(Ελευθεροτυπία, 19 Φεβρουαρίου 2005) 

Το Κιότο και άλλα παραμύθια

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Το θέμα της επιδεινούμενης οικολογικής κρίσης—ως τμήμα της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης-- ήλθε πάλι στο προσκήνιο αυτή την εβδομάδα όταν, ανάμεσα σε άσκοπους αν όχι και παραπλανητικούς πανηγυρισμούς από το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ που το υιοθέτησε, τέθηκε σε ισχύ το Πρωτόκολλο του Κιότο. Με τη συμφωνία αυτή περίπου 141 χώρες, οι οποίες ευθύνονται μόνο για το 55% των εκπομπών θερμοκηπίου που προκαλούν την προϊούσα δραστική κλιματική μεταβολή, δεσμεύθηκαν να μειώσουν αυτές τις εκπομπές. Οι ΗΠΑ και η Αυστραλία, που μαζί με την Κίνα και την Ινδία είναι κυρίως υπεύθυνες για το υπόλοιπο 45% των εκπομπών θερμοκηπίου, δεν ανάλαβαν παρόμοια δέσμευση δίνοντας προτεραιότητα στην δυναμική της οικονομίας της αγοράς και το συμπλήρωμα της, την οικονομία ανάπτυξης, παρά στην επαπειλούμενη κλιματική καταστροφή. 

 

Έτσι, η Αμερικανική πολιτική ελίτ (Κογκρέσο, Κυβέρνηση) που ελέγχεται  απόλυτα από την οικονομική ελίτ αφού δεν αντιμετωπίζει καμία σημαντική πίεση «από κάτω», προσπαθεί ακόμη και ν αμφισβητήσει την ίδια την ύπαρξη και σημασία του φαινομένου του θερμοκηπίου, με την ενθουσιώδη υποστήριξη ενός «επιστημονικού» λόμπι το οποίο ―χρηματοδοτούμενο από ένα κονσόρτσιουμ  που αντιπροσωπεύει σχεδόν όλες τις σημαντικές Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πετρελαίου, αυτοκινήτων, χάλυβα, άνθρακα, ηλεκτρικού, γκαζιού, πλαστικών, αερομεταφορές― κάνει το παν για να δικαιολογήσει «επιστημονικά» την γραμμή αυτή. Από την άλλη μεριά, οι ελίτ στην Κίνα και την Ινδία, τα νέα οικονομικά «θαύματα» στην περιφέρεια, αντιδρούν σε οποιουσδήποτε αποτελεσματικούς περιορισμούς της «ανάπτυξης» τους για χάρη περιβαλλοντικών στόχων, πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο αν ληφθεί υπόψη ότι η βασική κινητήρια δύναμη της «ανάπτυξης» αυτής είναι το πολύ φθηνό κόστος παραγωγής, ως συνέπεια των εξαθλιωτικών μισθών και των υποτυπωδών ελέγχων για τη προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Το πολύ φθηνό κόστος παραγωγής  είναι δηλαδή το «συγκριτικό πλεονέκτημα» με το οποίο προσελκύουν τις πολυεθνικές να μεταφέρουν ―στο πλαίσιο της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης― (συνήθως) στάδια της παραγωγικής διαδικασίας τους στις χώρες αυτές.

 

Είναι φανερό λοιπόν ότι η υπερεθνική ελίτ είναι διχασμένη πάνω στο θέμα, εφόσον η ΕΕ και η Ιαπωνία ήταν εξαρχής υπέρ κάποιων μέτρων για την αποφυγή μιας οικολογικής καταστροφής, ενώ οι ΗΠΑ (που από μόνες τους είναι υπεύθυνες για  πάνω από το ένα τρίτο των εκπομπών θερμοκηπίου) ακολουθούμενες από την Αυστραλία ήταν πάντα εναντίον οποιουδήποτε μέτρου. Δεδομένου όμως ότι οι οικονομικές ελίτ στο «προοδευτικό» τμήμα της υπερεθνικής ελίτ ενδιαφέρονται βέβαια εξίσου με το «συντηρητικό» τμήμα της για την επέκταση των αγορών και των κερδών τους από την σημερινή «ανάπτυξη», τα μέτρα που ενέκριναν στο πρωτόκολλο του Κιότο δεν έχουν καμία σχέση με το μέγεθος του σημαντικότερου προβλήματος που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, εφόσον, ακόμη και αν εκπληρώσουν στο ακέραιο τις υποχρεώσεις τους (κάτι που αγγίζει την επιστημονική φαντασία με βάση την ιστορική εμπειρία)[1], το αποτέλεσμα στην αποτροπή της οικολογικής καταστροφής  θα είναι αμελητέο, αν όχι μηδαμινό.

