Παραδοσιακή και νέα Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2004/8/07) 

 

Παραδοσιακή και νέα Αριστερά

Η συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς που άρχισε προ ημερών στην εφημερίδα αυτή έχει το χαρακτηριστικό, όπως και όλες άλλωστε οι σχετικές συζητήσεις στη χώρα μας, ότι περιορίζεται μόνο στην παραδοσιακή Αριστερά και μάλιστα ούτε καν σε ολόκληρο το χώρο της αφού το αντισυστημικο τμήμα της παραδοσιακής Αριστεράς εκπροσωπείται υποτυπωδώς.

Έτσι, από τη μια μεριά προβάλλονται οι απόψεις της «ρεαλιστικής» ρεφορμιστικής Αριστεράς, η οποία ονειρεύεται ότι μια πολιτικά ενοποιημένη και αυτόνομη από τις ΗΠΑ «Ευρώπη» θα μπορούσε να μας οδηγήσει έξω από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που αποδίδεται στα μηχανεύματα της «κακής» Αμερικανικής ελίτ. Και αυτό, χωρίς να δείχνει ποτέ αυτή η Αριστερά γιατί άραγε τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών οικονομικών ελίτ είναι τόσο διαφορετικά από αυτά της Αμερικανικής ελίτ, ώστε να ευελπιστεί πως η επικράτηση τους θα οδηγήσει στην αντιστροφή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ποτέ, για παράδειγμα, η Αριστερά αυτή δεν έδειξε που θα στηριχτεί η ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών ελίτ αν όχι στη δραστηριότητα των Ευρωπαϊκών πολυεθνικών και γιατί άραγε οι πολυεθνικές αυτές θα δεχόντουσαν περιορισμούς στηn κίνηση των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων για χάρη κοινωνικών και οικολογικών στόχων, που αναγκαστικά θα περιόριζαν την ανάπτυξη τους σε σχέση με τις Αμερικανικές ή Απωανατολικές πολυεθνικές οι οποίες δεν θα αντιμετώπιζαν παρόμοιους περιορισμούς.

Από την άλλη, προβάλλονται οι θέσεις της «ανανεωτικής» Μαρξογενούς αριστεράς, η οποία μιλά για τον σοσιαλισμό ως στρατηγικό στόχο, επιτευκτό μέσω μιας μακρόχρονης περιόδου αγώνων και κατακτήσεων που θα άλλαζαν τον συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου. Στο μεταξύ, η ίδια Αριστερά υιοθετεί τις πιο ρεφορμιστικές θέσεις και όχι μόνο δεν θέτει άμεσο θέμα αμφισβήτησης του συστήματος αλλά ούτε καν αμφισβήτησης της ΕΕ που είναι το κύριο όργανο υλοποίησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στον Ευρωπαϊκό χώρο! Αντίθετα, δεν διστάζει να χαρακτηρίζει την παγκοσμιοποίηση ως ιδεολόγημα η «συνωμοσία», προτιμώντας να μην βλέπει τα συστημικα αίτια της ανόδου της που την κάνουν μη αντιστρέψιμη μέσα στο σημερινό σύστημα. Είναι βέβαια πολύ ευκολότερο να ρίχνει κανείς την ευθύνη στις «συμβιβασμένες» σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες και συγχρόνως να διανθίζει όλα αυτά με «επαναστατική» ρητορική—είδος που ευδοκιμεί στην Ελληνική ρεφορμιστική Αριστερά, σε αντίθεση με την περισσότερο συνεπή διεθνή. Τέλος, ελάχιστα προβάλλονται οι απόψεις της πραγματικά αντισυστημικής παραδοσιακής Αριστεράς η οποία, ξεκινώντας πάλι από την κλασική Μαρξιστική ανάλυση, αμφισβητεί ευθέως το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό του συμπλήρωμα—την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία»--καθώς και τους κύριους θεσμούς που το υλοποιούν, όπως η ΕΕ.

