Ελευθεροτυπία (18 Μαΐου 2002) 


Φασισμός και «δημοκρατικός» ολοκληρωτισμός

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τα προχθεσινά αποτελέσματα στην Ολλανδία έρχονται σε συνέχεια των Γαλλικών προεδρικών εκλογών και των εκλογών σε μια σειρά άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Δανία, Ιταλία, Νορβηγία, Ελβετία, Πορτογαλία) να επιβεβαιώσουν μια νέα τάση: την ανάδειξη λαϊκίστικων ακροδεξιών κομμάτων που υποτίθεται ότι στρέφονται εναντίον του «κατεστημένου». Το γεγονός μάλιστα ότι τα κόμματα αυτά συνήθως χρησιμοποιούν τμήματα της παλαιάς φασιστικής συνθηματολογίας έδωσε λαβή στα ΜΜΕ και «αναλυτές» να μιλούν για νέα άνοδο του φασισμού από τον οποίο δήθεν κινδυνεύει η «δημοκρατία» και η ίδια η ελευθερί  μας. Όπως θα προσπαθήσω όμως να δείξω συνοπτικά, ούτε τα ρεύματα αυτά είναι φασιστικά με την κλασική έννοια του όρου, ούτε ο πραγματικός κίνδυνος για την ελευθερία μας θα αποσοβηθεί αν συνταχθούμε με τα κόμματα εξουσίας των επαγγελματιών πολιτικών και την παραδοσιακή «Αριστερά» που καλλιεργούν τον μύθο του φασιστικού μπαμπούλα για να βελτιώσουν την εκλογική επιρροή τους. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτοί που επισείουν τον κίνδυνο ανόδου στην εξουσία ενός νέου «φασισμού» «ξεχνούν» ότι σήμερα δεν υπάρχουν ούτε οι αντικειμενικές αλλά ούτε και οι υποκειμενικές συνθήκες που γέννησαν τον φασισμό.

Οι προπολεμικές αντικειμενικές συνθήκες χαρακτηριζόντουσαν από «ανοικτή» ανεργία που όχι μόνο ήταν μαζικότερη από την σημερινή αλλά και δεν συνοδευόταν από κάποια δίκτυα κοινωνικής πρόνοιας όπως τα σημερινά (που αντικατέστησαν το κράτος πρόνοιας). Ακόμη, την προπολεμική οικονομική καταστροφή της μεσαίας τάξης διαδέχθηκε η σημερινή άνθιση της στον Βορρά (αλλά όχι και στον Νότο, βλ. π.χ. Αργεντινή). Η θεμελιακή ωστόσο διαφορά στις αντικειμενικές συνθήκες προσδιορίζεται από την μορφή της αναπτυξιακής διαδικασίας στις δυο περιόδους. Στην προπολεμική περίοδο, η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς στηριζόταν στην εσωτερική αγορά, γεγονός που επέτρεπε π.χ. στο ναζιστικό κόμμα να εφαρμόζει στη Γερμανία πολιτικές ελλειμματικών προϋπολογισμών χρηματοδοτούμενων με νέο χρήμα, ελέγχων των τιμών και των μισθών, κρατικής διεύθυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων κ.τ.λ. —πολιτικές που οδήγησαν στο ξεπέρασμα της μαζικής ανεργίας, ακόμη και πριν να αρχίσει τους μαζικούς εξοπλισμούς. Σήμερα όμως η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς εντείνεται καθημερινά (παρά τις σοσιαλδημοκρατικές μπαρούφες ότι έφτασε στα όρια της![1]), πράγμα που σημαίνει ότι η ανάπτυξη της προσδιορίζεται καθοριστικά από τον διεθνή ανταγωνισμό[2]. Αυτό συνεπάγεται ότι κόμματα, είτε της Δεξιάς είτε της «Αριστεράς», που δεν αμφισβητούν την ίδια τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, δεν είναι σε θέση να υιοθετήσουν αξιόπιστα πολιτικά προγράμματα για την αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων, τα οποία βασικά οφείλονται στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση: ανασφάλεια δουλειάς και υποαπασχόληση, άνθιση της μετανάστευσης αλλά και της εγκληματικότητας, οικολογική καταστροφή, ισοπέδωση εθνικής κουλτούρας και υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας μέσα στην Ε.Ε. κ.τ.λ.

