είτε όχι (όπως στον τ. υπαρκτό σοσιαλισμό) την μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Και δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι στη διάρκεια της ζωής της οικονομίας ανάπτυξης, είτε στην καπιταλιστική, είτε στην σοσιαλιστική εκδοχή της, έγινε σωρευτικά πολύ μεγαλύτερη ζημιά στο περιβάλλον από ό,τι συνολικά σε όλη την προηγούμενη Ιστορία. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με πρόσφατη μελέτη για τους παγετώνες της Ανταρκτικής, η απότομη αύξηση των εκπομπών θερμοκηπίου στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στα τελευταία  800.000 χρόνια! Οι μετρήσεις αυτές δείχνουν ότι ενώ το διοξείδιο του άνθρακα τα προηγούμενα 800.000 χρόνια ήταν 180-300 ppm (parts per million) τώρα έχει φθάσει τα 380 ppm! Ακόμη πιο ανησυχητική όμως είναι η δυναμική του φαινομένου: τα προηγούμενα 1.000 χρόνια, οι αυξήσεις στο διοξείδιο του άνθρακα ποτέ δεν ξεπερνούσαν τα 30 ppm, αλλά τα τελευταία 17 χρόνια αυξήθηκαν κατά 30 ppm. [2]

Η συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η θερμοκρασία του πλανήτη ανεβαίνει ακόμη περισσότερο από ο,τι είχε προβλέψει η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για το περιβάλλον στην Έκθεση της του 2001 και, όπως προβλέπει τώρα στη νέα έκθεση της που θα δημοσιευθεί σε λίγους μήνες, οι καταστροφικές κλιματικές συνέπειες του θερμοκηπίου θα είναι ακόμη χειρότερες.[3] Πολύ πρόσφατα, άλλωστε, ο καθηγητής  David King,  επί κεφαλής των επιστημονικών συμβούλων της Βρετανικής κυβέρνησης, υπολόγισε ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μια αύξηση της θερμοκρασίας ψηλότερη από 3 βαθμούς Κέλσιου στη διάρκεια του παρόντος αιώνα, ακόμη και αν επιτευχθεί διεθνής συμφωνία για τον περιορισμό των εκπομπών του θερμοκηπίου (η οποία υποτιθετο θα σταθεροποιούσε το κλίμα σε μια αύξηση όχι μεγαλύτερη των 2 βαθμών)[4]. Aυτο σημαίνει ότι πάνω από 400 εκ άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν κίνδυνο λιμοκτονίας, εξαιτίας της δραστικής μείωσης στη παραγωγή δημητριακών.

Ενώ όμως όλοι σχεδόν οι ειδικοί συμφωνούν ότι βρισκόμαστε στα όρια οικολογικής καταστροφής, δεν υπάρχει ανάλογη συναίνεση για τα αίτια της κρίσης. Η ρεφορμιστική Αριστερά και Οικολογία αποδίδει τα αίτια της στο σύστημα αξιών που επικρατεί σήμερα και τη τεχνολογία. Αντίθετα, σύμφωνα με την αντισυστημικη Οικολογία, η οικολογική κρίση οφείλεται βασικά στην δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλουθες αξίες που καθιέρωσε το ίδιο το  σύστημα αυτό, με κυρίαρχη την εργαλειακή αντίληψη της Φύσης (δηλαδή την θεώρηση της Φύσης ως εργαλείου για την ανάπτυξη) καθώς και τις τεχνολογίες που επιλέχθηκαν μέσα από την αγορά για την ικανοποίηση του στόχου της μέγιστης ανάπτυξης.

Όμως, δεν είναι δύσκολο να δειχτεί ότι η συγκέντρωση δύναμης στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της οικονομίας της αγοράς— αποτελεί την απώτερη αιτία για την οικολογική κρίση, όπως και για κάθε άλλη όψη της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης. Συγκεκριμένα σε σχέση με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας, το φτωχότερο 37% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται μόνο για το 7% των εκπομπών θερμοκηπίου ενώ το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλούσιες χώρες είναι υπεύθυνο για πάνω από το μισό αυτών των εκπομπών. Αντίστοιχα, η κατά κεφαλή χρήση ενέργειας στις πλούσιες χώρες είναι σήμερα δεκαπλάσια από ο,τι στις φτωχές χώρες![5] Είναι επομένως φανερό ότι η αιτία του θερμοκηπίου είναι το ίδιο το πρότυπο ζωής που συνεπάγεται η οικονομία ανάπτυξης, η οποία καθορίζεται από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και κυρίως την συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου μεταξύ χωρών αλλά και στο εσωτερικό τους, την συνακόλουθη αστική συγκέντρωση, την κουλτούρα του αυτοκίνητου κλπ.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι το ξεπέρασμα της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης, τμήμα της οποίας είναι η οικολογική, δεν είναι απλώς θέμα αλλαγής πολιτικών ή αξιών αλλά θέμα αλλαγής του ίδιου του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς που οδηγεί στη συνεχή ανάπτυξη και παραπέρα συγκέντρωση οικονομικής δύναμης. Η οικολογική  κρίση, επομένως, δεν ξεπερνιέται χωρίς αλλαγή του ίδιου του τρόπου ζωής, πράγμα που προϋποθέτει μια ριζική αποκέντρωση στη παραγωγή, κατανάλωση και διανομή, η οποία είναι αδύνατη στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, ακόμη και αν γίνουν τεχνολογικές αλλαγές και αλλαγές αξιών. Είναι λοιπόν φανερό ότι το δίλημμα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι είτε ν ακολουθήσουμε τις επιλογές των ρεφορμιστών οικολόγων και της ρεφορμιστικής Αριστεράς γενικότερα για ‘βιώσιμη’ ανάπτυξη, δηλαδή για μια διαδικασία «πρασινίσματος του καπιταλισμού», κάτω από την πίεση ΜΚΟ, Πράσινων οργανώσεων κ.λπ. —επιλογές που ήδη χρεοκόπησαν ή αντίθετα να παλέψουμε για μια οικολογική δημοκρατία, ως τμήμα μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Η δεύτερη αντίληψη, αποδίδοντας τις αιτίες της οικολογικής κρίσης στη συγκέντρωση δύναμης και την εργαλειακή αντίληψη τής Φύσης που συνεπάγεται η οικονομία της αγοράς, βλέπει διέξοδο από την κρίση μόνο μέσα σε μια κοινωνία ισοκατανομής οικονομικής και πολιτικής δύναμης και ριζικής αποκέντρωσης.[6]--

 

 


[1] Giles, Tremlett,  The Guardian, 11/9/2006

[2]Steve Connor, The Independent, 5/9/2006

[3] David Adam, The Guardian, 28/2/2006
[4] Andrew Grice,  The Independent, 15/4/2006
[5] World Bank, World Development Indicators 2005, Table 3.7
[6] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία, (Γορδιος, 2005), κεφ.7