“Αξονας ελπίδας” κατά “άξονα του κακού”…

Λατινική Αμερική και ρεφορμιστική Αριστερά


ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2006/12/09) 

 

 

Πριν αρκετά  χρόνια η ρεφορμιστική Aριστερά βαυκαλιζόταν με τον μύθο ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση καταρρέει στον Βορρά, χάρη στον αγώνα των Ευρωπαϊκών λαών και τη σχετική πίεση που ήταν σε θέση ν ασκήσουν τα “προοδευτικά” Ευρωπαϊκά καθεστώτα κατά των «κακών» Αμερικανών που επέβαλλαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σήμερα, όταν πια φάνηκε καθαρά ότι οι Ευρωπαϊκοί λαοί βρίσκονται παγιδευμένοι μεταξύ της Σκύλλας των κεντροδεξιών (Μερκελ, Μπερλουσκονι, Σιράκ, Καμερον, ΝΔ) και της Χάρυβδης των κεντροαριστερών (Σρεντερ, Προντι, Ρουαγιαλ, Μπλερ/Μπραουν, ΠΑΣΟΚ) όλοι υιοθετούν με επουσιώδεις παραλλαγές τις ίδιες πολιτικές που στηρίζουν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, εφόσον οι πολιτικές αυτές ουσιαστικά αποτελούν μονόδρομο στο σημερινό σύστημα των ανοικτών και ελευθέρων αγορών μια νέα σανίδα σωτηρίας ανακαλύφθηκε από την ρεφορμιστική Αριστερά: η Λατινική Αμερική. Ιδιαίτερα, μετά τις τελευταίες εκλογικές νίκες της κεντροαριστεράς στον Ισημερινό, στη Νικαράγουα (από τον μεταλλαγμένο τ. επαναστάτη Ορτεγκα) και στην Βενεζουέλα (από τον λαϊκιστή Chavez), η ρεφορμιστική Αριστερά, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι κεντροαριστερούς, σοσιαλφιλελευθερους και λαϊκιστές,  πανηγυρίζει για την νίκη της “Αριστεράς” στη Λατ. Αμερική που, όπως μας πληροφορεί ο Tariq Ali, δημιουργεί μάλιστα έναν “άξονα ελπίδας”. Δηλαδή, ένα άξονα που αντιπαρατάσσεται στον πραγματικό “άξονα του κακού” (όχι αυτόν του Μπούς!) που εκπροσωπεί η “συναίνεση της Ουάσινγκτον”.[1]


Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο σύνθετη και λιγότερο αισιόδοξη από τις απλοϊκές αυτές αναλύσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς, όπως φανερώνουν οι εμπειρίες από πολλά από τα καθεστώτα αυτά. Σε πρόσφατο μάλιστα δοκίμιο του έγκυρος αναλυτής της ριζοσπαστικής Αριστεράς που ειδικεύεται στα θέματα της Λατινικής Αμερικής κατέληξε σε απαισιόδοξα συμπεράσματα
[2]. Έτσι, όπως παρατηρεί ο  James Petras, τα κόμματα της Λατινοαμερικάνικης Αριστεράς ενώ προεκλογικά καταδικάζουν τον νεοφιλελευθερισμό και τις …παραφυάδες του, μόλις καταλάβουν την  εξουσία υιοθετούν το σύστημα των ανοικτών και ελευθέρων αγορών —την πεμπτουσία του νεοφιλελευθερισμού. Αντίστοιχα, κανένα από τα κόμματα αυτά δεν ανέτρεψε την διαδικασία μαζικών ιδιωτικοποιήσεων της περιόδου 1970-2001 που  οδήγησε, μαζί με την ελευθερία των αγορών, στη σημερινή κατάσταση όπου σχεδόν το 40% των Λατινοαμερικάνων ζουν κάτω από τη γραμμή φτώχειας του ΟΗΕ, οι μισοί μάλιστα από τους οποίους επιβιώνουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα[3]. Στον τελευταίο, άλλωστε, γύρο διαπραγματεύσεων της ΠΟΕ οι σημαντικότερες Λατινοαμερικάνικες χώρες, που εγκωμιάζονται από την ρεφορμιστική Αριστερά, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα παρακλάδια του, πίεζαν για ακόμη μεγαλύτερη απελευθέρωση του εμπορίου, ενώ πρόσφατα εισήγαγαν νομοθεσία για την ιδιωτικοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, την “απελευθέρωση” της αγοράς εργασίας (δηλαδή την χαλάρωση των κοινωνικών ελέγχων) και τη διευκόλυνση της εισόδου ξένου κεφαλαίου![4]

