Κατά τη δημοσίευση του παρακάτω άρθρου παρελήφθησαν δυο σημαντικά εδάφια τα οποία παραθέτουμε εδώ υπογραμμισμένα.

 

O μύθος της «καλής» παγκοσμιοποίησης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η υπερεθνική ελίτ που διαχειρίζεται τη παγκοσμιοποίηση έδειξε στη Γένοβα όπου είχαν συγκεντρωθεί οι πολιτικοί εκπρόσωποι της το ολοκληρωτικό όσο και εγκληματικό πρόσωπο της. Συγχρόνως, διέψευσε τη μυθολογία των σοσιαλδημοκρατών ότι η Γένοβα σηματοδοτεί την ‘αναθεώρηση του αλόγιστου και άνευ ορίων παγκόσμιου καπιταλισμού’,[1] δηλαδή την ανατολή μιας ‘καλης’ παγκοσμιοποίησης. Στον ενθουσιασμό που δημιούργησε η μαζικότητα των εκδηλώσεων του ‘κινήματος’ στη Γένοβα πέρασε στα ψιλά ότι, πέρα από τις ελεημοσύνες της υπερεθνικής ελίτ για να ικανοποιήσει τα ρεφορμιστικά στοιχεία μέσα στο ΄κίνημα΄’, πάρθηκε μια σημαντική απόφαση ότι οι G8 υποστηρίζουν την έναρξη ενός νέου γύρου διαπραγματεύσεων με στόχο το παραπέρα άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών, δηλαδή την ακόμη μεγαλύτερη παγκοσμιοποίηση! Παρόλα αυτά, οι υποστηρικτές των ρεφορμιστικών ρευμάτων οι οποίοι μιλούν για παγκοσμιοποίηση που ‘θα μπορούσε να ήταν ελπίδα των λαών’[2] (στο σύστημα βέβαια της οικονομίας της αγοράς το οποίο δεν αμφισβητούν) δεν παραλείπουν να λοιδορούν την ανάγκη ν αποκτήσει το κίνημα αυτό κοινούς αντισυστημικους στόχους και στρατηγική, τη στιγμή ακριβώς μάλιστα που τα ρεφορμιστικά στοιχεία στο κίνημα ήδη άρχισαν και διαχωρίζουν πια ανοιχτά τη θέση τους από τα αντί-συστημικα. Προφανώς, το κίνημα της αντί-παγκοσμιοποίησης, όσο παραμένει βασικά ένα αντιστασιακό κίνημα διαμαρτυρίας, βολεύει πολλούς που (με το αζημίωτο) μπορούν να παίζουν τον ‘αντιστασιακό’ τους ρόλο, όχι σπάνια αγκαλιά και με την ντόπια ελίτ (δηλαδή τον ντόπιο διαχειριστή της παγκοσμιοποίησης) που, σε έμπρακτη ανταμοιβή τους παρέχει άπλετη δημοσιότητα των απόψεων τους στα τηλεοπτικά κανάλια...

Με την ευκαιρία όμως της Γένοβας αναπτύχθηκε μια ολόκληρη φιλολογία από τα ΜΜΕ για το θέμα της παγκοσμιοποίησης η οποία, στη πραγματικότητα, ήταν ‘λογοκρισία δια παραλείψεως’ που αποτελεί τη χειρότερη μορφή λογοκρισίας στον ‘ελεύθερο’ τύπο. Έτσι τα αφιερώματα που κατέκλυσαν τις εφημερίδες και οι ‘ειδικοί’ που γέμιζαν τα τηλεοπτικά παράθυρα αποσιωπούσαν κάθε ‘συστημικη’ αντίληψη της παγκοσμιοποίησης και  εξέφραζαν είτε τις γνωστές νεοφιλελεύθερες απόψεις για τα αγαθά της παγκοσμιοποίησης, είτε τις αντίστοιχες  σοσιαλδημοκρατικές απόψεις που διακρίνουν μεταξύ ‘καλης’ και ‘κακής’ παγκοσμιοποίησης και της ανάγκης να επικρατήσει η πρώτη. Δεν θ' ασχοληθώ εδώ με τις απόψεις των απολογητών της παγκοσμιοποίησης γενικά, οι οποίες συνήθως συγχέουν την οικονομική παγκοσμιοποίηση με τις άλλες μορφές της και κυρίως τη τεχνολογική που οφείλεται βασικά στην πληροφορική επανάσταση και θα μπορούσε βέβαια να συμβεί σε οποιοδήποτε κοινωνικό-οικονομικό σύστημα.

