(Ελευθεροτυπία, 15 Απριλίου 2006) 


 

Υπερεθνική ελίτ και πολιτική

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Στην μεταμοντέρνα[1] εποχή της ισοπέδωσης των πάντων που ζούμε δεν είναι περίεργο ότι όχι μόνο παλαιότερες έννοιες (όπως ο σοσιαλισμός, η δημοκρατία και η πολιτική) αλλά και νεότερες έννοιες,  όπως αυτή της υπερεθνικής ελίτ, έχουν εκφυλιστεί. Έτσι, η χρήσιμη αυτή έννοια για την ανάλυση των δομών εξουσίας στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς απλοποιείται, ακόμη και από καλόπιστες κριτικές,[2] ως «σχηματική» αν όχι συνωμοσιολογικη. Θα άξιζε λοιπόν μια απόπειρα παραπέρα αποσαφήνισης των εννοιών της υπερεθνικής ελιτ και της πολιτικής, εφόσον άλλωστε το θέμα δεν είναι απλά θεωρητικό αλλά έχει πελώρια πρακτική σημασία για τη κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας προϋπόθεση για αποτελεσματική πολιτική πράξη. 

Αρχικά, η υπερεθνική ελιτ δεν είναι κάποια μυθική οντότητα «η οποία καθορίζει προς όφελός της όλα τα τρέχοντα διακυβεύματα». Είναι, απλώς μια έννοια αντίστοιχη αλλά και ευρύτερη της  καπιταλιστικής άρχουσας τάξης για τη σημερινή εποχή της  διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όπου  το κέντρο της πολιτικής και οικονομικής ζωής μετατοπίζεται σταδιακά από το έθνος-κράτος στο υπερεθνικό επίπεδο. Η υπερεθνική ελίτ είναι επομένως, όπως την όρισα αλλού,[3]  ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός εξουσίας που αποτελείται από:

  • τις υπερεθνικές οικονομικές ελίτ, δηλαδή, κυρίως, τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών και τις θυγατρικές τους,

  • τις υπερεθνικές πολιτικές ελίτ, δηλαδή τους γραφειοκράτες και πολιτικούς που  παίζουν υπερεθνικό ρόλο, είτε μέσα από μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, είτε μέσα από τις κρατικές μηχανές των κυρίαρχων οικονομιών της αγοράς και κυρίως των Η.Π.Α., και, τέλος,

  • τις υπερεθνικές τεχνοκρατικές ελίτ, των οποίων τα μέλη παίζουν ηγεμονικό ιδεολογικό ρόλο μέσα από διάφορα διεθνή ιδρύματα, ομάδες διαμόρφωσης πολιτικής (think tanks), ερευνητικά κέντρα των μεγάλων διεθνών πανεπιστημίων, διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.τ.λ.

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η υπερεθνική ελιτ είναι ένα μονολιθικό σώμα και μολονότι οι πολιτικές που προωθεί εκφράζουν κατά κανόνα το γενικό στρατηγικό συμφέρον της, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο εσωτερικό της (όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε ελιτ, άρχουσα τάξη κλπ), όσον αφορά την τακτική, τον τρόπο αντιμετώπισης των οικολογικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης κ.λπ. Αυτό το κρίσιμο γεγονός «παρεξηγεί» η ρεφορμιστική Αριστερά για να καταλήξει, με βάση καθαρά συνομοσιολογικες και Μανιχαικες αναλύσεις, ότι για όλα τα σημερινά δεινά υπεύθυνη είναι η «κακή Αμερική», η οι «νεοσυντηρητικοι» μέσα σε αυτή. Έτσι, δεν χρειάζεται ν αμφισβητηθεί το ίδιο το σύστημα που γεννά τα δεινά αυτά αλλά απλώς οι «ακρότητες» του και αρκεί να εκλέξουμε τις «καλές» πολιτικές ηγεσίες και να πιέσουμε μέσω της κοινωνίας των πολιτών για να απαλλαγούμε από τους «παράλογους» πόλεμους, τις νεοφιλελεύθερες «ακρότητες» κλπ!

Ακόμη, οι επί μέρους ελιτ που απαρτίζουν την υπερεθνική ελιτ δεν παίζουν κάποιο συνωμοσιολογικο ρόλο αλλά : 

  • οι οικονομικές ελιτ σχεδιάζουν και εφαρμόζουν τις πολιτικές που είναι συμβατές με το σημερινό οικονομικό πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης,

  • οι πολιτικές ελιτ σχεδιάζουν και εφαρμόζουν τις πολιτικές (συμπεριλαμβανόμενων των πολέμων που απλώς «συνεχίζουν τις πολιτικές αυτές με άλλα μέσα») οι οποίες προωθούν σε όλο τον πλανήτη τη Νέα Τάξη που καθιέρωσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ενώ

  • οι επικοινωνιακές ελιτ διαμορφώνουν την ιδεολογία που «δικαιώνει» τις πολιτικές αυτές.

