«Ο Π.Ο. Εμπορίου σκοτώνει τους αγρότες»

 

ΜΙΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΑΝΚΟΥΝ

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2003/09/20) 

 

Με αυτό το σύνθημα ο Λι Κιούνγκ, ένας ΝοτιοΚορεάτης αγρότης, που μετείχε στις διαδηλώσεις κατά του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στο Κανκούν του Μεξικού που έληξε πριν λίγες μέρες, άφησε την τελευταία του πνοή, αυτοκτονώντας σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση η οποία του κατάστρεψε τη ζωή του, όπως και εκατομμυρίων άλλων αγροτών σε όλο τον κόσμο. Στη πραγματικότητα, το σύνθημα αυτό έδινε ένα αποσπασματικό τμήμα της αλήθειας. Διότι βέβαια ούτε είναι μόνο οι αγρότες τα θύματα της παγκοσμιοποίησης, ούτε είναι απλώς ο οργανισμός αυτός που ευθύνεται για την τύχη τους. Ο ΠΟΕ δεν είναι άλλωστε παρά ένας διεθνής οργανισμός όπου οι ελίτ που εκπροσωπούν τους λαούς έχουν δήθεν τη δυνατότητα, με ίση ψήφο η καθεμία, να επιβάλλουν κάποια τάξη στη ζούγκλα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και του ελευθέρου εμπορίου. Όμως, οι τεράστιες διαφορές στην οικονομική δύναμη των χωρών που εκπροσωπούνται αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανισόμερης ανάπτυξης που επιβάλλει το σύστημα της οικονομίας της αγοράς έχει συνέπεια ότι μερικές ελίτ είναι ‘πιο ίσες’ από τις άλλες και επιβάλλουν, μέσω οργανισμών όπως ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ και η Διεθνής Τράπεζα, αυτές ακριβώς τις πολιτικές που ευνοούν την αναπαραγωγή της ανισοκατανομής της οικονομικής δύναμης, δηλαδή της κυριαρχίας τους.

 

Με άλλα λόγια, ο ΠΟΕ, όπως και οι άλλοι διεθνείς οργανισμοί, είναι απλώς όργανο της υπερεθνικής ελίτ[1] που μέσω των παραρτημάτων της στην κάθε χώρα ουσιαστικά μονοπωλεί την οικονομική και πολιτική εξουσία στη Νέα Τάξη. Όσο λοιπόν δεν αμφισβητείται το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που εγκαθιδρύθηκε δυο αιώνες πριν, τόσο το σύνθημα ‘οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη΄ που υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά (Παγκόσμιο Φόρουμ και εθνικά παρακλάδια του, ΣΥΝ κ.α.) θα είναι στη  καλύτερη περίπτωση ουτοπικό και στη χειρότερη παραπλανητικό. Πράγμα που σημαίνει ότι η συνεχώς διευρυνόμενη πελώρια ανισοκατανομή δύναμης και η συνακόλουθη χρόνια κρίση του συστήματος αυτού δεν πρόκειται να σταματήσει με τις μεταρρυθμίσεις, ή ακόμη και την κατάργηση των ‘κακών’ διεθνών οργανισμών όπως ο ΠΟΕ που υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά,[2] αλλά με την αλλαγή του ίδιου του συστήματος. Και φυσικά δεν είναι μόνο η ζωή πολλών αγροτών που καταστρέφεται από το σύστημα αυτό αλλά και η αντίστοιχη εκατομμυρίων εργατών, υπάλληλων, αυτοαπασχολούμενων κ.α. οι οποίοι καθημερινά πληρώνουν την τιμή της ολοένα εντεινόμενης ανταγωνιστικότητας για χάρη της επιβίωσης που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση .

 

Ας δούμε όμως, συνοπτικά όσο μας επιτρέπει ο χώρος, πως λειτουργεί το σύστημα αυτό και τον ρόλο του ΠΟΕ. Ο οργανισμός αυτός που διαδέχθηκε την περασμένη δεκαετία την GATT η οποία είχε ιδρυθεί μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο με ‘ατζέντα’ που είχε καθοριστεί από την Αμερικανική ελίτ είχε στόχο να ανοίξει τις παγκόσμιες αγορές εμπορευμάτων μέσω της μείωσης των εισαγωγικών δασμών και της κατάργησης άλλων προστατευτικών μέτρων υπέρ των εγχωρίων βιομηχανιών. Φυσικά, αυτή είναι μια πολιτική που συμφέρει μόνο τις ήδη αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες εφόσον στον ανταγωνισμό με χώρες σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης, λόγω της χαμηλότερης ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας τους, τόσο η ορθόδοξη όσο και η ριζοσπαστική οικονομική θεωρία εύκολα μπορούν να δείξουν ότι θα επικρατήσουν τελικά οι οικονομικά ισχυρότερες. Γιαυτό άλλωστε η ίδια η Αμερικανική ελίτ εφάρμοζε, για πολλά χρόνια πριν, προστατευτική πολιτική όπως το ίδιο ακριβώς είχε κάνει πριν η Βρετανική και οι άλλες ελίτ του κλαμπ των αναπτυγμένων χωρών στην Ιστορία τους που σήμερα απαιτούν ανοικτές αγορές για την άνετη επέκταση των πολυεθνικών τους.[3] Το άνοιγμα αυτό των αγορών οδήγησε στην μαζική επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου και την ανάδυση της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς,  που στη συνέχεια ‘ρυθμίστηκε με βάση τις προδιαγραφές της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης την οποία επέβαλλε το ίδιο το άνοιγμα των αγορών και όχι κάποιοι κακοί νεοφιλελεύθεροι όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά. Χαρακτηριστικά, οι παγκόσμιες εξαγωγές που σήμερα στηρίζουν την διεθνή ανάπτυξη σχεδόν διπλασιάστηκαν μεταξύ 1980 (τότε που άρχισε να φουντώνει η παγκοσμιοποίηση) και 1990 (από 1,9 σε 3,4 δις. δολ.) και σχεδόν αναδιπλασιάστηκαν μέχρι το 2000, φθάνοντας τα 6,4 δις. δολ. δηλαδή το ένα πέμπτο του παγκόσμιου εισοδήματος.[4]

 

Περιττό να σημειωθεί ότι το άνοιγμα των αγορών ήταν πάντα ελεγχόμενο από τις δυτικές ελίτ και επομένως ποτέ δεν ήταν πλήρες, αλλά, αντίθετα, δεν δίσταζαν να επιβάλλουν άμεσα και έμμεσα μέτρα προστασίας των κλάδων όπου η ανταγωνιστικότητα τους διακινδύνευε από το άνοιγμα των αγορών, παρά τα τεχνολογικά και οικονομικά πλεονεκτήματα που απολάμβαναν. Τα μέτρα αυτά έπαιρναν συνήθως την μορφή δασμών (π.χ. οι δασμοί που επιβάλλει σήμερα η Αμερικανική ελίτ για να προστατεύσει την βιομηχανία χάλυβα που δεν έχει ακόμη εκσυγχρονιστεί) και επιδοτήσεων (π.χ. οι σημερινές επιδοτήσεις της Αμερικανικής και της Ευρωπαϊκής ελίτ  στους αγρότες τους που φθάνουν περίπου τα 300 δις δολλ.[5]).  Αντίθετα όμως με την άποψη της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι τα μέτρα αυτά σημαίνουν ότι δεν υπάρχει στη πραγματικότητα παγκοσμιοποίηση, αυτό που πράγματι συμβαίνει είναι ότι οι κλάδοι αυτοί αποτελούν υπολείμματα της προηγούμενης φάσης της νεωτερικότητας που στηριζόταν στον κρατισμό. Τα υπολείμματα αυτά βρίσκονται σήμερα σε μια μεταβατική διαδικασία  αναδιοργάνωσης τους σε ‘υγειά’ ανταγωνιστική βάση που δεν θα χρειάζεται πια την κρατική προστασία. Στο μεταξύ, όμως, τα μέτρα αυτά έχουν διπλό αποτέλεσμα:

  • Οι χώρες έξω από το κλαμπ των αναπτυγμένων δεν μπορούν να επεκτείνουν τις εξαγωγές  τους προς αυτές, ούτε και σε σχέση με τους λίγους κλάδους όπου προσωρινά έχουν ένα σχετικό πλεονέκτημα (π.χ. αγροτικά προϊόντα). Ακόμη, οι επιδοτήσεις δημιουργούν συνήθως πλεονάσματα στις αναπτυγμένες χώρες, οι ελίτ των οποίων στη συνέχεια τα ξεφορτώνονται στη διεθνή αγορά, συνθλίβοντας τις διεθνείς τιμές και αναγκάζοντας τους λαούς στον Νότο να περιορίζουν συνεχώς το εύρος των προϊόντων που παράγουν και ν’ αυξάνουν αντίστοιχα τις εισαγωγές τους από τις πολυεθνικές.

  • Στις χώρες του κέντρου, τα μέτρα αυτά λειτουργούν τελικά για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τους μεγαλοπαραγωγούς, οδηγώντας στον οικονομικό ‘εξορθολογισμό’, μέσω της αυξανόμενης συγκέντρωσης και τελικής εξαφάνισης των μικροπαραγωγών.

 

Σε χώρες όπως η δική μας, η οποία παρά τα φληναφήματα περί ‘ισχυρής Ελλάδας’ κ.λπ. ανήκει περισσότερο στον Νότο παρά στον Βορρά, η καταστροφή της γεωργίας μας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η καταστροφή αυτή δεν φαίνεται μόνο από τη μαζική συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού που θα μπορούσε να είναι ‘υγιές’ αποτέλεσμα ανταγωνιστικής συγκέντρωσης αλλά, κυρίως, από τη δραματική χειροτέρευση του αγροτικού ισοζυγίου που από 281,5 χιλ. δολ. το 1980, πριν την ένταξη στην ΕΟΚ, έφθασε τα 624,3 χιλ. δολ. το 1990 και τα   2,1 εκ. δολ. το 1997![6]

 

Τα γεγονότα επομένως στο Κανκούν μπορούν εύκολα να εξηγηθούν, με βάση τα παραπάνω, ως μια απόπειρα των χωρών του Νότου, που ενισχύθηκαν από την είσοδο της Κίνας στον ΠΟΕ, να επιβάλλουν τους δικούς τους όρους στο διεθνές εμπόριο πράγμα βέβαια που οδήγησε απλώς στην κατάρρευση των διαπραγματεύσεων. Ο τελικός νικητής μπορεί εξίσου εύκολα να προβλεφθεί. Είναι βέβαια αυτός που έχει τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, δηλαδή η υπερεθνική ελίτ, που στην ανάγκη, όπως ήδη απειλεί, θα παραμερίσει τον ΠΟΕ και θα καταφύγει στις διμερείς διαπραγματεύσεις όπου μπορεί να ελέγχει άνετα το πεδίο…

 


[1] Βλ για ανάλυση του όρου Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, Ελλην. Γράμματα, (2002) κεφ. 1.

[2] βλ πχ Γ. Μητραλιάς κ.α. Εποχή, 14/9/03.

[3] βλ πχ Ηa-Joon Chang,  Le Monde diplomatique , Αυγ. 2003 και Jacques Berthelot, Le Monde diplomatique, Σεπτ. 2003.

[4] υπολογισμοί με βάση το World Development Indicators 2002, και τα World Development Reports (διάφορα χρόνια) της World Bank.

[5] The Guardian, 15/9/03.

[6] υπολογισμοί με βάση το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της Τραπέζης της Ελλάδος.