Όσον αφορά τον μύθο της ‘καλης’  παγκοσμιοποίησης, όπως θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω εδώ[3], η  οικονομική παγκοσμιοποίηση, αντίθετα με τους μύθους των Κευνσιανων σοσιαλδημοκρατών που μιλούν για συνωμοσίες[4] του κεφαλαίου κλπ, μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Οι ανιστόρητες δηλαδή συνωμοτικές ‘θεωρίες’ εκφράζουν  επιλογές πολιτικές ή προσωπικές (συνήθως καριέρας) όπου οι υποστηρικτές τους, μη θέλοντας ν αμφισβητήσουν το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, αγνοούν τον ‘συστημικο’ χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αγνοούν δηλαδή το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση αυτή είναι πραγματικός μονόδρομος στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και όχι πολιτική επιλογή κάποιων ‘κακών’ νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων--πράγμα βέβαια που αφήνει ανεξήγητη την κακία’ των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων  να επιμένουν στις πολιτικές αυτές, παρά τις διογκούμενες αντιδράσεις.

Πολύ περιληπτικά, η ουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνίσταται στο άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και την ‘απελευθέρωση’ όλων των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας. Με αυτή την έννοια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μη αντιστρέψιμη στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς εφόσον τόσο το άνοιγμα όσο και η απελευθέρωση των αγορών είναι βασικά το αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος. Η δυναμική αυτή τέθηκε σε κίνηση από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε το σύστημα αυτό δυο περίπου αιώνες πριν, εγκαινιάζοντας ένα αδυσώπητο αγώνα μεταξύ αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς, οι οποίοι επιδίωκαν τη συνεχή ‘αγοραιοποίηση’ της οικονομίας (δηλαδή την εμπορευματοποίηση της γης, της εργασίας κλπ και την συνακόλουθη ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για τη  προστασία της εργασίας και  του περιβάλλοντος οι οποίοι αντίκεινται στην ‘αποδοτικότητα’ των επιχειρήσεων -δηλαδή την κερδοφορία τους) και της υπόλοιπης κοινωνίας που προσπαθούσε να αυτοπροστατευθει από τις συνέπειες της αγοραιοποίησης και κυρίως την ανεργία, την ανισότητα και την φτώχεια.[5] O αγώνας αυτός οδήγησε αρχικά στη ‘φιλελεύθερη’ μορφή νεωτερικοτητας και σε μια πρώτη προσπάθεια για διεθνοποίηση της οικονομίας τον 19ο αιώνα. Η απόπειρα όμως αυτή απέτυχε διότι η οικονομία της αγοράς στηριζόταν ακόμη στις εθνικές οικονομίες και η δυναμική της καθοριζόταν από τις εθνικές αγορές --πράγμα που κατέληξε τελικά στις διαμάχες για το μοίρασμα των αγορών και σε δυο παγκόσμιους πόλεμους.

