Ο φόρος Τόμπιν και άλλα παραμύθια

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2002/01/26) 

 

Ένα βασικό χαρακτηριστικό της τέως αντισυστημικής και νυν (μετά την κατάρρευση του ‘υπαρκτού’) ρεφορμιστικής Αριστεράς είναι η επινόηση διαφόρων, συνήθως ουτοπικών, μύθων  για την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Έτσι, τη μια ανακαλύπτουν ότι η  παγκοσμιοποίηση αυτή είναι ένα ιδεολόγημα, μια χίμαιρα[1] και την άλλη (όπως ανάφερα στο προηγούμενο σημείωμα) μιλούν για την κατάρρευση της και την επιστροφή στον Κευνσιανισμό που δήθεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Το γεγονός όμως ότι η παγκοσμιοποίηση δεν συμπεριλαμβάνει τις αγορές εργασίας καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα του Νότου δεν την μετατρέπει σε... χίμαιρα γιατί αυτό αναφέρεται απλώς στον τύπο της σημερινής παγκοσμιοποίησης και όχι την ουσία της. Και η ουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνίσταται στις ανοικτές και ελεύθερες αγορές  κεφαλαίου και εμπορευμάτων, τις ‘ελαστικές’ (αλλά όχι ανοικτές) αγορές εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, το ξήλωμα του κράτους πρόνοια κ.λπ. Ακόμη, το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση δεν επεκτείνεται σε όλο τον πλανήτη δεν είναι παρά συνέπεια του ανισομερούς χαρακτήρα που πάντα είχε η καπιταλιστική ανάπτυξη. Τέλος, το γεγονός ότι πολλές κυβερνήσεις αποπειρώνται σήμερα να γλιτώσουν κάποιους κλάδους από την χρεοκοπία ή περικόπτουν τους φόρους των ελίτ δεν επηρεάζει στο παραμικρό τα θεμελιακά στοιχεία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης .

Οι απόψεις όμως αυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς είναι σημαντικές διότι αποκαλύπτουν ότι, μετά την πτώση του ‘υπαρκτού’, η Αριστερά αυτή δεν εγκατέλειψε μόνο κάθε αντισυστημικό όραμα, αλλά και κάθε είδους ‘συστημική’ ανάλυση. Δηλαδή, ανάλυση που αναζητά τις αιτίες θεμελιακών οικονομικών φαινομένων όπως αυτό της παγκοσμιοποίησης[2]  στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και την μαζική επέκταση των πολυεθνικών (ένα πρωτόγνωρο γεγονός στην ιστορία του συστήματος) και όχι στις ‘κακές’ πολιτικές των νεοφιλελεύθερων και των σοσιαλφιλελεύθερων. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η ίδια Αριστερά υποστηρίζει σήμερα τον φόρο Τόμπιν και την οργάνωση ATTAC που τον προωθεί. Δηλαδή, μια οργάνωση που δημιούργησαν τα μίντια, με επικεφαλής την Monde Diplomatique, και την υποστήριξη των ‘προοδευτικών’ τμημάτων της υπερεθνικής ελίτ. Ο στόχος είναι φανερός: ο αποπροσανατολισμός του ‘κινήματος’ κατά της αντιπαγκοσμιοποίησης και η ενδυνάμωση των ρεφορμιστικών ρευμάτων μέσα σε αυτό, καθώς και η παράλληλη περιθωριοποίηση των ριζοσπαστικών αντισυστημικών ρευμάτων, πράγμα που θα διευκολύνει τη συντριβή τους, με την συνδρομή και των νέων ‘τρομονόμων’. Ούτε είναι βέβαια τυχαίο ότι, με την μαζική προβολή που παρέχουν στην ATTAC και σε παρόμοιες ρεφορμιστικές οργανώσεις τα ‘προοδευτικά’ τμήματα της υπερεθνικής ελίτ, καθώς και η ρεφορμιστική Αριστερά και τα μιντια τους, σήμερα επικρατούν τα ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα στο ‘κίνημα’ της αντιπαγκοσμιοποίησης. Γι' αυτό και ήδη διαφαίνεται ότι το κίνημα αυτό πιθανώς ν’ ακολουθήσει σύντομα τον δρόμο του  πάλαι ποτέ ριζοσπαστικού οικολογικού κινήματος που σήμερα αποτελεί ‘τσόντα’ των σοσιαλφιλελεύθερων και της ρεφορμιστικής Αριστεράς.

Αλλά ας έλθουμε στον φόρο Τόμπιν που, όπως είναι γνωστό είχε προταθεί από ένα ρεφορμιστή Κευνσιανό οικονομολόγο, πριν 30 περίπου χρόνια, με στόχο τη σταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών (Breton Woods) και την εισαγωγή του συστήματος ελευθέρων ισοτιμιών που συνεπαγόταν σημαντικές διακυμάνσεις στην αξία των νομισμάτων και αντίστοιχες δυνατότητες κερδοσκοπίας πάνω σε αυτές. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα φόρο στις αγοραπωλησίες συναλλάγματος με στόχο να πληγούν, σε παγκόσμιο επίπεδο και με βάση ένα ενιαίο ποσοστό, οι βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές μετακινήσεις του κεφαλαίου. Μολονότι η αντι-κερδοσκοπική σημασία του φόρου ήδη  μειώνεται σημαντικά με την εισαγωγή κοινών νομισμάτων όπως το Ευρώ, οι κινήσεις βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 95% των συνολικών κινήσεων κεφαλαίου. Επομένως, η επιβολή ακόμη και ενός πολύ χαμηλού ποσοστού, όπως το 1% που προτείνεται, θ' απέδιδε ετήσια έσοδα τουλάχιστον 100 δις δολ. τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν για την καταπολέμηση της φτώχιας, τη προώθηση κοινωνικών προγραμμάτων κ.λπ. Και εδώ τελειώνει το παραμύθι.