Όσον αφορά στις υποκειμενικές συνθήκες, η δημιουργία φασιστικών κινημάτων προϋποθέτει την ύπαρξη ισχυρών αντισυστημικών κινημάτων που απειλούν να πάρουν την εξουσία. Αυτό συνέβαινε με τα προπολεμικά σοσιαλιστικά κινήματα, γεγονός που ώθησε από τη μία μεριά τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα να στραφούν στα φασιστικά κινήματα και από την άλλη την οικονομική ελίτ να τα υποστηρίξει άμεσα ή έμμεσα, με στόχο τη συντριβή των αντισυστημικών κινημάτων. Τα φασιστικά κινήματα ήταν επομένως μαζικά πολιτικά κινήματα με συνεκτικά πολιτικά προγράμματα και οργάνωση με στρατιωτική πειθαρχία, αντίθετα με τα λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα σήμερα που είναι βασικά «σκορποχώρια» και υποστηρίζονται από ένα μωσαϊκό ψηφοφόρων, πολλοί από τους οποίους καταφεύγουν σε αυτά ακριβώς λόγω της έλλειψης ριζοσπαστικών κινημάτων σε μια χρεοκοπημένη (πολιτικά και ιδεολογικά) «Αριστερά» που υιοθετεί ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης μέσα στην Ε.Ε.

Έτσι, τα λαϊκίστικα ακροδεξιά κόμματα αγρεύουν ψήφους καταφεύγοντας στην εξαπάτηση των ψηφοφόρων για τις πραγματικές αιτίες των σημερινών προβλημάτων που τα αποδίδουν όλα στους μετανάστες και στη διαφθορά των επαγγελματιών πολιτικών. Όμως, δεν ευθύνονται οι μετανάστες για την ανασφάλεια όσον αφορά την απασχόληση και την εξάπλωση της μερικής ή περιστασιακής απασχόλησης αλλά οι ελαστικές αγορές εργασίας, απαραίτητο συστατικό της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Ούτε βέβαια ευθύνονται οι μετανάστες για το ότι χάνουν τις δουλειές τους εργάτες, αγρότες και υπάλληλοι επειδή οι αντίστοιχοι τομείς συρρικνώνονται ή συρρικνώνουν το προσωπικό τους, στον ανελέητο αγώνα του ανταγωνισμού που επιβάλλει η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και η συγκέντρωση της οικονομικής διαδικασίας σε μεγάλες (συνήθως πολυεθνικές) επιχειρήσεις. Αντίθετα, οι μετανάστες, οι οποίοι αναγκάζονται να εργάζονται σε συνθήκες και με μισθούς που δεν μπορούν να επιβληθούν στους ντόπιους, καλύπτουν τα ελλείμματα εργατικών χεριών που δημιουργεί ο βασικά άναρχος χαρακτήρας της οικονομίας της αγοράς.