Η αποτυχία της πρώτης απόπειρας διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς,  με την αποφασιστική συμβολή του σοσιαλιστικού κινήματος, οδήγησε στη συνέχεια στη κρατικιστικη μορφή της νεωτερικοτητας (που πήρε τη μορφή του σοβιετικού κρατισμού στην Ανατολή και της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση) η οποία κατέρρευσε τα τελευταία περίπου 20 χρόνια. Ο βασικός οικονομικός λόγος της κατάρρευσης της σοσιαλδημοκρατίας ήταν η ασυμβατότητα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ της εντεινόμενης διεθνοποίησης της οικονομίας στη δεκαετία του ’70 και της παράλληλης συνεχούς επέκτασης του κρατισμού (δηλ του κράτους-πρόνοιας, του δημοσιοποιημένου τομέα της οικονομίας κλπ). Η διεθνοποίηση όμως αυτή δεν επεβλήθη ‘από πάνω’. Ήταν η ανάδυση και ραγδαία εξάπλωση μιας νέας μορφής επιχείρησης, της πολυεθνικής, οι ανάγκες της οποίας οδήγησαν σε ένα άτυπο στην αρχή άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου (Ευρωνομισματα) που αργότερα θεσμοποιήθηκε από τις κυβερνήσεις Θάτσερ και Ρέιγκαν. Το παράλληλο άνοιγμα των αγορών εμπορευμάτων με τους γύρους της GATT και τις περιφερειακές συμφωνίες ΕΟΚ και αργότερα NAFTA συμπλήρωσε τη διαδικασία ανοίγματος των αγορών.

Από τη στιγμή όμως που άνοιξαν οι αγορές,  η απρόσκοπτη διασυνοριακή ροή κεφαλαίου και εμπορευμάτων απαιτούσε την παράλληλη ‘απελευθέρωση’ τους ώστε ν  αξιοποιηθεί πλήρως το άνοιγμα των αγορών. Η απελευθέρωση αυτή αφορούσε ακόμη και την αγορά εργασίας, ώστε να μπορούν οι πολυεθνικές να ‘προσαρμόζουν’ την εργασία στις μεταβαλλόμενες συνθήκες τεχνολογίας και οργάνωσης της παραγωγής, παρά το γεγονός ότι  η αγορά αυτή δεν άνοιξε ποτέ τυπικά (ένα άτυπο άνοιγμα καθιερώνει η παράνομη μετανάστευση), ώστε να είναι δυνατή η εκμετάλλευση της φθηνής εργασίας στη περιφέρεια. Η ‘απελευθέρωση των αγορών’ συνοψίζει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές:  ελαστικοποιηση της εργασίας, ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων που στοχεύουν στην προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, ιδιωτικοποιήσεις, πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας κλπ.

Η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για να πετύχει εκεί που απέτυχε η πρώτη απόπειρα. Έτσι, αντίθετα με εκείνη, δεν στηρίζεται σε εθνικές αλλά πολυεθνικές επιχειρήσεις, ούτε την διαχειρίζονται οι εθνικές ελίτ αλλά μια νέα  υπερεθνική ελίτ, ενώ η δυναμική της καθορίζεται όχι από τις εσωτερικές αγορές αλλά από μια διεθνοποιημένη αγορά. Μια ‘καλη’ παγκοσμιοποίηση θα ήταν εφικτή σήμερα μόνο αν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν αυστηροί κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές και την δραστηριότητα των κεφαλαίων, πράγμα που δεν συζητά κανένας σοσιαλδημοκράτης ξέροντας ότι αυτό θα στραγγάλιζε την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας που στηρίζεται στην απρόσκοπτη δραστηριότητα των πολυεθνικών και την συνεχή επέκταση της παγκόσμιας αγοράς. Όμως, είναι ακριβώς οι ανοικτές και ‘απελευθερωμένες’ αγορές, καθώς και το ίδιο το  ελεύθερο εμπόριο, (που λειτουργούν πάντα υπέρ των οικονομικά ισχυρών, όπως μπορεί να δείξει η οικονομική θεωρία αλλά και η Ιστορία) που οδηγούν στη συνεχή συγκέντρωση πλούτου και εισοδημάτων –η οποία αποτελεί τον στόχο του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποιησης.

 


[1] Βλ. π.χ. συνέντευξη Κ. Τσουκαλά (ΝΕΤ 23/7/01)

[2] Κ. Βεργοπουλος, ‘Ε’, 22/7/01

[3] Για παραπέρα ανάλυση βλ. T. Fotopoulos,’Globalisation, the reformist Left and the anti-globalisation movement’ Democracy & Narure, Ιούλης 2001

[4] Βλ. Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Συνωμοτική Παγκοσμιοποίηση, Παπαζήσης 2001/’Ε’, 15/7/01

[5] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999) κεφ 1-2