Πέρα όμως από αυτήν την παραδοσιακή Αριστερά, μια νέα Αριστερά αναπτύσσεται «από κάτω» στον διεθνή χώρο, η οποία δεν περιορίζεται απλώς στην κλασική (και αποτυχημένη ιστορικά) μέθοδο της υποστήριξης των κοινωνικών αγώνων και των συνακόλουθων συγκρούσεων, με την προσδοκία μιας επανάστασης που, κάτω από την καθοδήγηση κάποιας πεφωτισμένης ηγεσίας, θα οδηγήσει στην συστημική αλλαγή. Και δεν αναφέρομαι στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα παρακλάδια του που, με την «ιδεολογική σούπα» που το διακρίνει αναπόφευκτα κατέληξε να ελέγχεται από τη διεθνή ρεφορμιστική Αριστερά. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε ήδη μπροστά μας τους τελευταίους μήνες, με το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης (στο οποίο τελικά ηγεμόνευσε, μέσω του ΠΚΦ, η ρεφορμιστική Αριστερά) να πνέει σήμερα τα λοίσθια και να μην είναι πια σε θέση, μετά το φιάσκο των αντιπολεμικών διαδηλώσεων που δεν κατέληξαν πουθενά, ούτε να κάνει δύσκολη την ζωή των ελίτ στη σύνοδο του ΠΟΕ στη Γενεύη προ ημερών. Έτσι, οι προσδοκίες που γεννήθηκαν με το Σιατλ εξατμίζονται μέσα σε πέντε χρόνια, ενώ η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ολοένα φουντώνει περισσότερο.

Αναφέρομαι στις κινήσεις από τα κάτω που συνήθως πρόσκεινται στον διεθνή ελευθεριακά χώρο και οι οποίες, ξεπερνώντας τις ξεπερασμένες αναλύσεις και στρατηγικές της παραδοσιακής Αριστεράς, έχουν από χρόνια αποδυθεί σε δραστηριότητες «προεικόνισης» του μελλοντικού συστήματος, δραστηριότητες όπως τα προγράμματα Οικονομικής Ανάπτυξης που βασίζονται στην Κοινότητα (Community Economic Development projects), τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια και αγροκτήματα, τους στεγαστικούς συνεταιρισμούς, τα σχήματα LETS (σχήματα για την άμεση ανταλλαγή υπηρεσιών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος) κ.ο.κ Το πρόβλημα, όμως, με όλες αυτές τις δραστηριότητες είναι ότι δεν αποτελούν τμήμα ενός προγραμματικού πολιτικού κινήματος με ξεκάθαρους στόχους, μέσα και στρατηγικές, με άλλα λόγια ενός νέου πολιτικού προτάγματος, αλλά αποσπασματικές δραστηριότητες ομάδων αλληλοβοήθειας από τα κάτω. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι δραστηριότητες αυτές εύκολα περιθωριοποιούνται ή και ενσωματώνονται στο σύστημα που τις χρησιμοποιεί ως μέσα επιβοηθητικά της προσπάθειας του να υπονομεύσει παραπέρα το κράτος-προνοια, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Και εδώ ερχόμαστε στην ανάγκη για ένα νέο πολιτικό προταγμα της Αριστεράς σήμερα.

Το να μιλά κανείς σήμερα για ένα νέο προταγμα θεωρείται περίπου σαν πολιτική αυτοκτονία εφόσον η επικρατούσα αντίληψη μέσα σε αυτό που περνά για Αριστερά στις μέρες μας-- την οποία βέβαια προβάλλουν με κάθε μέσο για τους δικούς τους λόγους αυτοί που ελέγχουν τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά-- είναι ότι αφού απέτυχε το Σοβιετικό πείραμα, και σήμερα η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς είναι παντού κυρίαρχη και παντοδύναμη, δεν μένει παρά να παλέψουμε μέσα στο ισχύον σύστημα για να το βελτιώσουμε όσο μπορούμε. Πολλοί μάλιστα καλύπτουν αυτή την ενσωμάτωση της σημερινής Αριστεράς μέσα στο σύστημα και ως κάτι θετικό, αν όχι και προοδευτικό, διότι δήθεν τα πολιτικά προτάγματα στο παρελθόν οδήγησαν σε ολοκληρωτισμούς. Έτσι, «ξεχνούν» βολικότατα ότι το υπάρχον σύστημα επίσης βασίζεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο πρόταγμα, αυτό του φιλελευθερισμού (πολιτικού και οικονομικού) με όσα υπολείμματα του σοσιαλιστικού προταγματος ενσωματώθηκαν σε αυτό στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης και παραμένουν ακόμη όρθια. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρέπει απλώς να παλεύουμε για ένα αφηρημένο «καλύτερο κόσμο που είναι εφικτός» (όπως λέει το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα παρακλάδια του), που συνήθως καταλήγει σε αιτήματα για κάποιες μεταρρυθμίσεις. Άλλοι πάλι μιλούν για ένα προταγμα που θα προκύψει δήθεν στη πορεία του αγώνα, πράγμα βέβαια που ποτέ δεν έγινε στην ιστορία ούτε θα γίνει ποτέ. Για την ανάγκη, όμως, ενός νέου προταγματος σήμερα θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο επόμενο.