Παράλληλα, τα κόμματα αυτά, εκμεταλλευόμενα την κουλτούρα πολιτιστικού ρατσισμού που καλλιεργεί η υπερεθνική ελίτ σήμερα με τον πόλεμο κατά των «φανατικών μουσουλμάνων», στους οποίους αποδίδει τις «τρομοκρατικές» επιθέσεις στην Αμερική, την Παλαιστίνη κ.τ.λ., καλλιεργούν την ξενοφοβία, αν όχι τον ρατσισμό. Αντίστοιχα, αποδίδουν τις αιτίες της εξάπλωσης της εγκληματικότητας στους μετανάστες, οι οποίοι όμως δεν ευθύνονται ούτε για τη κουλτούρα των ναρκωτικών[3] και τη συναφή εγκληματικότητα, ούτε για τα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί η ανεργία και η ανασφάλεια —προβλήματα άμεσα συνδεδεμένα με την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Τέλος, η κρίση της πολιτικής που φανερώνουν τα μαζικά ποσοστά εκλογικής αποχής και η απαξίωση των επαγγελματιών πολιτικών που εκμεταλλεύονται τα ακροδεξιά κόμματα δεν είναι βέβαια άσχετη με το γεγονός ότι στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς η πολιτική έχει καταντήσει άλλη μια αγορά όπου διατίθενται πανομοιότυπα προϊόντα από πωλητές οι οποίοι βασικά ενδιαφέρονται για τον πλουτισμό τους. Είτε παράνομα (όπως αποκαλύπτουν τα διάφορα σκάνδαλα) είτε νόμιμα, όπως π.χ. αποκαλύφθηκε πρόσφατα[4] σχετικά με τον πολυτελή τρόπο ζωής των Ευρωβουλευτών, χάρη στους παχυλούς μισθούς και ποικίλες παροχές που έχουν πλουτίσει πολλούς από αυτούς ιδιαίτερα όσους έκαναν την επαγγελματική τους καριέρα στην Ευρωβουλή (όπως έμμεσα δείχνουν παρ’ημιν ακόμη και οι δηλώσεις «Πόθεν Έσχες»!)

Είναι λοιπόν φανερό ότι ο κίνδυνος κατά της ελευθερίας μας δεν προέρχεται από τον ανύπαρκτο φασισμό των λαϊκίστικων κομμάτων της ακροδεξιάς, που όταν αποκτούν την εξουσία στο δεδομένο θεσμικό πλαίσιο συμπεριφέρονται όπως και τα κόμματα εξουσίας. Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από τον πολύ υπαρκτό «δημοκρατικό» ολοκληρωτισμό που ενσαρκώνει η υπερεθνική ελίτ και τα κατά τόπους παραρτήματα της στα κόμματα εξουσίας αλλά και στην παραδοσιακή «Αριστερά», ο οποίος θεμελιώνεται στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Είναι αυτός ο νέος ολοκληρωτισμός που αναιρεί κατακτημένες ελευθερίες στη μια χώρα μετά την άλλη για χάρη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Είναι ο ίδιος ολοκληρωτισμός που επιβάλλει, με βάση το ίδιο πρόσχημα, την φασιστική πολιτική της εξολόθρευσης οποιουδήποτε καθεστώτος ή λαϊκού κινήματος που αντιστρατεύεται τη Νέα Διεθνή Τάξη: από τους Παλαιστίνιους μέχρι τα ριζοσπαστικά ρεύματα στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης. Τέλος είναι ο ίδιος ολοκληρωτισμός που εισήγαγε και την ιδεολογία των «ίσων αποστάσεων» ανάμεσα σε καταπιεστές και καταπιεζόμενους, ιδεολογία που υιοθετούν ακόμη και τα τ. ριζοσπαστικά οικολογικά κινήματα (μέλη των οποίων σήμερα δεν διστάζουν να μιλούν ανενδοίαστα για «επίδομα σφαγής» που λαμβάνουν οι οικογένειες των βομβιστών αυτοκτονίας)[5], συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην ευκολότερη αποδοχή της συντριβής των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων...

 


 

[1] Βλ. π.χ. Φ. Γκολουμπ και Κ. Βεργόπουλο στο φόρουμ «Monde Diplomatique» - «Κ.Ε.»,«Ε» (16/5/2002).

[2] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 1.

[3] Βλ. του ιδίου, Ναρκωτικά: πέρα από τη δαιμονολογία της ποινικοποίησης και την ‘προοδευτική’ μυθολογία της φιλελευθεροποίησης (Εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1999).

[4] Βλ. Kamal Ahmed, «Europe squanders billions spoiling MEPs», The Observer (5/5/2002).

[5] Βλ. π.χ. Γιάννη Σακιώτη, «Μεγάλες ιδέες, μεγάλες σφαγές», ΑΥΓΗ (10/5/2002).