Και είναι παραμύθι γιατί παρόμοιος φόρος είναι ανέφικτος αφού, για να εμποδιστεί η φοροδιαφυγή που θα τον έκανε άχρηστο, θα  πρέπει να συμφωνήσουν στην εφαρμογή του όλες οι χώρες του κόσμου η έστω τα 15-20 μεγαλύτερα διεθνή κέντρα διακίνησης κεφαλαίων, όπως ακόμη και ο ίδιος ο Τόμπιν παραδέχτηκε πρόσφατα. Όμως, τα Αγγλοσαξονικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, Βρετανία) που διαθέτουν τις μεγαλύτερες  αγορές συναλλάγματος ήδη κάνουν φανερό ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσουν σε ένα τέτοιο φόρο. Ακόμη όμως και το ενδιαφέρον που δείχνουν για την ιδέα οι Ζοσπέν και Σρέντερ είναι πολύ πιθανό ότι οφείλεται απλώς σε ψηφοθηρικούς λόγους σε σχέση με τις επικείμενες εκλογές.

Αλλά γιατί  αντιδρά η υπερεθνική ελίτ σε ένα φόρο που, με βάση το προτεινόμενο ασήμαντο ποσοστό, είναι σχετικά ανώδυνος; Για να δούμε την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε αρχικά ποιους θα κτυπήσει ένας τέτοιος φόρος. Οι περίφημοι ‘κερδοσκόποι’ δεν είναι κάποια διεθνής φυλή ‘κακών’ καπιταλιστών αλλά αποτελούν τα σημαντικότερα τμήματα της υπερεθνικής ελίτ. Οι περισσότερες συναλλαγές σε συνάλλαγμα γίνονται από τις 100 μεγαλύτερες εμπορικές τράπεζες και τράπεζες επενδύσεων. Μόνο οι 10 μεγαλύτερες από αυτές ελέγχουν το  52% της χρηματαγοράς και περιλαμβάνουν ονόματα όπως Citibank/Salomon, Chase Manhattan, Goldman Sachs, Bank of America, JP Morgan, Merill Lynch (Αμερικανικές) και Deutche  Bank, HSBC, ABN Amro (Ευρωπαϊκές). Οι τράπεζες αυτές ενεργούν με βάση το δικό τους κίνητρο κέρδους αλλά και αυτό των πελατών τους που περιλαμβάνουν μεγάλους επενδυτές, ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία.

Ακόμη πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι οι κινήσεις βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, αντίθετα με την ρεφορμιστική μυθολογία, δεν λειτουργούν μόνο ως μέσο κερδοσκοπίας αλλά  αποτελούν και το σημαντικότερο τμήμα της παγκόσμιας ‘ρευστότητας’, η οποία χρηματοδοτεί την ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου που επίσης ελέγχεται από πολυεθνικές επιχειρήσεις. Οι πολυεθνικές αυτές ελέγχουν σήμερα τα τρία τέταρτα του παγκόσμιου εμπορίου, τα τρία τέταρτα της ικανότητας τεχνολογικών καινοτομιών, το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής, καθώς και τις ξένες άμεσες επενδύσεις (οι 300 μεγαλύτερες ελέγχουν το 70% των επενδύσεων).[3]  Η παροχή άλλωστε μιας ‘υπερεθνικής ρευστότητας’ που δεν θα ελεγχόταν από τις εθνικές κυβερνήσεις ήταν ο κύριος λόγος που οδήγησε στο άτυπο αρχικά άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου, με την αγορά των Ευρωδολαρίων, που κατόπιν θεσμοποιήθηκε και αποτελεί αυτό που ονομάζουμε νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Η υπερεθνική ελίτ δεν φοβάται λοιπόν τον φόρο Τόμπιν αλλά απλώς απορρίπτει σαν θέμα αρχής την επιβολή κάθε ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων, εφόσον παρόμοιοι έλεγχοι αντίκεινται στην όλη διαδικασία παγκοσμιοποίησης και σημαίνουν απόπειρα να γυρίσει το ρολόι της Ιστορίας μερικές δεκαετίες πίσω. Πράγμα βέβαια αδύνατο εάν δεχτούμε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ‘συστημικο’ φαινόμενο και επομένως μη αντιστρέψιμο μέσα στο σύστημα της οικονομίας αγοράς. Αν λοιπόν κάτι είναι χίμαιρα αυτό δεν είναι η παγκοσμιοποίηση αλλά τα παραμύθια της ρεφορμιστικής αριστεράς...

 

ΥΓ: Τη στιγμή που οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί, ιδιωτικοί και δημόσιοι, συναγωνίζονται να προβάλλουν τις απόψεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς δεν είναι περίεργη η στάση τους στην αποσιώπηση εναλλακτικών απόψεων, παρά τη διαφημιζόμενη ‘αντικειμενικότητα’ τους κ.λπ. Έτσι, μετά από το ‘κόψιμο’ συνέντευξης του υπογράφοντος για την Ελληνική εκπομπή του BBC πριν μερικά χρόνια,  κατόπιν άνωθεν εντολών, τώρα φαίνεται ότι  ‘κόπηκε’ και  η αναμετάδοση από το Σκάι  αντίστοιχης συνέντευξης  στη Ντώυτσε Βέλλε (13/1/02)!

 

 


 

[1] βλ. πχ Κ. Βεργόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη χίμαιρα (Λιβάνης, 1999).

[2] βλ. για μια συστημικη ανάλυση της παγκοσμιοποίησης, Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελληνικά Γράμματα, Μάρτιος 2002).

[3] βλ. Routledge Encyclopedia of International Political Economy, 2001.