 

Έτσι, ήδη από την πρώτη έκθεση τους το 1990, τα μέλη της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την κλιματική μεταβολή συμπέραναν ότι, για να αποκλεισθεί ο κίνδυνος μιας επικίνδυνης κλιματικής μεταβολής, οι εκπομπές θερμοκηπίου θα έπρεπε να μειωθούν κατά 60% με 80%  μέχρι το 2020, ή το αργότερο μέχρι το 2050, σε σχέση με το 1990, εφόσον, όπως δηλώνει ο πρόεδρος της επιτροπής αυτής, «έχουμε ήδη φτάσει το επίπεδο επικίνδυνης συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα». Στη Διάσκεψη του Ρίο το 1992, όμως, οι «προοδευτικές» ελίτ, έχοντας θάψει εκ των προτέρων τον κώδικα συμπεριφοράς των πολυεθνικών που είχε συντάξει ο ΟΗΕ με στόχο την επιβολή κάποιων ήπιων ελέγχων πάνω σ αυτές,[2] αρκέστηκαν ν αναλάβουν πολιτική (όχι νομική) δέσμευση για απλή σταθεροποίηση των εκπομπών θερμοκηπίου.

 

To 1995, η ίδια Επιτροπή δημοσίευσε τα πορίσματα της έρευνας της που είχαν συμφωνηθεί από περίπου 2.000 επιστήμονες και ειδικούς. Σύμφωνα με την Έκθεση αυτή, η κλιματική μεταβολή είναι ένα πρόβλημα που συναρτάται απόλυτα με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι εκπομπές  ιδιαίτερα του διοξειδίου του άνθρακα, που είχαν μείνει σταθερές για μια σχεδόν χιλιετία πριν την άνοδο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και την καπιταλιστική βιομηχανική επανάσταση, αυξήθηκαν σχεδόν 30% από τότε. Όπως παρατηρήθηκε, παρόμοια επίπεδα συγκεντρώσεων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα δεν έχουν σημειωθεί τα τελευταία 200 εκατομμύρια χρόνια! Το 1997, συνήλθε νέα παγκόσμια διάσκεψη στο Κιότο που κατέληξε σε νέα συμφωνία η οποία, πάλι, χαιρετίστηκε σαν ‘ιστορική βήμα’ από τους σοσιαλδημοκράτες και τους ρεφορμιστές οικολόγους. Στη πραγματικότητα βέβαια επρόκειτο όχι μόνο για άλλο ένα φιάσκο αλλά και καθιερώθηκε η πλήρης εμπορευματοποίηση της διαδικασίας έλεγχου των εκπομπών θερμοκηπίου, με τη δημιουργία «αγοράς ρύπων», όπου οι μεγαλύτεροι ρυπαντές μπορούσαν να εξαγοράζουν τη δυνατότητα να ρυπαίνουν από τους  ρυπαντές που δεν είχαν εξαντλήσει τα παραχωρηθέντα από το Πρωτόκολλο περιθώρια ρύπανσης![3] Συνολικά, τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύτηκαν να μειώσουν τις εκπομπές  θερμοκηπίου μέχρι το 2012 κατά 5,2% σε σχέση με το 1990–στόχο που δεν έχει βέβαια καμία σχέση με την απαιτούμενη μείωση για ν αποφευχθεί η κλιματική καταστροφή. 

 

Αναπόφευκτα, αντί για μείωση, είχαμε αύξηση κατά 16,4% του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα μεταξύ 1990 και 2002, ενώ τα τελευταία δυο χρόνια σημειώνεται δραστική επιτάχυνση του ρυθμού αυτού.[4] Παράλληλα, η θερμοκρασία ήδη αυξήθηκε σχεδόν κατά ένα βαθμό και υπολογίζεται ότι, αν συνεχιστεί η σημερινή τάση, η θερμοκρασία θα φτάσει στο σημείο συναγερμού (+2 βαθμούς) πολύ σύντομα, ίσως σε 10 χρόνια. Ήδη ο κόσμος έζησε τα δέκα πιο ζεστά χρόνια της Ιστορίας του, ενώ πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι τα συχνά «ακραία καιρικά φαινόμενα» (ξηρασίες, πλημμύρες κ.λπ.) είναι υπεύθυνα για τον θάνατο 150.000 ανθρώπων τον χρόνο[5] και ότι η προϊούσα κλιματική μεταβολή θα εξαφανίσει ένα τέταρτο των ζώων και φυτών (πάνω από ένα εκ. είδη)  μέχρι το 2050.[6]

 

Από την άλλη μεριά, τα φτωχότερα στρώματα, τα οποία κυρίως πληρώνουν την τιμή της οικολογικής κρίσης, αδρανοποιούνται από το δίλημμα «εργασία η περιβάλλον» που αντιμετωπίζουν στο  σύστημα της οικονομίας τής αγοράς ― πράγμα που κάνει επιτακτική την ανάγκη ενός μαζικού κινήματος για την υπέρβαση του και την έξοδο από την  πολυδιάστατη κρίση.


 


 

[1]Andrew Osborn, ‘EU nowhere near meeting Kyoto targets’, The Guardian, 3/12/03

[2]George Monbiot, ‘For worse: world is suffering from broken promises’, The Guardian, 22/8/02

[3]βλ. πχ Philippe Bovet and Francois Ploye, ‘The polluter pays but who profits?’,  Le Monde diplomatique, July 2002 και G. Monbiot, The great climate sell-off, The Guardian, 16/11/00

[4]Paul Brown, ‘Climate fear as carbon levels soar’, The Guardian, 11/10/04

[5]Paul Brown, ‘Global warming kills 150,000 a year’, The Guardian, 12/12/03

[6]Paul Brown, ‘An unnatural disaster’, The Guardian, 8/1/04.