Το ερώτημα όμως που γεννιέται για ορισμένους είναι ποια περιθώρια αφήνει η ανάλυση αυτή  στην πολιτική; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτιέται από τον ίδιο τον ορισμό που δίνουμε στην πολιτική. Αν την ορίσουμε ως «μια πρακτική η οποία ασχολείται με το ειδικό και συγκεκριμένο» ή, σύμφωνα με παρόμοιο ορισμό, ως την «τέχνη του εφικτού», τότε πράγματι η πολιτική είναι μια σκιαμαχία μεταξύ επαγγελματιών πολιτικών, εφόσον οι παράμετροι που θέτει η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς πράγματι αφήνουν ελάχιστα περιθώρια διαφοροποιήσεων σε αυτούς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στη κρατικιστική περίοδο της νεωτερικότητας όταν πράγματι υπήρχαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Αυτή είναι και η αιτία της σημερινής απάθειας των πολιτών γι αυτού του είδους την «πολιτική», ο μαρασμός των μαζικών κομμάτων, καθώς  και η συνακόλουθη προσπάθεια να εξωραϊστεί αυτή η «πολιτική» με τη «συμμετοχική» δημοκρατία, την ενθάρρυνση των μονοθεματικων οργανώσεων (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις — Μ.Κ.Ο.) της  «κοινωνίας πολιτών» κ.λπ.

Η πολιτική μ’ αυτήν την έννοια δεν είναι πια παρά μια τεχνική για τη διατήρηση και την άσκηση της εξουσίας —η πεμπτουσία του ετεροκαθορισμού— και δεν έχει καμία σχέση με την κλασική έννοια της Πολιτικής που δεν είναι παρά ο αυτοκαθορισμός, η αυτοδιεύθυνση της κοινωνίας από τα μέλη της, που θα μπορούσε να επεκτείνεται πέρα από το πολιτικό επίπεδο (όπως συνέβαινε στην «μερική» δημοκρατία της κλασικής Αθήνας), στο οικονομικό και το ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, όπως θα συνέβαινε σε μια «Περιεκτική Δημοκρατία». Όσο λοιπόν οι άνθρωποι, στο σημερινό σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς, αφήνουν τις κρίσιμες αποφάσεις που τους αφορούν να παίρνονται «για λογαριασμό τους» από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ αντίστοιχα, τότε πράγματι η πολιτική, ιδιαίτερα στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, καταντάει «μια άσκοπη σκιαμαχία, κι εμείς μαριονέτες στα επιδέξια χέρια εκείνων που κινούν τα νήματα».

Αλλά μήπως αυτό σημαίνει πως η άποψη αυτή είναι «αποκαλυπτική» (με τη θρησκευτική έννοια) εφόσον «για να αλλάξει κάτι πρέπει να αλλάξουν όλα και την ίδια στιγμή»; Ιδιαίτερα, μάλιστα,  σήμερα που, όπως υποστηρίζουν άλλοι αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς, το δίλημμα «επανάσταση η μεταρρύθμιση» έχει ξεπεραστεί και «η ιδέα της κοινωνικής προόδου έχει πλέον συνδεθεί με εκείνη της κοινωνικής εξέλιξης και μετεξέλιξης από τα κάτω» (δηλαδή των μεταρρυθμίσεων μέσω της «κοινωνίας των πολιτών»);[4] Όμως, αν το δίλημμα αυτό έχει ξεπεραστεί, αυτό σίγουρα δεν έγινε προς όφελος των  μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, όπως έδειξε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, είναι εύκολα αναστρέψιμες. Από την άλλη μεριά, οι μεταβατικές στρατηγικές που θα στόχευαν στη πραγματοποίηση «συστημικών» αλλαγών «από τα κάτω», μέσα από τη σταδιακή μετατόπιση των παραγωγικών πόρων και των πολιτών σε μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία,[5] θα μπορούσαν πράγματι να οδηγήσουν στην υπέρβαση του ιστορικού αυτού διλήμματος.


 

[1] Βλ T. Fotopoulos, ‘The myth of postmodernity’, Democracy & Nature, Vol. 7, Νο. 1 (March 2001).

[2] Βλ. Γ. Γιαννουλόπουλος, «Τροφή για τη σκέψη μας»,  «Ε» (5/4/06).

[3] Βλ. πχ Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία, (2005) σελ. 77-88

[4] Βλ. πχ. Κ. Βεργόπουλος, «Ε» (31/3/06).

[5] Η Πολυδιαστατη Κρίση, κεφ. 16.