           
Στην ίδια τη Βενεζουέλα (το πρότυπο του “σοσιαλισμού για τον 21ο αιώνα” κατά τον
Chavez) οι ιδιοκτησιακές σχέσεις έχουν μείνει σχεδόν ανέγγιχτες (εκτός από κάποιες οριακές απαλλοτριώσεις αγροτικής γης) ενώ το διμερές εμπόριο με τις ΗΠΑ (που σημαντικό μέρος του αφορά τις διαρκώς εντεινόμενες εισαγωγές, συνήθως, πολυτελών αυτοκίνητων) αυξήθηκε κατά το 1/3 το 2005, φθάνοντας τα 40 δισ. δολλ.
[5] Δεν είναι λοιπόν περίεργο το συμπέρασμα του Douglas Bravo, πρώην Μαρξιστή αντάρτη,  στη καθημερινή εφημερίδα El National για την κυβέρνηση Chavez: "εάν κρίνουμε από τα έργα της, πρόκειται για νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση».[6] Φυσικά, αυτό δεν αρκεί στις ντόπιες και ξένες ελίτ οι οποίες, μολονότι προς το παρόν δεν έχουν υποστεί παρά ελάχιστες ζημιές από την “Βολιβαριανη επανάσταση”, θα προτιμούσαν ένα περισσότερο έμπιστο καθεστώς-- όπως τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα στο Μεξικό, Γουατεμάλα κλπ, η έστω τα κεντροαριστερά καθεστώτα στη Βραζιλία, την Ουρουγουάη και την Αργεντινή-- παρά ένα καθεστώς που προσπαθεί να επιβάλλει κάποιο είδος μικτής οικονομίας και την αντίστοιχη μείωση των κερδών τους. Οι γενναίες άλλωστε αυξήσεις των κοινωνικών δαπανών, κυρίως για την υγεία και την εκπαίδευση, χρηματοδοτήθηκαν μεν βασικά από τις υψηλές τιμές πετρελαίου αλλά και σε ένα μέρος από την αύξηση του φόρου πάνω στις πετρελαιοβιομηχανίες. Οσο επομένως η τιμή του πετρελαίου πέφτει στο μέλλον, τόσο θ αυξάνει αντίστοιχα το φορολογικό βάρος των ελίτ.

 

Το γεγονός όμως που κυρίως ανησυχεί τις ελίτ είναι ότι υπάρχουν και  πιέσεις “από τα κάτω” για πολύ ριζοσπαστικότερα μέτρα από αυτά που είναι διατεθειμένα να πάρει το καθεστώς Chavez. Τέτοιες πιέσεις αφορούν την κοινοτικοποιηση της αγροτικής γης και τον έλεγχο της από κοοπερατίβες, την απαλλοτρίωση εργοστασίων και τον άμεσο έλεγχο τους από εργατικά συμβούλια και, γενικότερα, την δημοκρατικοποίηση της λήψης των βασικών αποφάσεων μέσα από αμεσοδημοκρατικες διαδικασίες. Η απάντηση  του καθεστώτος Chavez μέχρι τώρα στις πιέσεις αυτές ήταν:

  • πρώτον, μια δειλή αγροτική μεταρρύθμιση που από το 2001 μέχρι σήμερα έχει οδηγήσει στην απαλλοτρίωση λιγότερου από το 1% των μεγάλων αγροκτημάτων, όταν το 5% των μεγαλογαιοκτημονων κατείχε το 80% της καλλιεργήσιμης γης –πράγμα που εύλογα οδήγησε τον ηγέτη τους, Genaro Mendez, να δηλώνει θρασυτατα “δεν υπάρχει  επανάσταση, μόνο σλόγκαν”.

  • δεύτερον, ελάχιστες απαλλοτριώσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων (τα κυριότερα ΜΜΕ που είναι ιδιωτικά ελέγχονται από φιλοαμερικανικα συμφέροντα!), συνήθως εγκαταλελειμμένων από τους ιδιοκτήτες τους και κατειλημμένων από τους εργαζόμενους σε αυτές, οι οποίοι όμως συναντούν την κρατική κωλυσιεργία όταν αποπειρώνται να αναλάβουν τον έλεγχο τους μέσω αυτόνομων εργατικών  συμβουλίων.

  • τρίτον, η καθιέρωση ενός είδους “συμμετοχικής” δημοκρατίας (όχι πολύ διαφορετικής από αυτή που προτείνει το ΠΑΣΟΚ!) όπου οι βασικές αποφάσεις παίρνονται στο κέντρο από την κυβέρνηση, ενώ οι ντόπιες συνελεύσεις παίζουν ουσιαστικά συμβουλευτικό ρόλο, αποφασίζοντας μόνο για τον τρόπο διάθεσης  κρατικών κονδυλίων σε τοπικά έργα.[7]

    
Τέλος, η διαδικασία που ξεκίνησε το καθεστώς για την δημιουργία μιας περιφερειακής κοινής αγοράς που θα στηρίζεται στην κοινωνική αλληλεγγύη (
ALΒA
σε αντίθεση με την MERCOCUR, το αντίστοιχο της ΕΕ, όπου επίσης μετέχει η Βενεζουέλα και στηρίζεται στον ανταγωνισμό είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, όσο η παραγωγική διαδικασία σε όλες τις Λατινοαμερικάνικες χώρες (εκτός της Κούβας όπου και εκεί η κατάσταση αλλάζει) ελέγχεται ουσιαστικά από πολυεθνικές!

 

Το συμπέρασμα είναι ότι αν τα λαϊκά κινήματα στη Λατινική Αμερική δεν ξεπεράσουν τις πολιτικές ηγεσίες τους ο “άξονας της ελπίδας” θα μετατραπεί γι άλλη μια φορά σε άξονα της απελπισίας…


[1] Tariq Ali, Pirates of the Caribbean: Axis of Hope, (Verso 2006)
[2] James Petras, “US-Latin American Relations”, Canadian Dimension, (Νοεμ.2006)
[3] Christopher Walker , Independent, 22/1/2006
[4] James Petras, ο.π.

[5] Rory Carroll,  Guardian, 23/10/2006

[6] Rory Carroll, “Welcome to the Chávez revolution – where the rich keep getting richer”, Guardian, 14/11/2006

[7] Renaud Lambert, “ Popular revolution, culture of impunity», Le Monde diplomatique, Σεπτ. 2006